Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-30 ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΆ

30 χρόνια μετά-Νίκος Καζαντζάκης


     Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα και στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη, και, τόσο ο ίδιος όσο και το τεράστιο και πολυπρισματικό έργο του, εξακολουθούν να παραμένουν σημείο αναφοράς αλλά και σημείο αντιλεγόμενο μέσα στην νεοελληνική γραμματεία.
   Όμως σίγουρα στις μέρες μας, ελάχιστοι είναι οι τολμηροί και σκεπτόμενοι αναγνώστες εκείνοι που αγαπούν την ελληνική γλώσσα με τους πολύμορφους ιδιωματισμούς της, αγαπούν την ποίηση και την φιλοσοφία, την στοχαστική ενατένιση και τον υπαρξιακό προβληματισμό, που σαν άλλοι σύγχρονοι μύστες ενός κόσμου γεμάτο ερωτήματα και αγωνία που θα σκύψουν πάνω στο έργο του και θα το μελετήσουν με προσοχή.
      Οι περισσότεροι στέκονται στα κάπως πιο εύπεπτα μυθιστορήματά του ή τις αξεπέραστες ταξιδιωτικές του αναμνήσεις. Κανείς ασφαλώς δεν πλησιάζει το μεγάλο του έργο την «Οδύσσεια» και όσοι στέκονται στην «Ασκητική» του μάλλον δεν έχουν την κατάλληλη υποδομή για να κατανοήσουν και αναλύσουν το σκοτεινό αυτό κείμενο. Καλύτερη τύχη έχουν τα θεατρικά του που κατά καιρούς τυχαίνει να παρασταθούν στην σκηνή. Παρότι γράφονται μελέτες για το έργο του, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, μάλλον παραμένει ακόμα ένας άγνωστος, αφού ούτε η τεράστια αλληλογραφία του έχει ακόμα συγκεντρωθεί και εκδοθεί, ούτε ο μεταφραστικός του άθλος έχει συγκεντρωθεί και εξετασθεί, ούτε το πολιτικό του στίγμα έχει ερμηνευτεί, ούτε μια ουσιαστική βιογραφία ή βιβλιογραφία έχει γραφεί για τον άνθρωπο αυτόν που θυσίασε την ζωή του στον βωμό της αναζήτησης της σωτηρίας του ανθρώπου και την συγγραφική τέχνη.
    Άλλους τους απωθεί η κοσμοθεωρία του, άλλους το τεράστιο σε έκταση έργο του, άλλους ο πολύμορφος και αμίλητος πλέον όγκος των λεκτικών του σημάτων, άλλους ο μεταφυσικός του μηδενισμός, άλλους η συνεχής αμάχη με το Θεό, άλλοι ριγούν μπρος στην παλικαρίσια και αγωνιστική στάση του Κρητικού απέναντι στον θάνατο.
     Οφείλουμε μάλλον να κατανοήσουμε αν δεν έχει αυτό πραγματοποιηθεί, ότι ο Καζαντζάκης, ο Άγγελος Σικελιανός αλλά και γιατί όχι και ο Οδυσσέας Ελύτης, οι οποίοι αποτελούν την αγία τριάδα της ελληνικής ποίησης-ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας αλεξανδρινός θεός μιας ελληνιστικής εποχής-δεν μπορεί να συγκριθεί ή να αξιολογηθεί με τα μέτρα και τις αισθητικές αναφορές της παραδοσιακής ερμηνευτικής που επέβαλε η γνωστή και σημαντική γενιά του 1930, η πιο πεπαιδευμένη γενιά μάλλον της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά, ούτε ακόμη περισσότερο να αξιολογηθεί με τις μονολιθικές και αποστεωμένες θέσεις των κατ’ επίφαση κριτικών της αριστεράς, αλλά στην ουσία συντηρητικών γερόντων που παλιμπαιδίζουν ανάμεσα σε μια πούρα κοινωνική ηθική και τα ξεπερασμένα από καιρό πλέον μαρξιστικά τσιτάτα.
      Τον Καζαντζάκη δεν τον ενδιαφέρει μόνο η τέχνη της γραφής-όπως ίσως και τον Λέοντα Τολστόι-ο Καζαντζάκης «χρησιμοποιεί» την Τέχνη,(ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σενάριο, μετάφραση κ.λ.π.,) για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του θεωρίες, τις θρησκευτικές του ιδέες, τον πολιτικό του στοχασμό, τον επαναστατικό για την εποχή του προβληματισμό, τις θέσεις του για την κοινωνία, τον άνθρωπο το σύμπαν.
    Ο Καζαντζάκης εκφράζει με όλη την συγγραφική μεγαλοφροσύνη που τον διακρίνει αλλά και συγκλονιστική του ειλικρίνεια, την αγωνία, τον πόνο, τα υπαρξιακά διλήμματα, την αντιφατικότητα τόσο του ιδίου, όσο και του
ατόμου της εποχής του των αρχών του 20ου αιώνα. Ενός αιώνα που μπήκε θα λέγαμε με τόσες πολεμικές καταστροφές αλλά ταυτόχρονα με τόσες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, και τόσα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, που δεν είδε άλλος αιώνας στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο 20ος  αιώνας, υπήρξε ο αιώνας όχι μόνο των δύο παγκόσμιων πολέμων και των δεκάδων περιφερειακών, αλλά ο αιώνας της αλλαγής του ανθρώπου και του πολιτισμού γενικότερα. Ο ιστορικός άνθρωπος, βγήκε από το σπήλαιο της παλαιάς ιστορίας και οδηγήθηκε στο αβέβαιο μέλλον.
     Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια εποχή που τα πάντα ήταν τόσο μα τόσο ρευστά και αλληλοσυγκρουόμενα. Οι αξίες, οι αρχές, οι κανόνες, το εθιμικό δίκαιο, οι παραδόσεις, οι πολιτικοί θεσμοί, το οικογενειακό δίκαιο, η τέχνη, οι θρησκευτικές σταθερές, οι νόμοι, τόσο της φυσικής, όσο και οι άλλοι της μεταφυσικής αναφοράς που στήριζαν μέχρι τότε έναν ολόκληρο κόσμο, έναν πολιτισμό γενικότερα, γκρεμίζονταν και άλλαζαν δραματικά και ραγδαία. Είτε με ειρηνικά μέσα, είτε με πολεμικά γεγονότα. Το άτομο, έβλεπε ενεό, με ιλιγγιώδη ταχύτητα τις θεωρίες εκείνες που υπερασπίζονταν και πολεμούσε με μανία για αυτές, να καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος, να παρέρχονται σαν μια μαύρη σκιά που η επιστήμη, και ιδιαίτερα η ψυχανάλυση, η τεχνολογία, οι διάφορες ανακαλύψεις, έρχονταν να αποδομήσουν το μέχρι τότε συμπαντικό κοσμοείδωλό του. Ένα κοσμοείδωλο που κατά κύριο λόγο, στηρίζονταν στις Πλατωνικές και Αριστοτελικές θεωρίες περί κόσμου και στην ιουδαιοχριστιανική θρησκευτική μυθολογία και παραμυθία.
    Γιαυτό και η απεγνωσμένη του προσπάθεια να αγκιστρωθεί από κάπου, από κάτι, σαν τον κισσό, για να μην παραπαίει έρμαιος μέσα στην αταξία και το χάος της ζωής και την αμορφία του θανάτου.  Ήταν η εποχή, που ο άνθρωπος ενώ με την αναγέννηση και τον διαφωτισμό άρχισε να μπουσουλάει, τώρα είχε έρθει η ώρα να προβάλλει δειλά αλλά αποφασιστικά από το σκοτεινό σπήλαιο. Ήταν τότε, που έστω και θαμπά στην αρχή, άρχιζε να ψηλαφίζει τα πράγματα και να απαιτεί να κατανοήσει την ουσία τους και όχι τα είδωλά τους. Και η φύση ήταν ένα πεδίο έρευνας και προβληματισμού και όχι ένα ύπουλο σκοπευτήριο εναντίον της ζωής του.
Μια μεταφυσική πέθαινε και μια φυσική μυθολογία γεννιόταν.
      Ο κύριος άξονας της κοσμοθεωρίας του Νίκου Καζαντζάκη, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του, είναι η αγωνιώδης και μανιώδης προσπάθεια ενός συνειδητού και πολύ μορφωμένου ατόμου να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί ηρωικά και υπερήφανα την ανυπαρξία μιας άλλης ισχυρότερης αρχής πέρα και έξω από τον άνθρωπο. Και να σταθεί υπερήφανος καβαλάρης και όχι κορδωμένος γάλος απέναντι στο αιώνιο και άλυτο φαινόμενο του θανάτου.
     Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κατανοεί με τραγικότητα και διχασμένο ψυχικό κόσμο, ότι ο άνθρωπος, το ανθρώπινο ον, είναι ένα τυχαίο και αβέβαιο γεγονός μέσα στην διαρκή ροή της φυσικής εξέλιξης, και, οποιαδήποτε προσπάθεια να βοηθηθεί από έναν άφατο και ανερμήνευτο δημιουργό, είναι μάταιη. Και είναι ακόμα ακριβώς αυτή η αναγκαιότητα και συμπτωματικότητα του τέλους των πάντων, αμετάκλητα και τελεσίδικα που του παρέχει την δυνατότητα να υπερβεί τον υπαρξιακό του φόβο και το σίγουρο του θανάτου, να υπερβεί το κενό που πάνω του με λέξεις και εικόνες, ιστορίες και οράματα τρεμοζυγιάζεται επικίνδυνα. Ένα αμετάκλητο τέλος, που του παρέχει την φιλοσοφική δυνατότητα να αναχθεί πέρα από την όποια αθανασία και να δημιουργήσει.
     Η νοητική και ίσως βιωματική υπέρβαση του αμετάκλητου, του δίνει την δύναμη να αγωνιστεί με ασκητική συνέπεια, και να αντέξει το δύσκολο φορτίο της ζωής.
     Η αυτογνωσία αυτή του κάθε ατόμου, όχι μόνο του συγγραφέα και στοχαστή Νίκου Καζαντζάκη, συντελείται μόνον με την αποδοχή του προσωπικού του θανάτου, που είναι ο απαράβατος όρος της πραγματικής ελευθερίας. Θανάτω θάνατον πατήσας, και σωματικά και νοερά.
Γιατί, μόνον όταν αποδέχεσαι τον θάνατο σε όλη του την σκοτεινή και φωτεινή ταυτόχρονα μεγαλοσύνη, όπως αντίστοιχα και το τυχαίο παιχνίδι της ζωής, μόνο τότε μπορείς να κρατάς σταθερά τα ηνία της ύπαρξής σου και να μεγαλουργήσεις.
Και αυτήν την αποδοχή είναι που ακολούθησε ο Καζαντζάκης σαν στάση ζωής με συνέπεια και αγωνιστικότητα, καθ όλη την διάρκεια του βίου του.
     Ο Κρητικός συγγραφέας, δεν υπήρξε πάντα μηδενιστής, όπως νιχιλιστές δεν υπήρξαν και οι αρχαίοι φυσικοί φιλόσοφοι. Ο Μακρυγιάννης, ή ορισμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς,(θυμίζω μια μικρή πραγματεία του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη ο οποίος αν θυμάμαι καλά αναφέρει ότι: «ο Θεός είναι το μεγάλο τίποτα, το αιώνιο μηδέν που δίνει ζωή») για να περιοριστούμε μόνο στην δική μας παράδοση.
     Το μηδέν το τίποτα, του Νίκου Καζαντζάκη, είναι η ατραπός που οδηγεί στην αιώνια πλήρωση κάθε συνειδητά σκεπτόμενου(θρησκευτικού ή μη) ατόμου, με το παν.
Θα πρόσθετα ακόμα και με τον Θεό, για να θυμηθούμε την ρήση του Μοντερλαίν: «Ο Θεός είναι το τίποτα»
     Αυτή η ιερή μανία-«τρέλα» που βιώνει ο Καζαντζάκης μέσα στο κελί του μυαλού του, και η αίσθηση της απύθμενης ανθρώπινης υπαρξιακής του μοναξιάς, τον κάνει να ανακαλύπτει στο «τίποτα» όχι σαν ένα παραλυτικό χώρο και περιοχή του μηδενός τόσο, και της ανυπαρξίας, αλλά σαν ένα «δυναμικό» εποικοδομητικό χώρο μιας εσωτερικής ελευθερίας, που του παρέχει τα εφόδια να εξουδετερώσει τις διεργασίες της «σχιζοφρενικής»αλλοτρίωσης του, γκρεμίζοντας ένα-ένα τα προσωπεία με τα οποία είναι καλυμμένος ο εσωτερικός του κόσμος.
Γιαυτό και το πολύπλευρο και πολύτομο έργο του δεν αντικατοπτρίζει μόνον την διαφάνεια της ψυχής του, αλλά και οι διαθλάσεις των εσωτερικών του παρορμήσεων μέσα στην τρικυμία της ζωής και της σκέψης του.
     Και, σίγουρα, η γλώσσα του πέρα από τις όποιες δυσκολίες ή άλλες ποιητικές της ατέλειες έχει οντολογικό αντίκρισμα. Αληθεύει δηλαδή με τις αγωνίες και τους αγώνες της ζωής του. Είναι οντολογική, ακόμα και στις ατέλειωτες μεταφορές, εικόνες, συμβολισμούς και περιγραφές της.
Είναι ο πειθαρχημένος λόγος, ενός εν διαρκή αναζήτηση και αμφιβολία συγγραφέα που γίνεται το ανασχετικό φράγμα που προσπαθεί να υψώσει η ανθρώπινη νόηση μπροστά στην απεραντοσύνη του χάους.
     Ολόκληρο το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, είναι μάλλον ο «μονόλογος» ενός φοβερά και ουσιαστικά μορφωμένου ανθρώπου που πασχίζει να κρατηθεί, αλλά ταυτοχρόνως και να ελευθερωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι η διλημματική και συγκλονιστική προσπάθεια ενός πραγματικά μεγάλου ανδρός, ενός τραγικού-με την αρχαιοελληνική έννοια-ατόμου, που πολέμησε την ανάγκη, να υπάρχει οποιασδήποτε μορφής ανάγκη  και εξουσία.
Είναι ο ποιητής, σύντροφος όχι του Ιώβ, με την μάταιη ελπίδα για δικαίωση, αλλά του Προμηθέα, που προσφέρει την ζωή του αντίδωρο στον θάνατο για την σωτηρία του ανθρώπου.
    Τέλος, είναι το άτομο που παλεύει με τις Ερινύες του προσωπικού του δράματος μη καταφέρνοντας πάντα να τις μεταλλάξει σε Ευμενίδες.
     Είναι εκείνος ο Έλληνας και συγγραφέας που από την νεότητά του, αντίκρισε το ζόφο και το σκληρό πρόσωπο του θανάτου, και μετέτρεψε ή προσπάθησε να μετατρέψει την παγερή του αύρα σε δημιουργική αγωνιστική πνοή.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Δαυλός», τεύχος 83/ Νοέμβριος 1988.
Πειραιάς, Σάββατο, 4 Ιανουαρίου 2014

Σημείωση: η μακρόχρονη πνευματική σχέση με τον δάσκαλο Κίμων Φράϊερ, τον μεταφραστή του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και άλλων Ελλήνων δημιουργών στο εξωτερικό, μου έδωσε την δυνατότητα να μάθω πολλά για τον άνθρωπο Καζαντζάκη.
Την δεύτερη γυναίκα του, την Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη την γνώρισα στο σπίτι του Φράίερ, τόσο στην Καλλιδρομίου όσο και το άλλο στον Χολαργό. Ποτέ δεν κατάλαβα πως μια τέτοιας ιδιοσυγκρασίας γυναίκα, έμεινε τόσα χρόνια κοντά στον Καζαντζάκη.
Κάπου ίσως υπάρχει μέσα στην βιβλιοθήκη μου και ένα λεξικό της «Οδύσσειας» που μου είχε χαρίσει ανάμεσα στα άλλα ο Κίμων. Άραγε τι να έγινε αυτή η τεραστίων διαστάσεων και βάρους «Οδύσσεια» που υπήρχε στο σπίτι μπροστά στην είσοδο;
Μάλιστα, για την ιστορία, είχα ρωτήσει τον Κίμωνα και για τις σχέσεις του με τις γυναίκες, και πως αντιμετώπιζε το θέμα των Καβαφιζόντων αντρών. Οι απαντήσεις του ήσαν ειλικρινείς και συγκεκριμένες, τουλάχιστον εμένα δεν μου άφησε αμφιβολία ότι σαν άτομο ο Καζαντζάκης ήταν αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στον στόχο του.
Η φωτογραφία του βρίσκεται πάντα πάνω από το προσκέφαλό μου όπως άλλοι τοποθετούν τις ιερές τους εικόνες.
Καζαντζάκης, Καβάφης, Σικελιανός, Ελύτης μεθ’ ημών
   Και ακόμα, είχα εκφράσει την αντίθεση μου στην γιαγιά των ελληνικών γραμμάτων την Έλλη Αλεξίου, όταν κάπου στην Καλλιθέα την είχα επισκεφτεί, για τις άσκοπες και όχι χρήσιμες δημοσιεύσεις που είχε δώσει σε πρωινή εφημερίδα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 αν θυμάμαι καλά, εναντίον του Καζαντζάκη, αναφερόμενη στην σχέση του με την αδερφή της Γαλάτεια Αλεξίου Καζαντζάκη την συγγραφέα και αγωνίστρια. Θυμάμαι πως της είχε κακοφανεί και δεν την ξανά είδα έκτοτε, όταν ανάμεσα στα άλλα την ρώτησα:
«Μα γιατί κυρία Αλεξίου η συγγραφέας και αδερφή σας Γαλάτεια, αφού είχε αυτές τις απόψεις για τον άντρα της και συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, κράτησε μετά τον χωρισμό τους το επίθετό του και δεν χρησιμοποίησε μόνο το δικό της ή αυτό του νέου της άντρα; Μήπως για συγγραφική υστεροφημία;» Η απάντηση και η αντίδρασή της μόνο για μένα.
        Η εφημερίδα το «Έθνος» προσφέρει εδώ και μερικές εβδομάδες τα μυθιστορηματικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη, άραγε ο κόσμος το όποιο αναγνωστικό κοινό τον διαβάζει ακόμα;

Δεν πιστεύω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος.                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου