Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Σεφέρης και Μποτάι, του Μιχάλη Κατσιγέρα. εφημερίδα Η Καθημερινή 27/10/1996

 

                                Σεφέρης  και  Μποτάι

Μια συνάντηση πολιτική και πολιτιστική δέκα μήνες πριν από την ιταλική επίθεση

Αποσπάσματα από τα ημερολόγια του Έλληνα ποιητή και του Ιταλού υπουργού Παιδείας

Του ΜΙΧΑΛΗ  ΚΑΤΣΙΓΕΡΑ,  εφημερίδα Η Καθημερινή, Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1996, σ. 35

     Δεκέμβριος 1939. Η Ευρώπη βρίσκεται στον τέταρτο μήνα «παράξενου» πολέμου Γερμανία και Σοβιετική Ένωση έχουν μοιραστεί την Πολωνία και τις βαλκανικές χώρες. Η Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία «χάριν της Πολωνίας», αλλά δεν έχουν έως τότε δώσει καμιά μεγάλη μάχη. Η σύμμαχος του Χίτλερ Ιταλία έχει καταλάβει την Αλβανία, αλλά δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με καμιά χώρα.

     Στην Ελλάδα η δικτατορία Γεωργίου Β΄ και Μεταξά έχει διαβεβαιώσει το Λονδίνο ότι δεν παραβλέπει  τη ζωτική ανάγκη να μην βρεθούν οι Έλληνες «ποτέ αντιμέτωποι των Άγγλων». Παράλληλα, όμως, τηρεί ισορροπίες έναντι των ευρωπαϊκών δυνάμεων προκειμένου να μη δώσει προσχήματα για επίθεση κατά της χώρας.

     Με αυτά τα δεδομένα ο Μεταξάς έχει λάβει τη «φοβερά απόφαση» του να αντισταθεί σε ενδεχόμενη ιταλική επίθεση και με εύσχημο τρόπο δεν έχει ανανεώσει-όπως ζήτησε η Ρώμη-το Σύμφωνο Βενιζέλου-Μουσολίνι, ενώ ταυτόχρονα δεν αρνείται τις αμοιβαίες δηλώσεις «φιλίας».

     Από την πλευρά της, η Ιταλία ανέτοιμη να αναλάβει πολεμική πρωτοβουλία καλλιεργεί το ελληνοϊταλικό κλίμα «φιλίας». Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, στις 18 Δεκεμβρίου 1939 –δηλαδή 10 μήνες πριν από την 28 Οκτωβρίου 1940- φθάνει στην Αθήνα ο υπουργός Εθνικής Παιδείας της Ιταλίας Τζουζέπε Μποτάι για τα εγκαίνια της έκθεσης ιταλικού βιβλίου στον «Παρνασσό» και της σειράς διαλέξεων του Ιταλικού Ινστιτούτου. Ξεναγός του κατά την τετραήμερη παραμονή του στην Ελλάδα ο διευθυντής εξωτερικού Τύπου του υπουργείου Τύπου και Τουρισμού Γεώργιος Στ. Σεφεριάδης, δηλαδή ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.

     Ο Μποτάι ήταν ο κατ’ εξοχήν διανοούμενος ιεράρχης του φασισμού, αλλά και πολεμιστής κατά το δόγμα του «ζην επικινδύνως».

     Ο Σεφέρης ήταν ο κατ’ εξοχήν ποιητής της γενιάς του, αλλά και υπηρεσιακός παράγων της δικτατορίας για την προβολή των ελληνικών και των καθεστωτικών θέσεων στον ξένο Τύπο. Και οι δύο μας άφησαν ημερολόγια που αναφέρονται και σε εκείνη την επίσκεψη, αν και ο Μποτάι δεν κάνει λόγο για τον Σεφέρη.

               Η  υποδοχή

     Η επαφή τους φαίνεται πώς ήταν διαρκής κατά το τετραήμερο 18-21 Δεκεμβρίου, αφού ο Σεφέρης, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής παρευρισκόταν στην υποδοχή του Μποτάι στον σιδηροδρομικό σταθμό, στην αναγόρευσή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, στα εγκαίνια της έκθεσης, στα γεύματα και τα δείπνα του Μεταξά, του Νικολούδη και του Κοτζιά, στη συνέντευξή του προς δημοσιογράφους, ενώ μαζί με τον καθηγητή Ορλάνδο ξενάγησε τον Ιταλό υπουργό στην Ακρόπολη και το Σούνιο.

     Τα αισθήματα του Σεφέρη απέναντι στον υπουργό του Μουσολίνι και την ακολουθία του είναι καταφρονετικά. Γράφει στο ημερολόγιό του: «Ο Botai και οι σύντροφοί του: κουραστική ανοησία πού δείχνουν όταν γυρεύουν παντού τα χνάρια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και επιμένουν (επιδεικτικά) να μην καταλαβαίνουν τίποτε έξω από τα δικά τους. Ρωτούν αν το άγαλμα του Μπάυρον είναι αρχαίο ή αν ολοκαίνουρια μάρμαρα που περιμένουν για την επιδιόρθωση του Παρθενώνα βρίσκουνται  εκεί από τον παλαιό καιρό»

     Είναι σαφές ότι ο Σεφέρης ταυτίζει τις ανόητες ερωτήσεις των παρατρεχάμενων του Μποτάι με τον ίδιο. Βεβαίως όμως, ως υπηρεσιακός παράγων είχε προηγουμένως σπεύσει στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» για να ελέγξει αν είναι εντάξει «τα διαμερίσματα των αυριανών ξένων. Το μεγάλο διαμέρισμα του υπουργού (…)».

                 Πολιτική  προπαγάνδα

     Η κρίση του για την έκθεση βιβλίου του φασιστικού καθεστώτος είναι καταδικαστική: «Το βράδυ-γιατί είμαι υποχρεωμένος- στο vernissage της έκθεσης του ιταλικού βιβλίου στον «Παρνασσό». Όλες αυτές οι κραυγαλέες διαδηλώσεις του πνεύματος για πολιτική προπαγάνδα μου είναι ανυπόφορες. Υπέρογκες εκδόσεις των έργων του dAnnunzio ή του Mussolini.”

     Και αμέσως μετά υπαινισσόμενος ότι οι Ιταλοί είναι σε θέση να παρουσιάσουν κάτι καλύτερο αναρωτιέται: «Αλλά τα χαριτωμένα πράγματα της Ιταλίας τι τα αντιπροσωπεύει;»

     Για να συμπεράνει κατόπιν: «Ίσως να γυρεύω πολλά από μιάν έκθεση που μετακόμισαν από τη Σόφια στην Αθήνα, όπως-όπως, αλλά και αυτό το βρίσκω επιβαρυντικό’ κονσέρβες για βαλκανική κατανάλωση».

     Και ο Σεφέρης δεν έκανε λάθος. Την ίδια εποχή οι Ιταλοί είχαν παρουσιάσει πολύ σημαντικότερη καλλιτεχνική έκθεση στον Άγιο Φραγκίσκο σε εφαρμογή μιάς πολιτικής «εκθέσεων στο εξωτερικό χρησιμοτάτων και από πολιτική άποψη». Αλλά στην Αθήνα έφεραν όπως-όπως την έκθεση από την Σόφια… Μάλιστα ο Μποτάι, προφανώς ψευδόμενος, εδήλωσε στους Έλληνες δημοσιογράφους ότι η έκθεση ιταλικού βιβλίου «εγένετο εδώ, διότι δεν υπάρχουν εις την Ευρώπην άλλαι χώραι, αι οποίαι λόγω πολιτισμού, χαρακτήρος και ιστορίας να συνδέονται τόσον στενά με την Ιταλίαν». Ποιός ξέρει τί παρόμοιο είχαν ακούσει προηγουμένως οι δημοσιογράφοι στη Σόφια…

                 Ενδιαφέρουσες  παρατηρήσεις

     Πάντως ο Μποτάι έχει καταγράψει στο ημερολόγιό του ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τον Μεταξά:  «Ο Μεταξάς στο γραφείο του. Ένας στρατηγός πού με αυτόν τον τρόπο μεταμορφώθηκε σε καλό αστό, με αυτό το γκριζογάλανο βλέμμα πίσω από τα γυαλιά του που στηρίζονται στην πλάτη της μύτης. Με τίποτα δεν υποψιάζεσαι ότι έχει κάτι το στρατοκρατικό. Ούτε δικτατορικό. Μάλλον μοιάζει με έναν απλό καθηγητή αλλά με μιά τάξη μαθητών όση και όλη η Ελλάδα, που πρέπει να παρακολουθεί και να εκπαιδεύει.

     Και αυτό το κάνει πολύ καλά, με αξιοσύνη, χωρίς να φαίνεται. Μπροστά στο κοινό, φαίνεται να ζητά συγγνώμη, φαίνεται να υποχωρεί. Αλλά το χέρι του είναι βαρύ, λέγεται, όταν πρέπει να κτυπήσει. Μου μιλά σε μιά συγκρατημένη ιταλική γλώσσα, αλλά αρκετά σωστή (…)».

     Και παρακάτω για τον Γεώργιο Β΄. «Ο Βασιλιάς. Ένας μικροκαμωμένος ξανθός αξιωματικός, με μονόκλ, ντυμένος και ραμμένος κατά το αγγλικό στυλ, χαμογελαστός, κοσμοπολίτης, μοιραίος (…) εξόριστος σ’ αυτή τη γη, χωρίς να φαίνεται στην όψη του, στο βλέμμα του, ούτε και στο λόγο του.

     Έχει μιά φωνή που σου θυμίζει γήπεδο γκολφ, χωρίς σφραγίδα, χαμένη στο βάθος, στο πράσινο, ανάμεσα από τις τρύπες του γηπέδου…

     Το πλήθος που συνωστίζεται στην αίθουσα της Έκθεσης του Ιταλικού Βιβλίου, δεν δείχνει διάθεση να τον χαιρετήσει, δεν ενθουσιάζεται στη θέα του, δεν παραμερίζει να περάσει. Περνά ανάμεσα από τον κόσμο, αυτός ο βασιλιάς, σαν να ‘ναι ξένος. Σε μιά απόλυτη μοναξιά».

     Και συμπληρώνει ο Μποτάι: «Και η ίδια η χώρα, όλη η χώρα, δίνει αυτήν την αίσθηση μοναξιάς σε μιά μεγάλη ιστορία, πολύ μεγάλη».

     Δέκα μήνες αργότερα, η ίδια χώρα μόνη στάθηκε «καταντικρύ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων», ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μποτάι ως συνταγματάρχης του ιταλικού στρατού…

Βοηθήματα

«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ» 19-21 Δεκεμβρίου 1939

Λιναρδάτος Σπύρος: «Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις» (1936-1940). Προσκήνιο, Αθήνα 1993

Σεφέρης Γιώργος: «Μέρες Γ΄, Ίκαρος 1984.

Σεφέρης Γιώργος, «Πολιτικό ημερολόγιο» Α΄, Ίκαρος 1979. Επιμέλεια-Σημειώσεις Αλέξανδρου Ξύδη.

Bottai Giuseppe:Diario” 1935-1944, Rizzoli, Μιλάνο 1989.

Bottai Giuseppe: “Politica fascista delle arti” Angelo Signoretti, Ρώμη 1940.

        ΜΙΧΑΛΗΣ  ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, εφημερίδα Η Καθημερινή, Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 1996, σ. 35  ΑΦΙΕΡΩΜΑ.

Σημειώσεις:

     Σε λίγες μέρες, θα εορτάσουμε για άλλη μία φορά την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω το καλογραμμένο άρθρο του κυρίου Μιχάλη Κατσιγέρα, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της 27ης Οκτωβρίου 1996, Είκοσι πέντε χρόνια πριν. Ένα αφιέρωμα στο οποίο προέβει η έγκριτη πάντα και φιλίστωρ πρωινή εφημερίδα. Στην επόμενη σελίδα του αφιερώματος, σελ. 36 ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βασίλης Αγγελικόπουλος, δημοσιεύει το ολοσέλιδο σχεδόν άρθρο «Και οι ρεμπέτες τραγούδησαν το ‘40»- Δεν ήταν μόνο η Βέμπο, ήταν κι ο Μπαγιαντέρας που ύμνησε τον αγώνα. Ενώ η σελίδα κλείνει με το κείμενο της δημοσιογράφου Όλγας Σέλλας: «Τότε, είχαν έναν θεό: το γράψιμο».- Μαρτυρίες πρωταγωνιστών του έπους του ’40 μέσα από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή.

    Οι παλαιότερες γενιές των Ελλήνων και Ελληνίδων, οι πατεράδες μας, οι μανάδες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας έζησαν, μετείχαν, πολέμησαν, αντιστάθηκαν, βγήκαν στα ελληνικά χιονοσκέπαστα βουνά, πρωταγωνίστησαν στην παγκόσμια αυτή φρίκη και καταστροφή που προήλθε από τις δυνάμεις του Άξονα, το ναζιστικό καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών και τους συμμάχους τους. Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι ,Ιαπωνία του αυτοκράτορα Χιροχίτο, Φραγκική Ισπανία. Τον τελευταίο-εδώ και ογδόντα χρόνια-μεγάλο αιματηρό και ακατανόητο παγκόσμιο πόλεμο της ανθρωπότητας. Ένας πόλεμος, σαν συνέχεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου-του επονομαζόμενου Μεγάλου-και προήλθε από στρατιωτικές και πολιτικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος επεκτάθηκε και πέραν των συνόρων της γηρεάς ηπείρου. Η πατρίδα μας, η μικρή σχετικά, βαλκάνια Ελλάδα, αναλογικά με τις μικρές της δυνάμεις και τον πληθυσμό της, πλήρωσε δυσανάλογο τίμημα από αυτό που ενδεχομένως της αναλογούσε σε υλικές καταστροφές, στις υποδομές της, στον εθνικό της πλούτο, σε έμψυχο δυναμικό, σε πρώτες ύλες. Δολοφονίες και εκτελέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων στρατιωτών και αθώων πολιτών, στρατοδικεία και τόποι εξορίας, βασανιστήρια και μεταφορές ελλήνων πολιτών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, εξανδραποδισμοί ελλήνων εβραίων, ρομά, ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, ατόμων με αναπηρία ή άλλες ψυχές και σωματικές ασθένειες. Κλοπή του δημόσιου πλούτου. Πείνα, κακουχίες, κρυοπαγήματα, αρρώστιες, ότι αρνητικό μπορεί να φανταστεί κανείς και φέρνει στα «σακίδιά του» ένας ξένος εισβολέας και κατακτητής όταν εισβάλει με την δύναμη των όπλων, την στρατιωτική του ισχύ σε μια ξένη χώρα. Τις φοβερές και τραυματικές συνέπειες του πολέμου εμείς οι Έλληνες-όπως και άλλοι σύμμαχοι λαοί, εξακολούθησαν να μεταφέρουν στις συνειδήσεις τους, στις ψυχές και στα σώματά τους, το τίμημα του πολέμου και της αντίστασης, αρκετές δεκαετίες μετά την ήττα του Άξονα, στα λεγόμενα μεταπολεμικά χρόνια. Οι ευρωπαϊκές χώρες-στα χρόνια της ειρήνης και της συμφιλίωσης-προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν την κρατική τους επικράτεια, όσες καταστροφές και άλλες οικονομικές απώλειες είχε επιφέρει ο πόλεμος. Οργανώθηκαν και συντάχθηκαν κάτω από μια ομπρέλα πολιτικών και κοινωνικών δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων ώστε, να μην ξανά συμβεί παρόμοιο κακό. Αγωνίστηκαν με τις κοινοβουλευτικές τους κυβερνήσεις, να επουλώσουν τις πληγές, να κλείσουν τραύματα, να απαλύνουν τις σκοτεινές μνήμες της λαίλαπας του πολέμου και της κατοχής. Ηρωικά χρόνια και ηρωικοί λαοί που ύψωσαν το ανάστημά τους σε υπέρτερες στρατιωτικά δυνάμεις. Αντιστάθηκαν ενάντια στα ναζιστικά στρατεύματα και τις υπερφίαλες επιδιώξεις τους. Το Έπος του 1940 παραμένει ακόμα ζωντανό στις συνειδήσεις των παλαιότερων ελληνικών γενεών. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές στους γηραιότερους και γηραιότερες. αλλά και σε εμάς τους νεότερους μας είναι γνωστά τα χρόνια αυτά-που λόγω ηλικίας δεν ζήσαμε άμεσα αυτά τα δολοφονικά  για την ανθρωπότητα και την χώρα μας τραγικά γεγονότα. Οι προηγούμενες γενιές που συμμετείχαν ενεργά και αντιστάθηκαν στον ξένο εισβολέα, τον κατακτητή, φρόντισαν να μην ξεχάσουμε, προσπάθησαν να μεταδώσουν στους νεότερους την φλόγα της πίστης και της αντίστασης,  του συλλογικού αγώνα, του πατριωτισμού και των θαρραλέων πράξεών τους. Των τολμηρών και παράτολμων κατορθωμάτων τους, την πίστη τους στο καλό περί δικαίου και ελευθερίας αγώνα, της εθνικής ανεξαρτησίας. Ηρωικές εποχές, ημέρες αγωνιστικές απλών ανθρώπων,  ανώνυμων ελλήνων και ελληνίδων, μικρών και μεγαλύτερων, αντρών και γυναικών. Από όλη την Ελλάδα μια αλυσίδα αντιστασιακών πράξεων. Στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες πόλεις της χώρας, στην επαρχία και στην νησιωτική επικράτεια, ομάδες αντίστασης προκαλούσαν διαρκώς σαμποτάζ, δολιοφθορές, προβλήματα στον ανεφοδιασμό των εχθρικών στρατευμάτων στα οχήματά τους, στους στρατιωτικούς τους μηχανισμούς. Παλλαϊκοί αγώνες ενός ολόκληρου λαού, του έθνους των ελλήνων με την μακραίωνη παράδοση αγόνων και διαφύλαξης των ιερών και των οσίων της ιστορίας και παράδοσής τους. «Μικρός λαός και πολεμά…» μας τραγουδά ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. «Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους» μας υπενθυμίζει ο έτερος μεγάλος της ελληνικής ποίησης ο Οδυσσέας Ελύτης. Με τέτοιους προγόνους, με τέτοιες ποιητικές λαλιές-σήμαντρα, πώς γίνεται να λησμονήσουν οι τωρινές και μελλοντικές γενιές των Ελλήνων. Ο προφορικός λόγος, η γραπτή εξιστόρηση, οι χιλιάδες βιωμένες αναμνήσεις-εξομολογήσεις του λαού, καθενός έλληνα ξεχωριστά, που βίωσε τα δραματικά αυτά χρόνια την λαίλαπα του πολέμου και της κατοχής, το έπος της εθνικής αντίστασης, διατήρησαν την μνήμη ανόθευτη, καθαρή, τίμια, ζώσα. Τα γράμματα από το μέτωπο που έστελναν οι έλληνες φαντάροι της πρώτης γραμμής στα συγγενικά τους πρόσωπα, τα ημερολόγια που άλλοι κρατούσαν, τα τηλεγραφήματα από τις γραμμές του μετώπου, τα πολεμικά ανακοινωθέντα, οι αφηγήσεις, τα ρεπορτάζ και οι πολεμικές ανταποκρίσεις, τα δημοσιεύματα και τα άρθρα των εφημερίδων. Τα ανακοινωθέντα των ξένων συμμαχικών σταθμών από τα διάφορα μέρη του ελεύθερου κόσμου, το φωτογραφικό υλικό που διέσωσε στιγμιότυπα και ηρωικές στιγμές του αγώνα, τα εμψυχωτικά κείμενα των διαφόρων περιοδικών, λογοτεχνικών και μη που εκδίδονταν την περίοδο του πολέμου και της κατοχής. Οι θεατρικές ομάδες και τα θεατρικά μπουλούκια με τους ηθοποιούς που μετέβαιναν στα ελληνικά δαφνοφόρα βουνά προσφέροντας ανάσες ζωής στα στρατευμένα νιάτα, οι μουσικές εμψυχωτικές παραστάσεις, τα ένδοξα τραγούδια του πειραιώτη Μίμη Τραϊφόρου που ακούστηκαν από την φωνή της Σοφίας Βέμπο ενεθάρρυναν τους έλληνες πολεμιστές του μετώπου. Το θέατρο του βουνού του Βασίλη Ρώτα, τα επιθεωρησιακά νούμερα των θεατρικών σκηνών με την Άννα και Μαρία Καλουτά, οι χιλιάδες μικρές και μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις που κάρπισαν ελπιδοφόρα στην ελληνική επικράτεια, τα κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ, ο κλήρος και η εκκλησία της ελλάδος που σίτισε τον πεινασμένο λαό, οι πολιτικοί και ο τότε δικτάτορας-κυβερνήτης Μεταξάς που είπε ομοθυμαδόν με τον ελληνικό λαό το ΟΧΙ. Οι εξόριστοι κομμουνιστές που ζήτησαν να βγουν από την φυλακή, να τους απελευθερώσουν από τους τόπους εξορίας τους-που τους είχε στείλει το Μεταξικό καθεστώς-και να μεταβούν στο μέτωπο να πολεμήσουν, όπως έπραξαν. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι των ελλήνων της εξόριστης κυβέρνησης, η τότε δυναστεία, οι αγρότες και οι νησιώτες, η αντίσταση των Κρητών, με δυό λόγια, σύσσωμος ο ελληνικός λαός μετείχε στην αντίσταση ενάντια στον ξένο δυνάστη και κατακτητή και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Οφείλουμε να μνημονεύσουμε και τα εκατοντάδες τετράποδα που χάθηκαν στο μέτωπο, άλογα και μουλάρια που φορτωμένα ανέβαιναν τις ελληνικές βουνοκορφές μεταφέροντας πολεμοφόδια, βοηθώντας τον ελληνικό στρατό.(αφηγήσεις ελλήνων στρατιωτών μουλαράδων μας μιλούν για την σημαντική βοήθεια που πρόσφεραν στα ελληνικά στρατεύματα τα αγαπητά και συμπαθή υπερήφανα και υπομονετικά τετράποδα). Όλες αυτές οι ζώσες μνήμες είναι τα νεότερα ιερά κειμήλια πατριωτισμού και αγωνιστικού φρονήματος των Ελλήνων και Ελληνίδων. Το νεότερο μερτικό της Μοίρας στην επώνυμη και ανώνυμη Ιστορία της χώρας που τους αναλογούσε. Αρωγός, πάντα η ζώσα μνήμη. Ο εχθρός κοινός, τα εγκλήματα του κατακτητή και εισβολέα τεράστια κοινά επίσης, τα μικρά «τοπικά έπη» των Ελλήνων γράφτηκαν με αίμα και βάσανο, βασανιστήρια και εκτελέσεις στα σώματα και τις ψυχές των ελλήνων. Με αίμα και μελάνι χαράχτηκαν στις συνειδήσεις τους. Εμπότισαν κάθε πόρο του σώματός τους, κύλησαν στο αίμα τους. Στις ιστορικές φλέβες της παράδοσης ολάκερου του ελληνικού λαού. Ελληνικά μαρτυρολόγια της σύγχρονης ελληνικής εποποιίας. Χιλιάδες σελίδες των ιστορικών βιβλίων πλημμύρισαν με τα γεγονότα και τα συμβάντα εκείνης της δεκαετίας. Συγγραφείς ένωσαν τα κομμάτια της σπασμένης μνήμης του μετώπου σε ένα ενιαίο φρέσκο αντίστασης και θαρραλέων ενεργειών. Εικαστικοί εικονογράφησαν τις στιγμές του πάθους για απελευθέρωση, χαράκτες χάραξαν την αγωνιστική πνοή του ελληνικού μεγαλείου. Γλύπτες σμίλευσαν τα κατορθώματα και τις ηρωικές μορφές. Μυθιστοριογράφοι έγραψαν εκατοντάδες βιβλία εξιστορώντας τα πολεμικά και άλλα ανδραγαθήματα, τα κάθε μορφής και είδους αντιστασιακά καθέκαστα του λαού μας. Ποιητές συνέθεσαν πολεμικά εμβατήρια, ποιήματα και ύμνους της αντίστασης, αφηγήθηκαν ποιητικά τον ηρωισμό των ελλήνων. Στιχουργοί εμπνεύσθηκαν από τα χρόνια αυτά της ελληνικής αιματοβαμμένης κοινής μας ιστορικής διαδρομής. Με υπερηφάνεια και τιμή κατέγραψαν τις εντυπώσεις και τις προσωπικές τους περιπέτειες οι έλληνες λόγιοι και λογοτέχνες από όλο το πολιτικό φάσμα της εποχής. Και τα κοινωνικά στρώματα. Δοξασμένα ηρωικά των Ελλήνων χρόνια όταν η Ιστορία προσδιόριζε αντιστασιακά τις ζωές και τις ελπίδες των ανθρώπων. Τα τραύματα και οι μνήμες είναι ακόμα νωπές όπως και η υπερηφάνεια των Ελλήνων και Ελληνίδων του  Έπους του ‘40. Οι προφορικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών μαζί με τις κάθε είδους και μορφής γραπτές και άλλες πηγές διδάσκουν και υπενθυμίζουν στις νεότερες γενιές την Ιστορική αλήθεια. Βιωμένες μαρτυρίες μιας εποχής που ευχόμαστε και αγωνιζόμαστε να μην επαναληφθεί.

    Δεν αντέγραψα το άρθρο με τα Ρεμπέτικα Τραγούδια παρά του ότι ίσως προκαλούσε περισσότερο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Προτίμησα αυτό του κυρίου Μιχάλη Κατσιγέρα διότι είχε άμεση σχέση με τις Ημερολογιακές Ημέρες (Μέρες Γ΄, 16/4/1934-14/12/1940), Ίκαρος, Αθήνα 1977, και Σημειώσεις, το Πολιτικό Ημερολόγιο ( τόμος Α΄1935-1944) Επιμέλεια-Σημειώσεις Αλέξανδρου Ξύδη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979 του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Το διάστημα αυτό σε προηγούμενη ανάρτηση μετέφερα αποσπάσματα από τις «Ημέρες», όχι κατ’ ανάγκη πολεμικών αναφορών.

Οι τόμοι αυτοί του ποιητή, περιέχουν τον συγγραφικό μόχθο μιας ζωής. Τα όνειρα και τους στόχους, τις φιλοδοξίες και τις πολιτικές θέσεις του για το που βαδίζει η χώρα του και η ανθρωπότητα. Ποιήματα, μεταφράσεις, συναντήσεις, διπλωματικές ενέργειες, επισκέψεις, ταξίδια, εκδρομές, απόψεις, σκέψεις, ιδέες, στοχασμοί, θεωρητικές του απόψεις, εικαστικές του παρατηρήσεις, θέσεις του για την λειτουργία και το ρόλο της ποίησης. Γραπτά του κείμενα, μελέτες, μαρτυρίες αλήθειας ενός υπεύθυνου και σοβαρού διπλωμάτη και σημαντικού ποιητή. Ο Σεφέρης, παράλληλα με τις επαγγελματικές του ενασχολήσεις και υποχρεώσεις τις δεκαετίες αυτές, εξακολουθούσε να γράφει ποιήματα μέσα σε τόσο δύσκολους και αντίξοους καιρούς, σχεδίαζε νέες ποιητικές του συνθέσεις που τις απλώνει μέσα στις σημειώσεις του, σαν συνέχεια των σκέψεών του και των προβληματισμών του. Σχεδίαζε θα γράφαμε την μελλοντική του εικόνα σαν νέου έλληνα ποιητή που, κόμιζε καινούργια δεδομένα και τεχνοτροπίες στην ελληνική ποίηση της εποχής του. Διόρθωνε παλαιότερα γραπτά του, οργάνωνε την σκέψη του και επιμελούνταν μελέτη του για το έργο του Αλεξανδρινού. Διάβαζε ξένους ποιητές και μετέφραζε ποιήματά τους που τον συγκίνησαν. Μνημόνευε συχνά τις θέσεις για την ποίηση του Πωλ Βαλερύ, συζητούσε για το τι έγραφε στα ημερολόγιά του ο Αντρέ Ζίντ. Διάβαζε και μετέφραζε για δική του ευχαρίστηση την πεζολογική ποίηση της Marianne Moore, (συγκρίνοντας την «επίμονη πεζολογία αυτής της γυναίκας» με αυτήν του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη). Βλέπε 26 Δεκέμβρη 1939. Μιλούσε για την γνωριμία του στο εξωτερικό και στο εσωτερικό με τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση. Βλέπε Δευτέρα, Πρωτοχρονιά 1940. Για τις φιλικές συζητήσεις του με τον αμερικανό συγγραφέα Henry Miller, τον Levesque, τον Dawson, την γνωριμία του πρωινό στο Μαρούσι με τους Durrell. Επισκέπτεται την Έκθεση Βιβλίου, τρώει στο Καλαμάκι ή μας λέει: «Το βράδυ στου Απότσου με τον Ελύτη και τον μικρό Βαλαωρίτη.» Μιλά θετικά για την ποίηση του γυμνασιόπαιδα Νάνου Βαλαωρίτη: «Ο Β. μου δείχνει ποιήματά του. Τέλειωσε το γυμνάσιο πέρσι. Ροπή της νιότης να πεί το ουσιαστικό-αυτό που νομίζει ουσιαστικό-όσο πιό μπορεί πιό βιαστικά, πιό απευθείας. Φυσικά, τα σημαντικότερα μένουν απ’ έξω’ οι σκιές χάνονται’ η  γλώσσα ένας σκελετός…» Πέμπτη, Γενάρης 1940.  Άλλες φορές διαβάζει το έργο του Tomas Stern Eliot, The Idea of a Christian Society”,  στέκεται σε περικοπή του άγγλου ποιητή και την μεταφέρει στην γλώσσα του στις σελίδες του Ημερολογίου, όπως έχει κάνει και πάλι για άλλες ευρωπαϊκές ποιητικές φωνές, και δοκίμια που τον εντυπωσίασαν και του άρεσαν. Άλλες φορές, μιλά για τους στομαχόπονούς του, ότι τα νεύρα του έχουν γίνει σμπαράλια. Για του ότι ο «Ελύτης ανακαλύπτει τώρα ξαφνικά πώς η εποχή είναι δύσκολη, επειδή σκοντάφτει στη λογοκρισία για να δημοσιέψει μιά μετάφρασή του από τον Lautreamont.». σ. 164. Επισκέπτεται το τυπογραφείο με το οποίο συνεργάζεται και δίνει για τύπωμα το «Τετράδιο Γυμνασμάτων", αναφωνώντας «Επιτέλους!».  Και όμως νιώθει εξαντλημένος, κουρασμένος, νιώθει μιά ακηδία, καταλαμβάνεται από μιά εξομολογούμενη ραστώνη: «Είμαι εξαντλημένος. Η μελέτη μου για τον Καβάφη έχει κολλήσει. Τίποτε άλλο δεν προχωρεί, μήτε έχει ενδιαφέρον’ άλλο ζήτημα αν σου λένε μπράβο στο Κέντρο.». Κυριακή του Θωμά, 9 Μάη 1937. Αφηγείται στιγμές του ιδιωτικού του βίου, άλλοτε νιώθει μεγάλη εξάντληση και απογοήτευση, ή σημείωνε τις εντυπώσεις του κάνοντας σχέδια για το μέλλον. Εικόνες, παραστάσεις, λόγια, φράσεις, λέξεις, παρομοιώσεις, αλληγορίες, λεπτή διακριτική ειρωνεία, σαρκασμός. Το αίσθημα της απαξίωσης για καλυτέρευση της κοινωνίας, της υγιούς επιβίωσης περνούν σαν κινηματογραφικά πλάνα μπροστά από τα μάτια μας και μας συγκινούν, μας θλίβουν, μας γοητεύουν, μας εκπλήσσουν, μας μαγεύουν οι παρατηρήσεις του, οι εύστοχες επισημάνσεις του, οι ορθές υποδείξεις του, το άδολο των προθέσεών του, η καθαρή του σκέψη και ματιά. Η περιπέτεια των συλλογισμών του. Περιγράφει με την τεχνική ζωγράφου τις συναναστροφές του με αλλοδαπούς από τα ταξίδια του, τις περιπλανήσεις του, τις επισκέψεις του στην επαρχία λόγω διπλωματικών του υποχρεώσεων. Μιλά συνήθως με άνεση όπως γράφει για τις δεκάδες γνωριμίες του, τις φιλικές του συναναστροφές, τις συναντήσεις του. Οι χαρακτηρισμοί του είναι πολλές φορές «πύρινοι», συσχετίζονται με πρόσωπα ή σύμβολα του μύθου, της λογοτεχνίας, της ιστορίας. Σκιτσάρει πολιτικούς και πολίτες, διπλωμάτες και τουρίστες με την ίδια άνεση και τολμηρότητα. Αναφέρεται στους κυβερνητικούς υπαλλήλους του χώρου του: «Μιλούν για τους κακούς υπαλλήλους. Είναι εκείνοι που δεν είναι βυθισμένοι σε μιά παχιά ανοησία, μέτριοι άνθρωποι, με κάποιες ιδιότητες τελειοποιημένες: ο ένας ξέρει καλά τους φακέλους, ο άλλος είναι καταφερτζής, ο τρίτος έχει κάνει τη δειλία του επιστήμη για ν’ αποφεύγει τις ευθύνες, ο τέταρτος έχει χρήματα ή επιτυχίες στον κόσμο. Ό,τι μπορεί να υπάρξει καλύτερο, φθείρεται ή αποβάλλεται σαν από φυσιολογική λειτουργία.». Από την Κυριακή του Θωμά. Εκφράζει τις αισθητικές του θέσεις με παρρησία, απλότητα, σεμνότητα, δισταγμό, συσχετίζει καταστάσεις, πρόσωπα, σκέψεις, ιδέες. Ο Σεφέρης οικοδομεί αργά και σταθερά τον μύθο του σαν ποιητή και έλληνα δημιουργού παράλληλα σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τους μύθους της χώρας του. Είναι συγκλονιστικές οι περιγραφές του, το σκιτσάρισμα των φυσιογνωμικών που επιλέγει, στο τι παρατηρεί, το τι επιλέγει. Δεν συναντάμε πλαγιοδρομήσεις στα γραπτά του, είναι ευθύς, ντόμπρος έστω και αν μας ενοχλεί εκ των υστέρων. Γνωρίζει σε πιά πεδία της παράδοσης περπατά και ποιες οι δικές του δυνάμεις και θεμιτές φιλοδοξίες. Συγκινείται και προσπαθεί να κρατήσει με κάθε τρόπο την ψυχραιμία του, την ψυχική του ισορροπία του, τον αυτοέλεγχό του, το μυαλό του καθαρό από ανόητους περισπασμούς. Αναρωτιέται συνεχώς για την πορεία αυτού του τόπου, εκνευρίζεται με τις συμπεριφορές των συμπατριωτών του, την σταδιακή απεμπόληση των αξιών και των προτύπων της παράδοσής των ελλήνων που αφήνουν πίσω τους επιλέγοντας το φθηνό και ψεύτικο, το επιφανειακό.. Αισθάνεται το τέλος μιάς εποχής και νιώθει άβολα, ξένος, δίχως να μπορεί να βοηθήσει κανέναν, ίσως, ούτε καν την αποδοχή του ίδιου του του έργου που εκείνη την στιγμή παράγει. Από τις αναφορές του, αναγνωρίζουμε ότι διαβάζει επιλεκτικά μεν, αλλά σχεδόν τα πάντα, σε πάνω από δύο ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά). Μελετά κυρίως ποίηση, κύριο μέλημά του είναι η καλή αποτύπωση του ποιητικού λόγου, η καθαρή έκφραση, ο σταράτος λόγος, η στρωτή γλώσσα. Χρησιμοποιεί μια καθαρή δημοτική μπολιασμένη αρκετές φορές με λέξεις ιδιωματικές, κάπως ασύνηθες, που δεν τις ακούμε εύκολα, και είναι λησμονημένες. Εμπλουτίζει τις σημειώσεις του με αποσπάσματα ευρωπαίων (άγγλων και γάλλων) λογοτεχνών και συγγραφέων χωρίς να λείπουν και οι αναφορές του στον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Έλιοτ και άλλους κλασικούς ευρωπαίους δημιουργούς. Οι θεωρητικές του καταθέσεις για κείμενα της ποίησης και της τέχνης γενικότερα, οι αισθητικές του αξίες, είναι διάσπαρτες στις περισσότερες σελίδες των Ημερολογίων του. Μικροί πυρήνες των σκέψεών του, που συγκεφαλαιώθηκαν πολλές από αυτές, στις μεταγενέστερες εκδοθείσες  Δοκιμιακές του εργασίες. Οι σκέψεις και οι λογισμοί του έχουν στόχο, προορισμό, οραματισμό, μέλλον. Γράφει: «Το πιό ενοχλητικό σε τούτο τον τόπο είναι ότι τα πράγματα μοιάζουν να μην έχουν προορισμό», Τετάρτη 5 Μάη, 1937 1.30 μ.μ. Και αυτό τον συνταράζει, τον αγχώνει, νιώθει και ο ίδιος υπεύθυνος για τα δεινά αυτού του τόπου. Για τους συμπολίτες του που «Τους έχει φάει ο αστισμός» Κυριακή 9 Μάη 1937, τους κατοίκους της υπαίθρου που λησμόνησαν τις παραδοσιακές τους αξίες, τα ήθη και τα έθιμά τους. Την αυθεντικότητα του τρόπου ζωής των και των πατροπαράδοτων αξιών τους. Άλλες φορές στηλιτεύει με πολύ σκληρά λόγια και κάποια δόση απέχθειας, τις σεξουαλικές συνήθειες (αντρική ομοφυλοφιλία) συγκεκριμένων περιοχών της επαρχίας, που φαίνεται ήταν διαδεδομένη σε κλειστούς χώρους της επαρχίας. Βλέπε τις σελίδες «Αφροδίτη Κορυτσαία» σελ. 43-45. 9 Απρίλη Κορυτσά. «…Η αρσενική ομοφυλοφιλία είναι σχεδόν συνήθεια. Δεν ξέρω για την θηλυκή, μολονότι γίνουνται συχνά κοινωνικές συγκεντρώσεις γυναικών μόνων, όπου χορεύουν κάνοντας ντάμα και καβαλιέρο. Η σύφιλη, πολύ διαδεδομένη, έχει γεμίσει τον τόπο από ανισόρροπους και ηλίθιους.». Σκέψεις, που δεν ξέρω γιατί φέρνουν στο νου, ένα ποίημα του ποιητή Τάκη Σινόπουλου. «Καλύτερα σιωπή./ Οι ομοφυλόφιλοι κατέχουν το λόγο/ κι αυτοί με το ένα αρχίδι./ Η πολιτεία όπου σταθείς/γεμάτοι περισκόπια.». Από το «ΔΟΚΙΜΙΟ ’73-‘74» σ. 171 «Συλλογή ΙΙ. 1965-1980» εκδ. Ερμής 1980.  Κρατεί τις θεωρητικές του θέσεις και αξίες της ζωής του μέχρι κεραίας, την ηθική του βλέμματός του. Δεν κάνει σκόντο στις αρχές του, τις αξιολογήσεις του, το ηθικό πλαίσιο αναφορών του, το κάδρο της αισθητικής του ματιάς, των απόψεών του για την γλώσσα, την ποίηση, τη μετάφραση, τους έλληνες και ξένους ποιητές που διαβάζει και επιδρούν στον ποιητικό του λόγο. Μονολογεί φωναχτά με αγωνία, σιγοψιθυρίζει με πικρή διάθεση, στέκεται με σκεπτικισμό στα συμβάντα, απορία σε ζητήματα που τον υπερβαίνουν, αλλά και συγκατάβαση για την μοίρα του ανθρώπινου όντος, των ανθρώπων. Ζωγραφίζει με τα χρώματα της ποίησης τα μέρη που επισκέπτεται, ταξιδεύει, κάνει μικρές εκδρομές ανακούφισης, ξεδόματος από τον φόρτο της δουλειάς του, ηρεμίας, γαλήνης. Η φωτογραφική του ματιά αγκαλιάζει το φυσικό περιβάλλον και τις εναλλαγές του. Οι καιρικές συνθήκες και οι μεταβολές των εποχών τον καταβάλουν, τον κουράζουν ψυχικά, αλλάζουν απότομα τις διαθέσεις του, τους σχεδιασμούς του. Νιώθει μια ασήκωτη βαριεστιμάρα, μια επιθυμία να μην σηκωθεί από το κρεβάτι, να μην βγει από το σπίτι του, δεν έχει όρεξη ούτε και διάθεση να διαβάσει ένα στίχο, μια σελίδα ενός ξένου βιβλίου που βρίσκεται δίπλα στο κομοδίνο του, πάνω στο γραφείο του. Το άχθος των εργασιών του τον περιορίζει αφάνταστα, κουραστικά, εξοντωτικά. Σκιαγραφεί με αδρά χρώματα και ακριβοδίκαια τόσο τους έλληνες όσο και τους ξένους που βρίσκονται μέσα στην ακτίνα του βλέμματός του, των ενδιαφερόντων του. Το ίδιο πράττει και στις αρνητικές τους πλευρές. Οι κρίσεις τους είναι αιχμηρές μα δίκαιες, θα τολμούσαμε να τις αποκαλέσουμε «σοφές». Είναι οι θέσεις ενός απλού, καθημερινού συγχρωτιζόμενου με τους γύρω του αστού. Δηλαδή, ενός πεπαιδευμένου και σοβαρού έλληνα ανθρώπου. Επισκέπτεται με την ίδια ευκολία αρχαιολογικούς τόπους και σπίτια απλών ανώνυμων ελλήνων. Φιλοξενείται από έλληνες επαρχιώτες στα αγροτόσπιτά τους, σχολίαζε την καλλιέργειά τους, την αισθητική του χώρου τους, τις πρακτικές τους, το χάσιμο της απλότητάς τους, την επιθυμία τους να αλλάξουν να υπερβούν τον παραδοσιακό χώρο που ανήκουν, κατάγονται. Σχολιάζει ακόμα και την ποιότητα των επίπλων τους, με τι στολίζουν τα δωμάτιά τους. Η οπτική του συνέχει τοπία της υπαίθρου, αρχαιολογικούς τόπους, πρόσωπα, ερείπια, εκθέματα μουσείων, διπλωματικές σχέσεις και ενέργειες, τα μνημεία της Ακρόπολης και τα σπασμένα αγάλματα. Δίπλα σε σπασμένα αρχαία αγάλματα, ένδοξα ερείπια και μαρμάρινους. Ναούς μιας πίστης και παράδοσης μιάς άλλης εποχής, αρχαίας, όμως τόσο ακόμα κοντινής μας, οι βυζαντινές εκκλησίες και τα μοναστήρια της νέας θρησκείας. Φώτιζε διακριτικά τις αντιφάσεις συμπεριφορών των συνανθρώπων του, με λευκά ή μελανά ή σκουρόχρωμα χρώματα εστιάζεται στις παθογένειες της φυλής μας. Εναλλαγές των εποχών, εναλλαγές διάθεσης ενός ποιητή διπλωμάτη. Το φώς και το σκοτάδι εναλλάσσονται ασταμάτητα. Βλέπει την λάμψη στα μάτια των ανθρώπων που γνώρισε και συμβίωνε κατά διάστημα μαζί τους. Διαισθάνεται το σκοτάδι της συνείδησης τους, την πονηριά τους, μα και την αθωότητά τους, την καλοσύνη τους, την στωικότητά τους, την εγκαρτέρησή τους, το νόστο τους, την φιλοξενία τους,  το πάθος τους για ελευθερία. Ζωή και θάνατος ένα. Αλληλένδετες εναλλαγές χαράς και θλίψης, πόνου και ευτυχίας. Ανάσες και Δύσπνοια ζωής και γραφής μαζί. Οι περιγραφές του Γιώργου Σεφέρη, δεν ωραιοποιούν τα πράγματα, δεν  εξιδανικεύουν καταστάσεις, δεν εκλογικεύουν ερμηνείες, αλλοιώνουν χειρονομίες, αμαυρώνουν ηθελημένα χαρακτήρες. Οι σκέψεις του και τα γραφόμενά του δεν είναι η ρεκλάμα των τότε ιστορικών γεγονότων, είναι το αφτιασίδωτο πρόσωπο της Ιστορίας εκείνης της εποχής. Γιαυτό και τα λόγια του εμπνέουν εμπιστοσύνη, είναι η μαρτυρία ενός έθνους σε αγωνία. Δεν είναι ο μικροπολιτικάντης διπλωμάτης που στοχάζεται πάνω στα γεγονότα καθισμένος στο γραφείο του, είναι εν μέρει ο διαμορφωτής ορισμένων τουλάχιστον ιστορικών συμβάντων και ενεργειών που αφορούν την χώρα. (Βλέπε την συμμετοχή τους στα κατοπινά χρόνια στην προσπάθεια επίλυση του Κυπριακού).

     Κοντά στον διπλωμάτη Σεφέρη υπάρχει και ο ερωτευμένος ποιητής. Ο Γιώργος Σεφέρης εξομολογείται πολύ συχνά, ορισμένα χρόνια, σχεδόν καθημερινά τις στιγμές που έζησε κοντά στην Μαρώ, και αυτές που βρίσκονταν μακριά. Την γνωριμία τους, τις συναντήσεις τους, τους κοινούς τους περιπάτους, τις συζητήσεις τους, τις κοινές τους εκδρομές, τις αντιδράσεις της, τα λόγια που του έλεγε, τα πείσματά της, το ενδιαφέρον της για εκείνον.. Η Μαρώ είναι δίπλα του και εντός του. Στις αναμνήσεις του. Κυριαρχεί των συναισθημάτων του, των ονείρων του, πολλών από τις βουλήσεις και επιθυμίες του. Θέλει να ζήσει την ζωή του μαζί της, να κάνουν και να δημιουργήσουν πράγματα μαζί. Η γυναικεία της παρουσία ακόμα και όταν απουσιάζει, βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλον, είναι παρούσα κάθε στιγμή με πολλούς τρόπους, η εικόνα της. Εξομολογείται την παντοτεινότητα της αγάπης του, την στοργή του, τους κραδασμούς της ερωτικής του επιθυμίας. Η Μαρώ είναι ο μοναδικός του έρωτας. Το ατομικό του αραξοβόλι. Διαβάζει μαζί μας τα γράμματα που εκείνη του στέλνει από το εξωτερικό. Θυμάται τις κοινές τους εκδρομές και περιπάτους, τις στιγμές που πέρασαν μαζί με φιλικά τους πρόσωπα. «Έχω την εντύπωση πώς αγαπώ σαν τρελός» σημειώνει στις 23 Φεβρουαρίου του 1937. Η ματιά του είναι ενός άντρα που γνωρίζει να αγαπάει, να στέκεται δίπλα στην σύντροφό του. Παρ’ όλα αυτά είναι προσεκτικός, προσέχει μην του ξεφύγουν λόγια που δεν πρέπει να ακούσουμε, εμείς οι άσχετοι, ταυτόχρονα όμως η ύπαρξή του μας σκιαγραφείται μεθυσμένη από την παρουσία της, την απουσία της. Αναλογίζεται πάνω στην ρευστότητα της σχέσης τους, των επαφών τους. «Τη συλλογίζομαι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που μου είναι τόσο πολύ ξένος, με ακατάλυτους δεσμούς ζωής, με τόσες λίγες ελπίδες μιας στιγμής ανάσας’ την συλλογίζομαι με την αγάπη της, που νομίζω πώς είναι πραγματική, και μου έρχεται μιά πλατιά λύπη για την καταστροφή της ζωής που γίνεται σαν από ένα φυσικό νόμο, το ίδιο δυνατό με τη δημιουργία. Κι όμως η αξία του ανθρώπου στάθηκε πάντα στο να μην αναγνωρίσει το νόμο της καταστροφής. Το ψεγάδι του στωικού, όσο κι αν έχει αξία η αναζήτηση της ηρεμίας και η προσπάθειά του ν’ αποχωριστεί από τα στοιχεία της φθοράς, είναι πως κατά βάθος σύμφωνα με το νόμο της καταστροφής κινείται.».  Τετάρτη μεσημέρι, 12 Μάη, Κορυτσά. Ενώ αλλού, ολοκληρώνει τις σκέψεις του γράφοντάς μας: «Γράφω τόσην ώρα για να ξεχάσω (τη Μαρώ. Είναι παράξενα μέσα μου αυτή η γυναίκα). Σ.51

 Υφαίνει στον αργαλειό της ζωή του συναισθήματα ανθρώπινα, κρίσεις διπλωμάτη, ευαισθησίες ποιητή, αυστηρότητα στοχαστή, κινήσεις απλού ανθρώπου του λαού. Ενός εξόριστου και περιπλανώμενου πάντα έλληνα μικρασιάτη διπλωμάτη. Κρίνει με πολιτική ματιά και σχολιάζει με πινελιές κοινωνιολόγου, ξένους που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στην χώρα μας. Άγγλους, Ιταλούς, Γάλλους, αυτοκρατορικούς Ρώσους. «Οι Εγγλέζοι, χαμηλού φυράματος άνθρωποι, αλλά κρατώντας κάτι από έναν πολιτισμό τον τυποποιημένο του τόπου τους: ραδιόφωνο, σπόρ, εικονογραφημένα περιοδικά, αμάθεια, περιαυτολογία». «Ο Ρώσος ένα έρημο κουρέλι». «λίγοι Ιταλοί οργανωμένοι φασιστικά». «Ο Ιταλός είναι ο πιο επιτήδειος από όλους, κάνοντας αποικιακή ζωή , ζώντας με τον τρόπο του.» Ενώ αρνητική είναι και άποψή του για δύο Γάλλους  έναν «αλλοτινό σκηνοθέτη» που γνώρισε και συζήτησε μαζί του: «Είναι “francais catholique et Breton". Και συνεχίζει για τον άλλον: «Ο άλλος, ακατάσχετα ρητορικός, ποιητής συνθέτοντας ένα είδος Θρύλο των αιώνων που έχει φτάσει, για την ώρα, ως τη μάχη του Verdun. Ασυμμάζευτος όταν υποστηρίζει τις απόψεις της Action francaise….» βλέπε Κυριακή του Θωμά, 9 Μάη 1937. Ολάκερη η ζωή με τα πλήν και τα συν της περνά μπροστά μας. Τα χρώματα της παλέτας του είναι πολλές φορές σκοτεινά. Οι εικόνες σκουρόχρωμες αλλά ειλικρινείς. Η ματιά του δεικτική και σκληρή, κάπως απόλυτη, κάθετα αρνητική έως απορριπτική. Ο λυρικός στοχασμός του εναλλάσσεται με την σκληρή πραγματικότητα που τον απελπίζει, τον στεναχωρεί, τον κάνει να νιώθει άβολα. Τον απελπίζει μέχρι απαισιοδοξίας, Προκαλεί τις αντοχές του. Ποτέ όμως δεν διακρίνουμε κάποιο τρέμουλο στην φωνή του, ένα λιγοψύχισμα στο λόγο του, μια πονηριά στο βλέμμα του. Απαισιοδοξία ναι, πίκρας διάθεση σίγουρα, αγανάκτηση χωρίς αμφιβολία, όχι όμως παραίτηση από τα ουσιώδη της ζωής και του βίου, της ανθρωπιάς. Άνυδρο τοπίο, άνυδρες καρδιές ανθρώπων, στεγνές ψυχές, κούφιες συνειδήσεις, ανόητες υπάρξεις, ατομικά συμφέροντα που συγκρούονται με δυνάμεις υπέρτερες, της κοινωνίας, του κράτους, των θεσμών. Ο τροχός της ιστορίας γυρίζει ανάποδα. ‘Αμυνά του η γραφή, ο ποιητικός λόγος, οι άμεσες και έμμεσες εξομολογήσεις του μέσω των Ημερολογίων του, τα διαβάσματά του, οι επιλογές του, οι διακρίσεις του, οι αξιολογήσεις του. Οι διαρκείς μονολογικοί του στοχασμοί πάνω στην πορεία της ανθρωπότητας, το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το μέλλον της δικής του πατρίδας, της Ελλάδας, της ελληνικής παράδοσης. Παραμένει ατάραχος αλλά ταυτοχρόνως και ταλανιζόμενος πάνω στο τεντωμένο σχοινί της ιστορικής μοίρας. Τον εφιάλτη της ιστορίας και τις αποφάσεις της πανάρχαιας Μοίρας που βιώνει προσωπικά. Ο Αισχύλος και ο τραγικός του λόγος είναι οδηγός του, σηματωρός μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του και των αντιδράσεών του. Η Μοίρα, οι άλογες και σκοτεινές ανεξέλεγκτες δυνάμεις της Μοίρας που αλυσοδένουν την ζωή και την πορεία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος για πάντα δεσμώτης των αινιγμάτων της καθολικής Μοίρας που εποπτεύει και ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη επιθυμία και βούληση. Αυτό το σκοτεινό φώς, το μαύρο φως που δεν λέει να δύσει μέσα στην ζωή της ανθρωπότητας. Το παράλογο μέσα στην Ιστορία που κυβερνά περιφρονώντας κάθε ανθρώπινη επιδίωξη ευτυχισμένης επιβίωσης, αγνοώντας κάθε ελπιδοφόρο αγώνα των ανθρώπων να σταθούν όρθιοι, να συνεχίσουν την πορεία τους, να κάνουν όνειρα, σχεδιασμούς για το αύριο. Ο Σεφέρης, παρά την βαθειά του πίστη στην προαιώνια Μοίρα που κυβερνά τους ανθρώπους, δεν γίνεται μοιρολάτρης, απαθής, αμέτοχος των μικρών ή μεγάλων συμβάντων του ανθρώπου, δεν μένει ατάραχος μπροστά στα γεγονότα, αδιάφορος του πόνου και της καταστροφής γύρω του, ταράζει την λίμνη της ιστορίας του ανθρώπου με τα βότσαλα των σκέψεών του, των στοχασμών του, κυρίως όμως, του ποιητικού του λόγου. «Ένα σταμνί μου έμεινε, με λίγο νερό, πλαί στις αρχαίες κολόνες» είναι η παρηγοριά του. Σάββατο 22 Αυγούστου 1936. Πόσο πιά απλά μπορεί να μιλήσει κανείς για να γίνει αποδεκτός. Ο ποιητικός του λόγος είναι η κρίση του έναντι της Μοίρας, η απάντησή του στα διλήμματα της Ιστορίας. Είναι η ουράνια όψη της Ανθρώπινης περιπέτειας. Η προσωπική μοίρα ενός ανθρώπου που γίνεται συλλογική ενός λαού και αντίστροφα. Τα ραπίσματα της Μοίρας είναι και δικά του ραπίσματα. «Γενιά του σκοταδιού γυρισμένη ολόκληρη προς τις σκοτεινές σφαίρες του ανθρώπου, που μόνες μπορούν να της δώσουν την αίσθηση της ύπαρξης. Το φώς σκοτώνει στην εποχή μας». Σημειώνει στις 6 Σεπτέμβρη του 1935. Είναι και αυτός ένας εγκαυματίας της ζωής όπως οι άλλοι άνθρωποι γύρω του. Δεν ξεχωρίζει, δεν αποστασιοποιείται, μετέχει με τον δικό του τρόπο, αυτόν που μπορεί και γνωρίζει καλύτερα στο μεγάλο της τραγωδίας πανηγύρι που στήνεται πάνω στην θεατρική σκηνή του Κόσμου. Με τον ποταμό των στοχασμών του, με τις ορμητικές και ακριβοδίκαιες σκέψεις του, την ποίησή του, γίνεται θα μπορούσαμε να σημειώσουμε, ο «κλειδούχος» της ερμηνείας της ανθρώπινης τραγωδίας του καιρού του. Το ποιητικό περιβόλι που είναι σπαρμένο με τον πόνο των ανθρώπων της εποχής του, το φυτώριο που μέσα του ανθίζουν τόσο τα ανθισμένα όσο και τα μαραμένα ανθρώπινα πλάσματα. Του ανθρώπου ενοχές και πάθη, μίση, αδιέξοδα, μικροχαρές, απελπισίες, αστοχίες, κέρδη, ελπίδες, συμπεριφορές, βάσανα, ευτυχισμένες στιγμές. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο των «ορίων», σημειώνει την Τετάρτη, 21 Αυγούστου 1935. «Το ξάφνιασμα από την ασυνήθιστη για μένα φύση, από καινούργιες αισθήσεις, με απλώνει τυφλό. Ο ρυθμός πρέπει να ΄ρθει αργότερα, αν έρθει’ η λιγοστή μου έκφραση που προυποθέτει χρόνια εσωτερικής δουλειάς και οδύνης. Τώρα ξέρω πώς έτσι είμαι. Περιμένω. Άλλοτε το συναίσθημα της αδυναμίας να εκφραστώ, σε μακριές και βαριές περιόδους της ζωής μου, με κλονίζει και μ’ απελπίζει. Τώρα που ξέρω πώς τίποτε δε γίνεται ά δεν σημάνει η στιγμή της απόδοσης, μπορώ ν’ αναγκάσω τον εαυτό μου να επιμείνει με άλλο τρόπο. Αλλά πόσα χρόνια χρειάστηκαν (αυτά που λέω χαμένα χρόνια) γι’ αυτό το κέρδος;». Τετάρτη, 21 Αυγούστου 1935.

     Ακόμα και αν παραβλέψουμε πολλές σελίδες του Ημερολογίου του, ακόμα και αν αγνοήσουμε την περιγραφή της κηδείας του Ελευθέριου Βενιζέλου, ακόμα και αν προσπεράσουμε τις σελίδες της Δευτέρας, 22 Νοέμβρη 1937, «ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ», σελ. 85-92, σταθούμε αδιάφοροι στους γαλλικούς στοχασμούς του 1940, το τι γράφει για τον δικτάτορα της Γερμανίας, Υπάρχουν ορισμένες σελίδες του, που δεν μπορείς να τις προσπεράσεις  χωρίς να σταθείς και να τις διαβάσεις με προσοχή για το τι μας λέει ο ποιητής. Και αναφέρομαι στο κείμενό του με τίτλο «ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ" Κορυτσά, Μάης ’37, σελ. 54-63. Ένα κείμενο για τον «τελετάρχη της Οργής», τον «Ανέκφραστο», τον θυρωρό του παλατιού «Μέγα Πεδιλοσκόπο είναι ο σωστός του τίτλος», σελ. 59. Μιάς σουρεαλιστικής ατμόσφαιρας διήγηση, ένα αλληγορικό παραμύθι που αναρωτιέσαι τι προσδιορίζει, τί θέλει να μας πει, μέσα στο σύνολο των υπολοίπων σελίδων των Ημερολογιακών του και των εξομολογήσεών, των λογοτεχνικών του καταθέσεων και ποιημάτων που διακρίνονται για την διαύγεια τους, την ευθύτητα των σκέψεών του, των κρίσεών του. Το αλληγορικό αυτό κείμενο έρχεται μετά από προηγούμενό του που τελειώνει με την συγκλονιστική πρόταση: «Η ζωή μου είναι διαθέσιμη’ κανείς δεν τη θέλει», σ.54.

     Δεν στάθηκα, ούτε θέλησαν να σχολιάσω, ούτε να ανοίξω μια νέα συζήτηση με το κείμενο του κ. Κατσιγέρα, ο οποίος και γνώστης αποδεικνύεται και τον βοηθούν οι ελληνικές και ιταλικές γνώσεις του και πηγές ώστε να συντάξει το ενδιαφέρον δημοσιογραφικά άρτιο άρθρο του για την επέτειο του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ούτε να συσχετίσω τις απόψεις του με εκείνες του ποιητή, ή να σταθώ σε περιγραφές και χαρακτηρισμούς του Σεφέρη από τον Α΄ τόμο του Πολιτικού του Ημερολογίου. Προσπάθησα για άλλη μία φορά να σταθώ στο Ημερολόγιο του, και μάλιστα, στον Γ΄ τόμο και στις πνευματικές και καλλιτεχνικές τους αναμνήσεις και καταγραφές. Δεκαετία στην ο ίδιος υπήρξε όχι μόνο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς εκείνων των γεγονότων, αλλά και με την ιδιότητα του έλληνα διπλωμάτη έζησε από τα μέσα τις τραγικές αυτές στιγμές και καταστροφικές καταστάσεις της Ελλάδας. Είναι εκπληκτικό πώς αυτός ο διπλωμάτης καριέρας, που  δεν σήκωνε κεφάλι και είχε ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, και έπρεπε να πάρει σοβαρές αποφάσεις και να δώσει τις ανάλογες συμβουλές, κατόρθωνε και έβρισκε ελεύθερο χρόνο και ηρεμία και ασχολιόνταν με την ποίηση, έγραφε ποιήματα, σχεδίαζε συνθέσεις που μετέπειτα συμπεριέλαβε στις τελικές εκδόσεις των ποιημάτων του. Την ίδια απορία έχουμε και για ένα άλλο πολιτικό πρόσωπο, τον ακούραστο και εργασιομανή, καθηγητή της κοινωνιολογίας και πνευματικό άνθρωπο, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Που μας κληροδότησε ένα τεράστιο συγγραφικό προσωπικό του έργο. Πολυεπίπεδο και πολύ ενδιαφέρον. Τέλος, το Πολιτικό Ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, και οι δύο του τόμοι έχουν άλλη δομή και θεματολογία ύλης. Στέκεται αυστηρά και κυρίως, όπως μας λέει και ο τίτλος του, στα πολιτικά πρόσωπα της εποχής, στις καταστάσεις και στις διαβουλεύσεις μεταξύ των πολιτικών, των διπλωματών, των κυβερνητικών παραγόντων, του τότε πρωθυπουργού και υπουργών. Ελληνικές και ξένες-κυρίως άγγλων-προσωπικότητες και φυσιογνωμίες, που διαμόρφωσαν την εποχή τους με τις πράξεις και ενέργειές τους, τις διπλωματικές και υπουργικές τους κινήσεις. Μια συνεξέταση των δύο αυτών τόμων, δηλαδή, των Πολιτικών του Ημερολογίων και των Ημερολογιακών του σημειώσεων, που αφορούν συγκεκριμένες και σταθερές ημερομηνίες, και γεγονότα, πρόσωπα, θα μας βοηθούσε να εμβαθύνουμε όχι μόνο στην σκέψη και τους στοχασμούς και συλλογισμούς του ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη αλλά, θα έχουμε μια σφαιρικότερη εικόνα όλου του φρέσκου της ελληνικής εποποιίας, του έπους του 1940, μα και θα μας δινόταν η δυνατότητα να κατανοήσουμε την μοίρα αυτού του τόπου και της ψυχοσύνθεσης των Ελλήνων, Οι Ημέρες και τα Ημερολόγια συμπληρώνουν τον ποιητικό λόγο, και το ποιητικό σύμπαν του Γιώργου Σεφέρη, λειαίνει κατά κάποιον τρόπο ή συμπληρώνει τις σκέψεις και στοχασμούς του ποιητή.

      Ήρθε μάλλον ο καιρός, να επανεξετάσουμε την οπτική μας απέναντι σε έναν ποιητή, που μόνη του έγνοια ήταν η γλώσσα, η παράδοση, η ελληνικότητα, η κοινή μας εστία η Ελλάδα. Να του δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει απλά. Και αυτό το πέτυχε. Μπορούμε να του το αναγνωρίσουμε δεκαετίες μετά την απώλειά του. Το έργο του είναι παρόν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021.

ΥΓ. Ζητούνται πράσινοι ψηφοφόροι. Προσοχή όχι διεκδικητές. Κλείσαμε.           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου