ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ε Ρ Γ Α
του Τάκη Κ.
Παπατσώνη
Περιοδικό
«ΕΥΘΥΝΗ», Έτος Α΄ φυλ. 8/ Αύγουστος 1961 σ. 63-64
Η μορφή του Παπαδιαμάντη είναι πολύ
ιερή και η προσέγγισή της απαιτεί δέος και μεγάλη εθνική προπαίδεια.
Είναι τεκμήριο ολοκληρωτικής παραγνώρισης,
αλλά και χαμηλότατου πνευματικού επιπέδου η κάθε κριτική, που καταπιάνεται με
το μέγιστο αυτό θέμα με τα συνηθισμένα «φιλολογικά» κριτήρια, προσβλέποντας τη
σεβάσμιαν αυτή και μοναδική ελληνική προσωπικότητα, σαν έναν ηθογράφο,
διηγηματογράφο ή οποιαδήποτε άλλης, μορφής συγγραφέα, έστω και ποιητή. Όχι μόνο
καταβιβάζομε τον Παπαδιαμάντη από το ιστορικό ύψος της αποστολής του, αλλά
καταβιβάζομε και τους εαυτούς μας, μαρτυρώντας πόσο ανίδεοι ή ανάξιοι
στεκόμαστε για ν’ αποτιμήσομε το Τίμιο, και, μεν τον τρόπον αυτό, παραπλανούμε
τις νεώτερες ιδίως γενεές, αυτές που κατάλληλα φωτιζόμενες, θα μπορούσαν να
οδηγηθούν με την ασφαλέστερη πυξίδα, στους χώρους του πραγματικού
προσανατολισμού τους, που τόσο τους έχουν στις σημερινές εποχές ανάγκη.
Χίλιες φορές προτιμότερη θα ήταν η
καθαρή ομολογία, πώς τα κείμενα αυτά τους είναι ακατανόητα για την εποχή μας,
άξια για καταφρόνηση με την απλοϊκότητά τους, ξεπερασμένα στο περιεχόμενο και
στις μονότονες ροπές τους, η καθαρή ομολογία, πώς αδυνατούν να εξαρθούν σε οποιαδήποτε
άλλη κρίση ή να διαισθανθούν το παραμικρό, έστω κι’ απροσδιόριστο, ίχνος
μεγαλείου άλλης, εξωφιλολογικής και πολύ πιό εκτεινόμενης τάξης. Η προτιμότερη
θα ήταν η καθαρή ομολογία, πώς η γλώσσα
του δεν είναι γλώσσα που διαμορφώσαμε με τ’ αγκομαχητά του οδοστρωτήρα μας, πώς
θάπρεπε να μεταφραστή, για να γίνει προσιτή (έχει εκφρασθή κι’ αυτή η απίθανη
γνώμη), οπότε θα βλέπαμε, πόσο χαμένος ήταν ο κόπος μας, και πόσο «πολύς
θόρυβος γίνεται τόσες δεκαετίες για το τίποτε».
Η αποτίμηση του Παπαδιαμάντη πρέπει να
γίνει μόνο στους χώρους του Ηθικού κόσμου, όπου ανήκει, και τούτο, σε
συσχετισμό με το γεγονός, πώς φανερώθηκε στην ιστορική στιγμή, πού έπρεπε, για
να καταστήσει συγκεκριμένη μιάν αδιατύπωτη έως τότε εθνικήν απαίτηση, της
οποίας έγινε ο οδηγητής φάρος, για όσους θέλουν να πλέουν με ασφάλεια στις
γραμμές της ζωής. Σε μιά στιγμή κινδύνου, που εξακολουθεί ν’ απειλή ογκωμένος.
Ποιό είναι αυτό το διάχυτο και
αδιατύπωτο αίτημα, ιστορικό μαζί, εθνικό και ηθικό, που μας αποκάλυψε ο
Παπαδιαμάντης; Μπορώ να το χαρακτηρίσω, σαν την μνήμη της νέας ανατολικής
Ορθοδοξίας, που στηρίζει φυλετικά την τελευταία φάση της σημερινής εθνικής μας
συγκρότησης’ σ’ αυτήν αν δεν ανατρέχομε διαρκώς κι’ αν δεν τη διατηρούμε
άσβηστη, μετατοπιζόμαστε σε κοσμοπολίτες, αφελληνιζόμαστε κι αποδιώχνομε με
τρόπο αγνώμονα τις ηρωικές και ζωντανές πηγές της υπόστασής μας.
Συνεχιστές του Βυζαντίου δεν είμαστε’
πολλά του οφείλομε, όπως και στους αρχαίους μας μεγάλους προγόνους, αλλά του
Βυζάντιου η δόξα ιστορικά έκλεισε, όπως και των αρχαίων. Η Ορθοδοξία του
Βυζαντίου διαμορφώθηκε μέσα στη χλιδή μιάς θεοκρατικής Αυτοκρατορίας, που είχε
την αξίωση να θεωρείται διάδοχος της Ρωμαϊκής. Η Πόλη του Κωνσταντίνου έγινε ο
ένας στύλος του εξελισσόμενου Χριστιανισμού, ο παράλληλος με τον άλλο, της
Ρώμης. Το ίδιο έλαμψαν οι Πατέρες της Ανατολής, όπως και οι Πατέρες της Δύσης.
Τα ίδια φωτεινά και τα ίδια σκοτεινά σημεία έδειξαν κι οι δυό αυτές τις
ηγεμονικές εξελίξεις, για τον Χριστιανισμό, μέσα στους αιώνες. Χωρίς του δύο
αυτούς πόλους, η θρησκεία του Χριστού δεν θα διαμορφωνόταν, σε τόσο στέρεες
βάσεις, ώστε να παρουσιάζει κάτι το απαρασάλευτο, παρ’ όλους τους κλυδωνισμούς.
Αυτή όμως η μεγάλη περίοδο κατάρρευσε για πάντα μετά την Άλωση, για την Ανατολή
μας.
Οι τέσσερις σκοτεινοί αιώνες της
σκλαβιάς των Ελλήνων, δημιούργησαν λίγο-λίγο έναν Χριστιανισμό της
ταπεινότητας, ξανάφεραν την απλότητα, ξανάφεραν τα χρόνια των κατακομβών, με
άλλη μορφή, έπλασαν τον τύπο του εμψυχωμένου από την πίστη του χωριάτη παπά,
πού δεν χώριζε στην απλοϊκή καρδιά του, το χρέος για διαφύλαξη της πίστης, με
το χρέος για την αποκατάσταση του Έθνους. Στους εθνικούς αυτούς ήρωες, περιττό
είναι να τονισθή το τί χρωστούμε’ τους τα χρωστούμε όλα. Η συντήρηση της φλόγας
για την πίστη, ήταν συγχρόνως και συντήρηση της γλώσσας, του εθνισμού, της
ιστορίας μας, και με την ιδιότυπη αυτή συμπαράσταση του ράσου, σφυρηλατήθηκε
όλος ο πόθος της λευτεριάς, κι’ η ορμή εκείνη που ορθώθηκε και μας χάρισε αυτό
που είμαστε σήμερα.
Αυτή η νέα λαϊκή ορθοδοξία, που
γεννήθηκε μέσα στους τρόμους, τις κακουχίες και τους κατατρεγμούς της πιό
άγριας δουλειάς, μυστικά, στις σπηλιές, στα μοναστηράκια, στα κρυφά σχολειά,
στις νύχτες με τα λυχνάρια του λαδιού, στις Εκκλησίες, πού ήταν και οπλοστάσια
και εκπαιδευτήρια και καταφύγια και Θυσιαστήρια, είναι ζυμωμένη με τον
Ελληνισμό του 21. Αυτή, αυτοεξελιγμένη, αυτοδημιούργητη μπορεί κανείς να πη,
κράτησε την ταπείνωση και την αγάπη, κι’ απογύμνωσε τη χλιδή, χωρίς ν’
απομακρυνθή από την Ανατολική Παράδοση, αλλά ενστερνίσθηκε μαζί το Έθνος, έγινε
μαχόμενη και πολεμίστρια κι εμψυχώτρια, και συνδύασε το Δισκοπότηρο με το
Καρυοφίλι, για να εκκαμινεύσει το μεγάλο δώρο, την Ελευθερία. Και πώς, μπορεί
να υπάρξη Έλληνας, αν αποβάλλει από μέσα του αυτή τη μνήμη;
Στα ηρωικά χρόνια του ηρωικού
ξεσηκώματος, βρέθηκε άξιος υμνητής ο Σολωμός, πού εμψυχωμένος από το παγκόσμιο
κίνητρο της Λευτεριάς, παρακολούθησε τους αγώνες και απαθανάτισε Λευτεριά και
Θυσία, σε σχήματα αθάνατα. Το ολοκαύτωμα του Μεσολογγιού, που το ανέδειξε σε
σύμβολο όλης μας της Εποποιίας, αποτελεί το ωραιότερο εθνικό Ηρώο.
Όταν όμως συγκροτήθηκε το Έθνος σε
μικρή φτωχή πολιτεία, ποτισμένη από αίμα Μαρτύρων και προχωρούσαν τα χρόνια,
κάτι υπήρχε το απροσανατόλιστο. Μέσα στον κυκεώνα παληών αναμνήσεων και νέων
ρευμάτων, μέσα στις έριδες και διχογνωμίες, στα ξενόφερτα δυτικά σχήματα, πού
έπρεπε να κυβερνηθούμε, έλειπε ή παρεμελείτο η δυνατή συνεκτική Αρχή, που
θάκανε τον Έλληνα να μένει Έλληνας. Κάτι που θα τον έδενε με την πρόσφατην
ιστορία του και θάκανε τη νέα του πολιτική και ηθική ζωή ομαλή συνέχεια αυτής
της ιστορίας.
Αυτό το κενό διαισθάνθηκε ο
Παπαδιαμάντης, αυτό εκπροσωπεί η όλη ύπαρξή του, αυτή είναι η αξία του. Δώρο
σταλμένο από το Θεό του Γένους, χωρίς κανέναν προγραμματισμό, αυτόματα και
φυσικά, αυτός ο έρημος, ο πάμπτωχος και κακοβαλμένος Γέροντας, έγινε ο σταθερός
προφήτης. Διαισθάνθηκε ποιά είναι τα αληθινά και αιώνια στηρίγματα, που θα μας
σώσουν, σαν έθνος, από την κατάρρευση ή τον αφανισμό. Επαναλαμβάνει το κήρυγμα
της Μωρίας, που σώζει τους πιστεύοντας. Εφαρμόζει το αποστολικό: Έλλησι δε μωρία.
Και το υφίσταται, γιατί ξέρει πώς θα φέρει καρπό. Δεν είναι μεταφυσικός, δεν
είναι ρήτορας πολύφθογγος, αλλά δίνει το διάγραμμα, που μέσα σ’ αυτό πρέπει να
κινούμαστε, διάγραμμα απλότητας, ταπεινότητας, ανενδοίαστης προσήλωσης, στην
πίστη. Η Σκιάθος του, οι φτωχογειτονιές της Αθήνας κι’ ο ίσκιος ο θεολογικός
του Αγίου Όρους, γίνονται τα μεγάλα σύμβολα της μικρής Ελλάδας, όλα τυλιγμένα
στις ομορφιές και τις δόξες, που μας χαρίζει η θάλασσά μας, αύτη η θάλασσα, η
μεγάλη και ευρύχωρος και ευρύχειρος. Πόσοι από μας νοιώθουμε, πώς ο
Παπαδιαμάντης είναι και μένει ο Συνέκδημός μας και ο υπογραμμός της εθνικής μας
και ηθικής ζωής; Χωρίς Σολωμό, Κάλβο, Μακρυγιάννη, κινδυνεύομε να ρίξομε στην
λήθη τις μνήμες της Λευτεριάς μας. Χωρίς τον Παπαδιαμάντη χάνομε τις ρίζες του
νέου μας εθνισμού, παύομε να είμαστε Έλληνες. Μας προτίθεται η εκλογή. Αλλά δεν
πρέπει όμως να μας λείψει η συνείδηση, πώς θεληματικά αποξενωμένοι από τη
ζωντανή φλέβα της εθνικής μας ζωής, τραβούμε για περιπέτειες τυχοδιωκτικές , σε κόσμους, που δεν είναι
δικοί μας. Όταν έχει ένας λαός κάτι πολύ τίμιο, δεν το απορρίχνει. Και το αγνό
δίδαγμα του Σκιαθίτη, είναι πολύ τίμιο και ανεπανάληπτο.
ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
--
Ο ΧΑΡΑΜΑΔΟΣ
του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Τί Χριστούγεννα έμελλαν να κάμουν, το
έτος εκείνο, εις το παλαιόν βραχοκτισμένον (θαλασσοδαρμένον) Κάστρον, κατέναντι
του αγρίως, μαινομένου πελάγους, εις τα κράτη του Βορρά; Δυστυχισμένη χρονιά
εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της
μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμαδιά των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν
ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, οπού εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως
τους βουβώνας το ύψος. Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια.
Τ’ αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει’ άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα
σταφύλια.
Τας τελευταίας σταγόνας του οίνου της
χρονιάς, ολίγον λάκυρον νεροπλυμένον το οποίον είχον κάμει το έτος εκείνο, τας
είχον πίει πρό δύο ή τριών ημερών, ο Νικολός το Πίτς και ο αχώριστος φίλος του,
ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, εις το καπηλείον του Γιαννιού της Στέργαινας’ και
τώρα, οπού εξημέρωναν Χριστούγεννα, με τον ουρανίσκον στεγνόν, έμειναν
αγρυπνούντες εις το μικρόν καπηλείον, το σύνθετον και από καφενέν, το οποίον
έμεινεν ανοικτόν εξαιρετικώς την νύκτα εκείνην, μέχρι της ώρας καθ’ ήν έμελλε
να σημάνη ο Όρθρος και η Λειτουργία των Χριστουγέννων.
Πού η εποχή εκείνη, καθ’ ήν παντοίοι
κουρσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον εις το μικρόν παραθαλάσσιον
φρούριον- και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς, χωρίς να το ηξεύρουν! Η
σιδηρόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη’ είχον αφθόνους τροφάς,
κι έπινον νερόν από μίαν στέρναν’ κι επειδή εφείδοντο του νερού, όταν επρόκειτο
να κτισθή τοίχος αυλής ή μικρά καλύβη, κατεσκεύαζον την λάσπην με κρασί- καθώς
διηγούντο οι γεροντότεροι- και αυτοί το είχον εξ ακοής- και όλοι έλεγαν, ότι το
πιστεύουν. Πού η αφθονία εκείνη εις όλα τα πράγματα; Ευλογημένος καιρός!
Σήμερον, ο Νικολός το Πίτς, και ο
φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ
εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα! Αφού έπαυσαν τα
φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-
Πρωτούγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ’ εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς
εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το
καπηλείον με τάς δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν
προς το πέλαγος, εις το ύψος όπου ίστατο
το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς», κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου.
Δύο ή τρείς άλλοι θαμώνες έκλινον την
κεφαλήν εις τα τραπέζια κι ενύσταζον’ ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον,
αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πίτς κι ο Αντώνης της Γαλαντζίτσας εξήλθον
ν’ αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους
ηκολούθησε μετ’ ολίγον, δια να ξενυστάξη, κι ο ίδιος ο καφετζής.
Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις
το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φώς
μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν’ αφανίζεται, και πάλιν ν’ ανακύπτη. Κάποιον
πλοίον αγωνιούσε κι επαράδερνεν εκεί, εις το μαύρον πέλαγος.
-Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το
Πίτς.
-Καράβι μεγάλο είναι! είπεν ο υιός της
Γαλοντζίτσας.
-Μεγάλο, μικρό…. η φουρτούνα το
σπρώχνει κατά δώ.
-Ξυλάρμενο; Είπεν ο άλλος…
-Ποιός μπορεί να διακρίνη;
Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το
πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος
αλύσεως.
-Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πίτς.
Θέ μου και να ήτον φορτωμένο κρασιά!… ο Χριστός το στέλνει.
-Να έχη και τίποτα ξηροτύρια, στ’
αμπάρι του! παρετήρησεν ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας.
-Να έφερνε και κάμποσα κεφάλια
γιδοπρόβατα για σφάξιμο! προσέθεσε ο Γιαννιός της Στέργαινας.
Πρό έτους και πλέον ο καπετάν Ηρακλής
ο Καλούμπης, με την ωραίαν μεγάλην σκούναν του, είχεν αποπλεύσει από την Σαλονίκην,
διά να εκφορτώση εν υπόλοιπον του εκ λιθοκόλλας και οικοδομικού υλικού φορτίου
του εις ένα δυτικόν αιγιαλόν του λαιμού της Κασσάνδρας εντός του Θερμαϊκού
κόλπου. Είχε λάβει επί του πλοίου του ένα ή δύο Εβραίους βοηθούς διά την
εκφόρτωσιν, επειδή η επιχείρησις εγένετο από μέρους της ισραηλιτικής κοινότητος
της Σαλονίκης.
Ο Εβραίος φορτωτής και ο υπάλληλος
του, δεν ήλπιζον να φθάσωσι τόσον γρήγορα εις το τέρμα του πλου. Ήτο Σάββατον,
έφθασαν πρό μεσημβρίας, και ο καπετάν Ηρακλής επέμενε ν’ αρχίση αμέσως η
εκφόρτωσις.
Ήτο περί τα μέσα του φθινοπώρου, οι
καιροί ήσαν θυμωμένοι, και κατά πάσαν νύκτα σφοδρότατοι απόγειοι άνεμοι έπνεον.
Το μέρος ήτο αλίμενον. Ήτο κίνδυνος,
αν έμενον την νύκτα, ο άνεμος και τα κύματα να ξεσύρουν την άγκυραν, να ξοριάσουν
το πλοίον, και τότε… καλό ξεπλάτισμα! -όπως λέγουν οι ναυτικοί.
Ο Εβραίος ηρνήθη να δώση χείρα εις την
εκφόρτωσιν εν ημέρα Σαββάτου. Δεν ήξευρεν ο Τσιφούτης, ότι «έξεστιν εν Σαββάτω
αγαθοποιείν», και δεν ήξευρεν ότι «Κύριος εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου».
Ήξευρε μόνον να σώζεται με τον κόπον των Ελλήνων ναυτικών, πλέων εν ημέρα
Σαββάτου.
Πώς δεν τους διέτασσε (του έλεγεν ο
καπετάν Ηρακλής) να αράξουν καταμεσής στο πέλαγος, εις βάθος διακοσίων οργυιών,
δια να μη αρμενίζουν το Σάββατον; Άλλως και διά να αράξουν μόνον εχρειάζετο
κόπος, εργασία. (Αλλ’ ήτο, ως φαίνεται, γνήσιος απόγονος εκείνων, οίτινες το
πάλαι διύλιζον τον κώνωπα και κατέπινον την κάμηλον).
Ο πλοίαρχος εθύμωσεν, ηγανάκτησε και
δυστυχώς, ως ελέχθη, ίσως παρεξετράπη κατά του Εβραίου. Τον υπάλληλόν του τον
υποχρέωσε δια της βίας να εργασθή, εξεφόρτωσεν, όπως ηδυνήθη, και απέπλευσε.
Την άλλην χρονιάν, μεσούντος του
Δεκεμβρίου, ο καπετάν Ηρακλής, προερχόμενος από τα Μπογάζια, και το Δεδεαγάτς,
φέρων και τινά εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, επλησίασεν εις την Λήμνον,
εφόρτωσεν ωραία κοκκινωπά κρασιά, κ’ έπλευσεν εις Θεσσαλονίκην.
Η Εβραϊκή κοινότης ηρνήθη να δεχθή και
να εκφορτώση τα πράγματα, τα οποία ήσαν προωρισμένα εις παραλαβήν αυτής.
Απηγόρευσεν εις όλους τους εργάτας της, εκφορτωτάς, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς,
Εβραίους ή όχι, να συντελέσωσι εις την εκφόρτωσιν.
Ο καπετάν Ηρακλής δεν ήξευρε τίποτε
δι’ ό,τι είχε συμβή από πέρυσιν έως εφέτος. Εν τω μεταξύ η κοινότης τον είχε
κάμει Χ α ρ α μ ά δ ο ν, ήτοι αποσυνάγωγον, μεταξύ των Ελλήνων εμποροπλοιάρχων.
Ο καπετάν Ηρακλής δεν ηθέλησεν ούτε να
ενεργήση τι, ούτε εις το προξενείον να προσφύγη. Επειδή ήρχοντο Χριστούγεννα
δεν εμελέτα μεν να πλεύση εις την γενέθλιον νήσόν του, διά να εορτάση, αλλ’
ενδομύχως ηύχετο να έστελλεν ο Θεός ένα καλόν βορράν, δια να πουλήση τα κρασιά
οπουδήποτε, (τα οποία ήξευρεν ότι εκόστιζαν πάμφθηνα εις τον έμπορόν του), και
έπειτα μίαν καλήν νοτιάν δια να ποδίση και μεταβή εις την πατρίδα του. Δεν
ήξευρεν, επειδή πρό πολλού δεν είχε λάβει γράμματα εκείθεν, ότι ακριβώς διά το
είδος αυτό του τερπνού εμπορεύματός του, υπήρχε μεγάλη δίψα εις όλους τους
ουρανίσκους και τους φάρυγγας των νυκτερινών θαμώνων του καπηλειού, επάνω εις
το Κανόνι της Αναγκιάς- εκεί ήτο η πατρίς του.
Απέπλευσεν από την Σαλονίκην, και
έλεγε μέσα του: «Να μην πιάση η κατάρα των Τσιφούτηδων! Να μην τους περάση!» «Δ
ι α σ κ έ δ α σ ο ν τ η ν β ο υ λ ή ν τ ο υ Α ρ χ ι τ ό φ ι λ. Κύριε ο Θεός
μου»
Ανοιχτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο
μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κι ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών
είκοσι κεφάλια.
Όπως ηυχήθη, ούτω σχεδόν έγινε. Την πρώτην
νύκτα έστειλε ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός
νότος.
Επόδισε τη νύκτα και κατέπλευσεν εις
το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον.
Άμα εξημέρωσε και έπαυσεν ο άνεμος,
εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία και ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κι
επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν.
Κι έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και
ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι ο Νικολός το Πίτς, κι ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας
κι ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων
χωρίων.
(1904)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ,
ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ.
Γενική επιστασία Σπύρου Μελά. Επιμέλεια: Γιώργος Βαλέτας. Τόμος Δ΄. Αθηναϊκαί
Εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σακαλής. Εκδόσεις Χρήστου Γιοβάνη χ.χ., σελ. 245-248.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Σκιάθος 4/3/1851-Σκιάθος 3/1/1911.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας
αναρτήσαμε δύο χρονογραφήματα του πειραιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι.
Χαντζάρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς». Στα σύντομα δημοσιεύματά
του ο πειραιώτης ποιητής αναφέρεται στην μία και μοναδική συνάντησή του με τον
κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στην Δεξαμενή-στο πρώτο- ενώ στο δεύτερο
«Πειραιώτικο» μεταφέρει τις πληροφορίες του πειραιώτη φιλόλογου και
δημοσιογράφου συναδέλφου του Σάββα Παπαδόπουλου για ορισμένες παλαιές συνήθειες
του φημισμένου και αγαπητού διηγηματογράφου. Τις καθημερινές συντροφιές του με
τους απλούς φτωχούς μεροκαματιάρηδες Αθηναίους στο καφενείο που σύχναζε και έγραφε
τα κείμενά του.
Διαβάζοντας
τα φυλλάδια του παλαιού προ δικτατορικού περιοδικού «Ευθύνη» (1961-1966) του
Λαρισαίου συγγραφέα και εκδότη Κώστα Ε. Τσιρόπουλου και αποδελτιώνοντας τους
συγγραφείς και τα κείμενα του περιοδικού αναρτώ στα Λογοτεχνικά Πάρεργα
δημοσιεύματα που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, τα βρήκα φιλολογικά επίκαιρα
ακόμα και σήμερα, και κατά την αναγνωστική μου κρίση θα άξιζε να τα
επαναφέρουμε στην λογοτεχνική επιφάνεια για όσους από τους σύγχρονους έλληνες
και ελληνίδες φιλαναγνώστες και συγγραφείς δεν τα γνωρίζουν. Να έρθουν σε επαφή
μαζί τους, να επικοινωνήσουν με την ατμόσφαιρα και το πνευματικό κλίμα της
εποχής τους. Να ανοίξουν όσοι και όσες λογοτέχνες επιθυμούν μία ανοιχτή
συνομιλία με κείμενα και τους συγγραφείς τους, να μάθουν για την περιρρέουσα
ατμόσφαιρα και τις συνθήκες που κυοφορήθηκαν τα κείμενα αυτά. Να γνωρίσουμε τί
διάβαζαν οι έλληνες εκείνων των χρονικών περιόδων, ποιοι οι λογοτεχνικοί τους
προβληματισμοί, θεωρίες περί τέχνης, μυθιστορήματος, ελληνικότητας και
ελληνικής παράδοσης, ποιές ήταν οι απόψεις τους για έλληνες και ξένους
δημιουργούς πριν την επέλαση των ΜΜΕ και τα άλλων Ηλεκτρονικών Μέσων κοινωνικής
δικτύωσης που «εξοβέλισαν» κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο από τις ζωές των
ανθρώπων στο όνομα της εικόνας με τις λεζάντες. Οι Έλληνες συνήθιζαν να
διαβάζουν τα δημοσιευμένα κείμενα, τις επιφυλλίδες, τα χρονογραφήματα, τα
διηγήματα, τα μυθιστορήματα (σε συνέχειες), τα ποιήματα, τις ταξιδιωτικές
περιγραφές και τα μικρά δοκίμια από τις σελίδες των εφημερίδων και των λαϊκών
περιοδικών που αγόραζαν ή βρίσκονταν πάνω στα τραπέζια των καφενείων ή των
ζαχαροπλαστείων κάθε πρωί. Παλαιές αναγνωστικές συνήθειες των Ελλήνων που
σιγά-σιγά ατονούν και η παράστασή τους γυρίζει πίσω το ρολόι του χρόνου της
Ιστορίας και της Κοινωνίας.
Η δική
μου γνωριμία με τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη έγινε από τα παιδικά μου χρόνια
από δύο δρόμους, ο ένας ήταν το σχολικό μας περιβάλλον που στα τότε αναγνωστικά
και τα φιλολογικά βιβλία οι δάσκαλοί μας διάβαζαν μέσα στην σχολική αίθουσα
επιλεκτικά αποσπάσματα από διηγήματά του, ιδιαίτερα λίγο πριν τις μεγάλες
εθνικές και θρησκευτικές εορταστικές περιόδους. Προσπαθώντας όσο τους επέτρεπε
το σχολικό πρόγραμμα και ωράριο να μας φέρουν σε επαφή με τα μηνύματα του έργου
του, την σημασία και αξία των γραπτών του και ξεχωριστά να μας εξηγήσουν λέξεις
και φράσεις του άγνωστες σε εμάς που δεν κατανοούσαμε, τις ακούγαμε για πρώτη
φορά. Σπεύδαμε κατόπιν αν είχαμε Λεξικά στο σπίτι να βρούμε την σημασία τους
και τους τύπους της ορθογραφίας τους. Η δεύτερη δίοδος επαφής με το έργο του
ήρθε όταν αγόρασα με δόσεις τα «Άπαντά του» των εκδόσεων «Ελευθερουδάκη». Στην
Νίκαια, κοντά στην γέφυρα του Γαντζάκι και στο παλαιό αστυνομικό τμήμα και το
σουβλατζίδικο «Αιγυπτιακό» υπήρχαν δύο βιβλιοπωλεία το ένα απέναντι στο άλλο.
Ήταν το βιβλιοπωλείο «ΕΡΜΗΣ» ένας μικρός χώρος που άστραπτε από καθαριότητα και τάξη στου οποίου τα ράφια
έβλεπες τις μικρές βιβλίων τσέπης των εκδόσεων «Εστία» με έργα Ελλήνων
πεζογράφων, και αρκετούς έγχρωμους τίτλους των εκδόσεων «Γαλαξίας» της
εφημερίδας «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου. Ήταν αξιοζήλευτη η τάξη και η
οργάνωση, η ησυχία που βασίλευε σε αυτό το μικρό βιβλιοπωλείο που πωλούσε και
χαρτικά και σχολικά είδη. Δυστυχώς όμως για τα μικρά παιδιά απαγορεύονταν να
αγγίζουν και να ξεφυλλίσουν τα βιβλία, τα παιδικά μυθιστορήματα των ραφιών που
έβλεπαν από απόσταση. Μας κέντριζαν την περιέργεια από μακριά αλλά μόνο αν
είχαμε αποφασίσει να τα αγοράσουμε με το χαρτζιλίκι μας επιτρέπονταν να τα
αγγίξουμε, Βλέπαμε μόνο τις κόχες τους και τα εξώφυλλά τους στα ράφια.
Αντίθετα, όση τάξη και καθαριότητα συναντούσες στο μικρό αυτό βιβλιοπωλείο τόση
αταξία και σκόνη έβλεπες να επικρατεί στο ακριβώς απέναντι μαγαζί του Νίκου
Αρχιτεκτονίδη αν θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια σωστά το όνομά του. Το όνομα του
βιβλιοπωλείου μου διαφεύγει δυστυχώς. Ο Νίκος Αρχιτεκτονίδης ήταν ένας μιάς
κάποιας ηλικίας βιβλιοπώλης ο οποίος διατηρούσε το μαγαζί του-μία μεγαλύτερη
αίθουσα από το απέναντι βιβλιοπωλείο- στο οποίο στο βάθος της υπήρχε μία
εσωτερική σκάλα που οδηγούσε σε ένα πατάρι-κάτι σαν αποθήκη του μαγαζιού, μαζί
με ένα κρεβάτι που συνήθιζε να ξεκουράζεται τα μεσημέρια ο μποέμ βιβλιοπώλης ή να δέχεται τις επισκέψεις
φιλενάδων του και να συνομιλούν και να λένε τα δικά τους. Στο βιβλιοπωλείο αυτό
βασίλευε τόση αταξία, όλα ήσαν σκόρπια, φύρδην μίγδην απλωμένα ή στοιβαγμένα
γεμάτα σκόνη, παροιμιώδη η εικόνα του φιλόξενου για τα παιδιά αυτού χώρου.
Στους πάγκους πάνω βρίσκονταν σκόρπια χαρτιά, κόλλες, τετράδια κάθε είδους, είδη
χαρτοκοπτικής ή ξυλοκοπτικής που κάναμε στο αντίστοιχο σχολικό μάθημα.
Πολύχρωμες πλαστελίνες- μασούρια που τις χρησιμοποιούσαμε για να φτιάξουμε τους
γεωφυσικούς χάρτες της Ελλάδος. Μπογιές κάθε είδους και μολύβια, γόμες,
ξύστρες, στυλό, διαβήτες, χάρακες μικροί και μεγάλοι, κασετίνες ξύλινες δύο
θηκών ή «πέτσινες» με δύο ή τρείς θήκες με φερμουάρ. Διαφόρων μεγεθών μπλοκ
ζωγραφικής και φυσικά μεγάλες κόλλες μπλε που συνηθίζονταν τότε να ντύνουν οι
μαθητές τα βιβλία και τα τετράδιά τους, με την άσπρη ετικέτα με το όνομά τους
και την τάξη τους. Όλα αυτά τα χρήσιμα και απαραίτητα στα σχολιαρόπαιδα είδη,
βρίσκονταν σκόρπια και άτακτα πάνω στα τραπέζια και τα ράφια που βρίσκονταν και
στις δύο πλευρές του βιβλιοπωλείου. Μεταξύ
όλων αυτών των σκονισμένων χαρτικών υπήρχαν μεγάλοι κοτσωμένοι τόμοι με κουβερτούρα
γνωστών ελληνικών και ξένων μυθιστορημάτων. Κυρίως γαλλικά ιστορικά και
περιπετειώδη μυθιστορήματα που διάβαζαν τότε οι ελληνικές οικογένειες και
μικροί φιλαναγνώστες. Στην βιτρίνα του βιβλιοπωλείου συνήθως υπήρχαν παιδικά
παιχνίδια της εποχής, τεύχη Μίκυ Μάους. Μικρά ένοπλα αγγλικά ή γαλλικά
στρατιωτάκια, ινδιάνοι και καουμπόηδες πάνω σε χαρτόκτιστα ή ξύλινης κατασκευής
Κάστρα και Πύργους. Διάφορα καραβάκια και άλλα μικρά κομψοτεχνήματα τα οποία
ήσαν κατασκευασμένα από σπιρτόξυλα- φοβερές και υπομονετικές ψιλοδουλειές που
χρειάζεται ταλέντο και κατασκευαστική πολύχρονη και υπομονετική δεξιοτεχνία για
να κατασκευαστούν που θαύμαζαν τα παιδικά μας μάτια καθώς τα γουρλώναμε
παρατηρώντας τα, μια αυτά τα από σπιρτόξυλα μικρά κομψοτεχνήματα στόλιζαν την
βιτρίνα αλλά δεν πωλούνταν. Στην βιτρίνα υπήρχαν σκόρπια τεύχη του Καραγκιόζη,
των Εικονογραφημένων Κλασικών, σκόρπια τεύχη Εγκυκλοπαιδειών, του ετήσιου Καζαμία,
του περιοδικού Ρομάντζο και άλλων λαϊκών εντύπων που διάβαζαν οι ελληνικές
οικογένειες. Η σκόνη κυριαρχούσε πάνω σε βιβλία και χαρτική ύλη, απλώνονταν
στον χώρο δίχως όμως να μας ενοχλεί καθώς ο καλός και πρόσχαρος- έξω καρδιά
βιβλιοπώλης, μας άφηνε να αγγίξουμε τα μεγάλα βιβλία να ξεφυλλίζουμε τις
σελίδες των τόμων των Εγκυκλοπαιδειών, την γνωστή τότε του «Ήλιου» και άλλων
εκδόσεων που εκείνα τα χρόνια πωλούνταν στα περίπτερα κάθε Σάββατο σε τεύχη.
Κατόπιν συγκεντρώναμε έναν αριθμό τευχών και τα δίναμε στα περίπτερα που τα
αγοράζαμε ή σε γνωστά βιβλιοπωλεία και μας τα έδεναν σε τόμους. Ο κυρ Νίκος
Αρχιτεκτονίδης ήταν πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει τα παιδιά στην αγορά των
σχολικών προϊόντων που τους ήταν απαραίτητα, ενώ παράλληλα, αν έβλεπε ότι
έδειχνε κάποιο από αυτά ενδιαφέρον για διάβασμα, συμβούλευε του γονείς και πρότεινε
στα διαβαστερά παιδιά παιδικά αναγνώσματα και τίτλους βιβλίων που διαισθάνονταν
ότι θα σου άρεσαν. Σε άφηνε να καθίσεις και να διαβάσεις ή να ξεφυλλίσεις τις
σελίδες των εικονογραφημένων λογοτεχνικών βιβλίων και πολυσέλιδων
μυθιστορημάτων των εκδόσεων «Δαρεμά». Σε αυτόν τον οικείο χώρο συνάντησα για
πρώτη φορά τα παιδικά διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρέπει να ήταν
των εκδόσεων «Αστήρ- Παπαδημητρίου», «Πασχαλινά», «Χριστουγεννιάτικα» κλπ. που,
ορισμένες σειρές ήταν στην αυθεντική Παπαδιαμαντική γλώσσα ενώ σε άλλες τα έργα
ήταν χτενισμένα γλωσσικά. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν άρχισα να έρχομαι σε
συχνότερη και σταθερότερη επαφή με την ελληνική και ξένη πεζογραφία και ποίηση
συνάντησα στην Αθήνα στο γνωστό βιβλιοπωλείο του Λαδιά στην οδό Ιπποκράτους να
πωλούνται τα «Άπαντά» του στις εκδόσεις του «Γεωργίου Φέξη». Ένα δεμάτι δεμένα
βιβλία με σπάγκο στην ζυγαριά με το κιλό. Δίνοντας την παλαιά σειρά των
Παπαδιαμαντικών βιβλίων προμηθεύτηκα την χρήσιμη έκδοση του «Χρ. Γιοβάνη»- σε
αρκετές ανατυπώσεις- σε επιμέλεια του έγκριτου συγγραφέα Γιώργου Βαλέτα ο
οποίος αναστύλωσε με φροντίδα και ακρίβεια τα Παπαδιαμαντικά κείμενα τα οποία
βρίσκονταν σκόρπια σε παλαιά και δυσεύρετα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής και
σε φύλλα εφημερίδων. Ο Γιώργος Βαλέτας έκανε πολύ καλή δουλειά πάνω στον
Παπαδιαμάντη, με αγάπη και μεράκι μας πρόσφερε μία φτηνή οικονομικά χρήσιμη
έκδοση των έργων του. Ιδιαίτερα ο πρώτος τόμος που περιλαμβάνει όλα τα μέχρι
τότε φιλολογικά και βιβλιογραφικά στοιχεία και σχετικές πληροφορίες για τον κυρ
Αλέξανδρο. Η έκδοση συνοδεύονταν με τους ανάλογους σχολιασμούς της πρώτης
δημοσίευσης των κειμένων, την χρονολογία τους και με τα αναγκαία γλωσσάρια.
Κάτι απαραίτητο στην ανάγνωση των Παπαδιαμαντικών διηγημάτων ή Μυθιστορημάτων.
Εδώ να
σταθούμε και να σημειώσουμε το εξής: Δεν δηλώνει αγραμματοσύνη εκ μέρους
μας-σαν σύγχρονοι αναγνώστες-να παραδεχτούμε ότι τα βιβλία του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, του Νίκου Καζαντζάκη, του Ιωάννη Κονδυλάκη, του Ανδρέα Καρκαβίτσα
και άλλων πεζογράφων των δύο προηγούμενων αιώνων χρειάζονται ειδικών κατηγοριών
γλωσσάρι στην κατανόηση και απόλαυσή τους. Η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα
σημαντικά αυτά έργα της Πεζογραφικής μας παράδοσης είναι φυσικά η «ενιαία»
ελληνική με τις πανάρχαιες ρίζες και τις σύγχρονες κάθε εποχή εκβλαστήσεις της.
Τα έργα των σπουδαίων μυθιστοριογράφων μας προέρχονται από διαφορετικά γλωσσικά
διαμερίσματα της Ελλάδος, με άλλη γλωσσική προφορικότητα χρήση επικοινωνίας,
λεκτική ατομική ομιλία και γραπτή τυπολογία, κανόνες γραμματικούς και φωνητικής
ή οπτικής ορθογραφίας. Καθρεπτίζουν την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα
της εποχής τους και του περιβάλλοντός τους. Φυσικά, όσο «πολυτραυματίες» και να
είμαστε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες γλωσσικά, όση λεκτική πενία και αν μας
καταμαρτυρούν, μπορούμε με καλή θέληση και προσπάθεια να κατανοήσουμε τα παλαιά
αυτά έργα της γραπτής παράδοσης, έστω και με την βοήθεια Λεξικού. Καλύτερα ένα
Λεξικό δίπλα στο μυθιστόρημα ή την συλλογή διηγημάτων που έχουμε πάνω στο
γραφείο μας και διαβάζουμε παρά την εκ νέου γλωσσική αποψίλωση στη σύγχρονη
επανέκδοση. Ούτως ή άλλως πάντα κάτι μας ξεφεύγει από το διάβασμα αυτών των
έργων της παράδοσής μας. Και ούτε μπορούμε ασφαλώς να θυμόμαστε όλες τις λέξεις
που γέννησε η ελληνική λαλιά, η ελληνική γλώσσα διαχρονικά μέσα στην Ιστορία.
Ανοίγοντας μικρή παρένθεση να αναφέρουμε ότι παρακολουθήσαμε σε μεσημεριανή
τηλεοπτική εκπομπή την συνέντευξη του ομότιμου γλωσσολόγου καθηγητή Κρητικού,
κύριου Χαραλαμπάκη υπεύθυνου του Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών- ο οποίος μίλησε
και μας εξήγησε απλά και κατανοητά, ότι κανείς μας δεν μπορεί να είναι κάτοχος
όλου του τεράστιου πλούτου που κουβαλάει μέσα της η Ελληνική γλώσσα, φέρνοντας
δύο τρία λεκτικά παραδείγματα λέξεων με πάνω από 15 διαφορετικές ερμηνείες και
χρήσεις τους. Ακόμα και οι επαρκέστεροι γλωσσολόγοι χρειάζονται να συμβουλευτούν
ένα χρηστικό λεξικό και αυτό δεν είναι κακό αλλά απαραίτητο. Η Ελληνική γλώσσα
θα γράφαμε όπως κάθε γλώσσα έχει μνήμη και από αυτήν αντλούμε εμείς τις
απαραίτητες λέξεις και φράσεις της, τους πολύχρωμους ιδιωματισμούς της ως
αναγνώστες και χρήστες της. Τώρα, αν στο μέλλον επικρατήσει ο προφορικός έναντι
του γραπτού λόγου είναι κάτι που οι μελλοντικές γενιές θα αποφασίσουν και θα
κρίνουν ανάλογα με τις τότε ιστορικές συνθήκες και κοινωνικές της επικοινωνίας
ανάγκες τους. Αν φυσικά μέχρι τότε δεν έχει επικρατήσει η πακοσμιοποιημένη
χρήση της αγγλικής γλώσσας.
Τέλος, ο σύγχρονός των ημερών μας έγκριτος
φιλόλογος και συγγραφέας σταθερός εδώ και χρόνια Παπαδιαμαντολόγος από την
Χαλκίδα, ο κύριος Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος μας πρόσφερε την ολοκληρωμένη και
με ακρίβεια φροντισμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια καλαίσθητη έκδοση των
«Απάντων» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τις εκδόσεις «Δόμος» του εκδότη
καθηγητή της θεολογίας κυρίου Δημήτρη Μαυρόπουλου. Η έκδοση αυτή αν δεν λαθεύω
είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο και προσβάσημη σε κάθε λάτρη του Παπαδιαμαντικού
πεζογραφικού νησιώτικου μεγαλείου του. Κυκλοφόρησε και μία Επιλογή των Έργων
του ενώ στο εμπόριο βρίσκει κανείς διάφορες άλλες επανεκδόσεις διηγημάτων ή
μυθιστορημάτων του από πλήθος άλλων εκδοτικών οίκων σχολιασμένες ή μη. Τα
Παπαδιαμαντικά Γράμματα οφείλουν ακόμα στον κ. Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο την
έκδοση των «Παπαδιαμαντικών Τετραδίων» στα οποία δημοσιεύονται ή
αναδημοσιεύονται άρθρα και χρήσιμα στοιχεία, βιβλιογραφικές πληροφορίες που γράφτηκαν
για τον κυρ Αλέξανδρο, τον «φτωχό άγιο» όπως τον απεκάλεσαν. Ενός Έλληνα
λογοτέχνη ο οποίος παρότι η φιλοσοφία του έργου του «προσομοιάζει» με εκείνη του
ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι δεν απόκτησε την παγκόσμια αίγλη του ρώσου
συγγραφέα. Η αριστοτεχνική πάντως μαεστρία του Σκιαθίτη να μας αφηγείται με
μεγάλη συγγραφική άνεση μικρές καθημερινές ιστορίες του νησιού και των χρόνων
του, η ισότιμη ματιά σε ανώνυμους καθημερινούς ανθρώπους, ψαράδες, εμπόρους,
αλάνια του δρόμου, γραίες κάθε ηλικίας και νεαρά κοράσια ομού με μεγάλους και
τρανούς στην εξέταση του βίου τους, οι καίριες περιγραφές και εικόνες του, οι
λεπτομερείς παρατηρήσεις του είναι κάτι το εκπληκτικό, το «σπάνιο» ανεξάρτητα
αν συμφωνούμε με τις θρησκευτικές του απόψεις, μονομέρειες ή όχι. Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης είναι γνήσιο τέκνο του ηθογραφικού νησιώτικου ταμπλό της εποχής
του, αυθεντικός πιστός των σπλάχνων της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής,
τελετουργίας και παράδοσης. Οι μεταφράσεις του αυτοδίδαχτου στις ξένες γλώσσες
πεζογράφου χρήζουν άλλη συζήτηση. Η ευκολογραφία του πάντως και η σχεδιαστική
του μαεστρία έχει τονισθεί από τους εκατοντάδες μελετητές του όπως και η
αφιλοκερδία του χαρακτήρα του.
Επέλεξα στο νέο αυτό σημείωμα της
εορταστικής περιόδου να αντιγράψω και αναρτήσω το θερμό κείμενο σεβασμού του
ποιητή και μεταφραστή Τάκη Κ. Παπατσώνη, που συμμετέχει ως συνεργάτης και με
άλλα κείμενά του στο περιοδικό. Ένα γενικής κριτικής θεώρησης θετικής
αποτίμησης του πεζογραφικού έργου και της ηθικής φιλοσοφίας ζωής, ορθόδοξης
ορθοπραξίας πίστης του Σκιαθίτη πεζογράφου. Το κείμενο του μοντερνιστή ποιητή
Τάκη Κ. Παπατσώνη (του πρώτου που μετέφρασε στα ελληνικά την «Έρημη Χώρα» του
άγγλου ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ στην πατρίδα μας), είναι καλογραμμένο, έχει
ξεκάθαρη στόχευση παρά τις κάπως «ακραίες κώχες» των απόψεών του περί
Ελληνικότητας και Ελληνικής ταυτότητας, αυθεντικότητας του ιστορικού Ελληνισμού
που τον συνδέει με την αποκλειστική αποδοχή ή άρνηση του Παπαδιαμαντικού έργου
από τους αναγνώστες του και όσα αυτό στην καθολικότητα των μηνυμάτων του μας
εκθέτει και μας κοινοποιεί. Με ό,τι θετικό ή και ενδέχεται αρνητικό ή
υπερβολικό έστω, στην διατύπωσή του αντιλαμβανόμαστε και τις αποκλειστικά
ατομικές του θρησκευτικές επιλογές και εκκλησιαστικές προθέσεις του μαγευτικού
Σκιαθίτη πεζογράφου, συναντάμε και διαβάζουμε στην ποίησή του, τα μυθιστορήματά
του, την ποικιλία και θεματική ποικιλομορφία των μικρών ή εκτενών διηγημάτων
του. Ενστερνιζόμενοι και αποδεχόμενοι τις κοινωνικές θέσεις και θρησκευτικές
επιλογές του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την σημασία της Ελληνικής παράδοσης
και την Ελληνική Ορθόδοξη ταυτότητα μας ως Έλληνες μας λέει ο ποιητής Τάκης Κ.
Παπατσώνης αναγνωρίζουμε και προβάλλουμε ταυτόχρονα και την δική μας ταυτότητα.
Τονίζοντας τον σημαίνοντα ιστορικό ρόλο και την δυναμική του ήθους αγωγής και εκπαίδευσης
του Ελληνικού Λαού, την διάπλαση του φρονήματος και του χαρακτήρα των Ελλήνων
από την Ορθόδοξη Μαχόμενη Ελληνική Εκκλησία μετά την Άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και την κατάληψη της Βυζαντινής πολυεθνικής
αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Αποδεχόμενοι την ιστορική και πολιτιστική
προσφορά της ιδιοπροσωπείας του Νέου Ελληνισμού όπως τον εγκολπώθηκε και τον
πρόβαλε μέσα στα έργα του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι σαν αποκτάμε και
εμείς μαζί του πνευματική και συνειδησιακή ταυτότητα και επίγνωση της συνέχεια
της ιστορικής μας φωνής, υπεράσπισης των δικαίων της πατρίδας μας και του
έθνους μας. Κατακτούμε την αυτοσυνειδησία μας και την ταυτότητά μας,
συμπορευόμενοι μαζί του, πέρα και πάνω από ξενόφερτες δυτικές επιδράσεις
παραδόσεων, ατομικά ήθη και έθιμα, προσωπικές κοινωνικές συμπεριφορές που
αλλοιώνουν την παραδοσιακή διαχρονικά φυσιογνωμία του προσώπου μας, αμαυρώνουν
την καθαρότητα και γνησιότητα της εικόνας μας ως Έλληνες, Ελληνικός λαός και
φυλή μέσα στην πανσπερμία των άλλων ευρωπαϊκών λαών και κρατών που οικοδόμησαν
τις δικές τους εθνότητες μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Καρλομάγνου. Μια
συνειδητή επιλογή και μία βιωματική στάση ζωής ενός ορθόδοξου φρονήματος πιστού
έλληνα «ηθογράφου» χριστιανού συγγραφέα μιάς παράδοσης που υπερβαίνει τα
πνευματικά όρια των κληροδοτημάτων της Αρχαίας Εθνικής- Παγανιστικής Ελλάδας
αλλά και της πολυσυλλεκτικής Χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η οποία
έκλεισε τον αυτοκρατορικό ιστορικό κύκλο της με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
το 1453 από τους Οθωμανούς. Μάλιστα ο ποιητής Τάκης Κ. Παπατσώνης μιλώντας μας
για τον κυρ Αλέξανδρο, το έργο και την χριστιανική φιλοσοφία ζωής του, τα
νησιώτικα παιδικά του βιώματα και χριστιανική αγωγή, κάνει λόγο και για την
πνευματική- χριστιανική μετεξέλιξη του αυτοκρατορικού χρυσοποίκιλτου μεγαλείου της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Ελληνικής Ορθοδοξίας σε μία λαϊκή και στα ανθρώπινα
μέτρα και διαστάσεις κατανόησης βιωματική πνευματικότητα και αλήθεια, μία
ταπεινότητα ως κατηχητική έκφραση και διαπαιδαγώγηση του Ελληνικού λαού, όπως
την εκφράζει στους αιώνες του Μεσαιωνικού Ελληνισμού ο απλός λεβίτης παπάς, ο
αγράμματος καλόγερος ο οποίος κράτησε στα χέρια του και διαφύλαξε το τζιβαερικό
της πατρογονικής των Ελλήνων παράδοση, τόσο το λάβαρο της Ελευθερίας και
Εθνικής Ανεξαρτησίας όσο και το ορθόδοξο πετραχήλι της πίστης. Ο απλός παπάς τα
τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς ήταν και αγρότης ζευγάς μαζί, κρατώντας το
πολεμικό καριοφίλι της Λευτεριάς που το σκέπαζε το μαύρο και τριμμένο ράσο. Σαν
ο μοναδικός πνευματικός θεσμός μετά την Άλωση της Πόλης το 1453 των Ορθοδόξων η
Εκκλησία ως Εθναρχία διαπαιδαγώγησε με τον λόγο της και καλλιέργησε τις
συνειδήσεις των λαϊκών στρωμάτων κρατώντας αναμμένη την λαϊκή θρησκευτική πίστη
και ευσέβεια, την πνευματική παράδοση του
Ελληνικού Λαού, συνοδοιπορώντας με τους έλληνες αγωνιστές «γεννώντας» ήρωες και
εθνομάρτυρες, νεομάρτυρες του Γένους. Φυσικά υπήρξαν και οι ανθρώπινες αδυναμίες
και αστοχίες αρκετών ιεραρχών της επίσημης Ελλαδικής Εκκλησίας, τα κατά καιρούς
φανερώματα όμως των εξαιρέσεων που αμαύρωναν την γενική εικόνα της ως
προστάτιδα τροφός του σκλαβωμένου ελληνισμού δεν αναιρεί τον κεντρικό της στόχο.
Ο ρόλος του Πατριαρχείου και η συμβολή του στους εθνικό απελευθερωτικούς αγώνες
του Γένους, η στάση του απέναντι σε πρωτοβουλίες Φιλικών και ενέργειες
Οπλαρχηγών ερευνάται από τους σύγχρονους ιστορικούς μελετητές, εξετάζοντας
περισσότερο από μία παραμέτρους της καθόλου προσφοράς του στα ελληνικά δίκαια
και αιτήματα. Γνωρίζουμε ιστορικά ότι η Ελλάδα σαν κρατική οντότητα τους
κρίσιμους αιώνες δεν γεύτηκε τους επαναστατικούς ανέμους και ανατρεπτικούς
επιστημονικά χρόνους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, του Ευρωπαϊκού
Ουμανισμού και της ανάπτυξης της αστικής τάξης, των αντιλήψεών της περί
δημοκρατικής και ελεύθερης διοίκησης και ισονομίας των πολιτών, ισοπολιτείας
και λαϊκής κυριαρχίας των δυτικοευρωπαίων ανθρώπων. Καθηλωμένη η Ελλάδα για
τέσσερεις αιώνες κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία δεν ευτύχησε να «πουντιάσει»
από τα ψυχρά αλλά αναγκαία ρεύματα Ελευθερίας του δυτικού ανθρώπου και πολίτη,
της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Φυσικά, φωτισμένες ελληνικές
προσωπικότητες, εξαιρέσεις σπουδαίων μορφών, μορφωμένων φυσιογνωμιών υπήρξαν
και αναδείχθηκαν στους χώρους των γραμμάτων και των τεχνών, της φιλοσοφίας, του
ελεύθερου και αδογμάτιστου πνεύματος της πολιτικής των σπλάχνων της Εκκλησίας.
Έλληνες από διάφορες περιοχές του σκλαβωμένου διάσπαρτου Ελληνισμού που
καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα, ανέπτυξαν τις επιστήμες, οικοδόμησαν
σχολεία, έγραψαν συγγράμματα, εξέδωσαν αρχαίους εθνικούς συγγραφείς και
φιλοσόφους κατέφυγαν στην Δύση προάγοντας την ελληνική σκέψη, τον στοχασμό, τις
ιδέες, αναπτερώνοντας ελπιδοφόρα το ηθικό των Ελλήνων για απαλλαγή από τα ξένα
δεσμά. Εσωτερικές κινήσεις μορφωμένων, πεπαιδευμένων Ελλήνων οι οποίοι ήρθαν εκ
νέου σε επαφή, αναζήτησαν τους άρρηκτους δεσμούς του Γένους με την Αρχαία
Εθνική Πολιτιστική Κληρονομιά της προ χριστιανικής Ελλάδος, της αποκαλουμένης
και Παγανιστικής και κατόπιν του Χριστιανικού Βυζαντινού ορθόδοξου μεγαλείου.
Πρόσωπα και φυσιογνωμίες όπως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο
Ευγένιος Βούλγαρης, ο άγιος Πατρο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Θεόφιλος Καϊρης, ο
πατριάρχης Φώτιος, ο Αδαμάντιος Κοραής κόσμησαν και δόξασαν το Γένος των
Ελλήνων, διέδωσαν την ελληνική σκέψη και στοχασμό, μεταλαμπαδεύοντας τα Φώτα
και τα Επιστημονικά Επιτεύγματα της Εσπερίας στην χώρα μας, στον ελληνικό λαό
που αναζητούσε τις πατρογονικές του ρίζες και την πραγματική του ταυτότητα
κλυδωνιζόμενος από τις θύελλες του Δυτικού αλλόθρησκου και αλλοεθνούς Κόσμου
και τις σαγηνευτικές θεωρίες της μυστικής Ανατολής. Φωνές σαν του Ρήγα Φεραίου
του Βελεστινλή και του Ανωνύμου του Έλληνος της Ελληνικής Νομαρχίας επανέφεραν
το φλέγον θέμα της πολιτικής θεώρησης ορθού τρόπου διακυβέρνησης στους σύγχρονους
καιρούς, Δημοκρατικής Πολιτείας και Ελευθερίας των Πολιτών. Η Βαλκανική
συνομοσπονδία του Ρήγα τερματίστηκε με την ύπουλη σύλληψή του και δολοφονία
του.
Η Ελλάδα βρίσκονταν γεωγραφικά στο
σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής, πέρασμα των εμπορικών και πολιτιστικών
δρόμων της δυτικής επιστήμης και της ανατολικής φιλοσοφίας, και όφειλε μετά την
Απελευθέρωση και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους να πάρει μία σημαντική
απόφαση στην Νεώτερη Ιστορία της. Με πιά πλευρά του πνευματικού ορίζοντα της
ζωής των ανθρώπων όφειλε να πάει, να επιλέξει, να ακολουθήσει στους σύγχρονους
μοντέρνους δρόμους της Νεωτερικότητας της Ιστορίας του Ανθρώπινου Πολιτισμού. Σε
αυτό το μέγιστο ζήτημα- δίλημμα της εθνικής και πολιτισμικής μας
αυτοσυνειδησίας και εύρεσης των ουσιαστικών στοιχείων της ταυτότητας της παράδοσής
μας έδωσε την δική της ξεχωριστή απάντηση η Γενιά του 1930 και οι εκπρόσωποί
της συγγραφείς και καλλιτέχνες με τα έργα και τις δημιουργίες τους. Μια Γενιά
που στις σύγχρονες δεκαετίες ερευνητές προσπαθούν να την αποδομήσουν και να
μειώσουν την συμβολή και την προσφορά της. Να «αποκαθηλώσουν» από το εθνικό της
χώρας κάδρο τους εκπροσώπους ποιητές και πεζογράφους της, λογίους και
διανοούμενούς της. Τρανταχτό παράδειγμα ο Μικρασιάτης ελευθερόφρων Γιώργος
Σεφέρης.
Η Γενιά του
1930 αναζήτησε τις λαϊκές αυθεντικές ρίζες της ελληνικής φυλής και τις έφερε
στην λογοτεχνική επικαιρότητα. Ερεύνησε και ανέδειξε τον λαϊκό μας πολιτισμό σε
όλες τις διαχρονικά γεωγραφικές διαστάσεις του. Τα εθνικά ταυτοτικά στοιχεία
της λαϊκής εικονογραφίας, της αριστοκρατικής λαϊκότητα της ξυλογλυπτικής και
μαρμαρογλυπτικής τέχνης, της χειροτεχνίας και υφαντικής. Ερεύνησε την Βυζαντινή
Ναοδομία και την χριστιανική αρχιτεκτονική την αγιογραφία και την λαϊκή
πρίμιτιβ τέχνη. Μίλησε για τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, (Γιώργος
Σεφέρης) για την μαγευτική ζωγραφική του Θεόφιλου, (Οδυσσέας Ελύτης) το
Δημοτικό μας Τραγούδι και τα Ακριτικά Έπη (Γιάννης Αποστολάκης) που άνθησαν από
τα ματωμένα χώματα και τις καστρόβιγλες της ελληνικής γης. Στράφηκε με σεβασμό
και ανέδειξε το Θέατρο Σκιών, αυτήν την καθαρά λαϊκή τέχνη ψυχαγωγίας των
λαϊκών στρωμάτων που συγχώνευσε στην ιστορική του διαδρομή θεατρικά στοιχεία
από την αρχαία ελληνική κωμωδία, την τούρκικη και της άπω ανατολής παράδοση των
θρησκευτικών θεατρικών δρώμενων της υπαίθρου και των πλατεών. Ο πατέρας της
ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης ερεύνησε τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα
του ελληνικού λαού, τις λαϊκές του παροιμίες και παραμύθια και ο ιστορικός
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μας έδωσε την συνέχεια της εικόνας του Ελληνισμού
από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι των ημερών του. Συγγενικούς δρόμους αναζήτησης
της ταυτότητας των Ελλήνων ακολούθησε και η αντίθετη από την αστική και
μεγαλοαστική Γενιά του 1930 η αριστερή μερίδα, η προλεταριακή λογοτεχνία και οι
εκπρόσωποί τους στράφηκαν στις γηγενείς ελληνικές ρίζες, την παράδοση. Μια άλλη
όμορη, συγγενική απάντηση στο τι είναι η Ελληνικότητα και από ποιά πολιτιστικά
στοιχεία συντίθεται, ποιά είναι η πραγματική ταυτότητα του Έλληνα έδωσε από την
μεριά της και η Ορθόδοξη Εκκλησία, καλλιεργώντας και σπουδάζοντας τα
χριστιανικά γράμματα και τις τέχνες ως ζώσα αντιπρόταση στον ξενόφερτο δυτικό
μιμητισμό και αξιολογικό σύστημα βιολογικής και πνευματικής ζωής. Όποιον δρόμο
και αν ακολούθησε ο Έλληνας, σε όποιους πνευματικούς μετεωρισμούς και αν
έστρεψε την προσοχή του, όποιες μέσα στην Ιστορία του ταλαντεύσεις συγκλόνισαν
την οντότητά του, διέπλασαν τις εκφραστικές του δυνατότητες, τον κόσμο των
ιδεών του, σχημάτισαν την αισθητική της ματιάς του στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις,
η έγνοια του πάντα υπήρξε ο Ελληνισμός και η αλήθεια της ταυτότητάς του. Οι κατά
καιρούς «γιγαντομαχίες» του με ξένες θεωρίες, δεν ήταν παρά η ατομική και
συλλογική του μάχη να πλαστουργήσει τους ζωοποιούς χυμούς της ταυτοτικής
συνείδησης του και των ψυχικών του ερεθισμάτων εσωτερικών της ψυχής του Μύθους,
να συγκεραστεί, συνενωθεί το παγανιστικό πνεύμα με το χριστιανικό. Τα
πνευματικά κληροδοτήματα του αρχαίου Ελληνικού Κόσμου με αυτά του Χριστιανικού.
Αγωνίστηκε πάση θυσία να κρατήσει και διατηρήσει, την επιστημονική θεώρηση των
Ιώνων φιλοσόφων και στοχαστών παρατηρητών των φαινομένων της Φύσης με την
θεώρηση του αποκαλυπτικού χριστιανικού μονοθεϊσμού πνεύματος μέσα στο ιστορικό
του βάδισμα. Τα πανάρχαια εθνικά ριζώματα των διαφόρων φυλών των Ελλήνων
συγχωνεύτηκαν άλλοτε αρμονικά και ισορροπημένα και άλλοτε βίαια και
αυτοκρατορικά νομοθετικά απαγορευτικά με τον ορθόδοξο οραματισμό του βίου και
των μεταφυσικών δοξασιών ως ελπιδοφορίας ατομικής και ανάστασης του Γένους των
Ελλήνων. Θεοί, Ήρωες, Ημίθεοι και Άνθρωποι ένα «σπέρμα και το ρίζωμα και
τάναρχα στοιχεία της Φύσης της αέναης» για να θυμηθούμε και τον στίχο του
εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά.
Το άρθρο του ποιητή Τάκη Κ. Παπατσώνη έχει
δομή, άποψη, κεντρική θέση και νοηματικό σχεδιασμό, «εσωτερική» φιλοσοφία,
εξετάζει από τα μέσα το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όχι μόνο ως ηθογράφου
της πεζογραφικής μας παράδοσης αλλά ως ένα χαμένο ήθος ζωής του Έλληνα Ανθρώπου
και αναγνώστη και αποδοχή της γραφής του. Είναι ουσιαστικό και καθαρό στις ερμηνευτικές
του προθέσεις, εντάσσεται μέσα στον κύκλο της ιχνομύθησης του Παπαδιαμαντικού
πνεύματος και λόγου, επικέντρωσης στην λαϊκή αυθεντικότητα, στην μαρτυρία
αλήθειας των αξιών ζωής μέσα σε ένα κουκούλι της ορθόδοξης προβληματικής και
παράδοσης. Όπως ο φτωχός και απλός Σκιαθίτης διηγηματογράφος βίωσε την
Ελληνικότητα και το ήθος της στην γηγενή της έκφραση και πολιτιστική δήλωση ως
πρόταση απέναντι στον δυτικό κόσμο. Το Παπαδιαμαντικό ύφος είτε ενθουσιαστικό
είτε μελαγχολικό ή και σε διηγήματά του σκωπτικό, λεπτής διακωμώδησης των κακώς
πολιτικών ή κοινωνικών γεγονότων της εποχής του είναι θαυμάσιο, ξεχωρίζει από
την πρώτη ματιά. Από την στιγμή που θα πιάσει ο μικρός ή ο μεγάλος αναγνώστης,
ο ορθόδοξος πιστός ή ο αμφισβητίας Θωμάς στα χέρια του βιβλίο του κυρ
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αμέσως θα καταλάβει ποιος είναι ο συγγραφέας του. Η
συγκίνηση είναι η ίδια σε όποια χρονική περίοδο και αν συνέθεσε τις ρεαλιστικές
ανθρώπινες ιστορίες του μας αφηγήθηκε καταστάσεις στο μέτρο των απλών αγαθών
ανθρώπων. Υπάρχει κάτι το αδιόρατα μαγευτικό στην γραφή αυτού του ταπεινού
πεζογράφου και ιεροψάλτη στο Ναό του αγίου Ελισαίου που σε μαγεύει, κρατά σε
εγρήγορση τις ανθρωπιστικές σου αντένες. Ένα βλέμμα «ερωτικής» ελεημοσύνης πάνω
στα πράγματα, την φύση τους ανθρώπους. Μια ταπεινή μεγαλοσύνη που ίσως και να
υπερβαίνει την χριστιανική του πίστη ή την ελληνική αρχαία παγανιστική
κληρονομική παράδοση. Η συνήθως αθωότητα της ματιάς του που εποπτεύει κάθε τι
ζωντανό γύρω του προετοιμάζοντάς το για την ουράνια δόξα. Είναι αυτό το
Παπαδιαμαντικό κάτι, το ελάχιστο για τα δικά μας βλέμματα που τον κάνει να
ξεχωρίζει η γραφή του από άλλους έλληνες παραδοσιακούς συγγραφείς της εποχής
του ηθογράφους ή μη. Με την αλήθεια της ψυχής του και την αυθεντικότητα της
πίστης του κατόρθωσε μέσω μιάς γλώσσας μεικτής- καθαρεύουσας, δημοτικής, λαϊκών
νησιώτικων ιδιωματισμών, εκφράσεων και λέξεων προερχόμενες από την ορθόδοξη
υμνογραφία να αποτυπώσει ανάγλυφα και την πιο αφηρημένη σκέψη, να κάνει
κατανοητό και τον πιο δύσκολο, υψιπετή φιλοσοφικό στοχασμό με έναν ζωντανό και
θερμό οικείο καθημερινό λόγο. Μια καθημερινή ομιλία μεταξύ δύο γειτόνων που
ανοίγουν το παράθυρο του σπιτιού και της ψυχής τους για να αεριστεί και μπει το
φώς της δόξης, αρχίζοντας ένα λακιρντί τόσο γνωστό και ταυτόχρονα τόσο υψηλό σε
νοήματα και σκέψη. Σίγουρα στα έργα του
συναντάμε επαναλήψεις, εικόνες που επαναλαμβάνει και συμβάντα νησιώτικης
καθημερινότητας ζωής. Υπάρχουν οι επαναληπτικές θρησκευτικές του μονομέρειες,
οι εκκλησιαστικές της τυπολατρίας του «αγκυλώσεις», οι περιορισμένων οριζόντων
στοχασμοί του, μία καθημερινότητα βίου που πρέπει σαν γραφιάς να αγγίξουν τα
κείμενά του το κοινό μιάς εφημερίδας μιας προνεωτερικής εποχής της Ελλάδας με
αβέβαια σύνορα ή σκλαβωμένα ακόμα. Αφελείς συμβολισμοί του διακρίνονται στα
πεζά του, παιδικές εξηγήσεις που δεν στέκουν πέρα από την γεωγραφική νησιωτική
επικράτεια της γενέθλιας γης του. Στοχαστικά «κουφάρια» μιάς πανάρχαιας άλλης
ελληνικής θρησκευτικής πραγματικότητας και παράδοσης δεμένης με την παράδοση
βίου της Σκιάθου. Εικόνες του Σκιαθίτικου τοπίου και παραστάσεις ναυτοσύνης,
αγροτικής ζωής πριν την αστικοποίηση του χώρου και της κοινωνίας. Δεήσεις
επικλήσεις ανθρωπιάς μπροστά στην αναμμένη λυχνία της βαθειάς του κάπως
«καλογερίστικης» πίστης που δεν αληθεύουν πάντα αν αναλογιστούμε το δεισιδαιμονικό
προλήψεων περιβάλλον του νησιού του, της κοινωνικής αγραμματοσύνης και εκμεταλλευτικών
οικονομικών σχέσεων των συμπολιτών του. Αγροτιά και φτώχεια και απύθμενη
αντοχή, υπομονή και κρυφοκαίουσα ελπίδα φωτίζει εσωτερικά τα διηγήματά του. Η
αρετή και η λεβεντιά της Παπαδιαμαντικής γραφής βρίσκεται στο γεγονός ότι μιλά
με το ίδιο της γραφής του ύφος και απλότητα, καθαρότητα λόγου για τον τελευταίο
Έλληνα νομοθέτη Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα και τον απλό ψαρά στην άκρη του νησιού
του. Με τα ίδια απαλά χρώματα φιλοτεχνεί το πορτραίτο ενός απλού ζευγά παπά και
στηλιτεύει με το «μαστίγιο» της αγάπης έναν μη συνεπή της ορθόδοξης πίστης του
επίσκοπο χρηματολάτρη, θεομπαίχτη. Είναι γειωμένος στα εγκόσμια ενώ μιλά για τα
ουράνια. Διαθέτει τον σκληρό και απόλυτο ασκητισμό των Κολλυβάδων και
ταυτόχρονα πλέει σε μία ασύννεφη εράσμια ερωτική ατμόσφαιρα. Το ψυχικό του
καταφύγιο είναι ο Χριστός η έσχατη και μόνη ελπίδα του όπως επαναλαμβάνει
συχνά, ενώ παράλληλα δεν παύει να εμπλουτίζει την σκηνογραφία της θεϊκής
οικογένειας με παγανιστική προβληματική και σπουδή της ανθρώπινης φύσης στις
ανυψώσεις και πτώσεις της. Είναι ενάρετος αλλά στην κοινωνική κριτική του
δημιουργεί ηρωίδες όπως η «Φόνισσα» που σκοτώνει από «ιδεολογική» πρόθεση τα
θηλυκά παιδιά της οικογένειας και όχι από εγωισμό όπως η αρχαία «Μήδεια» γράφει
σε ένα σημείο ο Γιώργος Βαλέτας. Διανθίζει τα διηγήματά του με αποσπάσματα από
την Καινή και Παλαιά Διαθήκη ενώ παράλληλα εκδηλώνει τις ερωτικές του
«φουσκοδεντριές» και την ροπή του στο πιοτό. Η πλούσια πεζογραφική του
εικονογραφία φιλοτεχνείται και ξεδιπλώνεται εξαιρετικά ισορροπημένα, εξίσου
έντιμα, ειλικρινά στην αυθεντικότητά της είτε μας μιλά για «υπερούσιους»
έρωτες, είτε με νοητούς, είτε με χθόνιους που μας περιγράφει καθώς παρατηρεί
συνήθως με ήρεμη διάθεση και ασκότιστο βλέμμα την γυναικεία παρουσία σε
διάφορες στιγμές του βίου της. Στις συμβατικότητες της καθημερινότητάς της. Οι
ηλικίες των γυναικών κυμαίνονται από μικρές παιδίσκες έως γραίες, ο εσωτερικός
τους κόσμος και δράσεις, αντιδράσεις ποικίλουν. Δεν κρύβει την παθιασμένη αγάπη
του για το κρασί. Λίγος μεζές στο τραπέζι του αρκεί, δίχως ένα ποτηράκι κρασάκι
όμως όχι. Οίνος ευφραίνει καρδίαν έστω και αν προέρχεται από τα σατυρικά
παιχνίδια του αρχαίου θεού Διονύσου. Γνωρίζει τις ποικιλίες των αμπελιών και
στα του τρύγου. Οι δοξαστικοί ύμνοι της φωνής του στρέφονται τόσο προς τον
Χριστό ως σωσίβιο της ύπαρξής του όσο και προς τα πάθια και τα βάσανα των
φτωχών, βασανισμένων ανθρώπων. Δεν κρίνει πράξεις ανθρώπων, δεν καταδικάζει
σκέψεις, δεν απαγορεύει συλλογισμούς του νου, δεν αποτρέπει σκοτεινές πρακτικές,
συνήθειες εκδίκησης, απλά τις παρατηρεί με ελεήμονα διάθεση, τις φωτογραφίζει
αθώα και φορές παιχνιδιάρικα, σατιρικά, όπως βλέπουμε σε μία σειρά Παιδικών του
διηγημάτων, αφήνει την φαντασία του να καλπάσει έχοντας ως ηνίοχο του άτι του
τον Χριστό. Είναι δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να ξεχωρίσουμε το θρησκευτικό
φρόνημα της ζωής του από την γραφή και την εξιστόρηση των μικρών ιστοριών του.
Όπως ο ξάδερφός του διηγηματογράφος Αλέξανδρος Μωρατίδης είναι ο συγγραφέας
κοσμοκαλόγερος δίχως ράσο. Ο Μωραιτίδης ένιωσε την ανάγκη να στραφεί στον
μοναχισμό ο Παπαδιαμάντης έζησε σαν αυθεντικός καλόγερος δεν είχε αυτήν την
ανάγκη. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της διηγηματικής του τεχνικής είναι
εξαιρετικός. Ξυπνά μέσα του η παιχνιδιάρικη αθωότητα του μικρού παιδιού, η
σκανδαλιάρικη αναπόληση της διάθεσής του. Με το ίδιο δέος και σεβασμό που αισθάνεται
όταν προσεύχεται σε μία εικόνα της Παναγίας στο Εικονοστάσι της καρδιάς του τον
ίδιο σεβασμό νιώθει και στους πόνους και βάσανα των φτωχών γυναικών και των
οικογενειών τους. Πολλές φορές ψέλνει για να παρηγορηθεί από τα όσα συμβαίνουν
γύρω του και περιγράφει στα γραπτά του. Πλημμυρίζει από γήινο πόθο και
μικροχαρές της ζωής ενώ με θέρμη πιστεύει, ελπίζει στην αιώνια. Η πίστη του δεν
έχει ρωγμές, είναι σταθερή, αδιαμφισβήτητη, συνήθως συμπαγής, τα συνειδησιακά
του σκαμπανεβάσματα εμφανίζονται όταν πρέπει να δώσει λύση στις ιστορίες του
που υφαίνει, στους αληθινούς ήρωες που κατασκευάζει. Συγκινείται από την ομορφιά
αλλά δεν παραβλέπει και την νηπτική ασκητική των πατέρων της εκκλησίας. Δεν
είναι άμοιρος της αισθητικής θεώρησης της Φύσης και του Κόσμου. Η γλώσσα του
είναι απλή, κατανοητή εκφρασμένη για να αγγίξει όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Οι
εκφράσεις του έχουν ρυθμό εσωτερική μουσικότητα, βαρύτητα ελληνικού ήθους. Οι
λέξεις του είναι συνήθως σύνθετες εκπνέουν συγκίνηση, μαρτυρία μιάς άλλης αλήθειας
στην χρήση τους. Το μερίδιο της θεϊκής αγάπης που αισθάνεται μέσα του το
μοιράζει ακριβοδίκαια σε όλα τα πλάσματα της πανσθενουργού Φύσης. Το παράπονό
του είναι ψιθυριστό, σιγαλόφωνη ακούγεται η φωνή του όταν βλέπει την πτώση των
ανθρωπιστικών αντιστάσεων των ανθρώπων. Όταν βασανίζονται οι άνθρωποι γύρω του
έχει την αίσθηση ότι η ίδια η ζωή βασανίζεται. Έντονος ο λυρισμός του λόγου του
απελευθερώνεται περισσότερο μετά την απώλεια του πατέρα του. Χρονιά που αρχινά
μία καινούργια περίοδο στην γραφή του. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι πάντα
ζωσμένος με το μαγνάδι της εσωτερικής προσευχής. Μιάς δέησης στον όλο Θεό και
τον όλο Άνθρωπο στις βαθμίδες της αγιότητάς του ή αντίστοιχα της αμαρτωλότητας
του. Η πλαστικότητα της σκέψης του σκεπάζει τους πάντες και τα πάντα στην ακτινογραφία
της όρασής του. Είναι αυτό που του δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός του στην εδώ
παρουσία του και ακολουθεί.
Ιστορίες μικρές και μεγάλες περνούν
μπροστά στα μάτια μας δίχως διάκριση «ξεχωριστότητας». Απλοϊκές και σύνθετες,
ατομικές και συλλογικές, οικογενειακές και αυτοβιογραφικές, ναυτικών και αγροτών,
ιερέων και παιδιών, αντρόγυνων και «μαγισσών», υφαίνονται με χάρη και μαεστρία,
σχηματίζουν το υπέροχο υφαντό της γραφής του. Ορισμένες είναι στιγμιότυπα της
επόμενης αφήγησης που ακολουθεί και άλλες η επόμενη συνέχεια της προηγούμενης.
Κινηματογραφικά καρέ μιάς ενιαίας όμως αφήγησης της ζωής των ανθρώπων της
πίστης ή της απιστίας τους των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους.
Στο διαδίκτυο είναι αναρτημένα αν δεν
λαθεύω το σύνολο των μυθιστορημάτων και διηγημάτων του κυρ Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη. Επέλεξα να μην ερανιστώ το μικρό αυτό χριστουγεννιάτικο διήγημα,
αυτήν την παιδική πινελιά από την έκδοση του «Δόμου» με την εγκυρότητα της
γλωσσικής επιλογής και λεκτικής φροντίδας του κυρίου Νίκου Δ.
Τριανταφυλλόπουλου. Βλέπε τόμος 3ος, σελίδα 655-659, του τελευταίου
ίσως εν ζωή έγκριτου Παπαδιαμαντολόγου επιμελητή, αλλά από την παλαιότερη
έκδοση των εκδόσεων «Γιοβάνη» σε επιμέλεια του Γιώργου Βαλέτα. Ούτως ή άλλως
πλείστα διηγήματά του και μυθιστορήματά του έχουν επανεκδοθεί και κυκλοφορούν
μεμονωμένα ή μαζί με άλλα του πεζά από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ώστε να έχει
την δυνατότητα ο όποιος ενδιαφερόμενος να αντιπαραβάλλει το Χριστουγεννιάτικο
αυτό διήγημα και να ανακαλύψει το γλωσσικό χτένισμα από δύο εκδόσεις.
Το διήγημα είδε
το φώς της δημοσιότητας στην εφημερίδα «Το Άστυ» στις 25 Δεκεμβρίου του 1904. Έκτοτε,
παρ’ ότι δεν υπάρχει ρητή μνεία της γραφής του από τον Σκιαθίτη πεζογράφο
συμπεριλαμβάνεται στις Παπαδιαμαντικές εκδόσεις του «Γεωργίου Φέξη», του «Ελευθερουδάκη»,
του «Σεφερλή» κλπ.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
5 Δεκεμβρίου
2025
Τα
καταρρακτωδώς επί τριήμερο μουσκεμένα Νικολοβάρβαρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου