Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Ανέκδοτες Ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, παρουσιασμένες από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

     Ημερολογιακές  σημειώσεις  του Γιώργου  Σεφέρη

     Το κείμενο αυτό του Γ. Σεφέρη δεν επιλέχθηκε από τον ίδιο για να περιληφθεί, όπως και δεν περιλήφθηκε, στο αντίστοιχο, χρονικά, ημερολόγιό του, πού κυκλοφόρησε σαν Μέρες Γ΄ (16 Απρίλη 1934- 14 Δεκέμβρη 1940). Και το γεγονός αυτό φαίνεται πώς αποτέλεσε η βασική αιτία που το κείμενο αυτό, έκθετο καθώς έμεινε στα χαρτιά του ποιητή, δεν υπέστη τη λεπτομερειακή επεξεργασία (ουσίας και μορφής) που χαρακτηρίζει κάθε τί (πεζό ή ποιητικό του) προορισμένο να δεί το φώς της δημοσιότητας’ αντίθετα παραμελήθηκε, διατηρώντας, όχι σε λίγα σημεία, τα γνωρίσματα του πρώτου ριξίματος στο χαρτί, κάτι που του δίνει μιάν άλλου είδους ειλικρίνεια και ζωντάνια. Ενδεικτικό όλων αυτών είναι και η λέξη αναπτύξω που συχνά παρεμβάλλει ο ποιητής, μέσα στα γραφόμενά του, κλεισμένη σε παρένθεση.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 29 Γενάρη 1940

     Αυτές τίς ώρες που γυρεύουμε κάτι στεριό. Αυτές τις ώρες που γυρεύουμε έναν τρόπο να ζήσουμε με τους ανθρώπους γύρω μας, και είναι τόσο δύσκολο. Τώρα πού το πνεύμα είναι άρρωστο, άσκημα άρρωστο και σακάτικο. Όπου η ευκολία να παραδεχόμαστε σαν ένα μεγάλο κέρδος τις αντιφάσεις μας μάς οδήγησαν εκεί πού μας οδήγησαν: στην ανικανότητα να κάνουμε πολιτική, εννοώ σ’ όλη την Ευρώπη και στον κόσμο, στην ανικανότητα να ζήσουμε και να πεθάνουμε ακόμη.- Νιώθοντας μέσα στα σπίτια μας, μέσα στις μεγάλες πολιτείες ακόμη σαν τις νυχτερίδες που πετάνε παλαβά πάνω στους τοίχους μιάς μισοσκότεινης και πνιγηρής κάμαρας το καλοκαίρι. Όπου η πολιτική σκοπιμότητα, πού καθώς θα το πίστευε κανείς, δεν θα μπορούσε να έχει άλλο σκοπό παρά να δώσει στον άνθρωπο τον τρόπο να ζήσει αληθινά, να ζήσει πιό πλέρια και πιό ελεύθερα ή τουλάχιστο να μην τον εμποδίζει να ζεί-η πολιτική σκοπιμότητα και οικονομική σκοπιμότητα, κατάντησαν πράγματα αφηρημένα που οργανώνουν σε τελευταία ανάλυση μόνο όχλους, αν θέλουμε ταχτικούς, συστηματοποιημένους, με καλύτερες βιοτικές συνθήκες-αλλά πάντα όχλους-σκοτώνουν τη ζωή, ξεραίνουν κάθε σταγόνα δροσιάς ζωής, συλλογίστηκα και ξαναδιάβασα το Μακρυγιάννη’ ένα βιβλίο που πραγματικά δεν άφησα από κοντά μου εδώ και δώδεκα χρόνια. –Όλα αυτά που λέω παραπάνω γίνονται στην Ευρώπη (αναπτύξω) είναι μιά αρρώστια της Ευρώπης. Η αρρώστια αυτή άρχισε να πιάνει-και προχωρεί καταπληκτικά εύκολα στην Ελλάδα. Δεν πρόκειται να εξετάσω αν τα αίτια είναι τα ίδια. Τα αποτελέσματα όμως είναι τα ίδια. (Τα αίτια μπορεί εδώ να κάνω λίγες διακρίσεις). Και τα αποτελέσματα μ’ ενδιαφέρουν γιατί μ’ αγγίζουν και με πονούν. Και τα αποτελέσματα εδώ και κάμποσα χρόνια μας δίνουν το συναίσθημα ότι η ζωή μας άφησε γειά. Για να ξεχωρίζουμε έναν ζωντανό από έναν πεθαμένο παίρνουμε ένα καθρεφτάκι, έστω κι ένα μπρούτζινο κουμπί και το βάζουμε κοντά στο στόμα του: αν η στιλπνή επιφάνεια καλυφθεί από μιάν  αλαφρή πάχνη ο άνθρωπος ζει, αν όχι είναι πεθαμένος. Εδώ και κάμποσα χρόνια στην Ελλάδα έκανα τούτο το πείραμα, τριγυρίζοντας μέσα στους ανθρώπους. Πουθενά ούτε μιά ιδέα ανάσας δε θόλωσε τη μικρή γυαλιστερή επιφάνεια. Ζούμε ανάμεσα σε νεκρούς. Άλλοι θα πούν πώς είναι ο τρόπος μου να κοιτάξω τη ζωή, ένας τρόπος απαισιοδοξίας ή ο τρόπος της γενιάς μου. Ότι η άποψή μου είναι υποκειμενική, μονομερής. Δεν το ξέρω. Σ’ αυτά που γράφω δεν μου χρειάζονται αποδείξεις. Αν γελιέμαι τόσο το καλύτερο. Δεν αισθάνομαι καμιά υπερηφάνεια επειδή βλέπω αυτά που βλέπω, αν τα βλέπω στραβά τόσο το καλύτερο. Τόσο το καλύτερο ακόμη αν τα γραφόμενά μου είναι τα σημάδια μιάς πρόσκαιρης κρίσης. Μακάρι ο θάνατός μας και ο θάνατος της αλήθειας μας να σημαίνει ζωή για τους κατοπινούς. Ωστόσο είμαι υποχρεωμένος, αφού αισθάνομαι την πληγή, να μιλώ για την πληγή μας. Να κρύβουμε τα πράγματα, να τα παραβλέπουμε όπως τόσο πολύ το συνηθίζουμε δε χρησιμεύει σε τίποτε. Και η πληγή είναι ότι στον τόπο μας, που είναι ένας μικρός τόπος, οι ψυχές ζούνε ολοένα και λιγότερο και πάνε να σβήσουν. Γιατί, άς το βρούνε άλλοι το γιατί. Κοιτάζει κανείς γύρω του φίλους, ανθρώπους που κάτι περίμενε πώς θα δίναν, πού τους πίστεψε’ κοιτάζει όλες αυτές τις  φυσιογνωμίες, αραδαριά μπροστά του, εδώ και δέκα δεκαπέντε χρόνια, σαν αναμμένα κεριά που κάθε τόσο ένα ξαφνικό φύσημα τα σβήνει. Λιποψυχία, κούραση, στέρεμα, συμμόρφωση στις συνήθειες και στις βολές, τις τόσο μικρές και τόσο ασήμαντες φιλοδοξίες μας. Οι φίλοι μας, οι άγνωστοι και οι γνωστοί, βουλιάζουν ένας-ένας μέσα σε μιά ακατανόμαστη ψυχική στέγνια. Και θέλω να πω μιλώντας για φίλους όλους εκείνους που θα μπορούσαν να ήταν πηγές ζωής σ’ αυτό τον τόπο όπου τέλος πάντων ζούμε. Κι είμαστε μόνοι. Μόνοι γυρεύοντας τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος για μένα τούτες τις μέρες ήταν ο Μακρυγιάννης. Θα μπορούσε να ήταν φυσικά ένας ποιητής. Όταν η ζωή δεν μας κάνει μπορούμε τόσο εύκολα να φύγουμε. Το βουνό του Λουκρητίου. Ή ο Μάρκος Αυρήλιος: πομπής κανοσανίδια… Ο άνθρωπος είναι αδιόρθωτος. Μόνο η τέχνη μας σώζει, όταν μπορούμε να καταφύγουμε στην τέχνη. Αλλά αγαπώ πάρα πολύ την τέχνη για να παραδεχτώ να τη θεωρήσω σαν ένα είδος αερόστατο πού μας παίρνει ψηλά στον ουρανό όταν η γη αρχίζει να γίνεται ανθυγιεινή. Έπειτα είναι στιγμές που ντρέπεται κανείς να φύγει. Έναν από τους στίχους του Ντάντε πού καταλαβαίνω καλύτερα είναι το Che per viltade il gran rifiuto, έναν στίχο πού τόσο άσχημα παραμόρφωσε ο Καβάφης. Η τέχνη, όταν δεν είναι τέχνασμα, έχει πάντα δύο όψεις: εκείνη που αφορά τις σχέσεις μας με τον άνθρωπο και εκείνη που αφορά τις σχέσεις μας με το Θεό(άς είναι τούτο για συντομία) κι αυτές οι δύο όψεις συνυπάρχουν γιατί πάντα ο άνθρωπος μας ρίχνει στο Θεό και ο Θεός μας ρίχνει στον άνθρωπο. Στην περίπτωσή μου τούτη είναι οι σχέσεις με τον άνθρωπο που έρχονται στην πρώτη γραμμή’ και είναι τούτο που εξέχει. Θυμούμαι σε μιά από τις δυσκολότερες πολιτικές κρίσεις πού πέρασα, τον περασμένο Απρίλη ή τον προπερασμένο Σεπτέμβρη –(qui nous a marquee pour la vie. El..). Μέσα στην ένταση εκείνη των νεύρων ένιωσα την ανάγκη-σά μιά βοήθεια να κρατηθώ από κάτι περισσότερο γερό από την πρόσκαιρη ταραχή μας. Διάβαζα Πλάτωνα.-Και βρήκα πώς ήταν μιά θεραπεία πρώτης γραμμής για μένα. Τώρα αυτό δεν μπορώ να το κάνω γράφοντας κ.τ.λ. Είμαστε κι όλας στον πέμπτο μήνα του δεύτερου πολέμου που είδαμε εμείς που μεγαλώσαμε στα χρόνια ’14-’18.

      Εδώ και κάμποσες μέρες οι εφημερίδες κρατούν το ίδιο τροπάρι. Στο δυτικό μέτωπο απραξία, στη θάλασσα τα καράβια βουλιάζουν κάπου-κάπου, οι Φιλανδοί πολεμούν μέσα στην πολική νύχτα και νικούν σαν Ολυμπιονίκες με την ίδια τάξη και το ίδιο σύστημα. Τα Βαλκάνια είναι οπωσδήποτε ήσυχα, μολονότι φοβούνται την άνοιξη που μας έρχεται. Αυτή είναι η επιφάνεια’ από κάτω αισθάνεται κανείς πώς ο καρκίνος κάνει τη δουλειά του. Γιατί συλλογίστηκα τον Μακρυγιάννη στο κατώφλι της μέσης του εικοστού αιώνα; Τί έχει να κάνει αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος με τούτη την κοινωνία την ταλαιπωρημένη ως τη βαρβαρότητα με τα μηχανικά της παιχνίδια και τους υπνοβατικούς της τρόπους με την κοινωνία όπου το προπατορικό αμάρτημα καταργείται σε συνέδρια, (σοβαρά) που χωρίς θρησκεία κινείται μ’ αυτό που λέει ορθοδοξίες και έχει γεμίσει αστρολόγους, ίσως επειδή είναι στερημένη από πραγματικούς αγίους; Ο Μακρυγιάννης μου δίνει εκείνο που μου λείπει: τη ζωή!

     Δεν τον παίρνω ούτε σαν ένα από τους αγριανθρώπους κλέφτες του ’21, ούτε σαν ένα σύμβολο επιστροφής στη στάνη κι ακόμα λιγότερο σαν ένα χρονογράφο μιάς ιστορικής εποχής. Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Τον παίρνω σαν έναν άνθρωπο πού κοιτάζω μέσα του ορισμένα πράγματα στον άνθρωπο: την αρετή, τη ζωντάνια, το μεγαλείο και τη φρίκη. (αναπτύξω).

      Αυτές τις μέρες είδα για πρώτη φορά, ένα πρωί, τις εικόνες, τις 23 εικόνες που υπαγόρεψε στον Παναγιώτη Ζωγράφο πρίν από 100 χρόνια ακριβώς. Συγκινήθηκα τόσο- είχα καιρό να συγκινηθώ έτσι- πού άφησα τους πίνακες πάνω στο τραπέζι και σκαρφάλωσα τρεχάτος στο φίλο μου, τον πήρα από το μανίκι για να του τις δείξω.

      Προσθήκη: Δεν είναι το είδος μου η μελαγχολία.

     Πώς ανατράφηκα.

ΠΕΜΠΤΗ, 25 Ιουνίου 1940

     Διάβαζα χτές βράδι αποφθέγματα του X (R):

Nous sommes a la fin du siècle de la raison (p. 251) κ.τ.λ.  On n’ approche le mistere du monde que dans l’ exaltation des sentiments et dans l’ action. (p. 252) Και ακόμη (εν τούτοις) A la doctrine chretienne du primat de la conscience individuelle et de la responsabilite personnelle s’ oppose la doctrine leberatrice de la nullite de l’ individu.

     (Είμαστε στο τέλος του αιώνα της λογικής.- Δεν πλησιάζει κανείς το μυστήριο του κόσμου παρά με την έκσταση του αισθήματος και της εμπειρίας. Στη χριστιανική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία έχουν τα πρωτεία η ατομική συνείδηση και η προσωπική ευθύνη, αντιτίθεται η σωτήρια διδασκαλία της μηδαμινότητας του ατόμου).

     Υπάρχει μέσα σ’ όλο αυτό το ανακάτωμα των ιδεών μιά ροπή και η ροπή τούτη καθρεφτίζει πολλές διδασκαλίες που ακούσαμε και από δικούς μας και από ξένους. Και πού ξεκινούν από τη διάκριση του πνεύματος και των αισθημάτων. Η μιά υπερβολή όπως πάντα φέρνει την άλλη-από τη μιά μεριά τά διανοητικά σιγιλλάρια-από την άλλη συμπαγείς μάζες κτηνών-πού σε λίγο θα είναι σάρκας κουφάρια. Ο Μακρυγιάννης είναι ένας τύπος ανθρώπου (πού) δεν υπάγεται σ’ αυτές τις διακρίσεις γιατί είναι άνθρωπος μ’ όλες του τις λειτουργίες σωστές και ισορροπημένες, αδέξιος στην πράξη’ δεν είναι ηθικό αίσθημα είναι η ατμόσφαιρά του-ο υπερφυσικός κόσμος του είναι οικείος, δεν παρουσιάζει αντίθεση με τον πραχτικό, κλείνει συμφωνίες με τον άγιο-μπαίνει και βγαίνει μέσα στα όνειρά του όπως στο σπίτι του. Μέσα σ’ όλο τον κόσμο (αδιάκριτα) νιώθει βολικά’ και βρίσκω πώς έχει σημασία πώς ένας άνθρωπος χαλασμένος από πολλές αμαρτίες σαν εμένα, που δεν είμαι διάφορος ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από άλλους, δεν πρόκειται-το ξαναλέω-να υποδείξω εδώ πνευματικές καταστάσεις για διανοούμενους. Συλλογίζομαι όμως τί σόι άνθρωποι θα θέλαμε να γίνουμε’ ένα πρόβλημα που πέρα από όλα πρέπει να το σκέφτεται και ο διανοούμενος και ο εργάτης και ο αστός. Αυτό είναι το πρόβλημα πρίν απ’ όλα που ενδιαφέρει την εποχή μας: είναι ανθρώπινο, δεν είναι πολιτικό και είναι δύσκολο, όταν τα μεγάλα έθνη τρελάθηκαν ή στέγνωσαν ή ξέπεσαν, να μήν παρασύρουν μικρούς λαούς σαν το δικό μας. Δεν έχω, κοιτάζοντας τον Μακρυγιάννη, την όρεξη μήτε να κάνω ηθογραφία μήτε να πάρω σαν υπόδειγμα την ηρωική κλεφτουριά, όπως συνηθίσαμε να τη βλέπουμε. (Βλ. Γιαννόπουλο). Αλλά ρωτιέμαι, όταν ένας λαός που γυρεύει την ψυχή του απότυχε τόσες φορές, μήπως δεν θα πρέπει να συλλογιστεί πώς ξέχασε να κοιτάξει από πιό κοντά εκείνο πού είχε, που το χάλασε και το καταφρόνεσε. Κι αυτό ήτανε ψυχή, εκείνο πού τον έκανε να αναστηθεί. Τα πράγματα της τουρκοκρατίας τα κοιτάζαμε αφηρημένα, τα κάναμε λαϊκή τέχνη, ίσως και σνομπισμό της λαϊκής τέχνης. Το γλωσσικό ζήτημα’ ήτανε κάτι άλλο στην αρχή ο δημοτικισμός και έμεινε γλωσσικό ζήτημα μόνο. Πίσω από όλα ήτανε κάτι άλλο, κάτι πού απαιτούσε όλη μας τη συνείδηση, αλλά η συνείδηση δε μας έφτασε: το μέρος το ηθικό. Όλα αυτά δεν ήταν δουλειά μου. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να τ’ αφήσω κατά μέρος, όπως με συμβούλευε ένας φίλος, και να καθίσω να κάνω τη δουλειά μου μελετώντας την ποίηση. Αλλά η ποίηση κινδυνεύει όταν χάνεται η ψυχή. Και η ψυχή πάει να χαθεί τώρα όχι μόνο πιά από τις ρωμέικες αμαρτίες, αλλά από τις αμαρτίες ενός ολάκερου κόσμου, κι αυτό είναι το πρόβλημα: μήπως η γενική πτώχευση θα μας κάνει να σκεφτούμε καθαρότερα τί είμαστε και τί άξιο έχουμε δικό μας, έτσι πού, κι αν πρόκειται να χαθούμε με τους άλλους, να πάμε με καθαρότερη ψυχή, κι αν πρόκειται να ζήσουμε δικαιότερα, να ζήσουμε. Είναι ένα χρέος τούτο το βιβλίο, μιά υπηρεσία πού πρέπει να κάνω, πιστεύω, στην τέχνη, έστω κι αν κανείς δεν πρόκειται πιά να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν. Αλλά τούτο είναι άλλο ζήτημα, προσωπικά δικό μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 11 Αυγούστου 1940

     Χτές μου φέραν το εξώφυλλο του τελευταίου βιβλίου που τυπώνω. Είναι όλα μαζί τρία, τρία μικρά βιβλία ποιημάτων για τα δέκα χρόνια που πέρασαν. Από δώ και πέρα δεν πρόκειται να δημοσιέψω πιά για ένα απροσδιόριστο διάστημα. Το έχω πάρει απόφαση από την αρχή του χρόνου Βαρειά απόφαση αλλά τι μπορεί να είναι αληθινά βαρύ ύστερα από τα όσα ζήσαμε αυτά τα τελευταία δύο, τρία, τέσσερα χρόνια. Σηκώνουμε τόσα πολλά, τόσο απροσδόκητα πολλά πράγματα, πού ρωτιέται κανείς μήπως έχουν βουλιάξει οι ψυχές μας από καιρό, χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Ένα καράβι που έχει καθίσει στο βυθό μπορείς να το φορτώσεις όσο θέλεις’ δεν υπάρχει περιορισμός.

     Χρόνια τώρα κοιτάζω πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στα παθήματά τους. Πώς τα δέχονται όλα-και μού έρχονται στο νου εικόνες μεγάλου εξευτελισμού, εικόνες φριχτές, όπως αυτό που λέμε τιμή, σεβασμός, αξιοπρέπεια-όχι όπως τις ξεστομίζουν, για όνομα του Θεού, αυτές τις λέξεις οι Φαρισαίοι- τσαλαπατιούνται μέσα στο βούρκο, με τέτοιον τρόπο που κανένας άνθρωπος, που να είναι πραγματικά άνθρωπος, να μην μπορεί να κρατήσει τα ουρλιάσματα, ουρλιάσματα άγριου θεριού που του τραβάνε τ’ άντερα με τα τσιγκέλια. Διασυρμός της γυναίκας πού αγαπούμε, τρυφερών παιδιών, των γονιών μας, μέσα σε δημόσιες πλατείες, μπροστά σε πλήθη αλλόφρονα που αλαλάζουν με αναμμένα δαδιά και παράξενες λόγχες. Εξευτελισμοί του ανθρώπινου κορμιού και της ανθρώπινης λατρείας. Ατίμωση των ιερών. Ο καθένας μπορεί να διαλέξει ό,τι προτιμά, σύμφωνα με τη δική του φαντασία. Η κτηνωδία μας κατοικεί όλους και δεν είναι δύσκολο. Αλλά ρωτιέμαι με αγωνία σε ποιά περίσταση, σε ποιό σκαλοπάτι αηδίας και της ταπείνωσης (βρίσκεται) ο κόσμος πού με περιστοιχίζει.

                       ΓΙΩΡΓΟΣ   ΣΕΦΕΡΗΣ

Φιλολογικό  παράρτημα

     Με την πεποίθηση ότι η πολιτική δεν είναι, και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι, μιά υπόθεση απομονωμένη από λογής κοινωνικά και γενικότερα πολιτιστικά θέματα, αλλά αντίθετα βρίσκεται σε διαρκή αλληλεξάρτηση και διαλεχτή αλληλουχία με αυτά, δημοσιεύουμε σήμερα το «φιλολογικό παράρτημα» που ακολουθεί.

     Σ’ αυτό περιλαμβάνονται:

•Άγνωστες ημερολογιακές σημειώσεις του Γιώργου Σεφέρη.

•Το διήγημα του Πρόδρομου Μάρκογλου «Επεισόδιο».

•Το διήγημα του Σάκη Παπαδημητρίου «Τράπεζα Τέχνης».

•Σχόλιο του Αλέξη Ζήρα σ’ ένα αυτόγραφο του Γιώργου Θεοτοκά.

•Απόσπασμα από το βιβλίο τους Τσβετάν Τοντόροφ «Ποιητική»

•Σημειώσεις του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου πάνω στα «Ποιήματα» (1945-71) του Μίλτου Σαχτούρη.

Επιμέλεια: ΚΩΣΤΑΣ  Γ.  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περιοδικό Αντί τεύχος 98/ Σάββατο 6 Μαϊου 1978

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Εύστοχη η ενέργεια του ποιητή, κριτικού και εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού «γράμματα και τέχνες» κυρού Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, να συστεγάσει κάτω από τον γενικό τίτλο «Φιλολογικό παράρτημα» άγνωστες και αδημοσίευτες Ημερολογιακές σημειώσεις του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη, διηγήματα των Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου και Σάκη Παπαδημητρίου γνωστών και καταξιωμένων πεζογράφων. Το σχόλιο του κριτικού, μεταφραστή και επιμελητή εκδόσεων Αλέξη Ζήρα σε αυτόγραφο του σημαντικού μυθιστοριογράφου, θεατρικού συγγραφέα και θεωρητικού της Γενιάς του 1930 Γιώργου Θεοτοκά, παράλληλα με την δημοσίευση αποσπάσματος από την μελέτη του Βούλγαρου καθηγητή Τσβετάν Τοντόροφ «Ποιητική» (το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά-δέκα χρόνια αργότερα- το 1989 από τις εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» σε μετάφραση της καθηγήτριας και δοκιμιογράφου Αγγέλας Καστρινάκη), και ακόμα, την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μίλτου Σαχτούρη που κυκλοφόρησε ένα χρόνο νωρίτερα, από τις εκδόσεις Κέδρος (1977) από τον  ίδιο, τον επιμελητή των λογοτεχνικών σελίδων του παλαιού της ανανεωτικής αριστεράς πολιτικού περιοδικού «Αντί».  Το περιοδικό με εκδότη τον Χρήστο Παπουτσάκη, άρχισε να κυκλοφορεί συστηματικά και εμπλουτισμένο με πολιτική και λογοτεχνική ύλη τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974. Πολλά του Αφιερώματα στάθηκαν πηγή για τους νέους ερευνητές και φιλολόγους της ελληνικής γραμματείας των χρόνων αυτών. Τα δραστήρια και επαναστατικά αυτά  χρόνια έμπαιναν οι βάσεις, θεμελιώνονταν οι τάσεις, διαμορφώνονταν οι πολιτικοί και καλλιτεχνικοί σχηματισμοί, ζυμώθηκαν οι αξίες των νέων μορφών και θεματολογίας, τεχνοτροπίας της ελληνικής τέχνης και αναπτύσσονταν οι καινούργιες πνευματικές ιδέες του σύγχρονου ελληνισμού. Ανοίγονταν και διευρύνονταν οι ορίζοντες του νέου, σύγχρονου, μοντέρνου πολιτιστικού προσώπου της Ελλάδας και  διαπραγματεύονταν ή αναθεωρούνταν πατροπαράδοτες αξίες και κοινωνικές συνήθειες της χώρας και ημών των ελλήνων. Η Ελλάδα, έβγαινε από ένα δικτατορικό καθεστώς λαβωμένη και με απώλεια τμήματος εδάφους του Κυπριακού Ελληνισμού. Με την επαναφορά της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτισμού στη χώρα-όχι δίχως δυσκολίες και εσωτερικές πολιτικές περιπέτειες- οι ελληνικές γενιές εκείνων των χρόνων, σιμά και οι λογοτέχνες, οι λόγιοι και διανοούμενοι, οι ποιητές, έχοντας δημοκρατική πολιτική συνείδηση βάδισαν ξανά ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς πάνω στα συγγραφικά  ίχνη των προγενέστερων λογοτεχνικών γενεών. Οι νέοι και οι νέες ήρθαν σε επαφή με τις αισθητικές και καλλιτεχνικές αξίες της πολιτιστικής παράδοσης της χώρας, των παλαιότερων ελλήνων, αξίες και αρχές προερχόμενες από την κλασική αρχαιότητα, είτε από την βυζαντινή περίοδο, τα μεσαιωνικά χρόνια της σκλαβιάς, της τουρκοκρατίας και των χρόνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά. Ιδιαίτερα, γνώρισαν και διάβασαν τις θεωρητικές αρχές και αξίες, τα ποιήματα και τα πεζά, το θεατρικό και δοκιμιακό  λόγο της θρυλικής Γενιάς του 1930. Της πλέον μορφωμένης και καταρτισμένης, όπως φαίνεται, και ξενοσπούδαστης πνευματικής Γενιάς της ελληνικής γραμματείας, όπως μας έδειξαν οι σχετικές μελέτες που εικονογραφούν την πορεία της, τα έργα και τους συγγραφείς της. Τους κοσμοπολίτες εκπροσώπους της. Μια πνευματική γενιά πολύκαρπη με πολυδιάστατη καλλιτεχνική δημιουργία (ποίηση, πεζό, θέατρο, δοκίμιο, μεταφράσεις, εικαστικά, αρχιτεκτονική, κινηματογράφος κλπ.) με πολλούς από τους εκπροσώπους της να εξακολουθούν να δημιουργούν και να παράγουν καλλιτεχνικά έργα. Οι νέοι και οι νέες λόγιοι και συγγραφείς μετά την μεταπολίτευση (οι νεοσσοί ποιητές, διηγηματογράφοι, μυθιστοριογράφοι, κριτικοί κλπ.) ήρθαν επίσης σε επαφή μέσα από διάφορους ετερόκλητους ορισμένες φορές διαύλους, με τα νέα ευρωπαϊκά πολιτιστικά ρεύματα τα πολυσχιδή και πολύχρωμα πεδία της τέχνης και της έρευνας της ευρωπαϊκής επικράτειας. Οικειοποιήθηκαν ή μιμήθηκαν τις καινούργιες μοντέρνες τάσεις στον χώρο της τέχνης, ακολούθησαν εκφράσεις και ιδέες, πρότυπα, που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στον δυτικό κυρίως κόσμο. Στις ανθηρότερες οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρές  χώρες της γηραιάς αποικιοκρατικής ηπείρου. Πληροφορήθηκαν για τις πρωτοπόρες εξερευνήσεις στους χώρους της τέχνης, τις ανατροπές, τους νέους ταραγμένους δρόμους διαμόρφωσης του πολιτισμικού προσώπου του δυτικού ανθρώπου. Διάβασαν καινούργιες θεωρίες για την σύγχρονη ποίηση, την πεζογραφία το διήγημα. τον θεωρητικό λόγο, την νέα κριτική και τα μοντέλα της. Τον ρόλο του συγγραφέα στις σύγχρονες κοινωνίες. Ο ποιητικός κόσμος του Έζρα Πάουντ, του Τόμας Στερν Έλιοτ, των Αμερικανών Beat ποιητών, των Σουρρεαλιστών αντιπροσώπων, η στιλιστική γραφή της Βιρτζίνιας Γουλφ, οι αισθητικές απόψεις του Τόμας Μαν, οι μεταφυσικές περιπλανήσεις του Έρμαν Έσσε, ο θρησκευτικός μυστικισμός του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Χαίλντερλιν και μια σειρά άλλων ευρωπαίων δημιουργών έφεραν σε επαφή τον έλληνα νέο αναγνώστη με τους καλλιτεχνικούς δρόμους του δυτικού κόσμου. Η Ναταλί Σαρρώ, ο Ρολάν Μπαρτ, ο Γκέοργκ Λούκατς, ο Μωρίς Μπλανσό, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Edwin Berry Burgum, O Edmund Wilson, o Lucien Goldmann, και άλλοι μας έφεραν σε επαφή με τον θεωρητικό και κοινωνιολογικό λόγο περί ερμηνείας του μυθιστορήματος, της λογοτεχνίας. Στις θεωρητικές περιπλανήσεις μας να συμπληρώσουμε τις μεταφρασμένες μελέτες του Robert Scholes, του Scholes και Klaus, τέσσερα βιβλία που μεταφράστηκαν από την Αριστέα Παρίση και εκδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη από τις εκδόσεις Κωνσταντινίδη. Μοντέρνες θεωρητικές φωνές του εξωτερικού. Πολύτιμοι αρωγοί στην κατανόηση της ποίησης και της πεζογραφίας στάθηκαν και οι πάνω από είκοσι πέντε τίτλοι βιβλίων «Η Γλώσσα της Κριτικής» των εκδόσεων Ερμής. Αυτά τα μικρού μεγέθους, λιλιπούτεια βιβλία θησαυροφυλάκια γνώσεων και πληροφοριών. Οι νέες μεταπολιτευτικές γενιές των ελλήνων και ελληνίδων ποιητών και συγγραφέων, κριτικών φωνών και μεταφραστικών πενών, άρχισαν σταθερά και σταδιακά να εμπλουτίζουν τις δημιουργίες τους, τα έργα τους-όχι χωρίς εσωτερικούς κραδασμούς και ταλαντεύσεις, με τα πνευματικά επιτεύγματα και καλλιτεχνικές παραγωγές της δύσης, των ανεπτυγμένων οικονομικά καπιταλιστικών κρατών. Από τον τότε διπολικό κόσμο μας, και τα κράτη της ανατολικής ευρώπης, (μέχρι την σημαδιακή ιστορική και πολιτική τομή του 1989) αγαπητοί συγγραφείς στο ελληνικό κοινό ήταν ο μεγάλος ρώσος αμαρτωλός Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο επικός Λέων Τολστόι, ο θεατρικός συγγραφέας Άντον Τσέχωφ, ο αυτόχειρας φουτουριστής ποιητής Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, η τυραννισμένη από το τότε καθεστώς ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, το έργο του Πούσκιν, η προλεταριακή γραφή του Μαξίμ Γκόργκι και άλλων μυθιστοριογράφων θιασωτών του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Γνώριμός μας στην ελλάδα και το έργο του ήταν η εξόριστη-τότε-παρουσία του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Ένας επίσης γνωστός και αγαπητός συγγραφέας στην χώρα μας, υπήρξε και ο Τσέχος Φρανς Κάφκα. Ένας πλούσιος και πολύανθος, πολύχρωμος, λογοτεχνικός και ποιητικός ανθώνας πρόβαλλε μπροστά μας και ζητούσε να τον περπατήσουμε.

      Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος κανενός αναγνώστη, ποιητή ή συγγραφέα, μπορώ όμως να καταθέσω την δική μου αναγνωστική αλήθεια και εμπειρία, εκείνη των νέων της δικής μου γενιάς που ενημερωνόμασταν για τα ποιητικά τεκταινόμενα, συγγραφικές δράσεις και εκδηλώσεις, βιβλία, περιοδικά, πολύπλευρα διαβάσματα. Σημειώνοντας ότι τα χρόνια μετά την επτάχρονη δικτατορία, ένα είδος πνευματικού «γκουρού» υπήρξε και ο νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στον χώρο της ποίησης και της ελληνικής γραμματείας γενικότερα. Ξεχωριστά με την κυκλοφορία των «Δοκιμών» του. Ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς επίσης, προσδιόρισε το βλέμμα μας με την πρωτοπόρα για την εποχή της «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Πόσες σημειώσεις και σχόλια δεν φέρουν στις σελίδες τους αυτές οι βυσσινί χρώματος επανεκδόσεις της. Η γνωριμία μας με τα έργα και τις φυσιογνωμίες του Ελληνικού Διαφωτισμού οφείλεται σε αυτόν, και στις παλαιές επιφυλλίδες του στην πρωινή και κυριακάτικη εφημερίδα «Το Βήμα». Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ήταν ήδη αγαπητός και τιμημένος (από τις νεότερες ελληνικές γενιές) και από την στάση του ενάντια στην δικτατορία, με αποκορύφωμα την πολιτική του δήλωση. Τόσο το ποιητικό του έργο όσο και οι δοκιμιακές του μελέτες και οι Ημερολογιακές του καταθέσεις που είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, αναζητούνταν, αγοράζονταν και διαβάζονταν με περιέργεια, με μεγάλη αναγνωστική ζέση και ενδιαφέρον. (Εμείς οι Πειραιώτες ,είχαμε ένα ακόμα ερέθισμα. Την γνωστή φωτογραφία του ποιητή ο οποίος κρατώντας από το χέρι τον εγγονό του Νίκου Καββαδία, κάνουν την γνωστή περατζάδα στο Πασαλιμάνι). Οι νέοι ποιητές θεωρούσαν «τιμή» τους να κατορθώσουν να γράψουν, να εκφραστούν ποιητικά όπως Εκείνος. Διαμόρφωναν το ύφος τους στο δικό του. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο αστός και διπλωμάτης, ο πατριώτης, ο ολιγομίλητος εξόριστος των πατρογονικών του χωμάτων, ο μικρασιάτης πρόσφυγας, ο ποιητικός μελετητής των ελληνικών ερειπίων και της παράδοσης του ελληνισμού, ο διαυγής και ταυτόχρονα ερμητικά κλειστός ποιητής, ο πολυρυθμικός έλληνας ποιητής, ο τραγικά ερωτικός, είναι μάλλον ο ποιό καλλιεργημένος ποιητής της Γενιάς του 1930, και εξίσου έμπειρος δάσκαλος του ποιητικού λόγου μαζί με τον Κωστή Παλαμά της Ελληνικής Ποίησης. Υπήρξε ο ποιό επιφανής ποιητής της Γενιάς του 1930 για όλες τις μετέπειτα ποιητικές γενιές στην χώρα μας. Μια αναγνώριση που του δόθηκε αβίαστα και άμεσα δίχως ενδοιασμούς και με ελάχιστες αρνητικές φωνές μεμψιμοιρίας, σαν ένα ηχείο της αγγλόφωνης ποίησης του Τόμας Στερν Έλιοτ. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ενώ ένα χρόνο μετά την δημοσίευση των οσάνω ανέκδοτων ημερολογιακών σημειώσεών του στο περιοδικό, η μικρή πατρίδα μας θα τιμώνταν διεθνώς και πάλι, με το δεύτερο Νόμπελ στο πρόσωπο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ο ουσιαστικός ρόλος και η επίδραση του Γιώργου Σεφέρη στις ποιητικές συνειδήσεις των νεότερων γενεών των αναγνωστών , στον τρόπο που υιοθέτησαν να εκφραστούν συγγραφικά ήταν ισχυρός, αναμφισβήτητα σημαντικός και επιδραστικός των έργων τους, έστω και αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν ορισμένοι διανοούμενοι και κριτικοί. Ο αστός Γιώργος Σεφέρης αγκάλιαζε με τις ποιητικές και συγγραφικές του φτερούγες, δρόσιζε αναγνωστικά με το έργο του τις νεότερες μεταπολιτευτικές ποιητικές δυνάμεις που κυοφορήθηκαν περισσότερο από ότι άλλοι ποιητές προερχόμενοι από τον κεντροδεξιό χώρο ή τον χώρο της αριστεράς. Με σημαντική εξαίρεση φυσικά, τον αγωνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο και τον κάπως «παραμελημένο» σεμνό και αθόρυβο Τάσο Λειβαδίτη. Η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη αγαπήθηκε αλλά δεν την μιμήθηκαν. Η περίπτωση της επικράτησης του Αλεξανδρινού, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη στα χρόνια των δικών μας γενεών, ανάγεται και σε άλλες επιπρόσθετες κοινωνικής χροιάς ατραπούς και παραμέτρους. Σωματικής χειραφέτησης των νέων μεταπολεμικών γενεών και ερωτικής αυτοδιάθεσης των ανθρώπων. Επαναδιαπραγμάτευση επί τα βελτίω, της σεξουαλικότητάς τους και της ερωτικής τους ταυτότητας. Ενώ η παρουσία του Κωστή Παλαμά εξακολουθούσε ακόμα να αγγίζει αρκετές ψυχές ελλήνων ποιητών, (ιδιαίτερα ποιητριών) και ο έλληνας παραμυθάς Νίκος Καζαντζάκης είχε γίνει περισσότερο αγαπητός από τις κινηματογραφικές του μεταφορές και τα περιβόητα περί ατομικής Ελευθερίας τσιτάτα του. Που οι περισσότεροι έλληνες «πιπιλίζαμε» χωρίς να τα κατανοούμε σε βάθος την ουσία των αποφθεγματικών του φράσεων. Αφήνουμε απέξω την περίπτωση του γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονύσιο Σολωμό, και την περίπτωση του Τριπολιτσιώτη Κώστα Καρυωτάκη. Με έναν αδιόρατο και όχι τόσο αθόρυβο τρόπο, ήταν παρών στις αναγνωστικές συζητήσεις μας ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Αυτός ο ίσως γνωστός άγνωστος της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Σεφέρης όμως κρατούσε τα πρωτεία και το έργο του διαδίδονταν και διαβάζονταν μέσα στις στοές του ελληνικού χρόνου. Ήταν ο Μικρασιάτης πρόσφυγας ποιητής που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τα βάσανα και τα πάθια της προσφυγιάς του έλληνα και του νεότερου ελληνισμού. Ήταν η σκιερή από τις πολλές καταστροφές  μνήμες και συνείδηση του έθνους των ελλήνων. Ο καημός, ο νόστος, ο ξεριζωμός, οι διάσπαρτες γεμάτες πόνο και θλίψη παραστάσεις της ιστορικής παράδοσης των ελλήνων. Το αστείρευτο δάκρυ της εξόριστης Ρωμιοσύνης, ο κρυφός σπαραγμός των αλησμόνητων πατρίδων, το συλλογικό ρίγος των ελλήνων μπροστά στα αρχαία ερείπια, το ευλαβικό προσκύνημα στα σπασμένα αγάλματα και τους αρχαίους ναούς. Η ανάμνηση των πέτρινων Μοναστήρια της Καππαδοκίας, Οι κουφωτές εκκλησίες με τους αλειτούργητους αγίους είχαν «βρει» τον αγιογράφο τους στα γραπτά του, τον δοκιμιακό λόγο του. Ήταν ο σοβαρός και ακέραιος τεχνίτης της ελληνικής πανάρχαιας παράδοσης του ελληνισμού που την βίωσε τραγικά και δραματικά να χάνεται και να καταστρέφεται από μια αμείλικτη μοίρα των Θεών που ξέμαθαν να ελεούν και να συγχωρούν. Και οι συμπατριώτες του από περιπλανητές του Κόσμου κατάντησαν εξόριστοι μεταπράτες. Το σοβαρό του πρόσωπο, ο κλειστός χαρακτήρας του, ο συγκρατημένος λυγμός του, η αυτοκυριαρχία και το ήθος του ατόμου, διπλωματική του φινέτσα, το απέριττο των συζητήσεών του, με δυό λόγια η φυσιογνωμία του ποιητή, έκαναν τον Γιώργο Σεφέρη σύμβολο εμπιστοσύνης και αναφοράς για τους νέους της γενιάς μας. Αντίστοιχα στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας, η πονεμένη και εξόριστη Ρωμιοσύνη συνάντησε τον χρονικογράφο της, στην εξιστόρηση των παθών της και των βασάνων της στα έργα του κυρ Φώτη Κόντογλου, του μικρασιάτη Ηλία Βενέζη, του Στρατή Δούκα, της Διδώς Σωτηρίου κ. ά.  Ο Σεφέρης υπήρξε ένας Σταθμός, όχι μόνο με τον «Ερωτικό Λόγο» του, την «Στέρνα» του, το «Μυθιστόρημά του», την «Στροφή» του, τα «Ημερολόγια Καταστρώματος Α, Β και Γ», την «Κίχλη» του, τις συνθέσεις του για τον κ. «Στράτη τον Θαλασσινό» κ.ά. για πολλούς νέους και νέες της δικής μου γενιάς. Οι Ημερολογιακές του Ημέρες, τα Ημερολόγιά του, οι Δοκιμές του, τα διάσπαρτα δημοσιεύματά του, οι φειδωλές εξομολογήσεις του, οι επιγραμματικές του σκέψεις,  διαβάζονταν με μεγάλη ευχαρίστηση και φανερή αναγνωστική ικανοποίηση. Δεν αναφέρομαι στις μεταφράσεις του, γιατί αυτές αποτελούν μια ειδική περίπτωση, η οποία έχει ορισμένες «ατέλειες» σε σχέση με το υπόλοιπο ποιητικό και δοκιμιακό του έργο. Μιλώ για το «Άσμα Ασμάτων» του κυρίως. Ο διάλογος με το έργο και την παρουσία του παρέμεινε ανοιχτός και κατά διαστήματα έντονος. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης σου δίνει απαντήσεις, ακόμα και αν δεν συμφωνείς ή διαφοροποιείσαι από τα λεγόμενά του. Γιατί ο Σεφέρης, πέρα από το απαισιόδοξο πρόσωπό του, διέθεται ή σωστότερα διαθέτει και μια σατιρική φλέβα με την οποία καυτηριάζει τα πράγματα και τα πρόσωπα της εποχής του. Η θελκτική γυμνότητα της γραφής του, το απέριττο ύφος του, ο λανθάνων σαρκασμός του που εκφράζεται και μέσω της πικρής του ατμόσφαιρας, η απαισιόδοξη διάθεσή του μας ερεθίζουν την προσοχή στα καίρια και τα ουσιώδη της φυλής μας, των θησαυρισμάτων του ελληνισμού που τα απαρνήθηκαν, τα λησμόνησαν ή τα έχασαν οι σύγχρονοι Έλληνες και Ελληνίδες.

     «Χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.

      Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο». 

Ο  Γ΄ τόμος «Μέρες Γ’ 16 ΑΠΡΙΛΗ 1934-14 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1940», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Φεβρουάριος 1977, σελίδες 280. Ενώ οι «Μέρες του 1945-1951». «Μέρες Α΄ 1925-1931» και «Μέρες Β΄ 1931-1934» εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Ίκαρο το 1973 και το 1975 αντίστοιχα. Σημειώνει ο εκδότης στην σελίδα 7 του Γ΄ τόμου των «Ημερών»:

«Ο τόμος αυτός βασίζεται στο αυτόγραφο Ημερολόγιο 16.4.’34-14.12.’40 και σε δύο ακόμα τετράδια του Σεφέρη, που καλύπτουν ένα μέρος μόνο της ίδιας χρονικής περιόδου. Πρόκειται για το Ημερολόγιο 24.4.’35-12.12.’37 (93 σελίδες) κι ένα μικρό πράσινο τετράδιο με λιγοστές και σκόρπιες, περισσότερο ιδιωτικές, σημειώσεις (22 σελίδες).

     Οι εγγραφές του Ημερολογίου 27.4.’35-12.12.’37 και του μικρού πράσινου τετραδίου διακρίνονται τυπογραφικά: του πρώτου κλείνονται σε απλές αγκύλες, του δεύτερου σε διπλές.».

Ο τόμος αυτός παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα του ελληνοιταλικού πολέμου, της γερμανικής εισβολής και κατοχής, τον παλλαϊκό και ενθουσιώδη αγώνα του ελληνικού λαού να πολεμήσει και να αντισταθεί στον κατακτητή. Ο Σεφέρης θα μπορούσαμε να γράφαμε ότι στην ουσία εξομολογούμενος μονολογεί, καθώς σκιαγραφεί πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, πρωθυπουργούς, δικτάτορες, ποιητές, διπλωμάτες, στενούς συνεργάτες του, ξένους διπλωματικούς και κυβερνητικούς παράγοντες που γνώρισε και συνομίλησε από κοντά. Γράφει τις Ημερολογιακές του σημειώσεις στα ελληνικά χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες, που εκφράζεται και στα γαλλικά. Σε πολλές από τις Ημερολογιακές του εξομολογήσεις παραθέτει και δικά του ποιήματα ή μεταφράσεις αρχαίων λυρικών φωνών. Ακόμα, συναντάμε και αποσπάσματα από επιστολές ευρωπαίων συγγραφέων. Βλέπε περίπτωση του D. H. Lawrence. Οι σκέψη του παρά του ότι είναι συνήθως ήρεμη, σιγαλόφωνη, γίνεται ενίοτε εριστική, σκληρή, δεικτική, για πρόσωπα και καταστάσεις, παραστάσεις που παρακολούθησε. Για ποιητές που συναντά και τον επισκέπτονται. Βλέπε την περίπτωση Άγγελου Σικελιανού. Μας μιλά για τα διαβάσματά του, τις διαθέσεις του, τις μικρές ανάσες-εκδρομές που κάνει.  Οι Ημερολογιακές σημειώσεις του Γιώργου Σεφέρη, δεν μας φανερώνουν μόνο τις ιδέες και απόψεις του, τις κρίσεις του, το ύφος της πρόζας του, το τι θεωρεί αλήθεια για τον άνθρωπο, τον ποιητή, την ποίηση, αλλά και την Ποιητικότητα του λόγου του. Εμπλουτισμένες οι Ημέρες του με ποιητικές μονάδες, με μεταφράσεις του, με σχόλια πάνω σε έργα τρίτων, ελλήνων και ευρωπαίων, αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες μιας ολόκληρης εποχής. Είναι ένα πανόραμα πληροφοριών και στοιχείων για τον άνθρωπο, την τέχνη, τον κόσμο, την παράδοση, την ελληνικότητα, τον ίδιο μας τον εαυτό. Θα άξιζε σε μιά επανέκδοση των πολύτομων αυτών βιβλίων, να συμπληρώνονταν και με ένα ευρετήριο προσώπων, έργων, τόπων, εννοιών κλπ.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 1938, Αθήνα

Ο τόπος που μάς πληγώνει, πού μάς εξευτελίζει.

Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ’ εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, άς καταστραφεί.

     Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες’ ήταν για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε μιά γωνιά της γής ο Ελληνισμός-αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.

     Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τί να κάνουν’ δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων- πιστεύω σε δυό-τρείς ιδέες πού προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα.

     Γι’ αυτές τίς δυό-τρείς ιδέες πού πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα. , σελ.95.

Πέμπτη, 3 Αυγούστου 1939

     Όταν άλλοτε έλεγες πώς είσαι μόνος-και το αισθανόσουν με ειλικρίνεια-ήσουν ωστόσο πολύ λιγότερο μόνος από ό,τι είσαι τώρα. Τούτο να σε προφυλάξει από μελλοντικές εκπλήξεις. Υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο, ώσπου να σπάσει ο άνθρωπος.

Γυρίζω από την Κηφισιά. Διαβάζαμε Αισχύλο. Ωραία νύχτα με τ’ άστρα’ ήσυχη, θετική. Το φεγγάρι μου τη χάλασε. Αισθήματα πού βρίσκω στον Αισχύλο’ που με αναπαύουν: η ασφάλεια και η ισορροπία της δικαιοσύνης χωρίς αισθηματολογία, χωρίς ηθικολογία, χωρίς ψυχολογία. Σαν ένας νόμος του σύμπαντος, καθαρός, χωρίς σκουριές. Και η αυθεντία αυτής της φωνής, το κύρος της. Η μεγαλύτερη τάξη πού ξέρω.

Ύστερα από μήνες ξαναπιάνω αυτό το τετράδιο. Πώς να προχωρήσει κανείς μέσα σ’ αυτή την ομίχλη. Αλλά ομίχλη ή όχι, μην ξεχνάς πώς κάθε αμέλεια ή νωχέλεια σε φιμώνει., σ.125-126.

Τρίτη, 17 Οκτώβρη 1939

Βαρύς. Κενά μέσα στο κεφάλι.

Πρωί.

      Δροσιά της άνοιξης, ζέστη του καλοκαιριού, ανάπαυλα του

     φθινοπώρου

     κηλιδωμένα από τα πράγματα πού δεν ήθελες

     πού δεν παραδέχτηκες μολονότι γέρασες μαζί τους

     κι έμειναν μέσα στο σώμα σου σαν το μαχαίρι του φονιά

      ή τη γοργόνα πού είναι πάντα μισή μέσα στη θάλασσα

      ή τη φωνή του ανθρώπου πού τονε χτύπησε τ’ αστροπελέκι…

   Αηδία. Δεν πήγα σήμερα στη δουλειά μου από καθαρή αηδία., σ. 141

Τρίτη, 24 Οκτώβρη 1939

     Μ’ ενοχλεί ακόμη εκείνη η ελεεινή παράσταση των Περσών πού είδα την Κυριακή. Δύναμη της κουταμάρας, δύναμη της ασκήμιας.- Δεν υπάρχει αμφιβολία, έχουνε μεγάλη δύναμη. ………………, σ. 141

Δευτέρα, 29 Απρίλη 1940

     Το μεσημέρι έβρεξε λίγο. Μένουν ακόμα τώρα αργά το απόγευμα πολλά σύννεφα στον ουρανό ως χαμηλά στον ορίζοντα, τελειώνοντας με μιά πλατιά ζώνη, ασύννεφη, κροκάτο πολύ ανοιχτό με γκρίζο και αλαφρό τριανταφυλλί. Θάλασσα εξαιρετικά ήσυχη με μιάν ευκινησία μεταξιού: διαβαθμίσεις του γκρίζου με γαλάζιο, με μενεξεδί, με ρόδινο. Θα πρέπει ν’ αποκαταστήσουμε τη λέξη γκρίζο που την έχουνε χαλάσει οι ελεγειακοί. Είναι το χρώμα που κυριαρχεί στην Ελλάδα.

     Το πρωί εκδρομή με τη Μαρώ στο ναό του Ποσειδώνα. Εκτός από τα θεμέλια δεν απομένει τίποτε άλλο παρά ένα κιονόκρανο και μιά αναποδογυρισμένη επιγραφή. Αλλά από τα υψηλότερα τοπία που είδα ποτέ μου. Αριστερά τα Μέθανα και τα βουνά της «Κοιμισμένης», στη μέση η Αίγινα, και, πέρα, τα βουνά της Αττικής. Η θάλασσα στο μεταξύ ως τα πόδια μας, ως το μικρό κόρφο της Βαγιονιάς και τους λόφους, κίτρινους με πράσινες βούλες. Πράγματα πού δεν περιγράφονται μήτε ζωγραφίζονται’ ίσως με εικόνες μουσικές θα μπορούσες να τ’ αποδώσεις. Χορεύουν αυτά τα βουνά’ σε φέρνουν στο σημείο να φανταστείς πώς είναι περισσότερο τα γεννήματα μιάς χρυσής χορδής, του αντίλαλου μιάς χορδής, παρά αντικείμενα πού βλέπεις με τα μάτια σου. Δεν έχουν ύλη, έχουν ένα νόημα πού σ’ αγγίζει-δε σ’ απομονώνουν-, σαν άνθρωπο πού θα ξαναγυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Αδυναμία να πείς οτιδήποτε ύστερα από μια τέτοια εμπειρία. Και τούτα που έγραψα τώρα, και τα λόγια που ψιθύριζα σήμερα το πρωί κοιτάζοντας, λειψά και φτενά. Αισθάνεσαι πώς η ύπαρξή σου πλαταίνει άπειρα μπροστά σ’ αυτή την τελειωτική παραδοχή Συνάμα όλα τα θνητά του σημεία απογυμνώνονται χωρίς καμιά συγκατάβαση. Και νιώθεις πώς πρέπει να ξαναγυρίσεις στους ανθρώπους, να κατεβείς χαμηλά, να πέσεις, να ξαναπροσπαθήσεις ν’ ανεβείς άπειρες φορές σαν το μερμήγκι, για να μπορέσεις να δώσεις την απάντηση τη δική σου-για να μπορέσεις να καταλάβεις.

     Κοιτάζοντας το πρωί πόσο ανθρώπινο μπορεί να είναι ένα τοπίο, συλλογιζόμουνα την αντίδραση πού ένιωθα πάντα ακούγοντας τη λέξη «ποιητής» με την υπερβατική έννοια πού της δίνουν τόσο συχνά, σα να ήταν ο ποιητής κανένας ιππόγρυπας. Αντίδραση πού μ’ έκανε ν’ αποφύγω, όσο μπορούσα, να ονομάσω έτσι εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, ή να ονομάσω «ποιήματα» την εργασία μου.

      Ποιητής, για τους περισσότερους σημαίνει άνθρωπο στο περιθώριο της ζωής, στα σύννεφα, όπως λένε, και που έχει στη διάθεσή του ένα ακατάσχετο καταρράχτη λέξεων. Πόσο δύσκολα, κάποτε, μιλά ο ποιητής, δεν το καταλαβαίνουν. Βλέπουνε μόνο ένα φουσκωμένο εγώ και δεν υποψιάζονται πόση άρνηση του εγώ, απεναντίας, χρειάζεται για να φτάσει κανείς στην παραδοχή πού σου επιτρέπει να φτιάξεις ένα ποίημα…., σ.188-190   

Πέμπτη, 8 Αυγούστου 1940

     Στη Νέα Εστία της 1ης, άρθρο του Σικελιανού: «Ποιό το δράμα της Γαλλίας στο επίπεδο του πνεύματος».- Ά-πελ-πι-στι-κό. Οι λέξεις «ευθύνη» και «υπεύθυνο» πάνε κι έρχονται μέσα σ’ ένα ύφος χταποδιού που χάθηκε μέσα στο μελάνι του. Πρώτη σκέψη, να του γράψω’ δεύτερη σκέψη, αδύνατο να του πείς οτιδήποτε’ το γράψιμο του δημιουργεί ένα τέλειο κενό.

     Το βράδυ, στο λεωφορείο, γυρίζοντας από το Μαρούσι, συναντώ τον Δ., τον αρχιτέκτονα. Μιλούμε γι’ αυτό το άρθρο: «Πώς σας φάνηκε;» με ρωτά. «Μπόσικο.» «Ναι, αλλά αυτό δε μειώνει τον Σικελιανό.»

      Σύμφωνοι’ δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Σικελιανός γράφει κακά ποιήματα επειδή έχει τη συνήθεια να λέει κάπου-κάπου ανοησίες ή και κάτι παραπάνω από ανοησίες, όπως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι ανοησίες του δεν είναι ανοησίες επειδή φτιάνει καλά ποιήματα. Αυτή ήταν η κουβέντα μας, άσκημα τοποθετημένη, όπως σχεδόν πάντα στον τόπο μας., σ.222-223

 

Παρασκευή, 1 Νοέμβρη 1940

     Πολύ πρωί, πρίν από το γραφείο, πάνω στου Κωστάκη.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μόλις γύρισε από την εξορία’ πρόσωπο αδυνατισμένο, ρουφημένο’ μιά φλόγα στα μάτια. Λέει δυό σονέτα που έγραψε, μέσα σε λίγες στιγμές, προτού φύγει’ κορόνα στο τέλος’ αγαπά τη φωνή του’ είναι ο άνθρωπος μιάς φωνής.  Καθώς μιλάμε, συναγερμός’ είναι συγκινημένος που βρίσκεται με φίλους σε τέτοιες στιγμές. Κούφιοι κρότοι, μακριά, κατά τον Πειραιά’ οι μπόμπες.

     Δεν καταλαβαίνεις πώς περνά η μέρα’ προχωρείς χωρίς να πάρεις ανάσα., σ. 260

Τρίτη, 5 Νοέμβρη 1940

     Οι μέρες περνούν μέσα στη ζάλη. Δυσκολία ν’ αλλάξεις ένα σωρό ανθρώπους’ να τους κάνεις, από ουδέτεροι πού ήταν, πολεμικούς.

     Η ποίηση σωπαίνει: ένα μεγάλο μαύρο λαγούμι. Στο τέλος;, σ. 261

Κυριακή, 17 Νοέμβρη 1940

     Ακατανόητη αναξιοσύνη των Ιταλών. Ρωτιέται κανείς τί λογάριαζαν όταν αποφάσισαν να πολεμήσουν με την Ελλάδα. *

*Σημ. του 1950: Μετά τον πόλεμο έμαθα πώς ο Γκράμσι τους είχε δημιουργήσει την πεποίθηση, ότι δεν θα ρίχναμε μιά τουφεκιά και πώς η εισβολή τους θα ήταν απλός στρατιωτικός περίπατος., σ.262

Δευτέρα, 18 Νοέμβρη 1940

      Με σταμάτησαν χτές, μόλις έπιασα την πένα. Ακόμη και σ’ αυτό το τετράδιο, δε μου μένει τίποτε για ν’ αφήσω από τον εαυτό μου. Δεν αισθάνομαι τίποτε’ δε μένει καιρός. Ωστόσο αυτή η ένταση, αυτή η δουλειά καθαρίζει. Ίσως μου ήταν απαραίτητη. Είναι τα μικροπράγματα που κουράζουν’ οι δευτερεύοντες υπάλληλοι που μπλέκουν στα πόδια. Καμιά βοήθεια από τους παραπάνω για να οργανώσει κανείς κάτι………………, σ.263

3  Δεκέμβρη 1940

…………………………………

     Ο Σικελιανός, στο γραφείο του Νικολούδη, μιλά για να πάει στο μέτωπο.

Εγώ:

-Θα πάτε στο μέτωπο, κ. Σικελιανέ;

Με κοιτάζει λίγο από ψηλά:

-Αλλά τί; Όλο στο γραφείο θα καθόμαστε;- μ’ ένα τόνο τέλειας περιφρόνησης για μένα το γραφειοκράτη, άς πούμε., σ. 264

3 Δεκέμβρη 1940

Προχτές, στο γραφείο μου, πάλι ο ίδιος:

-Άς επωφεληθώ αυτής της ατμόσφαιρας confessional (;;!). Δεν ξέρω πώς να σας πώ ένα πράγμα. Η Άννα μου θέλει να ‘ρθει μαζί μου. Μού λέει πώς θα πεθάνει αν πάω μόνος. Αγαπιόμαστε και είμαστε πολύ δεμένοι: για πάντα.

-Κι εσείς, τί λέτε; Θέλετε να ‘ρθει;

-Μά αφού μου το ζητά.

-Μά ξέρετε, υπάρχουν κίνδυνοι.

-Δε γίνεται αλλιώς.

      Μου ξεφεύγει:

-Ή ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως.

Αυτός, σαν να έχω κάνει γκάφα:

-Όχι, φίλε μου, η ηρωίδα του Σικελιανού!

Σήμερα διαβιβάζω την επιθυμία μου στο Νικολούδη:

-Δε γελοιοποιώ το μέτωπο. Να πάει μόνος του ή να μήν πάει καθόλου!

     Γύρισα τώρα μέσα στους ολοσκότεινους δρόμους. Αυτοκίνητα με μαβιά φώτα, σαν τα φώτα κλινικής. Εξαιρετικοί ουρανοί με τ’ άστρα, σχεδόν κάθε βράδυ. γράφω αυτές τις γραμμές για να θυμηθώ πώς κάποτε κρατούσα την πένα. Μιά στιγμή διακοπής που την κλέβω. Ψηλαφώ την ψυχή του λαού μου σαν κάτι καινούργιο, άγνωστο, ανεξερεύνητο., σ.265

     Το σκεπτικό λοιπόν του επιμελητή Κώστα Γ. Παπαγεωργίου να συνδημοσιεύσει «συγγενικής υφής» κείμενα  ήταν ορθή επιλογή. Και μάλιστα εκείνα τα χρόνια. Η άποψή του ότι η πολιτική δεν είναι ξεκομμένη από τα υπόλοιπα πολιτιστικά ζητήματα, αλλά αλληλοεξαρτώμενη από αυτά. Εφόσον αποδεχόμαστε την πολιτική ως την πλέον ομαδική και διαδεδομένη αποδεκτή (συμμετοχική) λαϊκή τέχνη του κοινωνικά και πολιτικά εφικτού, για την αλλαγή και βελτίωση των συνθηκών της κοινωνίας και των όρων λειτουργίας της, καθώς και των αστάθμητων ζωών των ανθρώπων. Η πολιτική, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο ορισμένα άτομα (συνήθως προερχόμενα από πολιτικό ή οικονομικό τζάκι) ή ομάδες ατόμων που μετέχουν σε κομματικούς παραδοσιακούς σχηματισμούς, τα οποία ασχολούνται επαγγελματικά ή περιστασιακά με τα κοινά. Η πολιτική είναι μια συμμετοχική δράση που αφορά όλους μας, το σύνολο των πολιτών ενός κράτους, μιας πολιτείας, μιάς εθνότητας. Και η οποία πολιτική τέχνη προέρχεται από θέσεις και επιλογές, εκπλήξεις και αναφορές παλαιότερων γενεών ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τα κοινά. Η πολιτική, έχει να κάνει με όσους ενεργά και συνειδητά μετέχουν και αγωνίζονται με όποιους τρόπους δύνανται και μπορούν, από όποιο μετερίζι επιλέγουν,  με τα κοινά. Και ασφαλώς, από πάντα η τέχνη της πολιτικής (θα λέγαμε η με δικαιοσύνη τέχνη του κυβερνάν) είχε άμεση σχέση, ήταν αλληλένδετη με τον πολιτισμό και την κουλτούρα, την γενική παιδεία και μόρφωση ενός λαού, μιάς χώρας, ενός έθνους. Πολιτική δίχως Πολιτισμό και Πολιτισμός ξεκομμένος από την ευρύτερη έννοια της Πολιτικής μάλλον, δεν υπάρχει. Και όταν μιλάμε για άμεση σχέση, δεν εννοούμε εξάρτηση, κρατική ή κομματική, δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις εκείνες που ο Πολιτισμός, η Τέχνη γίνεται ηχείο σε κομματικές ή ιδεολογικές σκοπιμότητες ή προπαγάνδα. Τέχνη προλεταριακή δεν είναι Τέχνη, είναι εκδούλευση στις αρχές της Ιδεολογικής προπαγάνδας. Ξεστράτισμα του ουσιαστικού σκοπού της Τέχνης που είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου του λαού, των ατόμων-πολιτών ξεχωριστά. Ή αν θέλετε, αποτελεί μέρος του γενικού συνόλου του καθόλου σκοπού και οραματισμών της Τέχνης, που επιδιώκει πάντα την αυτονομία και ανεξαρτησία της. Η Τέχνη συμβαδίζει με την Πολιτική, την σχολιάζει, την κριτικάρει, την «επιπλήττει», την στηλιτεύει, της προτείνει διεξόδους, της υποδεικνύει δρόμους και επιλογές, την αντικαθρεπτίζει αλλά, ποτέ δεν υποτάσσεται σε αυτήν. Ή οφείλει να αγωνίζεται να μην υποτάσσεται. Άπαξ και υποταγεί μετατρέπεται σε κακή και γκρινιάρα θεραπαινίδα της ιδεολογίας, δηλαδή των πολιτικών σκοπιμοτήτων και καιροσκοπικών διαθέσεων των εκάστοτε πολιτικών και κομματικών εκπροσώπων της εξουσίας. Ενσωματώνεται στο σύστημα, χάνοντας την επαναστατικότητά της φωνής της. Μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Πολιτικής είναι η Τέχνη, (η άλλη είναι η Δικαιοσύνη) αλλά την αλήθεια της Τέχνης δεν μπορεί να την εκφράσει η πολιτική. Η Τέχνη σαν μια φάτνη εκφράσεων και οραμάτων της ζωής των ανθρώπων, μπορεί μέσω της πολιτικής να υλοποιήσει τα οράματά της, αποδεχόμενη την χορηγία της πολιτικής δίχως ανταλλάγματα και περιορισμούς. Η Τέχνη καθρεπτίζει τόσο τον εαυτό της όσο και το πολιτικό γίγνεσθαι των ανθρώπων. Η Τέχνη είναι η καθαρή ματιά της Πολιτικής δίχως τις σκιές των συμφερόντων της ή άλλων σκοπιμοτήτων της. Ο Πολιτισμός, στην ευρύτερη έννοιά του έχει μάλλον προηγηθεί της Πολιτικής μέσα στην Ιστορία του ανθρωπίνου γένους, όπως μας φανερώνουν οι κοινές των ανθρώπων αποτυπώσεις και χαράξεις.

     Θεωρώ ότι, αν και έχουν περάσει 43 χρόνια από την δημοσίευση των ανέκδοτων Ημερολογιακών σημειώσεων του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, στο παλαιό πολιτικό περιοδικό (και αρκετές ακόμα δεκαετίες από τότε που γράφτηκαν οι σκέψεις του),διατηρούν ακόμα και σήμερα,-σε καιρούς άστατους και αστάθμητους-, την φρεσκάδα τους, την ζωντάνια τους, την ποιότητά τους, την αλήθεια τους, την «προφητική» μαρτυρία τους. Η σκέψη του ποιητή όπως πάντα είναι απλή, λαγαρή, ευθύβολη, ματιά καθαρή, διορατική, καίρια, ουσιαστική, συμπονετική και με αρκετούς τονισμούς και επιτονισμούς απαισιοδοξίας, στηλιτευτική τόσο για τους ανθρώπους της φυλής του όσο και για το ανθρώπινο είδος και ευρωπαϊκό πολιτισμό γενικότερα. Ο λόγος του απλός και κατανοητός, η συλλογιστική του  προορατική, δεν απευθύνεται σε λόγιους, σε διανοούμενους, σε εκ καθέδρας ιστορικούς και αναλυτές της ιστορίας και των κοινωνικών συνθηκών. Παρατηρεί με λογισμό και πόνο πως διαβιούν οι άνθρωποι γύρω του. Η λαλιά του είναι σιγαλόφωνη, διακριτική, συμπονετική, απαισιόδοξη σίγουρα. Ένας λόγος περί  της μοίρας της ανθρωπότητας και της τέχνης, συγκεφαλαιωτικός των ατομικών του εμπειριών και διαβασμάτων, γνωριμιών και επαφών. Συμπερασματικός των αδιεξόδων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει εκείνες τις πολεμικές δεκαετίες το ανθρώπινο είδος μέσα στην ιστορία, των αδιεξόδων που αντικρίζει το μάτι του διπλωμάτη αλλά ταυτόχρονα και ποιητή. Μάλλον πρωτίστως του ποιητή.  Ο χόμο σάπιενς του δυτικού κόσμου έχασε τον στόχο του, τον ανθρωπιστικό του προσανατολισμό, και μαζί και ο έλλην άνθρωπος, ως μετέχων ενεργά στα τότε δρώμενα της Ιστορίας και του πολιτισμού. Ο άνθρωπος της εποχής του Σεφέρη ξέκοψε από τις ρίζες των προγόνων του, από τις αξίες και τα νάματα που αυτές εξέφραζαν και αποτελούσαν τον συνεκτικό δεσμό της κοινωνίας, των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων της φυλής του. Έγινε μάρτυρας των δραματικών γεγονότων και εξελίξεων δίχως την έγκρισή του ή με την αυτοπαραίτησή του από τις αξίες της παράδοσής του, αυτές που του κληροδότησαν οι πρόγονοί του. Δεν μετέχει πλέον ως ενεργό υποκείμενο στις εξελίξεις που τον αφορούν, αλλά ως ανώνυμη παθητική μονάδα ενός όχλου, μιας ανώνυμης πολτοποιημένης μάζας. Ο μαζάνθρωπος σε όλο του το ιστορικό μεγαλείο. Απομακρύνθηκε ανεπιστρεπτί από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της παράδοσής του, της πίστης του. Οι σκοτεινές δυνάμεις του πολέμου έδιωξαν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και στην θέση της έβαλαν δεισιδαιμονικές άλογες δυνάμεις. Οι ψυχές σκοτείνιασαν, τα πρόσωπα σκυθρώπιασαν, τα σώματα καμπούριασαν από το άγχος των αστοχιών. Η εξομολόγηση του ποιητή δεν γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, (η επιρροή του γάλλου συγγραφέα Αντρέ Ζίντ είναι φανερή) μιλά και αφηγείται τα συμβάντα με τέτοιον τρόπο, σαν ο ίδιος ο Σεφέρης να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ανθρώπινου συνόλου του έθνους του. Δεν είναι πληθυντικός ευγενείας ή απόστασης αλλά συγγένειας, σύμπλευσης με τα αδιέξοδα και τις περιπέτειες του γένους του.  Είναι μονόλογοι αυτοανάλυσης του έλληνα εαυτού του. Ο ίδιος αποτελεί ψηφίδα του γενικού μωσαϊκού του έθνους του, της παράδοσής του. Οι σκέψεις του δεν είναι μεταμφιεσμένες, είναι κρυστάλλινες, ίσως υπαινικτικές, τυλίγονται συνήθως με ένα πλέγμα απαισιοδοξίας αλλά όχι παραίτησης. Άλλοτε σε ένα σύννεφο σαρκασμού των γεγονότων και των προσώπων. Ένας βαθύς στεναγμός κουφοβράζει μέσα στην ψυχή του και πλημμυρίζει τα λόγια του, μια ατομική του αιδημοσύνη καθώς αποφασίζει να εκθέσει δημόσια τις θέσεις του. Ο ποιητής αισθάνεται και ο ίδιος συμμέτοχος του δράματος που περνά η πατρίδα μας, ο ρόλος του-σαν δημόσιο πρόσωπο, είτε με την ιδιότητα του διπλωμάτη είτε πρωτίστως του ποιητή-εντείνει την εσωτερική του πίκρα, τον βαθύ στεναγμό για την μοίρα του τόπου του και των ανθρώπων. Παρατηρεί τους έλληνες να έχασαν το συνεκτικό κέντρο αναφοράς τους, τις μεταφυσικές τους βεβαιότητες, τους νεοέλληνες να επιδιώκουν να αποτινάξουν τους παραδοσιακούς δεσμούς που τους ενώνουν με την παράδοσή τους, να θέλουν να αλλάξουν το εθνικό τους πουκάμισο (σαν τα φίδια) και να μετατραπούν μιμούμενοι κακοχωνεμένα τους τρόπους ζωής των ευρωπαίων. Διαισθάνεται ότι η χώρα του, οι συμπατριώτες του έχουν μπλεχθεί σε ένα φαύλο κύκλο επιδράσεων και αλλόγλωσσων συνηθειών. Αλλαξοπιστούν, ξεστρατίζουν με την ίδια ευκολία και άνεση που πρώτα πίστευαν και βίωναν της αλήθεια τους. Βλέπει τις αρχές του ανθρωπιστικού προσώπου της παράδοσής του να υποχωρούν μπροστά στο κάλπικο, το νοθευμένο, το επιφανειακό, τους φαντεζί κοινωνικής τρόπους συμπεριφοράς.  Ο ποιητής, δεν είναι η μονάδα που διαφοροποιείται από τους γύρω του αλλά η μονάδα που βλέπει καθαρότερα τα προβλήματα και τα αδιέξοδα και αυτά επισημαίνει με παρρησία και αγωνία. Συμβουλεύει με πατρική διάθεση και συμπονά με ποιητικό τρόπο. Θλίβεται και απαισιοδοξεί. Αναζητά σύμβολα του μύθου και πρόσωπα της ιστορίας του για να κρατηθεί, ως φάρος να φωτίσει το μέλλον. Γίνεται παραλήπτης της αγωνίας του λαού του, της πατρίδας του, του κόσμου ολάκερου. Ο ποιητής είναι ο αυθεντικός εκφραστής της Ιστορίας.  Η αλήθεια και η ποιότητα της μαρτυρίας του, δεν επικυρώνεται με αντιρρητικά αποφθέγματα, με αναποτελεσματικές καταδίκες, μα με πόνο ψυχής, πράα διάθεση, συγκαταβατικό λόγο, συμπονετικές εστιάσεις αλλά και αυστηρές κρίσεις σε παθογένειες της φυλής του που αφορούν και τον ίδιο, ως μέλος της ίδιας εθνότητας, του συνανήκειν. Η ερμηνευτική του ματιά, οι διαπιστωτικές του κρίσεις είναι διττές, αφορούν τόσο την ίδια του την χώρα όσο και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τις πολιτικές και πολεμικές δράσεις άλλων χωρών. Οι λέξεις του αντανακλούν την συλλογική μας συνείδηση σε απόγνωση, σε απορία στο πώς οδηγηθήκαμε σε αυτό το κακό, στο πώς αφήσαμε και εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα.  Ο Σεφέρης μοιάζει να κάνει μια σκληρή όχι όμως άδικη και τιμωρητική ανατομία του ελληνικού πνεύματος της εποχής του και των αδιεξόδων του, της πτώσης του. Εικονογραφεί συμπεριφορές των συμπατριωτών του με το πενάκι ενός λαϊκού ζωγράφου. Δηλαδή, καθόλου περίτεχνα, τουναντίον με αμέριστο πόνο και σεβασμό σε ότι ονομάζουμε ελληνικότητα, ελληνική ματιά του τρόπου μας. Έχοντας μάτι καθαρό και έμπειρο, την ψυχή του ακόμα καθαρότερη, βαδίζει μέσα στις πνευματικές και πολιτικές συμπληγάδες ενός κόσμου που δεν κατανοεί ούτε αποδέχεται σαν στάση ζωής. Η σκέψη του έχει την ταυτότητα του ποιητή, όχι του διανοούμενου. Ο λόγος του κατανοητός και η γλώσσα του πλέρια δημοτική, διαχέεται μέσα στην ανωνυμία του λόγου του ελληνικού λαού που ο ίδιος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του και όχι διακριτό μέλος του. Δεν ελαχιστοποιεί τα προβλήματα, δεν κοινωνιολογεί περί της ελληνικότητας για να γίνει αρεστός από τους ομοίους του, ούτε τα μεγιστοποιεί για να διαφοροποιηθεί ο ίδιος. Παρά τις αξιολογικές του κρίσεις (βλέπε τις απόψεις του για ήρωες του 1821, Περικλή Γιαννόπουλο, Καβάφη κλπ.) δεν ενστερνίζεται τον ρόλο του Κάτωνα του τιμητή των ελληνικών της παράδοσης αδιεξόδων, του διανοούμενου κριτική που συντάσσει το προσωπικό του μανιφέστο ,-είτε από την αστική σκοπιά είτε από την μαρξιστική-αλλά του φορέα μιας εθνικής συνείδησης, μιας συλλογικής αγωνίας. Μιας αίσθησης της κοινής μας ψυχολογίας σαν έθνος. Μας συμμερίζεται και τον συμμεριζόμαστε στηλιτεύοντας τις αστοχίες και λάθη μας. Η προοπτική μας εξακολουθεί να παραμένει κοινή. Η κοινή μας μοίρα καθορίζει το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου. Η εσωτερική εξορία των ευαίσθητων ανθρώπων επίσης. Η κοινή μας «σκοτεινή» μοίρα υπερβαίνει την αιτιότητα της λογικής μας και φέρνει τα ανάλογα δύστοκα και φοβερά αποτελέσματα στις ζωές των ανθρώπων και την μακροιστορία τους. Το γκρέμισμα της όποιας συνεκτικής πίστης έφερε και την κατεδάφιση των πατροπαράδοτων αξιών και συμπεριφορών μας. Ο ζόφος είναι αμφίδρομος από το άτομο στο σύνολο, προσωπικός και συλλογικός. Οι λέξεις του δεν σκιαγραφούν μόνο την εσωτερική μας εξορία αλλά, διερμηνεύουν και τον συλλογικό μας θάνατο σαν κοινωνία, σαν χώρα, σαν ελληνικό έθνος, και ίσως και σαν αρχαία πατρίδα. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης του ταιριάζει όχι ως ήρωας αγωνιστής του 1821 αλλά ως άγιος μάρτυρας της παράδοσης του γένους, με όλες τις ακατανόητες για εμάς περιπτώσεις σαλότητάς του και συμπεριφοράς του. Ο αλλοπρόσαλλος σαν χαρακτήρας «μπαρμπαγιάννης Μακρυγιάννης» είναι η συγκεφαλαιωτική φυσιογνωμία της αθωότητας και αυθεντικότητας ημών των Ελλήνων. Είναι η απαιτητική παιδική μας αθωότητα, το μέσα σας σκότος, το κοινό πλέγμα των παθών και των συλλογικών λαθών μας που κρατούν όρθιους μέσα στο βάδισμα της ιστορίας. Ο Μακρυγιάννης δεν πρωτοστατεί στην σκέψη του ποιητή ως ήρωας λεβέντης του εθνικού αγώνα των ελλήνων, σαν τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και άλλους, αλλά, σαν ένας λαϊκός έλληνας άγιος που άφησε το εικονοστάσι του και ήρθε κοντά μας για να μας εμψυχώσει και να βουτηχτεί με γενναιοδωρία και γκρίνια, παράπονο στην ελληνική περιπέτεια της αμαρτίας, δηλαδή στην εσωτερική μας υποκειμενική συλλογική και ατομική αστοχία. Ο Σεφέρης φαίνεται να θρησκεύει στις δυνάμεις της Μοίρας, στο πρόσωπο ενός Θεού που ορίζεται από την συμπαντική μοίρα. Και αυτό παίζει ρόλο στις κρίσεις του. Η ουσιαστική όμως και μόνη ταυτότητα του Γιώργου Σεφέρη είναι αυτή του Ποιητή. Ο Σεφέρης αισθάνεται την ποίηση να κυλά στις φλέβες του, να του τονώνει διαρκώς το προσωπικό του φρόνημα, να προσδιορίζει τις επιλογές του.  Νιώθει άμεσα την ανάγκη να διακονήσει τον ποιητικό λόγο και μέσω αυτού τον χώρο γύρω του. Μέσα στο ποιητικό κουκούλι ο Γιώργος Σεφέρης βιώνει τις στιγμές του βίου του,  ξαναζωντανεύουν τα πρόσωπα του ιστορικού παρελθόντος της πατρίδας του, τα μυθικά πρόσωπα της πολιτιστικής του παράδοσης, τα πανάρχαια σύμβολα του ελληνισμού, τις  αλειτούργητες μορφές των αγίων της πίστης του. Την διαρκή εξορία του λαού του. Τα σπασμένα του όνειρα, τα αγάλματα της τέχνης που στέκουν βουβά και έρημα πάνω στο ξένο πια αρχαίο χώμα. Ο κόσμος του ελληνισμού και η πορεία του εικονογραφείται στην ποίησή του, η ελληνικότητα αναπνέει μέσα στους στίχους του, τα δοκίμιά του, στις σκέψεις του, στους συλλογισμούς τους. Μιάς ελληνικότητας όμως όχι περίκλειστης στον εαυτό της, στις ιστορικές της δάφνες αλλά ανοιχτή στις θύελλες των καιρών και των εξελίξεων μέσα στην ιστορία. Μπορεί ο αφανισμός να επικρατεί σε πρόσωπα, άτομα, ανθρώπους, ομάδες, σε έργα της τέχνης, μέσα στην φύση, όμως ο ποιητικός λόγος από όπου και αν εκπορεύεται είναι εκείνος που κομίζει την καινούργια ελπιδοφορία, την πλησμονή και την στωικότητα, λειαίνει την οικονομία της σκοτεινής απόγνωσης, που αφειδώς προσφέρει η Μοίρα. Και που τόσο σοφά μας μίλησε για αυτήν ο Αισχύλος.

         Το ζήτημα της Ποίησης και η σχέση που έχουν οι άνθρωποι μαζί της, δεν είναι ένα ακόμα τεχνικό «πρόσχημα» για να μας εκθέσει ο διπλωμάτης ποιητής τις θέσεις και την σχέση του μαζί της. Είναι το εργαλείο που επιλέγει να ερμηνεύσει τα πράγματα, να κατανοήσει την ανθρώπινη περιπέτεια, να σχολιάσει τον Κόσμο, να μας μιλήσει για τους ανθρώπους, τα της ιστορίας του καιρού του και ίσως και του μέλλοντος. Να μας αναφέρει το τι είναι κατά την αντίληψή του, την αντίληψη ενός σοβαρού και μετρημένου ποιητή, ελληνικός πολιτισμός, ελληνική παράδοση, με δυό λόγια, ελληνικότητα.  Εμείς οι Έλληνες είναι ο διαρκής καημός του Σεφέρη και γιαυτό ο λόγος του δεν αναφέρεται στο εγώ αλλά πάντα στο Μακρυγιαννικό Εμείς. Δεν μας μιλά εκ του ασφαλούς καθήμενος στο γραφείο του διπλωμάτη ή του δημοσίου φορέα. Η πυξίδα των προτεραιοτήτων της ζωής του αναζητά το χαμένο κέντρο της συνείδησής του έθνους του. Η ματιά του Γιώργου Σεφέρη, δεν είναι η ματιά ενός εστέτ, ενός διανοούμενου που κάθεται στο βάθρο του και βλέπει αφ’ υψηλού τα πράγματα, όπως είπε πρόσφατα γνωστός και καταξιωμένος ιστορικός στην τηλεόραση. Ο οποίος αμφέβαλλε αν κατανόησε ακόμα και τον λόγο του Μακρυγιάννη, θέσεις της μοντέρνας κριτικής της αποδόμησης των πάντων στο όνομα μιας χαώδους ιστορικής πραγματικότητας του μέλλοντος αιώνος του απατεώνος.  Μπορεί ο Κολοκοτρώνης να είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της αγωνιζόμενης ελληνικότητάς μας αλλά ο Μακρυγιάννης είναι η ατίθαση αθώα ψυχή μας που δεν λέει να ξαποστάσει.

       Τον ποιητικό λόγο του Γιώργου Σεφέρη ίσως να τον εξαντλήσαμε, να γνωρίσαμε τα όριά του, ήρθε ο καιρός να ανιχνεύσουμε τα Πολιτικά του Ημερολόγιά, τις Ημερολογιακές του σημειώσεις και την Αλληλογραφία του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

13 Οκτωβρίου 2021. 

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου