Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Ο ΠΑΛΗΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ-Χ. ΛΕΒΑΝΤΑΣ

Ο ΠΑΛΗΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ “ΒΡΥΩΝΗ” ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ...
                                                 
                                                         του συνεργάτη μας κ. Χ.(ήστου) Λ.(εβάντα)
                                  εφημερίδα Η Φωνή του Πειραιώς Τρίτη 20/11/1973 σ. 1

     Νεκρωμένο και εντελώς αγνώριστο προβάλλεται από καιρό τώρα, ένα από τα παλιά και τα πιο “αρχοντικά” πειραϊκά καφενεία. Αυτό που βρίσκεται ψηλά προς το τέρμα της λεωφόρου Σωκράτους, προς την καμπή της οδού Σαχτούρη, που ανήκεν κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια στον Π. Κρανιδιώτη και πού το αποκαλούσαμε καφενείο ο “Βρυώνης” ή “του Βρυώνη”. Στεγαζόταν σ' ένα από τα κλασικώτερα τοπικά οικοδομήματα, με μαρμάρινες προσόψεις και ανάγλυφες μορφές σ' αυτές και ψηλά στη στέγη ένα μεγάλο ρολόϊ.
     Η παρακμή αυτή του ονομαστού πειραϊκού καφενείου άρχισε από τον πόλεμο και την Κατοχή, με την απώλεια του ιδιοκτήτου του, τις μεταλλαγές που επήλθαν στον πληθυσμό της πόλεως και μάλιστα στην περιοχή του, όπου διέμεναν τα πιο αρχοντικά της στοιχεία, τα “μεγαλοαστικά”- διακρινόμενες πειραϊκές οικογένειες, φημιζόμενοι Πειραιείς επιστήμονες κλπ. Διέρρευσε δηλαδή η πελατεία του, στο μεταξύ δε από τους βομβαρδισμούς είχε υποστή και το κτίριο εκτεταμένες φθορές. Κανείς λοιπόν δεν αποτόλμησε να το ανακαινίση και να το συντηρήση. Έτσι τελικά έκλεισε και περιήλθε στον μακαρίτη επιπλοποιό Ζώρζο, ο οποίος και είχε διαρρυθμίσει τη μεγάλη κεντρική αίθουσά του σε διαρκή έκθεση επίπλων. Με την πάροδο  όμως των ετών, έσβησε και κείνος και έκλεισε πια ετούτο οριστικά την πόρτα του.
    Μείναμε για αρκετά σιωπηλοί όταν προχθές, αναπολούντες τα περασμένα, φθάσαμε μέχρι την πόρτα του και επιζητήσαμε να την ανοίξουμε και να ρίξουμε μια ματιά στο εσωτερικό του. Όλα φθαρμένα από τον χρόνο, όλα αγνώριστα, νεκρωμένα, έρημα και καταθλιπτικά. Τίποτα πια δεν θύμιζε την παλιά λαμπρότητά του, την αρχοντιά του σ' επίπλωσι, διάκοσμο σε μαρμάρινα τραπεζάκια, σε μπιλιάρδα και προ πάντος σε θαμώνες.
     Λείπουν τώρα οι παλιές εκείνες “ευπατρίδικες” φιγούρες με το μούσι, το υπογένειο, τ' απαστράπτοντα γιαλιά, τα σκληρά κολλάρα, τους λαιμοδέτες, τις “ρενδικότες” κλπ. Θαμπά ακόμα και τα τζάμια, ασπροχρωματισμένα τα πορτοπαράθυρά του. Και όμως, είχε άλλοτε, καθώς προαναφέραμε -και μας το θυμίζει σ' ένα από τα τελευταία Δελτία Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας, που είναι και ιδρυτής του ο συνάδελφος και φίλος Μάριος Βαϊάνος και εκφάνσεις ζωής, σελίδες που συνδέονταν με τον παλιό πνευματικό Πειραιά.
     Πρόκειται για την περίοδο 1920-1930, που νεώτατος είχε έλθει εδώ από την Αλεξάνδρεια και εκοιμάτο- φιλοξενούμενος από συγγενή του-στο φαρμακείο του Ριζιώτη, στην οδό Ι. Δροσοπούλου-
προς την πλατεία Θεμιστοκλέους, απέναντι από το Δημαρχείο τμήμα. Τότε ο Βαϊάνος είχε γραφή στο Πανεπιστήμιο σαν φοιτητής της Φαρμακευτικής, όμως αργότερα κυριάρχησαν μέσα του οι ροπές προς την ποίηση και τα γράμματα, μεταστάθμευσε στην πρωτεύουσα, όπου εξέδωκε πολύ αργότερα, το 1926 το μηνιάτικο περιοδικό “Νέα Τέχνη”, με το οποίο και προέβαλε πανελλήνια τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη κι άλλους νεώτερους και άξιους λογοτέχνες, εγκαταστήσας και την έδρα του στο τότε υπάρχον μεγάλο υπόγειο καφενείο του ξενοδοχείου “Μπαγκείου” στην πλατεία Ομονοίας και προς την λεωφόρο Αθηνάς, για τη ζωή του οποίου έχουμε
μιλήσει, σ' άλλες ευκαιρίες.
     Κατά την εδώ διαμονή του ο παλιός μας φίλος , είχε συνεργασθή στο περιοδικό “Έσπερος”, του μακαρίτη Ν. Αποστολίδη (1924) και στο λεύκωμα της συντροφιάς της “Σπίθας”, που κατευθυνόταν
κύρια από τον Γρηγόρη Θεοχάρη, τον Νίκο Βλάχο κ. ά. Τότε, λοιπόν, το καφενείο του “Βρυώνη” έβλεπε σχεδόν μετά τα μεσάνυχτα και μερικές εξέχουσες πνευματικές μορφές της εποχής, που συνήθιζαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να κυκλοφορούν μονάχα σαν έπεφτε η νύχτα. Πρώτος και φανατικώτερος σ' αυτή τη συνήθεια ήταν ο αλησμόνητος λόγιος και δημοσιογράφος Χάρης Σταματίου, ο αρχισυντάκτης για μακρά περίοδο του λαμπρού βδομαδιάτικου περιοδικού “Μπουκέττο”, στις σελίδες του οποίου υπάρχουν έξοχα αποθησαυρίσματα από την σπανιώτατη βιβλιοθήκη του. Ο Σταματίου, ο οποίος διέμενε μέχρι του πολέμου του 1940 εδώ, στην οδό Φραγκιαδών κι' είχε μιά μονάκριβη κόρη, την Μπέλλα, που παντρεύθηκε μετά την Κατοχή τον επίσης ποιητή Κλέαρχο Μιμήκο-ήταν χαριτωμένη κι έσβησε απ' ανάμεσά μας νεώτατη- καταγόταν
από τον Έπακτο και συχνά χρησιμοποιούσε στα γραφτά του ποιήματα, χρονογραφήματα στον “Ελεύθερο Τύπο” του Καβαφάκη, στην “Καθημερινή” τη “Σφαίρα” του Πειραιώς -τα ψευδώνυμα Χάρης Επαχτίτης και “Πικουίκ”. Έγραψε καθώς ξέρουν οι παλαιότεροι και ο αδελφός του, πούχε υπηρετήσει και σαν Νομάρχης, ο Σταμ. Σταματίου, υπογράφοντας με τις αρχικές συλλαβές Σταμ-Σταμ., συνηθέστερα ευθυμογραφήματα, ιστορίες του χωριού, που με την ιδιότυπη, τη βλάχικη γλώσσα και τα σκίτσα που σχεδίαζε ο ίδιος είχαν αφήκει εποχή.
     Ο Χάρης Σταματίου, αναπαύονταν, έγραφε και έμενε στο σπίτι του όλη την ημέρα. Σαν βράδιαζε ανέβαινε στην Αθήνα στα γραφεία του “Μπουκέττου” ή των εφημερίδων που εργάζονταν και γύριζε στον Πειραιά, στο καφενείο του “Βρυώνη”, με πυκνή ακολουθία τις περισσότερες φορές
και παρέμενε σ' αυτό συζητώντας συνήθως για πνευματικά θέματα μέχρι τα χαράματα, οπότε και επέστρεφε στο σπίτι του. Μαζί του έφθανε συνηθέστερα ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, ο Γ. Μυλωνογιάννης, ο Αναστάσιος Δρίβας κ.ά.Συχνά προσέρχονταν σ' αυτό κι ο Νίκος Χαντζάρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Ίσαντρος Άρης, ο Μπουφίδης, ο Κώστας Βελμύρας, ο Γιώργος Κοτζιούλας κι' όποιος άλλος θα επιθυμούσε να τον συναντήση είτε για πνευματικά ενδιαφέροντά του-να του δίνη συνεργασίες-είτε να χαρή τη γοητεία των ανεξάντλητων ανεκδοτολογικών εξιστορήσεων το φιλολογικό κουτσομπολιό του.
     Σπανιώτερα περνούσαν από του “Βρυώνη” και ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος, ο Μάριος Βαϊάνος, που τον ξεσήκωνε χτυπώντας τα ρολά του φαρμακείου Ριζιώτη, όπου διέμενε, καθώς περνούσε επιστρέφοντας από τον ηλεκτρικό σταθμό και κατευθυνόμενος ο αλησμόνητος φίλος στου “Βρυώνη”.
     Σύχναζαν επίσης και φωτισμένοι γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί. Ο Γ. Σακαλής, ο Γιάννης Βουλόδημος, ο Δ. Μητάκης, ο Π. Σαραϊντάρης, ο Ευάγγελος Πριμίδης, ο Ντεντιδάκης, ο Ιμπριάλος
κ. ά.
     Αυτές οι εκφάνσεις ζωής έσβησαν όταν επήλθεν ο πόλεμος του 1940 και η Κατοχή και τέλος εγκαταλείφθηκε και έκλεισε το παλιό αυτό καφενείο.


                             Εφημερίδα “Η Φωνή του Πειραιώς” Τρίτη 20/11/1973




     Ο γνωστός Πειραιώτης δημοσιογράφος και συγγραφέας, έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες κείμενα σε Πειραϊκές και Αθηναϊκές εφημερίδες καθώς και περιοδικά, ακόμα δεν έχουν συγκεντρωθεί και επεξεργαστεί για να συμπληρώσουν το συγγραφικό του πορτρέτο.
Έχω γράψει για την ποίησή του, που ανακάλυψα πριν χρόνια στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, το δημοσίευσα στην Φωνή του Πειραιά, και πέρσι, και στο Μπλόκ μου για όποιον ενδιαφέρεται. Διαβάζω τα μυθιστορήματά του και έχω συντάξει ένα προσχέδιο εργασίας για αυτόν, ίσως στο μέλλον το ολοκληρώσω.

Για την αντιγραφή, Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 17/1/2014    
 

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου