ΜΝΗΜΗ
ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
(Τρίκαλα 18/1/1915-Αγγλία 18/1/1984)
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά
μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ
μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του φαντάρου: Δε θέλω
καθώς μεσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τί μπορώ
να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…. , σελίδα 37
ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαϊ κρασί αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…, σ. 64
Τα Ποιήματα του ποιητή Θωμά Γκόρπα, είναι από την συλλογή του «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1957-1983) ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ- ΠΕΡΝΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ…- ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ. Εκδόσεις Γαβριηλίδης-Αθήνα 1995. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, αναφέρεται «αρνητικά» και σε μια άλλη ποιητική μονάδα του Θωμά Γκόρπα. «ΙΣΤΟΡΙΕΣ», σ. 109-112.
Σημειώσεις:
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ίσως ο μεγαλύτερος έλληνας μουσικοσυνθέτης- μπουζουξής στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Ανήκει στην χορεία των μεγάλων δεξιοτεχνών του μπουζουκιού, είναι ο primus inter pares μεταξύ του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Μανώλη Χιώτη, του Γιώργου Ζαμπέτα, του Χρήστου Νικολόπουλου Ο Βασίλης Τσιτσάνης, δεν ήταν μόνο ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ένας ρεμπέτης με πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο ύφος και μουσικό λαϊκό ήθος. Ήταν ακόμα σπουδαίος στιχουργός, λαϊκής πάστας στιχουργός, όπως ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου, η φημισμένη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Λαϊκές μορφές που υπηρέτησαν με πάθος και αγάπη τον χώρο του πενταγράμμου, βγαλμένες από τα σπλάχνα του λαού, που δεν απομακρύνθηκαν ποτέ-παρά την δόξα και την φήμη τους. Έζησαν στο πετσί τους την ανιδιοτελή αγάπη του κοσμάκη, του καθημερινού φτωχού έλληνα. Αν η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη αγαπήθηκε ανυπόκριτα γενιές επί γενεών ελλήνων και των ελλήνων που έφευγαν οικονομικοί μετανάστες των δεκαετιών μετά το 1950, ο Τρικαλινός Βασίλης Τσιτσάνης επάξια, αν θυμάμαι σωστά, η μουσική του συμπεριελήφθηκε στην σειρά της Ουνέσκο για της μουσικές του κόσμου. Η δική του μουσική αντιπροσωπεύει στο μέλλον την μουσική εικόνα της Ελλάδας. Εκτός όμως από συνθέτης και στιχουργός υπήρξε και σπουδαίος ερμηνευτής των τραγουδιών του. Τα τραγούδια του, έδεσαν με το ηχόχρωμα της φωνής του σε σημείο ώστε, ακόμα και όταν συνεργάστηκε με γυναικείες φωνές και «τις σήκωσε από την καρέκλα» όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, η Λιζέτα Νικολάου, την Αλεξάνδρα, την Δήμητρα Γαλάνη και άλλες γυναικείες φωνές, η δική του φωνή που ερμήνευε τα τραγούδια του, δίχως να «σκιάζει» τις άλλες φωνές που συνεργάζονταν, είναι χαρακτηριστική και αγαπήθηκε από τους θαμώνες των μαγαζιών που τραγουδούσε και τους έλληνες. Οι ερμηνείες του είναι συγκλονιστικές. Υπήρξε εκείνος που έβγαλε την παλαιά σχολή του ρεμπέτικου-των τεκέδων και των χασικλίδικων καταγωγίων και των μισοσκότεινων ταβερνών και την συνένωσε με τον καθαρά λαϊκό ρυθμό και στίχο του στο φως των αστεριών της λαϊκής οικογενειακής και φιλικών παρεών ταβέρνας.. Έφερε τον ρεμπέτικο ρυθμό και στίχο κοντά στο λαϊκό τραγούδι και τον έκανε μουσικό τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας για τις μεγάλες λαϊκές μάζες στις οικογενειακές ταβέρνες, χωρίς να λησμονεί τις επιρροές του. «Το βαπόρι από την Περσία…» είναι τραγούδι διαχρονικό που συνεχίζει την παράδοση των γνήσιων ρεμπετών. Όλες οι ηλικίες άκουγαν και αγαπούσαν και εξακολουθούν να αγαπούν τον Τσιτσάνη. Διεύρυνε την στιχουργική του θεματολογία σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο λαϊκός στίχος, το λαϊκό τραγούδι και το ρεπερτόριό του, να γίνει κτήμα του καθενός και κάθε μίας, καθημερινού, μεροκαματιάρη και βιοπαλαιστή έλληνα και ελληνίδας. Το θλιμμένο τραγούδι του «Συννεφιασμένη Κυριακή» μαζί με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα, και το «Άναψε το τσιγάρο δως μου φωτιά» είναι η ιερή μυσταγωγική και ψυχαγωγική αγία τριάδα της ελληνικής μουσικής. Το μεγαλύτερο πλήθος των τραγουδιών του αναφέρεται στα πάθη και τα μίση, τα ντέρτια και τους καημούς, τις απιστίες του γυναικείου έρωτα, τους νταλγκάδες αντρών και γυναικών, στις μπαμπεσιές της αγάπης, στα κόρτε και τις γυναικείες τσαχπινιές που, ο άντρας, ο νταλγκαδιασμένος άντρας προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο και τον καημό του, πίνοντας και ανοίγοντας μια «εσωτερική» συνομιλία με την άπιστη θηλυκή ύπαρξη που τον θάμπωσε και τον μάγευσε. Στην θεματολογία των στίχων του, επίσης, περιλαμβάνεται, όχι ένας ευκαταφρόνητο αριθμός τραγουδιών του, που αναφέρονται και σε πόλεις της ελλάδας, όπως την γενέθλια πόλη του τα Τρίκαλα, στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη και αρκετά στην πόλη και το λιμάνι του Πειραιά. Τον Περαία όπως τον αποτυπώνει στιχουργικά. Υπάρχει επίσης και μια άλλη κατηγορία τραγουδιών του, που αντλούν την θεματική τους από την περίοδο των βασάνων της κατοχής και του εμφυλίου σπαραγμού. Το λεξιλόγιο επίσης των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, όχι μόνο έχει ξεφύγει από το στενό και προσδιορισμένο γλωσσάρι των ρεμπέτικων τραγουδιών αλλά είναι γεμάτο από λαϊκές λέξεις και αρκετές που προέρχονται από την τούρκικη γλώσσα, που έχουν ενσωματωθεί με την πάροδο του χρόνου στην ελληνική. Λέξεις που μιλιούνται ακόμα και σήμερα στην καθημερινή μας ομιλία. Η Ανθολόγηση και οι συνεχείς μελέτες του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου μας διδάσκουν και μας δείχνουν πολλά για το ποιόν, την τέχνη και το ταλέντο του Βασίλη Τσιτσάνη. Βλέπε ενδεικτικά: Ντίνος Χριστιανόπουλος, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ» με κριτικό υπόμνημα, εκδόσεις Ιανός ο μελωδός, Αθήνα, Μάρτιος 2009. Εξαιρετική και χρήσιμη η ανθολόγηση τραγουδιών του Τσιτσάνη από τον Χριστιανόπουλο. Ακόμα, «Ν. Χριστιανόπουλος, Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ" (1932-1946), Πρώτη Καταγραφή, Εκδόσεις Διαγωνίου-Θεσσαλονίκη 1994 και «Ντίνος Χριστιανόπουλος, ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΠΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» Μελέτη, Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία 2001. Βιβλία για τον Βασίλη Τσιτσάνη από έναν λαϊκό με όλη την αυθεντικότητα και ειλικρίνεια έχει αυτός ο όρος, ποιητή από την συμπρωτεύουσα, που, δημιούργησε ειδική κομπανία για να ερμηνεύσει τα έργα του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ποτέ δεν υπήρξε σταρ όπως είναι πολλοί σημερινοί τραγουδιστές και συνθέτες, παρά του ότι διέθεται και τα προσόντα και τις μουσικές προδιαγραφές και το ταλέντο στην σύνθεση και την στιχουργική τέχνη για να κατέχει επάξια μια τέτοια θέση ανάμεσα στους μουσικούς ομοτέχνους του. Πέρα από το ότι, η «Συννεφιασμένη Κυριακή», αυτό το τραγούδι σηματωρός στα μουσικά πράγματα της χώρας, εισήλθε μέσα σε στίχους λόγιων ποιητών όπως είναι ο Οδυσσέας Ελύτης αλλά και ρεμπετών ποιητών όπως ο Θωμάς Γκόρπας. κ. ά. Γιατί ο Τσιτσάνης είχε κερδίσει ένα άλλο χρυσό μετάλλιο, αυτό της αγάπης του κόσμου. Βρίσκονταν στα χείλη του απλού έλληνα και της ελληνίδας. Του έλληνα που πήγαινε με μεγάλη χαρά να τον ακούσει και να τον θαυμάσει από κοντά, να τραγουδήσει και να χορέψει μαζί του, να διασκεδάσει γεμίζοντας τις μπαταρίες της ψυχής του. Όσοι ευτύχησαν να τον ακούσουν στο ΧΑΡΑΜΑ τον θυμούνται με ικανοποίηση και μουσική ευφροσύνη. Το βιβλίο του παλαίμαχου από την Φλώρινα δημοσιογράφου Γιώργου Λιάνη «ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ αιώνιος καλπασμός» εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνη, Αθήνα 2014, τα κείμενα και το φωτογραφικό υλικό που μας παραθέτει, φανερώνουν όχι μόνο την αγάπη του δημοσιογράφου για τον Βασίλη Τσιτσάνη αλλά, και των ανθρώπων που τον γνώρισαν από κοντά. Εξαιρετική εργασία για έναν «Πρύτανη» της ελληνικής μουσικής.
Ευτύχησα σαν μικρό παιδί, στο Πέραμα, να ακούσω με την οικογένειά μου τον Γιάννη Παπαϊωάννου, σε πανηγύρια της Μονής της Φανερωμένης, (που κατασκήνωναν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι φτωχές οικογένειες) στην ύπαιθρο κοντά στην θάλασσα που στήνονταν οι ξύλινες εξέδρες με τα πολύχρωμα λαμπιόνια και πάνω στην ξύλινη εξέδρα, ήσαν οι μουσικοί και οι συνθέτες ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς διάκριση. Ήταν μια μυητική μουσική και του βλέμματος λειτουργία, ένα μικρό θαύμα που συντελούνταν μπροστά στα μάτια μας. Στα έκθαμβα και γουρλωμένα μάτια των μικρών πιτσιρικάδων. Ένα μουσικό παραμύθι που συντελούνταν εκείνη την στιγμή μπροστά μας, χωρίς μάγισσες και ξωτικά. Οι μουσικοί συντελεστές βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, μπροστά μας, μπορούσαμε να τους πιάσουμε, να ακούσουμε το τρίξιμο της καρέκλας τους, τον βήχα ή τα κρυφά μισόλογά τους. Βλέπαμε τους ανθρώπους γύρω μας, να κολλάνε στο μέτωπό τους κατοστάρικα, χιλιάρικα και μέναμε έκθαμβοι. Μουσικοί, συνθέτες, λαϊκοί οργανοπαίκτες, τραγουδιστές και τραγουδίστριες, με τα ντεκολτέ τους και τους άσπρους κολιέδες τους. Μπουζουξήδες, κιθαρίστες, ακορντεονίστες, κλαριντζήδες, άτομα με τα κρουστά τους, τραγουδιστές χωρίς μικρόφωνο να τραγουδάνε με τις ώρες, δίχως να κουράζονται δίχως να βαριόμαστε να τους ακούμε. Τραγουδιστές που τραγουδούσαν α καπέλα μέχρι πρωίας κάθε λαϊκό σκοπό και τραγούδι από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Κάθε λαϊκού μουσικού ξεσηκωμού. Άλλες φορές-σπάνια-ζητούσαν από τους μικρούς μπόμπιρες να ανεβούν στην εξέδρα και να κάτσουν στα πόδια ή στο πλάι των μουσικών ή τραγουδιστών. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές αυτοί, εκείνης της εποχής, ήσαν οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων ήσαν δίπλα μας, μπορούσες να τους αγγίξεις, να κάτσεις κάτω από την εξέδρα και να τους αφήσεις να σε ταξιδέψουν σε έναν κόσμο που δεν κατανοούσες αλλά, ήθελες να βρεθείς. Και ονειρευόσουν μαζί τους. Μουσικοί, τραγουδιστές, μπουζουξήδες, τραγουδίστριες, και οι οικογένειες από κάτω γίνονταν ένα. Ένα μεγάλο πανηγύρι κεφιού και διασκέδασης. Πέρα από τους σύγχρονους βεντετισμούς των σύγχρονων τραγουδιστών και τραγουδιστριών, πέρα από τις πανάκριβες ενδυμασίες των τραγουδιστών που προκαλούν με την «χλίδα» που έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και το βουητό των μικροφώνων που σε κάνουν να μην χαίρεσαι την αυθεντικότητα, την θέρμη και την μαγεία της ανθρώπινης φωνής. Την μελωδία. Ένα μικρό μπαγλαμαδάκι που είχα αγοράσει παλαιότερα από έναν τεχνίτη του είδους στην Νίκαια, εκεί στις αρχές της οδού Κύπρου, μου θύμιζε τα παιδικά μου ακούσματα και την πρώτη μύηση στο λαϊκό τραγούδι και στίχο. Για όσους είναι από την περιοχή, θα θυμούνται τα δύο αντικριστά λαϊκά κέντρα, κάτω από την εκκλησία του αγίου Νικολάου, του Κεφάλα και του Μαντουβάλα αν θυμάμαι καλά, που φιλοξενούσε φωνές λαϊκές, γυναικείες και αντρικές, άγνωστες σε εμάς τους μπόμπιρες, που μαζευόμασταν μυξιάρικα και λιγδιασμένα με κοντά παντελονάκια και ακούγαμε τις απογευματινές τους πρόβες. Ευτύχησα σαν νέος στα κατοπινά χρόνια, με φιλική παρέα να ακούσω δύο φορές στο κέντρο του, το θρυλικό ΧΑΡΑΜΑ, τον Βασίλη Τσιτσάνη, ήταν φίσκα το μαγαζί από κόσμο, και παρά την βαβούρα, όταν τραγουδούσε εκείνος, επικρατούσε μια ιερή ησυχία. Ήταν η φωνή ενός πανάρχαιου έλληνα που μας άνοιγε ουράνιους θόλους. Ήταν η ψυχή του λαϊκού ανθρώπου που έβρισκε παρηγοριά στους στίχους των τραγουδιών του, στις συνθέσεις του, στον τρόπο που εκτελούσε και σου μετέδιδε τα εξαίσια αυτά ακούσματα.
Οι στιγμές αυτές του παρελθόντος και τα πρόσωπα αυτά, Οι Έλληνες που σήκωσαν στους ώμους τους τον διαχρονικό πολιτισμό μιας ολόκληρης χώρας είναι που σε κρατούν σήμερα που όλα έγιναν τεχνικά και άχρωμα, που όλα στοιβάζονται μέσα σε έναν άχρωμο και άγευστο πολτό πολιτισμού εικόνων και ακουσμάτων χωρίς διάκριση, χωρίς την ετερότητα του καλλιτέχνη, δίχως την ταυτότητα του ταλέντου του. Όλα είναι ένα τάλεντ σόου των διαφημιστικών προϊόντων σε μια τηλεθέαση δίχως όρια, σκοπό και στόχο, πέρα από την εφήμερη αναγνώριση και κέρδος. Ευτυχώς ίσως, που δεν ακούγεται από την τηλεόραση τόσο συχνά η φωνή του Βασίλη Τσιτσάνη, δεν χρειάζεται, όποιος θελήσει, θα ψάξει να την βρει και να την ευχαριστηθεί. Θα έμοιαζε σαν τα νέα ελληνικά σήριαλ των ημερών μας, πού όλα απαραίτητα έχουν και έναν έλληνα παπά για ντεκόρ. Οι Μύστες ποτέ δεν ήσαν αρεστοί στις μάζες.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 18 Ιανουαρίου 2021
ΥΓ. Εντέλει, αυτό που θα μείνει στο τέλος από το παλαιό πατριωτικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι η φράση της Μαριλού στο σήριαλ της ΕΡΤ-1 «Η τούρτα της μαμάς", «ΠΑΣΟΚ ΩΡΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ». Κρίμα κυρία Φώφη Γεννηματά να ήσαστε εσύς που θα κλείσετε την εξώπορτα του πράσινου καφενείου. Δεν αξίζει στην ιστορία και υστεροφημία του Γιώργου Γεννηματά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου