Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Σωτήρης Σκίπης

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Λαοί της Γης, τους τρόμους σας,
τ’ απελπισμένα δάκρυά σας,
τα πένθη των ψυχών σας, σταματήστε…
Είμαι η Εικοστή Ογδόη Οκτωβρίου!
--
Απρόσμεντη, ανεπάντεχη έρχουμαι,
από τραχιά Ηπειρώτικα βουνά,
στους Γυρισμούς των Αιώνων, της Αντίστασης
το σάλπισμα να κράξω και της Νίκης.
--
Τη ματωμένη Ελπίδα,-αγριοπερίστερο,-
σας ξαπολνώ για να σας βρη… Οι βωμοί
σωρός των Θυσιών τριγύρω μου,
όμως η Πίστη ακολουθεί.
--
Του Κόσμου Δείπνος Μυστικός,
τρανή της Ανθρωπότητας Γιορτή,
-φωτιά να κάψη κάθε μου αρνητή!-
Είμαι η Εικοστή Ογδόη Οκτωβρίου!...     

    Η Αθήνα, από τις 12 Οκτωβρίου και για ένα μήνα, γιορτάζει τα 71 χρόνια της απελευθέρωσής της από τον Γερμανικό Ναζιστικό ζυγό,
(12 Οκτωβρίου 1944), εκθέσεις, ιστορικές συζητήσεις, φωτογραφικά ντοκουμέντα, ομιλίες, ταινίες, ντοκιμαντέρ, τεκμήρια ιστορικά της περιόδου εκείνης, θα προβάλλονται και θα διεξάγονται στην πρωτεύουσα σε διάφορους χώρους, όπως αναφέρεται στα δελτία των ειδήσεων. Με την ευκαιρία αυτή, σκέφτηκα να ανθολογήσω έναν ποιητή, του οποίου το έργο οι νεότεροι, γνωρίζουν ίσως, από την μελοποίηση ορισμένων ποιητικών του κομματιών από τον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Σπανό, αναφέρομαι στον Σωτήρη Σκίπη. Γιατί επέλεξα αυτόν τον πολυγραφότατο και άνισο ποιητή, όταν μάλιστα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, διάβασα εδώ και χρόνια, ελάχιστες από τις δεκάδες ποιητικές του συλλογές και κράτησα τις σημειώσεις μου; Τον διάλεξα, όχι γιατί τον επέλεξαν να γίνει Ακαδημαϊκός,(1946) ενώ δεν έγινε ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός ή ο μυθιστοριογράφος Νίκος Καζαντζάκης την ίδια περίοδο, από τους τότε μεγαλόσχημους πανεπιστημιακούς και πνευματικούς ιθύνοντες, αλλά γιατί, όπως γνωρίζουμε ιστορικά, η ποιητική του συλλογή «Μεσ’ από τα τείχη» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1943,-με ξυλογραφίες του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου-κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε χειρόγραφη μορφή ανάμεσα στις διάφορες παράνομες ελληνικές ομάδες αντίστασης εναντίων των Ναζιστών και Φασιστών κατακτητών, και ακόμα γιατί, και το δικό του ποίημα(με σαφείς αντιστασιακές αναφορές), «Στον Κωστή Παλαμά», απαγγέλθηκε την ημέρα της κηδείας του ποιητή 28 Φεβρουαρίου 1943 πάνω από το κιβούρι του μεγάλου δασκάλου της Ρωμιοσύνης, μετά το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, και επίσης, και η υπογραφή του, βρίσκεται μαζί με τα ονόματα διακεκριμένων ποιητών και συγγραφέων, όπως του Στράτη Μυριβήλη, του Κωστή Παλαμά, του Άριστου Καμπάνη, του Άγγελου Σικελιανού, του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Γεωργίου Δροσίνη και άλλων λογίων, στην ιστορική Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους όλου του Κόσμου κατά την διάρκεια της έναρξης του Ελληνοιταλικού Πολέμου το 1940.    

ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

Μεσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελλί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σαν δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής
δίχως να προσμένεις την αχτίδα
της καινούργιας χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολώνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός όπου χτυπιέται απ’ τα
βόλια των βαρβάρων
Σαν κολώνα
απ’ τον Παρθενώνα
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα απ’ τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουμε για Σένα
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν-έναν
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το μεγάλο ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω Πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πως ξοπίσω Σου
οι Έλληνες Σε Χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο Σου
ψέλνοντας μελωδικό
Σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια Σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.            
    Ποιητής πρωτίστως, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών, δοκιμιογράφος, ταξιδιωτικός συγγραφέας, εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Ακρίτας» (1904-1906), ο Σωτήρης Σκίπης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1881 και πέθανε στο αγρόκτημά του Μπαστιάνα, κοντά στο Ρονιάκ του Ρον της Προβηγκίας στην Γαλλία στις 29 Σεπτεμβρίου του 1952. Μετά τα παιδικά του χρόνια, που διέμενε στην Λάρισα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εξέδωσε δεκάδες ποιητικές συλλογές, όπως την γνωστή μας «Κάλβεια μέτρα»(1909), «Ο απέθαντος»(1909), «Η μεγάλη αύρα»(1908), «Τρόπαια στην Τρικυμία»(1910), «Απολλώνιον άσμα»(1919), «Προσφυγικοί καημοί»(1924), και άλλες, αρκετές μελέτες,-ενδιαφέρουσα είναι η εργασία του για τον Διονύσιο Σολωμό(1943)-, μεταφράσεις,(μετέφρασε τις «Στροφές» του Ζαν Μωρεάς, Jean Moreas, τον «Ενδυμίωνα» του Τζων Κητς, John Keats, τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ, Omar Khayyam κλπ.), θεατρικά έργα(Προμηθέας 1948), το ταξιδιωτικό οδοιπορικό «Προβηγκία»(1940), και ένα δίτομο ανθολόγιο των ποιητικών του συλλογών, «Κασταλία κρήνη»(1950) που επιμελήθηκε ο ίδιος.
Από το 1900, που εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τραγούδια της ορφανής», έως σχεδόν τον θάνατό του στην Γαλλία, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, δεν έπαψε να βρίσκεται στο επίκεντρο των πνευματικών γεγονότων της εποχής του.
ΑΘΗΝΑ
Αθήνα, σ’ αγαπούσα πάντοτε
για τα πανώρια σου μνημεία,
όμως, σελίδες σκόρπιες είτανε,
η ζωή σου, από παλιά βιβλία.
--
Χαρά δεν είχες. Μα κι ο πόνος σου
είταν ενός παιδιού, μια στάλα.
Ξένα για σένα είταν τα αισθήματα
τα κινητήρια, τα μεγάλα.
--
Οσότου οι πόλεμοι μας έζωσαν…
Κι ήρθαν σ’ εσέ να στρυμωχτούνε,
φεύγοντας την οργή των Τσέτηδων,
ήρθαν σ’ εσένα να σωθούνε.
--
Κατακαημένα γυναικόπαιδα
της Θράκης και της Μικρασίας,
που τη σφραγίδα έχουν στο μέτωπο
της πιο φρικτής απελπισίας.
--
Κι έτσι περσότερο σ’ αγάπησα,
Αθήνα, τώρα που έχεις γίνει
πιο σπλαχνική και πιο γλυκόπικρη
απ’ την ανθρώπινη οδύνη.
--
Τα μάρμαρά σου κάποιο νόημα
πήραν βαθύτερο απ’ τη μέρα,
όπου ήρθε απάνω τους κι ακούμπησε
μια προσφυγίνα, μια μητέρα.
--
Κι όλα σου γύρω έγιναν σύνθετα
λες κι απ’ τον ύπνο σου εκινήθη
της τραγωδίας ο Θεός, το ατέλειωτο
να μας τελειώσει παραμύθι.

ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Εκκλησιές, που σας στύλωσεν η Πίστη
τόσων αιώνων, τώρα πια γυμνές!
Οι ωραίοι σας που νάνε Ναζωραίοι;
οι χλωμές σας τι γίναν Παναγιές;
--
Ράγισαν κι οι καμπάνες σας που ηχούσαν
χαρμόσυνες σε πρωινά ιλαρά,
οι πόρτες σας χορτάριασαν κι η κρύα
από παντού σας έζωσε ερημιά.
--
Όμως σε κάτι νύχτες δίχως άστρα,
τις καμπάνες ποιοι τάχα να χτυπούν;
κι οι ραγισμένες κωδωνοκρουσίες
σ’ όλη τη Μικρασία αντιλαλούν;
--
Τότε οι νεκροί τσολιάδες μας αφίνουν
τον ύπνο τον υπαίθριο, τον πλατύ
και για τις εκκλησίες παν τραγουδώντας
με την αγέρινή τους τη φωνή.
--
Και χώρες και χωριά από ψαλμωδίες
γεμίζουν υποβλητικές, βαθιές,
κι οι Τουρκαλάδες στ’ όνειρό τους βλέπουν
ματωμένους Χριστούς και Παναγιές.
    Άνισος ο ποιητικός λόγος του Σωτήρη Σκίπη, χωρίς τεχνική, χωρίς ρυθμό, χωρίς στιχουργική επεξεργασία. Παραβαίνει το στιχουργικό μέτρο σε πολλές από τις συνθέσεις του, παραδοσιακός και σήμερα πλέον παλαιομοδίτικος, κινείται μεταξύ της ηρωολατρείας και έντονης πατριδολατρείας του Κωστή Παλαμά, και την σφιχτή και συγκρατημένη πίκρα του έλληνα Ζαν Μωρεάς. Πολυποίκιλη η ποίησή του μιμείται με μεγάλη και ακατέργαστη ευκολία την μετρική του Κάλβου αλλά και τον παιανικό λόγο του Άγγελου Σικελιανού. Ο Σωτήρης Σκίπης, ερανίζεται τα θέματά του από την σύγχρονή του πραγματικότητα, χωρίς να αγνοεί την αρχαία παράδοση και τους μύθους της. Το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του θεματολογίας αντλείται από τα ιστορικά συμβάντα της εποχής του και εξαντλείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντονης πατριδολατρείας και εθνικού μεγαλείου. Σε πολλές του συνθέσεις συναντάμε μια στιχουργική αρμονία και μια εγκράτεια στην εικονογραφική του περιγραφή, άλλοτε έχουμε έναν ρομαντικό νεοκλασικισμό που χρωματίζει την σύνολη ατμόσφαιρα των συνθέσεών του. Μουσικοί τόνοι χαμηλοί, ρυθμοί αρρύθμιστοι, χρώματα σε γενικές γραμμές μουντά, συγκρατημένο δοξαστικό συναίσθημα, λυρικές αναλαμπές, φαντασία ελεγχόμενη και προσδιορίσημη, στοχαστική ειλικρίνεια, νοσταλγία παλιών αρχαίων μεγαλείων, αγωνιστικό καθήκον, εξύμνηση των πεπρωμένων της Φυλής, αλλά και, φλογερός και ελπιδοφόρος στιχουργικός λόγος σε κρίσιμες του Έθνους στιγμές είναι αυτό που συναντά ο αναγνώστης στο έργο του Σωτήρη Σκίπη.
Ο ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ
Αρχαίων ναών χαλάσματα, θεάτρων παλιών συντρίμμια,
Των Θεών, ω ακατοίκητη κι ω πολιτεία νεκρή,
Μιας γνώριμής σας γενιάς εγώ ο στερνός, στη γύμνια
Κλίνω τα γόνατα μπροστά, την τραγική.
Στων μετοπών τα λείψανα και στων αετωμάτων
Τα ερείπια εγώ ο ασυνόδευτος ο μοιρολογητής.
Θανάτους κλαίω σπαραχτικούς θεϊκών αγαλμάτων
Που κοίτουνται σα σκέλεθρα βουβά χάμου στη γης.
Κυλάει σε αβύσσους το όνειρο και τίποτα δε μένει,
Μόνο των αιώνων το άτρεμο στημένο το σπαθί
Μέσα σε τάφο βέβηλο για πάντα αγκαλιασμένοι
Η Αθηνά κι ο Διόνυσος κοιμούνται πια μαζί….    
     Ένα ποιητικό έργο που είναι γεμάτο αντιποιητικές και κακοτράχαλες ποιητικές λέξεις, εκφράσεις πεζολογικής αδιαφορίας, ψυχρές λέξεις χωρίς ποιητική θερμότητα, χωρίς έντονους λυρικούς κραδασμούς, χωρίς μεγάλο ποιητικό βάρος, όμως, με σταθερό προσανατολισμό την άσβηστη πίστη στους ηρωικούς αγώνες της φυλής των ελλήνων, στην διαρκή και ανιδιοτελή θέληση για την υπεράσπιση των δικαίων της ελληνικής φυλής, στον ονειρικό επαναστατισμό της, στην ηρωική της μεγαλοφροσύνη.
Ο ποιητικός λόγος του Σωτήρη Σκίπη, αγωνίζεται να εκφράσει το ηρωικό μεγαλείο της Φυλής των Ελλήνων, παραγνωρίζοντας όμως ότι τον ηρωισμό αυτόν τον  έχει απεικονίσει με περισσό μεγαλείο και μεγαλύτερη τεχνική αρτιότητα το ποιητικό σύμπαν του Κωστή Παλαμά, τον έχει δοξάσει ο παιανικός, ρωμαλέος και πομπώδης ορισμένες φορές λόγος του Άγγελου Σικελιανού, από τον ποιητικό λόγο του Σκίπη μας μένει ο χαμηλός και τρυφερός πεσιμισμός του, η αγάπη του προς τους κατατρεγμένους, ο σιγαλόφωνος στωικισμός του, η λυτρωτική των παθών της ελληνικής φυλής διάθεση, η ήρεμη φιλοσοφική του διάθεση, ο θερμός ψυχισμός του, η υπερηφάνεια των ποιητικών του προθέσεων, η μεγάλη του ευκολογραφία, η επικαιρογραφία του, και φυσικά, η αδιαφορία του ίσως, προς την στιχουργική τεχνική και ρυθμική ολοκλήρωση της ποιητικής σύνθεσης.
    Για ένα άτομο, όπως ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, που μάλλον έζησε σε όλη του την συγγραφική διαδρομή με ποιητικά πρότυπα που τον ξεπερνούσαν σε ποιητικό μέγεθος, είναι δύσκολο να πούμε εκ των υστέρων, αν δικαιώθηκαν οι ποιητικοί πόθοι της πολύπλευρης δημιουργίας του, και αν ο ίδιος ο ποιητής θα ένοιωθε δικαιωμένος από την ισχνή αναφορά και αρνητικές συχνές κρίσεις για το έργο του. Αν θα επαναπροσδιόριζε την ποιητική του όραση, αν θα ελάττωνε τους επτά κύκλους της ποιητικής του ανθολόγησης, αν θα επεξεργάζονταν εκ νέου την ποιητική του προχειρολογία, και αν θα μείωνε κατά τι τον δημοσιογραφικό του ποιητικό ενθουσιασμό, τώρα που οι ιστορικές συνθήκες έχουν αλλάξει τόσο δραματικά για την πατρίδα του.
Κανείς όμως από τους ελάχιστους πλέον εξακολουθητικούς αναγνώστες της ελληνικής ποίησης, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει σε αυτόν τον ποιητή που αγάπησε την Προβηγκία όπως και την Ελλάδα με πάθος, το αίσθημα χρέους και καθήκοντος με τα οποία ήταν προικισμένος σαν άτομο, και διατήρησε καθόλη την διάρκεια του βίου του, και των κρίσιμων ιστορικών στιγμών για την Ελλάδα.
Το Σολωμικό Χρέος στον Σωτήρη Σκίπη, σε έναν ποιητή που μπλέχτηκε σαν μικρή ποιητική πόα μέσα στο Παλαμικό και Σικελιανικό ποιητικό δάσος και εθνικό οραματισμό, έσβησε μαζί με τα ίχνη της βιολογικής του πορείας, και αυτό δεν είναι λίγο, πέρα από την προχειρολόγα ποιητική του ενίοτε παρουσία.
Φύλλα ημερολογίου
15 Απριλίου
    Ανάμεσα σε δυό χωριά: το Ρονιάκ και το Βελά είνε ένα χτήμα που το λένε Βερντιέρα. Κι ο παλαϊκός του πύργος ανήκει στις ενορίες και των δύο χωριών. Οι βορινές του κάμαρες στο Βελό κι οι μεσημβρινές του στο Ρονιακ.
   Ένας από τους πυργοδεσπότες του, καθώς λένε, κρεββατωμένος απ’ αρρώστεια σε μια απ’ τις μεσημβρινές του κάμαρες του πύργου, είπε στην γυναίκα του πως θέλει σαν πεθάνει να τον θάψουνε στο Βελό.
    Γιαυτό σαν πέθανε, βιαστικά η γυναίκα του τόνε σήκωσε και τον έφερε σε μια απ’ τις βορινές κάμαρες, γιατί αλλιώς το Ρονιάκ θ’ απαιτούσε να ταφεί στο κοιμητήρι του.
    Συχνά θαρρώ κι εγώ πως κατοικώ σε μια φανταστική Βερντιέρα, που οι μισές της κάμαρες ανήκουν στην Προβηγκία κι άλλες της στην Ελλάδα.
    Κι αν πέθαινα σε καμμιά απ’ τις βορινές της κάμαρες, ας είταν να με πήγαιναν ευθύς στις μεσημβρινές της, για να ταφώ στην Ελλάδα.   
Ενδεικτικά αποσπασματικά κείμενα για τον Ποιητή
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, περ. Διαβάζω τχ. 19/4,1979, σ. 28-29
  «….Υπήρξε από τους πολυγραφότερους νεοέλληνες ποιητές. Ο κανόνας που θεωρεί την πολυγραφία ταυτόσημη με την ευκολογραφία και εχθρό της ποιότητας εφαρμόζεται αβίαστα στην περίπτωσή του. Μισός αιώνας πνευματικής ζωής(1900-1950) με αλλεπάλληλες εκδόσεις ποιητικών συλλογών και αδιατάραχτη παρουσία στα ποικίλα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής του, σφυρηλατεί ισχυρούς δεσμούς του Σκίπη με την επικαιρότητα. Έργα του τυπώθηκαν γαλλικά και αγγλικά σε καιρούς που η ακτινοβολία των συγγραφέων μας δεν ξεπερνούσε τα εθνικά σύνορα. Ο πνευματικός ελληνισμός της Αιγύπτου, στα χρόνια της μεγάλης ανθοφορίας του με τα περιοδικά «Γράμματα» και «Νέα Ζωή», τον αναγνώριζε μεγάλο ποιητή. Η Βιβλιογραφία του Ευάγγελου Μιχαηλίδη αριθμεί τουλάχιστον πέντε εκδόσεις έργων του στην Αλεξάντρεια. Η αντικαβαφική παράταξη τον επρόβαλε σαν πρότυπο και υπόδειγμα προς το οποίο όφειλε να τείνει η ποίηση του Καβάφη. Προσκολλημένος στον Ζαν Μορεάς, αμέτοχος στα ποιητικά κινήματα του μεταπολέμου και τα νέα ρεύματα, ο Σκίπης παρέμεινε ένας ευαίσθητος φλύαρος  των αρχών του αιώνα μας. Προδόθηκε από την ίδια την ευκολογραφία του και τον άμουσο χειρισμό ετερόκλητων θεμάτων…..».
Αντρέας Καραντώνης, «Νεοελληνική Λογοτεχνία-Φυσιογνωμίες», τόμος Α, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα 1977,  σ. 358-375
  «Οι ποιητές μας φεύγουν, η ποίηση λιγοστεύει. Πέρσι ο Σικελιανός, εφέτος ο Μελαχρινός, προχτές ο Σωτήρης Σκίπης. Αν και είχε αγγίξει τα χρόνια που όταν τάχει κανείς περπατά στο δρόμο με την αόρατη, δίπλα του συντροφιά του θανάτου, κάπως απότομα μας ήρθε το λυπηρό μήνυμα. Ζωηρός ήταν ακόμα ο εβδομηντάρης ποιητής, ευλύγιστα κινιούνταν ανάμεσά μας, ανακατεύονταν σ’ όλα τα μόνιμα και εφήμερα προβληματά-
-κια της πνευματικής μας ζωής, κι έκανε κάθε καλοκαίρι με νεανική διάθεση το καθιερωμένο δρομολόγιο Προβηγκίας-Ελλάδος, αυτό το δρομολόγιο που αποτέλεσε πάντα το σημαντικώτερο γεγονός της ζωής του και που συνέβαλε ουσιαστικώτατα στη διαμόρφωση και στη διατροφή του στίχου του….. Στην Αθήνα γεννήθηκε, μα το αίμα του κρατούσεν από την Ήπειρο. Τα μικρά του χρόνια, τα πέρασε στη Θεσσαλία. Έτσι, την επίκληση του ηρωϊκού και του πατριδολατρικού που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του πολύστιχου έργου του, την αισθανόταν σαν κάτι το φυσικό, μια κι’ όλας η εποχή που αντρώθηκε ήταν κατ’ εξοχήν ηρωική και βαθειά σημαδεμένη από τους εθνικούς αγώνες. Γι  αυτό, τελευταία ακόμα, μπόρεσε να συνθέσει τούτο το συγκινημένο τραγούδι για τη Βόρεια Ήπειρο:
Τον ερχομό μου στη ζωή ο πατέρας μου
Χαιρέτησε με αμπάρα ενός παλιού-
ενός παλιού Σουλιώτικου, Ηπειρώτικου,
μπαρουτοκαπνισμένου ντουφεκιού.
Και σα μεγάλωσα, απ’ τον τοίχο το ξεκρέμασα
και τόψαχνα και το ρωτούσα να μου πει,
ποια χέρια να το τίμησαν, ποια χέρια να το δόξασαν;
-Γειά σας προγόνοι μου ιεροί!-
Και χαμηλώναν τα βουνά της πρώτης μου-
της πρώτης μου πατρίδας της Ηπείρου
και σε φωλιές αητών με σήκωσαν, με φέρνανε
με τ’ άϋλα τα φτερά, με τα φτερά του Ονείρου.
Κι’ έζησα πάντα με την ένθεη εικόνα σου
και ζω με το ακατάλυτο όραμά σου
ω Γη μου Ελληνομάννα, ω Γη μου ατρόμητη,
κάνε να ιδώ γοργά τη λευτεριά σου.
    Αυτό το συμβολικό καριοφύλλι της πατριδολατρείας το κράτησε πάντα στα χέρια του ο Σκίπης, από τον καιρό που έγραφε τις νεανικές κι’ άπλαστες όμως γεμάτες ελληνικό ενθουσιασμό ραψωδίες του «Απέθαντου», ως την ώρα που βροντοφώνησε με θάρρος το επιτάφιο στιχούργημά του για τον Παλαμά μπροστά στο φέρετρο του ποιητή, μαστιγώνοντας περήφανα, σαν αριστοκράτης, τους αξιωματούχους εκπρόσωπους των δύο κατακτητών, που στέκονταν κι αυτοί εκεί, για να μας θυμίζουν πως δεν είμαστε ελεύθεροι. Έγραψε κάποτε ο Παλαμάς πως έρχονται στιγμές που ο ποιητής πρέπει να «δίνει το παρόν και αν στέκεται στρατιώτης». Ο Σκίπης, σε κάθε στιγμή κρίσιμη της εθνικής μας ζωής, έδειξε το θάρρος και την περηφάνεια ενός άριστου στρατιώτη. Όχι μόνο από την υψηλή συνείδηση ενός χρέους, αλλά κι από τον ενθουσιασμό που τον συνέπαιρνε για κάθε τι που το έβλεπε σαν ωραίο, σαν αληθινό, σαν υψηλό, σαν ευγενικό, σαν ανθρώπινο. Προ παντός από τον ενθουσιασμό.
    Αυτός στάθηκε το κύριο χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του, της ζωής του, του έργου του. Ένας καλοπροαίρετος και χαμογελαστός ενθουσιασμός, κύριο γνώρισμα των λαϊκών ραψωδών και των «ποιητάριδων», των αγωνιστών και των νέων, δίνει το χρώμα σ’ ό,τι συνδέεται με τ’ όνομα «Σωτήρης Σκίπης».
Ηλίας Κ. Ζιώγας, «Λογοτεχνία των Ελλήνων», Χάρη Πάτση χ.χ. τόμος 12ος, σ. 237-
« Σωτήρης Σκίπης (1881-1951) ποιητής και ακαδημαϊκός, θεσσαλικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Λάρισα. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, συμπλήρωσε τη μόρφωσή του στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας και αισθητικής. Νυμφεύτηκε Γαλλίδα στο Αιξ αν Προβάνς(Προβηγκία) και για τούτο, η ζωή του που είχε κάτι το μποεμικό, μοιραζόταν μεταξύ Γαλλίας και Αθηνών. Το έτος 1904 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ακρίτας» που συνέχισε την έκδοσή του ως το έτος 1906. Στο Παρίσι όπου έζησε πριν και μετά τους Α΄ και Β΄ παγκόσμιους πολέμους, συνδέθηκε με πολλούς γάλλους ανθρώπους των Γραμμάτων, καθώς και με τον Έλί Φωρ κλπ., και με τον ημέτερο εκ Πατρών Ζαν Μορεάς που μεσουρανούσε στους λογοτεχνικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας. Μετέφρασε μάλιστα τις «Στροφές». Ο Ανατόλ Φρανς προλόγισε ένα νεανικό του έργο, γραμμένο στη Γαλλία την επομένη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Στο Παρίσι, το διάστημα του μεσοπολέμου, συνδέθηκε με τους κυριότερους έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν τότε στο Παρίσι, όπως με τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ, τον μουσικό Μάριο Βάρβογλη και άλλους. Το έτος 1929, διορίσθηκε γενικός γραμματέας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και για ένα μικρό διάστημα, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Συνεργάστηκε επίσης με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες, όπως το «Σκριπ» του Κουσουλάκου, τη «Βραδυνή» επί Δ. Αραβαντινού, την «Εστία» κλπ. Στην εφημερίδα αυτή έγραφε για φιλολογικά θέματα καθώς και για την ιαπωνική ποίηση του είδους «Χάϊ-Κάϊ». Πολυγραφότατος καθώς υπήρξε, έρριχνε στη δημοσιότητα το ένα μετά το άλλο τα έργα του, που το περισσότερο ήταν ποιητικές συλλογές….».
Κώστας Μ. Προυσής, «Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι», εκδ. Εστίας 1989, σ.0159-165
«Ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης με την τελευταία του ποιητική συλλογή Μεσ’ από τα Τείχη(1945), βαδίζει στα ίχνη του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτου, του Παλαμά κι ανεβαίνει σίγουρα στην εκτίμηση του ελληνικού λαού σαν εθνικός πια ποιητής. Είχε βέβαια πρωτύτερα τονίσει η λύρα του εθνικούς πόνους και ελληνικές χαρές, μα ποτέ δεν είχε δονηθεί τόσο έντονα από το βαθύ κι αβάσταχτο πόνο του ελληνικού λαού. Αλλά και ποτέ ως τώρα, ο ελληνικός λαός δεν έζησε τέτοιο μαρτύριο σαν αυτό που λέγεται Κατοχή του 1941-1944. Και το Μεσ’ από τα Τείχη είναι αδρές εικόνες από τη φρικτή αυτή εποχή….».                 


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 11 Οκτωβρίου 2015
Πειραιάς, 11/10/2015
Υ. Γ. Διατήρησα την ορθογραφία των ποιητικών κειμένων του ποιητή.
Έ! Έ! Έρχεται, αιαιαιαιαιαιαιαιαιαι
Ποιος καλέ,
Η ανάπτυξη.
Ποιος;
Η Εφορία
Ποιος;
Ο ΕΝΦΙΑ
Αχ! που είσαι αριστερή νιότη, που μούλεγες πως θα γινόμουν κάποτε συνταξιούχος.                               
         


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου