Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Η λατρεία του μηδενός στην ποίηση του Νίκου Καρούζου

Η λατρεία του μηδενός στην ποίηση του Νίκου Καρούζου

Του Βρασίδα Καραλή

Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 393/2, 1999, σ. 134-139

      Η αξία και το μέλλον της ποίησης του Νίκου Καρούζου εδραιώνεται αδιάσειστα στην πρώτη περίοδο της δημιουργικής του πορείας, που αρχίζει με τα πρωτόλειά του και κλείνει με τον Απόγονο της Νύχτας  (1978). Μετά από αυτήν τη συλλογή ο Καρούζος επιδόθηκε σε έναν ανορθόδοξο αυτοθαυμασμό, που εκδηλώθηκε ευκρινέστατα στην ύστερη ποίησή του και αντιπροσωπεύει το πλέον άρρυθμο και ψυχρό μέρος του έργου του, μετατοπίζοντας τις μέριμνες της ποιητικής του από τα μοιραία ερωτήματα της πρώτης περιόδου στα είδωλα μιας μάλλον αυτομυθολογούσας δημιουργικής φάσης.

Η δεύτερη περίοδος κατέστησε τον Καρούζο, ως ποιητή και ως άνθρωπο, ένα είδος γκουρού και έναν διά Χριστόν ή διά ποίησιν σαλόν, με τις αλησμόνητες περί παντός δηλώσεις του και τον γραφικό, κυνικό τρόπο με τον οποίο σχολίαζε την ελληνική ζωή. Η ποίηση όμως που προέκυψε από τη στροφή αυτή σπάνια ξεπερνάει το επίπεδο μιας θεατρικής χειρονομίας και τη βαρύτητα ενός αυτάρεσκου ελιτισμού. Είναι μάλιστα παράδοξο πως ο ίδιος δεν παραξενεύτηκε που η ποίησή του γινόταν αποδεκτή ακόμα και από όσους απέρριπτε , ακόμα και από εκείνους, την ηθική και την αισθητική των οποίων αρνιόταν συστηματικά.

Τέτοια καθολική αποδοχή είναι ύποπτη για κάθε ποιητικό έργο και για οποιονδήποτε ποιητή. Αυτό σημαίνει ότι το έργο έχει απολέσει το κεντρί του και αποβάλλει το χαρακτήρα της άρνησης που του προσέδιδε δομική συνοχή και αισθητική ολοκληρία. Αν αναφερθούμε ειδικά στην πιο φιλόδοξη σύνθεση αυτής της περιόδου, την κακόζηλη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη (1987), βλέπουμε την πτώση του λόγου του σε μια μορφή παρωχημένης ρομαντικής μυθολογίας, σε μια γλώσσα χωρίς μελικό ρυθμό, προορισμένη να συγκινήσει τους δομιστές ανατόμους πτωμάτων και, βέβαια, πολλούς υπερήλικες ευπρεπείς και, κυρίως, εύπορους επαναστάτες.

Το κοινό αυτής της δεύτερης περιόδου είναι εκείνο που υποτίθεται ότι αντιστρατευόταν ο Καρούζος, οι αστοί, οι εύπιστοι, οι βολεμένοι και, τέλος, πράγμα χειρότερο, οι ακριτόμυθοι αισθητιστές, πού, θεωρώντας την ποίηση γλωσσικό και σεξουαλικό βίτσιο, ιδιοποιήθηκαν το λόγο του με την ελαφρότητα ενός αξιοσπούδαστου δονκιχωτισμού. Παράλληλα, το εν λόγω σύνθεμα με την πολιτική ουτοπικότητα και την κλασματική εικονοπλασία του ερχόταν να αναβιώσει τα μυθεύματα μιας χαμένης επανάστασης σε μια δεκαετία που βασανιζόταν από εξουσιαστική αυταρχικότητα, συναισθηματική δυσθυμία και πνευματική αφορία. Η εκτέλεση των ναυτών της Κρονστάνδης επιτελούσε μια τραγική υπενθύμιση την έλλειψη του τραγικού στοιχείου από τη φιλόνομη, ρηχή και υπερφίαλη κοινωνική πράξη του σύγχρονου έλληνα-κι ίσως εκεί και μόνο εκεί να βρίσκεται η ποιητική παρέμβαση της εν λόγω συλλογής. Κατά την πεποίθησή μας, λοιπόν, η σημασία της ποίησης του Καρούζου εδραιώνεται στην πρώτη περίοδο, που κλείνει κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1970. Το τέλος αυτό υποδεικνύει ότι είχε ολοκληρωθεί η σύγκρουση του ποιητή με τη γλώσσα κατά την πορεία εξατομίκευσής της σε ξεχωριστό προσωπικό ιδίωμα. Η αρτίωση αυτού του ιδιώματος αποτελεί το μεγάλο, το θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης του Καρούζου, είναι ο πρώτος μεταπολεμικός ποιητής που κατόρθωσε να αποκοπεί από την ολέθρια επίδραση της γενιάς του τριάντα., τη μελαγχολία του αυτοκράτορα της αοριστίας Γιώργου Σεφέρη, τη μελοδραματική υστερία της τετριμμένης εικονολογίας της ποίησης της ήττας και να πλάσει ένα ξεχωριστό αισθητικό μόρφωμα και ένα ρηξικέλευθο πνευματικό μύθο, που επέστρεψαν την ποιητική του γραφή στις πηγές του σύγχρονου λυρικού της υποστρώματος, δηλαδή τον Διονύσιο Σολωμό, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και, κυρίως, την εκκλησιαστική υμνογραφία.

     Το επίτευγμα έγινε εφικτό μέσα από μια κατάδυση του ποιητικού υποκειμένου στις γενετικές διαδικασίες της γλώσσας και του μύθου, στην πολυδιάστατη δηλαδή έρευνα και ψηλάφιση της ολοκληρίας του καλλιτεχνικού φαινομένου και πάνω απ’ όλα, σε μια φαινομενολογία των αισθήσεων. Στο βαθμό που η ποίησή του παρέμεινε έγκλειστη στον τόπο των εμπειρικών της παραστάσεων, κατόρθωσε, μέσα από μια έκθαμβη λυρική διαφάνεια και υπαρξιακή απορία, να υποτυπώσει την ένταση κάθε αγγίγματος, τη δύναμη κάθε μορφής, τη ζάλη κάθε αμφιβολίας.

Σε αυτές τις στιγμιαίες εκτινάξεις δυναμικών αντιθέσεων, στις εκλάμψεις της λύτρωσης που μας προσφέρει η αμεσότητα της εμπειρικής τριβής, ο Καρούζος επιτυγχάνει να διαβλέψει, να αισθανθεί και να δοξολογήσει τους μεγάλους μύθους της ανθρώπινης ψυχής, τη θρησκεία, τη θρησκευτικότητα, τη φλόγα που εμπνέει τον Τσε Γκουεβάρα, τον Τρότσκι, τον Μαρξ, τον Μάλερ, τον Σούμπερτ, τον ανώνυμο βουδιστή καλόγερο και, τέλος, τον κατά Jung αρχέτυπο κώδικα της ανθρώπινης ολοκληρώσεως, τον Ιησού Χριστό.

Η εμπειρικότητα ως αισθητική διάσταση των πρώτων ποιημάτων αποτελεί και το ενεργειακό δυναμικό όλου του έργου του: πάνω στο πρωτείο της σαρκικής αλήθειας σπονδυλώνεται ολόκληρο το ποιητικό του όραμα. Είναι ο ποιητής που, μετά τον Άγγελο Σικελιανό, είδε την πληρότητα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στη φύση και, επομένως, αντίκρισε τη φυσική ύπαρξη ως μια εξ ορισμού κατάσταση χάριτος. Μέσα σε αυτή τη φυσική χάρη, κάθε λόγος γίνεται ευχαριστία, μεταμορφωμένος σε ευγνωμοσύνη. Ο ποιητής αντικρίζει την ενότητα ανθρώπου και φύσης σαν κοσμικό μυστικισμό, για την ακρίβεια σαν υπαρξιακό μυστικισμό, επιτρέποντας έτσι στο ποιητικό υποκείμενο να αναδυθεί από τα διλήμματα του πνεύματος συμπαγές και αρτιωμένο και να διατυπώσει έναν ανάλογο ρυθμολογικό συντονισμό με τα δημιουργικά κέντρα της γλώσσας του.

Αυτά παρουσιάζει η πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιήματα (1961), ένα κείμενο που επιχειρεί να επανιερώσει το αισθητό και να διαρθρώσει μια ευχαριστήρια αντίληψη του κόσμου. Στην πρώτη περίοδό του ο Καρούζος, βασανισμένος από αμφιβολίες, προσεύχεται και η προσευχή του καταφάσκει και αποδέχεται με θετικότητα την περίπλοκη φύση του ανθρώπινου φαινομένου. Η κατάφασή του όμως παίρνει με τον καιρό τη μορφή μιας σιγουριάς, που ξεπέφτει στην αισθητική ανισορροπία. Κατά τη δεύτερη περίοδο, βασανισμένος από τον κυνισμό των βεβαιοτήτων, οδηγείται σε μια ατέρμονη αλυσίδα δογματικών ορισμών που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε για τα λεγόμενά του: δεν μιλάει πλέον σε μας μιλάει στο ιδανικό του κοινό, δηλαδή τον εαυτό του, μονολογώντας.

Κατά την ευτυχισμένη του περίοδο, ο Καρούζος βλέπει την ποιητική στιγμή την ειδωλοπλασία ως δήλωση του υπαρξιακού μας λόγου, της ξεχωριστής σωματικότητάς μας, της ιδιαίτερης  χρονικής μας στάσης. Η σχέση του με τους μεγάλους μυστικούς του Χριστιανισμού είναι εδώ προφανής είναι γνωστή η μεγάλη του αγάπη για τον Συμεών, τον Νέο Θεολόγο, και τον ποιητή των αναστάσιμων τροπαρίων Ιωάννη Δαμασκηνό. Τρείς άλλοι μυστικοί συγγραφείς θα μπορούσαν να έστεκαν δίπλα του, ο Μάιστερ Έκχαρτ, ο Άγγελος Σιλέσιος και ο William Blake. (Ως πρόταση εδώ θα συμπεριλάμβανα και τον μυστικό θεολόγο του αιώνα μας, Telliard de Chardin, η Προσευχή στο Σύμπαν του οποίου παρουσιάζει πολλές αναλογίες με το κοσμολογικό όραμα του Καρούζου). Όσο καιρό ο Καρούζος είχε παραδοθεί στο χάρισμά του να αποτυπώνει την εγκυρότητα της άμεσης εμπειρίας, να εκφράζει την πληρότητα του λόγου «του απόλυτου παρόντος», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος (Η Τελευταία Συνέντευξη, σ. 26), η ποίησή του είναι τόκος εν καλώ, είναι όντος ον, ολοκληρωμένη εντελέχεια. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει πυκνότερη συλλογή στη γλώσσα μας από τα Χορταριασμένα χάσματα (1974), μετά βεβαίως από τα ορφικά ποιήματα του Σικελιανού. Σε αυτήν βρίσκουμε πραγματωμένο το πιο άμεσο και επείγον λειτούργημα του ποιητή, να ανακαλύψει ένα καινούργιο όνομα του θείου και να συνθέσει το ιδιόμελό του.

Εκεί, παράλληλα, κορυφώνεται η ποιητική μυθοπλασία του Καρούζου, διαμορφώνοντας ένα ξεχωριστό αισθητικό κρυστάλλωμα, την προσωπική τοπηγορία ενός ονοματουργικού δημιουργικού υποκειμένου. Τα ποιήματα «Ο μειλίχιος τρόπος του Βαρβαρόσσα» «Η αντίκρουση του χειμώνα», «Χρονικό της αταραξίας» και τα ασύγκριτα επιγράμματα «Ανάμεσα στην ακάθιστη φύση» και «Περιττή νοσταλγία» αντιπροσωπεύουν το οριστικό διαύγασμα της ποιητικής εμπειρίας, εκφέρουν τη δημιουργία όντος, την πράξη της οντοποιίας, σε βαθμό υπέρλογο και, ας μου επιτραπεί ο όρος, σταυροαναστάσιμο.

Πρόκειται για ποιήματα που κλείνουν κεφάλαια, αισθητικές και γλωσσικές περιόδους, είναι ολοκληρωμένες ποιητικές και κώδικες μυθογονίας. Σε τέτοια ποιήματα κάποιος ψηλαφεί το νήμα των διλημμάτων, τη σχεδόν άρρητη λογοφάνεια που ενώνει τον Σιμωνίδη, τον Καλλίμαχο, τον Γρηγόριο, τον Ιωάννη Μαυρόποδα, τον Σολωμό με τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, με τα διερωτήματα για την ανθρώπινη βιωσιμότητα, δηλώνοντας ταυτόχρονα έναν τύπο απρόβλεπτων συνάψεων που αποκαλύπτονται μόνον όταν δεν λειτουργούμε ενσυνείδητα μέσα στη γλώσσα. Η γλώσσα σε αυτά τα ποιήματα δεν δηλώνει αντικείμενα ούτε εντοπίζει γεγονότα, όπως μια αφελής σωσσυριανή ανάλυση θα παρατηρούσε. Δημιουργεί εκ του μηδενός μια δευτερεύουσα και για τούτο σημαντικότερη λειτουργία της ποίησης, να απεικονίζει την προτύπωση μιας έγερσης που θα ξαναδώσει στα κτιστά και τη θνητότητα την τριμμένη τους διαφάνεια. Εδώ παράλληλα βρίσκουμε το ποιητικό υποκείμενο να μιλάει με όλη του την ειδικότητα και ατομική διάσταση. Όσο και όπου ο Καρούζος υιοθετεί τη σεμνότητα εγώ, ως οντολογική σταθερά και προσωπική αντωνυμία, εκεί συναντάμε τα σημασιακώς εναργέστερα ποιήματά του. Οσάκις όμως υποδύεται μια καθολική αρχή, κατερχόμενος σε εκείνο το ανοικονόμητο εμείς, τα ποιήματά του συντρίβονται και τρίβονται σε αφηρημένες γενικεύσεις και βέβηλες αποπροσωποποιήσεις. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η αδυναμία ποιητικής συλλογών μετά το Δυνατότητες και Χρήσεις της Ομιλίας (1979). Σε αυτές βλέπουμε τη σχεδόν απελπισμένη ανάγκη του Καρούζου να διαδηλώσει τι πιστεύει, ουσιαστικά μάλιστα να διαρθρώσει ένα credo, αποφθεγγόμενος και σαρκάζοντας, σαν κάποιος εξωκεανισμένος σαμάνος. Αυτή μάλιστα η ανάγκη των αποφθεγμάτων, που τουλάχιστον στη συλλογή Μονολεκτισμοί και Ολιγόλεκτα (1980) κορυφώνεται με αρτιότητα και οξυδέρκεια, καταλήγει σε μια ενοχλητική μανιέρα, σε μια ομιχλώδη επαναληπτικότητα. Μέχρι τότε ο Καρούζος είχε επιδοθεί σε μια αναζήτηση,  μια ζήτηση του ενός, αυτού που όντως υπάρχει και μπορεί να ανακαλυφθεί μόνο όταν το εγώ, μέσα από τη μοναδικότητά του και την ανεπανάληπτη δήλωσή του, δημιουργήσει ένα ρυθμό λόγου, ένα πρότυπο μέλισμα, πάνω στο οποίο μπορεί να ξετυλιχθεί ο προσωπικός μύθος του ποιητή και, κατά συνέπεια, της εποχής του. Αυτός ο ποιητής δηλώνεται στα Πενθήματα (1969) , στον Υπνόσακκο (1964), την Έλαφο των Άστρων (1962) και στο Λευκοπλάστης για Μικρές και Μεγάλες Αντινομίες (1971), όπως επίσης και σε πολλά μεμονωμένα ποιήματα και στίχους-ποιήματα της τελευταίας περιόδου. Σε αυτά ο Καρούζος έχει αφεθεί στη μαγεία των αισθήσεων, χωρίς να κυνηγάει τις μεγαλόσχημες αφαιρέσεις όπως το Ον, το Θεό, την Ιστορία-όλα δηλαδή εκείνα τα κεφάλαια που μετατρέπουν τη ζωή μας σε μια ασήμαντη υποσημείωση.

Για όσο καιρό λοιπόν ενδίδει στις αισθήσεις, η ποίησή του μετατοπίζεται στο χώρο του ανεξάντλητου αινίγματος. «Δεν έχεις ερωτήματα, -μου λέει το φθαρτό/Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;» (Ποιήματα, Α΄, σ. 15). Σε αυτή τη διάχυση και την πληρότητα που επιτρέπει η αυτάρκεια και η ενδογνωσία ο Καρούζος, οικοδομεί ένα απίστευτης βαθύτητας και επομένως ωραιότητας οίκημα για τη γραφή του. Πάνω σε αυτό, άλλωστε, εδραιώνει και τη δική του πυργοποιία, που θα τον έφερνε κοντύτερα στον μεγάλο μύθο. Οι μύθοι όμως της ποίησης δεν είναι ιστορίες, αναγωγές και συνδηλώσεις είναι βιωμένα παθήματα, ένα προσωπικό δραματουργικό πρότυπο που δεν μπορεί παρά να ολοκληρωθεί με το θάνατο. Αν δεν αποδεχθούμε το θάνατο ως την κινητήρια δύναμη της δημιουργίας, τότε είναι αναπόφευκτο να καταρρεύσουν οι μύθοι που πλάθουμε για να ζήσουμε.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, παρενέβη η ιστορία, ο αιώνας μας, η ψυχοδομή του μεταπολεμικού Ευρωπαίου και, μαζί τους, οι αμφιβολίες και ο ναρκισσισμός που οφείλει να έχει κάθε ζωντανός οργανισμός. Ο Καρούζος είναι ίσως από τους ελάχιστους ποιητές και πνευματοφόρους δημιουργούς που φιλοδόξησε να διαρθρώσει ένα όραμα κοσμολογικό πέρα από εκείνο της ιδεολογικής μαρτυρίας ή του ιδιωτικού χώρου ή του αισθητιστικού πεπρωμένου ή, τέλος, της θρησκευτικής νοσταλγίας. Είναι, επίσης, από τους λίγους Έλληνες που κατόρθωσαν να σπρώξουν τον ποιητικό λόγο στην επικαιρότητα των σημερινών προβληματισμών και την πολύσημη, τη στοχαστική κατανόηση του ανθρώπινου φαινομένου μέσα από τον ιστορικό διάκοσμο του μεταπολεμικού ανθρώπου.

Καθ’ οδόν λοιπόν προς τη μεγάλη σύνθεση που ονειρεύτηκε, εξωμότησε και μεταμορφώθηκε: δεν τον ενδιέφερε πλέον το βλέμμα του άλλου, η σύμπηξη σχέσεων με τη διαφορά των ετεροτήτων. Ας μου επιτραπεί μια ταυτολογία: αν η γλώσσα ομιλεί, τότε κάτι λέγεται. Η δυνατότητα της σιωπής λανθάνει πάντα ως δυνατότητα αλλά δεν υπάρχει ως μαρτυρία. Δεν υπάρχει σιωπή μέσα στη γλώσσα

Για τον Καρούζο της πρώτης περιόδου, το μηδέν είναι μια προ-γλωσσική κατάσταση, μια δυνάμει κρυστάλλωση λόγου και αντιλόγου. Προτού εκφράσουμε κάτι, ανήκει στο μηδέν’ μετατοπίζεται όμως στο εν χάρη στη μεσολάβηση της γλώσσας. Το μηδέν είναι η αρχή, το γεννητικό χάος, η θηλυκή στρογγυλότητα της μήτρας, που μέσα της δεν υπάρχουν ονόματα. Από το μηδέν γεννιούνται οι μονάδες των λέξεων και τα σύνολα των προτάσεων’ δηλαδή η συνεννόηση, η σχέση, ο εαυτός μας. «Έγραψα ποίηση-μ’ άλλα λόγια/συνεργάστηκα με το μηδέν» (Ποιήματα. Α΄, σ. 268). Εδώ συγκεφαλαιώνεται το ευαγγέλιο της γραφής του Καρούζου και είναι ευαγγέλιο στο βαθμό που δοξολογεί την ευφορία κάθε γέννησης.

Για τον Καρούζο ο ποιητής γίνεται κάτι σαν την Ίσιδα’ πρέπει να τρέξει παντού για να συλλέξει τα κομμάτια ενός μεγάλου μύθου. Πάντα όμως κάτι λείπει στο τέλος: το κεντρί της γονιμότητας, εκείνο που θα κάνει την τέχνη ενοχλητική και θα διακόψει τον ειρμό της ευδαιμονίας, εκείνο που εκδηλώνεται στα όνειρα και διαλύει τη συνοχή των ιδεολογημάτων που μας προστατεύουν. Έτσι, μαζί του καταδυόμαστε στο μηδέν, το δημιουργικό χάος, στο απύθμενο πηγάδι του σκοταδιού που κυκλώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την κάνει να ονειρεύεται και να παραληρεί για να ανακαλύψουμε εκεί τη μυθογονική μήτρα μιας ακεραίωσης.

Μέσα από το μηδέν των πιθανοτήτων ο Καρούζος μπόρεσε να βλαστημήσει κατά των ειδώλων της παράδοσης. Οι βλαστήμιες αυτές μάλιστα, το πιο γόνιμο ίσως σημείο της ποιητικής γλώσσας, διατυπώθηκαν σε μια εποχή κάμψης και πλήξης, σε μια εποχή που η ποίηση, που διαμορφώθηκε κάτω από την ασφυκτική ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, μιλούσε για νησιά και πέτρες και αγάλματα, μετατρέποντας τον ανθρώπινο πόνο σε μεταφυσική αναγωγή και ιστορική αίσθηση χωρίς μέλλον. Ο Καρούζος διέλυσε τη συνοχή παρόμοιων λόγων, αποσυναρμολόγησε τα κείμενα των μεγάλων πατέρων που προηγήθηκαν’ τέλος, κατακερμάτισε την εσωτερική συνοχή των μεταφορών και των συμβόλων που τα αποτέλεσαν. Σε αυτόν οφείλουμε μια καταπληκτική έκφραση που την έγραψε μάλιστα στα γαλλικά, Anarchist Chretien, (Ποιήματα, Β΄, σελ. 337) που εκφράζει με όλη της την αλλόγλωσση αιδημοσύνη, την κατάσταση των περισσότερων σκεπτόμενων ανθρώπων. Είμαστε όλοι αναρχικοί και όλοι χριστιανοί: όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι αναρχικοί και όλοι οι έξυπνοι, χριστιανοί. Ζούμε σε μια χριστιανική κουλτούρα, προπολιτική και μεταθρησκευτική, που κατ’ άλλους παραπαίει και κατ’ άλλους αναγεννάται. Σαν αναρχικοί όμως ονειρευόμαστε μια μεταχριστιανική ουτοπία, όπου θα πραγματοποιηθούν όλα τα αιτήματα του Χριστιανισμού. Ο Καρούζος κατανόησε αυτή την παράδοξη σύνθεση, αλλά αφέθηκε να παγιδευτεί από την εικονική της μανιχαϊκή δυαρχία. Οι περιβόητοι στίχοι του: «του Τρότσκι τη διαρκή επανάσταση/ τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή συγνώμη» (Ποιήματα, Α΄, σ. 314) ακούγονται σαν αισθητικοί σολοικισμοί. Και μόνη η αντιπαράθεση, επανάσταση-συγγνώμη, δύο ουσιαστικών που ενώνονται με το κοινό επίθετο διαρκής, υποδεικνύει μια αισθητική ασυμμετρία και ανισορροπία που επιδεινώνουν τα κύρια ονόματα.

Η επανάσταση, όμως, για τον Τρότσκι ήταν μια ανακαίνισις, μια θρησκευτικής τάξεως μεταστοιχείωση του κοινωνικού σώματος, μια θεολογία της ιστορίας. Δεν μπορεί να σταθεί αντίκρυ στη μετακοσμική παρέμβαση του Ιησού, στη φυσική ιστορία της γλωσσολαλίας, που διέσωσε το κήρυγμά του. Ο Καρούζος ανήκε σε μια γενιά που χρειαζόταν εχθρούς και αντιπάλους και είχε την βαθύτατη ανάγκη να αισθάνεται κυνηγημένη, κυρίως επειδή η προηγούμενη γενιά του πολέμου είχε κυνηγηθεί και η νεομαρτυρική ψύχωση κολλάει εύκολα στους επιγόνους. Η λύση αυτή της φαντασιακής σύγκρουσης θα δοθεί από τον Καρούζο με αυτό που ονομάσαμε στον τίτλο του παρόντος δοκιμίου «λατρεία του μηδενός», με ένα είδος τυφλής άρνησης και κυνικής απομύθευσης, με μια κατάδυση στη θανατοφοβία που κατέστησε το λόγο του άλαλο και, από πολιτική άποψη, αντιδραστικό.

Τότε ακριβώς ο Καρούζος, για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, μετέφερε το μηδέν από την αρχή στο τέλος της δημιουργίας του, το αναγόρευσε σε έσχατον της δημιουργικής πράξης και σε σκοπό της ύπαρξης. Αυτό το μηδέν όμως που γίνεται σκοπός ζωής είναι είδωλο και φετίχ, είναι επιστροφή στον πλατωνικό ιδεαλισμό και την ονοματοκρατία. Μπορεί όμως να υπάρξει λατρεία του μηδενός, που δεν επωάζει τη γέννηση κάποιου κόσμου; Μπορεί να υπάρξει μια κατάδυση «στη θαλπωρή-γουρούνα το τίποτα» (Ποιήματα, Β΄, σ. 11), μέσα στον ποιητικό λόγο που, κυρίως μέσα από την άρνηση, διαυγάζει και αποκαλύπτει και πλάθει το φως της ανθρώπινης συνείδησης. Ο Καρούζος γαλουχήθηκε με την μπεκετιανή μυθολογία του θανάτου του θεού, της απουσίας και ταυτόχρονα της προσμονής για ένα θεό, που μας έχει δώσει ραντεβού, αλλά που και ποτέ, δεν είναι σαφές. Το ραντεβού, όμως, υπάρχει, το βλέπουμε στο θέατρο αλλά, στην πράξη, ίσως οι περισσότεροι άνθρωποι να τον συναντούν κάθε μέρα και για τούτο να μην του δίνουν πλέον και πολλή σημασία. Είναι περίεργο, ωστόσο, που ο Καρούζος δεν συνέζευξε αυτά τα δύο: την απουσία και τον θάνατο του θεού, το μηδενίζον τίποτα, με την αυτάρκεια της κάθε εμπειρίας, την ακεραιώνουσα στιγμή. Δεν υποστηρίζω ότι δεν ένιωσε την ανάγκη και δεν συνειδητοποίησε το πρόβλημα. Ο άνθρωπος που έγραψε: «όταν αναστενάζω/ συνθέτω μουσική» (Ποιήματα, Β΄, σ. 350), ή εκείνο το αριστουργηματικό επίγραμμα «Είμαστε στην ανοιχτή σημασία» (Ποιήματα, Β΄, σ. 340) αναμφίβολα γνωρίζει και η γνώση του εξιλεώνει τις αμφιβολίες και τους φόβους του. Έχουμε όμως την εντύπωση ότι το ποιητικό εγώ της πρώτης περιόδου δεν υφίσταται εδώ, ή τουλάχιστον ότι εμφανίζεται με διαλείψεις και ότι, τελικώς, ο λόγος που αρθρώνεται είναι αυτοσχόλιο και αναπαράσταση. Δεν υπάρχει πλέον η φλόγα ούτε και το φώς της, αλλά το χειρότερο είναι ότι ο ποιητής ικανοποιείται από την έλλειψή τους, και θαυμάζει την εικόνα του να οδύρεται πάνω από την στάχτη των εστιακών σημασιών.

Μιλάμε επομένως για ένα δεύτερο ποιητή, έναν άνθρωπο που μετεστράφη από την τρίμορφη μονάδα της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, στη μονοδιάστατη λατρεία ενός αυτοκαταστρεπτικού τρόμου. Από Παύλος ξανάγινε Σαούλ, μεταμορφώνοντας τους ενοποιητικούς του αγγέλους στους διώκτες-δαίμονες ενός άκομψου σκεπτικισμού. Το πρόβλημα όμως, με τον σκεπτικισμό είναι η βεβαιότητά του και ότι μετατρέπει καθετί που αγγίζει,- χριστιανισμό, μαρξισμό, αναρχισμό,-σε σκηνικό ενός ναρκισσευόμενου ρομαντισμού. Για τούτο και είναι αδιέξοδος, δεν διαλέγεται και δεν συνδιαλλάσσεται με την ανθρώπινη κατάσταση. Πίσω του υποκρύπτεται μια προμηθεϊκή μονομανία, ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που τελικώς εξοντώνει το άτομο και διαλύει τη συνοχή του χρόνου. Από το «μέγιστον μάθημα» του Σικελιανού μεταφερόμαστε στο «μέγιστον άθυρμα» του Καρούζου (Ποιήματα, Β΄, σ. 503). Εκεί ακριβώς διακόπτεται και η ποίηση: το πρόταγμα μιας θεωνυμίας δεν ολοκληρώθηκε. Ο ποιητής δηλώνει «ευχαριστώ την ελληνική γλώσσα» (Ποιήματα, Β΄, σ. 565), δηλαδή τον εαυτό μου, πράγμα που στα ελληνικά έχει ένα όνομα: ύβρις.

Σε ένα από τα τελευταία του αποσπάσματα ο Καρούζος κατέγραφε: «4 Μαϊου Νικολάϊ Σταυρόγκιν;» (Ποιήματα, Β΄, σ. 571). Αναρωτιόμαστε, βέβαια, αν δεν έχουμε μάθει τίποτε περισσότερο από την εποχή του Ντοστογιέφσκι, αν η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν δεν έδειξε ότι οι δαιμονισμένοι σώζονται μόνο εφόσον αφεθούν απόλυτα στο δαιμονισμό τους. Σαν τον Ντοστογιέφσκι και ο Καρούζος δεν μπόρεσε να πιστέψει σε κάτι, για τούτο και έκανε την απιστία οντολογική στάση. Παγιδευμένος μέσα σε αυτό το γνωστικό χάος, παραδόθηκε στη λατρεία του μηδενός ξεχνώντας ότι ενός έστι χρεία. Τα υπόλοιπα προσφέρονται από την καρδιά εκ του περισσεύματος. Αν στην καρδιά δεν περισσεύει κάτι, μπορεί το τίποτε να γίνει λόγος  ποιητικός;

ΒΡΑΣΙΔΑΣ  ΚΑΡΑΛΗΣ

Σημειώσεις:

     Είναι καιρός να κλείσουμε τα σημειώματα-προσωπικές αναγνώσεις-του έργου του ποιητή Νίκου Δ. Καρούζου. Η αδιαφορία μας δίδαξε πολλά εδώ και είκοσι μέρες. Η Ζωή όμως, ακόμα και τραυματισμένη, είναι πάνω από την διάσωση λογοτεχνικών περιοδικών ή ποιητικών βιβλίων. Το ανθρώπινο σώμα σταυρώνεται, υποφέρει, πάσχει, πονά, βασανίζεται, καταπιέζεται, και πάλι το ανθρώπινο σώμα ανασταίνεται σύμφωνα με τους μεγάλους οικουμενικούς παγκόσμιους μύθους παραμυθίας του πολιτισμού μας, όχι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο Μπορχεσιανός κόσμος των βιβλίων που φοριέται πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, και στην πατρίδα μας, δεν αναιρεί την πανίσχυρη κυριαρχία της οντολογίας του Κακού που εκδηλώνεται σήμερα μέσα στην κοινωνία με πολλούς τρόπους από σημαντική μερίδα των συνανθρώπων μας. Η Ζωή, δεν είναι σπουδαστήριο καλλιτεχνικών ερμηνειών για κολεγιόπαιδα ιδεολόγους επαναστάτες των δημοσιογραφικών ή καθηγητικών γραφείων, αλλά σάρκα, οστά, αίμα, φόβος, τρόμος, αρρώστιες, πάθη, λάθη, στιγμές μίσους και στιγμές αγάπης, ελπίδες, αγώνας, αγωνία, θάνατος. Ένα ταξίδι που κάποτε φτάνει στο τέλος του. Το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης κοινωνικής βίας-και μάλιστα των νεότερων ηλικιών- όφειλε να έχει απασχολήσει την σκέψη των «προοδευτικών» κοινωνιολόγων αναλυτών, την γραφίδα των ποιητών, το πληκτρολόγιο των λογοτεχνών και καλλιτεχνών, περισσότερο μάλλον, από την σωστή ορθογραφία γραφής ενός κειμένου ή την τήρηση των αυστηρών κανόνων της γλώσσας. Η Ποίηση είναι κοινωνία ανθρώπων και όχι βαθυστόχαστες μεταφυσικές αναφορές ή αδιαφορία κοινών του ανθρώπου αδιεξόδων. Η Ποίηση είναι για να γεμίζει τις καρδιές των ίδιων των ποιητών και όχι τις λευκές σελίδες των τετραδίων, και μετά όλοι μαζί να μαζευόμαστε αλληλοθαυμαζόμενοι με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Η υποτυπώδη έστω ποιότητα ζωής του σημερινού ανθρώπου, οικογενειάρχη ή μη, έχει σημαντικότερη αξία από την ανάγνωση μερικών στίχων μιας ποιητικής συλλογής, όσο κλασικοί και αν είναι, από μία ή δύο γραμμές αναφοράς σε ένα λεξικό της ελληνικής λογοτεχνίας, ή ένα υποτυπώδες λήμμα στην ιστορία της. Η Ποίηση πλέον είναι μια κλειστή αποκλειστική υπόθεση παλαιών φιλικών σχέσεων. Οι δημόσιες δηλώσεις και ο τρόπος ψυχαγωγίας των ανθρώπων την περίοδο της πανδημίας στην πατρίδα μας, φανερώνει του λόγου το αληθές για όσους έχουν μάτια και βλέπουν γύρω τους και ακούνε τι λένε οι νεοέλληνες και νεοελληνίδες. Τι ανάγκες τους θέλουν να καλύψουν και με τι επιζητούν να ζήσουν καλύτερα.  Διαβάζω το έργο του Νίκου Δ. Καρούζου-ποίηση, πεζά, συνεντεύξεις, αισθητικά του κείμενα, δηλώσεις του, και παράλληλα, τα κριτικά σημειώματα και τα δοκίμια, τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν για την ποίησή του, τον βίο του, τον τρόπο ζωής του. Αρχινώντας και πάλι από τις βιβλιοκρισίες του Αντρέα Καραντώνη, τις κρίσεις του Γιώργου Θέμελη έως τα δημοσιεύματα του Ευγένιου Αρανίτση, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ, τις εισηγήσεις του συνεδρίου προς τιμήν του. Προσπαθώ να τον ερμηνεύσω με τα δικά μου μάτια, των τωρινών αναγνωστικών μου χρόνων, να «απεγκλωβιστώ» από τις ερμηνείες τρίτων. Άλλοτε το κατορθώνω άλλοτε όχι. Εμείς οι απλοί αναγνώστες, είμαστε δέσμιοι των πολλαπλών του παρελθόντος διαβασμάτων μας, των πρώτων εντυπώσεών μας, του έργου ενός συγγραφέα. Κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι δεν μπορείς να πεις με βεβαιότητα τι από όσα κατανοείς διαβάζοντάς το, είναι αποκλειστικά δικό σου ή προέρχεται από ερμηνείες άλλων. Μπορείς να διαβάσεις τον Ανδρέα Κάλβο παραγνωρίζοντας τις κρίσεις του Κωστή Παλαμά ή του Κωνσταντίνου Τσάτσου; Θα υπήρχε λατρεία του Σολωμικού έργου χωρίς τον ερμηνευτικό προσανατολισμό του από τον ποιητή Ιάκωβο Πολυλά; Μπορεί να μιλήσεις για τον Οδυσσέα Ελύτη αγνοώντας τις εργασίες του Τάσου Λιγνάδη; Να κατανοήσεις το έργο του Γιώργου Σεφέρη χωρίς τις εργασίες του Νάσου Βαγενά; Να απολαύσεις το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παραβλέποντας τις εργασίες του κριτικού κυρίου Νίκου Τριανταφυλλόπουλου, μα, και του  εκδότη του θεολόγου Δημήτρη Μαυρόπουλου; Πόσες δεκαετίες «καθηλώθηκε» το βλέμμα μας στην ποίηση του αλεξανδρινού, από τα βιβλία του Στρατή Τσίρκα; Τι θα ήταν το έργο του Νίκου Καρούζου δίχως τα κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση; Τι θα μείνει από το ασχολίαστο έργο του Κώστα Βάρναλη, από τον ποιητή και κριτικό Γιάννη Δάλλα; Χωρίς την εισαγωγική πρόθεση ερμηνείας και μετάφραση της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη από τον Κίμωνα Φράϊερ, ποιο θα ήταν το ενδιαφέρον μας, γιαυτό το ωκεάνειο έργο της γλωσσικής αταξίας. Και πάει λέγοντας, για το έργο του Κώστα Καρυωτάκη, του Άγγελου Σικελιανού, του Δημήτρη Καπετανάκη, για να θυμηθούμε και τις εξαιρετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του πολιτικού και στοχαστή Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Το διάβασμά μας προσδιορίζεται καταλυτικά, και ας μην το αποδεχόμαστε φανερά, από τις γνώμες των άλλων. Υπήρξαν εποχές στην πατρίδα μας, που πρώτα διαβάζαμε τις κριτικές του Αλέξανδρου Κοτζιά και κατόπιν αγοράζαμε τα μυθιστορήματα. Το ίδιο θα υποστηρίζαμε και για το κριτικό βλέμμα του Σπύρου Τσακνιά, του Δημοσθένη Κούρτοβικ, του Αλέξη Ζήρα, του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, της Μάρης Θεοδοσοπούλου, του Κώστα Σταματίου και άλλων. Εκείνο που με δίδαξε-αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτήν την λέξη-η συνολική του έργου του ανάγνωση τις μέρες αυτές, είναι το τέλος του ποιητικού λόγου. Η αχρηστία του στις συνειδήσεις και τις ζωές των σύγχρονων ανθρώπων. Οι άνθρωποι έχουν άλλες προτεραιότητες, άλλες διόδους ψυχαγωγίας, αναζήτησης βεβαιοτήτων. Η Ποίηση είναι μια πολυτέλεια, για να καλύψει την γιγάντωση της οντολογίας του Κακού στις μέρες μας. Η αδιαφορία των ανθρώπων είναι αποκαλυπτική, απαξιωτική των δημόσιων λόγων των ποιητών. Τι εγωτική φιλαυτία η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής όταν ο θάνατος καιροφυλακτεί παντού γύρω μας. Το ενός εστί χρεία δεν καλύπτεται από τον ποιητικό λόγο, ούτε ασφαλώς από τον χώρο των επαναστατικών ιδεολογιών των προηγούμενων αιώνων. Και όταν γράφω για Ποίηση, συμπεριλαμβάνω και την γλώσσα. Γιαυτό και δεν θα συμφωνήσω με τον ακροτελεύτιο ερωτηματικό λόγο του δοκιμίου του καθηγητή κυρίου Βρασίδα Καραλή: «Παγιδευμένος μέσα σε αυτό το  γνωστικό χάος, παραδόθηκε στη λατρεία του μηδενός ξεχνώντας ότι ενός έστι χρεία. Τα υπόλοιπα προσφέρονται από την καρδιά εκ του περισσεύματος. Αν στην καρδιά δεν περισσεύει κάτι, μπορεί το τίποτε να γίνει λόγος ποιητικός ;».  Η στροφή του βλέμματος του ποιητή Νίκου Δ. Καρούζου στο Μηδέν σαν οντολογία ζωής και παραγωγής πολιτιστικών μύθων παραμυθίας, δεν είναι παρά μια αποδοχή του πόνου και της θλίψης του ανθρώπινου σώματος που δεν μπορεί να παρηγορηθεί από κανένα μαγευτικό παιχνίδι της γλώσσας και τα ανάλογα τερτίπια της. Η γλώσσα παγιδεύει τον άνθρωπο μέσα στο δικό της σύστημα ψυχρών αναφορών, τον κάνει να παραβλέπει την νίκη του Κακού που προελαύνει τροπαιοφόρο, αποδεκατίζοντας σωματικές υπάρξεις.  Για πιο περίσσευμα αγάπης να μιλήσουμε μπρος στο όπλο που κρατά ο άλλος δίπλα σου και σε σημαδεύει; Αστεία φληναφήματα των ιδεολόγων της καταστροφής της ίδιας της ζωής. Άχρηστες επικλήσεις ποιητών, επικαλούμενοι τους παγκόσμιους μύθους της παράδοσης και του πολιτισμού. Τι θα προσφέρει η ανάγνωση της προς Κορινθίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου, περί αγάπης, στον ήρωα της Σιωπής των Αμνών; Ο Σαούλ στο τέλος πάντα νικά, ο Ιησούς πάντα θα στέκει σταυρωμένος προς δόξα των επίγειων πιστών του. Η Γη μας πλημμύρισε σταυρωμένους που χάνονται τζάμπα στο καμίνι του χρόνου. Ο Νίκος Καρούζος, στέκεται μπροστά στην άβυσσο των ανθρώπινων βεβαιοτήτων και χαμογελά, μας περιπαίζει όπως το πρόσωπο του Βούδα στο ειλητάριο που κρατά ο τυφλός μπρος στο γκρεμνό στο έργο ΡΑΝ του Ακίρα Κουροσάβα. Το Κακό προέρχεται από τις αγγελικές δυνάμεις, και προσπαθώντας να μας ξεγελάσει φορά την εσθήτα των δαιμόνων. Και σε αυτό το ξεγέλασμα ευθύνεται η γλώσσα. Αυτή που με την μαγγανεία της σκορπίζει ροδοπέταλα πάνω από τα μνήματα της ύπαρξης. Ο Νίκος Καρούζος είναι ένας προφήτης που λαλεί σε έναν κόσμο που δεν έχει ανάγκη τον προφητικό λόγο. Σε έναν κόσμο που έμαθε να τραμπαλίζεται πάνω στα αδιέξοδά του. Το Μηδέν του Νίκου Καρούζου είναι η συνειδητοποίηση του τέλους ενός πολιτισμού που βασίσθηκε στην γλώσσα, στον λόγο. Είναι η αναίρεση του Λόγου χωρίς τον Λόγο.

Το βλέμμα του καθηγητή κυρίου Βρασίδα Καραλή, όσον αφορά το έργο του Νίκου Καρούζου, είναι εστιασμένο στην πρώτη περίοδο της δημιουργίας του, αν όμως συνεξετάσουμε και την δεύτερη, καθώς και τα σκόρπια ποιήματά του, θα αναγνωρίσουμε έναν βαθύ πλούσιο ποταμό όχι μόνο κυνικού γλωσσικού παιχνιδιού, αλλά και βουβής θλίψης. Μια πονεμένη ύπαρξη που έπνιξε την θλίψη της μέσα στις λέξεις, τα αποφθέγματα, τα στιχάκια, τις ρήσεις, της χαμένης επανάστασης, των διαψεύσεων της ιστορίας, στην άρνηση της  λυτρωτικής ακαρπίας της γλώσσας. Οι λέξεις όπως ο ίδιος γράφει, «δεν σημαίνουν τίποτα για μένα». Γιατί η γλώσσα είναι πια στέρφα. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε να γράφει, όχι για να παραδοξολογήσει αλλά για να κατανοήσει την δική του ύπαρξη. Να αποτυπώσει το της ζωής οντολογικό τραύμα. Η πληγή της ύπαρξης του Νίκου Καρούζου, μόνο στην απιστία του Μηδενός μπορεί να καθρεφτιστεί, και το πέτυχε. Και πλήρωσε το τίμημα. Η αρρώστια δεν ροκάνισε την γλώσσα του αλλά το ίδιο του το κορμί, όπως έγραψε ο Ευγένιος Αρανίτσης. Τα άλλα, είναι για να γεμίσουμε τις σελίδες των βιβλίων, ή των ιστοσελίδων όπως ο γράφων αυτό το σημείωμα. Πολλές επισημάνσεις του καθηγητή κύριου Βρασίδα Καραλή είναι και εύστοχες και καίριες. Η γλώσσα του δοκιμίου του, ίσως μόνο, είναι τόσο οργανικά τέλεια, στολισμένη με λέξεις «πρωτόγνωρες» λάμπουσες μέσα στο δοκίμιο που ο αναγνώστης, ίσως να λησμονεί τον ποιητή και το έργο του, και να θαυμάζει και να υποκλίνεται στην γλώσσα και το ύφος γραφής του σχολιαστή του. Αν διαβάσουμε τα κείμενα του καθηγητή Βρασίδα Καραλή στο περιοδικό Διαβάζω, από την επιστολή του στην ποιήτρια Νανά Ησαϊα έως τις συμμετοχές του στα εκατοντάδες αφιερώματα του περιοδικού, τις βιβλιοκριτικές του, θα διαπιστώσουμε ότι ο Βρασίδας Καραλής, έφερε έναν καινούργιο, φρέσκο αέρα ερμηνείας με τα γραπτά του. Ένας ατίθασος και ρηξικέλευθος λόγος  των νέων κριτικών της γενιάς του. Ο κριτικός του λόγος ξεφεύγει από την πεπατημένη φιλολογική κριτική, τις κλισέ αναλύσεις, τα γλωσσικά κουτάκια προκάτ ερμηνειών που ακόμα και σήμερα δημοσιεύονται, χωρίς να έχουν κουράσει ούτε τους ίδιους σχολιαστές που τα υπογράφουν. Ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής μπόλιασε την κριτική σκέψη με όρους δανεισμένους από την φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την θρησκειολογία, την εκκλησιαστική χριστιανική οντολογία. Έβγαλε το έργο που κριτίκαρε από το φιλολογικό του σκονισμένο κάδρο και του έδωσε μια άλλη θέση μέσα στην γλωσσική και φιλολογική γραμματεία. Εμπλούτισε την γραφή του με όρους της φαινομενολογίας, της φροϋδικής ψυχολογίας, των ερμηνευτικών κριτηρίων του μαθητή του πατέρα της ψυχανάλυσης του Κάρλ Γιουνγκ. Ο οποίος μας μίλησε πρώτος για τα πολιτισμικά αρχέτυπα του παγκόσμιου πολιτισμού.  Η γραφή του πειραιώτη κριτικού και καθηγητή έχει τόσες κρυφές και φανερές αναφορές από διαβάσματα εκτός των τειχών της καθαρής λογοτεχνίας και φιλολογίας, που θαυμάζεις τον ίλιγγο των γνώσεών του, το ωκεάνειο εύρος των ενδιαφερόντων του, ανεξάρτητα αν συμφωνείς ή διαφωνείς με τα γραφόμενά του. Βλέπεις έναν νου που σκέπτεται με μεγάλες ταχύτητες συνθετικής ανάλυσης, και διαισθάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με ένα εργοστάσιο ιδεών και πρωτότυπων προκλήσεων. Ένα σοκ στην κατεστημένη μας αντίληψη, στο τι είναι και τι πρέπει να δηλώνει ο δοκιμιακός και κριτικός σύγχρονος λόγος .Τα φτερουγίσματά του σε πολιτισμικές παραδόσεις πέραν της ελληνικής είναι αξιοθαύμαστα. Εκείνο που ακόμα ίσως δεν έχει φανεί είναι, ποιο είναι το κεντρικό μυθικό σύμβολο αναφοράς του παγκόσμιου πολιτισμού που θα επιλέξει ο Πειραιώτης οξύνους κριτικός νους, για να υποδυθεί τον ρόλο του οικουμενικού λυτρωτή μετά τον θάνατο του Θεού, στο Παύλειο κριτικό σύμπαν του μαθητή του, Βρασίδα Καραλή. Ο χρόνος θα ολοκληρώσει την πορεία του θεουργικού Μηδενός της γλώσσας και της γραφής του.

Το δοκίμιο του πειραιώτη καθηγητή κύριου Βρασίδα Καραλή, δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Διαβάζω τεύχος 393/ Φεβρουάριος 1999, σελίδες 134-139 που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή Νίκο Καρούζο. Την επιμέλεια του αφιερώματος, είχε η Ελισάβετ Λαλουδάκη. Στο «θέμα του μήνα» του περιοδικού που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή, συμμετείχαν και:

Ελισάβετ Λαλουδάκη, Νίκος Καρούζος (1926-1990), σ. 108

Ελισάβετ Λαλουδάκη, Νίκος Καρούζος (1926-1990) Χρονολόγιο, σ.110-115

Νίκος Καρούζος, Ανέκδοτα ποιήματα, σ. 116

Μικρό σχόλιο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ για τον Νίκο Καρούζο και το ποίημά του «Ο γάτος και ο τρούλλος», σ. 117

Νίκος Καρούζος, τρία ποιήματα, Η διαλεχτική του φωτός και του σκότους./ Λαλώντας απ’ το μέλλον./ Χρησμός και Πράγμα, σ. 118

Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ο πρόλογος του συρταριού, σ. 119-121

Μισέλ Βόλκοβιτς, Απόγονος της Νύχτας, σ. 122-123

Κωστή Παπακόγκου, Τα ιερά σφάγια στο βωμό της ελληνικής ποίησης, σ. 124-125

Έλενα Χουζούρη, Ο Μανόλης Πρατικάκης και η Εύα Μπέη μιλούν για τον Νίκο Καρούζο και την ποίησή του. (από την τηλεοπτική εκπομπή «Βιβλιόραμα»). Η ποιήτρια και δημοσιογράφος Έλενα Χουζούρη πήρε δύο συνεντεύξεις: Από τον ποιητή Μανόλη Πρατικάκη, ο οποίος γνώριζε καλά τον ποιητή και το έργο του, και από την ζωγράφο Εύα Μπέη, σύντροφο της ζωής του ως το τέλος…, σ. 126-128

Νίκος Καρούζος, Στο «νεκρό σημείο» ο δημοτικισμός; Σ. 129-131

Ματθαίος Μουντές, Ο Καρούζος και οι Ουαίοι, σ. 132-133

Βρασίδας Καραλής, Η λατρεία του μηδενός στην ποίηση του Νίκου Καρούζου, σ. 134-139

Νίκος Καρούζος, Εργογραφία, σ. 14-141.

     Η συλλογή του Νίκου Καρούζου, Χορταριασμένα Χάσματα που αναφέρεται ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής κυκλοφόρησε το 1974 από τις εκδόσεις Εγνατία της Θεσσαλονίκης. Η συλλογή αυτή συμπεριλαμβάνεται τώρα στον πρώτο τόμο των ποιημάτων του, ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α΄ (1961-1978), εκδόσεις Ίκαρος, και Μαίρη Μειμαράκη- Καρούζου, Αθήνα 1993, σελίδες 289-319. Η συλλογή περιλαμβάνει τα εξής ποιήματα:

Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ, 291-293

ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ, 294

ΠΕΡ’ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ, 295

ΣΤΑ ΚΡΥΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, 296

Ο ΤΙΤΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ, 297

Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ, 298-299

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ, 300-302

ΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΠΟΤΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΙΠΤΑΜΕΝΟ, 303

Η ΠΑΓΙΔΑ, 304

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΑ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ, 305-306

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, 307

ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ SCARDANELLI, 308-309

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, 310

ΚΥΚΕΩΝΑΣ, 311

Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, 312

ΤΟ ΕΥΚΡΑΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ SAINT JUST, 313

ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, 314

ΤΡΥΦΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ, 315,

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΙΣΤΗ ΦΥΣΗ, 316

Να την η θάλασσα με θρήνους γοερούς και πάλι

σωριάζεται πάνω σε βατραχόμορφους βράχους-

                τι παράξενο!-

σέρνοντας δώθε-κείθε τα πλούσια μαλλιά της όπως η ξέφρενη

κι ατέρμονη κείνη γυναίκα που πέφτει στα πόδια

του τόσο φευγαλέου της έρωτα.

ΨΙΧΑΛΕΣ ΚΑΙ ΨΙΧΟΥΛΑ, 317

ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, 318

ΠΕΡΙΤΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, 319

Πώς βούλιαξε στα μυρωμένα γιασεμόκλωνα

εκείνη η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα

και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα…

Γ. Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 2 του  Γενάρη του 2021   

     

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου