Το
Παρελθόν και το Παρόν μιας Πόλεως
ΑΠΟ
ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κύρια
Χαρακτηριστικά-Πρώτοι Λιμένες
Μέρος
Α
Με τη θάλασσα είναι δεμένη από τα παληά τα
χρόνια η ζωή του Πειραιά μας. Και στα χρόνια των Μηδικών πολέμων, στα χρόνια
του Θεμιστοκλή, που στάθηκε όπως όλοι ξέρουμε ο ιδρυτής του λιμένος του, και
στα μετέπειτα χρόνια.
Όταν
άνθιζε η Αθηναϊκή Δημοκρατία, ο Πειραιεύς παρουσίαζε υψηλή πολιτιστική στάθμη. Ήταν
λαμπρός σε θαυμάσια οικοδομήματα, ζηλευτός σε ναυτιλιακή και εμπορική διαμετακομιστική
κίνηση. Είχε τότε τους Ναυστάθμους του, τα Νεώρεια, του Νεώσοικους, την
περίφημη Σκευοθήκη του Φίλωνος, το «Δείγμα» το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων, όπως
λέμε σήμερα, και άλλα ιδρύματα και κτίρια φημιζόμενα για την αρχιτεκτονική
τους. Γεμάτα από νήες και τριήρεις ήταν τα λιμάνια του. Το λιμάνι της
Μουνιχίας, της Ζέας (το σημερινό Πασαλιμάνι) χωρισμένο τότε σε τομείς προβλήτες
που έφταναν και άραζαν τα καράβια που κουβαλούσαν λογής αγαθά, με συγκροτήματα
αποθηκών ακόμα και εγκαταστάσεις για επισκευαστικές εργασίες σε πλοία-στα
χρόνια του Περικλή, έχει βεβαιωθή, ότι τα έσοδά του, υπερέβαιναν κάθε χρόνο τα
δέκα χιλιάδες τάλαντα, τεράστιο ποσό για την απώτατη αυτή εποχή-και στους
νεώτερους καιρούς.
Όταν δηλαδή έζησε τις επιδρομές και τους
καταστροφικούς βανδαλισμούς των Ρωμαίων του Σύλλα, των Τούρκων, των Γότθων, και
των Ενετών του Μοροζίνη, μέχρι της αυγής της 25ης του Γενάρη του 1824 που το ξεσηκωμένο Γένος,
τον απολύτρωσε από τον μακραίωνα ζυγό της Τουρκοκρατίας, κι’ άρχισε έκτοτε ο
νέος κύκλος της ανθήσεως της ζωής του, που συνεχίζεται σταθερά ως τα σήμερα.
Σαρανταένας οικιστές υπήρχαν στον Πειραιά
σ’ αυτή την έρημη και κατάγυμνη γη, πούχε αντικρίσει μερικά χρόνια νωρίτερα από
την Επανάσταση, στο 1806, σαν είχε έρθει ο Σατομπριάν στον Πειραιά, τότες που
δεν υπήρχε στο λιμάνι του παρά η παράγκα του Τελωνείου, με έναν Τούρκο τελωνοφύλακα,
και ο Γάλλος Καυράκ, πούχε εγκατασταθή με τους δικούς του κοντά στα άμορφα, τα
πρωτόγονα μουράγια του ελάχιστοι ψαράδες και καιξήδες που πηγαινοέρχονταν από
τα γύρω νησιά, κύρια του Αργοσαρωνικού. Την Ύδρα, την Αίγινα, την Σαλαμίνα. Κι
είναι χαρακτηριστικό ότι η ναυτική σύνθεση του τότε Πειραιώς ή μάλλον της
ασήμαντης πόλης του πούχε αρχίσει να δημιουργήται και να διαγράφεται στα χώματά
του, επεσφραγίσθηκε σαν έγινε Δήμος, στις 23 του Δεκέμβρη του 1935(προφανώς
εδώ ο Χρήστος Λεβάντας κάνει λάθος στην ημερομηνία ή είναι αριθμητικό λάθος της
εφημερίδας 1835),
Με
την εκλογή του Δημάρχου του Υδραίου Κυριάκου Σερφιώτη.
Βασικά στοιχεία στη σύνθεσή του λοιπόν οι
άνθρωποι της θάλασσας, αυτοί που δούλευαν στα ψαροκάικα που είχαν για αραξοβόλι
το κύριο λιμάνι του στα Υδρέικα, τα Σπετσιώτικα καράβια που έφταναν από τα
κοντινά νησιά στο λιμάνι του, να κουβαλήσουν τα αγαθά που απέδιδαν αυτά και ο
γειτονικός Μωριάς.
Αργότερα πλάι στους θαλασσινούς, σε αυτούς
που αποζούσαν απ’ τον μόχθο κοντά στο υγρό στοιχείο, άρχισαν να φανερώνονται
μαγαζάτορες και μεταπράτες μεσίτες, βιοτέχνες και έμποροι και μετέπειτα με την
πάροδο των καιρών και οι πρώτοι βιομήχανοι. Κύρια: Μύλοι που άλεθαν στάρι και
γυφτοσιδεράδες, μηχανουργοί, υφαντές, εργοστάσια που ήταν χρήσιμα για την
παραγωγή ή την επισκευή μηχανών και καζανιών, σαν χάραξε η περίοδος που είδε
και ο τόπος μας να πληθαίνουν τα πελώρια καράβια με τις ψηλές αντένες και τα πανιά,
τα «παπόρια» με τροχούς στην αρχή στα πλαϊνά και μετέπειτα με τους άξωνες και
τις προπέλλες στις πρύμνες.
Επακολούθησε η ανάλογη με τη ζωή του
λιμανιού και της Ναυτιλίας μας ανάπτυξη του Πειραιώς. Όταν έγιναν τα πρώτα
βήματα της Ακτοπλοΐας, είδε και μια χωρίς προηγούμενη άνθηση η
ναυπηγοβιομηχανία του.
Έφτασε το περιώνυμο εργοστασιακό
συγκρότημα του Τζων Μάκ Δουάλ να καταπιάνεται με επιτυχίες σε ναυπηγήσεις
σιδερένιων ακτοπλοϊκών σκαφών.
Χ.
Λ.
Σημείωση: Το πρώτο μέρος του κειμένου αυτού του Πειραιώτη
συγγραφέα Χρήστου Λεβάντα, δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ»-Καθημερινή- Απογευματινή Εφημερίς, των Παναγιώτη Γεωργ. Τσουνάκου και
Γεώργιου Παν. Πασαμήτρου, αριθμός φύλλου 6. 408, την Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου του
1966, στην πρώτη σελίδα. Τα Γραφεία της εφημερίδας βρίσκονταν στον Οδό Νοταρά
αριθμός 77. Εκεί που και αργότερα την διατήρησε ο τελευταίος εκδότης της Παύλος
Πέτσας, επί των ημερών μας μεταφέρθηκε απέναντι μέχρι το κλείσιμό της. Τα
Γραφεία της εφημερίδας, ήταν ένα μικρό Γραφειάκι-αλλά τόσο ζεστό και
φιλικό-κάτω ακριβώς από τα Γραφεία που εκδίδονταν τα γνωστά «Πειραϊκά Χρονικά».
Στο Γραφείο εκτός από τον Παύλο Πέτσα, εργαζόταν και η Αγγελική Μαυροειδή,
Κατόπιν προσετέθησαν και τα δύο από τα παιδιά του, Ο Γιώργος και η
δημοσιογράφος Ροδαμάνθη Πέτσα. Στο δυναμικό της προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και
ένα έμπειρο και κατατοπισμένο άτομο όσον αφορά το Ηλεκτρονικό στήσιμο μιας
εφημερίδας-δούλευε χρόνια στα Πειραϊκά Χρονικά πριν αυτά κλείσουν-η Τασία
Κουτσουμπού.
Από
την εφημερίδα αυτή όπως πολύ καλά θυμάμαι, από την δεκαετία του 1980 που εγώ
την γνώρισα μέχρι το κλείσιμό της, πέρασαν σχεδόν όλοι οι Πειραιώτες συγγραφείς
και όχι μόνο. Η εφημερίδα αυτή, είναι ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο στην ιστορική
και πολιτιστική πορεία του Πειραιά. Από τις σελίδες της πέρασαν και μη
Πειραιώτες συγγραφείς, ήταν ανοιχτή στην θεματολογία της, χωρίς καμία
παρέμβαση, δημοσιεύονταν επίσης και θέματα που αφορούσαν τα στενά Δημοτικά
ενδιαφέροντα και κάθε είδους πληροφορία που είχε σχέση με τις διάφορες
πολυποίκιλες εκδηλώσεις των τελευταίων δεκαετιών. Δυστυχώς δεν γνωρίζω αν υπάρχει
και που, όλο το σώμα της εφημερίδας. Είχα ζητήσει από αυτόν τον άξιο άνθρωπο
και καλό οικογενειάρχη τον Παύλο Πέτσα, να αποδελτίωνα τα πολιτιστικά πράγματα
της εφημερίδας όταν κάποτε μπορούσα, αλλά δυστυχώς για τους δικούς του λόγους
αυτός ο άτυχος επιχειρηματικά άνθρωπος δεν δέχθηκε.
Στο πρώτο αυτό μέρος ο Χρήστος Λεβάντας μας
δίνει ένα γενικό περίγραμμα για εφημερίδα του Αρχαίου Πειραιά. Με την
δημοσιογραφική του πένα κάνει γενική αναδρομή στον Παλιό Πειραιά. Ασφαλώς τα
στοιχεία που παραθέτει μας είναι γνωστά, αλλά εκείνο που αξίζει στα
συγκεκριμένα σε συνέχειες σημειώματα είναι η ματιά του συγγραφέα, η απλότητα
του συγγραφικού του ύφος και η επανάληψη των γνωστών μας πληροφοριών εκ των
υστέρων, που εμπεδώνουν έτι περισσότερο την ιστορική αλήθεια των στοιχείων για
την πόλη μας. Για τον αρχαίο Πειραιά υπάρχει η τρίτομη δυσεύρετη πια ιστορία
του Αρχαίου Πειραιά, του Μελά. Κάποτε ο συγχωρεμένος πια, συγγραφέας και
φιλόλογος Ηλίας Λάσκαρης μου την είχε δανείσει και την είχα μελετήσει. Ήταν ένα
δύσκολο βιβλίο με πάρα πολλές σημειώσεις και σε μια γλώσσα που σήμερα πια δεν
διαβάζεται. Ο τρίτος τόμος της ιστορίας αυτής αξίζει που αναφέρεται στον
κλασικό Πειραιά, αλλά και πάλι η γλώσσα της εποχής είναι αποτρεπτική στην
ανάγνωση του βιβλίου.
Για τον Αρχαίο Πειραιά δεν βρίσκει κανείς μόνο
πληροφορίες στον αρχαίο ιστορικό και περιηγητή Παυσανία, αλλά και σε σύγχρονους
ιστορικούς όπως είναι ο Γεώργιος Στάινχάουερ, σε αφιερώματα Πειραίκών
περιοδικών και σε πολλά άρθρα δημοσιογράφων, και ερευνητών που ασχολούνται με
τα πράγματα του Πειραιά. Για το Λιμάνι την εξέλιξή του και την διαμόρφωσή του
υπάρχουν πάρα πολλές μελέτες μικρές ή μεγάλες που έχω δημοσιεύσει στην
«Βιβλιογραφία» μου για τον Πειραιά. Τώρα την έχω δημοσιεύσει και στο Μπλόκ μου
για όποιον ενδιαφέρεται. Τα βιβλία του Κώστα Ζουμπουλίδη και του Γιάννη
Χατζημανωλάκη, είναι χρήσιμα ανάμεσα στα άλλα για την έρευνα για την ιστορία
του Λιμανιού.
Μέρος
Β
ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αλλά δεν ήταν το εργοστάσιο του Τζων Μακ
Δούαλ, που επεδίδετο σε έργα ναυπηγικής. Και άλλα παλαιά μεγάλα σιδηροναυπηγοβιομηχανικά
εργοστάσια που υπάρχουν ακόμη, όπως του Κούππα, κυλινδρόμυλοι και μερικά κλωστοϋφαντουργικά
όπως του Ρετσίνα. Παράλληλα προς τις πρώτες εκδηλώσεις της βιομηχανικής του
αναπτύξεως, την ναυπηγική, την σιδηροβιομηχανία, την υφαντουργική, τα
κλωστήρια, κ.λ.π., αναπτύσσονταν και η βιοτεχνία και μάλιστα η ναυτιλιακή, που
υπάρχει ακόμη και ο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Και το κυριότερο, ολοέν και αύξανε ο
πληθυσμός του από τους νησιώτες που συνέρρεαν, τις οικογένειες που ζούσαν από
τη θάλασσα. Μια σταθερή αύξηση που δείχτηκε να παίρνη γοργότερο ρυθμό γύρω από
το 1900, όταν πια μετατοπίζονταν και η ναυτιλιακή ζωή της Ερμούπολης της Σύρας,
στον ανορθούμενο ναυτιλιακό Πειραιά.
Αισθητό έγινε ετούτο όχι μόνο στους
παλμούς της ζωής του, στην σύνθεση και την προέλευση του αυξανόμενου πληθυσμού
του, αλλά και στην πολεοδομική του φυσιογνωμία.
ΤΑ «ΥΔΡΑΙΙΚΑ»
Πρώτη περιοχή του Πειραιά που οικίστηκε
σχεδόν αποκλειστικά από θαλασσινούς τα Υδραίικα. Πάνω από την δεξιά πλευρά του
στομείου του λιμανιού του, ψηλά από του Ξαβερίου σε μια προέκταση της Πειραίκής
χερσονήσου, όπου είχε στηθή άλλοτε κι ένας ψηλός σιδερένιος Σταυρός, που
χρησίμευε για «Σηματοφορικός Σταθμός» δηλαδή υπήρχε πλάι του, σε μια παράγκα
ένας σηματωρός, πούχε χρέος, κάθε φορά που παρουσιαζότανε στον ορίζοντα του
Σαρωνικού, η σιλουέτα κάποιου πλοίου να στρέφη προς αυτό τα κυάλια του και να
προσπαθή να καθωρίση έγκαιρα την εθνικότητά του, από την παντιέρα που ανέμιζε
στην πρύμνη κι έπειτα να σηκώνη ψηλά στο Σταυρό, τα χρώματά της, ώστε να
ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες του λιμανιού και οι πράκτορες και να
προετοιμάζονται για τις διαδικασίες της αγκυροβολίας, και της ελευθεροκοινωνίας
του.
Ήταν ένας «πρωτόγονος» ετούτος τρόπος
ενημερώσεως του Πειραίκού λιμανιού που σήμερα με τις θαυμαστές εξελίξεις σε
μέσα ραδιοεπικοινωνίας, ούτε τον θυμάται κανείς, αφού μάλιστα δεν υπάρχει από
χρόνια πολλά, ψηλά στην Πειραϊκή Χερσόνησο ούτε ο ψηλός αυτός Σιδερένιος
Σταυρός, ούτε η παράγκα του σηματωρείου….
Σχεδόν σύγχρονος με τα «Υδραίικα»
διαμορφώθηκε άλλος ένας συνοικισμός θαλασσινών, τα Σαντοριναίικα, κι αυτός στην
ίδια περιοχή πλάι στα Υδραίικα, γύρω από το Χατζηκυριάκειο πάνω δηλαδή από του
Ξαβερίου.
---------
ΒΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΑΙ
Οι αυξανόμενοι σταθερά, αριθμοί των
καραβιών και των παποριών, οι πληθυνόμενοι στόλοι της ιστιοφόρου ναυτιλίας, τα
ποστάλια, τα ταχυδρομικά, και τα εμπορικά δηλαδή, τα επιβατηγά και τα φορτηγά
γύρω από το 1910 και τα υπερωκεάνια και σύγχρονα η ίδρυση στον Πειραιά ναυτικών
σχολών από την ιδιωτική πρωτοβουλία της σχολής μηχανικών του Πειραϊκού
Συνδέσμου, στην αρχή, λίγο αργότερα της σχολής του «Προμηθέως» που ιδρύθηκε
καθώς είναι γνωστό από την Ένωση Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού τροφοδότησε τον
αριθμό αυτών που στρέφονταν προς την θάλασσα και τα ναυτικά επαγγέλματα.
Ήμερα, οι ναυτικοί αποτελούν ένα από τα
πιο βασικά στοιχεία στην σύνθεση του πληθυσμού του και έρχονται στην πρώτη
σειρά των βιομηχανικών εργατών του. Υπολογίζονται γύρω των δέκα χιλιάδων οι
ναυτικοί που είναι εγκατεστημένοι και ζούνε στην περιφέρειά του. Δύο χρόνια
πρωτήτερα είχε γίνει από το ΝΑΤ σχετική απογραφή, είχαν αποδοθή οι ακόλουθοι
αριθμοί: Εργάτες ασχολούμενοι στη ναυτιλία γενικά 8. 783. Απ’ αυτούς, 2. 474
ήταν αξιωματικοί γέφυρας καταστρώματος και μηχανής, και 6. 309 ναυτεργάτες,
κατώτερα πληρώματα.
Στο διάστημα που πέρασε από τότε, είναι
φυσικό να έχουν αυξηθή οι αριθμοί και να έφθασαν στα επίπεδα που προαναφέραμε. Σύγχρονα
αυξηθήκανε και οι συνοικισμοί των ναυτικών, οι «γείτονες των θαλασσινών», καθώς
και τα ναυτικά καφενεία.
----------------
ΝΕΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Ο περισσότερος όγκος τους, εξακολουθεί να
βρίσκεται συγκεντρωμένος στην περιοχή του Χατζηκυριάκειου, του Αγίου Βασιλείου,
της Φρεαττύδας, και της Πειραίκής Χερσονήσου. Οι ωραιότερες, οι πιο εμφανίσιμες
νεόδμητες κατοικίες που βρίσκονται κατά μήκος στην πρόσοψη της περιφερειακής
λεωφόρου, μέχρι σχεδόν του περιβόλου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, ανήκουν σε
πλοιάρχους και μηχανικούς εμπορικών ατμοπλοίων, γενικά σε ναυτικούς.
Άλλος πυκνός αριθμός ναυτικών μας, είναι
εγκατεστημένος στην περιοχή της Καστέλλας και προς την συνοικία της
Ευαγγελίστριας. Κατά τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια έχουν δημιουργηθή
οικισμοί ναυτικών και στις περιοχές του Κορυδαλλού, της Αμφιάλης και του
Κοκκινόβραχου.
Μικρότερος είναι ο αριθμός των ναυτικών
που μένουν στο Πέραμα.
Φυσικά υπάρχει και ένας αριθμός καφενείων
όπου συχνάζουν οι ναυτικοί μας, όταν μένουν ξέμπαρκοι καθώς και πολλοί
συνταξιούχοι θαλασσινοί. Είναι το καφενεία του «Ρολογιού»κάτω από το Δημαρχείο,
του «Σαρωνικού», του «Ναυαρίνου» στην παραλία, τα Χιώτικα, τα Αντριώτικα
καφενεία της Τρούμπας, του Κοτσαύτη στο Πασαλιμάνι, το «Μοντέρνο» στου πρώην
Κανελλά και άλλα. Βέβαια τόσο στενά δεμένος ο Πειραιεύς με τη θάλασσα, με τη
ζωή της ναυτιλίας μας, συχνά δοκιμάζεται, δέχεται τους αντίχτυπους από τις
κρίσεις που παρουσιάζονται στη
ναυλαγορά, το δέσιμο πολλών ποντοπόρων σκαφών κ.λ.π. Με ένα λόγο συμμερίζεται
πέρα ως πέρα τη μοίρα αυτών που αποζούν από το μόχθο τους στον υγρό στίβο.
Σημείωση: Στο δεύτερο αυτό κατά σειρά κείμενο του Χρήστου Λεβάντα, που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 3
Φεβρουαρίου του 1966 στην πρώτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας, ο συγγραφέας μας
μιλά σε γενικές γραμμές για το πρόβλημα της ναυτιλίας και της ναυτοσύνης
γενικότερα στον Πειραιά. Λες και κάνει ναυτικό ρεπορτάζ αναφέρει στοιχεία για
τους ναυτικούς και τις ειδικότητές τους,-που δημοσίευσε από το ΝΑΤ-και κάνει
λόγο για τις πρώτες συνοικίες, τα γνωστά ΄Υδραίικα και τα γειτονικά Σαντοριναίικα.
Για τα Σαντοριναίικα, από ότι γνωρίζω, δεν
υπάρχει βιβλίο ή μελέτη. Θυμάμαι όμως ότι μέχρι τον θάνατό τους, απέναντί μας
στην οδό Αίμου, στο πέμπτο διαμέρισμα του Πειραιά, έμενε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι
Σαντορινιών. Ο κυρ Μιχάλης και η κυρά Γιαννούλα Φλώρου. Ο κυρ Μιχάλης μάλιστα
ήταν και ένας πολύ καλός καλλιτέχνης. Πρώτον, ακόμα στο παλαιό σπίτι και στο
στηθαίο και στο μπαλκόνι της ταράτσας υπάρχει ζωγραφισμένη η Σαντορίνη με το
λιμάνι της, αλλά θυμάμαι και άλλες ζωγραφιές λαϊκές που άρεσε στον κυρ Μιχάλη
να ζωγραφίζει στους εξωτερικούς τείχους του σπιτιού. Επίσης, ο κυρ Μιχάλης ο
Φλώρος εκτός από καλός οικογενειάρχης υπήρξε και ένας πολύ καλός μάστορας. Ο
κυρ Μιχάλης κατασκεύαζε βάρκες και μάλιστα μεγάλες βάρκες που τις έφτιαχνε από
το μηδέν. Αγόραζε τα υλικά και έχοντας τα εργαλεία, δημιουργούσε τα καμάρια του
όπως έλεγε. Ήταν το κάτι άλλο, να βλέπουν τα παιδικά μου μάτια την κατασκευή
ενός σκάφους και πως τελικά αυτό μεταφερόταν με μεγάλο αμάξι για πού; Ποτέ δεν
έμαθα. Πάντως ο άνθρωπος αυτός από την Σαντορίνη ήταν ένας πραγματικός λαϊκός
τεχνίτης.
Όσον αφορά τώρα, την περιοχή των Υδραίων, οι
οποίοι όπως είδαμε και στην ιστορία του Διονύση Σουρμελή, στο κείμενο του
Ιωάννη Αλέξανδρου Μελετόπουλου, οι Υδραίοι προσπάθησαν ένα χρόνο μετά την
Ελληνική Επανάσταση 1822 και αργότερα να μετοικήσουν στην πόλη μας. Οι Αθηναίοι
αρνήθηκαν. Πολύ αργότερα στις 19 Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο του 1838
εκδίδεται το Βασιλικό Διάταγμα που αποτελείται από 9 άρθρα «Περί συνοικισμού
Υδραίων εις Πειραιά».
Για το θέμα αυτό, της εγκατάστασης δηλαδή
των Υδραίων, αντλούμε επίσης πληροφορίες από το γνωστό και χρήσιμο βιβλίο του
Γεωργίου Ν. Σαχίνη, «Οι Υδραίοι στον Πειραιά» Πειραιάς 1989, από το βιβλίο του
Βάσια Τσοκόπουλου, «Πειραιάς 1835-1870» εισαγωγή στην ιστορία του Ελληνικού
Μάντσεστερ, εκδόσεις Καστανιώτης 1984, από την εργασία της καθηγήτριας στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαριάνθης Γ. Κοτέα, «Η Βιομηχανική Ζώνη του Πειραιά», που
εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997, από το βιβλίο της Σταματίνας Μαλικούτη, και το
βιβλίο της «Πειραιάς 1834-1912», που εκδόθηκε το 2004, και το κατατοπιστικό
μελέτημα του ιστοριοδίφη του Πειραιά, Δημήτρη Κρασονικολάκη, «Περί του
συνοικισμού των Υδραίων εις Πειραιά», που δημοσιεύτηκε πρώτα στο περιοδικό Αφιέρωμα
της Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά ο «Άγιος Παύλος», τεύχος 2/ του 2007, σελίδες
58-59, και αναδημοσιεύτηκε στο Πειραϊκό Λεύκωμα της ημερήσιας εφημερίδας
Κοινωνική το 2010.
Από
το Πειραϊκό Λεύκωμα του 2010 και την σελίδα 85 αντιγράφουμε τους Πρώτους
Οικιστές Υδραίους του Νεότερου Πειραιά (1829-1836).
Αναγνώστης
Κουράντος
Παντελής
Χατζησωτηρίου
Βασίλειος
Δασκαλάκης
Φραντζέσκος
Δημητρίου
Βασίλειος
Αργαστηριάρης
Γκίκας
Μπινιάρης
Ιωάννης
Γιουδής
Κωνσταντίνος
Τζιτζίνης
Λάζαρος
Ντέκας
Σπύρος
Μερκούρης
Δημήτριος
Αγριανίτης
Αναστάσιος
Παντελέζος
Νικόλαος
Σωτηρίου
Ιωάννης
Αποστόλης
Ιωάννης
Δαρδανός
Αντώνιος
Σερφιώτης
Σπύρος
Σερφιώτης
Κωνσταντίνος
Τζαλίκης
Κυριακός
Σερφιώτης-ο πρώτος δήμαρχος
Νικόλαος
Γκίκας
Δημήτριος
Βώκος
Ιωάννης
Κριεζής
Νικόλαος
Λαλεχός
Αργύριος
Κεφάλας.
Ανοίγοντας
παρένθεση(εκτός από τον πρώτο δήμαρχο του Πειραιά τον Κυριακό Σερφιώτη 23
Δεκεμβρίου 1835-
19
Απριλίου 1841, που είναι πολύ γνωστός, γνωστά μας επίθετα είναι επίσης, αυτό
του Μερκούρη, του δημάρχου των Αθηνών και παππού της αξέχαστης Μελίνας
Μερκούρη, του Νίκου Γκίκα, του γνωστού σημαντικού ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου
Γκίκα, του Νικόλαου Σωτηρίου, που παραπέμπει στον μπάρμπα Γιάννη Σωτηρίου, που
έγραψε τις ενδιαφέρουσες Πειραιώτικες αναμνήσεις του και τα παιδιά του
διατηρούν εμπορικό κατάστημα στην οδό Τσαμαδού, του Δημητρίου Βώκου, που
παραπέμπει στην περιοχή Λόφος Βώκου πάνω από την Αγία Σοφία, το Γκίκας
Μπινιάρης, του γνωστού Πειραιώτη ηθοποιού και θεατράνθρωπου, και του Ιωάννη
Δαρδανού, που παραπέμπει στους αδερφούς Δαρδανούς που έχουν τον γνωστό Αθηναϊκό
εκδοτικό οίκο Γκούτεμπεργκ.
Τώρα όσον αφορά τις Συνοικίες και τα
Καφενεία, αυτά που ενδεικτικά αναφέρει ο Χρήστος Λεβάντας, υπάρχει το γνωστό
άρθρο του μουσικού Ιωσήφ Παπαδόπουλου Γκρέκα, «Τα φιλολογικά καφενεία του
Πειραιώς», δες περιοδικό «Φιλολογική Στέγη»τχ. 19/ Μάρτιος 1972 σελίδα 239. Το κείμενο είναι
αναδημοσίευση του ιδίου άρθρου από το περιοδικό «Ηγησώ» τεύχος 1/ 10, 12, 1963
σελίδα ; εδώ υπογράφει ως Ιωσήφ Γκρέκας και είναι αφιερωμένο «Στην μνήμη του
Μιχάλη Επιφάνη»
Και
ακόμα από μνήμης θυμάμαι το Καφενείο Αβέρωφ στην διασταύρωση Παναγιώτη Βλαχάκου
και Παλαμηδίου, υπάρχει ακόμα η επιγραφή του.
Θυμάμαι
το Καφενείο Σπλέντιτ; Κάτω από τον κινηματογράφο Σπλέντιτ, του Κωστάλα, ήταν
μια μεγάλη αίθουσα που τότε μετά την δικτατορία του 1967 κοντά στα 1978-1979
είχε και μπιλιάρδα μέσα στην μεγάλη αίθουσα και παίζανε οι νέοι της εποχής. Δεν
θυμάμαι καλά αν υπήρχαν και τα τόσο γνωστά μας ποδοσφαιράκια.
Θυμάμαι
το Καφέ-Ζαχαροπλαστείο «Μυροβόλος» κάτω από το κτήριο του τότε Γαλλικού
Ινστιτούτου, που μαζεύονταν όσοι πήγαιναν για Γαλλικά( χωρίς πιάνο), σερβίριζε
γιαούρτι με μέλι και καρύδι, και είχε και ωραία γλυκά. Θυμάμαι το γνωστό στην
εποχή του Καφενείο των γυναικών το περιβόητο «Νατζά» στην οδό Κουντουριώτη 117
νομίζω, όπου το είχαν νέες κοπελιές και ήταν πολύ σύγχρονο για την εποχή του.
Και
από πληροφορίες καταγράφω το Καφεζαχαροπλαστείο των αδερφών Πανίτσα, που
βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο Αιγηίς(είναι αυτός που έχτισε
και την εκκλησία Παναγία την Οδηγήτρια στον Κοκκιναρά). Το Καφενείο των Κυνηγών
του Κατσούλη, στην Κουντουριώτου και Βενιζέλου. Το Καφεζαχαροπλαστείο, Ηνωμένα Βουστάσια,
Ηρώων Πολυτεχνείου και Αγίου Κωνσταντίνου. Του Μπούτου που ήταν και
εστιατόριο-γαλακτοτροφείο στην διασταύρωση και αυτό της Βασιλέως Γεωργίου και
Κουντουριώτου και ορισμένα άλλα που δυστυχώς δεν έχω τις ακριβές στίγμα τους.
Το άλλο κείμενο του Λεβάντα για το Καφενείο
του Βρυώνη το δημοσίευσα παλαιότερα στο Μπλόκ μου.
ΜΕΡΟΣ 3
ΚΑΙΡΑΚ
: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Αντικρινά σχεδόν από το κτίριο της Σχολής
των Ναυτικών Δοκίμων προς τα ριζά του γραφικού περιφερειακού δρόμου, προβάλλει
μια μικρή ανηφορική στενωπός. Στην εμπασιά της αν σηκώσετε τα μάτια σας θα δήτε
γραμμένα στην καρφωμένη ψηλά πινακίδα ένα όνομα, πολύ στενά δεμένο με την
νεώτερη ιστορία αυτής της πόλεως «Καϊράκ» Είναι το όνομα ενός αινιγματικού,
μάλλον τυχοδιωκτικού τύπου του Γάλλου «Μουσιού Καϊράκ» που είχε αριβάρει στα
πειραϊκά χώματα, όταν ετούτα ήταν έρημα, κι’ από ίχνος ζωής, προς το τέλος του
17ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα «οδοιπορικά» ξένων
περιηγητών που είχαν φθάσει και ενταύθα, σε κείνους τους μακρυνούς καιρούς, δεν
υπήρχαν τότε στον Πειραιά και μάλιστα γύρω από την περιοχή του αδιαμόρφωτου
λιμανιού του, παρά μια ξύλινη παράγκα που χρησίμευε για Τελωνείο και στέγαζε
τον Τούρκο Τελωνοσταθμάρχη και πιο μέσα, το παλιό κτίριο του μοναστηριού του
Αγίου Σπυρίδωνα, όπου διέμεναν λιγοστοί μετρούμενοι στα δάκτυλα καλόγεροι. Ένας
ξένος χρονικογράφος της εποχής βεβαιώνει ότι δεν ήταν ούτε δύο.
«Ριπιασμένο» φαίνονταν το χτίριο φθαρμένο
και από το πέρασμα αιώνων. Καθώς ξέρουμε άλλωστε είχε ετούτο κτισθή στο
διάστημα του 11ου αιώνα. Ήταν τόση η ερημία, η ανυπαρξία ζωής, σ’
αυτό το μεγάλο λιμάνι, με το λαμπρό παρελθόν, την άνθησή του ενεφάνιζε στα
χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όταν με το προφητικό πνεύμα του Θεμιστοκλή,
είχαν κτισθή τα περίφημα Μακρά Τείχη που υπολείμματά τους τώρα έχουν αφεθή σε
πλήρη εγκατάλειψη από τους αρμοδίους που χρειαζότανε κανείς πολλή τόλμη και
γενναιότητα για να μείνει και να ζη σ’ αυτή την παντέρημη την αφανισμένη από τα
χρόνια του Σύλλα και του Μοροζίνη περιοχή. Ένας χρονικογράφος λέει πως και
αυτοί οι ψαράδες που είχαν το αραξοβόλι τους, στο παληό και θρυλικό λιμάνι με
τα πέτρινα λιοντάρια, το «Πόρτο Δράκο» όπως το ονόμαζαν οι Βενετοί, αναζητούσαν
καταφύγιο σαν ξέσπαγαν μανιασμένες θύελλες στην παράγκα του Τούρκου
τελωνοφύλακα, γιατί δεν υπήρχε πουθενά «σωτήρια στέγη».
Και όμως ο περίεργος αυτός ξένος, πούχε
φανερωθή στα πειραϊκά χώματα από τη Φραγκιά όχι μόνο εγκαταστάθηκε εδώ, αλλά
και κουβάλησε αργότερα και την γυναίκα του και την κόρη του, κι έκτισε μάλιστα
και σπίτι, το πρώτο σπίτι που είδε ο νεώτερος Πειραιάς, αφού για κάμποσο καιρό
στεγάζονταν σε παράπηγμα.
Η παρουσία του Καϊράκ, (άλλοι γράφουν το
επώνυμό του με ύψιλον) στην πινακίδα το είδαμε με «γιώτα», επισημαίνεται στα
χώματά μας γύρω στα 1766.
Ανάμεσα
στις σελίδες των παλαιών «Οδοιπορικών» των ξένων που είχαν φτάσει τότε στον
Πειραιά-πολλά μ ας είναι ήδη γνωστά μεταφρασμένα και δημοσιευμένα, κατά καιρούς
σε πειραιολογικά κείμενα εντοπίων και Αθηναίων ερευνητών-υπάρχει και μια
αφήγηση ενός ξένου περιηγητή προφανώς Ιταλού πούχε φτάσει στον τόπο μας, έπειτα
από ένα ταξίδι του στην Ανατολή, που αποδίδει στον Καίράκ και μια «σωστική
παρέμβαση του για το σκλαβωμένο γένος». Φυσικά άλλοι ερευνητές είναι
αρμοδιώτεροι από μένα να εξακριβώσουν τη βασιμότητά της, γιατί φοβόμαστε μήπως
δεν πρόκειται περί Ιταλού αλλά μάλλον Αυστριακού οργάνου πάντως των Δυνάμεων
της Ιεράς Συμμαχίας, που προσπαθούσαν να κατατρομοκρατούν τους «ραγιάδες» και
να αποπνίγουν κάθε ελπίδα που γενιόταν στην ψυχή τους για λευτεριά.
Χ. Λ.
Το τρίτο αυτό κείμενο δημοσιεύεται σαν
συνέχεια των προηγούμενων στην ίδια εφημερίδα την Τρίτη 8 Φεβρουαρίου του 1966
πάλι στην πρώτη σελίδα.
ΜΕΡΟΣ
4
ΚΑΙΡΑΚ:
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Αυτός ο περίεργος για την ύποπτη εξιστόρησή
του ξένος περιηγητής, διασώθηκε σε κείμενα των καιρών με το επώνυμο Σκραφάνη.
Αφηγείται λοιπόν στο «Οδοιπορικό» σε ένα ταξιδιωτικό του βιβλίο-χρωστάμε την
μεταφορά του στη γλώσσα μας σε μετάφραση του Κώστα Καλλιγά γιου του μακαρίτη
παλαιού Πειραιώτη διακεκριμένου δημοσιογράφου και νομικού Πάνου Καλλιγά που
συνεχίζει άξια την πατρική δημοσιογραφική παράδοση και καταλέγεται μεταξύ των
πιο επιτελικών συνεργατών του «Βήματος»-ότι είχε γνωρίσει τον Καϊράκ εγκατεστημένο
στην έρημη πειραιώτικη γη και ότι του είχε κάνει εντύπωση τυχοδιωκτικού τύπου.
Τον είχε βεβαιώσει ότι σκόπευε να αποδυθή σε εμπόριο λαδιού και σαπουνιού κάνοντας εξαγωγές στην Μασσαλία.
Ιδού τι αναφέρεται όμως λέξη προς λέξη στο
κείμενό του, σύμφωνα με την απόδοση του προαναφερθέντος εξαίρετου συναδέλφου:
«ένας Γάλλος λεγόμενος Καυράκ παλιότερα
έμπορος, έπειτα από ποικίλες περιπέτειες στη ζωή του, μάζεψε τα λείψανα της
περιουσίας του κι’ είχε ρθη στον Πειραιά, όπου έκτισε στην ακρογιαλιά σπιτάκι.
Σ’ αυτό κατοίκησε με την κόρη του και τη φιλενάδα του. Τα βιβλία του, ο κήπος
του, το ψάρεμα, η γειτονιά των Αθηνών, ο υγιεινός αέρας κι’ η ψυχική γαλήνη
ήταν αρκετά γι αυτόν όπως κάμουν ευτυχή τη ζωή του. Υπεδέχετο όλους όσους
κατέβαιναν από την Αθήνα στον Πειραιά.
Και φθάνουμε σε μια περίεργη εξομολόγηση
του Καϋράκ που την σημειώνει στο Οδοιπορικό του, ο Σκραφάνη.
«Ενώ λοιπόν ζούσε ήρεμα κι’ ευτυχισμένα
μέσα στην Πειραιώτικη ερημοσύνη μονότονα, αλλά σε πλήρη γαλήνη, άκουσε ξαφνικά
σε αργοπορημένη ώρα της νύχτας, μέσα στο 1770 να του χτυπάνε την πόρτα του σπιτιού
του. Ο Καιράκ που έτρεμε τότες τις επιδρομές των πειρατών, άργησε να ανοίξη. Ζήτησε
πρώτα να «κατατοπισθή»ποιοι χτυπούσαν τόσο απρόσμενα την πόρτα. Τον βεβαίωσαν ότι
ήταν Ρώσοι ναύτες, κι όταν άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι και τους αντίκρισε πήγε
και τους άνοιξε, γεμάτος όμως αγωνία, γι αυτήν την απροσδόκητη άφιξη Ρώσων
ναυτών, και την επίσκεψή του στο σπίτι του.
Οι Ρώσοι ναύτες αφού καθυσηχάσουν του
απεκάλυψαν εμπιστευτικά ότι φθάνει εκείνο το βράδυ ένα ρώσικο πολεμικό στο
λιμάνι στο οποίο επέβαινε ο ναύαρχος Αλέξανδρος Παλικούτσης και ότι ήταν
απεσταλμένοι του. Σε ζητάει ο Ναύαρχος να μας ακολουθήσης τώρα στο καράβι για
κάτι σοβαρό να σου πη.
Και
καθώς παρατίθεται και στο χρονικό του Ανθίμου, που αναφέρεται στην αυτή εποχή-ο
Ρώσος ναύαρχος του εμπιστεύτηκε, ότι θέλει να βοηθήσει τους Ραγιάδες να
ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων, είναι δε έτοιμος να φέρει το ρωσικό στόλο,
προφανώς τη μοίρα που διοικούσε για αυτό το σκοπό στον Πειραιά.
…………..
Ο
Καυράκ, πέθανε το 1798, αλλά έμεινε κυρίαρχος του Πειραιά ο γυός του, που
παντρεύτηκε με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών όπως αναφέρεται σε δύστυχο της
εποχής.
Κυρά
Μαριώ του Μαμωνά κι αγγόνι του Αστρακάρη
Μοσιού
Καυράκ σε ζήτησε γυναίκα να σε πάρη.
…………………..
Και αυτό το κείμενο το τέταρτο και
τελευταίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», Τετάρτη 9/2/1966.
Όπως
βλέπει κανείς, αν θελήσει ο όποιος ερευνητής της Πειραίκής ιστορίας να
οργανώσει το πάζλ του προσώπου της δεν έχει παρά να ανατρέξει στις παλιές εφημερίδες
του Πειραιά και να αποδελτιώσει τα διάσπαρτα πάρα πολλά κείμενα διαφόρων
δημοσιογράφων και συγγραφέων, που αναφέρονται αποσπασματικά ή μη σε περιστατικά
της.
Πολλά
από αυτά τα κείμενα που γράφτηκαν σαν ανάμνηση παλαιών Πειραιωτών βρίσκονται τα
στοιχεία και οι πληροφορίες που οι κατοπινοί ιστορικοί χρησιμοποίησαν για να
γράψουν την δική τους ιστορία του Πειραιά.
Υπάρχουν
πάρα πολλά κείμενα που είναι πολύτιμα.
Μακάρι το Πανεπιστήμιο Πειραιά, να αναθέσει σε
φοιτητές του να ασχοληθούν με παρόμοιες εργασίες.
Να
πάψουν να βρίσκονται στην αδιαφορία και την «μούχλα» του Ιστορικού Αρχείου της
πόλης, να βγούν στην ιστορική επιφάνεια και αν αποτελέσουν το υλικό για νέες
έρευνες.
Αλλά
γιαυτό πρέπει και το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου, να μην ανοίγει μόνο για συνταξιούχους,
δηλαδή λίγες μόνο ώρες τα πρωινά, και να στελεχωθεί από ειδικό προσωπικό που θα
γνωρίζουν πως θα βοηθήσουν τους κατά καιρούς ερευνητές της Πειραικής ιστορικής
αυτοσυνειδησίας. Όσο περισσότερες απόψεις ακουστούν τόσο καλύτερο για την
ιστορική έρευνα και την επαναξιολόγηση των τόσα χρόνια επαγγελματικών δεδομένων
αρκετών σύγχρονων αντρών και γυναικών ερευνητών.
Εδώ
θα όφειλε ο Δήμος, συμπολίτευση και αντιπολίτευση να συμπλεύσουν και να
ξοδέψουν χρήματα ή να διαθέσουν από χορηγίες, αντί να θέλουν να κτίσουν το
Παλιό Ρολόι.
Θεέ μου τι νυχτερίδες(και αράχνες) θα
πετάξουν και πάλι πάνω από την πόλη;
Κάνουν
ότι μπορούν για να δικαιώσουν τον δοτό δήμαρχο της δικτατορίας, τον Αριστείδη
Σκυλίτση που βρήκε το θάρρος και το γκρέμισε.
Γιώργος
Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη
δημοσίευση, σημειώσεις και σχόλια, σήμερα, Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2014 που η
πόλη Καρναβαλίζεται.
Πειραιάς,
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014