Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

ΤΕΧΝΗ και ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

    Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθει ειπείν την Θεοτόκο το Χαίρε…


       Η Τέχνη και ιδιαίτερα η θρησκευτική, πέρα από τις όποιες ιδιαιτερότητες του καλλιτέχνη, είναι εκείνη που με ακρίβεια θέτει τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στο άπειρο και το ιστορικά πεπερασμένο, στο ιδεατό και το απτό, στο εξωλογικό και το πραγματικό, στο θείο και το ανθρώπινο, στο συμβολικό και στο οντολογικό, στο αισθητικό και το ηθικό. Η σαγηνευτική της δύναμη είναι που φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα, τους κάνει μετόχους μιας αισθητικής και οντολογικής κοινότητας μέσω των διαφόρων τελετουργικών εκδηλώσεων και πολιτισμικών παραδόσεων, και, τους εντάσσει, μάλλον ευκολότερα σε ένα πνευματικό-μεταφυσικό σύστημα αξιών που πρεσβεύουν οι διάφορες θρησκευτικές δοξασίες και πολιτισμικοί μύθοι.
     Η ένταξη του άφθαρτου, μεταφυσικού στοιχείου στο φθαρτό φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον έγινε με την μεσολάβηση της Τέχνης. Του Λόγου θα γράφαμε που έγινε Τέχνη. Εκείνη είναι που υπόβαλλε την ιδέα του Θείου και του έδωσε το εκάστοτε ιστορικό του περίγραμμα μέσα στην αχαλίνωτη και συνεχώς καλπάζουσα φαντασία και γεμάτη φόβο και δέος ψυχή του ανθρώπου. Το άφατο, το ανερμήνευτο, το δυσκολοπλησίαστο και μυστήριο του αόρατου κόσμου μας έγινε ορατό, ψηλαφιστώ, αποδεκτό και οικείο μόνον όταν σαρκώθηκε από την Τέχνη. Η αποκωδικοποίηση των μυστικών του φυσικού κόσμου και των διαφόρων νόμων που τον κυβερνούν κατέστη δυνατή μέσω της κοινωνικής της λειτουργικότητας.
     Η θρησκευτική ζωγραφική και ιδιαίτερα η Βυζαντινή, για να μείνουμε στον Ανατολικό χώρο της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι που βοήθησε τα άτομα να ξεδιπλώσουν τον ψυχικό τους κόσμο και να τον αποτυπώσουν πάνω στις εικόνες και τους τοίχους των εκκλησιών και μοναστηριών. Με τον τρόπο αυτόν κατάφεραν να τον εξαγνίσουν και να καταστήσουν την ανεικονική τάση τους της μεταφυσικής τους αναζήτησης για μεταθανάτια δικαίωση ορατή. Μια και ο κοινωνικός σκοπός της ζωγραφικής, είναι να καταστήσει ευδιάκριτες τις σκοτεινές αλληγορίες και τα συμβολικά νοήματα της Βίβλου. Ακόμα, η Βυζαντινή ζωγραφική, και γενικότερα η θρησκευτική εικονογραφία, απευθύνεται στο θυμικό και όχι στη λογική του ατόμου-πιστού, επειδή περιβεβλημένη με έναν ιερατικό χαρακτήρα τοποθετεί το ιδανικό της πέρα από τα όρια του Αισθητού, το τοποθετεί στο επέκεινα.
    Των ζωγράφων τις ει θέλει τα της μάχης
Τρόπαια δείξαι, την Τεκούσαν ασπόρως
Μόνην προτάξοι και γράφοι την εικόνα
αεί γαρ οίδε την φύσιν νικάν μόνη,
τόκω το πρώτον και μάχη το δεύτερον…
γράφει μεταξύ άλλων ο ιαμβογράφος Γεώργιος Πισίδης
      Η απεικόνιση της Φλεγόμενης Γαστέρας στην Τέχνη, ανάγεται στην πριν των Χριστιανών ιστορία και παράδοση των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Πριν ακόμα οι Χριστιανοί λατρέψουν την δική τους Έμψυχο Κιβωτό, άλλοι λαοί (δες Αίγυπτος, Μεσοποταμία κ.λ.π.) της μέσης Ανατολής, και της λεκάνης της Μεσογείου-όπως μεταξύ αυτών και οι Έλληνες-είχαν λατρέψει, νιώσει και αφουγκραστεί την χαρά και την έκπληξη της Παρθενογέννησης, αλλά και τον πόνο της αιώνιας θλιμμένης μητέρας-της μάτερ ντολορόζα, της πικρολεβεντομάνας, της δυστοτόκου-που αντικρίζει το ή τα παιδιά της να πεθαίνουν συνήθως πάνω στον ανθό της ηλικίας τους. Πριν προλάβουν να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς της Άνοιξης των πόθων και των ονείρων τους.
Οι ψυχολογικές αιτιάσεις του πόνου και οι τραυματικές εμπειρίες των ανθρώπων, δεν είναι εύκολο να διοχετευτούν μέσα στα κανάλια ενός κοινωνικού ντετερμινισμού, μιας όσο και ξεκάθαρης αν είναι πολιτικής ή επαναστατικής ιδεολογίας. Χρειάζονται τα υπόγεια, αθόρυβα και σκοτεινά συνήθως και αινιγματικά ρεύματα της θρησκευτικής εμπειρίας και την απτή παραστατικότητα των εικόνων και των τοιχογραφιών για να επουλωθούν ή τουλάχιστον να καταλαγιάσουν με την πάροδο του χρόνου. Γιαυτό, η «κλίμαξ επουράνιε, δι ης κατέβη ο Θεός», όπως ψάλλει ο υμνωδός, αποτελεί όχι μόνο το διαχρονικό σύμβολο αλλά και την ενοποιό θηλυκή δύναμη που εισρέει αλλά και μυστικά εγκολπώνεται τον αιώνιο λυτρωτικό Λόγο και του προσδίδει την χρονικότητα που θα τον καταστήσει λειτουργό και κινητήριος δύναμη μέσα στην καθημερινή ζωή και την δυσκολοχώνευτη ιστορία των πιστών.

    Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής,
χαίρε, κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.
     Στα πρώτους χριστιανικούς χρόνους η παράσταση της Παρθένου διαφαίνεται σε δύο χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτό της Μητέρας και εκείνο της Παρθένου, όταν ακόμα οι δύο αυτές θηλυκές ιδιότητες δεν είχαν συγχωνευτεί. Τέτοιες παραστάσεις τις συναντάμε στις Ρωμαϊκές κατακόμβες και στις διάφορες σαρκοφάγους. Όταν το 5ο αιώνα λύθηκε οριστικά το Μαριολογικό πρόβλημα,-όπως αναφέρουν στις μελέτες τους οι διάφοροι Πατρολόγοι- δηλαδή, αν η Μαρία ήταν Χριστοτόκος ή Θεοτόκος και η Παρθένος ανακηρύσσεται ως η όντος Θεοτόκος, οι παραστάσεις στην Τέχνη, θα ακολουθήσου και αυτές με την σειρά τους την εξέλιξη της θεολογικής λατρείας των πιστών και των διαφόρων δογμάτων.
Η παράδοση λέει, ότι ο πρώτος που ζωγράφισε την εικόνα της είναι ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
    Όσον αφορά τώρα, την παράσταση του Ευαγγελισμού, την συναντάμε κατά τον 5ο μετά χριστού αιώνα στον καθεδρικό Ναό του Μιλάνου, όπως και αργότερα, σε άλλες περιοχές της Ιταλίας.
Ο πρώτος αυτός Ευαγγελισμός, είναι ο Ευαγγελισμός κοντά στο πηγάδι. Η γυνή κοντά στο φρέαρ, μια τόσο κοινή και διαδεδομένη παράσταση. Στις παραστάσεις αυτές, η Θεοτόκος κρατώντας υδρία στέκεται κοντά σε ένα πηγάδι ενώ πάνω απ’ αυτήν υπερίπταται ένας άγγελος. Η παρθένος με έκπληξη και απορία είναι στραμμένη προς την φωνή που φέρνει την χαρμόσυνη είδηση. Η παράσταση αυτή, όπως διασώθηκε αργότερα στα Μωσαϊκά του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, πάλι στην Ιταλική χερσόνησο, στον Ελλαδικό χώρο, στην Νέα Μονή της Χίου,(την έχω επισκεφτεί και έχει καταπληκτικής ομορφιάς τοιχογραφίες), αλλά και στις Τοιχογραφίες των Αγίων Αναργύρων της Καστοριάς, ανήκει στον λεγόμενο απόκρυφο Ευαγγελισμό. Που η Παναγία δεν είδε αλλά μόνο άκουσε την χαρμόσυνη φωνή του αγγέλλου.  Κύρια και μοναδική Πηγή για τις απεικονίσεις αυτές, στάθηκαν τα Πρωτοευαγγέλια και το κοπτικό απόκρυφο για την παιδική ηλικία του Ιησού.

      ΣΥ ΕΙ
Η ανήροτος χώρα
Η το θείον βλαστήσασα στάχυν
Η Αυγή μυστικής ημέρας
     Σε αντίθεση με αυτόν των απόκρυφων, ο Ευαγγελισμός σύμφωνα με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης έχει ως εξής:
Το απροσδόκητο συμβάν βρίσκει την Ροδορέουσα Παρθένα, το Ρόδο το Αμάραντο, στο σπίτι της, όπου ο αρχάγγελος Γαβριήλ την επισκέπτεται κρατώντας σκήπτρο, σύμβολο της θεϊκής εξουσίας.
   Την σκηνή αυτή, όπως αναφέρει ο μελετητής Καλοκύρης στο βιβλίο του για την Θεοτόκο, την συναντάμε για πρώτη φορά τον 6ο μετά χριστό αιώνα σε ψηφιδωτή παράσταση της Ρώμης. Όπου, η Πλατυτέρα και τιμιοτέρα των Ουρανών παριστάνεται ως Ρωμαία δέσποινα καθισμένη πάνω σε θρόνο εστεμμένη, και, άνωθεν της παρίσταται ο αρχάγγελος. Σε άλλες παραστάσεις όπως αυτή του καθεδρικού ναού του Παρεντίου, και του Μουσείου της Ραβέννας, η Μαρία είναι καθισμένη και πλέκει.
Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα στην Ρώσικη αγιογραφία, η Πανάμωμος μήτηρ, εμφανίζεται κατά την ώρα του Ευαγγελισμού να έχει στο στήθος της σαν μικρό βρέφος τον Χριστό, και στο πάνω μέρος της εικόνας εικονίζεται ο Θεός.
Σε άλλη εικόνα πάλι, αντί του αγγέλου έχουμε την μορφή ενός μικρού περιστεριού, που συμβολίζει τον μορφοποιημένο Λόγο που κατήλθε στη μήτρα της Παρθένου.
   Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε

    Οι απεικονίσεις όμως του Ευαγγελισμού, όπως και άλλων σκηνών από την ζωή της Μακρινής Μητέρας, δεν σταματούν, ούτε ολοκληρώνονται μέσα στα σχέδια των ζωγράφων. Αλλά, γίνονται αφετηρία για τον πιστό, γίνονται ανάμνηση και υπόμνηση για έναν άλλο τρόπο ζωής. Για μια νέα σχέση με τον εαυτό του, μια άλλη προσέγγιση του κόσμου, ένα διαφορετικό μυστικό πλησίασμα με το Θείο. Απαλλαγμένος από την φθορά της άγνοιας, γίνεται η αρχή για μια βιωματική εμπειρία και συνάντηση της ιστορικής μνήμης του παρελθόντος με τις καθημερινές αιμάσσουσες στιγμές του παρόντος χρόνου.
Νανωλιώτισσα (Ρόδος)
Νεοφάνεισα(Σαλαμίνα)
Νεροχιονίτισσα(Κρήτη)
Σαληλικιού
Φιδοποταμιανή(Κεφαλλονιά)
Φοβερά προστασία(Άθως)
Σκουλουδού(Μύκονος)
Παναγιά της Σάρκας(Παναγιά, Κύπρος)
Ντολιανή(Καστοριά)
Είναι ελάχιστα από τα εκατοντάδες προσωνύμια της Παναγίας στον Ελλαδικό χώρο.
   Τελειώνοντας την μικρή αυτή αναφορά, ας ακούσουμε τον λόγο ενός αηδονολάλητου ποιητή του Ρωμανού του Μελωδού:
 Ω φαεινή, φλόγα ορώ και ανθρακίαν κυκλούσαν σε,/
δια τούτο Μαριάμ εκπλήττομαι,/
φυλάξου με και μη φλέξης με,/
κλίβανος πλήρης πυρός εγένετο άφνω η άμεμπτος γαστήρ σου μη συν χωνεύση με δέομαι αλλά φείσαι μου….

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιά» αριθμός 13056/27-Μαρτίου 1989.

      Η Μορφή της Παναγίας

    Η Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος, ήτον σεμνή και σεβασμία κατά πάντα, ολίγα και αναγκαία λαλούσα, ήτον ογλήγορος εις το να υπακούη και ευπροσήγορος ετίμα όλους και επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον και σύμμετρον ή ως άλλοι λέγουσι, το μέγεθος είχεν υψηλότερον από το μέσον, δεν επαρρησιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτον μακράν από κάθε ταραχήν και μθυμόν, το χρώμα του Θεοδόχου της Σώματος ήτον όμοιον με το χρώμα του σιταριού, είχε ξανθάς τας τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραϊσμένους με κόρας οξείς και ομοίας με την ελαίαν, και καλλυνομένους με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς, είχε τα οφρύδια μαύρα κυκλικώς εσχηματισμένα είχε την μύτην ομαλήν και ευθείαν τα πανάμωμα χείλη της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα, και γεμάτα από την των λόγων γλυκύτητα. Είχε ιεροπρεπές πρόσωπον όχι στρογγυλόν, αλλά ολίγον μακρύ, είχε τας θεοδόχους χείρας της μακράς ομοίως και τους δακτύλους των χειρών μακρούς και τετορνευμένους με λεπτότητα, ήτον ανθυπερήφανος και ανεπίδεικτος είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν…

Γράφει ανάμεσα στα άλλα στον «Κήπος Χαρίτων» ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Τα δε προσωνύμια της Παναγίας είναι από το βιβλίο του Δημητρίου Καρέλλη, «Προσωνύμια της Παναγίας», εκδόσεις Ρόπτρον-Αθήνα 1998.

Δια χειρός ελαχίστου,
Πειραιάς, Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου 2014

Παραμονή Αγίου Χαραλάμπους.                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου