Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΡΕΚΒΙΕΜ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ  ΡΕΚΒΙΕΜ

      Καθώς τα φύλλα των δέντρων πέφτουν πάνω στο υγρό χώμα, και η γλώσσα των αισθήσεων λιάζεται μέσα στο όνειρο του Απρίλη, έτσι τα χρόνια μας φυλλορροούν, σκορπίζονται μέσα στο έρεβος, χάνονται οι ζωές μας στον χρυσαφένιο ανασασμό της αιώνιας νύχτας.
      Σε αυτή την Πόλη-Παγίδα, την Πόλη ασθματική ανάσα των κορμιών μας μαραγκιάζουν οι φιλοδοξίες μας, ξεστρατίζουν οι στόχοι μας, σε σκαιά βατταρίσματα ψυχοφθόρων λεκτικών παιχνιδιών. Χουχουλιάζουν οι ελπίδες μας μέσα σε λέξεις φάτνες και μνήμες παρελθόντων ετών, ψυχρά νοήματα μιας γλώσσας βαβελικής, ανερμήνευτης, αδόξαστης, γεμάτη εφιάλτες, έτσι όπως ερμηνεύεται το «κακό» που κεντρίζει την εφήμερη αναγνώρισή μας.
Κρυσταλλώνουν οι μέρες μας από το παγωμένο αεράκι του χρόνου, ενός χρόνου που γίνεται τόπος για να μας κανακεύσει,  μιας Πόλης που σε γεννά και σε θάβει μαζί, χωρίς να ξέρεις το πότε. Γέμισαν χιονίστρες τα θερμά όνειρά μας, πληγώθηκαν από το χιόνι που σκορπίζει στο διάβα του ο λευκός καβαλάρης της αφιλόξενης Πόλης μας, μιας Πόλης που στενάζει κάτω από το βάρος μιας ιστορίας γεμάτη αδιέξοδα.
     Μέρες-αισθήματα, σκορπισμένες σε ζεστά χαμόγελα και εκτροχιασμένες χειρονομίες.
Μέρες-λήθης, μισοτελειωμένων φράσεων μιας τραυλίζουσας αγάπης για τον κόσμο μέσα στην βαθειά σιωπή.
Μέρες-μνήμες προσανάμματα της σκορπισμένης απαντοχής του βίου.
Μέρες-μιας φοβισμένης μοίρας προσωπικής, που σταγόνα-σταγόνα ξοδεύεται στην μεγάλη υδρία της λαβωμένης ιστορίας του καθενός μας.
      Και συ πολίτη αυτής της Πόλης, συνομιλητή νεκρικών εικόνων, φωτογράφε μορφών αγαπημένων που δεν συνάντησες ποτέ, αλλά σε μαρκάρισε η μαστορική της Τέχνης τους, καθώς μπαρκάρεις για το αιώνιο λιμάνι του χρόνου της Πόλης, αγωνίζεσαι με νύχια και με δόντια το φως να κάνεις σώμα και το σώμα γραφή, θεωρώντας ο ταλαίπωρος ότι το όνειρο που λέγεται Ζωή, με λέξεις και σύμβολα κατορθώνεται
Έτσι οικοδομείται η αθανασία της Πόλης που σαν μέδουσα ρουφήχτρα σε τραβά μέσα στα φιλάνθρωπα σπλάχνα της για να σε κάνει λίπασμα για τους μελλούμενους. Πως το όνειρο ολοκληρώνεται με σημεία στίξεως της αγάπης και με στιχάκια προσευχής του έρωτα.
     Και η φωνή σου λαχανιάζει από γλυκύθυμα λόγια καθώς προσπαθεί να αγιογραφήσει τα φρικτά και φοβερά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας και αρνείσαι να δακρύσεις, γιατί δεν θέλεις να στιλβώσεις τον πόνο. Και τσακίζεται μέσα σου το Φαγιούμ της δικής σου οραματικής οπτασίας.
Και η ανάσα σου ασθμαίνοντας ξορκίζει-επί ματαίω-με ψαλμούς και τεριρέμ τον κλοιό του Θανάτου που πεισματικά και σταθερά πυργώνει την ύπαρξή μας, θέλοντας να μας οδηγήσει ταχύτερα στο μαυσωλείο του Θεού που αναπαύεται μέσα στα κρυφά αινίγματά του.
Και γέρνεις και γερνάς γυρεύοντας την αποκαλυπτική εξόδιο φαντασμαγορία των γεγονότων της μνήμης. Αχ, και πόσους δεν μάγευσε αυτή η σαγηνευτική ματαιότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Αυτή η κραυγαλέα αγωνία της ανθρώπινης γραφής-κραυγής, που σαν αύρα πνέει προς το αιώνιο τίποτα. Αυτός ο θριαμβευτικός θρήνος των λέξεων που νοτίζει την Μούσα της ιστορικής μας μεγαλαυχίας.
      Τρεμοσβήνει η Ζωή, φωσφορίζει ο Θάνατος μες στο δισύλλαβο απαρέμφατο της μνήμης-λήθης…
     Εννέα συν Ένα πρόσωπα έχασε η Τέχνη από την αρχή του χρόνου, πρόσωπα που το καθένα στον τομέα του σημάδεψε με το έργο του την εποχή μας. Τέσσερις γυναίκες και έξι άνδρες έφυγαν από κοντά μας, γνωρίζοντας και αυτά και εμείς, ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ, παρά μόνο μέσα από την πνευματική τους δημιουργία.
Ορισμένα από αυτά, με την γραφή τους εμπλούτισαν την Πειραϊκή Γραμματολογία.
      Πρώτη άνοιξε τον χορό του θανάτου, η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν. Η βραχνή φωνή της στο ραδιόφωνο και η ευγένειά της έγιναν παράδειγμα για τους μεταγενέστερους δημοσιογράφους. Οι συνεντεύξεις της που κυκλοφόρησαν το 1985 και σε βιβλίο, αποκαλύπτουν το εύρος των γνώσεών της και των ενδιαφερόντων της. Σοβαρή, αξιοπρεπής και μετρημένη έφτιαξε μια εκπομπή με συνεντεύξεις αξιόλογων προσωπικοτήτων που θα μείνουν στην ιστορία του ραδιοφώνου. Μία από τις 26 συνομιλίες της έγινε με τον Πειραιώτη δάσκαλο της ζωής και της τέχνης Γιάννη Τσαρούχη.
    Πλήρης ημερών έφυγε και ο μεγάλος μάστορας του δοκιμίου της γενιάς του 1930 και μεταγενέστερα, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ένας δημιουργός που εξακολουθούσε να εργάζεται μέχρι τα βαθειά του γεράματα και να μας προσφέρει έργο πολύτιμο και αξιοσημείωτο για τους μελλούμενους. Όχι μόνο ο δοκιμιακός και ερμηνευτικός των εργασιών του λόγος σημάδεψε την εποχή του, αυτός πρωτομίλησε για το χαμένο κέντρο του Ελληνισμού, και επαναδιαπραγματεύτηκε καθιερωμένες αξίες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, ορισμένες φορές οι επιλογές και οι κρίσεις του για ποιητές σύμβολα, ίσως να είναι κάπως «ακραίες», δεν παύουν όμως να μας προβληματίζουν και να γεννούν ερωτήματα για μια επανάγνωση του εξεταζόμενου δημιουργού αλλά και η ποιητική του συλλογή «Μικρά σύρτις», είναι μάλλον ένα προφητικό ποιητικό κείμενο που δεν προσέχθηκε όσο του άξιζε. Ο Λορεντζάτος μας δίδαξε ήθος ανθρώπου και διανοούμενου, αριστοκράτης από καταγωγή διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του το βλέμμα του καθαρό και σταθερά προσανατολισμένο προς αυτό που ονομάζουμε αρχοντική ελληνική παράδοση.  
     Τον χορό ακολούθησε κατόπιν η δική μας, η Πειραιώτισσα Κωστούλα Μητροπούλου αυτή η γλυκύτατη και τρυφερή ύπαρξη, ένα από τα πιο μοναχικά πρόσωπα που έτυχε να γνωρίσω. Την είχα γνωρίσει  μέσω ενός κοινού μας φίλου, του ποιητή και κινηματογραφικού κριτικού Τώνη Τσιρμπίνου. Η δική μας Κωστούλα, υπήρξε μια φοβερά ευαίσθητη και μάλλον τραυματισμένη ψυχικά γυναικεία ύπαρξη, που μέσα στο πολύτομο συγγραφικό της έργο, προσπάθησε να ιχνογραφήσει το σπασμένο πρόσωπο του καιρού μας, να επανασυγκολλήσει το θρυμματισμένο κόσμο των διαπροσωπικών μας σχέσεων και, να καταγράψει την απέλπιδα πολλές φορές προσπάθεια των δύο φύλων για επαφή και συναισθηματική συνοδοιπορία.  Η Μητροπούλου εξετάζει σε βάθος τις σχέσεις των δύο φύλων και στέκεται με σεβασμό απέναντι στα διάφορα αδιέξοδά τους. Αλήθεια, ποιος δεν τραγούδησε τον «Δρόμο» της.
      Η Κωστούλα Μητροπούλου είναι μία από τις σημαντικότερες εισηγήτριες του αντιμυθιστορήματος στην Ελλάδα. Δεκάδες τα βιβλία της και οι δημοσιεύσεις της ιδιαίτερα στην εφημερίδα το «Έθνος»-κάθε Σάββατο-και σε άλλα έντυπα, χρειάζεται ειδική μελέτη και μεγάλη έρευνα για συγκεντρωθεί και αξιολογηθεί η σημαντική και μεγάλη προσφορά της. Η αποδελτίωση κειμένων και άρθρων για το πολύπλευρο έργο της, που εδώ και χρόνια πραγματοποιώ για να συντάξω επιτέλους μια Πειραϊκή Γραμματολογία, μου έδειξε το μεγάλο ενδιαφέρον των αναγνωστών αλλά και των διαφόρων μελετητών για το έργο της. Σαν πρώτη μαγιά αναφέρω το βιβλίο της Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια για την συγγραφική της προσφορά. Η Πειραϊκή γη, της οφείλει τουλάχιστον, να δώσει το όνομά της σε έναν δρόμο, και να στηθεί ή προτομή της σε πλατεία της πόλης, αλλά και να γνωρίσουν οι μαθητές των Πειραϊκών σχολείων το έργο της.
     Την ίδια περίοδο τα χριστιανικά γράμματα έχασαν έναν ερευνητή και ανθολόγο τους, τον Νίκο Τυπάλδο.  Συνεπής μελετητής του χριστιανικού λογοτεχνικού ,χώρου, μας έδωσε κείμενα και μελέτες που περιστρέφονται γύρω από το θέμα της σχέσης της πίστης με την τέχνη. Αφοσιωμένος στα Ελληνορθόδοξα γράμματα με πείσμα, κράτησε μια αταλάντευτη αρνητική θέση όσον αφορά την προσέγγιση κειμένων που στρέφονταν προς άλλες κατευθύνσεις. Υποστήριζε με ζήλο τους συγγραφείς που στέκονταν με σεβασμό απέναντι στην χριστιανική θρησκεία και είχαν οι ίδιοι βαθειά και ειλικρινή πίστη. Πολλές φορές είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Μου είχε στείλει τα βιβλία του, τα οποία μου στάθηκαν χρήσιμα σε θέματα που αφορούν την ορθόδοξη παράδοση και την λογοτεχνία. Στην Ανθολογία του χριστιανικού λόγου που εξέδωσε το 1974, συναντάμε τέσσερις Πειραιώτες δημιουργούς. Τους ποιητές: Ανδρέα Αγγελάκη, Ελευθέριο Μάϊνα και Δημήτρη Φερούση καθώς και την ποιήτρια Όλγα Βότση.
     Ο Κυπριακός Ελληνισμός, έχασε σε προχωρημένη ηλικία έναν από τους αξιολογότερους ποιητές του, τον Κώστα Μόντη. Σημαντική ποιητική προσωπικότητα με τεράστιο έργο στα Κυπριακά γράμματα.
      Σε αρκετά μεγάλη ηλικία έφυγε και η δεύτερη σύντροφος του άγιου των γραμμάτων, Νίκου Καζαντζάκη, η συγγραφέας Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη. Την είχα γνωρίσει μέσω του δασκάλου Κίμωνα Φράιερ-μεταφραστή του Καζαντζάκη και όχι μόνο-και πάντοτε όταν την συναντούσα στο σπίτι του Κίμωνα, ή μιλούσα μαζί της στο τηλέφωνο, δεν έπαυα να την ρωτώ για τον μεγάλο Κρητικό Προφήτη του Νέου Ελληνισμού. Στάθηκε πιστή σύντροφος του, και έκανε σκοπό της ζωής της την διάδοση του πολύτομου και πολύπλευρου έργου του. Έχει γράψει μια ενδιαφέρουσα μελέτη για εκείνον και μια μελέτη για τον Μαχάτμα Γκάντι τουλάχιστον στα Ελληνικά.
    Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι, οι μεγάλοι μας ποιητές του 20ου  αιώνα, δεν άφησαν βιολογικούς απογόνους πίσω τους. Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός(δεν μένω στον Γλαύκο), Κωνσταντίνος Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης, Νίκος Καζαντζάκης, νομίζω και ο Νίκος Καρούζος και άλλοι. Το έργο τους ήταν για αυτούς το παιδί τους και το κληροδότημά τους προς εμάς.
     Από κοντά, έφυγε επίσης ένας αξιόλογος ερευνητής ο Αλισανδράτος, με αρκετές μελέτες πάνω στον πολιτισμό των Επτανησίων. Την εκλογική περίοδο έφυγε από κοντά μας και ο σημαντικότατος ιστορικός και ερευνητής Φίλιππος Ηλιού. Τα βιβλία του άνοιξαν νέους δρόμους στην ιστορική έρευνα και φώτισαν αρκετές πλευρές της ιστορίας μας. Η Ευγενική μας Τύφλωση, η συναγωγή βιβλιογραφικών καταγραφών και δεκάδες κείμενα που με αυστηρό επιστημονικό τρόπο απομυθοποιούν τα δεκάδες αντι-ιστορικά συνεχόμενα ψεύδη της χριστιανικής μυθολογίας και εκκλησίας για όσους μελετούν τα διάφορα θέματα της ελληνικής παράδοσης, και οι κρίσεις του για τον δάσκαλο Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά, αλλά και άλλους ερευνητές θα μείνουν φωτεινά παραδείγματα επιστημονικών εργασιών και ερμηνείας της ιστορίας.
      Σε μεγάλη επίσης ηλικία, έφυγε ένας σοβαρός, ακραίος όμως ωραίος επαναστάτης που με την πολιτική του ταφή, μας έδειξε την συνέπεια των λόγων με τα γραπτά του. Ο Ρένος Αποστολίδης, υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα μέσα στα Ελληνικά γράμματα. Οι κατά καιρούς παρεμβάσεις του σε θέματα ιστορικά και πολιτικά υπήρξαν ουσιαστικότατες. Μπορεί να ήταν μεγαλομανής και να διακατέχονταν από μια τάση Σωτήρος, όμως η παιδεία του ήταν ουσιαστική και βαθειά, πατώντας πάνω σε στέρεες βάσεις, και οι παρεμβάσεις του καίριες και αυστηρές. Τον παρακολουθούσα θυμάμαι σε μια εκπομπή που είχε στην τηλεόραση τις περισσότερες φωνές εκνευριζόμουνα με αυτά που έλεγε, αλλά πάντοτε άκουγα προσεχτικά το ποια θέση έπαιρνε απέναντι στα ιστορικά και πολιτικά πράγματα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.  Είχε ορθό φιλολογικό κριτήριο, οι δύο σειρές Ανθολογιών του, η μία για το Διήγημα και η άλλη για την Ποίηση, αυτή που συνέχισε την εργασία του πατέρα του Ηρακλή Αποστολίδη, ακόμα και σήμερα μετά από τόσες εκδόσεις που έχουν πραγματοποιήσει και τόσα χρόνια που έχουνε περάσει μνημονεύονται ως οι αξιολογότερες Ανθολογίες. Στις Ανθολογίες αυτές που έχω διαβάσει υπάρχουν 30 λήμματα που αφορούν Πειραιώτες δημιουργούς, το βιβλίο του επίσης για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, αξίζει να προσεχθεί καθώς και ο μεταφραστικός του μόχθος για την ζωή και το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπήρξε μάλλον μια δύσκολη και ακραία μάλλον προσωπικότητα, με αρκετές μανιέρες αλλά σπουδαίος φιλόλογος που δυσαρέστησε και έθλιψε πολλούς με τα λεγόμενά του και τις πράξεις του.
     Τελευταία έφυγε από κοντά μας μια αξιόλογη γυναικεία φωνή, σημαντική ερευνήτρια και καλή μεταφράστρια Βυζαντινών κειμένων, η Αλόη Σιδέρη. Την Αλόη, είχα την τύχη να την γνωρίσω από κοντά, με είχε καλέσει δύο φορές στο σπίτι της και μιλήσαμε στο τηλέφωνο αρκετές φορές ακόμα. Νομίζω μου είχε προσφέρει και μια ποιητική συλλογή της μητέρας της. Ήταν ένα σπάνιο άτομο, με φοβερή επιστημονική κατάρτιση και πολύ μεγάλη σεμνότητα, η επάρκειά της πάνω στα Βυζαντινά κείμενα ήταν καταπληκτική. Είχε μεταφράσει Βυζαντινούς συγγραφείς στις εκδόσεις Άγρα, την ίδια περίοδο που οι εκδόσεις Κανάκη μετέφρασαν και εξέδωσαν τους ίδιους Βυζαντινούς από τον Πειραιώτη φιλόλογο Βρασίδα Καραλή. Η Αλόη Σιδέρη υπήρξε ένα ουσιαστικά μορφωμένο άτομο, με βαθειά γνώση πάνω σε θέματα χειρισμού γλώσσας και μεταφραστικού ύφους, αλλά το κυριότερο για μένα ήταν, ότι ήταν ένα πολύ ανοιχτό μυαλό.  Εργατικότατη και σεμνή όσον αφορά την δουλειά της, μας κληροδότησε ένα σημαντικό έργο που πιστεύω ότι ο χρόνος θα το κρατήσει στην αγκαλιά του με χαρά και ικανοποίηση.
      Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της… Αυτοί οι Σολωμικοί στίχοι ήρθαν στο νου μου καθώς γράφω αυτό το κείμενο για αυτούς που έφυγαν πολύ πρόσφατα από κοντά μας, σε μέρες που ένας άλλος λαός, ο Ισπανικός, μοιρολογά τους δικούς του που χάθηκαν τόσο άδικα.
     Και καθώς μνημονεύω τις δικές μας φωνές, αφουγκράζομαι τους σπασμούς του επερχόμενου Απρίλη που ίσως για να ξορκίσει τον βουβό πόνο ετοιμάζεται να ανθίσει ξανά σπλαχνικά και παθιασμένα σαν νάταν και πάλι η πρώτη του φορά..
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 22 Μαρτίου 2004, σελίδα 4.
Πειραιάς, Τρίτη, 28 Ιανουαρίου 2014  

                                         

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Η παράξενα τραγική ζωή και ποίηση του
Μιχάλη Κατσαρού


                                  


     Παράξενα τραγική και αντιφατικά δραματική η προσωπικότητα και ο βίος του ποιητή που φιλοδόξησε να «Κάνει τη ζωή των Ελλήνων με λέξεις», δύσκολα και παρακινδυνευμένα σκιαγραφείται.
Ο μοναχικός λεξιστής των ονείρων μας αρνήθηκε πεισματικά τον ενδιάθετο εωσφορισμό των Γάλλων Παρακμιακών, κρατήθηκε μακριά από τη φιλήδονη μεγαλομανία των Υπερρεαλιστών, ερωτοτρόπησε περισσότερο μάλλον με την πουριτανική πολλές φορές πομπώδη ακρότητα των Φουτουριστών. Υπήρξε ένας πληγωμένος άγνωστος στους πολλούς ιδεολόγους. Ένας φυγάς θεόθεν και αλήτης της Τέχνης.
«Και να ‘μαι εγώ αυτός που τον μισεί
και να ‘μαι εγώ αυτός που τον καλεί
τον ωραίο τον αργυρό τον θούριο
τον καλό τον αρσενικό και γυναίκα.»
     Ένας διαλυμένος ψυχικά πρίγκιπας που εγκλωβίστηκε στην Οραματική μοναξιά του και αυτοπαγιδεύτηκε στους ονειροπόλους δαιδάλους του ανήσυχου μυαλού του, τρομαγμένος και μάλλον ανήμπορος να εξηγήσει πως γίνεται και περισσεύει στη ζωή πάντα το άδικο. «Από την πρώτη φορά που τον είδα τον Κατσαρό, κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν πρίγκιπα των Τεχνών-των ευτελών Τεχνών-και με έναν βαθιά πληγωμένο βαθυστόχαστο διαλυμένον άντρα», σημειώνει ο Γιώργος Χρονάς.
     Η ανειρήνευτη αντινομία που ταλανίζει τον ποιητή, η ασίγαστη αυτή πάλη της ψυχής του νοτίζει και οριοθετεί ολόκληρη σχεδόν την ποιητική του δημιουργία. Η ποίησή του δεν μας μιλά για τη ζωή, είναι η ίδια η περιπετειώδης ζωή του που ρυτιδώθηκε από την ακοσμία του εξωτερικού της χώρου. Η δημιουργία του είναι το είπωμά του, η υπόστασή του, μεταλλαγμένη σε μνημονική θέα, σε λεκτικό θάμβος.
«Τώρα που όλα είναι νωπά στην μνήμη μου φαίνονται ακόμα πιο παλιά».
Ο Κατσαρός αρνήθηκε τα ευπρεπή ποιητικά τεχνίδια πολλών δημιουργών της γενιάς του, απέρριψε τους νωχελικούς περιπάτους στους κήπους της Αδωνιάδος ποίησης, γύρισε την πλάτη στις περισπούδαστες ποιητικές ευωχίες της εποχής του. Δεν καταδέχθηκε να μετατραπεί σε ένα ωραίο και ένδοξο ακροκέραμο, τοποθετημένο στο πάνθεο των καλλιτεχνικών σαλονιών. Συνειδητά και πεισματικά κατασκυβάλισε την ίδια του την ποίηση, αποδιοργάνωσε την φόρμα της, έσπασε τους ιστούς της επιδιώκοντας να μας δώσει μια γραφή όχι τόσο αμυντική, όσο επιθετική. Η ποιητική πρόταση του Μιχάλη Κατσαρού είναι μια πράξη επίθεσης ενάντια στην κοινωνία, στον πολιτισμό της, στις αξίες της, στις σαθρές αναφορές της, στις συντηρητικές επιλογές και ιδεολογίες της, είναι μια επιθετική γραφή ενάντια στον συλλογικό θεόληπτο υπνοβατισμό των πολιτών της. Και αυτό δεν διακρίνεται μόνο στο «Κατά Σαδδουκαίων», το «Χρονικό του Μορέως», ή στην «4 Μαζινό» ποιητικές συλλογές ορόσημα στην συγγραφική του διαδρομή, αλλά και στις πεζολογικές επαναστατικές μπροσούρες που έγραψε, εκθέτοντας τις απόψεις του για τις εργασιακές και όχι μόνο σχέσεις. Ο αναγνώστης της ποίησής του υποχρεώνεται ή να αντιδράσει βίαια ή να γίνει συνένοχος.
    Ο Μιχάλης Κατσαρός δεν είναι ο ποιητής μόνο του «Αντισταθείτε» όπως τεχνηέντως θέλησαν πολλοί να μας τον παρουσιάσουν. Το «Αντισταθείτε» δεν είναι το «Εάν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Ο Κατσαρός αποπειράται να γράψει τους Θούριους της εποχής του, πέρα και πάνω από την εποχή του. Άλλοτε το επιτυγχάνει άλλοτε όχι, όμως αποπειράται. Εκείνο που διέλαθε της τέχνης μάλλον, παρά της ζωής του, του Κατσαρού είναι ότι δεν αρκεί να είναι κανείς μόνο κομιστής νέων ιδεών ή ξενιστής παλαιών επαναστατικών τάσεων, επιβάλλεται να δημιουργήσει και μια νέα μυθολογία.
   Ο «νεόγλωττος» ποιητής όπως ο ίδιος γράφει «Διασκοπεί» μάλλον με την σαρκαστική του σαλότητα τον κόσμο, παρά «Μυθολογεί» για αυτόν για να θυμηθούμε και τον Θείο Πλάτωνα. Ο «Εν πλήρη συγχύσει αθώος» ενώ θα λέγαμε ότι «συμπλήρωσε» μάλλον τους όποιους ποιητικούς οραματικούς στόχους των ποιητών της Α΄ μεταπολεμικής γενιάς στην οποία και ο ίδιος ανήκει, με το «Κατά Σαδδουκαίων» κ.λ.π., απεμπόλησε κατόπιν τον «καθοδηγητικό» ρόλο στον χώρο της ποίησης και μετατράπηκε σε έναν αχθοφόρο εκρηκτικών ιδεών και ακατέργαστων νοημάτων.
(Τον ρόλο αυτόν τον έπαιξε αργότερα ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης με την συλλογή του «Άξιον Εστί»).
Και ενώ ο ίδιος, παρέμεινε ένας μοναχικός επαναστάτης και μοιραίος αναρχικός, η ποίησή του, εξακολούθησε να γεωργεί από ένα καφκικό και χαώδη κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κόσμος μας δεν εξακολούθησε να παραμένει έτσι. Αντίθετα από τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που ενώ αποδέχθηκε την ήττα της γενιάς του και της παράταξής του, συνέχισε να αγωνίζεται μέσα από άλλες ποιητικές πρακτικές. Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας πάλι, κατέφυγε σε έναν μάλλον ακανθώδη μεταφυσικό «ρεαλισμό» πράγμα που έκανε την ποίησή του δυσκολονόητη και άρρυθμη, μια που η ανάγνωσή της θέτει περισσότερα ερωτήματα από όσα ίδια επεδίωκε να λύσει. Ο μετασεφερικός επίσης ποιητής Τάκης Σινόπουλος, δόθηκε στην εφιαλτική μοναξιά και παραδόθηκε στο υπαρξιακό του χάος, πέρα από τις αναλαμπές της προσωπικής του πορείας, ασφαλώς και πέρα από το κριτικό και δοκιμιακό του έργο. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, εξακολουθεί να δημιουργεί ακόμα, επαναλαμβάνοντας τους γλυκόγλωσσους «νευρωτικούς» του παραλογισμούς θανάτου. Τέλος, για να περιοριστώ σε έναν ακόμα ποιητής της γενιάς του, η ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου συγγενεύει ως προς την σαρκαστική και επαναστατική του διάθεση με αυτή του Μιχάλη Κατσαρού. Ο Άρης Αλεξάνδρου όμως είναι πιο λυρικός, πιο ρυθμικός, πιο άμεσος και απόφυγε τα επικίνδυνα γλωσσικά παιχνίδια και του πειραματισμούς του Κατσαρού. Ο Αλεξάνδρου διατήρησε την επαναστατική του αναρχικότητα και χωρίς να αποδεσμευτεί από τους ποιητικούς κανόνες, ιχνογράφησε έναν πιο άμεσο και οικείο περισσότερο προσωπικό όραμα.
     Ο Κατσαρός μέχρι το τέλος της ζωής του, εξακολούθησε να παλεύει με τις σκοτεινές δυνάμεις της κοινωνίας όπως οι Λαπίθες με τους Κενταύρους καθώς και τον μικρό δαίμονα του μυαλού του που τον «δυνάστευε». Και ίσως να μην είναι παράτολμο και άκαιρο αν γράφαμε ότι, ο ατομικός διαλυτικός του σκεπτικισμός να συγγενεύει με αυτόν του Κώστα Καρυωτάκη, μόνο που σε εκείνον ήταν ανοιχτός προς την ζωή, ενώ στον Καρυωτάκη ήταν κλειστός από ένα σημείο και πέρα.
      Αυτή η παρ’ ολίγον «οριακή προσωπικότητα» κατανόησε περισσότερο κατά την δεύτερη ποιητική του περίοδο, ότι η γλώσσα όχι μόνο εξελίσσεται και μαγνητίζει όποιον την χρησιμοποιεί αλλά, ταυτόχρονα μεταφέρει μέσα της έναν συμβατισμό και μια άκαιρη πολλές φορές σχηματικότητα. Έτσι χρειάζεται να θραύσουμε την φόρμα της συνειδητά, για να εκτιναχθούν οι όποιες εσωτερικές φωνές, να ξεπηδήσουν οι εύηχοι ήχοι, να βρουν διέξοδο οι πάμπολλες ευαισθησίες των λεκτικών σημάτων, να κρυσταλλωθούν οι ενδόμυχοι κώδικές της, να αποκαλυφθούν οι έννοιές της πέρα από τις όποιες παραπεμπτικές της αναφορές, να λειανθεί ο λεκτικός χαρακτήρας και τρόπος της γλώσσας. Και ακόμα, να ολοκληρωθούν οι συνειρμικές προτάσεις, να ερευνηθούν οι περιγραφικές νύξεις, να πάψει τέλος το κατά όποια πολιτιστική συνθήκη αλφάβητο να καταδυναστεύει την απόπειρα γραφής.
     Γιατί, αν «Εν αρχή ην ο Λόγος…» τότε «το Πνεύμα (μέσο της γλώσσας) αποκαλύπτει καθ’ όσον εστί τη ανθρωπίνη φύσει ληπτόν τοις παρασκευακόσιν εαυτοίς επιτηδείως δ’ έξεσθαι την εκ της θεογνωσίας αυγήν» όπως γράφει ο Μέγας Φώτιος. Για να μετατραπεί όμως η γλώσσα σε Πνεύμα, δηλαδή σε συλλογική μνήμη, χρειάζεται ο Μύθος. Η κοινή λεκτική παραμυθία, αυτή που θα συνενώσει τις σκόρπιες δυνατότητες της σκέψης, τους αντίρροπους συλλογισμούς, και θα οδηγήσει την ποίηση από την ανάγκη στην ελευθερία, έτσι ώστε ο εκφερόμενος ποιητικός λόγος να είναι μάλλον μια ενέργεια παρά μια κατάσταση. Κάτι που ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός δεν κατανόησε. Γιαυτό και ένας υφέρπων λαπαλισμός στο έργο του καθηλώνει την ποιητική του πνοή. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο ποιητής συνέχισε να απιστεί στους γλωσσικούς κανόνες τόσο, να στρεβλώνει με επιμέλεια τις λέξεις, να συνθλίβει με βία την φράση στο όνομα μιας επιτηδευμένης μάλλον απογοήτευσης, να προχωρεί «στην περιφρόνηση του ίδιου του υλικού της γλώσσας», όπως εύστοχα σημειώνει ο δημοσιογράφος και κριτικός Παντελής Μπουκάλας. Ούτε να αποσυναρμολογεί με πείσμα την συντακτική της δομή, και να κάνει τις λέξεις να μοιάζουν με λαμπερά ξεφτίδια μιας ποιητικής τουαλέτας. Τέτοιου είδους πειραματισμούς εύστοχους ή μη τους επεχείρησαν και οι Φουτουριστές,-αν μελετήσει κανείς το Μανιφέστο του Φίλιππο-Τομάζο Μαρινέτι θα κατανοήσει τους πειραματισμούς του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού-και οι Υπερρεαλιστές επίσης πειραματίστηκαν καθώς και όσοι μεταγενέστερα χρησιμοποίησαν την Αυτόματη γραφή. Από την άλλη μεταγενέστερα, η λεγόμενη γενιά των Μπητ και οι Ψυχεδελικοί αντιμετώπισαν άλλου είδους προβλήματα όσον αφορά την ποιητική χρήση της γλώσσας και τους τρόπους χρησιμοποιήσεώς της, και προς τα πού έπρεπε να την κατευθύνουν. Το πρόβλημα όμως κατά την γνώμη μου βρίσκεται αλλού, όλοι αυτοί οι θεμιτοί πειραματισμοί και τα γλωσσικά παιχνίδια, μπορούν να προσφέρουν κάτι στον όποιο αναγνώστη ενός ποιητικού έργου, από την στιγμή που θα ενταχθούν σε έναν μυθοποιητικό σχηματισμό, θα αποκτήσουν μια οραματική προοπτική.
Ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής, ο Έζρα Πάουντ-που ταλαιπωρήθηκε στην προσωπική του ζωή εξαιτίας της συμπάθειάς του προς το δικτατορικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι-εξακολουθεί να μας υποδεικνύει το τι θα πρέπει να αποφύγουμε στην οικοδόμηση ενός γλωσσικού βαβελικού πύργου, και δυστυχώς παρ’ ότι ο Μιχάλης Κατσαρός γνώριζε και μιμήθηκε τον Έζρα Πάουντ, σαν υπνωτισμένος επανέλαβε το αδιέξοδό του.
Γιατί ασφαλώς με τα:
«Ταραελπίζω ποθόπλαχτε αφέτη
Ταραμπουρδούμπαλα κύρι Ίβο».
και αμέτρητους τέτοιους στίχους που είναι γεμάτο το έργο του ποιητή, ασφαλώς δεν κάνουμε ποίηση, ούτε οικοδομούμε ένα οποιοδήποτε ποιητικό όραμα. Άλλο διάλυση της φόρμας και του γλωσσικού ιστού και άλλο κακόηχο ξεκατίνιασμα των λέξεων. Ο λόγος και πάλι στον Παντελή Μπουκάλα που ορθά γράφει: «Η πρόσκλησή του πλέον είναι αυτή ακριβώς, να εκτίθεται μέσα στην οδύνη της αδυναμίας του να αρθρώσει πλήρη Οραματικό λόγο και να παρηγορήσει με αυτόν τον τρόπο τους άλλους και τον εαυτό του. Οι στίχοι του βρίθουν ανανταπόδοτοι και εκκρεμούν ανολοκλήρωτοι…».
   Ακόμα και ένας οριακός λόγος, ένας λόγος που προσπαθεί να αποδεσμευτεί από αυτόν τον αμείλικτο «δαίμονα» το μυαλό μας, ένας λόγος που φιλοδοξεί να απελευθερωθεί από τα ασφυκτικά δεσμά της παραδεδεγμένης και πατροπαράδοτης γλωσσικής φόρμας, που ρέπει προς την αμφίβολη έστω δημιουργική αστάθεια, οφείλει να είναι ένας λόγος απτός και οικείος, να έχει ένα επικοινωνιακής ζεστασιάς συναίσθημα πέρα από την χαώδη πρόθεση του συγγραφέα. Και αυτό συμβαίνει μάλλον, μόνον όταν ο λόγος είναι παραμυθιακός και μυθοποιητικός-μυθοπλαστουργός, ή αν θέλετε ψυχοπλαστουργός, όπως είναι ο λόγος των διαφόρων θρησκευτικών κειμένων, εκκλησιαστικών συγγραφέων ή, της λαϊκής Δημοτικής ποίησης.
      «Πιστεύω στην μυθοποίηση των πραγμάτων, όχι μόνο στον χώρο της Τέχνης, αλλά και γενικότερα όσον αφορά την ψυχολογική επιβίωση ενός ανθρώπου. Δεν βλέπω άλλον τρόπο έξω από έναν αναγκαίο μηχανισμό μυθοποίησης των πραγμάτων. Αν λείψει αυτή η μυθοποίηση στην κοινή μας ζωή, δεν επιβιώνουμε ψυχολογικά…», γράφει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς και μελετητής της εκφοράς της γλώσσας αλλά και, «αποδομητής της» ο ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς. Εδώ έγκειται το «εκούσιο» λάθος του πρίγκιπα συνωμότη όπως αποκαλεί τον ποιητή, ο πεζογράφος και κριτικός Μισέλ Φάις-που αποψίλωσε την ποιητική του γλώσσα από την επαναστατική της δυναμική και την ενέταξε μάλλον σε μια συλλαβιστική συνθηματολογία που μόνο εκείνος κατανοούσε. Ο κρυπτικός του λόγος θυμίζει, κάτω ασφαλώς από μια άλλη προοπτική-τις αλχημικές προθέσεις του Θεσσαλονικιού μυθιστοριογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μόνον που η ποίηση του Πεντζίκη είναι πιο ισχνή σε σχέση με το δαιδαλώδες πεζογραφικό του έργο, και σίγουρα ίσως, δεν έχει κανέναν επαναστατικό οραματισμό. Κάπως αμυδρά σε ορισμένα σημεία του το ποιητικό σώμα του Κατσαρού, από απόψεως γλωσσικών πειραματισμών, θυμίζει την κακοτράχαλη γλώσσα και σε σημεία της επιτηδευμένη, του πεζογράφου και στοχαστή Περικλή Γιαννόπουλου. Μόνο που ο Γιαννόπουλος ήταν περισσότερο πατριδολάτρης και δέσμευσε την ματιά του σε μια ατμόσφαιρα φυσικής ομορφιάς και ενός τοπίου, που δεν υπάρχει πια. Και επίσης, δεν πειραματίστηκε με την γλώσσα, απλά χρησιμοποίησε μάλλον, ορισμένες φορές κακόηχες και αμίλητες λέξεις για να εκφράσει απλά, καθημερινά και αισθητικά νοήματα, χωρίς να καταφύγει σε έναν δυσκίνητο ποιητικά βερμπαλισμό.
      Η ποιητική αυτή επιλογή του Μιχάλη Κατσαρού, ενός αθώου επαναστάτη και ασυμβίβαστου πολιτικά πολίτη και δημιουργού, πρόσφερε την ευκαιρία σε αυτούς που δεν συμφωνούσαν με τον αναρχικό τρόπο ζωής του, να τον αποκλείσουν και ποιητικά. Έτσι λίγα, πολύ λίγα έχουν γραφεί για το σύνολο δημιουργικό του έργο, σε σχέση με τους άλλους ποιητές της γενιάς του. Εξαίρεση από όσο γνωρίζω αποτελεί ο Παντελής Μπουκάλας, ο φιλόλογος και μελετητής Ανδρέας Μπελεζίνης, και μια ομάδα συγγραφέων που έγραψαν περισσότερο για την γνωριμία τους μαζί του στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού που εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης, τις «Τομές» τεύχος 49/1979. Αντιθέτως, είναι περισσότερες οι συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει σε διάφορα έντυπα και εφημερίδες, καθώς και κείμενά του που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Η Απογευματινή».
   Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο κύριος Παναγιώτης Καραβασίλης, ο οποίος υπήρξε όχι μόνο μαθητής του αλλά και φίλος του ποιητή.
 Οι άλλοι μελετητές και ιστορικοί της γενιάς του, από όσο γνωρίζω, ενδεικτικά αναφέρω τους: Παναγιώτη Μαστροδημήτρη καθηγητή Πανεπιστημίου, κριτικό και συγγραφέα μελετημάτων της Ελληνικής λογοτεχνίας, Μιχάλη Μερακλή επίσης καθηγητή Πανεπιστημίου, δοκιμιογράφο, κριτικό και ιστορικό της Ελληνικής λογοτεχνίας, τον Δημήτρη Τσάκωνα, έναν παρεξηγημένο ιστορικό και μελετητή της Ελληνικής λογοτεχνίας με πλούσιο και αξιόλογο συγγραφικό έργο, εξαιτίας της συνεργασίας του με την χούντα των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου,(νομίζω διετέλεσε για ένα διάστημα Υπουργός Πολιτισμού;-όπως και ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου-), ο επίσης ιστορικός της λογοτεχνίας και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου κ.λ.π., ελάχιστα τον αναφέρουν, και οι περισσότεροι εστιάζουν την προσοχή τους στις πρώτες του ποιητικές συλλογές.
     Είναι άραγε δύσκολη περίπτωση ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός για τους αναγνώστες του έργου του και τους μελετητές του;
Αν δεχθούμε βέβαια ότι η επιλογή του κάθε ανθρώπου είναι τελικά και η μόνη κρίση του.
«Όσο και να φανεί παράδοξο οι νεοσσοί της ποίησης του ιδιωτικού οράματος θα μπορούσαν να βρουν στον Μιχάλη Κατσαρό, ελεύθερο κομμουνάριο έναν πρόγονο», γράφει ο Ανδρέας Μπελεζίνης.
     Αλλά ο Μιχάλης Κατσαρός, αυτός ο σαλός της ποίησης, ήταν κάτι πέρα ίσως και από αυτό. Ήταν ο ίδιος μια σαλή ελευθερία αφού κάτω από άλλους ατραπούς και άλλες συνθήκες έκανε στάση ζωής αυτό που δίδαξε ένας άλλος ποιητής, ο μοναχός Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο οποίος γράφει: «Μάθωμεν κτήσασθαι κτήμα τα άπερ συμπαραμένει ημίν».
      Και πράγματι ο Μιχάλης Κατσαρός δεν έζησε μόνο για, αλλά και μόνο από τα όνειρά του.

Ενδεικτική βιβλιογραφία του κειμένου:

-Το σύνολο έργο του Μιχάλη Κατσαρού
-Αφιέρωμα του περιοδικού Τομές, τεύχος 49/1979
-Γιώργος Χειμωνάς, Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ
-Σωκράτης Σκαρτσής, Το Σώμα της Γλώσσας
-Πλάτων, Φαίδρος
-Μάριος Μαρκίδης, Ο εξανθρωπισμός της Γλώσσας
-Φ. Τ. Μαρινέτι, Μανιφέστα του Φουτουρισμού
- Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, και περιοδικό Τομές τεύχος 49/1979, και εφημερίδα Η Αυγή 20/3/1983
-Ανδρέας Μπελεζίνης, Εύσημοι και Άσημοι λόγοι, και περιοδικό Αντί, τεύχος 665/17-7-1998
-Παντελής Μπουκάλας, περιοδικό Ο Πολίτης τεύχος 35/25-4-1997, και εφημερίδα Η Καθημερινή 17/5/1991 και 24/5/1991.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Η Φωνή του Πειραιώς», Δευτέρα 1 Μαρτίου 1999, σελίδα 6-7.
Δεύτερη δημοσίευση, περιοδικό 
«Οδός Πανός», τεύχος 103-104/5,8,1999, 
σελίδες 49-54.
Πειραιάς, Κυριακή, 26 Ιανουαρίου 2014


 Σημείωση:
Τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό τον πρωτοείδα για πρώτη φορά στο τυπογραφείο του Φίλιππου Βλάχου στην οδό Μαυρομιχάλη στην Αθήνα. Σκόπευα τότε, να εκδώσω μια ποιητική συλλογή ως νέος ων, και επισκεπτόμουνα το τυπογραφείο, μιλούσα με αυτόν τον ωραίο άνθρωπο τον Φίλιππο Βλάχο, ο οποίος θυμάμαι με πείραζε γιατί εγώ δεν έπινα σχεδόν καθόλου, και όποτε πήγαινα να αγοράσω βιβλία, είχε εκδώσει τον Κώστα Θεοτόκη και άλλους συγγραφείς, με κερνούσε κρασί, εκεί ένα πρωινό συνάντησα τον Μιχάλη Κατσαρό. Δεν θυμάμαι για να πω την αλήθεια τι είπαμε, θυμάμαι όμως ότι κατά το μεσημέρι φύγαμε μαζί, με τον ποιητή, και πήγαμε σε ένα καφενείο στην πλατεία Κοτζιά, απέναντι στο ταχυδρομείο κοντά στο Δημαρχείο, στην Ομόνοια. Εγώ ψιλομεθυσμένος, να θέλω να φύγω να γυρίσω στο σπίτι με μια τσάντα βιβλία, ο Κατσαρός εύθυμος και πρόσχαρος, αμέθυστος και θυμόσοφος, να επιμένει να κάτσω μαζί του να με κεράσει καφέ. Κάτσαμε περί τις τρεις ώρες, μιλάγαμε για ότι βάζει ο νους του ανθρώπου. Μου έκανε ωραία εντύπωση αυτός ο μεγάλης ηλικίας ποιητής, μάλιστα μέσα μου σκέφτηκα, να ένας ωραίος μουρλός σαν και μένα, έτσι ψηλός και αναμαλλιάρης και μεγάλα μακριά μαύρα μαλλιά όπως ήταν, έμοιαζε με ήρωα της επανάστασης του 1821. Μετά από αυτήν μας την συνάντηση δεν τον ξαναείδα. Πολύ αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένας κοινός φίλος ο μεταφραστής και εκπαιδευτικός Ηλίας Κυζηράκος, μου ξαναμίλησε για τον Κατσαρό. Έκτοτε, διάβαζα τα βιβλία του και τις συνεντεύξεις του. Ο Μιχάλης Κατσαρός συνήθιζε να κατεβαίνει στο λιμάνι του Πειραιά, ένα πρωινό νομίζω, ξανασυναντηθήκαμε στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά, με θυμήθηκε αμέσως, με πήρε από το μπράτσο και πήγαμε και κάτσαμε σε κάποιο καφενείο. Έκτοτε, όποτε κατέβαινε στον Πειραιά, τον συναντούσα και τον άκουγα να παραληρεί και να μου λέει διάφορα πράγματα που από σεβασμό δεν του έλεγα ότι δεν τον καταλάβαινα. Καταλάβαινα όμως, ότι κάτι δεν πάει καλά, όμως τα νιάτα και η δική μου τρέλα με οδηγούσαν σε άλλα μονοπάτια. Διάβαζα όμως κάθε βιβλίο που εξέδιδε. Και όπως συνήθιζα κάποτε να κάνω, «φακέλωνα», δηλαδή μάζευα και αποδελτίωνα ότι έβρισκα που αφορούσε την πνευματική του παρουσία. Πολλά χρόνια αργότερα, θέλησα να γράψω ένα κείμενο για την ποίησή του.
 Έγραψα το κείμενο αυτό, χρησιμοποιώντας δικές του λέξεις, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να ξαναγράψω για το έργο του, και έτσι το αναδημοσίευσα πιστεύοντας ότι η ποίησή του θα μου ξαναμιλήσει και θα μου δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αρχίσω και πάλι μια συνομιλία με το έργο του αν αυτό είναι εφικτό. Η παρουσία του όμως και οι συναντήσεις μας, θα μείνουν χαραγμένες μέσα μου, σαν ένα άτομο που στάθηκε απέναντι στην κοινωνία και τον ταρτουφισμό της, και αυτό, δεν είναι λίγο, ούτε στην εποχή του ούτε στην δική μας εποχή.

Βιβλία του Μιχάλη Κατσαρού:

-Χρονικό του Μορέως, εκδόσεις Μνήμη 1973
-Μεσολόγγι-Οροπέδιο, εκδόσεις Κείμενα 1972
-Κατά Σαδδουκαίων, εκδόσεις Κείμενα 1973
-Ανθολογία Ποιημάτων, εκδόσεις Κάκτος 1979
-Πας-Λάκις Michelet, εκδόσεις Δωδώνη 1973
-Πρόβα και Ωδες, 1975
- 3Μ+3Μ­=6 Μ, εκδόσεις Νεφέλη 1981
-4 Μαζινό, εκδόσεις Θεμέλιο 1982
-Μείον Ωά, εκδόσεις Δωδώνη 1984
-Οι Συλλέκται της Μονόχρα, εκδόσεις Γνώσεις 1991
-Κατά Σαδδουκαίων, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1994
-Αυτοκρατορική πραγματικότητα, εκδόσεις Ίδμων 1995
- 4 Μαζινό, εκδόσεις Ίδμων 1996
- Το κράτος εργοδότης, εκδόσεις Ίδμων 1997
-Σύγγραμμα, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος 1997
-Κορεκτ-Φόβος ποιητή, εκδόσεις Μανδραγόρας 1997
- 9 το 7, εκδόσεις Ίδμων 1997
-Η αποκάλυψη γεννάει ονόματα, εκδόσεις Ίδμων 1998
Και ακόμα,
-Δημήτρης Τσιμιτάκης,
Μιχάλης Κατσαρός, εκδόσεις Ηλέκτρα 2005
-Αφιέρωμα στον ποιητή, περιοδικό Οδός Πανός τεύχος 103-104/5,8,1999
-Αφιέρωμα στον ποιητή, περιοδικό Τομές τεύχος 49/1979
-Αφιέρωμα στον ποιητή, περιοδικό Νέο Επίπεδο τεύχος 31/2, 2000
-Αφιέρωμα στον ποιητή, περιοδικό Διαβάζω τεύχος 493/2,2009
-Αφιέρωμα στον ποιητή, περιοδικό Ομπρέλα τεύχος 57/6,8,2002

Πειραιάς, Κυριακή βραδάκι 26 του Γενάρη του 2014.
Ετοιμάζοντας και μια ενδεικτική βιβλιογραφία για τον ποιητή.             
   

                                            

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΤΑΚΟ

-Ο Προμηθέας, εκδόσεις Διογέννης 1978
-Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη, εκδόσεις Διογέννης 1981
-Ωδή στον Ήλιο, εκδόσεις Διογέννης 1974
-Χορωδία, εκδόσεις Τα τρία Φύλλα 1988
-Δύο άνθρωποι μιλούν για την Ειρήνη, εκδόσεις Πειραίκά Χρονικά 1949
-Τα Ποιήματα, τόμοι α,β,γ,εκδόσεις Τα Τρία Φύλλα 1984
-Σικελικά Ποιήματα, εκδόσεις Ευθύνη 1990
-Η Φιλοσοφία των Λουλουδιών, εκδόσεις Αρτιγκραφ 1990
-Εκκρεμής Δωρεά, εκδόσεις Τα Τρία Φύλλα 1986
-Συνάντηση με την Θάλασσα, εκδόσεις Τα Τρία Φύλλα 1991
-Λόγος για το Μεσολόγγι, εκδόσεις Φιλιππότη 1989
- Η αγωνία και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη
- Οδύνη, εκδόσεις Πόλις 1995
-Ανθολογία για παιδιά και για νέους, εκδόσεις Κέδρος 1985
-Ενώπιος Ενωπίω (1962) εκδόσεις Τα Τρία Φύλλα 1991
ΜΕΛΕΤΕΣ

-Αφιέρωμα στον Ν. Β. , περιοδικό Αιολικά Γράμματα τχ. 115-116/1991
-55 χρόνια ποίηση, περιοδικό Νέα Σύνορα τχ. 78/4,6,1985
-Φώτα και Φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου, έκδοση Τετράδια Ευθύνης 33/1994
-Παναγιώτης Μαστροδημήτρης:επιμέλεια, Μνήμη του ποιητή Ν. Β. 1912-1991, 1993
-Μελέτες για το έργο του, Διάφορες μελέτες, εκδόσεις Διογέννης 1976
Αλεξία Σπηλιωτάκου, Εις φίλον η περιπέτεια μιας συνέντευξης, εκδόσεις Επιλογή 1993
-Αθανάσιος Γκοτοβός,Το μυθικό και ιδεολογικό σύμπαν του Ν. Β., εκδόσεις Φιλιππότης 1990
-Ανδρέας Τσούρας, Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση του Ν. Β., εκδόσεις Σμυρνιωτάκη 1990
-Καλλιόπη Σφαέλλου, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη, εκδόσεις Λιβάνη 1992
-Γεωργία Κακούρη-Χρόνη, Νίκος Καζαντζάκης-Ν. Βρεττάκος, εκδόσεις Φιλιππότης 1994
-Αθανάσιος Γκοτοβός, Για τον Νικηφόρο Βρεττάκο, εκδόσεις Σοκόλη 1996
-Ελένη Σκούρα, Το ταξίδι του Αρχάγγελου, εκδόσεις Φιλιππότης 1996
-Σοφία Μπαρδάνη-Σημαντήρη, Το παιδί στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου, εκδόσεις Αθήνα 1993
-Αγαθή Γεωργιάδου, Ιδανικές Φωνές και αγαπημένες, εκδόσεις Μεταίχμιο 2006

Αναφέρω εδώ μια μικρότατη εργοβιογραφία για τον ποιητή Βρεττάκο, που είχα βρει σε βιβλιοθήκες καθώς έγραψα την βιβλιοκριτκή για την Φιλοσοφία των λουλουδιών. Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, είχε συνδεθεί με τον Πειραιά πολύ στενά. Δεν έμεινε μόνο στην οδό Καραίσκου όπου υπάρχει και η προτομή του, υπήρξε δημοτικός σύμβουλος και προσωπικός φίλος της οικογένειας του γνωστού Πειραιολάτρη Αργύρη Κωστέα. 

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ-ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ

Για τις Σκοτεινές μπαλλάντες


     Ποιητής, δοκιμιογράφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας ο Νάσος Βαγενάς αγωνίζεται με το ποιητικό του έργο και τα θεωρητικά του κείμενα να ξανακαινουργώσει τον κόσμο και τα πράγματα γύρω μας. Να τα επαναμαγεύσει μέσα από την σύγχρονη ποιητική εμπειρία. Να αποκαλύψει, πέρα από την κουραστική μεθοδομανία των κριτικών οιωνοσκόπων και την παραμορφωτική σχολαστικότητα των από καθέδρας κριτικών και μεταμοντέρνων ακολούθων τους, την μυστική σχέση που συνέχει την ποιητική γνώση με το εμπειρικό βίωμα. Την ποιητική αίσθηση με τον ρεαλισμό του βίου.
     Με αφομοιωτική δεινότητα, κριτική δεξιοτεχνία και αποσταγματικό λόγο μας προτείνει με το σύνολο του ποιητικού του έργου τον τρόπο, ή σωστότερα ένα νέο πιο ασφαλή τρόπο με τον οποίο μπορούμε να απαλύνουμε τους ήχους από το άγριο χτύπημα του ποιητικού τυμπάνου(όπως θα έλεγε και ο Άγγλος ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ) μέσα στις άξενες, εχθρικές και αφιλόξενες σύγχρονες κοινωνίες μας.
      Ο ποιητικός του λόγος, χωρίς να αποσβέσει τις φωνές των προγενέστερων δημιουργών του, δίχως να καταψύξει τα ποιητικά του δάνεια, και να εγκιβωτιστεί σε ποιητικά δόγματα  ή να στεγανοποιήσει τις ποιητικές του καταβολές με τρόπο αμετάκλητο, ασφυκτικό και μάλλον «υπεροπτικό», όπως συμβαίνει με ορισμένους πνευματικούς δημιουργούς της γενιάς του, μετατρέπεται με δραστικό τρόπο σε ένα καινούργιο και σύγχρονο ηχείο, μέσω του οποίου όχι μόνο ακούγονται αλλά και επαναπροσδιορίζονται, αποκτούν νέες ποιητικές οσμές, κερδίζουν νέους ρυθμούς οι ποιητικές φωνές των προηγούμενων γενεών. Δεν αποκαθηλώνονται, απεναντίας «επανασυμβολοποιούνται».
    Της γενιάς του 1930, του Σολωμού, του Κάλβου, του Μαρτζώκη, του Καβάφη, υπόγεια του Σαχτούρη, μακρινοί απόηχοι του Σινόπουλου, και ασφαλώς του Καρυωτάκη. Καθώς επίσης και των ξένων ομοτέχνων του-ιδιαίτερα των Άγγλων, που αγάπησε, μελέτησε και μετέφερε στη γλώσσα μας  και μέσα στην ποίησή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητικός του λόγος λυγίζει από την αντιπαράθεση αυτή, ότι νοθεύεται ή αμαυρώνεται η ποιητική του ιδιοπροσωπία. Τουναντίον, μας αποκαλύπτει το οξύ ποιητικό του κριτήριο και την μεταστοιχειωτική του κριτική ικανότητα, που τον βοηθούν να μην αγκυλώνεται η φωνή του σε παραδοσιακές φόρμες μόνο, αλλά και να μην  ακολουθεί άκριτα μεταμοντέρνες ακατανόητες ποιητικές δομές. Οι διάφοροι αντιστικτικοί συνδυασμοί προάγουν την ποιητική αίσθηση και διευρύνουν το ποιητικό νόημα. Η δε έντεχνη ρυθμοποιϊα του χάνει την σκληρότητα της και γίνεται πιο εύπλαστη, πιο ανοιχτή στους διάφορους συσχετισμούς.
    Ο Νάσος Βαγενάς, δεν στρατωνίζει την ποιητική του γλώσσα για να αναδυθεί η νέα μετασεφερική ποιητική γραφή, όπως μάλλον κάνουν αρκετοί της γενιάς του 1970. Η γλώσσα του διαμορφώνεται ποικιλόμορφα χωρίς να χάσει κάτι από την ιδιαιτερότητά της. Διευρύνεται προς μια καθολικότερη ποιητική εμπειρία και αγκαλιάζει ευρύτερα υποστρώματα συγκινησιακών και αισθητικών αναφορών. Χωρίς πλουμίδια, αρκετές φορές επιγραμματική, αλλά με φανερό τον εσωτερικό της ρυθμό και την έντονη μουσικότητά της, με μια λειασμένη στιλπνότητα, χωρίς λεκτικούς ρητορισμούς ή υφολογικούς μελοδραματισμούς, σηκώνει το βάρος της ποιητικής εμπειρίας ευχάριστα.
Σαρκάζει, αυτοσαρκάζεται, σατιρίζει, με μια σταθερή πάντα διάθεση, αλλά ποτέ δεν ασθμαίνει. Ποτέ δεν αδυνατίζει, δεν μένει ανυπόταχτη, δεν παραπλανεί, δεν λοιδορεί τις παραλείψεις. Ο ποιητής δεν θρυμματίζει την ποιητική του φωνή θέλοντας να εκφράσει καλύτερα την διάσπαση του κόσμου σήμερα. Με ισχυρή αίσθηση της οικονομίας του λόγο, με εύληπτο τρόπο, ακρίβεια και ένα πεισιθάνατο ύφος αλλά και ένα εκούσιο κλαυσίγελο κρυσταλλώνει στο έργο του τις γηγενείς αναφορές, τους ξένους απόηχους τους επανασυντάσσει, ρίχνοντας το βάρος στην υφολογική εκφορά, στην γλωσσική καθαρότητα και αρτιμέλεια και εκφραστική λειτουργία. Ισόρροπα και αρμονικά με την δική του φωνή, λαξεύει και καθοδηγεί και τις άλλες φωνές σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα, άξιο θαυμασμού και έρευνας.
     Με την πρωτόθετη αυτή διαδικασία η ποιητική μας παράδοση αποκτά μάλλον μια νέα υφολογική και όχι μόνο ταυτότητα. Λησμονημένες λέξεις της καθημερινής μας ζωής, παλαιές προσωδιακές φόρμες, μουσικά ύφη, φωνές ξεχασμένες, εικονοπλαστική επεξεργασία κ. ά., συγχωνεύονται με τον σύγχρονο λόγο, το μοντέρνο ύφος, τα νέα αισθητικά κριτήρια, με οικείους γλωσσικού κώδικες, την αυτονόητη ελεύθερη ρυθμοποιία του ελεύθερου στίχου. Με τρόπο καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο. Η ποιητική του φωνή, επαναδιαπραγματεύεται, επαναμορφοποιεί τις ποιητικές δομές και συμπληρώνει μεθοδικά τις εκφραστικές ανιχνεύσεις.
     Και στην νέα του ποιητική συλλογή, την όγδοη κατά σειρά, Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα, ο ποιητής Νάσος Βαγενάς, παρουσιάζεται με άκρως ενδιαφέρουσα δεκτικότητα στις λεπτότερες αποχρώσεις της εκφραστικής αγωνίας, έστω και αν την αγωνία αυτή υποσκάπτει η γοητευτική ιδιοτυπία ενός σαρκαστικού ύφους, ενός ειρωνικού σχολιασμού, ενός κατ’ εξακολούθηση αυτοσχολιασμού, και ασφαλώς η εσωτερική συνομιλία με τον Κώστα Καρυωτάκη.
Με τις εύγλωττες επίσης φραστικές του αποσιωπήσεις και τα αποσταγματικά του παιχνιδίσματα-που δεν μετατρέπονται σε ρήσεις-παλινορθώνει ξεχασμένες μάλλον φόρμες, λησμονημένους ποιητές, παλαιούς ρυθμούς, ναρκωμένους μουσικούς τόνους, και τους επανασημασιοδοτεί, με τη γνωστή παρωδιακή του διάθεση, υπονομεύοντας με την ποιητική του αυτή μέθοδο την ερμηνευτική μας δυσπιστία και την παραδοσιακή αναγνωστική προσέγγιση.
     Προσφέροντας νέο προσωδιακό αντίκρισμα στην ποιητική του φωνή, ακόμα και με τις εύηχες ομοιοκατάληκτες παρατονίες του, ανανεώνει το συγκινησιακό περιεχόμενο των στίχων του, τους επαναφορτίζει λειτουργικά με άλλους συντακτικούς ρυθμούς, χρησιμοποιώντας μια διαφορετική μάλλον πρωτότυπη γλωσσική αλληλουχία και αισθητική προσέγγιση. Με τον τρόπο αυτό, ο ποιητικός λόγος αντέχει στην ξηρότητα της εποχής και της ψυχής μας.
Χωρίς να αυτοαναλίσκεται σε αδιέξοδους δρόμους, αναζητώντας άδοξες λύσεις και χωρίς να τον βαραίνει η τόσο έντονη καρυωτακική αυτοτυραννία.
Τα εκφραστικά του πυκνώματα και οι γλωσσικές του διαφυγές, ακόμα και μέσα στην ελλειπτικότητα της φόρμας αρκετών στίχων του, παράγουν μια δυνατή αίσθηση. Η δε εικονοποιητική του τεχνική, δεν έχει μόνο ένα πνευματικό βάθος, αλλά υποβάλλει με τους αλληλοσυσχετισμούς της ένα πνεύμα κάπως πιο γαλήνιο και λιγότερο απαισιόδοξο.
     Η ποιητική αυτή συλλογή, που ορισμένες φορές έχει τον τόνο του προφορικού εξομολογητικού λόγου, σπονδυλώνεται από ένα «ανομοιογενές» συνεκτικό, όμως ποιητοκρατικό, σύστημα ποικίλων ποιοτήτων και εκφραστικών συναφειών, ανεξάρτητα από το αν δεν ακολουθείται πιστά ή αναιρείται η φόρμα τους.
Έχουμε τίτλους ποιημάτων , π.χ. «Μπαλλάντα», «Μαδριγάλι», «Ωδή», «Χάικου» κ.λ.π.
Η αναφορική τους υπόμνηση ως τίτλων ποιημάτων δεν καθηλώνει τον ποιητή απαραίτητα και σε συγκεκριμένες φόρμες ή τεχνικές. Τα δάνεια στοιχεία είναι αρκετά και αιμοδοτούν το συνολικό ποιητικό σώμα, όχι μόνο ως προς τις θεματικές τους ή υφολογικές τους υπομνηματίσεις αλλά και ως προς τις επεξεργασμένες ιδιαιτεροποιήσεις και μεταλλάξεις των καταβολών τους. Ένας ήρεμος αλλά απελπιστικά μελαγχολικός τόνος νοτίζει τα ποιήματα της συλλογής, ακόμα και αυτά που φέρουν τίτλους μουσικούς (π.χ.«Allegro»,«Andante» κ.λ.π.)
      Ίσως να μην ήταν άστοχο αν σημειώναμε ότι στην συλλογή αυτή διακρίνουμε τεμνόμενους κύκλους ποιημάτων, που κρατώντας ο καθένας την διάθεσή του και την ιδιαιτερότητά του, έχοντας διαφορετικούς ηχητικούς χρωματισμούς, άλλη διαπραγμάτευση του θέματος, ή όμορες εικόνες συναισθημάτων, ολοκληρώνουν μέσα από μια ακουστική φαντασία το ποιητικό γίγνεσθαι.
Ο ποιητής συνομιλεί με ομοτέχνους του, γι’ αυτό και απουσιάζει το φυσικό τοπίο. Οι αναδιατάξεις είναι περισσότερο εσωτερικού χώρου, συντελούνται μέσα στο ποίημα παρά στο εξωτερικό του περίγραμμα. Άλλες φορές έχουμε μικρές μνημονικές στιγμές που ξετυλίγουν την συγκινησιακή εμπειρία με τρόπο αποκαλυπτικό και απροσδόκητο. Ο ερωτικός τόνος ορισμένων ποιημάτων, δεν αναιρεί την απαισιοδοξία της μνημονικής καταγραφής. Το ποίημα «Μελέτη θανάτου» παραπέμπει όχι μόνο σε μια συνομιλία του ποιητή με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, αλλά θυμίζει και εκκλησιαστικούς ποιητές με ανάλογες θεματικές πραγματεύσεις.
Όπως το τέλος του:
«από το να ζω μονάχα με τον ήχο
προτιμώ τα εβδομήντα και να βήχω»,
έρχεται συνέχεια από τα βάθη της ιστορίας και ιδιαίτερα από την γνωστή θέση για τον επί γης βίο, την οποία εκφέρει ο Αχιλλέας στην Οδύσσεια (Νέκυα).
     Στις Σκοτεινές μπαλλάντες διακρίνουμε έναν έντονο υπαρξιακό μηδενισμό. Ένα θλιμμένο και αποκαρδιωτικό βλέμμα που θεολογεί παρά μοιρολογεί ποιητικά, και ταυτόχρονα ειρωνεύεται την ίδια του την ποιητική επεξεργασία και προσπάθεια της αγωνίας αυτής (όπως φαίνεται στο ποίημά του «Το πρόβλημα με τη Μούσα»).
Εξόριστος ο ποιητής, γνωρίζει ότι όσους «κρυμμένους άσσους» και αν έχει κανείς στο μανίκι του, η αδιάφορη δίνη τον περιμένει εκεί στην τελευταία παρτίδα με τον χρόνο.
Μουντοί χρωματισμοί, ρομαντική μελαγχολία, χαμηλοί τόνοι, συγκρατημένοι λυγμοί, εωσφορικοί σαρκασμοί, βασιλεύουν στην ποίηση αυτή, καθώς και ένα φως θανάτου που λάμπει εκτυφλωτικά μέσα σε διάφορες μορφές, σχήματα και εικόνες και τις φωτίζει δημιουργικά παρά την αίσθηση που αφήνει η σκιά του. Ούτε η ίδια η ποιητική λειτουργία μπορεί να ακυρώσει το γεγονός της ματαιότητας και της αναμενόμενης ήττας, ή μήπως ο ποιητικός λόγος στέκει υπαινικτικά σιωπηλός υποδηλώνοντας το «Εν αρχή ήταν η αρχή»;
     Η ποίηση στην συλλογή αυτή, σαν τον ουροβόρο όφι ανακυκλώνει το συναίσθημά της. Μια επίσης παγανιστική διάθεση πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα του βιβλίου, και αρκετά σύμβολα του αρχαίου κόσμου διακρίνουμε να περιδιαβαίνουν μέσα του.
Από την συλλογή αυτήν, όπως και από άλλες του καθηγητή πανεπιστημίου και ποιητή Νάσου Βαγενά, απουσιάζει η ορθόδοξη προοπτική του κόσμου, αν και σε ορισμένα ποιήματά του έχει δανειστεί την προσωδία της βυζαντινής υμνογραφίας.
«Του σκότους μίασμα, του χρόνου αγίασμα».
     Ο ποιητής συνομιλεί με τις Μούσες αν και χρησιμοποιεί και εβραϊκά σύμβολα, όπως του Αδάμ και της Εύας, που μάλλον λειτουργούν ως πολιτιστικοί ιδεότυποι για τις ανάγκες της ποιητικής λειτουργίας.
Προσπαθεί να κρύψει το πρόσωπό του μέσα στα πρόσωπα άλλων ομοτέχνων του, και καθώς στιγματίζει τον θάνατό τους, αναρωτιέται και για τον δικό του.
   Δύσκολα ξεχωρίζεις ποιήματα που σε μαγεύουν περισσότερο από τα άλλα, αφού όλα αφήνουν την ίδια αισθητική συγκίνηση. Η παλινδρομική θεματική και υφολογική τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί κρατά όλα τα ποιήματα της συλλογής στο ίδιο επίπεδο συγκίνησης.
     Ποιητικές καταβασίες μάλλον παρά ονειρικά φτερουγίσματα αποτελούν την ποιητική προσφορά του Νάσου Βαγενά. Ποιητικές καταβασίες στα ερέβη της ανθρώπινης ψυχής για να ανασύρουν το μικρό επιδόρπιο της συγκίνησης και της ποιητικής ερωτικής αίσθησης, όχι με την συνοδεία του Κέρβερου, αλλά της «φριχτής τίγρης» που είναι η αγάπη(«Ωδή στην τίγρη»).
     Μια ποίηση, που μάλλον μπορεί να φέρει την ποθητή στροφή στα ποιητικά μας πράγματα και ίσως να επαναδιαπραγματευτεί τις οφειλές της γενιάς της απέναντι στις προηγούμενες ποιητικές γενιές.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Γραφή» τεύχος 53-54/ Φθινόπωρο 2002, σελίδες 117-121.
Πειραιάς, Σάββατο, 25 Ιανουαρίου 2014

Υ. Γ. και για όσους ενδιαφέρονται για την ποίηση και τους ποιητές της γενιάς του 1970 και ιδιαίτερα για την ποίηση του Νάσου Βαγενά, η αυτοτελής εργογραφία του είναι η εξής:
     ΠΟΙΗΣΗ
-Βιογραφία, εκδόσεις Κέδρος 1980
-Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη, εκδόσεις Κέδρος1986
-Η πτώση του Ιπτάμενου, εκδόσεις Στιγμή 1989
-Η πτώση του Ιπτάμενου Β εκδόσεις Παρουσία 1997
- Βάρβαρες Ωδές, εκδόσεις Κέδρος 1992
-Σκοτεινές Μπαλλάντες, εκδόσεις Κέδρος 2001
-Πεδίον Άρεως, εκδόσεις Γνώση 1982
-Τα Γόνατα της Ρωξάνης, εκδόσεις Κέδρος 1987
- Στέφανος, εκδόσεις Κέδρος 2004
- Η συντεχνία (πεζό), εκδόσεις Στιγμή 1987
-Στη νήσο των Μακάρων, εκδόσεις Κέδρος 2010

    ΔΟΚΙΜΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ

-Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, εκδόσεις Στιγμή 1984
-Ποίηση και Πραγματικότητα, εκδόσεις Στιγμή 1985
-Ο Λαβύρινθος της Σιωπής, εκδόσεις Κέδρος 1982
- Η Εσθήτα της Θεάς, εκδόσεις Κέδρος 1988
- Ποίηση και μετάφραση, εκδόσεις Στιγμή 1989/2004
-Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις 2002
- Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδόσεις Πόλις 2013
- Κινούμενος Στόχος-Κριτικά Κείμενα, εκδόσεις Πόλις 2011
- Ο ποιητής και ο χορευτής, εκδόσεις Κέδρος 1979
- Η Ειρωνική γλώσσα, εκδόσεις Στιγμή 1995
-Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδόσεις Κέδρος 1999
- Σολωμικά, Αθήνα 1969
- Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, εκδόσεις Ίνδικτος 2005

    ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

-Σάββας Παύλου,
Βιβλιογραφία Νάσου Βαγενά(1966-2008), Κύπρος 2010
Για τον Βαγενά (Κριτικά Κείμενα), Αίγιον 2001
-Μορφία Μάλλη,
 Μοντερνισμός Μεταμοντερνισμός, εκδόσεις Πόλις 2002
- Θεοδόσης Πυλαρινός: επιμέλεια
  Αφιέρωμα στον Νάσο Βαγενά-μελετήματα, εκδόσεις Τράπεζα Αττικής 2004
-Γρηγόρης Πεντζίκης,
Πάτροκλος Γιατράς, ένας ποιητής-ήρωας, εκδόσεις Σοκόλη 2005    
-Δημήτρης Κοσμόπουλος,
Η πτήση του ιπτάμενου-εισαγωγή στην ποίηση του Ν. Βαγενά, εκδόσεις Ίνδικτος 2007
- περιοδικό Γραφή, τεύχος 53-54/2, 2002.
- περιοδικό Άνευ, τεύχος 26/ Φθινόπωρο 2007.
- περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 130/ 1,3, 2009.

    Αυτά, και η «φριχτή τίγρης» ήρεμη γατούλα στα πόδια της Ρωξάνης καθώς διαβάζει τις Σκοτεινές μπαλλάντες, ένα Σάββατο βράδυ με βροχερό καιρό στον Πειραιά.       
                    

  

ΣΟΛΩΜΟΣ/ Βιβλιογραφία/ Εργογραφία

Σολωμού ενδεικτική Βιβλιογραφία

ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

-ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1235/Χριστούγεννα 1978
-ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1707/1998
-ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΥΘΥΝΗΣ, τόμος 22/1984
-ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τεύχος 44/45/Ιούνιος 1989
-Η ΛΕΞΗ, τεύχος 142/11,12,1997
-Η ΓΡΑΦΗ, τεύχος 38/Καλοκαίρι 1998
-ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, τεύχος 46-47/1998 και τεύχος 36/1993
-ΟΜΠΡΕΛΑ, τεύχος 42/9,11,1998
-ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 213/12-4-1989 και τεύχος 388/1998
 -ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχος 105-106/9,12,1999
-ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχος 138/10,12, 2007
-ΠΟΡΦΥΡΑΣ, τεύχος 95-96/7, 2000
-ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ, τόμος ΚΖ,1-2/2007
-Η ΡΕΜΒΗ, τεύχος 36/1993

Πρόγραμμα. Αμφιθέατρο 57/1999
(Σολωμός Ένα θέαμα με κείμενα του Δ. Σολωμού)

ΕΡΓΑ ΤΟΥ

-Άπαντα Πεζά και Ιταλικά, τόμοι 2. Επιμέλεια Λίνος Πολίτης, εκδόσεις Ίκαρος 1979.
-Η γυναίκα της Ζάκυνθος. Επιμέλεια Λίνος Πολίτης, εκδόσεις Ίκαρος 1986.
-Αλληλογραφία, τόμος 3ος, Επιμέλεια Λίνος Πολίτης, εκδόσεις Ίκαρος 1991.
-Ρίμες εξ απροόπτου. Γιώργος Κεντρωτής-Νίκος Παπαδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον 2004
-Άπαντα Σολωμού, εκδόσεις Α. Μπούρας χ.χ.
-Σολωμού Ανέκδοτα Έργα, Κώστας Καιροφύλας, εκδόσεις Στοχαστής 1927.
-Διονύσιος Σολωμός, επιμέλεια Νίκος Τωμαδάκης, εκδόσεις Αετός τόμος 15/1954(επανέκδοση), Β/Β
-Τα Ιταλικά, Γεώργιος Καλοσγούρος, εκδόσεις Κείμενα 1984.
-Ιταλικά ποιήματα, Κώστας Καιροφύλας, Αθήνα 1954.
-Ποιήματα και Πεζά, Ιάκωβος Πολυλάς, εκδόσεις Εξάντας 32/1990.
-Άπαντα, τόμοι 2, Γεώργιος Παπανικολάου, εκδόσεις Παπαδήμας 1986.
-Η γυναίκα της Ζάκυθος, Ελένη Τσατσάνογλου, εκδόσεις Βικελαία 1991.
-Ποιήματα και Πεζά, Στυλιανός Αλεξίου, εκδόσεις στιγμή 1994.
-΄Υμνος στη Ελευθερία, Ιωάννης Βλαντής, εκδόσεις Πατάκη 1994.
-Οι ωραιότεροι Δεκαπεντασύλλαβοι, Ντίνος Χριστιανόπουλος, εκδόσεις Μπιλλιέτο 1998.
Rime Improvvisate (1822), Γεράσιμος Ζώρας, εκδόσεις Ίδρυμα Ουράνη 2000.
-Στοχασμοί, Massimo Peri-Στυλιανός Αλεξίου-Κώστας Ανδρουλιδάκης, εκδόσεις στιγμή 1999.
-Απαντα, Σολωμού, Νίκος Τωμαδάκης, εκδόσεις Γρηγόρης χ.χ.
-Αναγνώσεις Σολωμικών Κειμένων, Βρασίδας Καραλής, εκδόσεις Ιδεόγραμμα 2002.
-Σολωμός Προλεγόμενα. Στάη-Πολυλά-Ζαμπέλιου, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2004.
-Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού, Γ. Κεχαγιόγλου, εκδόσεις Πανεπιστήμιο Κρήτης 1999.
-Συλλογή των Γνωστών Ποιημάτων του Διον. Κομ. Σολωμού, έκδοσης δεύτερη, Ζάκυνθος 2002.
-Ημερολόγιο-Δ. Σολωμός, Άστραψε Φως, επιμέλεια Νίκος Παρίσης, εκδόσεις Μεταίχμιο 2004.
-Έργα ποιήματα και Πεζά, Δημήτρης Δημηρούλης, εκδόσεις Μεταίχμιο 2007.
-Ο Ύμνος στην Ελευθερία και οι ξενόγλωσσες μεταφράσεις του, επιμέλεια Κατερίνα Τικτοπούλου, έκδοση, Θεσσαλονίκη 1999.
-Ποιητών Αναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, επιμέλεια Διονύσης Σέρρας, εκδόσεις Μπαστιάς-Πλέσσας 1998.
-Διονύσιος Σολωμός. Βιογραφία και Έργα, τόμοι 3, Διάφοροι, Αθήνα χ.χ.
-Ανθολόγιο θεμάτων της Σολωμικής ποίησης. Επιμέλεια Ερατοσθένης Καψωμένος, έκδοση Βουλή των Ελλήνων 1998

ΒΙΒΛΙΑ

-Γύρω στον Σολωμό, Παλαμάς-Ψυχάρης, εκδόσεις Εστία Βιβλίου 1960.
-Σολωμός. Στάης-Πολυλάς-Ζαμπέλιος, εκδόσεις ΕΛΙΑ 1980
- Ο Εθνικός Ύμνος, Αλέκος Παπαγεωργίου-Ειρήνη Βασιλειάδου, εκδόσεις Λούντζη χ.χ.
-Ο Σολωμός Σήμερα, Μπελεζίνης/ Μιχαήλ/ Στάμης/ Τερζάκης/ Σκαρτσής, εκδόσεις Αχαϊκές Εκδόσεις 1992.
-Πρακτικά 10ου  Συμποσίου Πόίησης. Σ. Σολωμός εκδόσεις Αχαϊκές Εκδόσεις 1992.
-Εισηγήσεις για τον Διονύσιο Σολωμό, Διάφοροι. Εκδόσεις Περίπλους 1997.
-Λεξικό Σολωμού, (Πίνακας Λέξεων…) ,Διάφοροι, εκδόσεις Ιωάννινα 1983.
-Διονύσιος Σολωμός. Επιστημονικό Συμπόσιο. Εκδόσεις Σχολή Μωραίτη 1999.
-Δ. Σολωμός. 200 χρόνια από την γέννησή του. Εταιρεία Λευκαδικών Σπουδών 2000.
-Διονύσιος Σολωμός. Διάφοροι. Έκδοση Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων 1998.

ΜΕΛΕΤΕΣ

-Louis Coutelle,
Πλαισιώνοντας τον Σολωμό 1965-1989, Νεφέλη 4/1990.
-Γιώργος Θέμελης,
Ο Σολωμός ανάμεσά μας. Κωνσταντινίδης χ.χ.
-Γιάννης Δάλλας,
Σκαπτική Ύλη-Από τα Σολωμικά Μεταλλεία. Άγρα 2002.
-Δημήτρης Δημηρούλης,
Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», Μεταίχμιο 2004.
-Άλκης Θρύλος,
Σολωμός. Εστία 1924.
-Ελένη Τσατσάνογλου,
Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση, Ερμής 1982.
-Αγγελική Πανωφοροπούλου,
Η Βεργιλιανή ανταύγεια στην ποίηση του Σολωμού, Μνημοσύνη 1989.
-Βαρβάρα Μεταλληνού,
Ληξουριώτικα χειρόγραφα, άγνωστη πηγή του Δ. Σολωμού, Δόμος 1986.
-Αντιγόνη Χόρτη-Βλάχου,
Η γυναίκα στο έργο του Διονυσίου Σολωμού, Αθήνα 1998.
-Ευτυχία Καλλιτεράκη,
Δ. Σολωμός, Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, Γαβριηλίδης 2005.
-Εμμανουήλ Χατζηγιακουμής,
Νεοελληνικαί πηγαί στο έργο του Δ. Σολωμού, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1968.
-Εμμανουήλ Χατζηγιακουμής,
Σύγχρονα Σολωμικά προβλήματα, Αθήνα 1969
-Ντίνος Χριστιανόπουλος,
Μελέτες για τον Σολωμό, Ραγιάς-Θεσσαλονίκη 2001.
-Ανδρέας Αγγελάκης,
Ποιήματα χαρισμένα στον ποιητή Κ. Δ. Σολωμό, 1971.
-Δημήτρης Αγγελάτος,
Ήχος λεπτός… η τύχη του Σολωμικού έργου, Πατάκης 2000.
-Ε. Γ. Ασλανίδης,
Η γυναίκα της Ζάκυθος και η ποιητική διαφωνία, Ίκαρος 2000.
-Βαγγέλης Αθανασόπουλος,
Φως, Σώμα, Δ. Σολωμός, 1985.
-Στυλιανός Αλεξίου,
Σολωμικά, στιγμή 1994
-Στυλιανός Αλεξίου,
Σολωμιστές και Σολωμός, στιγμή 1997
-Γιώργος Ανδρειωμένος,
Λογοτεχνικά περιοδικά της Αριστεράς και Δ. Σολωμός, Συλλογές 1998.
-Γιώργος Γ. Αλισανδράτος,
Σολωμικά Μελετήματα, Πορεία 2005.
-Στέλιος Γεράνης,
Διάλογος με τον Διον. Σολωμό, Θερμοπύλες-Πειραιάς 1978.
-Ευριπίδης Γαραντούδης,
Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, Καστανιώτης 2001.
-Χρίστος Γιαννουλόπουλος,
Ο φυσιολάτρης ποιητής, Αθήνα 1958.
-Άγγελος Βογάσαρης,
Σολωμός και Λευτεριά, Δωδώνη 1972.
-Βασίλη Βλαβιανού,
Διονύσιος Σολωμός,(ανάτυπο) Νέα Υόρκη 1957.
-Γιώργος Βελουδής,
Α) Ρομαντική Ποίηση και Ποιητική-Δ. Σ., Γνώση 1989
Β) Στοχασμοί Διονυσίου Σολωμού, Περίπλους 1997.
Γ) Κριτικά στον Σολωμό, Δωδώνη 2000.
Δ) Ο Σολωμός των Ελλήνων, Πατάκη 2004.
Ε) Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, Πατάκη 2006.
-Νάσος Βαγενάς,
Σολωμικά, Αθήνα 1969.
-Κώστας Βάρναλης,
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Κέδρος 2000.
-Γιάννης Ζαρογιάννης,
Η πρώιμη ποίηση του Βάρναλη και ο Σολωμός, Λωτός 1997.
-Ζήσιμος Λορεντζάτος,
Ο διάλογος του Σολωμού, Ίκαρος 1970.
-Δημήτρης Λιαντίνης,
Χάσμα σεισμού ο φιλοσοφικός Σολωμός, Αθήνα 1979.
-Γιάννης Νικολόπουλος,
Α) Ο Διονύσιος Σολωμός, Νέοι Καιροί 1986
Β) Ο Εθνικός μας ποιητής-οι Δίκες του Σολωμού, Νέοι Καιροί 1991.
-Ηρακλής Ρεράκης,
Θρησκευτικά και Πολιτισμικά πρότυπα.., Γρηγόρης 1997.
-Στέλιος Ράμφος,
Γενάρχες Πεπρωμένων, Αρμός 2007.
-Στέφανος Ροζάνης,
Α) Σολωμικά, Ίνδικτος 2000.
Β) Η αισθητική του αποσπάσματος, Ι. Χ. Γουλανδρή 1985.
Γ) Ιστορική αίσθηση και πράξη στο έργο του Σολωμού, Ύψιλον 1988.
Δ) Σπουδές στον Σολωμό, ΕΛΙΑ 1982.
Ε) Το Δαιμονιακό ΄Υψιστο, Ευθύνη 1976.
ΣΤ) Το Εξόριστο Όνειρο, Ύψιλον 1993.
-Κωστής Παλαμάς,
Διονύσιος Σολωμός, Ερμής 1970.
-Ιωάννης Παυλάκης,
Ο φυσιολάτρης Σολωμός, Πειραιάς 1972.
-Τάκης Παπατσώνης,
Εθνεγερσία, Σολωμός-Κάλβος, Ίκαρος 1970.
-Κ. Α. Πετρονικολού,
Ο Εθνικός Ύμνος των Ελλήνων, Αθήνα 1977.
-Λίνος Πολίτης,
Ο Σολωμός στα γράμματά του, Εστία 1956;
-Λίνος Πολίτης,
Γύρω στον Σολωμό, Μ.Ι.Ε.Τ. 1985.
-Χρήστος Παπάζογλου,
Μυστικά θέματα και σύμβολα του Δ. Σ. , Κέδρος 1995.
-Περικλής Παγκράτης,
Η γυναίκα της Ζάκυθος, Έψιλον 1998.
-Παντελής Β. Πάσχος,
Ο Σολωμός, μέσα στο φως της Ορθοδοξίας, Αρμός 1999.
-Δημήτρης Μαρωνίτης,
Οι Εποχές του Κρητικού, Λέσχη 1975.
-Δημήτρης Μαρωνίτης,
Διονύσιος Σολωμός-μελετήματα, Πατάκη 2007.
-Κώστα Μερεντίνου,
Ο Σολωμός ως Σατυρικός ποιητής, Αθήνα 1982.
-Πήτερ Μάκριτζ,
Διονύσιος Σολωμός, Καστανιώτης 1995.
-Οκτάβιος Μερλιέ,
Σολωμός και Ωριγένης, Αθήνα 1990(στα Γαλλικά)
-Οκτάβιος Μερλιέ,
Έκθεση Σολωμού, Αθήνα 1957.
-Χαρίλαος Μηχιώτης,
Δ. Σ. Ο Εθνικός ποιητής, Κασταλία χ.χ.
-Ερωτόκριτου Μωραίτη,
Σολωμός-Ταυτότητα και Ποιητική, Απόστροφος 2000.
-Σίμος Μένανδρος,
Δύο Ζακυνθηνοί ποιητές, Σολωμός-Κάλβος, Αθήνα 1910.
-Π. Λ. Μιχελής,
Ο Σολωμός, ο ποιητής του Έθνους, Πολυτεχνείο 1957.
-πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός,
Οι αδελφοί Ιακωβάτοι ως συλλογείς Δημοτικών Τραγουδιών χάριν του Διονυσίου Σολωμού, Αθήνα 1971
-Κώστας Καιροφύλας,
Ό άγνωστος Σολωμός, Στοχαστής 1927.
-Πάνος Καραβίας,
Ο Σολωμός και η αναγωγή στο ουράνιο, Εστία 1977.
-Εμμανουήλ Κριαράς,
Διονύσιος Σολωμός, Εστία χ.χ.
-Σπύρος Καββαδίας,
Η λαίκή ζωή και γλώσσα στο έργο του Σ. Περίπλους 1988.
-Ντίνος Κονόμος,
Ο Νικόλαος Μάντζαρος κι ο Εθνικός μας Ύμνος, Καμπάνης 1958.
-Δημήτριος Χρ. Καπαδόχου,
Ο Σολωμός δέσμιος του Νομικού καθεστώτος της εποχής του, Τυπωθήτω 2005.
-Αντώνη Κόμη,
Μια παράτολμη ερμηνεία του «Πόρφυρα’, Μαυρίδης 1951
-Γιώργος Κεντρωτής: επιμέλεια
Γρικώντας την άπλαστη αρμονία των ουρανών, Ύψιλον 2003
- Σωκράτης Καψάσκης,
Α)Η Ιδεολογική και Πολιτική διαμόρφωση του Σ. Κέδρος 1991.
Β) Διονύσιος Σολωμός, στοιχεία βιογραφίας, Τυπωθήτω 1998.
Γ) Περιπατητές της Κέρκυρας, Τυπωθήτω 1998.
-Ερατοσθένης Καψωμένος,
Καλή ‘ναι η μαύρη πέτρα σου, Εστία 1992.
-Ερατοσθένης Καψωμένος,
Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Αθήνα 1998.
- Διονύσης Στεργιούλας,
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Δ. Σολωμό, εκδόσεις Οδός Πανός 2004.

Υ. Γ. Η παράθεση αυτών των βιβλίων, δεν είναι ασφαλώς μια σημαντική καταγραφή μελετημάτων και βιβλίων για τον Διονύσιο Σολωμό. Ασφαλώς και υπάρχουν και άλλα μελετήματα και εργασίες σε περιοδικά και το κυριότερο σε εφημερίδες. Απλά, γράφοντας στο μπλόκ μου τα κείμενα για τον Σολωμό, ανέτρεξα σε παλιά διαβάσματα και σημειώσεις και καταλόγους που είχα φυλάξει για τον ποιητή μέσα σε φάκελους με αποκόμματα εφημερίδων. Τα αποκόμματα είναι αρκετά, ίσως μια άλλη φορά τα καταγράψω και αυτά. Εδώ αναφέρω αυτή την σύγχρονη μαγιά για τον ποιητή του Έθνους των Ελλήνων, καθώς ξαναδιαβάζω την εργασία του Κώστα Καιροφύλα και τις θέσεις του Κωστή Παλαμά.
Ίσως αν κάποιος θελήσει να γράψει για τον Εθνικό μας ποιητή, να του φανούν χρήσιμα αυτά τα βιβλιογραφικά στοιχεία, ίσως όχι. Εγώ πάντως τα καταθέτω και ο Σολωμός βοηθός.
Και
Πρώτη Εποχή

Τώρα που η ξάστερη
Νύχτα μονάχους
Μας ηύρε απάνταχα
κ’ εδώ ‘ς τους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
--
Τώρα ‘που ανοίγεται
κάθε καρδιά
‘ς την λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
--
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα,
που πρασινίζουνε
μες ‘ς τους σταυρούς,
όταν μεσάνυχτα
καταβουϊζουν
οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες
πως κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.

Έτσι σιγαλινά για του Σολωμού τα μάγια και τα θαύματα τα βιβλία αυτά.
Υπό χειρός Γιώργου Χ. Μπαλούρδου
Πρώτη γραφή σήμερα, Εν Πειραιεί,  Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014.