Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Οι κεφτέδες ντομάτας

                Οι  κεφτέδες  ντομάτας

Διήγημα του Ουμπέρτο  Σάμπα *

Μετάφραση Θανάσης Κουτλής

Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη- Καταφύγιο Θηραμάτων. Αρ. Φύλλ. 615/ Σάββατο 7 Αυγούστου 2010, σ. 2.

     Αγαπητή μου Λινούτσια, λείπεις ήδη τόσον καιρό από το σπίτι μας, που με ρωτάς από τι απαρτίζονταν, από τι ήταν, πραγματικά, καμωμένοι, οι «περίφημοι», κεφτέδες ντομάτας, πού παρασκεύαζε η μητέρα σου. Αν σου έλεγα ότι ήταν αγάπη, δεν θα σου έλεγα μ’ αυτό τίποτε καινούργιο. Αλλά δεν θα ‘ξερα, στ’ αλήθεια, να προσθέσω.

      Όμως η ερώτησή σου φέρνει στο νου μου δύο περιστατικά, δύο επισκέψεις’ η πρώτη είναι συνδεδεμένη με τους κεφτέδες ντομάτας’ η δεύτερη-όπως θα διαπιστώσεις εν συνεχεία-πιο γοητευτική. Η μητέρα σου, που δεν ήταν εγγράμματη, και διήνυσε τα δύο τρίτα της ζωής στην κουζίνα, για να ετοιμάζει γεύματα για τους οικείους της όχι μεγάλης ποικιλίας, μά από τα οποία εξέπεμπε, σαν από ένα σταθερό κέντρο στοργής, ένα ασύγκριτο ακτινοβόλο θάλπος (το απαράμιλλο αποτύπωμα ενός τρόπου ζωής και, ως εκ τούτου, ενός χαρακτήρα) αναδιπλώθηκε-για να το πω έτσι- στους κεφτέδες, όταν, φευγάτη εσύ για ένα πεπρωμένο διαφορετικό, το σπίτι απόμεινε σε δύο φτωχούς γέρους, που πάσχιζαν να κρύψουν, καθένας εκ περιτροπής την εγωιστική του επιθυμία να πεθάνει πρώτος, για να μην απομείνει μόνος πάνω στη γη. Επισκέψεις δεν γίνονται πιά παρά δύο μόνο, για τις οποίες προστίθεμαι να σου μιλήσω σε τούτη την επιστολή, που θα μπορείς ν’ αποκαλείς επίσης, αν σου αρέσει, ως μία νέα-αλλοίμονο!-καθυστερημένη Ανάμνηση-Διήγηση. (1)

      Οι κεφτέδες ντομάτας, πού μήτε εσύ μήτε εγώ θα γευτούμε πιά σ’ αυτόν τον κόσμο, παρουσιάζονταν, όχι μαγειρευμένοι, αλλά σερβιρισμένοι με δύο διαφορετικούς τρόπους. Η καημένη η μάνα σου τους έτρωγε ζεστούς και χωρίς σάλτσα’ εγώ κρύους με το πιάτο καλυμμένο έως το χείλος με ντομάτα. Έτσι, μαγειρεμένους μόλις, τοποθετούσε στην άκρη έξι ή επτά, τους περιέχυνε με σάλτσα, και τους μετέφερε για να κρυώσουν στην τραπεζαρία. Συνέβη, λοιπόν, μία φίλη, εκείνη η Νορέττα πού-δικά σου λόγια είναι- ήταν γεννημένη κλέφτρα, γεννημένη γύπας, να έρθει μια μέρα να με βρει στο σπίτι. Θα ήταν-νομίζω-έντεκα το πρωί. Βλέποντας εκείνο το πιάτο, ακόμα και στο βλέμμα ορεκτικό, δεν κατόρθωσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Άνοιξε το συρτάρι, στο οποίο φαντάστηκε πώς θα υπήρχαν (και υπήρχαν πράγματι) μαχαιροπίρουνα’ πήρε ένα και κάρφωσε με ‘κείνο, ένα κεφτέ με ντομάτα, φέρνοντάς τον χωρίς χρονοτριβή στο στόμα. Ω, το βλέμμα που της έριξε η γριά-Λίνα! Η Νορέττα που το αντιλήφθηκε, σκέφτηκε πώς την κοίταξε με ‘κείνο τον τρόπο από φόβο ότι δεν θα απόμειναν για μένα αρκετοί. Αλλά η μητέρα σου γνώριζε καλά ότι παραπάνω από έναν, ή δύο το πολύ, δεν έτρωγε ποτέ’ οι άλλοι κατέληγαν δεν ξέρω πού και πώς. Η αιτία εκείνου του βλέμματος ήταν διαφορετική. «Η καλή, η θαυμάσια», η «γήινη» Λίνα θα έδινε, σε όποιον κι αν της το ζητούσε με στοργή, ακόμα-καθώς λέγεται-και την ψυχή της’ όμως δεν ανεχόταν, στα όρια του βασιλείου της, άλλον (ιδιαιτέρως γυναίκες) να καταγίνεται με τα δικά της, ή με ό,τι θεωρούσε δικό της, χωρίς η προσφορά της να ξεκινά από ‘κείνη…. Λίγο αργότερα, η μητέρα σου και η Νορέττα καθίσταντο περισσότερο φίλες από πρίν’ και υπήρξε «επισήμως» καλεσμένη σε γεύμα που αποτελείτο από κεφτέδες μόνο, ποτισμένους με δύο, ή περισσότερα ποτήρια Κιάντι (2) (η Νορέττα είναι πότης ικανή). Και ήταν στα μισά ακριβώς του γεύματος  όταν διέπραξε την απερισκεψία να διακόψει κάποια συζήτηση της Λίνας’ δεν ενθυμούμαι αν για να διευθετήσει κάποια κρίση της, ή για να το πω απλούστερα, κάποια κουβέντα δική μου.  Tasiti, toco de muss”, (σώπα εσύ, κομμάτι γαϊδάρου) ήταν αυτή τη φορά η απρόσμενη αντίδραση της μητέρας σου. Παρατήρησα, λίγο αμήχανος, τη Νορέττα’ είδα αντίθετα, με τη μεγάλη και εύθυμη έκπληξή μου, τα ψυχρά μάτια του κυνηγού να πλημμυρίζουν δάκρυα που δεν επιχειρούσε καν να κρύψει. Είχε καταλάβει! Είχε καταλάβει-λέω-πόση στοργή, πόση οικειότητα, ποια σχέση στενή κρυβόταν πίσω από εκείνες τις λιγοστές κουβέντες σε διάλεκτο. Και όταν, λίγες μέρες πρίν πεθάνει, η φτωχή σου μητέρα με εμπιστεύθηκε σε ‘κείνη με ένα βλέμμα αλησμόνητο, η Νορέττα, μου είπε; «Αν βάλεις στον ένα δίσκο μιάς ζυγαριάς το Canzoniere (3) και όλα τα υπόλοιπα γραφτά σου, και στον άλλο την αγάπη, τη στοργή, την κατανόηση, τη συμπόνια, τη θαλπωρή, την ευσπλαχνία που είχε η Λίνα, πενήντα χρόνια, για σένα (που δεν πρέπει να ήσουν, ούτε ως νέος ούτε ως γέρος, εύκολος άνθρωπος) οι δίσκοι θα παρέμεναν-σκέψου το καλά-σε τέλεια ισορροπία».

*Umberto Saba, Τριέστε,Trieste, (1883-1957). Από τις αυθεντικές ποιητικές φωνές του Novecento (Εικοστός αιώνας).

1., Αναφέρεται στο βιβλίο του «Αναμνήσεις- Διηγήσεις».

2., Είδος κρασιού της Τοσκάνης.

3., Συγκεντρωτικός τόμος ποιητικής παραγωγής πενήντα χρόνων.

ΟΥΜΠΕΡΤΟ  ΣΑΜΠΑ, Οι κεφτέδες ντομάτας, μετάφραση Θανάσης Κουτλής. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη- Καταφύγιο Θηραμάτων. Αρ. Φύλλ. 615/ Σάββατο 7 Αυγούστου 2010, σ. 2.

--

              Ο Δ Υ Σ Σ Ε Α Σ

Στη νιότη μου έχω περιπλεύσει

τής Δαλματίας τις ακτές. Μικρά νησιά

ξεπρόβαλαν απ’ τον αφρό του κύματος

και σπάνια πουλί, γυρεύοντας τη λεία του

στεκότανε’ ήταν με φύκια σκεπασμένα

και γλίστραγαν ωραία μεσ’ στον ήλιο, σα σμαράγδια.

Όταν η πλημμύρα κι’ η νύχτα τα εκμηδένιζαν,

στ’ απάνεμο ξανοίγονταν το πέλαγος τα πλοία

απ’ την ενέδρα να ξεφύγουν. Τώρα εκείνη η γη

του μηδενός, είναι για μένα το βασίλειό μου.

Γι’ άλλους τα φώτα του ανάβει το λιμάνι.

Εμέ στο πέλαγος, τ’ αδάμαστο το πνεύμα με ξεβράζει

κι’ απ’ τη ζωή, η οδύνη της αγάπης., σ. 51

UMBERTO  SABA, 1883-1957

Γεννήθηκε και πέθανε στην Τεργέστη. Εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του, κατά τους διωγμούς των Εβραίων στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εγκατέλειψε την Τεργέστη, στην οποία ξαναγύρισε στο τέλος του πολέμου. Ποιητής λεπτός και ευαίσθητος, απ’ τους πιό σημαντικούς της γενιάς του. Αισθάνθηκε και αγάπησε στην ποίησή του τον άνθρωπο, στο βάθος όμως παραμένει μιά γεύση πίκρας κι’ απογοήτευσης, σε τρόπο που να διακηρύξει πώς «είναι η σκέψη του θανάτου, πού τελικά μας βοηθάει να ζήσουμε». Η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από το γενέθλιο τόπο του, στον οποίο έμεινε βαθύτατα αφοσιωμένος. Ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Ρώμης., σ. 60

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΧΡ.  ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ: Επιλογή-Εισαγωγικά-Απόδοση, ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις «ΒΑΚΩΝ», Αθήνα 1976, σελίδες 112

Κούτσικα ευτράπελα

Καλπάζοντας με την πανδημία προς τα Χριστούγεννα και τους ψιτ-ψιτ-ψιτ αρνητές, αναμένουμε την λήξη της εξαμηνιαίας προθεσμίας για την αναμνηστική δόση εμβολιασμού. Την τρίτη. Αυτός ο αριθμός 3 ξεπέρασε και τον 7 στην αινιγματική του αναφορά. Αγία Τριάδα, Τρίγωνο των Βερμούδων, Τρίτος Άνθρωπος, Τρίτο Φύλο, Τρίτη Εξουσία, 33.333 στίχοι. Τρία πουλάκια κάθονταν, Τρία παιδιά Βολιώτικα. Από τα τρία το μακρύτερο. Τριανδρία εθνοσωτήρων, Τριετία. Τριήρης. Τριήμερο πένθος. Τρικούβερτο γλέντι. Τρείς κι ο κούκος. Τρίαινα. Τρίποντο. Τριαγμός. Τριάρες. Τριάρι. Τρίτη. Τρείς και το λουρί της μάνας σου. Τρίτη και φαρμακερή. Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τρίτη δόση εμβολιασμού. Η Γένεση-Τα Πάθη-Το Δοξαστικό. Μόνο οι διεκδικητές της ηγεσίας του πράσινου οπωροπωλείου είναι περισσότεροι.

Πειραιάς, αντιγραφέν Τρίτη, αναρτηθέν Πέμπτη 11/11/2021.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου