ΣΤΑΥΡΟΣ Γ.
ΜΕΛΙΣΣΙΝΟΣ (10/9/1929-14/6/2025)
Ο Σανδαλοποιός ποιητής
Έφυγε πλήρης ημερών το Καλοκαίρι που
μας πέρασε ο σανδαλοποιός ποιητής και μεταφραστής Σταύρος Γ. Μελισσινός. Εγκατέλειψε
τα εγκόσμια ευτυχισμένος, πλαισιωμένος από την οικογένειά του (παιδιά,
εγγόνια…). Ο καλλιτέχνης σανδαλοποιός Σταύρος Γ. Μελισσινός γέννημα θρέμμα
Πλακιώτης, είχε αποσυρθεί από την γνωστή τουριστική επιχείρηση που διατηρούσε
πάνω από μισό αιώνα στο Μοναστηράκι κοντά στην κεντρική Πλατεία. Τα ηνία της
επιχείρησης και την παλαιά παράδοση της τέχνης του σανδαλοποιού ανέλαβε και
συνεχίζει ο γιός του Παντελής, ο οποίος κληρονομώντας την καλλιτεχνική φλέβα
του ποιητή πατέρα του που με φαντασία και σχεδιαστική τέχνη κατασκεύαζε κάθε
είδους, μορφής και μεγέθους σανδάλια, ασχολείται και με την μουσική. Στο
διαδίκτυο είναι αναρτημένες οι πληροφορίες σχετικά με την τουριστική
οικογενειακή τους επιχείρηση, ενός ελληνικού μαγαζιού με διεθνή προβολή στο
Μοναστηράκι, με καλή εμπορική φήμη και τουριστική επισκεψιμότητα. Αναρτημένες
είναι και σκηνές από θεατρικές παραστάσεις στις οποίες έλληνες ηθοποιοί
φορούσαν σανδάλια κατασκευασμένα με μεράκι, αγάπη, πάθος ψυχής, έμπνευση και
άνεση από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό. Δημοσιεύεται ακόμα, το ιστορικό της καταγωγής
της οικογένειας των Μελισσινών. Βίντεο που μιλά για την ζωή του ο ποιητής και
καλλιτέχνης τεχνίτης, φωτογραφίες από παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στις οποίες
οι πρωταγωνιστές φορούσαν τα υποδήματα του αειθαλούς σανδαλοποιού. Επίσης
έχουμε φωτογραφίες εξωφύλλων από τις τελευταίες ποιητικές του συλλογές, μια και
μετά την συνταξιοδότησή του δεν έπαψε να γράφει ποιήματα να εκδίδει ποιητικές
συλλογές.
Η φήμη του Σταύρου Γ. Μελισσινού ως
εξαιρετικού τεχνίτη και σχεδιαστή σανδαλιών είχε ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας
από το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Ξένοι καλλιτέχνες, διασημότητες της
τέχνης και πολιτικές φυσιογνωμίες ερχόμενοι ως ταξιδιώτες στην Ελλάδα δεν
παρέλειπαν να επισκέπτονται το μαγαζί του, να αγοράζουν τα ποιοτικά και
αισθητικής κομψότητας πάντα σανδάλια του, να φωτογραφίζουν το μαγαζί του και να
απαθανατίζονται μαζί του. Όσοι είχαν επισκεφτεί το μαγαζί του θα θυμούνται τις
φωτογραφίες με άτομα του διεθνούς τζετ σετ που υπήρχαν στους τοίχους. Μία
διαδρομή στο διαδίκτυο θα μας ενημερώσει για γνωστά και διάσημα ονόματα αντρών
και γυναικών καλλιτεχνών που πέρασαν από το ζεστό αυτό τουριστικό μαγαζί. Ο
Σταύρος Γ. Μελισσινός υπήρξε κατά κοινή ομολογία- όπως ακούγονταν- ένα είδος
πρεσβευτή της ελληνικής λαϊκής τέχνης στο εξωτερικό. Δεν ήταν απλά ένας λαϊκός
καλλιτέχνης σανδαλοποιός ήταν ένας καλλιεργημένος σχεδιαστής και κατασκευαστής,
παθιασμένος με την ελληνική λαϊκή παράδοση υποδηματοποιός την οποία υπηρέτησε με
ειλικρίνεια, σεβασμό, ιστορική γνώση της καταγωγής της τέχνης του υποδήματος με
πλούσια εμπειρία. Ανέδειξε την πατροπαράδοτη αλήθεια της τόσο στο ελληνικό
αγοραστικό κοινό όσο και στους ξένους επισκέπτες στην χώρας μας που επιθυμούσαν
να αγοράσουν κάτι από την Ελλάδα ως ενθύμιο.
Τις
προηγούμενες δεκαετίες όπως πολλοί νέοι-από περιέργεια- είχα επισκεφτεί το
κατάστημά του, μια και η φήμη του ήταν μεγάλη, είχα αγοράσει σανδάλια του και
κουβεντιάσει μαζί του για την ποίησή του, ιδιαίτερα τα όσα αρνητικά εξέφραζε
για τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, που εκείνη την περίοδο
ήρθα σε επαφή πιο ουσιαστικά με το έργο του διαβάζοντας διάφορες γνωστές
μελέτες. Πρόσχαρος και χαμογελαστός σαν άνθρωπος κάθονταν στο βάθος του
μαγαζιού και εργαζόμενος συνομιλούσε μαζί σου. Εντύπωση μου έκαναν τα κάδρα με
αποσπάσματα από δημοσιεύματα και κριτικές για τον ίδιο, την δουλειά του, τα
βιβλία του, καθώς και οι φωτογραφήσεις του με ξένους και έλληνες καλλιτέχνες.
Έκτοτε, όποτε βρισκόμουν στο Μοναστηράκι και περνούσα μπροστά από το μαγαζί του
τον χαιρετούσα και περιεργαζόμουν τα εκατοντάδες σανδάλια που κρέμονταν στην
είσοδο.
Πέρα όμως από την τέχνη του σανδαλοποιού ο
κυρ Σταύρος Γ. Μελισσινός διακόνησε τον ποιητικό λόγο και την μετάφραση με
σχετική στα χρόνια του αναγνώριση από τις προηγούμενες γενιές Ελλήνων
συγγραφέων, πριν το 1967. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960 όταν η Ελλάδα άνθιζε τουριστικά
και καλλιτεχνικά σε διάφορους τομείς της Τέχνης και η διεθνή προβολή της στο
εξωτερικό έλκυε επισκέπτες από όλα τα μέρη της γης. Η πρώτη ποιητική του
εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1954 με την συλλογή «Ψηφιδωτά». Τέσσερα
χρόνια αργότερα, το 1958 εκδίδεται το ελεγείο του με τίτλο «Κύκνειον Άσμα», ενώ
ένα χρόνο αργότερα, το 1959 κυκλοφορεί η συλλογή του «Περσικά Ρουμπαγιάτ», μία
έκδοση που έτυχε της αποδοχής του κοινού αν λάβουμε υπόψη μας τις τρείς
ανατυπώσεις της, 1965, 1968 και 1970. Οι ανατυπώσεις συνοδεύονταν και από την
μετάφραση των «Ρουμπαγιάτ» στην αγγλική γλώσσα. Ακολούθησαν «Ο Λάμπρος», Αθήνα
1960 συμπλήρωμα στο Σολωμικό έργο, η Αγγλοαμερικάνικη Παιδική του Ανθολογία
«Παιδικός Γαλαξίας» Αθήνα 1966 και το βιβλίο που τάραξε τα αναγνωστικά νερά
«Καβάφης, ο λυρωδός με την μία χορδή», Αθήνα 1967. Ένα βιβλίο που προετοίμασε
όπως έδειξαν τα πράγματα την κατοπινή του εκτενέστερη Καβαφική εργασία.
Ασχολήθηκε επίσης με την συγγραφή θεατρικών έργων, βλέπε: «Ζώνη Ασφαλείας»
(της… Αγνότητας) και «Η… Περικαυκαλέα του Οδυσσέα» και τα δύο Αθήνα 1961.
Ακολούθησαν η κωμωδία του «Άχ, αυτός ο… Βοκάκιος» 1962/1967, το έργο «Λάουρα»
1969, Θεατρική διασκευή από το μυθιστόρημα του Γουίλκι Κόλλινς. Παραστάθηκε από
τον θίασο Λιάνας Μιχαήλ στο Θέατρο «Φλώριντα» 1969, και «Ο Εραστής της Λαίδης
Τσάτερλυ Αθήνα 1962 /1969. Στα συγγραφικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται και
μεταφράσεις από «Τα Τραγούδια της Μάνας- Κουράγιο» του Γερμανού Μπέρτολτ
Μπρέχτ, 1964, «Τα Τραγούδια από τον «Ματωμένο Γάμο» του Ισπανού Φεντερίκο
Γκαρθία Λόρκα 1966, «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντιγκ» του Ιρλανδού Όσκαρ
Ουάϊλντ 1961/1967 (με κείμενο «Ουάιλδ και «Ουαϊλδοκαβαφισμός»). Ενώ παρέμειναν
ανέκδοτες και αδημοσίευτες αρκετές ακόμα μεταφράσεις του, όπως «Το Κοράκι και
άλλα ποιήματα» του αμερικανού Έντγκαρ Άλαν Πόε, «Ο Βιολιστής της Στέγης» του Ι.
Στάιν από τα διηγήματα του Σαλώμ Αλέχεμ 1970 και άλλα, όπως διαβάζουμε στα
«Έργα του Ιδίου» στο βιβλίο του «Τα Καβαφικά Ποιήματα», Αθήνα 1974 και τα
«Λογοτεχνικά στοιχεία» των σελίδων 7-8 που αναφέρει ο συγγραφέας.
Ας μας επιτραπεί η φράση, μεγάλος
«ντόρος» έγινε γύρω από το όνομά του-εκτός από τα «Περσικά Ρουμπαγιάτ»- όταν
κυκλοφόρησε μετά την συλλογή του «Καβάφης, ο λυρωδός με τι μία χορδή», ο διπλός
τόμος με τα «Ποιήματα» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, Αθήνα 1974. «ΚΑΒΑΦΙΚΑ Α΄-
Β΄, Τα Ποιήματά του όπως δεν τα έγραψε ο Μεγάλος Αλεξανδρινός». Σελίδες 114+158
τιμή 150 παλαιές δραχμές. Ο δεμένος τόμος περιλαμβάνει τα: «Λογοτεχνικά
στοιχεία», «Εισαγωγικό σημείωμα», Ποιήματα του αλεξανδρινού ποιητή και ορισμένα
του Μελισσινού, ο πρώτος τόμος. Ο δεύτερος Καβαφικά ποιήματα, και το «Καβαφικό
επίμετρο» με «Συνομιλίες μου με τον Καβάφη» που αρχινούν με απόσπασμα από την
Ομηρική Ιλιάδα σε μετάφραση του πειραιώτη ποιητή Αλέξανδρου Πάλλη (που, αν η
μνήμη δεν με απατά εκείνη την περίοδο διδάσκονταν στις σχολικές αίθουσες). Στο
επίμετρο ο Σταύρος Γ. Μελισσινός προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις για την πρόθεσή
του να αποτολμήσει μία «παραποίηση» του Καβαφικού ερωτικού νοήματος των
ποιημάτων του, αλλάζοντας το φύλο και το γένος του ειδώλου- προσώπου που ο
αλεξανδρινός ποιητής αναφέρεται στο έργο του. Πολλά από τα αντρικά
πρόσωπα-ονόματα ο Μελισσινός από αρσενικά τα μετατρέπει σε θηλυκά. Τους αλλάζει
δηλαδή το ερωτικό πρόσημο του φύλου τους και την σχέση και το αίσθημα που
απορρέει από την συνάντησή του καθώς η μνήμη επαναφέρει εκ των υστέρων
παλαιότερες σκηνές ηδονής και ομοερωτικής επαφής. Δίνει επίσης μία κάπως
«δεικτική» απάντηση στον Γιώργο Π. Σαββίδη (που όπως φαίνεται δεν του άρεσε το
ριψοκίνδυνο τόλμημά του) του οποίου την δική του Καβαφική έκδοση των Απάντων
έχει μπροστά του και ακολουθεί στα δικά του βήματα, ακόμα και στις περισσότερες
σελίδες. Το βιβλίο συμπληρώνεται με απόψεις και κρίσεις ελλήνων και ξένων
λογοτεχνών στους οποίους ο Σ. Γ. Μελισσινός έστειλε τα βιβλία του και τις
λακωνικές ευγενικές απαντήσεις του. Αναγνωρίζουμε τα ονόματα του Φώτου
Γιοφύλλη, του Κώστα Στεριόπουλου, του Γιάγκου Πιερίδη, του Μιχάλη Περάνθη, του
Όμηρου Μπεκέ, του Πέτρου Γλέζου, του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Φοίβου Δέλφη,
του Κούλη Αλέπη, του Ε. Παπανούτσου, του Θρασύβουλου Σταύρου, του Παντελή
Πρεβελάκη, και ορισμένων άλλων, και φυσικά την τυπική ευγενική λακωνική
απάντηση του Γ. Π. Σαββίδη. Με τις απαντήσεις ο Μελισσινός προσπαθεί να δικαιολογήσει
την εργασία του και στα όσα μας λέει για τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη που,
θεωρεί ότι δεν ήταν και τόσο καλός ποιητής, πέρα από την μη αποδοχή της
ομοερωτικής πλευράς της ποίησής του. Έχει διαβάσει Καβαφικές μελέτες και
στέκεται ιδιαίτερα σε δύο από αυτές. Στις γνωστές Καβαφικές εργασίες του Στρατή
Τσίρκα και στις επίσης γνωστές του γεννημένου στον Πειραιά Τίμου Μαλάνου ο
οποίος είχε γνωρίσει και συναναστραφεί από κοντά τον Καβάφη και ανήκε στον
Αλεξανδρινό κύκλο των υποστηρικτών του έργου. Ο Τίμος Μαλάνος όπως γνωρίζουμε
έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα και εκδώσει βιβλία μιλώντας τόσο για το έργο του
Καβάφη όσο και για την ζωή του. Κύριος όμως αποδέκτης των λεγομένων του Σ. Γ.
Μελισσινού είναι ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης. Τέλος, το βιβλίο κλείνει με τις
σελίδες 135-158 με παραλλαγμένους στίχους και ποιήματα του Μελισσινού.
Το τελευταίο διάστημα κυκλοφόρησε μία
νέα βιογραφία του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ο πρώην πρωθυπουργός ονόμασε το
βιβλίο με τα απομνημονεύματα των πρωθυπουργικών του πεπραγμένων «Ιθάκη», μεγάλη
εταιρεία χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών διαφημίζει τα προϊόντα της με Καβαφικούς
στίχους, και ο Αλεξανδρινός ποιητής ακούγεται από τα χείλη δημοσιογράφων στους
ραδιοφωνικούς δέκτες. Έτσι, από την μεριά μου, τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, σκέφτηκα
να γράψω ένα Καβαφικό σημείωμα όμως ακολουθώντας έναν παράδοξο τρόπο. Επέλεξα
να μιλήσω όχι για κάποιο από τα δεκάδες βιβλία που έχουν γραφεί και κυκλοφορούν
για το έργο του Καβάφη αλλά για ένα που τον αμφισβητεί παραλλάσσοντας μάλλον
αυθαίρετα το ερωτικό κεντρικό μήνυμα των ποιημάτων. Αυτήν την ερωτική μαγεία
των εικόνων, των παραστάσεων, των ηδονικών καταστάσεων, των σκηνών, των λέξεων
που επιλέγει για να μας περιγράψει προσωπικές του στιγμές και επαφές της νιότης
του που αναδύει ο λόγος του και τον κάνει έναν από τους σημαντικότερους
εκπροσώπους του ελληνικού ποιητικού λόγου διαχρονικά και διεθνών. Έναν μοντέρνο
έλληνα ποιητή του Μέλλοντος. Κάτι φιλολογικά οξύμωρο αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος ο
ποιητής δεν ήθελε ή δεν ενδιαφέρονταν να δει συγκεντρωμένα τα Ποιήματά του να
κυκλοφορούν στο εμπόριο. Έδενε με καρφίτσα τα χειρόγραφά του και τα μοίραζε
στους φίλους του και τους λόγιους του αλεξανδρινού πνευματικού κύκλου της
εποχής του. Ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και ο πεζογράφος κυρ Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης είναι από όσο γνωρίζουμε, οι δύο μεγάλες μας φτασμένες
πνευματικές προσωπικότητες που δεν είδαν εν ζωή το έργο τους να κυκλοφορεί
συγκεντρωμένο ως «Άπαντα» στο εμπόριο. Μετά τον θάνατό τους οι κοντινοί τους
άνθρωποι και συνεργάτες φρόντισαν για αυτό. Ο Σκιαθίτης κυρ Αλέξανδρος μάλλον
πέθανε κατά το κοινώς λεγόμενο στην «ψάθα». Ο Αλεξανδρινός, έχοντας χάσει τα
περισσότερα μέλη της οικογένειάς του και άκληρος, άφησε κληρονόμο του ένα
κοντινό του φιλικό πρόσωπο τον Αλέκο Σεγκόπουλο, που μετά τον θάνατό του, η
γυναίκα του κυκλοφόρησε τα Καβαφικά Άπαντα.
Ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός έχοντας
υπόψη του την γνωστή έκδοση των Καβαφικών ποιημάτων των εκδόσεων «Ίκαρος» στην
φροντισμένη και φιλολογικά επιμελημένη δουλειά του κυρού καθηγητή Γιώργου Π.
Σαββίδη, διαβάζει το Καβαφικό ποιητικό σώμα και επιφέρει ανατρεπτικές αλλαγές
θεωρώντας ότι ο Αλεξανδρινός ποιητής δεν διέθεται το ποιητικό «τσαγανό» και μας
παραδίδει ένα ποιητικό έργο μισοτελειωμένο, χωρίς άρτια τεχνική και μορφή, ενώ
παράλληλα, διαφοροποιείται από την ομοερωτική περιγραφή και ατμόσφαιρα των
ποιημάτων του διασκευάζοντάς τα. Το φύλο του ερωτικού προσώπου και το Σώμα του
γένους που επιθυμεί και περιγράφει στις μνημονικές περιπλανήσεις του στο γήρας
του ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, εικονογραφεί αναπολώντας το στα ποιήματά του,
εξομολογούμενος των νιάτων του ερωτικές επιλογές και ενθυμήματα αφηγούμενος
αλλάζει γίνεται θηλυκό από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό με αυθαίρετο τρόπο, το ίδιο
κάνει και στα άλλα Καβαφικά ποιήματα που κινούνται σε φιλοσοφική ατμόσφαιρα, σε
ιστορικό κλίμα, (της αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς) και παιδαγωγικό εθνικό
«διδακτισμό» ορθότερα αγωγή. Ο Μελισσινός, όπως προαναφέραμε, έχει υπόψη του
Καβαφικές μελέτες, προγενέστερες εργασίες όπως του Στρατή Τσίρκα και του Τίμου
Μαλάνου τις οποίες επικαλείται για να δικαιολογήσει τα ερμηνευτικά του
συμπεράσματα, να δώσει ως νέα ποιητική πρόταση την δική του αντίστροφη ποιητική
ετεροφυλόφιλη εκδοχή. Και να απαντήσει στην ουσία στον Γ. Π. Σαββίδη. Το
ποιητικό πείραμα του Μελισσινού, πρωτόγνωρο στα Καβαφικά γράμματα, είναι εκτός
από παράτολμο και αυθαίρετο και επικίνδυνο για την ίδια του την φήμη ως ποιητή
και έλληνα λαϊκού λογίου. Αλλάζοντας τον ερωτικό προσανατολισμό των ποιημάτων
του Αλεξανδρινού με τον οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό τόσο στην Ελλάδα όσο
και διεθνώς, αν το ποιητικό πείραμά του πετύχαινε (ας το θέσουμε ως υπόθεση
εργασίας) θα οφείλαμε να επαναπροσδιορίζαμε ως αναγνώστες την θέση μας απέναντι
στην αξία και ποιότητα της Καβαφικής ποίησης και την θέση του μέσα στην
ελληνική και παγκόσμια γραμματεία. Όμως το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, οι
ποιητικές αντοχές και δυνάμεις του σανδαλοποιού ποιητή δεν αρκούσαν για να
αποκαθηλώσουν την εικόνα και την φήμη του Καβάφη εντός και εκτός Ελλάδος ως
μοντέρνου σύγχρονου ευρωπαίου ποιητή.
Τα Καβαφικά ποιήματα παραλλάσσονται στον
βαθύτερο και κεντρικό τους πυρήνα της ερωτικής τους ουσίας ως δομή σύνθεσης,
μηνυματικής πρόθεσης και ποιητικού αποτελέσματος. Το τι θέλει να μας πει ο
ποιητής με τα ερωτικά ποιήματά του γίνεται τι αποφασίζει εκ των υστέρων να μας
δώσει ο παραφραστής του στις δικές του ερωτικές επιλογές και προτιμήσεις. Το
φύλο του ατόμου και το γένος του προσώπου που απευθύνονται τα εξαιρετικά αυτά
ποιήματα του Καβάφη είναι αρσενικό, το ερωτικό σώμα είναι αρσενικό. Η Καβαφική
μνήμη παλινδρομεί και επανέρχεται σε παλαιότερες ερωτικές εικόνες, ηδονικές
επαφές και καταστάσεις της νιότης του, πρόσωπα υπαρκτά ή της φαντασίας του, των
ερωτικών του περιπλανήσεων, αδιάφορα για άλλους ποιητές λαϊκά άτομα γίνονται
κεντρικά σύμβολα και κυρίαρχες σωματικές φιγούρες του έργου του. «Θυμήσου Σώμα»
επαναλαμβάνει συχνά, ενώ η μνήμη αρνείται να λησμονήσει, εγκαλεί με ηδονική
πολυχρωμία τα περασμένα και φωτίζει τα μελλούμενα. Μεταλλαγμένοι στιχουργικά
και θεματικά οι στίχοι των Καβαφικών ποιημάτων από τον Σταύρο Γ. Μελισσινό
αυξομειώνονται και μεταπλάθονται σε μία ποιητική αισθητική άλλων ερωτικών
προθέσεων, γυναικείων εικόνων- θηλυκών ερωμένων μιάς ατμόσφαιρας ξένης του
Καβαφικού έργου. Το βάρος της ερωτικής μνημονικής στόχευσης αντιστρέφεται
παντελώς, ξένης από αυτήν που πρέσβευε και επεδίωκε να μας δώσει ο Αλεξανδρινός
ποιητής όταν έγραψε και δημοσίεψε τα Ερωτικά του Ποιήματα. Ο Μελισσινός αγνοεί
την Καβαφική επιδίωξη και ατομική μαρτυρία και δίνει κάτι εντελώς δικό του που
ταιριάζει στην ατομική του ερωτική ιδιοσυγκρασία αντί να επιλέξει ορθότερα να
συνθέσει δικά του ποιήματα. Καταπιάνεται με κάτι που τον ξεπερνά και οδηγείται
σε προκλητικό αδιέξοδο, έστω και αν προσθέτει φήμη στο πρόσωπό του με την
εργασία του αυτή. Μεγάλο το φορτίο της Ομοερωτικής Ερωτικής αίσθησης και εικόνων ηδονής, καταστάσεων αποκλειστικά
προσωπικών των Καβαφικών ποιημάτων, δίχως εξιδανικεύσεις συμβάντων όπως έχουμε
στην ποίηση πχ. του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ωραιοποιήσεις συμπεριφορών των λαϊκών
αυτών τύπων. Το ερωτικό παιχνίδι είναι ξεκάθαρο τι μου δίνεις τι ζητάς από
εμένα. Η Καβαφική μνήμη είναι εστιασμένη στο βιολογικό Σώμα του ποιητή που θυμάται
στα χρόνια των γηρατειών του, επανέρχεται κάτω από την λάμπα του μοναχικού του
δωματίου και με νοσταλγία αναπολεί εικόνες και πρόσωπα, ορέγεται θωπεύοντας
θαυμαστικά, επιθυμεί το αντρικό Σώμα που κάποτε πλάγιασε στα γρήγορα μαζί του
άγγιξε τυχαία, πλήρωσε στις ερωτικές του επαφές περιγράφοντας την αίσθηση που
του άφησε και πώς αυτές οι ερωτικές σκηνές, τα αγγίγματα και τα φιλιά
αισθηματοποιήθηκαν μέσα στο έργο του. Την τότε ηδονική ταραχή και ανατριχίλα
στην μισοσκότεινη κάμαρα ενός λαϊκού ξενοδοχείου. Εξάλλου, η Αλεξάνδρεια υπήρξε
από την αρχαιότητα μία πόλις των πάσης φύσεως ηδονών, μία ερωτική πόλη για όλα
τα γούστα, μία πόλη που γέννησε φιλοσοφικές και θρησκευτικές αιρέσεις και
ασκητών διαμάχες ενός άλλου κοσμοπολιτισμού και πνεύματος δίχως όρια και
δεσμεύσεις. Μια ανοιχτή αγορά θρησκευτικών δοξασιών, φιλοσοφικής διαμάχης και
ερωτικών προτιμήσεων. Μιάς τέτοιας ισχυρής ποιητικής «απόκλισης» ερωτικής
προσωπογραφίας από τον ποιητή Καβάφη, δύσκολο τους προηγούμενους αιώνες να
γίνει αποδεκτή από την ηθική αστών και μεγαλοαστών ακόμα και από τους
προλετάριους, τους όπως γράφει ο ποιητής «φαιά φορούντες». Η ποιητική του
εμφάνιση δημιούργησε αντιστάσεις, προκάλεσε αρνήσεις ακόμα και στους
πνευματικούς κύκλους της εποχής του, που «υποτίθεται» διαθέτουν ανοιχτό πνεύμα
αποδοχής παρόμοιων ερωτικών βιωμάτων και γνώριζαν άλλες παρόμοιες ποιητικές
περιπτώσεις. Άλλο όμως να εκθέτεις πάνω στην λευκή σελίδα τις ερωτικές σου
ιδιορρυθμίες και άλλο να τις πράττεις στην ιδιωτική σου ζωή εν κρυπτώ. Ακόμα
και ο δάσκαλος της ποίησης Κωστής Παλαμάς δεν θίγει το Καβαφικό ζήτημα, μόνο
μας δίνει ελάχιστες αρνητικές απόψεις του για την φόρμα και την τεχνική των
ποιημάτων του, την στεγνότητα του ύφους του και την «παράξενη» γλώσσα του.
Εξαίρεση ο θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής της «Νέας Εστίας» Γρηγόριος
Ξενόπουλος ο οποίος ήταν ο εισηγητής γνωριμίας του Αθηναϊκού κοινού με την
Καβαφική γραφή και φυσικά επαινούσαν τα ποιήματά του λόγιοι και ποιητές του
Αλεξανδρινού πνευματικού κύκλου που σύχναζε και γνώριζε ο Καβάφης,
δημοσιεύοντας στ έντυπά τους. Οι όποιες ενστάσεις γλωσσικές κυρίως ή και
θεματικές όμως ξεπεράστηκαν όταν συνειδητοποίησε η ελληνική διανόηση και
αρκετοί ποιητές και κριτικοί ότι εδώ κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό συμβαίνει
στα ελληνικά γράμματα, μια άλλη ποιητική φωνή από τον Ελληνισμό της Διασποράς
έρχεται να κομίσει την δική του αισθητική, ερωτική πρόταση, να αναδείξει την ατομική
της σωματική εμπειρία και μνήμη στην αρχή κάπως δειλά και κατόπιν ανοιχτά τον
ομοερωτισμό της. Αυτές τις παλαιές ερωτικές μνήμες ηδονής μας αφηγείται με
ξεχωριστή γοητεία ένας αριθμός ποιημάτων του Καβάφη. Των «ημιπαράνομων»
ερωτικών επαφών, των κρυφών συναντήσεών του ο «αμαρτωλός» γέρων της Αλεξάνδρειας
όπως τον χαρακτήρισε στο βιβλίο του ο δοκιμιογράφος και ανθολόγος Μιχάλης
Περάνθης και μίλησαν για αυτόν δεκάδες άλλοι σχολιαστές και κριτικοί του. Όμως
η Καβαφική ποίηση- σαν ποιητική πρόταση- άνοιξε δρόμους νέους, μοντέρνους,
αχαρτογράφητους μέχρι τότε, σύγχρονου προβληματισμού στον μέχρι τότε ποιητικό
λόγο και γλυκερή ερωτική θεματογραφία. Μια ερωτογραφία είτε ετεροφυλόφιλη είτε
ελάχιστων εξαιρέσεων ομοφυλόφιλη που ήταν για τα εφηβικά κοριτσίστικα ή
αγορίστικα ποιητικά λευκώματα με τα ξεραμένα φύλλα λουλουδιών στις σελίδες
τους. Ο Καβαφικός λόγος έφερε την ρήξη, μίλησε για τις ερωτικές ανάγκες του
σώματός του και πώς τις ικανοποίησε ανοιχτά στην δεύτερη χρονικά περίοδο της
ποίησής του. Είπαν κριτικοί ότι τα αντρικά πρόσωπα τα φαντάστηκε, είπαν αρθρογράφοι
ότι τα ονειρεύονταν στο σκοτεινό δωμάτιό του, παλαιές εικόνες των ονειρώξεων
του έγραψαν συγγραφείς, είπαν ότι ήταν αποκύημα της αγάπης του για το πιοτό
άλλοι, και τι δεν έγραψαν οι διάφοροι κριτές του θέλοντας να προσπεράσουν ή
δικαιολογήσουν την όψη αυτή της ατομικότητάς του και πλευρά της ποίησής του
που, δεν συνάδει όπως θεωρούσαν με τα άλλα του ποιήματα. Τιμητές με θετικό και
αρνητικό πρόσημο του έργου του εμφανίστηκαν πολλοί, ένα όμως δεν μπορούσαν να
παραβλέψουν- προσπεράσουν, την αλήθεια της προσωπικής του συγκλονιστικής
ερωτικής μαρτυρίας και την έζησε όπως αυτή εικονογραφείται σε ποιήματά του. Και
η μαρτυρία αυτή έχει πρόσημο, έχει φύλο, έχει επιλογή αφορμής, έχει
συγκεκριμένη αναφορά. Είναι το κάθε φορά διαφορετικό αντρικό ερωτικό πρόσωπο
και σώμα που τυχαία ή όχι έχει δίπλα του, το αγγίζει, το ψαύει, το θαυμάζει, το
παρατηρεί, αναζητά σημεία της ομορφιάς του, της ρώμης του και τα αναδεικνύει,
τα φωτίζει, τα στολίζει με δυνατών χρωματισμών λέξεις. Πρόσωπο, μάτια, χείλη,
σωματικά μέλη, στήθος, χέρια, μαλλιά… Ένα σαπφείρινο μαβί τα μάτια έτσι
αποτυπώθηκαν στην μνήμη του και πέρασαν στην ποίησή του έχει σημασία σε ποιο
φύλο ανήκουν! Η εικόνα είναι τόσο επιβλητική τόσο χαρακτηριστική, πώς μπορεί να
θέλουμε να την αλλάξουμε από την γενεσιουργό της αφορμή! Τα βέλη του έρωτα στον
Καβάφη είναι στραμμένα πάντα στο αντρικό ποθούμενο σώμα με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για τις δικές μας ερωτικές αντιλήψεις και ερωτική ηθική και
προτιμήσεις. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους ποιητές που θαυμάζουν και υμνούν
τα γυναικεία κάλλη, την σωματική γυναικεία ομορφιά; Αμιγώς ετεροφυλόφιλη δεν
είναι η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη και
πλείστων άλλων ελλήνων και ξένων ποιητών; Θα τολμούσαμε έστω και πειραματικά να
αντιστρέψουμε το ερωτικό τους πρόσημο; Δεν θα ήταν αυτό αισθητικό και
ποιητικό λάθος; Μία αποτυχία; Άλλο να
μην συμφωνούμε με την ομοερωτική διάθεση και ατμόσφαιρα, να μην πηγαίνει στα ερωτικά
μας γούστα και επιλογές οι μαγευτικές περιγραφές της Καβαφικής ποίησης και άλλο
να αρνούμαστε από πού προέρχεται η ποιητική έμπνευση, οι εξαιρετικές του
συλλήψεις, οι εξαίσιες εικόνες του, η δροσιά της ποιητικής του τέχνης. Μιάς
ποίησης σοφά οργανωμένης, με αρχιτεκτονική τεχνική, εσωτερική ρυθμολογία και
μετρική, αρμονικό σχεδιασμό, ένα ποιητικός λόγος σύγχρονος, διαυγής ακόμα και
με αυτήν την μεικτή μη καθαρά δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης, την
λαλιά του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού της εποχής του. Μια γλωσσική έκφραση όχι
συνηθισμένη στο Αθηναϊκό κοινό που ακούγεται όμορφα με την εσωτερική της
μελωδία αλλά παράξενα, με λέξεις που ηχούν ποιητικά ως εξωτικά πολύχρωμα
πουλιά. Και αυτήν την ερμηνευτική παγίδα, αυτό το φιλολογικό λάθος δεν απέφυγε
ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός, μάλλον το προκάλεσε. Η ποίηση του Καβάφη
εξάλλου δεν είναι μονοθεματική ούτε μορφικά ούτε θεματικά, έχουμε τα Ιστορικά
του, τα Φιλοσοφικά του, τα Παιδαγωγικά του, (Το Μεγάλο Ναι ή το Μεγάλο Όχι) τα
Αρχαιολογικά του, τα Διδακτικά του ποιήματα, από όλη αυτήν την ποικιλία μπορεί
ο όποιος διαχρονικά αναγνώστης να διαλέξει. Και αυτό το λάθος κάνουν και όσοι
κατά την κρίση μου περιορίζουν το έργο του Καβάφη μέσα στα στενά ομοφυλόφιλα
καθαρά όρια, ο Καβάφης υπερβαίνει ακόμα και την ιδιαίτερη ατομική του ερωτική
περίπτωση δίχως να την παραβλέπουμε.
Στο Καβαφικό έργο έχουμε έντονο ηδονικό
αισθησιασμό, ευρύτητα ερωτικού κλίματος, φιλοσοφική της αρχαίας ελληνικής
κληρονομιάς ατμόσφαιρα, περιόδους του ελληνισμού της μετά Αλεξανδρινής
ιστορίας, την θρησκευτική χριστιανική διάσταση της ποίησής του, κλίμακες εικονογραφίας
του αρχαίου παγανιστικού ελληνισμού πνεύματος και κληρονομιάς, του βυζαντινού
αυτοκρατορικού μεγαλείου. Μορφές όπως η Άννα Κομνηνή, ο παρεξηγημένος
αυτοκράτορας Ιουλιανός, (γράφει 5 ποιήματα) ο ένδοξος Αχιλλέας και Τα Άλογά του
και τόσα άλλα ιστορικά και της μυθολογικής παράδοσης πρόσωπα και φυσιογνωμίες
περνούν από μπροστά μας στα διάφορα ποιητικά του εν εξελίξει πλάνα κατάθεσης
των ατομικών του αφηγήσεων. Οι Μάσκες και τα προσωπεία κάθε φορά αλλάζουν αλλά
ο ποιητής παραμένει ο ίδιος στο μεγαλείο και την πτώση του με μοναδικό κριτή
του την πάντα ενεργή μνήμη του. Στο έργο του Καβάφη συναντάμε μία ποιητική αγωγή
που υπερβαίνει τον ιστορικό χρόνο, την ερωτική περιπτωσιολογία, τον ηδονικό
αισθησιασμό, την γεροντική εκ των υστέρων θύμηση, τα «παραπτώματα» της έκφυλης
ζωής, την ατομική μοναξιά, την ανθρώπινη ίσως και σκηνοθετημένη ερημιά. Τα
μισόσβηστα κεριά είναι πάντα παρόντα και φωτίζουν τον παρόντα χρόνο και την
παρούσα κατάσταση μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο με τα παλιά έπιπλα και τις βαριές
κουρτίνες, τις σκιές των πεθαμένων ερώτων. Ο Καβαφικό χρόνος δεν είναι
ευθύγραμμος, οδηγείται από την μνήμη ως τελεσθείσα εικόνα ζωής που εντυπώθηκε
μέσα του ως διαρκές παρόν. Ένας μνημονικός χείμαρρος κατακλύζει τα ποιήματά του
που παρασέρνει, παλαιά της ηδονής πρόσωπα, ερωτικά κορμιά, μάσκες και προσωπεία
ως θεατρικό σκηνικό με σηκωμένη πάντα την αυλαία. Ποιητικά σωματικά της μνήμης μηνύματα,
καινούργιες ποιητικές εντυπώσεις «πρωτόγνωρες» στους ποιητές της εποχής του,
της ηθικής τους, που τον καθιέρωσαν στα Ελληνικά Γράμματα ως έναν από τους
πρώτους μοντέρνους έλληνες ποιητές, σημαντικό ποιητικό κεφάλαιο παγκοσμίως.
Ένας πρωτοπόρος Έλληνας μοντέρνος Ευρωπαίος ποιητής του περασμένου αιώνα που
πέρασε τα χρονικά κράσπεδα της εποχής του και της πόλης που έζησε σ’ όλη του
την ζωή, άφησε την τελευταία του πνοή και τον ανέδειξε από τα πνευματικά και
ιστορικά σπλάχνα του πανάρχαιου Ελληνισμού της οικουμενικής διασποράς. Ο
Σταύρος Γ. Μελισσινός τα αγνοεί όλα αυτά, παρεμβαίνει στο Καβαφικό έργο,-όχι
μόνο στα ερωτικά του- αντιστρέφοντας την ποιητική του ερωτογραφία και
συμβολισμό. Ο Μελισσινός σαν ποιητής αρνείται τις ποιητικές του διαστάσεις,
αμφισβητεί την τεχνική της γραφής του παρεμβαίνει στο σύνολο έργο του και
πέφτει πάνω στα βράχια.
Ο γηγενής Αθηναίος σανδαλοποιός ποιητής
αλλάζει ακόμα και τους κεντρικούς τίτλους των ποιημάτων, θεωρώντας ότι έτσι
αντιπροσωπεύεται καλύτερα το ποίημα, ή άλλους που υιοθετεί τους ερανίζεται από Καβαφικούς
στίχους. πχ. Η «ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ» γίνεται «Ρείθροις δακρύων», «Ο ΔΑΡΕΙΟΣ» γίνεται «Ο ποιητής Φερνάζης», «ΤΟΥ
ΠΛΟΙΟΥ» γίνεται «Θαλασσινό σκίτσο», «ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ» γίνεται «Ο Θρήνος
των Αθανάτων», ο τίτλος «ΤΕΙΧΗ» γίνεται «Εντειχισμένος», «ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ»
παρουσιάζονται ως «Σκοτεινά Δωμάτια», οι «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» ως «Λεωνίδες», τον
μονολεκτικό τίτλο «ΚΕΡΙΑ», ο Μελισσινός τον δίνει με περισσότερες λέξεις «Κεριά
σβυστά, και τα αναμμένα», «Ο ΠΟΛΥΕΛΑΙΟΣ» ως «Ο Πολυέλαιος του πράσινου
δωματίου». Το ποίημα «ΠΕΡΑΣΜΑ» «Με τους λιγοστούς», «ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ» ως «Ατίμητα
Άνθη», «ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ» «Είπε ο Μυρτίας», το «ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ…» σε «Θυμήσου ακόμα»
και ούτω καθ΄ εξής. Πόσο κακόηχοι ηχούν οι παραλλαγμένοι τίτλοι και πόσο
θελκτικά μας κάνουν ακόμα περισσότερο τα Καβαφικά ποιήματα. Όπως διαπιστώνουμε ο Μελισσινός αλλάζει τα
πάντα θέλοντας ίσως να ξεριζώσει το Καβαφικό ποιητικό δέντρο, ούτε καν να
κλαδέψει τα κλαδιά του. Παράξενο αλήθεια ποιητικό πείραμα. Προσθέτει δικά του (;)
ποιήματα που δεν συναντάμε στον Καβαφικό κανόνα που μας έδωσε ο Γ. Π. Σαββίδης,
βλέπε τίτλους ποιημάτων των σελίδων: 61 («Νύχτες Δεκέμβρη»), 62 («Θεία
Μουσική»), 85 («Θρύμματα απ’ Αστέρια»),93 («Γιατί»), 94 («Σεπτέμβρης»), 92β
(«Σίσυφος») ή είναι τόσο παραλλαγμένα που δεν μοιάζουν Καβαφικά. Αφαιρεί Καβαφικά
μότο, ή συγχωνεύει αρχαία σπαράγματα, μεταφράζει ελεύθερα λέξεις και προτάσεις
της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που συναντάμε στα Καβαφικά ποιήματα ως προάγγελο
του κεντρικού ποιητικού μηνύματος. Σε ένα του ποίημα μειώνει όπως φαίνεται από
λάθος την ηλικία του θηλυκού προσώπου, βλέπε το Καβαφικό «ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1908» ως
«Μέρες Καλοκαιριού» στον Μελισσινό γίνεται «μέρες του Καλοκαιριού του 1907». Αλλάζει
και αυξομειώνει Καβαφικούς στίχους. Και το τολμηρότερο και συζητήσιμο και όχι
εύστοχο κατά την κρίση μας, μας παρουσιάζει 4 ποιητικές ερωτικές μονάδες της
πρώτης Καβαφικής περιόδου και 13 ποιητικές μονάδες της δεύτερης όπου εντελώς
αυθαίρετα αλλάζει το φύλο, το γένος του ερωτικού προσώπου. Έχουμε τα εξής
ποιήματα:
-«ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ»,
«ωραίο παιδί» του στίχου «Τι ωραίο παιδί’ τι θείο μεσημέρι το έχει/ παρμένο πια
για να το αποκοιμίσει.-» γίνεται («Τι ωραία κόρη και τι θείο μεσημέρι: εκεί/
της έστρωσε, να την κοιμήσει, από άνθη προσκεφάλι.-»).
-Το γνωστό
«ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ», «Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε», το συναντάμε κάτω
από τον τίτλο «Μελίττα». «Η Μελίττα, που αγάπησες, δεν είναι μέσα εδώ,/ στον
τάφο, που ώρες έρχεσαι και κλαίς,…».
-στο ποίημα
«ΤΑ ΓΚΡΙΖΑ» ο Καβαφικός νέος που αγαπήθηκαν με τα «γκρίζα μάτια» και το «ωραίο
πρόσωπο», στον Μελισσινό η Κόρη φεύγει για την Σμύρνη να την παντρέψουν. «Θα
χάλασε-ακόμα αν ζει- το πρόσωπο τ’ ωραίο’/ θ’ ασχήμισαν τα μάτια της, τα γκρίζα
σαν οπάλλι.».
-στο ποίημα
«ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ», ο νεαρός των «είκοσι δύο ετών» γίνεται με τίτλο «Μα το άλλο
μένει», «Στα εικοσιδύο χρόνια της, θάναι δεν θάναι ακόμα.».
-στο ποίημα
«Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ» που δίνεται με τον τίτλο «Ρίζες στίχων», γράφει ο Μελισσινός: «Της
έκνομης των ηδονής η εκπλήρωση έχει γίνει./ Τώρα πλέον σηκώθηκαν απ’ του έρωτος
το στρώμα/ και βιαστικά, όσο ντύνονται, κοιτάζεται μ’ εκείνη/ χωρίς να βγάζει
ούτε μια λέξη κανενός το στόμα.».
-Το ποίημα
«ΕΝ ΑΠΟΓΝΩΣΕΙ» που γίνεται «Στιγματισμένη ηδονή», ο στίχος «τον έχασ’ εντελώς.
Και τώρα πια ζητεί/ στα χείλη καθενός καινούργιου εραστή/ τα χείλη τα δικά
του», διαβάζουμε: «Την έχασ’ εντελώς. Τα χείλη της ακόμα/ ζητεί τώρα σε κάθε
καινούρια ερωμένη,/ στην ένωση με κάθε καινούρια, πώς προσμένει/ τα
ίδια-εκείνης- χείλη….»
-Το ποίημα
«ΤΕΜΕΘΟΣ, ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ’ 400 Μ.Χ.», «Στίχοι του νέου Τεμέθου του ερωτοπαθούς./ Με
τίτλον «Ο Εμονίδης»- του Αντιόχου Επιφανούς/ο προσφιλής εταίρος’ ένας
περικαλλής/ νέος εκ Σαμοσάτων.». Με τίτλο «ΚΡΑΤΥΛΗ» έχουμε: «Ποίημα του
Τεμέθου’ νέου ερωτοπαθούς/ με τίτλον «Η Κρατύλη», μιά θεία ερωμένη/ του εραστού
του κάλλους.».
-Το Καβαφικό
«ΤΟ 25ον ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ», «Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά/ που
είχανε γνωρισθεί τον περασμένο μήνα.», γίνεται «Ολέθριο τέλος» και οι στίχοι:
«Πηγαίνει στο ίδιο κέντρο, κάθε μέρα,/ που την είχε γνωρίσει- μήνας θάναι-,/
ρώτησε’ μα ποιά νάταν, δεν την ξέραν/ «να, βλέπεις… κι επαρχιώτισσες
περνάνε…»».
-Ο τίτλος
του ποιήματος «Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ» γίνεται «Γιάνει, δεν γιάνει, ο
Χριστιανός»- ο νεαρός ηθοποιός που «έπαυσε να τον αγαπά και να τον θέλει» (τον
συμπαθητικό περίπου εικοσιτριών ετών Κλείτο), γίνεται «που κ’ η αγαπημένη του,
μια νέα ηθοποιός,/ του στέρησε τον έρωτά της και τα’ ωραίο της σώμα.».
-Το ερωτικής
απιστίας «ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΑΠΗΛΕΙΑ-» Ο άπιστος εραστής Ταμίδης που μετά από δύο χρόνων
σχέση παρατάει τον εραστή του, γίνεται «Μόνο, με σώζει, ως εμορφιά διαρκής που
μ’ έχει μείνει/σαν άρωμα στην σάρκα μου, τα δύο χρόνια εκείνη/ που είχα δική
μου’ τα ψυχή και σώμα, εκείνης-όλη-/κι όχι: για μια έπαυλη στο Νείλο ή μέγαρο
στην πόλι.».
-Το
«ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΚ ΣΥΡΙΑΣ» γίνεται «ΑΝΘΙΣΤΙΣ» Ο ευειδής Μέβης γίνεται η
φημισμένη Ανθιστίδα.
-Οι «ΜΕΡΕΣ
ΤΟΥ 1896» αλλάζει τίτλο και γίνεται «Μέρες τους και νύκτες» αλλάζει και πάλι το
φύλο του ζευγαριού. «Ηρνήθη η κοινωνία, κι αυτόν όσον κ’ εκείνη/ κι
αποσυνάγωγοί της, παρίες, έχουν γίνει.».
-Το «ΔΥΟ
ΝΕΟΙ, 23 ΕΩΣ 24 ΕΤΩΝ» αποκτά τον τίτλο «Νέοι» και τα φύλλα είναι δύο.
-Ο
μακροσκελής Καβαφικός τίτλος «ΕΙΚΩΝ ΕΙΚΟΣΙΤΡΙΕΤΟΥΣ ΝΕΟΥ ΚΑΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΦΙΛΟΝ ΤΟΥ
ΟΜΗΛΙΚΑ, ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΝ» γίνεται «Από φίλην του Ομήλικον, Ερασιτέχνιδα».
-Ο τίτλος
του ποιήματος «ΚΙΜΩΝ ΛΕΑΡΧΟΥ, 22 ΕΤΩΝ, ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (ΕΝ
ΚΥΡΗΝΗ)» γίνεται «Κίμων και Μαρύλος» και ο «αχώριστος φίλος ο Ερμοτέλης»
γίνεται «κι όταν η Ήριννα παντρεμένη…». Δεν θα γράψουμε ότι μας θυμίζει την
αρχαία ποιήτρια αλλά «τι ντεκαντάνς»
-Ο τίτλος
του «ΩΡΑΙΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΙ ΑΣΠΡΑ ΩΣ ΤΑΙΡΙΑΖΑΝ ΠΟΛΥ» κόβεται γίνεται «Ως ταίριαζαν
πολύ» και πάλι ο φίλος γίνεται φίλη «που τρεμόπαιζε τα χείλη..».
-Τέλος ο
τίτλος «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ» γίνεται «Ο παλαιός καθρέφτης» και το «Ένα
εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη (τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής)…»
γίνεται «Ένα κορίτσι, από το πλέον ωραία (κι ας είναι πενιχρότατα ντυμένη),
ίσως ράπτριας υπάλληλος, η νέα…».
Αυτές είναι οι άστοχες ποιητικές
παρεμβάσεις του ποιητή Σ. Γ. Μελισσινού στο Καβαφικό έργο, που, φυσικά, το
άφησαν αλώβητο στον χρόνο και δεν αμαύρωσαν την εικόνα του ούτε και αποψίλωσαν
κατά τι την εικόνα της αναγνώρισης και αποδοχής του Αλεξανδρινού ποιητή.
Το αρσενικό ερωτικό πρόσωπο-το αντρικό
σώμα που θαυμάζεται στις στάσεις του και στην νωχέλειά του, το ερωτικό νεανικό
υποκείμενο που θωπεύεται με ηδονική εκ των υστέρων λαχτάρα, αυτή η ερωτική Καλοκαιρινή
κάψα του Αλεξανδρινού,- οι ηλικίες των Καβαφικών νέων, αυτά τα λαϊκά αντράκια
των χαμαιτυπείων και των καφενείων είναι μεταξύ 22 ετών έως και 30 με
σχηματισμένα τα καλλίγραμμα και γυμνασμένα «καλογραμμένα» μέλη τους, την
εξαίσια μορφή του προσώπου τους, τα ερωτικά χαρακτηριστικά της εικόνας τους-του
προσώπου τους που ομοιάζουν με αρχαία αιγυπτιακά φαγιούμ- μια αρχαία Αιγυπτιακή
τέχνη εκπληκτικής γοητείας που τόσο θαύμαζε και ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης
αλλά και κάθε ζωγράφος. Καβαφικές ερωτικές φωτοσκιάσεις, της πληρωμένης ηδονής
απογειώσεις της φαντασίας, αναταράξεις της μνήμης, ενός πόθου που χάνεται στον
χρόνο εμφανιζόμενος με δεκάδες ιστορικά προσωπεία, δηλώνοντας την παρουσία του
ποιητικά, σταματώντας την φθορά που επιφέρει ο χρόνος και την όποια ηθική των
ανθρώπων.
Το Καβαφικό ποιητικό πορτραίτο το γνωρίσαμε
από την φροντισμένη και επιμελημένη με σχολιασμούς φιλολογική έκδοση του κυρού
καθηγητή Γιώργου Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1896-1918)» και «ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(1919-1933)» εκδόσεις «Ίκαρος» Αθήνα 1963 και σε μεταγενέστερες
φωτολιθογραφικές ανατυπώσεις των ετών 1963, 1965, 1966, 1968, 1969, 1970, 1972.
Από την έκδοση του 1933 του κληρονόμου του ποιητή Αλέκου Σεγκόπουλου. Η
τελευταία αυτή επανέκδοση του 1972 ήταν η πρώτη επαφή μας με το Καβαφικό
ποιητικό έργο μετά την μεταπολίτευση του 1974 της δικής μου γενιάς. Δεν συμπεριλαμβάνω
τα «Πεζά» του που μας έδωσε ο Παπουτσάκης και άλλες εκδόσεις δοκιμίων για τα
ποιήματά του που είχαν προηγηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ανοίγοντας μικρή παρένθεση να γράψουμε ότι την πρώτη Καβαφική έκδοση των ποιημάτων
του, την είχα συναντήσει στο σπίτι του συγχωρεμένου ποιητή και φιλόλογου
Σταύρου Βαβούρη, ο οποίος μου την δώριζε. Όμως δεν υπήρξα και ούτε είμαι
συλλέκτης και αρνήθηκα την ευγενική φιλική χειρονομία του, ζητώντας του μόνο
τεύχη παλαιά του περιοδικού «Διαγώνιος» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου και
ένα αφιέρωμα για τον ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα του περιοδικού «Θέατρο»
που ο συγχωρεμένος Σταύρος μου πρόσφερε με χαρά.
Τέλος, φιλοδοξώντας να ξαναγράψει,
μεταποιώντας στιχουργικά και αλλάζοντας το φύλο του προσώπου που απευθύνονται
τα Καβαφικά Ποιήματα ο ποιητής Σταύρος Γ. Μελισσινός είναι ίσως σαν να μάχεται
με τους δικούς του ποιητικούς ανεμόμυλους και ποιητικές αντοχές. Οι δυό σκιές
πλέον των ποιητών θα έχουν συναντηθεί δίνοντας η κάθε μία τις ατομικές της εξηγήσεις
και θα χαμογελούν ακούγοντας τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου
Χατζιδάκι.
Ας κλείσουμε
το σημείωμα με ερωτική ποίηση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
ΜΑΚΡΥΑ
Θάθελα αυτήν
την μνήμη να την πω…
Μα έτσι εσβύσθη
πιά… σαν τίποτε δεν απομένει-
γιατί μακρυά,
στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν
καμωμένο από ιασεμί…
Εκείνη του Αυγούστου-
Αύγουστος ήταν; η βραδυά…
Μόλις θυμούμαι
πιά τα μάτια’ ήσαν θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά,
ένα σαπφείρινο μαβί.
Του 1914
ΟΤΑΝ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ
Προσπάθησε
να τα φυλάξης, ποιητή,
όσο κι αν είναι
λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού
σου τα οράματα.
Βάλ’ τα
μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να
τα κρατήσεις ποιητή,
όταν διεγείρονται
μες το μυαλό σου
την νύχτα ή
μες την λάμψη του μεσημεριού.
Του 1916
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1903
Δεν τα ηύρα
πιά ξανά- τα τόσο γρήγορα χαμένα…
τα ποιητικά
τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο…
στο νύχτωμα του δρόμου…
Δεν τα ηύρα
πιά –τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
πού έτσι εύκολα
παραίτησα’
και που κατόπιν
με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά
τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα
δεν τα ηύρα πιά.
Του 1917
ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ (400 Μ.Χ.)
Πολίτου εντίμου
υιός- πρό πάντων ευειδής
έφηβος του
θεάτρου, ποικίλως αρεστός,
ενίοτε συνθέτω εν γλώσσα ελληνική
λίαν ευτόλμους
στίχους, που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά,
εννοείται- θεοί! να μην τους δούν
οι τα φαιά
φορούντες, περί ηθικής λαλούντες-
στίχους της ηδονής της εκλεκτής, που πιαίνει
πρός άγονην
αγάπη κι αποδοκιμασμένη.
Του 1923
ΕΠΗΓΑ
Δεν εδεσμεύθηκα.
Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.
Στές απολαύσεις,
που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες
μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μές
στην φωτισμένη νύχτα.
Κι’ ήπια από
δυνατά κρασιά, καθώς
πού πίνουν
οι ανδρείοι της ηδονής.
Του 1913
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Επέστρεφε
συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις
επέστρεφε και παίρνε με-
όταν ξυπνά
του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία
παληά ξαναπερνά στο αίμα’
όταν τα χείλη
και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται
τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά
και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη
και το δέρμα ενθυμούνται…
του 1912
ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ…
Σώμα, θυμήσου
όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα
τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες
τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μές
στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε
μές στην φωνή- και κάποιο
τυχαίον εμπόδιον
τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι
όλα πιά μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν
και στές επιθυμίες
εκείνες σαν να
δόθηκες- πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μές
στα μάτια που σε κύτταζαν’
πώς έτρεμαν
μές στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Του 1918
ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Σαν σώματα
ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν,
με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο
κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-
ετσ’ η
επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να
εκπληρωθούν’ χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μιά
νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Του 1904
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
11 Δεκεμβρίου
2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου