Κυριακή 27 Απριλίου 2014

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ-ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

                   «Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο»

                                                       Οδυσσέας Ελύτης

          Η λαϊκή μας παράδοση δεν είναι μόνο μια κλεισμένη στον εαυτό της πραγματικότητα που αρνείται με πείσμα κάθε καινούργιο επίτευγμα της ανθρώπινης διάνοιας, για να διατηρήσει με ιστορική έπαρση και εθνικιστικό μεγαλείο αλώβητο το δόγμα της, όπως πίστευαν οι Ευρωπαίοι και Έλληνες ρομαντικοί του 18ου και 19ου αιώνα. Αλλά ήταν και είναι μια εύπλαστη στάση ζωής που ενστερνίζεται,-αργά σίγουρα και με έντονες θρησκευτικές αγκυλώσεις- τις παγκόσμιες κοσμοϊστορικές αλλαγές που συμβαίνουν εκτός Ελλαδικού χώρου και αφομοιώνει με τον δικό της τρόπο οτιδήποτε τις είναι απαραίτητο. Η λαϊκή παράδοση που μέχρι πρόσφατα στον κύκλο ζωής, ακολουθούσε τον θρησκευτικό μάλλον χρόνο περισσότερο παρά τον ιστορικό, και ανάλογα διαμόρφωνε τις κατά καιρούς πολιτιστικές της συνιστώσες και την ιδιαίτερή της οντολογία, με την άνοδο της αστικής και μικροαστικής τάξης στον Ελλαδικό χώρο, έχει υποχωρήσει αισθητά αν δεν έχει τελείως πλέον εξαλειφθεί, μια και κυρίως, στηρίζονταν στην αγροτική κοινωνία. Τα αγροτικά και κτηνοτροφικά κυρίως στρώματα και οικογένειες είναι αυτά που διατήρησαν στο βάθος των αιώνων και κράτησαν μέσα στον κύκλο του βίου τους και συντήρησαν αυτό που ονομάζουμε λαϊκό πολιτισμό, με την αρχοντική του λαϊκή ταυτότητα και την ακατέργαστη και αυθεντική του λειτουργικότητα. Ο Ελληνικός λαϊκός και μεταφυσικός-θρησκευτικός πολιτισμός, δεν βρίσκεται έξω από την του Ελληνικού Έθνους Ιστορία, ούτε αποτελεί μια μουσειακή ανάμνηση, αλλά είναι μια καρποφόρος μήτρα που γονιμοποιεί ακόμα-τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω-την αέναη ροή του Ελληνικού ιστορικού γίγνεσθαι. Σίγουρα οι εποχές και οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά, η Ελλάδα έπαψε να είναι ένα κλειστό χωριό απομονωμένο από τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, η Ελληνική κοινωνία μετέχει πλέον μέσω της ένταξής της στην μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια στα διεθνή τεκταινόμενα, έχοντας πλέον ένα ρόλο να παίξει με τους ορθούς πολιτικούς, διπλωματικούς και οικονομικούς χειρισμούς της, οι Έλληνες, όλοι εμείς, απολαμβάνουμε με μεγαλύτερη άνεση και ευκολία τα πολιτιστικά και οικονομικά αγαθά που εδώ και αιώνες έχουν κατακτήσει με αγώνες, επαναστάσεις και θυσίες οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί-και εννοώ τα κεντρικά και βόρεια κράτη της γηραιάς ηπείρου και όχι τα βαλκανικά- η φωνή των Ελλήνων με όλο το ιστορικό και πολιτιστικό βάρος που αυτή φέρει μέσα της, ακούγεται στα πέρατα της οικουμένης. Ούτε η Ελληνική Ιστορία σταμάτησε στο ερμηνευτικό μοντέλο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου ούτε οι πολιτιστικές της ταυτότητες στις θεσπέσιες περιγραφές και καταγραφές της Αγγελικής Χατζημιχάλη, η Ελλάδα αλλάζει δραματικά και επίπονα, γνωρίζοντας πιά, ότι δεν μπορεί να επικαλείται μόνο τα Αρχαία της κλέη ούτε τα μετέπειτα Βυζαντινά θρησκευτικά μεγαλεία,-που και αυτά, άλλοι παλαιότεροι κάτοικοι τα δημιούργησαν-αλλά οφείλει να δημιουργήσει την δική της σύγχρονη ταυτότητα, να καλλιεργήσει τον σύγχρονο προσωπικό της πρόσωπο μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη πλέον διεθνή κοινότητα, και, όσα από τα πολιτιστικά ή εθνικιστική βαρίδια της είναι άχρηστα να τα αφήσει πίσω, όσα όμως της είναι ακόμα χρήσιμα και λειτουργικά να τα διατηρήσει με ζήλο και σοβαρότητα και να τα γονιμοποιήσει με το νέο πολιτισμικό και εθνικό πνεύμα. Δεν είμαστε ούτε ο ομφαλός της γης, ούτε το κέντρο του πολιτισμικού ενδιαφέροντος ανά τους αιώνες μέσα στο διεθνές γίγνεσθαι, είμαστε και εμείς ένας λαός με τα πάθη και τις αρετές του, με τα μεγαλεία και τα ηρωικά του κατορθώματα αλλά και τις πολλές πολιτικές και κοινωνικές ανοησίες, με τα πολλά διπλωματικά και στρατηγικά λάθη και τις έντονες και αιματηρές εσωτερικές διαμάχες, που στοίχησαν σε θυσίες και αίμα αν όχι περισσότερες τουλάχιστον ίσες με εκείνες των εξωτερικών επιβουλών. Το Ελληνικό έθνος από δικά του περισσότερο λάθη, έχασε και εδάφη και το τρένο της ανάπτυξης, η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από οπισθοδρομικές πολιτιστικές, κοινωνικές και πολιτικές επιλογές, είναι γεμάτη από ομφαλοσκοπικές εθνικές μεγαλαυχίες, είναι συνεχώς κατακερματισμένη από διάφορες φατρίες και άκαιρες δογματικές αντιλήψεις που καθηλώνουν και εμποδίζουν την όποια διαφορετική αντίληψη, ερμηνεία και θέση σύγχρονης ζωής.
Η λαϊκή μας παράδοση σαν μέρος της ταυτότητας της σύνολης Ελληνικής Ιστορίας, μπορεί να διατηρήσει την αυθεντική και όχι την μιμητική έκφρασή της ακόμα και σήμερα που οι καιροί έχουν αλλάξει καταλυτικά, μπορεί να κρατήσει την δημιουργική μαγεία του παρελθόντος της χωρίς να ποδηγετεί την σύγχρονη κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Γιατί παράδοση λαϊκή, δεν είναι οι διάφορες διασκευές των δημοτικών μας τραγουδιών που ακούγονται στα σύγχρονα «σκυλάδικα», ούτε ο κάθε πικραμένος τάχα μου αοιδός που ακούγεται να άδει δημοτικά, νησιώτικα, ηπειρώτικα με την ίδια ευκολία που τραγουδά την Δαλιδά, και τον Ανταμό, ούτε μπορούμε να κυκλοφορούμε με την φουστανέλα όπως ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, και να οικοδομούμε με νεοκλασική τεχνική του 19ου ή του 20 αιώνα, οι καιροί άλλαξαν και ευτυχώς, οι νέες γενιές οφείλουν να δημιουργήσουν το δικό τους στιλ και την δική τους ταυτότητα, κρατώντας τα δημιουργικά και λειτουργικά στοιχεία των παλαιότερων. Μπορεί να μην ζυμώνουν πλέον οι γυναίκες στα σπίτια τους, αλλά δεν είναι δύσκολο να διατηρήσουν την παραδοσιακή Μεσογειακή Μαγειρική, αντί των πικάντικων Μεξικάνικων λιχουδιών, μπορεί να μην υφαίνουν στον αργαλειό, αλλά μπορούν μάλλον να κεντήσουν ή να πλέξουν τα ζιπουνάκια για τους κανακάρηδες και τις τσούπρες που μεγαλώνουν, μπορούν αν θέλουν οι τεχνίτες και οι μαστόροι να βάλουν το δικό τους προσωπικό μεράκι στο οικοδόμημα που χτίζουν, και η εκκλησία σαν μακραίωνος θεσμός έχει χάσει πια την λατρευτική της αυθεντικότητα, οι ιερείς μεγαφωνίζουν σαν ντίβες σε σανίδι, ή σου ρίχνουν κάτι αμανέδες που λες και βρίσκεσαι στα βάθη της Ανατολής και καπνίζεις τον ναργιλέ σου, το δε εκκλησίασμα περισσότερο παρατηρεί τα καινούργια άμφια των ιερέων και το τι φοράει οι άλλοι παρευρισκόμενοι, παρά ακούει τον λόγο του Ευαγγελίου και προβληματίζεται πάνω σε αυτό. Οι δε κηδείες, έχουν καταντήσει κοσμικές εκδηλώσεις με μαύρες τουαλέτες και καφέ νερομπούλια για το συχώριο, στο καφενείο των συλλυπητηρίων, και παξιμαδάκι τόσο φρέσκο, που μπορείς να χάσεις δόντι από το μάσημά του.
Οι δε γάμοι, αυτοί και αν είναι βγαλμένοι από το Αμερικάνικο σίριαλ της γνωστής «Τόλμης και Γοητείας», θέλω να πω, ότι ο Αγγλοσαξονικός και ιδιαίτερα Αμερικάνικος τρόπος ζωής έχει τόσο εισβάλει-με την θέλησή μας φυσικά-τόσο μέσα στην ζωή μας, που έχει ανατρέψει τα πάντα. Αν αυτός είναι ο αδήριτος νόμος της Ιστορίας, τότε όλα ας καταργηθούν και ας ξανά οικοδομηθούν από την αρχή. Εκτός και αν όπως το λέει το τραγούδι «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν και μένα τα χεράκια σου…».                 
         Για να μπορέσει να νιώσει κανείς την βαθειά και πολυπρόσωπη λατρευτική και πολύπρακτη τελετουργική παράδοση του απλού και λαϊκού ανθρώπου, θα πρέπει να διαθέτει θρησκευτική πνοή ψυχής, να νιώθει την θεατρική μαγεία των δρώμενων που διατηρούνται αναλλοίωτα εδώ και αιώνες, καλλιέργεια πολιτιστική, και ποιητικό οίστρο. Να έχει τόση και τέτοια διάθεση ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει την τόσο πολύχρωμη και ποιητική εκφραστική της ταυτότητα, γιατί σίγουρα η λαίκή μας παράδοση έχει μια λειτουργική και δυναμική ταυτότητα, που εξέφραζε τις μύχιες επιθυμίες και ευαισθησίες του λαού μας.
         «Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
         Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη»
       Ας σταθούμε όμως με την πρέπουσα ευλάβεια στο εορταστικό ορθόδοξο πανελλήνιο διάκοσμο του Αυγούστου, και ιδιαίτερα στο Μικρό Πάσχα του Καλοκαιριού, όπως συνηθίζουν να λένε την εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που είναι το αποκορύφωμα και σχεδόν το τέλος της Καλοκαιρινής περιόδου και η αρχή της νέας εποχής.
          «Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
            Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί»
         Αύγουστος, ο 8ος μήνας του έτους. Ο οπωροφόρος αυτός μήνας θεωρείται ο πιο πλούσιος και ο πιο καλόδεχτος μήνας του χρόνου. Τα προσωνύμιά του είναι πάρα πολλά. Τον ονομάζουν Γυαλιστή, Σταφυλά, επειδή γυαλίζει και ωριμάζει τα συκοστάφυλα που είναι σε αφθονία αυτή την εποχή. Ακόμα στο νησί της Μυκόνου(και του Πέτρου του γνωστού πελεκάνου) τον αποκαλούν και Τραπεζοφόρο, για τις διάφορες και ποικίλλες λιχουδιές του, αλλά, και Πεντεφά, γιατί μας προσκαλεί πέντε φορές την ημέρα στο τραπέζι.
        «Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
          Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία»
        Το κύριο όμως όνομά του, ο Αύγουστος, το χρωστάει στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Οκταβιανό, που οι Ρωμαίοι, του έδωσαν την προσωνυμία Augustus, δηλαδή σεβαστός, επειδή αύξησε τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και την ακμή της. Και ονόμασαν με την ίδια λέξη τον Έκτο μήνα του Ημερολογίου τους, που μέχρι τότε λεγόταν Sextilis (έκτος). Όπως πάλι, και ο προηγούμενος του Αυγούστου μήνας, ο Ιούλιος, χρωστάει το όνομά του στον πασίγνωστο και δοξασμένο Ιούλιο Καίσαρα, αυτόν που ήταν γυναίκα όλων των ανδρών, και άντρας όλων των γυναικών. Σύμφωνα όμως με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο Ιούλιος είχε 31 ημέρες, ενώ ο Αύγουστος μόνο 30 και αυτό, θα ήταν προσβολή για τον Αυτοκράτορα, γιαυτό αποφάσισαν να πάρουν μία μέρα από τον Φεβρουάριο που είχε τότε 29 ημέρες και να την προσθέσουν στον Αύγουστο, έτσι με τον τρόπο αυτόν ο μήνας Αύγουστος απέκτησε 31 ημέρες, ενώ ο Φλεβάρης έμεινε με 28, και τον αποκαλούν κουτσοφλέβαρο.
           «Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
             Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται»
         Παλιότερα, την πρωταυγουστιά, ο ιερέας γύριζε στα σπίτια των ξωμάχων γεωργών και έκανε αγιασμό για τα σπαρτά των νοικοκυριών, με το που θα σήμαναν τα σήμαντρα την πρωτομηνιά, οι γεωργοί έκαναν τον σταυρό τους, ψιθυρίζοντας το «Παναγιά μπαίνει κι νηστεία αρχίζει» και κινούσαν για την εκκλησία να πάρουν το αγίασμά τους. Με το αγίασμα αυτό, ράντιζαν τα αμπέλια τους, τα περιβόλια τους, τα σπαρτά τους, τους κήπους τους και γενικά τα χωράφια τους. Σκορπίζανε ακόμα, λίγες σταγόνες αγιασμού ανάγυρα στο σπιτικό τους για το καλό και την υγεία τους, και ύστερα με το υπόλοιπο αγίασμα πήγαιναν στο πρώτο αμπέλι να το αγιάσουν και να κόψουν τα πρώτα σταφύλια, τα πρώτα μαυρομάτικα και γλυκάδια όπως λέγαν.
        Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ Ουρανού και είδε, και επίσκεψον την Άμπελον ταύτην ην εφύτεψε η δεξιά σου» όπως ψάλλουν μέσα στους ναούς.
         Σε πολλά μέρη της Ελλάδος η πρώτη του μήνα θεωρείται ως η έναρξη της νέας χρονικής περιόδου και συνοδεύεται με πολλά από τα λεγόμενα «διαβατήρια» έθιμα, που κοσμούν την παράδοσή μας.
           «Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
             Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου»
          Στην Λέσβο την παραμονή της πρωταυγουστιάς, ανάβουν στα τρίστρατα φωτιές-τις λεγόμενες καψάλες-και τις υπερπηδούν φωνάζοντας: «Ω καλώς τον Άκστο», «Σύκα και τσάι και καρύδια, τσαι καλά σταφύλια!». Πιστεύουν ακόμα, ότι ξημερώνοντας η μέρα ανοίγουν οι ουρανοί, και ο Θεός ακούει πιο καλά τις προσευχές και τα αιτήματά των ανθρώπων.
Στην Ίμβρο-πριν γίνει Τουρκική-οι κάτοικοι πηδούσαν τον φανό λέγοντας: «Άχστε, Παράχστε, σαν απ’ μ’ αύρις να μ’ αφήσης!».
Στην Τήνο-που βρίσκεται και ο Ναός της Μεγαλόχαρης-αλλά και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων την ημέρα αυτή, οι κάτοικοι σκορπάνε μέσα στα σπίτια τους πρωί-πρωί, άμμο, για να τους φέρει η Μοίρα αμέτρητα καλά κι ευτυχία.
          «Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος
            η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη
            η Κως, η Ίος, η Σίκινος»
         Στην Ζαγορά της Ηπείρου, οι κάτοικοι σηκώνονταν πολύ πρωί, έμεναν νηστικοί και δεν έτρωγαν ούτε έπιναν τίποτα και πρωτοέτρωγαν τα λεγόμενα κόκκινα κράνα, για να είναι γεροί και δυνατοί όλη την χρονιά. Οι νοικοκυρές πάλι, καθάριζαν τα χάλκινα αγγεία τους και όλα τα μεταλλικά σκεύη του σπιτικού τους, για να μην υπάρχει ίχνος από «άρτεμα» πάνω σε αυτά γιατί θεωρούσαν τις νηστείες που άρχιζαν σαν τις πιο αυστηρές και τις πιο σημαντικές που όφειλαν να τηρήσουν με ευλάβεια.
         Στις Κυδωνιές, οι νοικοκυράδες έβραζαν ένα πιάτο ελιές, μισές μαύρες, μισές ξανθές-άσπρες-και τις έστελναν στην γειτονιά, σε όσους δεν είχαν να φάνε σε ανάμνηση των νεκρών της οικογένειας.
            «Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
              ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
              η Τραμουντάνα, η Όστρια»
          Τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου, όπως και του Μάρτη, έχουμε τις λεγόμενες Δρίμες ή Κακογουστιές ή Σαπίαι(όπως λένε στα μέρη του Πόντου), ή Αλουστίνες (στο νησί της Σύμης). Δρίμες είναι οι πρώτες έξι μέρες του μήνα που ο λαός τις θεωρεί δυσοίωνες. Είναι οι μέρες στις οποίες πιστεύουν ότι είναι συγκεντρωμένη μια οξύτητα, μια δριμύτητα, μια επίδραση κακή ανεξιχνίαστων και ανεξέλεγκτων κρυφών φυσικών δυνάμεων, γιαυτό φοβόντουσαν να λουστούν, να κουρευτούν, ή να πλύνουν τα σκουτιά τους-τις διάφορες φορεσιές τους-γιατί πίστευαν ότι θα πέσουν τα μαλλιά τους ή θα βγάλουν εξανθήματα ή θα σκιστούν τα ρούχα τους αν έκαναν δουλειές αυτές τις πρώτες μέρες του μήνα. Και αν αναγκάζονταν να εκτεθούν στους παραπάνω κινδύνους τοποθετούσαν προληπτικά μέσα στο νερό ακόμα και όταν πότιζαν τους κήπους, ένα σιδερένιο καρφί ή ένα πέταλο για να γίνουν σιδερένιοι, συμβολικά και οι ίδιοι και τα πράγματα και τα κτήματά τους.
Αυτήν την συνήθεια, την πρόλαβα και εγώ στον Πειραία όπου κατοικούσαν νησιώτες ή και μικρασιάτες, έβαζαν μεγάλα καρφιά μέσα σε νερό, ή μέσα σε ένα ποτιστήρι και τα σταύρωναν, οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες μάλιστα έβαζαν την φούχτα τους και έπιναν λίγο νεράκι για να έχουν σιδερένια υγεία όπως πίστευαν.
          Στην επαρχία, και στα χωριά, οι τσοπάνηδες είχαν ακόμα την σκυλομαντεία, σηκώνονταν το πρωί και κοίταζαν τους σκύλους τους πως κοιμόντουσαν και ανάλογα, πίστευαν ότι θα είχαν καλό ή κακό χειμώνα.
Από την πρώτη του μήνα, αρχίζουν και τα γνωστά μερομήνια, η πρόγνωση του καιρού από μετεωρολογικές παρατηρήσεις, που γίνονταν στις 6, στις 12 ή 14 πρώτες μέρες του μήνα. Μηνολογιάζουν από τον καιρό δηλαδή που θα κάνει κάθε μέρα, και μάντευαν τον καιρό που θα κάνει κάθε μήνα του επόμενου χρόνου.
Παρόμοια πρόγνωση του καιρού έχουμε και σε άλλες μέρες ή εποχές του έτους. Παραδείγματος χάρη την πρωτοχρονιά, των Θεοφανείων, του προφήτη Ηλία κ.λ.π.
Οι δοξασίες αυτές, είναι παμπάλαια διασωθέντα λείψανα αρχαίων τρόπων πρόγνωσης του καιρού μέσα από αστρολογικές παρατηρήσεις. Τις συναντάμε στον Όμηρο-οι γνωστοί οιωνοσκόποι-και αλλού, αλλά και στα γνωστά Καλενδάρια των αρχαίων Ρωμαίων που μάντευαν με παρόμοιο τρόπο τις καιρικές συνθήκες του έτους.
            «Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
              Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα»
         Από την ημέρα αυτή, αρχίζει η μεγάλη νηστεία προς τιμή της «τον χουν ουρανώσασα», «της μεγάλης ποτισμένης γης», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, της Παν-αγίας.
         Η Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι μία από τις μεγάλες εορτές του χρόνου, γιαυτό και η επέτειος της ανάληψής της θεωρείται σαν το «μικρό Πάσχα του Καλοκαιριού». Τα θεοτοκωνύμιά της είναι άπειρα, οι εκκλησίες που είναι αφιερωμένες στο όνομά της επίσης, τα περισσότερα βαπτιστικά των γυναικών είναι Μαρία ή άλλα που έχουν σχέση με αυτό.
Ο Ελληνικός λαός, ένας πανάρχαιος λαός ανέκαθεν μητριαρχικός τρέφει μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό για την πονοστεφανωμένη αυτή παρθένα, την «Νύμφη ανύμφευτε», που στο πρόσωπό της, ένωσε την αιωνιότητα με την ελπίδα. Όπως έτρεφε και έναν παράλληλο ιστορικό σεβασμό, προς όλες τις γυναικείες θεότητες της αρχαίας παλαιάς εθνικής θρησκείας.
Αλλά, όχι μόνον ο Ελληνικός λαός, οι μεγάλες προϊστορικές Σεληνιακές θεότητες, όπως υπήρξαν: η Αστάρτη της Συρίας, η Έπονα των Κελτών, η Ίσιδα της Αιγύπτου, η Οστάρ, η Μάμακίγια, η Πότνια Θηρών των αρχαίων Κρητών, η Αρτέμης της Μικράς Ασίας, και άλλες μεγάλες και μικρότερες γυναικείες θεότητες, που υπήρξαν Μητέρες και ταυτόχρονα Σύζυγοι των μοναχογιών τους, δεν αντιπροσώπευαν παρά το μεγάλο αέναο διαχρονικό σύμβολο, αυτό της Μεγάλης Μητέρας, του παγκόσμιου αρχέγονου συμβόλου της γονιμότητας.
Ας θυμηθούμε την συγχώνευση της έννοιας γυναίκας-παγκοσμιότητα-σε εκείνη την άβυσσο που λεγόταν mundus, που οι αρχαίοι Ρωμαίοι θεωρούσαν σαν είσοδο του Κάτω Κόσμου, του βασιλείου της μητέρας γης, που βρίσκονταν στο κέντρο της Ρώμης, στο Εκκλησιαστήριο  και το στρογγυλό στόμιό της, ήταν σκεπασμένο με μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα την γνωστή lapis manalis και σε τρεις ορισμένες μέρες του χρόνου, άνοιγαν το πηγάδι και θυσίαζαν καρπούς, που ο συμβολισμός τους είναι φανερός, η θυσιαστική προσφορά των καρπών και ρίξιμό τους στο πηγάδι, συμβόλιζε την αιώνια μήτρα, και έδινε έμφαση στον πόθο για αναγέννηση και καρποφόρα δημιουργία.
         Η σημερινή μέχρι των ημερών μας ευλάβεια προς τον «έμψυχο ναό του αχωρήτου Υψίστου», όπως αποκαλεί την Θεοτόκο ο άγιος Μόδεστος των Ιεροσολύμων, δεν είναι μόνο η ευλάβεια της προχριστιανικής λατρείας της παλαιάς μητρικής θεότητας που απέδωσαν με την πάροδο του καιρού στην νέα μορφή, τις παμπάλαιες αυτές ιδιότητες αλλά είναι η νέα Ζωή, η νέα ζωή η ελπιδοφόρα σύμφωνα με την παράδοση της χριστιανικής παράδοσης. Είναι η καινούργια ατραπός που οδηγεί στην αιώνια ελπίδα. Είναι η κάθε μάνα, που σαν άλλη αρχαία θεά «Αθηνά σύννους» σε όλες τις Ηπείρους, κάθε στιγμή αγωνιά και προσεύχεται και συμπαραστέκεται με το βουβό σπαραγμό που ταιριάζει στην αξιοπρέπειά της, και το πάθος του πόνου της που απορρέει από την θέση της σαν μητέρα, μπροστά στον απεγνωσμένο και καταρρακωμένο από την ζωή γιό της.
Γιατί, ακόμα και η Ανάσταση, θα ήταν μάταιη όπως γράφει χαρακτηριστικά ένας ορθόδοξος ιερέας, ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάαι (D. Staniloae):
«Έτσι η πράξη της Ανάστασης του Χριστού που αποτελεί τη βάση για τη μελλοντική μας Ανάσταση δεν θα είχε γίνει, αν προηγουμένως δεν είχε συλληφθεί από την Παρθένο κι αυτή  η σύλληψη πραγματώθηκε δια της θείας υπόστασης του Χριστού, στην οποία όμως συνέβαλε και η προετοιμασία της μητέρας του».
          Η εικονογραφική θεματογραφία της Κοιμήσεως, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη σε έκταση εικονογραφική σύνθεση του ορθόδοξου ναού και ιστορείται συνήθως στον δυτικό τοίχο , πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού. Οι πιο γνωστές παραστάσεις είναι αυτές των ψηφιδωτών της Μονής του Δαφνίου, της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, της Μαρτοράνα του Παλέρμου της Ιταλίας, των Αγίων Αποστόλων στην Θεσσαλονίκη και άλλων γνωστών ή λιγότερων γνωστών εκκλησιών.
         Πολύτιμος και αμάραντος θησαυρός δεν είναι μόνο όμως οι εικονογραφίες, αλλά και η πλούσια Υμνογραφία των Εορτών της, που με την διαχρονική της οικειότητα, έχει χαρίσει στο λαό μας δύο σημαντικά στοιχεία, αυτό της ποίησης και του υμνολογικού μεγαλείου της που πλαισιώνεται πάντα από την Ελληνική φύση και ζωή της υπαίθρου και από αυτό της πλούσιας και μαγευτικής γλώσσας, που με το κομψό λάξευμά της και το μουσικά τορνευμένο ύφος της σε μια λατρευτική διατύπωση, παραμένει πολύτιμη παρακαταθήκη λέξεων, ιδεών, εικόνων, εννοιών, συναισθημάτων, προθέσεων, καταστάσεων, μια αστείρευτη εθνική πηγή ζωής.
         Μπροστά λοιπόν στην αγνή μορφή της, με το θλιμμένο χαμόγελο, ο λαός με την απλή του ευσέβεια και την ακατέργαστη πίστη του, στάθηκε γονατιστός πολλές φορές και γέμισε τις πηγές της ψυχής του με δύναμη και ελπίδα, κουράγιο και καρτερικότητα, παρηγοριά και ανάταση.
         Πάμπολλα είναι τα Πανηγύρια που γίνονται της μετάστασής της προς την αιώνιο ζωή, όπως λέει η διδασκαλία της εκκλησίας σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και όπου υπάρχει Ελληνισμός.
Εκτός από το πανελλήνια και παγκόσμια γνωστό αυτό της Τήνου, όπου βρίσκεται ο ναός και η θαυματουργική εικόνα της Μεγαλόχαρης, και χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν κάθε χρόνο, έχουμε τις ιδιαίτερες και χαρακτηριστικές εορταστικές εκδηλώσεις στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου, στον Ροδίτη της Κοζάνης που συνηθίζουν να παραθέτουν στους προσκυνητές κοινή τράπεζα σύμφωνα με τις παλιές συνήθειες και τα έθιμα.
Στην Μονή Μυροκάστρου στα Σιάτιστα που σχηματίζουν πομπή προς την Μονή οι κάτοικοι, οι οποίοι την επισκέπτονται έφιπποι σε σελωμένα άλογα, που τα στολίζουν με κόκκινες φλοκάτες και λουλούδια. Αλλού, στην Σαμαρίνα της Πίνδου, με την Τρανή Παναγιά, οι κάτοικοι με λουκούμια και μικρά μπουκάλια ούζο, ταξιδεύουν στα κοντινά χωριά και φιλεύουν και φιλεύονται από τους κατοίκους. Στην Αγιάσο της Λέσβου που βρίσκεται η ονομαστή Παναγιά η Βρεφοκρατούσα, όπου από την πρώτη του Αυγούστου οι προσκυνητές μαζεύονται στα κελιά και τον αυλόγυρο της εκκλησίας όπου δεκαπεντίζουν, διανυκτερεύοντας στην ύπαιθρο.
Στο Οξύλιθο της Ευβοίας, όπου σύμφωνα με ένα πατροπαράδοτο έθιμο σφάζουν ένα βόδι. Στο νησί της Κιμώλου και της Ικαρίας, ψάλλουν τον Επιτάφιο θρήνο της Κοίμησης και περιφέρουν τον Επιτάφιο στους δρόμους της πόλης και πολλά άλλα πατροπαράδοτα λαϊκά έθιμα που διατηρήθηκαν ανά τους αιώνες και έκαναν την απλή και φτωχή ζωή των ανθρώπων ένα πανηγύρι τις ημέρες αυτές.
         Τα έθιμα, τα ήθη και τα λειτουργικά θεατρόμορφα δρώμενα την ημέρα αυτή είναι πάρα πολλά, γιατί πολλές πάμπολλες είναι και οι μικρές και μεγάλες εκκλησίες διάσπαρτες σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο οι αφιερωμένες στο όνομά της, καθώς και σύμφωνα με την παράδοση και τα θαύματά της. Ας μην ξεχνάμε και το Περιβόλι της Παναγίας που λέγετε το Άγιο Όρος.
Εκατοντάδες είναι επίσης και τα επίθετα με τα οποία έχουν κοσμήσει την Παρθένο ο απλός λαός, μέχρι και παξιμαδοκλέφτρα την είπε η λαίκή ποιητική φαντασία.
Θα άξιζε να γίνει μια συστηματική ανά τοπική περιοχή μελέτη κάποτε για τον γλωσσικό αυτό πολύτιμο θησαυρό, και ας μην μας διαφεύγουν και τα Ομηρικά και άλλα επίθετα με τα οποία κοσμούσαν τους αρχαίους Θεούς και τις Θεές τους οι αρχαίοι συγγραφείς. Το δέντρο της παράδοσης είναι ενιαίο, μόνο τα κατά καιρούς σύμβολα αλλάζουν μέσα στους αιώνες με τις αλλαγές των ιστορικών συνθηκών.
      Ας κλείσουμε την μικρή αυτή περιδιάβαση στο μικρό Πάσχα του Καλοκαιριού και την αναφορά στην Κοίμηση της Θεοτόκου, με ένα απόσπασμα του Νικολάου Καβάσιλα από το γνωστό του βιβλίο:
«Τις αρκέσει λόγος προς την σήν, ω μακαρία, δικαιοσύνην, τας του Σωτήρος προς σε χάριτας, τας σας προς το κοινό των ανθρώπων;»
Ποιός λόγος είναι αρκετός για να υμνήση, ω μακαρία, την αρετή σου, τις χάριτες που σου δώρισε ο Σωτήρας, αυτές που Συ δώρισες στην κοινωνία των ανθρώπων;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Η Φωνή του Πειραιώς» σε δύο συνέχειες. 11-Αυγούστου 1988, και 12-Αυγούστου 1988, φύλλα 12900 και 12901, σελίδες 1 και 4.
Πειραιάς, Κυριακή 26 του Απρίλη.
Του Άπιστου Θωμά σήμερα,

γενικά των Άπιστων και των Απιστιών από συγγενείς, φίλους και φίλες,  εραστές και ερωμένες, συναδέλφους και συναδέλφισσες, πολιτικούς και παρατρεχάμενους της εξουσίας, διανοούμενους και ιδεολόγους, συγγραφείς και καλλιτέχνες, απλούς ανθρώπους της φτώχειας και του πλούτου, ιερείς και μοναχούς,  και χριστιανούς, πιστούς και απίστους, γενικότερα, είναι μια εορτή Ελληνική, που λίγο ή πολύ μας εκφράζει όλους μας ιδιαίτερα στις μέρες μας που τα πάντα είναι πανηγυριώτικα και άθλια εξαργυρώσιμα.                                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου