Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Τα διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου


          Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι μια ιδιότυπη περίπτωση στα Ελληνικά μας γράμματα. Απλός και αφιλοχρήματος, ασκητικός και εκκλησιαστικός, ταπεινός και εργατικός, γεμάτος αγάπη για τους καθημερινούς ανθρώπους μας δίνει με το διηγηματικό του έργο, κάτι από την γοητεία της ελληνικής φύσης και του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, σημειώνει ο συγγραφέας και ιστορικός της παιδικής λογοτεχνίας Χάρης Σακελλαρίου(1). Δίνοντας ένα προσωπικό τόνο στην αφήγησή του και δημιουργώντας αυτήν την υποβολή στον αναγνώστη φαίνεται να ακολουθεί ένα κύμα νατουραλιστικού πεσιμισμού, διατηρώντας όμως την ουσία και τον τύπο της ορθοδοξίας και προβάλλοντας αξίες που στήριξαν τον Ελληνισμό. Δηλώνει για τον κυρ Αλέξανδρο ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Αντώνης Δελώνης(2). Στα διηγήματά του θα έλεγε κανείς πως όλα ή σχεδόν όλα τα ανθρώπινα τελούνται με μια εσωτερική γαλήνη με μια λύτρωση της απλής χριστιανικής ψυχής, με κάποιο φως που έρχεται ολόισια από την ακτινοβολία του θείου οράματος, επισημαίνει ο συγγραφέας και ιστορικός της παιδικής λογοτεχνίας Δημήτρης Γιάκος(3).
     Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία ιστορικά μυθιστορήματα, τρις νουβέλες, σαράντα μελέτες, μετέφρασε αρκετά λογοτεχνικά έργα ξένων συγγραφέων και περί τα εκατόν ογδόντα διηγήματα.
     Το Διήγημα είναι το νεότερο από όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Τα πρώτα του φανερώματα παρουσιάστηκαν σε δύο προπορευόμενες κοινωνικά χώρες. Την Ιταλία, με τον Βοκκάκιο, και την Αγγλία, με τον Τζέφρυ Τσώτερ. Τα πρώτα αυτά αφηγήματα με τα οποία το διήγημα έκανε την εμφάνισή του ως ανεξάρτητο είδος, είναι δημιούργημα μιας μακρόχρονης εξέλιξης και καλλιέργειας που γνώρισε το διήγημα στα λαϊκά στρώματα…, σημειώνει ανάμεσα στα άλλα ο Γιώργος Βαλέτας(4).
Κατά τον Ίαν Ρηντ(5), η ώθηση του ρομαντισμού ήταν μια από τις κυρίες δυνάμεις που οδήγησαν το διήγημα στην εξέχουσα θέση που κατέχει ακόμα και σήμερα.
     Ο πρώτος ίσως που επεσήμανε την αναγέννηση της ελληνικής διηγηματογραφίας, είναι ο συγγραφέας Γεώργιος Βιζυηνός.
Το διήγημα είναι ένα είδος που αναπτύχθηκε ποικιλοτρόπως εν τη μεγαλοτόκω Ευρωπαϊκή φιλολογία, από τινών δεκαετηρίδων, νομίζω ότι κατά πρώτον εμφανίζεται εις ημάς εδώ δια του πράου και ατόλμου αλλά και τόσον ευγενούς και τόσον γενναίας εμπνεύσεις τρέφοντος Χίου, όστις ονομάζεται Λουκάς Λάρας. Εις τον Βικέλαν επεφυλάσσετο η τιμή να δώση το σύνθημα. Το διήγημα βαδίζει έκτοτε κανονικότερον, οργανικώτερον, ηύρεσιν τον δρόμον του. Γράφει ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς(6). Τον δύσκολο λοιπόν όσο και ολισθηρό δρόμο του διηγηματικού λόγου, επέλεξε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για να μας περιγράψει με τον παραμυθιακό του λόγο το σύμπαν του. Ήταν μια εποχή, που η λογοτεχνία στον Ελληνικό χώρο ασφυκτιούσε μέσα στα πλαίσια μιας ρηχής καθαρεύουσας, και ενός ψυχρού διδακτισμού, που η ζωντανή φράση ξεψυχούσε μέσα στο φέρετρο του Γραμματικού κανόνα, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο στοχαστής και πολιτικός επιστήμων Γεράσιμος Κακλαμάνης(7). Και μιας ρητορικορομαντικής ατμόσφαιρας που αποπνέει το έργο των Σούτσων. Τότε που επικρατούσαν τα μιμητίζοντα τις Ευρωπαϊκές ιδέες και ιδιόρρυθμα διηγήματα του Αλέξανδρου Ραγκαβή, και οι ευτράπελες μυθοπλασίες του Πανταζή… Μέσα λοιπόν σε αυτό το «ξυλόπνευμα» ανδρώθηκε και αναδύθηκε ο Παπαδιαμαντικός διηγηματικός λόγος, έστω και σαν μια συντηρητική δυνατότητα επιβίωσης και στάσης ζωής που προήγαγε την ελληνοπρέπεια, το αντιδυτικό πνεύμα, την φυσιολατρία και το πνεύμα της ορθοδοξίας, έτσι όπως το αντιλαμβάνονταν οι κολλυβάδες.
     Το Παπαδιαμαντικό έργο, είναι για τα ελληνικά μας γράμματα περισσότερο ένα εκκλησιαστικό ηθικό ορόσημο μάλλον, παρά ένα πνευματικό. Ασφαλώς αν συγκριθεί με το δυναμικό και ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πολύπλευρο και ανοικτό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη, ή το ηρωικό πνεύμα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ή ακόμα συσχετιστεί με το τιτάνιο και γεμάτο πνευματικές περιστροφές και φιλοσοφικές αναζητήσεις έργο του πολυμήχανου Νίκου Καζαντζάκη.
     Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας σταθμός στην διηγηματογραφική μας γραμματολογία, όπως αντίστοιχα υπήρξαν ο Διονύσιος Σολωμός και ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίηση. Το έργο του, ζωγραφίζει με λυρικό συναίσθημα την ζωή του μικρού επαρχιακού χώρου του νησιού του και μια χαμένης παραδείσιας ατμόσφαιρας. Εικονογραφεί την παλαιά αγροτική και επαρχιακή νησιώτικη Ελλάδα και τον κόσμο της.
Τα διηγήματά του είναι αξιόλογα γιατί δεν προτείνουν την μάταιη και άσκοπη περισπούδαστη περιπλάνηση και την κατάκοπη έπειτα επιστροφή στην γη των πατέρων του, όπως έπρατταν οι ρομαντικοί συγγραφείς της εποχής του. Όχι ως «τίνες των άρτι πλούτων αγροίκως τοις παρούσιν ημείς επιδεικτιώμεν», όπως θα έλεγε και ο Ευγένιος Βούλγαρης, αλλά ως εκ «πλουτούντων ήδη πενόμενοι…» όπως γράφει ο ίδιος συγγραφέας και εκφράζει ο λόγος του μάλλον τον Παπαδιαμάντη.
Ο Σκιαθίτης αγκυλώνεται με ευλάβεια στην γενέθλια γη της πατρίδας του, αναζητά την αλήθεια της ύπαρξης του μέσα στο στενό κοινωνικό του περίγυρο κοινωνεί μαζί με τις ζωές των ταπεινών και απλών ανθρώπων, σεργιανίζει με τους συφοριασμένους συγχωριανούς του, μεταλαμβάνει με τους «αμαρτωλούς» όχι με διανοουμενίστικη φενάκη αλλά ως οστού εκ των οστών και σαρξ εκ της σαρκός της πατρίδας του και ανθρώπων της. Ακολουθώντας ένα συναξαρικό τρόπο ζωής και έχοντας μια φιλοκαλική αίσθηση και αντιμετώπιση του κόσμου και της ζωής, οι ήρωές του ορισμένες φορές αντιδρούν και συμπεριφέρονται όπως οι ασκητές της παλαιάς Θηβαίδας.
     Είναι ο «πρώτος» ρεαλιστής συγγραφέας και δημιουργεί τα πράγματα στα διηγήματά του, το νησί του την Σκιάθο, από την αρχή, τα πλάθει, τα ποιεί, ακόμα και τον Θεό, γράφει η δοκιμιογράφος Ελένη Θέμελη-Κιτσοπούλου(8). Ο Παπαδιαμάντης δίνει έμφαση στη ρεαλιστική πιστότητα και όχι την ιδεαλιστική ή μυθομορφική ανάπλαση στο έργο του.
«Δεν διαμόρφωσε τις σκέψεις του για να στεγάσει τα επεισόδια της ιστορίας του, αλλά έχοντας εκ των προτέρων επινοήσει τη λειτουργία μιας ορισμένης απλής εντύπωσης επινοεί στη συνέχεια ανάλογα περιστατικά, συνδυάζει στη συνέχεια ανάλογα γεγονότα, και τα επεξεργάζεται με τέτοια διάθεση, ώστε να τον εξυπηρετήσουν απόλυτα για να εδραίωσή την εντύπωση που έχει από πριν συλλάβει και θέλει να εκφράσει», γράφει για την τέχνη του διηγήματος σε δοκίμιό του ο Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας Έντγκαρ Άλλαν Πόε(9).
      Ο λόγος του είναι μεστός και πλήρης ανθρωπιστικών νοημάτων. Επιθυμία του είναι να σπονδυλώσει όχι τόσο την εξωτερική πραγματικότητα, όσο τον στόχο της πραγματικότητας αυτής. Να εκφράσει την πίστη του στην εκκλησιαστική στοχοθεσία του κόσμου, τον οποίο περιγράφει με τόση γλαφυρότητα και πλαστικότητα. Η έμφαση άλλοτε στο εκκλησιαστικό ιδιοσυγκρασιακό του υπέδαφος και άλλοτε στο πρωτογενές στοιχείο μιας παγανιστικής αισθητικής, γίνεται το βασικό μέσο έκφρασής του. Μεταστοιχειώνει το ερέθισμα της απτής πραγματικότητας σε λογοτεχνικές παραστάσεις μεγάλης εκφραστικής πυκνότητας μέσα από μια πολυδύναμη λειτουργία του λυρισμού και μια άκρως παπαδιαμαντική γραφή. Τα έργα του που διακρίνονται για ένα παιδοκεντρισμό δεν ξεχωρίζουν για τις στείρες σχολαστικές ηθικολογίες ή τους ιστορικούς διδακτισμούς που επαυξάνει η μελοδραματική υπερβολή της έκφρασης, όπως συνέβαινε σε παλαιότερη εποχή στην διηγηματογραφία και στην παιδική λογοτεχνία.
Ο συγγραφέας δεν επεδίωξε κάτω από την βιοποριστική ανάγκη μιας δημοσιογραφικής μυθολογίας να διαχύσει επί των παιδικών κεφαλών μεγαλουργά φρονήματα των προγόνων, όπως έπραξε μάλλον ο Λέων Μελάς. Ούτε υιοθέτησε την αγία ασφάλεια των παραδοσιακών ρομαντικών της εποχής του, την αεί ωδίνουσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τοκετώ. Το έργο του κυκλώνεται και πυργώνεται από ένα εκκλησιαστικό πνεύμα καθοδηγούμενο αοράτως από αγγέλους ουρανόθεν ιερουργούντες την παιδική μας αθωότητα.
Μια θεολογική αθλοφόρος ατμόσφαιρα που τείνει ορισμένες φορές προς μια αγνή παιδική ταλαντεύουσα λαϊκή δεισιδαιμονία και αρχαιοελληνική κοινωνική έκφραση και εκδήλωση.
   Ένα κλίμα Παπαδιαμαντικού ηθογραφικού «εμπρεσιονισμού» που μια γαλήνια αίσθηση ζωοποιού φωτός αλώνει και πλαστουργεί τους χαρακτήρες των ηρώων του, αποκαλύπτοντας μας την βαθύτερη ουσία των πράξεών τους, καθορίζει τις εκδηλώσεις τους αλλά και οριοθετεί τον φυσικό χώρο, το εξωτερικό περιβάλλον μέσα στο οποίο οι ήρωές του ανατρέφονται και κινούνται, φανερώνοντας την τραγικότητα της ύπαρξής τους, καθώς διακονούν την μοίρα τους. Είτε εξομολογούμενοι την μονοτονία της δυστυχίας τους μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα ή τα αλλοιωμένα υπαίθρια μέρη, είτε απολαμβάνοντας την ποικιλία της πρόσκαιρης ευτυχίας τους στον υπαίθριο χώρο. Το εκκλησιαστικό του ήθος, ψυχώνεται και αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα του φυσικού και κοινωνικού κύκλου της ζωής.
     Μπροστά μας αρθρώνεται μια ηθογραφική τοιχογραφία και εκφράζεται ένα ελληνικό φρόνημα όπως στα έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου ή του Νικόλαου Γύζη.
Η διαλεκτική συλλειτουργία του καλού με το κακό, η δυναμική της αντίστιξης του φωτεινού μέρους της προσωπικότητας με εκείνου του σκοτεινού, η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ανθρώπινη πτώση-αστοχία, και στην μετάνοια-κάθαρση, ο συμβολισμός του χώρου σαν σκηνικό ή φωτεινό πεδίο των εσωτερικών συγκρούσεων, τα επαναλαμβανόμενα εκφραστικά σχήματα της περιγραφής των χαρακτήρων, ιδιαίτερα το ζεστό και τρυφερό εκφραστικό σχήμα της παιδικής αθωότητας και ομορφιάς, η επιβαλλόμενη ζωτικότητα της υφολογικής οργανικής φόρμας στην αναγκαία αναφορά της παιδικής προβληματικής, τα στοιχεία της αφέλειας, απλοϊκότητας και ορισμένες φορές της υπερβολής, καθώς και οι συνθετικοί διηγηματικοί διέξοδοι, γίνονται τα ευλύγιστα σημαίνοντα που υπηρετούν αποτελεσματικά το νοηματικό περιεχόμενο των παιδικών διηγημάτων και όχι μόνο του κυρ Αλέξανδρου.
    Ο συγγραφέας επιχειρεί αυτή την ηθογραφική ψυχογραφία για να μας υπενθυμίσει την ευγένεια της προσωπικότητας, το κοινοτικό ήθος των προσώπων και την φρονηματική διάθεση του χαρακτήρα των βιογραφούμενων ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι γνωρίζουν ότι η όποια επιλογή τους είναι ταυτόχρονα και η κρίση τους.
Έτσι σχηματικά θα σημειώναμε ότι οι ήρωές του χωρίζονται σε αυτούς που απαρνούνται το οικείο θέλημά τους για να θυσιαστούν για το κοινωνικό καλό, και σε αυτούς που υποκύπτουν σε αυτό, αρνούμενοι την διακονία.
     Η ανάγνωση του ογκώδους διηγηματικού έργου, μας προσφέρει την δυνατότητα να επισημάνουμε μια επαναληπτική μάλλον ταυτότητα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Είτε οι ήρωες αυτοί είναι άντρες, είτε γυναίκες, είτε παιδιά, είτε χήρες και γέροι, η ταυτότητα της προσωπικότητάς τους είναι σχεδόν μάλλον η ίδια. Το ίδιο καλούπι. Τους διακρίνει μια συνειδησιακή ομοιογένεια. Ακόμα και στις οικείες ηδονές ή διακριτικές τους αρετές, έχουν ένα κάπως στατικό συμπτωματικό μοντέλο ιστορικής ερμηνείας, όπως φαίνεται στην περιγραφική μικρογραφική διαπραγμάτευση του θέματος. Έχουν επίσης, μια ευκρινή διαπιστωτική ομοιότητα των συλλογικών τους εθιμικών κοινωνικών συμπεριφορών και μια επαναληπτική αποδεικτικότητα του ενιαίου ήθους τους και του ταυτόσημου των διαφόρων πεποιθήσεων και παράλληλων κοινωνικών εκδηλώσεών τους και εκφράσεών τους. Πέρα ασφαλώς από τις όποιες ιδιαιτερότητες του φύλου τους, της ηλικίας τους και της κοινωνικής ετερογονίας των σκοπών του(5).
   Σχεδόν όλοι οι ήρωές του, διακρίνονται από το ίδιο συνειδησιακό ή ερμηνευτικό status. Με την ίδια ίσως κουραστική έκπληξη-οι ήρωές του ή ακριβέστερα ο πολυπρισματικός ήρωάς του, δεν φορά προσωπείο-αναγνωρίζουμε τα ομότροπα πάθη τους, τις καθαρκτικές αρετές τους και την αργόσυρτη λιτανεία των καημών τους. Σαν ένα ατέλειωτο και με μια αύξουσα επαναλαμβανόμενη προοπτική, λογοτεχνικό Μπολερό. Με την συντηρητική αυτή ιχνογράφηση των συγκεκριμένων ανθρώπων, όπως ακριβώς τα έπλασε μια δεδομένη κοινωνική δομή και κάτω από την ηθογραφική ψυχογραφία της διηγηματικής του τεχνικής, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει το ηθικό φρόνημα, την ταραγμένη συναισθηματική τους πρακτική, την ελεήμονα επιθυμία, την συγχωρητική τους πρόθεση, την μεγαλοπρέπεια της απλότητά τους, τον διλημματικό τους εγωισμό και την προοπτική της μετάνοιάς τους αυτών των απλών ανθρώπων, των αμόλευτων της προαπελθούσας εποχής του, καθώς και την παιδικότητα των προθέσεών τους. Και ακόμα, την ευδιάκριτη αμαρτωλότητά τους, την ολέθρια απεμπόληση των παραδόσεών τους αλλά και την ανθοφορούσα αθωότητά τους και λαγαρή κοινωνική ματιά τους.
   Ήδη, με την απομόνωσή του ο Παπαδιαμάντης έμοιαζε να ζει πέραν του κόσμου τούτου. Αυτό συνδυαζόμενο με τις εκφρασμένες αντιθέσεις του σε κάθε απόπειρα νεωτερισμού και με τις ασκητικές κάποτε εμμονές του στα παραδοσιακά σχήματα, δεν έπειθε για ουσιαστικές συνειδητοποιήσεις του γίγνεσθαι και πολύ περισσότερο για προοδευτικές τοποθετήσεις του, σημειώνει ο κριτικός Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης(10).
       Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ψυχογράφος και ψαλμιστής για να θυμηθούμε και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, που με ευστοχία και απαράμιλλη τεχνική δυνατότητα ψυχογραφεί και ρυθμολογεί την πανύμνειτο και άμωμο φύση και τους ανθρώπους, σύμφωνα με την απύθμενη και κραταιά εκκλησιαστική του συνείδηση.
Μια εκκλησιαστική συνείδηση που λειτουργεί ως ασκητική θεραπευτική της ανθρώπινης ύπαρξης. Ψυχήν σώματος αναγκαιότερον ιάσθαι, έλεγε ο θείος Επίκτητος, και θα συμπλήρωνε ο Γρηγόριος Παλαμάς, επεί δε και ένεστι πολυδύναμον πράγμα η καθ’ ημάς ψυχή, χρήται δε ως οργάνω τω ζην κατ’ αυτήν πεφυκότι σώματι, τισι οργάνοις χρωμένη ενεργεί η δύναμις αυτής αύτη, ην καλούμενη νουν.
     Ο παραμυθιακός του λόγος κατορθώνει να ενορχηστρώσει σε μια συμφωνική σύνθεση ολόκληρο τον πλούτο της διηγηματικής του διάθεσης, της βιωματικής του προσέγγισης και της εκφραστικής τεχνικής του. Οι άνθρωποι του, βρίσκονται σε μια εσωτερική και όχι εξωτερική επιφανειακή σχέση με τον φυσικό χώρο. Συστενάζουν μαζί του όπως αντίστοιχα και αυτός ακολουθεί την εσωτερική τους διάθεση και πορεία. Το φυσικό νησιώτικο περιβάλλον και ειδικότερα η Σκιάθος, είτε ως αυτόνομος χώρος είτε ως περιβάλλον είτε ως σκηνικό δράσης των προσώπων, είτε ως συμπληρωματικός παράγοντας της εσωτερικής εξέλιξης των ηρώων, είναι μια πολυεδρική παρουσία, καθώς πολύ συχνά γίνεται πεδίο προβολής του προσωπικού βιωματικού στοιχείου αλλά και μιας ευρύτερης συλλογικής μνήμης και εμπειρίας. Οι εποχές του χρόνου αντανακλώνται στις περιγραφές του φυσικού τοπίου, σε ένα αριστουργηματικό δέσιμο. Η αποκαλυπτική αναπαράσταση του χώρου, υποδηλώνει και την εξέλιξη του ιστορικού χρόνου. Όχι ως ηρωική εποποιία, αλλά σαν καθημερινή δράση και οικεία ανθρώπινα συμβάντα. Ο φυσικός χώρος στα διηγήματά του, ο χώρος της υπαίθρου, της φουρτουνιασμένης θάλασσας, των ερειπωμένων αρχοντικών, των εγκαταλελειμμένων εκκλησιών, των γερασμένων τοπίων, σαν τα σβηστά κεριά του Κωνσταντίνου Καβάφη, και του υπαινικτικά σιωπηλού μεγάλου ουρανού, δεν αποδίδεται σαν μια αυτόνομη ολότητα και αυτάρεσκη αυτονομία, αλλά σαν ενιαίο σύνολο, ομού με τις άδοξες πράξεις, άκαιρες μικρότητες, αμβλύωπες ενέργειες, έναν υπολανθάνοντα ερωτισμό και την καθημερινή σχεδόν αθόρυβη σταυρική μαρτυρική ιστορία των απλοϊκών ανθρώπων.
     Στον Παπαδιαμάντη δεν υπερέχει ο κεντρικός αφετηριακός μύθος έναντι των καθημερινών γεγονότων των φτωχών και εξαθλιωμένων ανθρώπων της υπαίθρου. Δεν θαυμάζουμε τα κλέη δυνατών ανδρών, ισχυρών όπως στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, ούτε αφουγκραζόμαστε ανδραγαθήματα άκαιρα όπως στον έργο «Βασίλης ο Αρβανίτης», του Στρατή Μυριβήλη.
Δεν μαγευόμαστε από τον διανοητικό στοχασμό των ηρώων του Εμμανουήλ Ροΐδη, ούτε χαμογελάμε ιεροκρυφίως με τις σκανδαλιές του γνωστού ήρωα του Ιωάννη Κονδυλάκη.
Στον Παπαδιαμάντη, τα καθημερινά συμβάντα, οι κατευθύνουσες της παράδοσης επιταγές, οι πατροπαράδοτες οικογενειακές συνήθειες, οι επίπεδες κοινωνικές ερμηνείες των απλών ανθρώπων και οι αφελείς εξηγήσεις τους, συντείνουν στα να σχηματισθεί ο κεντρικός μύθος, και να εμπλουτιστεί το θέμα. Δεν είναι ο διηγηματικός μύθος η αφετηρία για να ξεδιπλωθεί το κουβάρι της διήγησης, αλλά η εσωτερική επιθυμία της ψυχής των προσώπων και η ελεγχόμενη και σταδιακή αυτοενδοσκόπησή τους. Αυτή θα εμπνεύσει στον συγγραφέα την τοιχογράφηση του διηγηματικού ψηφιδωτού. Δεν έχουμε δηλαδή μια επιβολή του καθολικού στο ειδικό και του διαχρονικού στο επίκαιρο, αλλά μάλλον, το αντίθετο. Ο άνθρωπος στον Παπαδιαμάντη, δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κόσμο, σαν ένα ξεχωριστό αποκαθηλωμένο από τον φυσικό κύκλο υποκείμενο, δεν εχθρεύεται τον κόσμο. Δεν γιγαντομαχεί με τις φυσικές Ερινύες, ούτε υψώνει μες τα πεζά του την ορμή και το μεγαλείο του δημοτικού τραγουδιού, όπως σημειώνει στο εισαγωγικό του σημείωμα για τα διηγήματα του Γιάννη Βλαχογιάννης, ο μελετητής Χάρης Σακελλαρίου. Δεν πρυτανεύει στο έργο του η κοινωνική καταγγελία έτσι όπως την βλέπουμε στο έργο του συγγραφέα Κώστα Παρορίτης.
Ο Σκιαθίτης αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν μια προέκταση του ίδιου του εαυτού. Δεν ψηλαφεί τον κόσμο αλλά την αθωότητά του. Δεν σκιαγραφεί τους ανθρώπους αλλά την αιχμαλωτισμένη συνείδησή τους, επισημαίνοντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς εκκλησιαστικής κοινωνικοποίησής τους. Δεν υαλογραφεί ένδοξες εμπειρίες, αλλά την ζώπυρη σχέση των ανθρώπων με την φύση, τον ιερουργό τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνονται, το ταπεινό φρόνημα με το οποίο την πλησιάζουν, την ακτινοσκοπούσα αίσθηση με την οποία την λειτουργούν.
Η διηγηματική αυτή βιωματική σύνθεση μπορεί να διακρίνεται για την σχηματοποίηση των μορφών της και για την επιβολή ενός γενικευμένου αφηγηματικού τύπου σε άπειρες παραλλαγές(ο κριτικός Πέτρος Χάρης(11) έχει αναφερθεί με ακρίβεια στο Παπαδιαμαντικό αυτό πρόβλημα)δεν εκφυλίζεται η σύνθεση μέσα στον ανθρώπινο ιδανισμό, την ιδεοληψία μιας καθαγιασμένης δήθεν παράδοσης ή την συναισθηματική απλοποίηση όπως ίσως συμβαίνει με ορισμένα έργα του πεζογράφου Φώτη Κόντογλου ή το ποιητικό παιδικό έργο του Γιώργου Βερίτη. Και ασφαλώς, δεν οδηγείται σε ταχυδακτυλουργικά σοφίσματα για να υποδηλώσει ότι ο απλός άνθρωπος της υπαίθρου είναι ο μοναδικός ιστορικά αχθοφόρος ενός Ελλαδικού πολιτισμού που χάνεται όπως πίστευαν αρκετοί δημιουργοί της γενιάς του 1930 ή ετοιμόρροποι ορθοδοξοκόποι της σύγχρονης διανόησης. Δεν ωραιοποιεί την χριστιανική πίστη όπως ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, αλλά και δεν επιχειρεί να αναστηλώσει τα ερείπια ενός λαϊκού εθνικισμού όπως έπραξε ο Περικλής Γιαννόπουλος. Έστω και αν παραμένει μέχρι το τέλος από την εδώ όχθη της λαικοθρησκευτικής χριστιανικής παράδοσης.
Ο κυρ Αλέξανδρος, δεν επεδίωξε να συγγράψει μια ιστορική μυθιστορία για να εμψυχώσει συνειδήσεις όπως έκανε ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, συγγράφοντας την ιστορία του με την τεχνική της ιστορικής μυθιστορίας. Η ερμηνευτική του ματιά είναι εκκλησιαστικοκεντρική, δηλαδή χαρμολυπική.
Η πηγαιότητα, η δροσιά, και η αίσθηση της αγαλλίασης του τρόπου περιγραφής της φύσης έρχεται να προεκτείνει τη μορφοπλαστική ψυχογραφία και να οργανώσει τον πραγματικό χαρακτήρα των ηρώων, για να μας φωτίσει τον αληθινό χαρακτήρα της παράδοσης. Η τεχνική αυτή είναι μια μετάφραση του χώρου σε εκκλησιαστικές εκφραστικές αξίες και πρότυπα και όχι η διηγηματική απόδοση των κοινών στοιχείων ανθρώπου και φύσης. Αυτή η ποιητική μεταμόρφωση, η εξαγνιστική κοσμική λειτουργία της οπτικής πραγματικότητας, μας μεταδίδει τον εκκλησιαστικό τόνο στις ρεαλιστικές λεπτομέρειες της περιγραφής και της ατμόσφαιρας καθώς και τις ήρεμες ιχνογραφήσεις των συγκρατημένων παθών των ανθρώπων. Ανθρώπων που κατά συνείδηση επιλέγουν το διηνεκές μαρτύριο της πίστης τους.
     Το αυτοβιογραφικό στοιχείο που σφραγίζει το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής προβληματικής του Παπαδιαμάντη, τόσο στο οικείο και συγγενές πεδίο της ηθογραφίας, όσο και αυτό της ιδιαίτερης παιδικής προσωπογραφικής διαπραγμάτευσης είναι ένας όρος που συμβάλλει στην πολυσημία του θέματος καθώς εκφράζεται ποικιλοτρόπως και μεταπλασμένος σε κάθε αφηγηματική ανάπλαση από την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και συμπληρώνεται από τον υφολογικό του κώδικα.
     Οι παιδικές μνήμες του συγγραφέα, γίνονται σε αρκετές περιπτώσεις ο κύριος μοχλός που πυροδοτεί την έμπνευση και την καλλιτεχνική δημιουργία διηγημάτων με εμφανείς ή όχι ή και υποβόσκουσες ακόμα αναφορές, αναδρομές στην παιδικότητα και στον κάπως αινιγματικό κόσμο της παιδικής ηλικίας. Έχουμε δηλαδή μια παιδικότροπη διάθεση που σφραγίζει την μορφοπλασία των διηγημάτων με καθοδηγητικό άξονα προς τον κόσμο της παιδικότητας το λειτουργικό ζεύγος αθωότητα-νεότητα, άμεσα συνυφασμένο με την δραματική περιπέτεια της ωρίμανσης των νέων ανθρώπων, αλλά και την δυναμική της καλλιτεχνικής αφηγηματικής πράξης.
    Το παιδί και ο κόσμος του, με την αθωότητά του, την ξεγνοιασιά του, την ανεμελιά του, την τρυφερότητά του, την καθαρή ματιά του και τις όχι πεποιημένες χειρονομίες του, την τάση του για κοινωνικότητα, γίνεται φορέας ιδεολογικών, κοινωνιολογικών και αισθητικών ορισμένες φορές προβληματισμών με αναφορά στην άμεση βιωμένη πραγματικότητα, στην εκπαίδευση της εποχής του, αλλά και, στην ίδια την αφηγηματική γλώσσα της λογοτεχνίας.
Οι περισσότερες διηγηματικές συνθέσεις του, βασίζονται σε ένα είδος διαλόγου των χαρακτηριστικών της παιδικής εικόνας ή αν θέλετε της κρυμμένης αθωότητας του κάθε ανθρώπου μέσα του, που αποκαλύπτει το σύνολο περιεχόμενο της ψυχοσύνθεσης της ανθρωπογεωγραφίας του. Είναι η καταγραφή ενός εσωτερικού κόσμου γεμάτου από τις προσωποποιήσεις της αγάπης, της αθωότητας, της καλοσύνης και του ανοιχτού ορίζοντα των ονείρων, που όμως φτωχαίνει κάπως από ένα χάσιμο δημιουργικής δυνατότητας καθώς ο παιδικός κύκλος της ζωής στενεύει αμείλικτα και τα συναισθήματα αυτά αναδύονται στην μνημονική επιφάνεια σαν μια παλαιά σπατάλη άδοξων συγκινήσεων και ευαισθησιών, που μάλλον θα πρέπει να θαφτεί στο βάθος της ύπαρξης.
   Αξία απόλυτη με μια οικουμενική διάσταση το παιδί με την αθωότητά του στην διηγηματογραφική του διαπραγμάτευση, είναι ένα θέμα πρόσφορο σε ιδεαλιστικές γενικεύσεις ενίοτε και σε θεματικές επεξεργασίες που ρέπουν σε μια αναγωγή στον τύπο και το σύμβολο. Τις περισσότερες φορές με μια θρησκευτική απόχρωση πέρα από τα καθημερινά ανθρώπινα μέτρα. Μια απόχρωση όμως που δεν δημιουργεί ένα παιδικό τύπο εγωκεντρικά «εμπορικό» με την έννοια ότι ασχολείται με την προσωπική του μόνο σωτηρία και την ατομική ενθάρρυνση της αρετής. Ίσως ορισμένες φορές η θρησκευτική του προκατάληψη να είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους του ενδιαφέροντός του για τα κοινωνικά ζητήματα. Ή είναι υποτονισμένη με την στενή έννοια του όρου η πολιτική ενασχόληση, ή ατροφεί η κοινωνική ριζοσπαστική κριτική, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στο έργο του Μιχαήλ Μητσάκη ή στο έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Ακόμα και η βασική μορφή της εκκλησιαστικής αγάπης που εκπορεύεται από το έργο του, ορισμένες φορές ταλαντεύεται ανάμεσα στην κοινωνική επιταγή ή την υπακοή στο θείο θέλημα. Μια αμφιταλάντευση που ίσως να μην διευκολύνει την πορεία του παιδιού προς την ολοκλήρωση και την ωρίμανση του χαρακτήρα του, ακολουθώντας ή γνωρίζοντας αλλά και παρουσιάζοντάς του αντιφατικές αρχές ή άλλες αλλότροπες δοξασίες που από αυτές θα επιλέξει τις καταλληλότερες στον χαρακτήρα του, αλλά επιδιώκει κάπως μονότροπα και μονότονα να επηρεάσει το σχηματισμό της προσωπικότητάς του.
Και εκείνο που διακρίνεται καθαρά είναι ότι ο σκοπός της διηγηματικής παιδικής αφήγησης είναι μάλλον η εσωτερίκευση της χριστιανικής πίστης από το παιδί στο επίπεδο της συνείδησης και όχι απλώς στο επίπεδο της γνώσης, σχηματίζοντας έτσι μια υποδομή ηθικονοητικών αποχρώσεων στη συνείδηση του παιδιού που θα αποτελέσει την βάση της οργάνωσης του χαρακτήρα του. Και ακόμα, παρά του ότι απορρίπτεται η άμεση διδαχή και η υπερβατική αυθεντία μιας άνωθεν θρησκευτικής επιταγής, γίνεται αποδεκτή παρόλα αυτά, η δογματική της αυθεντίας αυτής σαν φορέας πείρας , γνώσης και «αντικειμενικών» διαχρονικών αξιών.
     Γιαυτό η Παπαδιαμαντική ιδεολογία προσπαθεί να διδάξει ένα πιστεύω, να διδάξει μια κοσμοεικόνα στο παιδί που θα αποτελέσει την βάση της κοσμοερμηνείας του.(Κάτι αν δεν λαθεύω, σαν τις παραβολές των ευαγγελίων).
Αν αντικρίσουμε και ερμηνεύσουμε το παιδικό πρόσωπο κάτω από αυτές τις προοπτικές, ίσως να μην λαθεύει η κρίση του Σακελλαρίου(12) όταν σημειώνει ότι: … τα παραπάνω στοιχεία εξηγούν γιατί σε περιόδους έξαρσης του συντηρητισμού το έργο του Παπαδιαμάντη προβάλλει επίμονα κι ένα μεγάλο μέρος από αυτό εισάγεται για διδασκαλία στα σχολεία…
   Από την άλλη πάλι, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς που δεν τον απασχόλησε το ζήτημα του πως πρέπει να αμύνεται κανείς απέναντι στην ζωή. Ίσως γιατί δεν ήταν άνθρωπος της πανοπλίας όπως θα έλεγε και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης(13), έστω και αν η άρχουσα τάξη, η αστικότροπη, καθώς και η συντηρητική εκκλησιαστική διοίκηση, αλλά και η ιδεολογία τους εκμεταλλεύτηκαν το έργο του και το οδήγησαν σε αδιέξοδες ερμηνείες ή αγκυλωτικές κοινωνικές προοπτικές.
     Από το σύνολο των εκατόν ογδόντα περίπου διηγημάτων του το παιδί εμφανίζεται στα εβδομήντα τέσσερα. Σε αυτά τα παιδικά, είτε σαν ζεύγη, είτε μεμονωμένα, είτε σε μικρές ομάδες, πρωταγωνιστούν συμμετέχοντας σε ανώνυμα σύνολα ή σχηματίζοντας συγκεκριμένα επώνυμα αφηγηματικά πρόσωπα, σημειώνει στο ενδιαφέρον της μελέτημα η Βίκυ Πάτσιου(14). Και συνεχίζει σχολιάζοντας τον συγγραφέα, τα παιδιά συγκεντρώνουν το αφηγηματικό ενδιαφέρον του συγγραφέα παρουσιάζοντας υψηλή συχνότητα κατανομής διακριτικών χαρακτηριστικών, επηρεάζοντας την εξέλιξη της πλοκής(από το σύνολο των 233 παιδιών που εμφανίζονται στα διηγήματα, τα 93 συμμετέχουν στη δράση) ή αναλαμβάνοντας το ρόλο του αφηγητή, συνήθως στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
   Για τον Παπαδιαμάντη η πρώιμη ηλικία φαίνεται να αποτελεί τη μοναδική περίοδο ασφάλειας και σιγουριάς που χάνεται οριστικά.
     Ο Παπαδιαμάντης καταβυθίζεται στην άπλερη ψυχή τους, μοιράζεται την ψυχή του με την δική τους και ανασύρει από αυτήν το αίθριο φως της αθωότητας σαν μαργαριτάρι από τα βάθη της θάλασσας. Ίσως γιατί όπως σημειώνει ο συγγραφέας Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στο προλογικό σημείωμα των παιδικών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, από τον εκδοτικό οίκο Αστήρ,(στο οποίο συμπεριλαμβάνονται 39 διηγήματα μόνο, τα οποία αποκαλούνται παιδικά), ο Παπαδιαμάντης έμεινε κατά βάθος ένα λυπημένο παιδί. Λυπημένο, υπομονετικό, και απαραπόνετο.
     Ένα παιδί συγγραφέας όμως, που μέσα από το διηγηματικό του έργο επεδίωξε μάλλον μα μετατρέψει την παιδική ηλικία και τον κόσμο της, σε λυρική αφηγηματική μνήμη ενός ενήλικου, σε μια αναδρομική αναζήτηση ενός χαμένου κόσμου, και μιας παραδείσιας αθωότητας που ίσως και να μην υπήρξαν ποτέ.

                 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Χάρης Σακελλαρίου, Ανθολογία Ελληνικού παιδικού 
      Διηγήματος, εκδόσεις Άγκυρα 1993
2. Αντώνης Δελώνης, Νέα Ανθολογία Ελληνικού
     Παιδικού διηγήματος, εκδόσεις Καμπανά χ.χ.
3. Δημήτρης Γιάκος, Ιστορία της Ελληνικής παιδικής
    Λογοτεχνίας, εκδόσεις Παπαδήμα 1987.
4. Γιώργος Βαλέτας, Το Ελληνικό διήγημα, εκδόσεις
     Φιλιππότη 1983.
5. Ίαν Ρηντ, Το διήγημα, εκδόσεις Ερμής 1982.
6. Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος 2ος, Τα πρώτα
     Κριτικά, εκδόσεις Μπίρης χ.χ.
7. Γεράσιμος Κακλαμάνης, Ανάλυση της Νεοελληνικής
     Αστικής Ιδεολογίας, Αθήνα 1975.
8. Ελένη Θέμελη-Κιτσοπούλου, Α. Παπαδιαμάντης, το
     τοπίο του χρόνου, Θεσσαλονίκη 1990.
9. Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ποιήματα, Κριτική, Επιστολές,
     Τόμος Α΄ εκδόσεις Πλέθρον 1991.
10. Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης, Ηθογραφικό διήγημα,
     Εκδόσεις Χ. Μπούρα, χ.χ.
11.  Πέτρος Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι, τόμος Α΄
        Εκδόσεις Εστία 1979.
12. Χάρης Σακελλαρίου, Ιστορία της παιδικής
       Λογοτεχνίας, εκδόσεις Φιλιππότης 1985.
13. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τόμος Γ΄ εκδόσεις
       Ίκαρος 1992.
14. Βίκυ Πάτσιου, Τα πρόσωπα του παιδιού στην
       Πεζογραφία 1880-1930, εκδόσεις Δωδώνη 1991.
15. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα τα παιδικά,
       Πρόλογος Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εκδόσεις Αστήρ
         1981.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Εξόρμηση», Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 1994,
σελίδες 30,31.
Πειραιάς, Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου 2014.                                                                                               

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου