Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ: ΜΙΑ
ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Όπως το είδε και το
εικονογράφησε
ο ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Κυριακή 31/8/1958, σ.4
Πειραιάς φορτώνει ξεφορτώνει, μπάζει
βγάζει εμπορεύματα, περνάνε από την πλάτη του μύρια αγαθά, μα τίποτα δεν περισσεύει
γι’ αυτόν. Στην πλάτη του μένουν μόνο σημάδια-πληγές της φορτοεκφόρτωσης.
Δουλεύει νύχτα μέρα ασταμάτητα, για να χορτάση το πεινασμένο σώμα της Ελλάδας.
Και στο τέλος μένει νηστικός. Τι να προφτάση; Να σταθή στα πόδια του. Να μη
πέση. Έτσι να κάνη πώς κάθεται για λίγο, πώς σταυρώνει τα χέρια, θα πεθάνη της
πείνας.
Το λιμάνι, μυρίζει κατράμι, φρούτα,
ούζο, ιδρώτα και αρμύρα. Όλα είναι βιαστικά και γρήγορα κάτω κει. Φούρια κι’
αγωνία στα λεμονάδικα. Μάζες από καλάθια, μπόγους, κότες και νησιώτες
περιμένουν στην προκυμαία, σπρώχνονται να μπούν στο καράβι. Η θαλάσσια
συγκοινωνία στην Ελλάδα είναι μια περιπέτεια. Ο λαός έχει συνηθίσει, περιμένει,
δε διαμαρτύρεται, κοιμάται στο κατάστρωμα. Το πολύ να σε σπρώξη, να κοιμηθή
λίγο πιο ευρύχωρα πάνω στις βελέντζες του. Τίποτ’ άλλο.
Στην αριστερή μεριά του λιμανιού, προς
την Ακτή Μιαούλη, και κοντά στην Πλατεία Κανάρη όλα είναι έρημα, απόκοσμα,
εγκαταλελειμμένα. Φορτηγά από κάθε χώρα είναι δεμένα για χρόνια, βιδώνονται και
ξεβιδώνονται, βάφονται και ξεβάφονται από τον ήλιο και περιμένουν. Κάρα,
πηγαινοέρχονται, το τραμ μόλις και με τα βίας φτάνει στον προορισμό του. Η
πλατεία μοιάζει σαν να την εγκατέλειψαν θεοί και άνθρωποι. Είναι Σαββατόβραδο.
Μια ταβερνούλα λιγδωμένη κι’ αναιμική κοντά στην προκυμαία ψάχνει μάταια για
πελατεία. Δυό-τρείς καρβουνιάρηδες πίνουν ξεροσφύρι. Η μιά και η μοναδική
πλάκα. «Το τσιγάρο» μεταδίδεται συνεχώς. Πέντε-έξη μαύρες σκελετωμένες γάτες
τριγυρίζουν στα πόδια σου για κανένα μεζέ, αλλά του κάκου. Περνάει μιά
ψαρομοτοσυκλέτα τσαλαβουτάει στη λακκούβα με τα νερά που βγαίνουν από τον
υπόνομο, πιτσιλάει πελατεία και γάτες και τους διώχνει. Γύρω ακόμα τα σημάδια
της κατοχής. Ερειπωμένα χτίρια, βομβαρδισμένες περιοχές. Μιά ξεχασμένη τρίγωνη
ταμπέλα μέσα σ’ ένα στενό, λες για ειρωνεία, γράφει: «Απαγορεύεται η
καταστροφή. Τιμωρείται δια νόμου». Ρωτώ τον
ταβερνιάρη να με κατατοπίση τι εννοεί η ταμπέλα μα σηκώνει τους ώμους
βαριεστημένος: «Τί να σου πω βρε αδερφάκι» μου λέει «εγώ δεν πολύ καταλαβαίνω
από γράμματα, ταμπέλες και τέτοια. Εγώ ένα μονάχα θέλω να σε ρωτήσω. Αφού ο
νόμος μας έφερε σ’ αυτό το χάλι και την καταστροφή πώς την τιμωρεί δια νόμου;…»
Στον Πειραιώτη δεν πρέπει να δίνης καμμιά
απάντηση. Μόνο να τον ακούς πρέπει. Ό,τι και να του πης θα στο αναποδογυρίση θα
σου βρη τι κρύβεται πίσω από του τύπους, θα σου πη την αλήθεια με τον δικό του
τρόπο θα σ’ αφήση εκτεθειμένο. Ο Πειραιώτης είναι ο πιο ξύπνιος Έλληνας. Δεν
είναι ναρκωμένος. Η ζωή που κάνει, σκληρή μέχρι το κόκκαλο, τον κάνει να
βρίσκεται σε μια διαρκή ενάργεια. Πιό ξύπνιο μάτι δεν έχω δη πουθενά. Παίζει.
Κοιτά μπρος και πίσω την ίδια στιγμή, οσφραίνεται. Το μυαλό του γρήγορο,
ερευνητικό, το πνεύμα του αιχμηρό, σαρκαστικό, μάγκικο. Το σώμα του γεροδεμένο,
κοντό, μαύρο από τον ήλιο και το κάρβουνο. Μα πάνω απ’ όλα μια ανοιχτή καθαρή
και μεγάλη καρδιά. Ο Πειραιώτης δεν αφήνει τίποτα χωρίς να το σχολιάση, να μη
το περάση από το «τρυπητήρι» του, από το «κόσκινο» του λαϊκού του ενστίκτου.
Δεν σηκώνει και πολλά άμα δη τον άλλον να τον κοιτά «αφ’ υψηλού». Τον βάζει με
μια κουβέντα στην θέση του. Άμα όμως τύχη και του δώσης το χέρι σου, σαν ίσιος
προς ίσον, τότε το σφίγγει, σε λατρεύει και γίνεται αδελφικός σου φίλος, όποιος
και νάσαι.
Πώς ζή; Καλύτερα να μη ρωτούσα κάποιον
κάτω στο λιμάνι. «Να» μου λέει «Τρώω κανένα σουβλάκι, δαγκάνω κάνα φρούτο, κάνω
καμμιά ζούλα στα αμερικάνικα ρούχα. Δουλεύω σε ό,τι βρεθή μέρα νύχτα, τρέχει ο
ιδρώτας από τις πλάτες μου. Ε!... τί να κάνω; Πάω πότε-πότε και στην Τρούμπα
κανένα Σαββατόβραδο… να ξεχαρμανιάσω…». Φοράει καρρώ πουκάμισο, κόκκινο ή
μαύρο, στενό παντελόνι, είναι κοντός με μαλλί κατσαρό και ψιλοκομμένο μουστάκι
και παπούτσια μπάσκετ. Άμα δε δουλεύει, ψάχνει να βρη δουλειά, κι άμα βρεθή
κάπου κανένα ξεροκόμματο βλαστημάει την ώρα και την στιγμή που ρίζωσε, σαν το
κάβο στο λιμάνι. Δεν κοιτά την ώρα να μπη σε καράβι και να φύγη. Να πάη να δη
τον κόσμο. Για χρόνια βλέπει τόσους και τόσους ναυτικούς να περνούν από το
λιμάνι για μερικές μέρες, ακούει τόσες και τόσες ιστορίες απ’ όλα τα λιμάνια
του κόσμου και στο βλέμμα του είναι ζωγραφισμένη μία νοσταλγία. Να φύγη, να
ξεχάση, να μπαρκάρη μακρυά από τη μιζέρια του λιμανιού.
Πού ζή; Που αλλού; Στη Δραπετσώνα, στα
Ταμπούρια ή στα Λιπάσματα. Τσίγκοι, παράγκες και φαντάσματα. Απίστευτη κόλαση.
Ντρέπεσαι να περπατάς ανάμεσα στους συνοικισμούς αυτούς και να λέγεσαι Έλληνας.
Σκουλήκια λες και περπατάνε γύρω σου. Μυρμηγκοφωλιές τα σπίτια. Και γύρω-γύρω
τεράστια τσιμεντένια μεγαθήρια εργοστάσια που πίνουν τον ιδρώτα και το αίμα των
συνοικισμών. «Δουλεύουμε στα εργοστάσια» μου λέει κάποιος εκεί «τί να κάνωμε;
Να πεθάνωμε; Μα τί ωφελεί. Όλος ο ιδρώτας μας γίνεται ρέψιμο από καπνό που
βγάζουν τα φουγάρα πάνω από τα σπίτια μας στην Δραπετσώνα!». Ψωραλέα άλογα
κουβαλάν πλανόδιους μικροπωλητές μεσ’ στη σκόνη, μικροσκοπικά μαγαζάκια ίσαμε
που χωράνε ένα-δύο άνθρωποι, κοιτάνε να συντηρήσουνε ολόκληρη οικογένεια,
ξυπόλητα αδυνατισμένα και ξεβράκωτα παιδάκια παίζουν πόλεμο, με άσπραις
σημαιούλες και ξύλινα όπλα. Τί άλλο να κάμουν. Το σχολείο τρυπημένο από
σφαίρες. Καρβουνόσκονη και μαύρη μοίρα. Αυτή είναι η Δραπετσώνα. Ένας μεσόκοπος
με μπαλωμένο παντελόνι αξύριστος γεμάτο πίκρα, άνεργος και παντρεμένος,
γεροδεμένος και πολύτεκνος με κοιτάει καθισμένος στο ίδιο μικροσκοπικό ουζάδικο
της λαϊκής αγοράς. Είναι αμίλητος. Σιγά-σιγά με τα ούζα πιάνουμε κουβέντα: «Και
τι δουλειά κάνεις;» τον ρωτώ. Με κοιτά πολύ βαρειά κι’ αμφίβολα κι’ ύστερα από
λίγο μου λέει με Πειραιώτικο ύφος: «Είμαι ο Άγνωστος Στρατιώτης!». Πάω να
χαμογελάσω, αλλά με κόβει απότομα: «Ναι ρε φίλε, δε με πιστεύεις δηλαδή», μου
λέει «δεν τους λες εκεί στην Αθήνα που θα πας στο Σύνταγμα!... Ό,τι κάνω δω θα
κάνω και κεί! Θα κάθωμαι! Ε!... μόνο που θα τρώω για μεζέ και κανένα λουλούδι ή
καμμιά δάφνη από τα στέφανα που θα μου φέρνουν!- Ενώ εδώ! «νίχτς μαντζαρία».
Έτσι, όσοι δεν έχουνε δουλειά, γκίζουνε
το Δημοπρατήριο. Παλιά σίδερα, έπιπλα, γραμμόφωνα, λάμπες, ρολόγια, ό,τι μπορεί
να κατεβάση το νους του ανθρώπου είναι μαζεμένα εκεί. Τίμια ανθρωπάκια,
νοικοκυρεύονται όπως-όπως, φτιάχνουν το μαγαζάκι τους το περιποιούνται,
παίρνουνε και τη γυναικούλα τους να φτιάχνη τα σουβλάκια, τη βολεύουν με το
τίποτα.
«Φτωχομάγαζα
για να ζήση η φτωχολογιά» μου λέει ο πρόεδρος του Δημοπρατηρίου, κοντός,
αδύνατος, με γυαλιά και γένια τεσσάρων πέντε ημερών. Μοιάζει με δάσκαλο ορεινού
χωριού.
Μα ολόκληρος ο Πειραιάς είναι ένα
Δημοπρατήριο. Αγκομαχάει, φωνάζει, τυραννιέται, κοιτάει να ζήση. Διαμαρτύρεται
μα κανείς δεν τον ακούει. Βαριέστησε πιά να κοιτά να τα βολέψη μόνος του
όπως-όπως. Δεν έχει όμως χάσει το κουράγιο του. Όσο πιο πολύ βασανίζεται τόσο
περισσότερο σφίγγει τα δόντια του με λύσσα. Μόνο που καμμιά φορά κουράζεται.
Και η μόνη του αναπνοή είναι η Τρούμπα.
Όλη την μέρα η οδός Φίλωνος πουλάει
Αμερικάνικα και το βράδυ ανάβει τα νέα φώτα της και ξεδιψάει, πειραιώτες και
ξένους από τη σεξουαλική τους δίψα. Το «Κίτ- Κάτ» η «Αρτζεντίνα», η «Βιρτζίνια»
τα λαϊκά καμπαρέ βρίσκονται στις δόξες τους τα μεσάνυχτα. Τα μπαρ «Ουάσιγκτων»
και το «Σικάγο» ποτίζουν τους Αμερικάνους ναύτες του Έκτου Στόλου με
ψευδαισθήσεις του Σόχο, της Μασσαλίας και της Νάπολης, και η ανάμνησις της Σπυριδούλας
γυρίζει πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων του «Τζών Μπούλ Μπαρ». Γύρω στις δώδεκα
τα μεσάνυχτα όλοι είναι ανήσυχοι, νευρικοί και περιμένουν. Πίνουν μπύρα,
νερωμένο ουίσκι και ψεύτικο κονιάκ ζαλίζονται και δεν κοιτάν να δουν τα νούμερα
να τους μερακλώνουν για λίγο, να ξεχάσουν την πραγματικότητα, Ο εκφωνητής
αναγγέλλει τα πάντα ως «περίφημα» και «διεθνούς φήμης» εις άπταιστον
καθαρεύουσαν, και «πταίουσαν» αγγλικήν. Αναγγέλλεται ως «περίφημος τσιγγάνα
χορεύτρια» το Κατινάκι από το Δουργούτη ή το Βόλο. Χορεύει χτυπώντας το ντέφι
σαν να πιάνη μύγες και τρέχει ο ιδρώτας και το οξυζενέ, από το μαλλί της.
Έπεται το «διεθνούς» φήμης μπαλέτο «Νίκολσον» και καταφθάνει στην πίστα η
Νικολέτα από τη Λάρισα, η Λέλα από το Παγκράτι κι’ η Μαριώ απ’ το Βαρδάρι.
Χορεύουν βιεννέζικους χορούς, ενώ ο διπλανός φτύνει και μουρμουρίζει «Πίτουρα».
Ακολουθεί ο απαραίτητος ισπανικός χορός με φαβορίτα και τακουνάκι σα τσαρούχι,
η ανεκδιήγητος Ελληνίς ντιζέζ τυλιγμένη στο μικρόφωνο, ντυμένη στα έξωμα και μακρυά,
κόκκινο μεταξωτό με τούλια και ασημένια αστεράκια. Κοντή με μουστάκι χοντρή και
άσκημη έχει τα πάντα εκτός από φωνή. «Και τα καλά, καλά είναι, μα και τα κακά,
κακά είναι», σχολιάζει αγγλοελληνιστί ο κομπέρ. Ακολουθεί ο «χορός της φωτιάς»,
το κλου της βραδιάς. Τα φώτα σβήνουν θυμωμένα, και τα μάτια ανοίγουν θαμπωμένα.
Στο τέλος εμφανίζονται και τρείς τέσσερεις ψηλές ξανθές Αυστριακές και
Γερμανίδες όμορφες, ταράζεται το κοινό, παραγγέλνει τα ίδια, αλλά μένει
μπουκάλα με το Κατινάκι, τη Νικολέτα, και τη Μαριώ. Είναι πια τρείς τη νύχτα
όταν τα ξενοδοχεία ύπνου αρχίζουν τη δουλειά.
Κοιμάται ο Πειραιάς δυό-τρείς ώρες για ν’
αρχίση ξημερώματα πάλι τη δουλειά. Να μπη στο μαγκανοπήγαδο.
ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ, εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», Κυριακή
31/8/1958, σ.4.
Σημειώσεις:
«Μια φορά
κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε
μία συνοικία, πού ήταν το καμάρι του και η… ντροπή του.
Τη λέγανε «Τρούμπα» Η έντονα αμαρτωλή ζωή της ήταν
ασφυκτικά γεμάτη από πόρνες, σωματέμπορους, πατρόνες, μπορντέλα, καμπαρέ, και όλων
των ειδών τις φτηνές διασκεδάσεις, που όμως ήταν ακριβές. Και είναι ακριβώς αυτές που συνθέτουν την ομορφιά
της παραδεισένιας κόλασης.
ΤΡΟΥΜΠΑ, η ξελογιάστρα, η πλανεύτρα πουτάνα.
ΤΡΟΥΜΠΑ, ο υπόκοσμος του Πειραιά, ο υπόκοσμος της Αθήνας, ο Ελληνικός υπόκοσμος,
γενικά ΤΟΤΕ.
Η Τρούμπα όμως μέσα στη βρομιά της είχε
μίαν αγνότητα. Μια περίεργη αγνότητα. Μια έστω, βρόμικη αγνότητα. Ήταν αληθινή,
δεν κρυβότανε, δεν έλεγε ψέματα. Ήταν μια πουτάνα φανερή. Δε σου έταζε ψεύτικες
απολαύσεις. Σου ‘λεγε…. Αυτή είμαι! Αυτά έχω να σου δώσω. Τόσο κοστίζουν, θέλεις; Πάρε με. Δε θέλεις; Φύγε!»
ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ
ΒΡΑΝΑ
Είναι εκατοντάδες οι πληροφορίες που θα ήθελες να αντιγράψεις
όταν ξεφυλλίζεις και διαβάζεις τις σελίδες μιάς παλαιάς εφημερίδας. Να σταθείς
σε συμβάντα και γεγονότα, στοιχεία που σου παράσχουν για την πολιτική και την
κοινωνική ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό, τις τέχνες και τα γράμματα, ακόμα
και τις διαφημίσεις για τις νέες εκδόσεις βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, που
κυκλοφορούσαν, καλλιτεχνικές ειδήσεις, και εκδηλώσεις, ομιλίες ανά την ελλάδα
σε χώρες του εξωτερικού, την πόλης σου, τον γενέθλιο τόπο σου. Αναγνωρίζεις
ονόματα γνωστά και αγαπητά σου των οποίων έχεις διαβάσει βιβλία τους, γνωρίζεις
το έργο τους, και βλέπεις να δημοσιεύουν από παλαιά άρθρα και κείμενά τους,
κριτικές τους, να στέλνουν τις ανταποκρίσεις τους από ταξίδια τους σε άλλες χώρες της ευρώπης, να
γράφουν τις αναμνήσεις και εντυπώσεις τους, τις σκέψεις, τις ιδέες τους.
Ονόματα όπως ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης που γράφει για εικαστικές εκθέσεις
και φεστιβάλ που πραγματοποιούνται. Ο επίσης πειραιώτης Μάριος Πλωρίτης δίνει
τις ανταποκρίσεις του για τον κινηματογράφο, το θέατρο, δημοσιεύει τις πρώτες
του ερευνητικές εργασίες για το Θέατρο στο Βυζάντιο, κάνει κριτική για το
σινεμά, θεατρικές παραστάσεις. Ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας που μας
μιλά για την Κινέζικη Τέχνη, πριν συγκεντρώσει τα άρθρα του σε βιβλίο. Ο μικρασιάτης
Στράτης Μυριβήλης δημοσιεύει τα χρονογραφήματά του σε τακτά χρονικά διαστήματα,
ο ηθοποιός και εικαστικός Μάριος Νικολινάκος με τα εξαιρετικά του σκίτσα έχει
την δική του παρουσία, ο Μποστ, ο Αργυράκης. Διαβάζουμε τις ανταποκρίσεις
πειραιώτικων δημοσιογράφων και άλλων ελλήνων λογοτεχνών που μνημόνευσα σε
προηγούμενα σημειώματα. Σπουδαίοι έλληνες συγγραφείς και εικαστικοί παρελαύνουν
μπροστά στα μάτια μας σ’ ένα νοσταλγικό φλας μπακ στο χρόνο, σ’ ένα μωσαϊκό εικόνων, προσώπων, γεγονότων και
καλλιτεχνικών δράσεων, κοινωνικών καταστάσεων όταν ακόμα δεν είχες γεννηθεί ή
στην ροή του χρόνου άρχισες να μπουσουλάς και να αναγνωρίζεις δειλά-δειλά από
τα πρώτα παιδικά σου χρόνια αυτό που λέγεται κόσμος του πολιτισμού και της
τέχνης. Αρχίζεις να ξεχωρίζεις φυσιογνωμίες και πρόσωπα καλλιτεχνών, λογοτέχνες
και ποιητές που θα ήθελες μεγαλώνοντας
να τους μοιάσεις. Διαβάζοντας άρθρα και κείμενα κάτι κάνει κλικ μέσα σου, ο
προσωπικός σου χρόνος επιστρέφει θολά και θυμάσαι τις εμπειρίες και τα όνειρα
που έκανες παιδί, μέσα από θολές σκιές, αχνά σκίτσα, έντονους φωτισμούς προσώπων
και κατορθωμάτων καθώς ξεφύλλιζες παιδί τις σελίδες των εφημερίδων, των
παιδικών βιβλίων, των περιοδικών. Άρχιζες να αντιλαμβάνεσαι την πολυχρωμία και
ποικιλία της ζωής, το τυχαίο της, τα βάσανά της, τις δυσκολίες της ανθρώπινης
ύπαρξης που γίνεται, μετατρέπεται, σε κάθε μορφή και είδος καλλιτεχνική
δημιουργία. Αυτόνομο έργο τέχνης στο χρόνο την ιστορία, δημιουργική πρώτη ύλη
στο χέρι ενός συγγραφέα, στην παλέτα ενός ζωγράφου, στο καλέμι ενός γλύπτη,
στην παρτιτούρα ενός μουσικού, στον φακό ενός σκηνοθέτη, στα χέρια ενός
δημοσιογράφου πάνω στην λευκή σελίδα μιάς πρωινής ή απογευματινής εφημερίδας,
ενός εντύπου. Μιάς λαϊκής εφημερίδας που βρίσκεται ανοιγμένη και τσαλακωμένη
πάνω στο μαρμαρένιο τραπέζι ενός Καφενείου δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ
Λουμίδη και το πλακέ πακέτο Άσσος Παπαστράτος. Ενός Καφενείου από τα
εκατοντάδες που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλα τα σημεία και τα στέκια μιάς πόλης,
ενός χωριού. Ενώ στο διπλανό τραπεζάκι με τις ψάθινες καρέκλες να το
περικυκλώνουν με το τασάκι γεμάτο μισοσβησμένες γόπες, ένας άλλος πελάτης
ξεφυλλίζει μία άλλη πολιτικών επιλογών εφημερίδα περιμένοντας την αφορμή να
αρχίσει ο καφενο-καβγάς των θαμώνων. Η πολιτική συζήτηση των καφενόβιων πελατών
που ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις και σουτάρουν με επιτυχές σκορ στο
δίχτυ της αντίπαλης ομάδας, δοξάζοντας την δική τους. Κάπου παρατημένα βλέπεις
τα προηγούμενα εβδομαδιαία παλαιά τεύχη των λαϊκών οικογενειακών περιοδικών, «Ο
Θησαυρός», το «Ρομάντζο», το «Ντόμινο», «Το Φαντάζιο», το «Ραδιοπρόγραμμα» κ.ά
στέκονται στοιβαγμένα σε κάποια άλλη γωνιά ενός τραπεζιού μέχρι ένας άλλος
θαμώνας να τα πιάσει στα χέρια του, ή παρέκει, μια μικρή συστάδα αντρών να
στέκεται μπροστά στην βελόνα του ραδιοφώνου ακούγοντας το μεσημεριανό ή
απογευματινό ποδοσφαιρικό ματς. Κάπως έτσι φαντάζομαι την γεμάτη καπνούς και
ποικίλους θορύβους ατμόσφαιρα των ελληνικών Καφενείων εκείνων των δεκαετιών,
όταν η φτωχή χώρα μας αγωνίζονταν να ανορθωθεί οικονομικά, να λειτουργήσει τις
νέες βιομηχανικές της μονάδες, να οικοδομήσει τα νέα της κτιριακά συγκροτήματα,
να στεριώσει τις νέες διπλωματικές και πολιτικές της σχέσεις στον σκληρά
διπολικό κόσμο που επικρατούσε τότε. Περίοδος του ψυχρού πολέμου, των
στρατιωτικών και ιδεολογικών συμμαχιών, της επαναχάραξης συνόρων, τις ανατροπές
καθεστώτων, τις πολεμικές περιφερειακές συρράξεις. Τις δολοφονίες ηγετών. Εξεγέρσεων, λαϊκών επαναστάσεων. Εφευρέσεων και
επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλαγές στην μόδα και τα
ρούχα ένδυσης, την αισθητική των ευρωπαίων και ελλήνων πολιτών. Έχοντας ως
παράδειγμα ζωής κυρίως, στο τι συνέβαινε στην μεγάλη και πλούσια υπερδύναμη
πέραν του Ατλαντικού.
Μικρή χώρα η πατρίδα μας, με μεγάλα όμως αποθέματα ιστορικής και πολιτιστικής παράδοσης.
Πλούσια η ταυτότητα του Έθνους των Ελλήνων, τα ίχνη του χάνονται στην
προϊστορία των προ Ομηρικών χρόνων και φτάνουν μέχρι των ημερών μας της τρίτης
χιλιετίας. Αυτοκρατορικά μεγαλεία και εκστρατείες, λόγοι πολιτικών ηγετών στην
Πνύκα και αποικιοκρατικές επεκτάσεις, κοινοβουλευτικές περίοδοι, δικτατορικές
περιπέτειες, πολεμικές καταστροφές, μεγάλη ιδέα και οραματισμοί, απώλειες
πανάρχαιων ελληνικών εδαφών. Ένδοξες πολεμικές στιγμές στα χιονισμένα ελληνικά
βουνά, εθνικές αντιστάσεις, στρατοδικεία και ξερονήσια, μικρασιατική καταστροφή
και τούρκικη εισβολή στην Κυπριακή μεγαλόνησο, όλα τα έζησε στο «κορμί» της η
Ελλάδα και οι Έλληνες. Πανάρχαιος μικρός λαός ο Ελληνικός διασώθηκε μέσα στο
καμίνι της ιστορίας μέσα από πολεμικές συγκρούσεις και εμφύλιες διαμάχες,
φυλετικά πάθη και αρετές, ηρωικά κατορθώματα, λόγια φιλοσόφων και διδάγματα, και
ύμνους ποιητών, θούριους ανδραγαθημάτων. Συνεχίζει και σήμερα να πολεμά και να
μάχεται για το δίκιο και την ελευθερία, την ανεξαρτησία όπως τα ύμνησαν οι Ποιητές
του. Κάθε σπιθαμή εδάφους της χώρας είναι ποτισμένο με αίμα, ιδρώτα, αγωνία,
κακουχίες, πόνο, δοξασμένες και ηρωικές στιγμές, πληγωμένες αναμνήσεις. Μια
Ρωμιοσύνη κουρσεμένη από έλληνες και ξένους τυράννους, ισχυρούς της γης, και
Εκείνη, συνεχώς να αντιστέκεται να «καλουπωθεί» στα συμφέροντα των ξένων
δυνάμεων. Μια χώρα που διαρκώς μεταβάλλεται η εικόνα της, αλλάζει το είδωλό της
στον καθρέφτη της Ιστορίας, διαμορφώνει ανάλογα τον χαρακτήρα, την ταυτότητα
των κατοίκων της, ημών των Ελλήνων και Ελληνίδων. Διαπλάθει ανάλογα τις
περιστάσεις τις συνειδήσεις τους, προσανατολίζει
τις αντιδράσεις των Ελλήνων, των κατοίκων της. Ατίθαση και άναρχη η φυλή των
Ελλήνων αντιστέκεται ακόμα και στους ηγέτες που εκλέγει να την κυβερνήσουν. Η
ελληνική γη με τις άμεσες και ισχυρές βιωματικές διδαχές της, το άπλετο φως που
την τροφοδοτεί με επιλογές, διαμορφώνει ανάλογα και την καλλιτεχνική μας
ευαισθησία, την αισθητική μας, καθορίζει τις βιολογικές μας ανάγκες και
πνευματικές αναζητήσεις. Το ελληνικό τοπίο-ορεινό ή νησιώτικο- ανάλογα με τον
χρόνο της μοίρας του διαπλάθει και την μοίρα των Ελλήνων. Οι διάφορες
ελληνικές τοποθεσίες και πόλεις, χωριά και νησιωτικοί τόποι της ελληνικής
γεωγραφικής επικράτειας οργάνωσαν τις ζωές και συμπεριφορές, τις συνήθειες και
αντιδράσεις των κατοίκων τους. Προσέλκυσαν ή απώθησαν τους δημότες τους να
εμπλουτίσουν τις εμπειρίες τους με καινούργιες παραστάσεις. Ελληνικοί χώροι τους
ανάγκασαν να ξενιτευτούν ή να μετεγκατασταθούν εντός και εκτός Ελλάδας. Να
σταδιοδρομήσουν εκτός των πυλών των γενέθλιων πόλεων τους, μεταφέροντας την
τοπική τους συνείδησή στα νέα χώματα που κατέφυγαν. Είναι δύσκολο μάλλον, να
αναγνωρίσουμε μία κοινή κεντρική ταυτότητα ομοιομορφίας στους Έλληνες, σίγουρα
δεσπόζουν και επικρατούν τα γενικά της φυλής μας χαρακτηριστικά, φυσιογνωμικά
και πολιτιστικά. Η κοινή παιδεία, η
γλωσσική συνέχεια, οι ιστορικές καταβολές, η κοινή στην πλειοψηφία της
θρησκευτική πίστη τα ήθη και τα έθιμα οι παραδόσεις. Ίσως και το σχολείο της
«μίμησης». Η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του Έλληνα, θεωρώ αν δεν λαθεύω, είναι
η κατάσταση της ρευστότητας, η διαρκής αμφισβήτηση, το συνεχές ψάξιμο μέσα του,
(τρώγεσαι με τα ρούχα σου λέει ο λαός) η πανάρχαια τάση του να ταξιδέψει, να
απλώσει τα φτερά του στους τέσσερεις ορίζοντες της οικουμένης. Επιθυμεί να
αλλάζει διαρκώς εμπειρίες και παραστάσεις. Στα ανήσυχα τέκνα τους έλεγαν οι
παλαιές ελληνίδες μανάδες: «Όπου σταθεί η πέτρα μαλλιάζει». Ο Έλληνας θέλει να
γνωρίσει άλλους λαούς, να κουβεντιάσει με ανθρώπους άλλων φυλών, να δει πως
αντιδρούν, τι πιστεύουν, τι τρώνε πως διαπαιδαγωγούνται από τους γεροντότερους.
Ορισμένες φορές μεγαλοπιάνεται και έχει την τάση να κατακτήσει άλλες εθνότητες
με «πρόσχημα» τα αιώνια και αδιαμφισβήτητα πνευματικά του κλέη, το πολιτιστικό
ένδοξο παρελθόν του. Ότι δεν μπορεί να πετύχει με τα όπλα ο Έλληνας κοιτά να το
πετύχει με την πολιτιστική του δυναμική και παιδείας παράδοση, με την
οικουμενικότητα του χριστιανικού ορθόδοξου λόγου και διδασκαλία της πίστης που
ασπάζεται εδώ και αιώνες. Πάντα κάποια δικαιολογία θα βρει να ξενιτευτεί.
Ο Έλληνας ζει σε μία διαρκή ρευστότητα
αμφισβήτησης του εαυτού του, των γύρω του, των πάντων. Κάτι θα σκαρφιστεί να κάνει
για να δειχθεί στα μάτια του Άλλου, να γευτεί τα ηδονικά μυρωδικά της ζωής όπως
έλεγαν οι παλαιοί ξέμπαρκοι Πειραιώτες ναυτικοί ακολουθώντας ασυναίσθητα τον στίχο του Αλεξανδρινού Έλληνα Αιγυπτιώτη ποιητή και ας μην είχαν
διαβάσει τα ποιήματά του, ας κρυφογελούσαν πονηρά με τις ερωτικές του
περιπέτειες στον ιδιωτικό του βίο. Το λάγνο βλέμμα της Πόλης απλώνονταν στα
πέριξ, στον χρόνο, και έπλεκε την μοίρα της με αυτές των κατοίκων της.
Η πόλη μας, ο Πειραιάς, ας είμαστε
ειλικρινείς, μπορεί να έχει μακραίωνη και φημισμένη ιστορία και ναυτοσύνη, να
περπατά ο Πειραιώτης ανέμελος πάνω σε χώματα ιστορικά τιμημένα, όμως δεν έχει
πολλές εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά τις κοινωνικές και πολιτιστικές εμπειρίες
των δημοτών του. Δύο είναι οι κυρίαρχες συμβολικές «ιδεολογίες» της νεότερης
τουλάχιστον ταυτότητάς της. Το θαλάσσιο στοιχείο και η ποδοσφαιρική παράδοση. Ο
Εθνικός μάλλον υποχώρησε μπροστά στην δοξασμένη φήμη του Θρύλου. Τα του
Ολυμπιακού και της κοινής του ταυτότητας με αυτήν της Πόλης, ανάγεται σε άλλα
ερευνητικά μονοπάτια. Ο Πειραιάς και το ποδόσφαιρο συν-βάδισαν και συν-βαδίζουν
παράλληλα. Το Θαλάσσιο στοιχείο και η ατμόσφαιρά του με το οποίο κυκλώνεται η
Πόλη από τα πανάρχαια χρόνια οργανικά και λειτουργικά, πρόσφερε και εξακολουθεί
με την σειρά του να συμβάλλει στην οικονομική και εργασιακή-ναυτιλιακή ανάπτυξη
του πρώτου λιμανιού. Το θαλάσσιο στοιχείο του δίνει την αίσθηση της
ανεξαρτησίας, των πλατειών οριζόντων, της ελευθερίας, του προγονικού μας
αρχαίου νησιού που λέγεται Πειραιάς και ταξιδεύει μέσα στον χρόνο και την
ιστορία, της λεκάνης της μεσογείου και πέραν των Ηράκλειων στηλών. Προσφέρει
στον Πειραιώτη και την Πειραιώτισσα την αίσθηση της ευκαιρίας, της φυγής, της
περιπλάνησης, της επικοινωνίας με άλλες τοποθεσίες της ελληνικής γης, σημεία
του ορίζοντα. Ένας διαρκής Νόστος οικοδομεί την πειραϊκή ταυτότητα ακόμα και
όταν δεν ταξιδεύει. Η θάλασσα και η
ρευστότητά της του ξεδιπλώνει τα όνειρα, του ενεργοποιεί τις δυνάμεις
της φαντασίας του, τους οραματισμούς του, στελεχώνει τις ατομικές του
μνήμες-κυρίως παιδικές και εφηβικές-, να εξερευνήσει περιοχές, πόλεις, χώρες,
τοποθεσίες πέρα από τα γεωγραφικά Πειραϊκά σύνορα της γενέθλιας μνήμης. Δεν μπορώ
να διανοηθώ πώς θα ήταν ο χαρακτήρας και η ταυτότητα της πόλης του Πειραιά και
κατ’ επέκταση ημών των Πειραιωτών εάν δεν κυκλωνόμασταν από την Θάλασσα του
Πειραιά και την ατμόσφαιρά της. Τα μυστικά και τους θησαυρούς των εμπειριών της,
την αρμύρα και την υγρασία των κύκλων της ζωής. Την πανάρχαια και ιερή παρουσία
της που οικοδόμησε τα χώματα και το περιβάλλον της Πειραϊκής γης, τον βίο και
την συμπεριφορά των Πειραιωτών. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι οι Έλληνες
εσωτερικοί πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα χώματα αυτού του πανάρχαιου νησιού
που αποκαλούμε Πειραιά, προέρχονται από νησιώτικα περιβάλλοντα και περιοχές. Το
Πειραϊκό όραμα των αυτοχθόνων και μη κατοίκων που εγκαταστάθηκαν εδώ είναι Θαλασσινό.
Αυτό το κυρίαρχο του χώματος, του υγρού στοιχείου, του κοινού βίου και κοινής
μνήμης περιβάλλον, το διαπιστώνουμε σε κάθε πτυχή της ζώσας πειραϊκής
πραγματικότητας, των πειραιωτών. Θάλασσα και ναυτοσύνη για τον Πειραιά
είναι ένα και το αυτό, ακόμα και αν δεν
το παραδεχόμαστε άμεσα. Μπορεί οι Πειραιώτες να φωνάζουν «Θρύλε Θεέ μου» αλλά
μέσα σ’ αυτήν την κόκκινη από τιμή φράση εμπεριέχεται το ιστορικό γεγονός ότι ο
Θρύλος είναι θαλασσινός, είναι ο «γαύρος». Είναι παιδί του θεού Ποσειδώνα ο Πειραιώτης..
Αν και οι χρονικογράφοι και ιστορικοί του Πειραιά μας υπενθυμίζουν διαρκώς ότι
η Πρωτεύουσα, η κλασικοτραφή Αθήνα μας «καπελώνει», ασφυκτικά μας αγκαλιάζει,
διαμορφώνοντας κατά διαστήματα τις ιστορικές και οικονομικές και κοινωνικές και
άλλες εξελίξεις της Πόλης μας, στην πράξη, Εμείς οι Πειραιώτες (όπως θα μας
έλεγε η τραγωδός Κατίνα Παξινού) διατηρούμε την πειραιώτικη θαλασσινή
ανεξαρτησία μας, την άναρχη φιλοσοφία ζωής μας, την ρεμπέτικη παιδικότητά μας, την τάση μας για άπλωμα
της σκέψης και της πειραϊκής μας συνείδησης. Μετά μάλιστα τον περιορισμό μας
στα 5 γεωγραφικά διαμερίσματα του πρώτου λιμανιού της χώρας, η πειραϊκή «σοφία»
«παρέμεινε» εντός των Μακρών Τειχών!!!
Τα τοπόσημα
της Πόλης μας που στάθηκαν κυρίαρχα σύμβολα διαχρονικά, σημαδεύοντας την
πειραϊκή ιστορία και σταμπάροντας την πειραϊκή παράδοση δεν είναι πολλά, είναι
όμως ισχυρά, κυρίαρχα και καθοριστικά στην επαναγνωριμία μας με το κοινό και
αρχαίο αλλά και σύγχρονο του των δύο τελευταίων αιώνων παρελθόν μας. Τους
πρόσφυγες προγόνους μας που απέκτησαν πειραϊκή συνείδηση, την ποιότητα των
οραμάτων τους και επιδιώξεών τους ζωής. Πειραιάς,
το όνειρο μιάς Πόλης που διαρκώς ταξιδεύει άλλοτε με φουρτούνα άλλοτε με
μπουνάτσα, πάντα όμως με τα πανιά των ιστίων της ιστορίας και της παράδοσής της
υψωμένα και περήφανα.
Η περιοχή
της ΤΡΟΥΜΠΑΣ, βρίσκεται μεταξύ των οδών Νοταρά, Φίλωνος, ΙΙ Μεραρχίας και
Σκουζέ κυρίως, παραμένει ένα από τα κυρίαρχα τοπόσημα της Πόλης και μετά την
διακοπή του εργασιακού και διασκεδαστικού της οργασμού την περίοδο της
δικτατορίας από τον τότε δοτό δήμαρχο του Πειραιά. Η Τρούμπα είναι η γνωστότερη
και η πλέον πολυσυζητημένη περιοχή του Πειραιά. Είναι η μικρή συνοικία η οποία
με την ιδιαίτερη και ξεχωριστή, πλούσια σε ηδονικές προσφορές και άλλες της
διασκέδασης προτάσεις της, την πολυεστιακή σε κοινωνικές και σωματικές
εμπειρίες και επιλογές ατμόσφαιρά της, έδινε το στίγμα της εικόνας στο πρώτο
λιμάνι της Ελλάδας. Το λιμάνι που το δόξασε ο αρχαίος στρατηγός Θεμιστοκλής και
το ύμνησε ο Λάμπρος Πορφύρας και ο μέτοικος Βασίλης Λαμπρολέσβιος. Η σύνδεση
και η αναφορά της Τρούμπας με τον Πειραιά τόσο για τους ίδιους τους δημότες της
πόλης, όσο και τους έλληνες και ξένους επισκέπτες της. Η ταύτιση, μίας μικρής περιοχής εντός της Πόλης ταυτίστηκε όχι λίγες φορές με το καθόλου σώμα της
Πόλης. Ο κινηματογραφικός φακός ιδιαίτερα, αλλά και τα προσωπικά ημερολόγια και
οι αναμνήσεις παλαιών Πειραιωτών εδραίωσαν αυτήν την συσχέτιση. Η Τρούμπα, μια
λαϊκή και φτωχή συνοικία στο κέντρο σχεδόν του λιμανιού, δίχως ιστορικά ή
αρχαία αξιοθέατα, (αν και δεν απείχε γεωγραφικά πολύ ούτε από το Δημοτικό
Θέατρο ούτε από τα ερείπια των αρχαίων ναών επί της Γεωργίου), εξαιτίας των
οίκων ανοχής που υπήρχαν στα όριά της, των διαφόρων μαγαζιών της ηδονής, των
καμπαρέ, των μπαρ και νάϊτ κλαμπ, και ίσως «κακόφημων» κέντρων διασκέδασης-για
την αστική τάξη και θρησκευτική ηθική των Πειραιωτών- και όχι μόνο, είχε
αποκτήσει την προσωνυμία της πιο κακόφημης περιοχής του Πειραιά. Παρ’ όλο όμως
τον αρνητικό κοινωνικό στιγματισμό που της είχανε προσδώσει, τον ερωτικά
σκοτεινό και «επικίνδυνο» μύθο με τον οποίο την είχανε τυλίξει, παρέμεινε ένα
από τα γνωστότερα τοπόσημα της ιστορίας και της παράδοσης του Πειραιά, και των
πολυπερπατημένων δρόμων της. Τα σημαίνοντα σύμβολα της παράδοσης της ιστορίας
του Δήμου μας υπήρξαν το Δημοτικό Θέατρο της Πόλης στην πλατεία Κοραή. Το
γνωστό μας Ρολόϊ-Δημαρχείο, το οποίο κατεδαφίστηκε επί επταετίας μπροστά από
τον Τινάνειο Κήπο και την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, το παλιό μοναστήρι. Το
άλλο Ρολόι, το «Αυγό» στο λιμάνι της Ζέας στην πλατεία Κανάρη. Η εκκλησία και ο
λόφος του Προφήτη Ηλία, η περιοχή κοντά στον Σταυρό στην Πειραϊκή και ίσως, η
περιοχή των Δεξαμενών του Βασιλειάδη εντός των ορίων του ΟΛΠ. Ορισμένα άλλα
περιφερειακά τοπόσημα των πέντε γεωγραφικών διαμερισμάτων της Πόλης, τοπόσημα
συνοικιών, συνηθέστερα λειτουργούσαν σαν σημεία και κέντρα συνάντησης των
πειραιωτών-δημοτών των αντίστοιχων διαμερισμάτων του Λιμανιού. Πχ. Πλατεία
Πηγάδας, πλατεία Αγίας Σοφίας, πλατεία περιοχής Καμινίων κλπ. Όπως κάθε πόλη
και τοποθεσία της Ελλάδας έχει τα τοπόσημά της και τα ιδιαίτερα τοπωνύμιά της,
το ίδιο και ο Πειραιάς. Είναι αυτά που του προσφέρουν το χρώμα και την
ατμόσφαιρά του στην διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής. Πράγματα γνωστά και
καταγεγραμμένα.
Η Πόλη μας-το πρώην νησί- είναι ένα ένδοξο αρχαίο λιμάνι που απλώνεται η ενδοχώρα του στις γύρω όμορες περιοχές και δήμους. Στο σημείωμα αυτό, δεν αναφέρομαι-παρά τις αναφορές του Μ. Αργυράκη-στις γεωγραφικές όμορες περιοχές που από παράδοση αποκαλούμε ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και τους Δημότες τους Πειραιώτες. Δηλαδή τον Δήμο Δραπετσώνας, τον Δήμο της Νίκαιας-Άγιος Ιωάννης Ρέντης, τον Δήμο Περάματος- περιοχή Αγίου Γεωργίου, το νησί Σαλαμίνα με τις δημοτικές της περιφέρειες. Πριν από τον μεσοπόλεμο ακόμα και μέρος του κάτω Κορυδαλλού αποκαλούσαν Πειραιά. Γράφω αποκλειστικά για αυτό που σήμερα ονομάζουμε Δήμο του Πειραιά από την ίδρυσή του και ότι απέμεινε μετά την ανεξαρτητοποίηση των όμορων Δημοτικών περιοχών. Αν στέκει η ορολογία θα γράφαμε την Πειραϊκή αποδημότευση. Πάντως η πειραϊκή γειτονιά των ανθρώπων κοινή καθώς και οι μνήμες. Η Τρούμπα λοιπόν, είτε όσους πρόλαβαν και έζησαν την ακμή, την άνθησή της, την παρακμή της και το κλείσιμό της, είτε όσοι έζησαν τον απόηχο της φήμη της, (οι γενιές των Πειραιωτών μετά την μεταπολίτευση) γηγενείς και μη Πειραιώτες, ήταν ένα είδος κοινωνικού «θρύλου». Ένα τοπόσημο μίας περιοχής του Πειραιά που εξακολουθεί να προκαλεί το ιστορικό, το κοινωνιολογικό, το δημοσιογραφικό, το συγγραφικά ερευνητικό πειραϊκό ενδιαφέρον και όχι μόνο. Έμεινε η «σκοτεινή» και η «λαμπρή» φήμη της κατά περιόδους της λειτουργίας της και των υπηρεσιών της. Τα εκατοντάδες άτομα που εργάστηκαν στους χώρους της-γυναίκες και άντρες κάθε επαγγελματικής και κοινωνικής τάξης και ηλικίας, χαράχτηκαν στις μνήμες των επισκεπτών της. Οι μυρωδιές των σωματικών ιχνών των εργαζομένων και των άλλων της ζωής και της ηδονής ατόμων που περιηγήθηκαν τους δρόμους της. Οι νεότερες γενιές των Πειραιωτών-όπως η δική μας γενιά του 1980, μετά την μεταπολίτευση, γνώρισε την αχλή μιάς περιοχής και μιάς ατμόσφαιρας, όχι και τόσο μακρινής στις ζωές των πειραιωτών, που ζουζούνιασαν ερωτικά ή ξέδωσαν διασκεδάζοντας στα διάφορα επώνυμα μπαρ της, τα επίσης επώνυμα νάιτ κλαμπ της, τα διάφορα κέντρα διασκέδασης ή συνάντησης ελλήνων και ξένων ναυτικών όπου γης και φυλής, ηλικίας και θρησκεύματος. Οι γνωστοί στίχοι του λαϊκού τραγουδιού «κάθε λιμάνι και καημός/ κάθε καημός και δάκρυ/ είναι η ζωή του καθενός…» που τραγουδούσε ο Πάνος Γαβαλάς, ισχύει και στην περίπτωση του πρώτου Λιμανιού του Πειραιά και όχι μόνο. Το λαϊκό τραγούδι, το ρεμπέτικο, ο ελληνικός κινηματογράφος, τα κατά καιρούς πειραϊκά και αθηναϊκά χρονογραφήματα και δημοσιεύματα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, οι προσωπικές αναμνήσεις πειραιωτών συγγραφέων όπως αποτυπώθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία τους για την Πόλη μας, ο φωτογραφικός φακός, τα αστυνομικά δελτία και πεπραγμένα της εποχής μας αφηγούνται ατομικά και συλλογικά περιστατικά, αντρών και γυναικών, ευτράπελα και δύσκολα συμβάντα που έζησαν οι παλαιότεροι την περίοδο της ακμής της συνοικίας. Φωνές αντρών και γυναικών (όχι τόσες πολλές) που εργάστηκαν για χρόνια στα σπίτια και τα μαγαζιά της μας εξιστορούν εμπειρίες τους και γεγονότα της ζωής τους, μας δίνουν την εικόνα και την ατμόσφαιρα στο πώς ήταν τότε η περιοχή αυτή του Πειραιά, ποιοι τύποι την διαφέντευαν, ποιες οι ασχολίες τους, ποιές ανθρώπινες φιγούρες μαγκιάς και εκμετάλλευσης είχαν το πάνω χέρι στα κορμιά και τις ζωές των εργαζομένων, ποιοι ήσαν οι ιδιοκτήτες των διαφόρων σπιτιών, των μπαρ. Οι κοινωνικές πρακτικές τους, τα ονόματα των μαγαζιών που σύχναζαν. Τι ευχάριστα ή δυσάρεστα περιστατικά αντελήφθησαν ή συμμετείχαν από την ωμή και σκληρή πραγματικότητα της συνοικίας που, σώματα και ψυχές ανθρώπων, συνήθειες και κρυφές ερωτικές επιθυμίες, συναντήσεις και ιδιορρυθμίες ατόμων βρίσκονταν κάτω από την εποπτεία δύο χριστιανών αγίων, ενός μάλιστα αμιγώς θαλασσινού. Άγιος Σπυρίδωνας-Άγιος Νικόλαος. Η γενιά μου, μετά το 1974, σαν έφηβοι που άνοιγαν τα φτερά τους και έχοντας κατά νου τον Καβαφικό λόγο για την απόλαυση των πολλών ηδονικών μυρωδικών, περπάτησε το Γιαχνί σοκάκι, γνώρισε και συνομίλησε με παλαιότερους και νεότερους πειραιώτες που είχαν βαδίζει στα χώματά της Τρούμπας, μίλησε άτακτα για τις αναμνήσεις της. Γυναίκες της ηδονής, καβγατζήδες και προστάτες, νταβατζήδες και τραβεστί, παπατζήδες και ομοφυλόφιλοι, σερβιτόροι και ξέμπαρκοι ναυτικοί, μάγειρες και κράχτες πορτιέρηδες, αλλόγλωσσοι ναυτικοί, βαποράκια και εστιάτορες, μόνιμοι και άταχτοι επισκέπτες, περίεργες φάτσες και σαράφηδες, πελάτες και μουσικοί, πότες και μπεκρήδες, αλκοολικοί και ηθοποιοί, τραγουδιστές δεύτερης και τρίτης φωνής, ορχήστρες και χορευτικά συγκροτήματα, ξένα μπαλέτα, πονηροί τύποι της κλειδαρότρυπας, πειραιώτες περαστικοί και αθηναίοι επισκέπτες, νοικοκυραίοι και μπακούρια, εφοπλιστές και έμποροι, όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση και την γκάμα επιθυμιών των ανθρώπων μπορούσες να συναντήσεις στην Τρούμπα. Ο Τινάνειος Κήπος ήταν σημείο συνάντησης μια και η συγκοινωνιακή γραμμή η λεωφορειακή γραμμή που ένωνε τον Πειραιά με την πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα, το νούμερο 49 είχε την αφετηρία του στο πάνω μέρος του Κήπου. Σταθήκαμε όπως φαίνεται τυχεροί στα νυχτοπερπατήματά μας και τα ξενύχτια μας, μια και η ερωτική ατμόσφαιρα της Τρούμπας, δεν είχε αναμειχθεί επικίνδυνα με ουσίες και χρήσεις βλαβερές για τον ανθρώπινο οργανισμό και δημόσια συμπεριφορά, τα ναρκωτικά. Κάτι που έκανε επικίνδυνο το νυχτοπερπάτημά της. Με την πάροδο του χρόνου και την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και συμπεριφορών διασκέδασης των ανθρώπων, τα μαγαζιά με τις ερωτικές ταινίες, την κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης, η περιοχή έχασε την ελεγχόμενη λειτουργικότητά της-αυτή που της είχε απομείνει μετά το κλείσιμο των σπιτιών με τα κόκκινα αναμμένα φωτάκια ως απαραίτητο στοιχείο του κάθε Λιμανιού. Όπως και τα Λαδάδικα της συμπρωτεύουσας, η περιοχή αυτή του Πειραιά άνθισε και παρήκμασε. Η Τρούμπα, είχε προσφέρει ότι είχε να προσφέρει στους νυχτερινούς επισκέπτες της, ενώ τα πρωινά έσφυζε από εργασιακή πολύβουη κίνηση των διαφόρων ναυτιλιακών εταιρειών και εμπορικών καταστημάτων τα οποία λειτουργούσαν στους γύρω δρόμους και εργάζονταν οι νοικοκυραίοι. Φαγάδικα, ταχυφαγεία, βιβλιοπωλεία και παλαιοπωλεία, μαγαζιά ειδών ένδυσης και υπόδησης, κορνιζάδικα και καταστήματα φωτογράφων, τραπεζικά μέγαρα και λογιστικά γραφεία. Κινηματογραφικές αίθουσες που πρόβαλαν αισθησιακές ταινίες, το υποκατάστημα της Ολυμπιακής και τα Δικαστήρια, άλλες δημόσιες υπηρεσίες του ΙΚΑ και ασφαλιστικών ταμείων. Σποραδικά και που, κοντά σε δημόσιες εφορίες, πρόβαλαν με διακριτικότητα και αρκετή παλαιά γυναικεία κοκεταρία οι φιγούρες ορισμένων γερασμένων γυναικών οι οποίες είχαν απομείνει, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα ενός άλλου χρόνου και ανθρώπινων περιπετειών ζωής ο οποίος έσβησε στα νερά του πρώτου Λιμανιού, τουλάχιστον στην μορφή που την είχαν γνωρίσει οι παλαιότερες γενιές των Πειραιωτών. Νεότερες σε ηλικία υπάρξεις αγοριών που «είναι κάτι παιδιά που δεν γίνονται άντρες και δεν ζουν την ζωή την δικιά σου» που τραγουδά ο συνθέτης και τραγουδιστής Κώστας Τουρνάς, σύχναζαν τα απογεύματα απολαμβάνοντας την θαλάσσια θέα και τους ήχους και το πέταγμα των πουλιών στον Τινάνειο Κήπο. Η πόλη διεύρυνε τα ερωτικά της εσωτερικά όριά σε άλλα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Νέοι καιροί, νέες συνθήκες διασκέδασης και επικοινωνίας, άλλα ήθη. Οι ελάχιστες ανθρώπινες σωματικές, έμψυχες μνήμες και τα κτιριακά ερείπια των δρόμων της Τρούμπας θα εξιστορούσαν πλέον την ιστορία και την παράδοσή της. Ο γραπτός λόγος και η εικόνα, η μουσική και το σχέδιο, θα διέσωζαν στο χρόνο το ιστόγραμμα των σωματικών και συναισθηματικών μνημών, των διάφορων εμπειριών της, την λαχτάρα των αισθήσεών της, την διαδρομή της πορείας της, την ταυτότητά της, τις ηδονικές προτάσεις διασκέδασής της, τα μουσικά ακούσματά της, τις περιπλανώμενες ημίγυμνες υπάρξεις κάτω από τα Κόκκινα Φανάρια της. Μέσα στα ημισκότεινα δωμάτιά της, στα υγρά σοκάκια και κρυψώνες της. Φωτογραφίες παλαιάς μνήμης της ποκετ μηχανής ΚΟΝΤΑΚ. Όπως όλα αλλάζουν, έτσι και η Τρούμπα και η ιστορία της, αυτή η περιοχή που είχε συνδέσει την μοίρα της με την μοίρα του πρώτου λιμανιού, καθρεπτίζεται πλέον μέσα στις σελίδες των διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων, αφιερωμάτων της τηλεόρασης, όσων την έζησαν από κοντά. Οι μερακλήδες της ηδονής και της γραφής.
Σελίδες με στιγμιότυπά της και εικόνων της έχουμε σε εργασίες
της πεζογράφου-δημοσιογράφου Λιλίκας Νάκου, (πέρα από τις γνωστές λαμαρίνες
κοντά στου Παπαστράτου), του λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου που μας έδωσε το βιβλίο
μπουρδέλο, του θεατρικού συγγραφέα Γαλανού που έγραψε τα Κόκκινα Φανάρια, της
ηθοποιού Σπεράντζας Βρανά, που πρώτη αυτή σε βιβλίο, μας κατέθεσε ολοκληρωμένες
προσωπικές αφηγήσεις περιστατικών και ανθρώπινων χαρακτήρων. Μία μικρή πινακοθήκη
ερωτικών χαρακτηριστικών τύπων που εργάζονταν ή κινούνταν στην περιοχή και τα
πέριξ. Το βιβλίο της «Η ΤΡΟΥΜΠΑ» εκδόσεις Τερζόγλου, Αθήνα 2003 σελίδες 190
ήταν αυτό που άνοιξε το δρόμο της έρευνας, έστω και σε ένα επίπεδο καθαρά ιδιοσυγκρασιακής
και ατομικής εξιστόρησης, δίχως κοινωνιολογικό μάλλον ενδιαφέρον ή ιστορικά
στοιχεία, πέρα από τις ατομικές αφηγήσεις φίλων της τολμηρής πάντα ηθοποιού
Σπεράντζας Βρανά. Ο πρώτος που έβαλε τις βάσεις για μία πιο ενδελεχή
κοινωνιολογική εξέταση και ιστορική
έρευνα του λαϊκού προσώπου και της κουλτούρας πρόσληψής της Τρούμπας
στις μέρες μας, ως ιστορικής μνήμης απαλλαγμένης από σκιές ηθικής και ομιχλώδεις
μικροαστικές αποσιωπήσεις,- πίσω από τα καφασωτά και τις πλαστικές κουρτίνες-
της ιστορικής διαδρομής της Τρούμπας ως μέρος της καθόλου επίσημης Πειραϊκής
ιστορίας και παράδοσης είναι ο συλλέκτης-συγγραφέας Βασίλης Πισιμίσης. Ο
Πισιμίσης τόλμησε και μας έδωσε μία ολοκληρωμένη εικόνα της περιοχής της
Τρούμπας και του κλίματός της δίχως στολίδια και αποκρύψεις, σεβόμενος τους ή
τις εργαζόμενες και τα άτομα που πρόσφεραν τις όποιες υπηρεσίες τους. Ο
Πισιμίσης το 2010 από τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο του Αντώνη Τσαμαντάκη
στον Πειραιά, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Βούρλα-Τρούμπα: Μια περιήγηση στον
χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)». Ένα βιβλίο που
βρήκε ευρεία απήχηση, διαβάστηκε από το αναγνωστικό κοινό όταν κυκλοφόρησε εντός
και εκτός του Δήμου του Πειραιά και έτυχε επανεκδόσεων. Η εργασία αυτή,
αναθεωρημένη και με νέο τίτλο «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι» Χώρος και μνήμη του
πειραϊκού περιθωρίου στον 20 αιώνα. Επιμέλεια Κατερίνα Μαυρομιχάλη. Πρόλογος
Νίκος Μπελαβίλας. Επίμετρο Λεωνίδας Οικονόμου, επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις
Μωβ, Αθήνα 2022, τιμή 20 ευρώ. Ο Κερατσινιώτης συλλέκτης και συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στον πειραιώτη ποιητή και
στιχουργό, ενεργό πολιτικά, δραστήριο
πάντα κυρό Γιάννη Κακουλίδη ενώ δεν λησμονεί να αναφερθεί τόσο στην ηθοποιό
Σπεράντζα Βρανά που με το βιβλίο της και τις πληροφορίες που του έδωσε από τις
συζητήσεις της μαζί του, καθώς και άλλα στοιχεία που του έδωσαν διάφορα άτομα
κατά την διάρκεια της έρευνάς του. Με το εμπλουτισμένο αυτό συγγραφικό και
φωτογραφικό υλικό σπονδύλωσε την καλή και πρωτότυπη εργασία του για την Τρούμπα
και τον Πειραιά. Οι μαρτυρίες σχετικά με την Τρούμπα άρχισαν να συστηματοποιούνται
και να πληθαίνουν όπως και οι κοινωνιολογίζουσες έρευνες και προσωπικές
καταγραφές μετά την έκδοση των δύο αυτών βιβλίων. Το βιβλίο της ηθοποιού
Σπεράντζας Βρανά, δεν γνωρίζω την αιτία, αποσύρθηκε από πολύ νωρίς από την
κυκλοφορία. Ο πρώτος εκδότης του Βασίλη Πισιμίση, μου το φωτοτύπησε και μου
έδωσε παράλληλα να διαβάσω την πρώτη μορφή της εργασίας του αγαπητού Βασίλη
Πισιμίση. Η φήμη και η πειραϊκή ιστορία της Τρούμπας, μετά το βιβλίο του Β.Π. πέρασε
ανοιχτά τα κράσπεδα της λήθης και αποτελεί μέρος της επίσημης παράδοσης του
Πειραιά. Ο κόσμος της Τρούμπας και η περιοχή της, η ατμόσφαιρά της και οι
συνθήκες της, το μωσαϊκό της κοινωνικής της ανθρωπογνωσίας, αποτελούν στοιχεία
της συλλογικής μνήμης του Δήμου του Πειραιά. Εμπλούτισαν τους χαρακτηριστικούς
της τύπους, όπως είναι η φιγούρα του Σταύρακα. Η Πόλη δεν ντρέπεται για το ψηφιδωτό
του πρόσωπό της και τις διάφορες εκφάνσεις και πτυχές των βιωματικών εμπειριών
και εικόνων της ζωής της. Ενώ αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό περιθώριο-όπως το
συναντάμε στα πεζογραφήματα του Πέτρου Πικρού, τα απομνημονεύματα του Μάρκου
Βαμβακάρη και τα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου ή στο «επάγγελμα πόρνη» της
αντισυμβατικής Λιλής Ζωγράφου, και σε ορισμένες πτυχές της διηγηματογραφίας του
Δημοσθένη Βουτυρά, απέκτησε το δικό του ξεχωριστό κάδρο στην συλλογική μνήμη της Δημοτικής ανθρωποπινακοθήκης της Πόλης μας. Τα πάντα ήταν θέμα χρόνου καθώς
η μνήμη ξετύλιγε το κουβάρι της και οι αναγνώστες πλήθυναν.
Από τον τελευταίο μήνα του 1957, Κυριακή 29/12/1957, με το ταξιδιωτικό
κείμενο «ΠΡΩΤΟ ΑΛΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ-ΝΕΑΠΟΛΙΣ. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ… Ο Μίνως
Αργυράκης σας αφηγείται και εικονογραφεί, σελίδα 6 της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
αρχίζει η Κυριακάτικη συνεργασία του εικαστικού, σκιτσογράφου και συγγραφέα
Μίνου Αργυράκη με την ημερήσια πρωινή πολιτική εφημερίδα. Τα Κυριακάτικα
ταξιδιωτικά δημοσιεύματά του κρατούν μέχρι την χρονιά 1961, σελίδα 4 ή 6, δίχως
να πάψει η εφημερίδα να μας δίνει στοιχεία για την καλλιτεχνική δράση και
πορεία, πληροφορίες του ταλαντούχου αυτού έλληνα δημιουργού τα επόμενα χρόνια
μέχρι που ανέστειλε την έκδοσή της το 1967 χρονιά της δικτατορίας. Τον τίτλο
του πρώτου του βιβλίου «Οδός Ονείρων» δανείστηκε ο Μελωδός των Ονείρων μας
Μάνος Χατζιδάκις και χρησιμοποίησε στην δική του παράσταση και άρχισε η
συνεργασία του με τον εκλεκτό φίλο και συνεργάτη του εικαστικό και συγγραφέα Αργυράκη.
Το 1964 οι εκδόσεις Γαλαξίας κυκλοφορούν στην σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων και
Ξένων Συγγραφέων με το Νούμερο 71/Οκτώβριος 1964 το «Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»,
σελίδες 204. Στον τόμο αυτόν του Αργυράκη περιλαμβάνονται οι ταξιδιωτικές του
αναμνήσεις της περιόδου 1958-1961 των δημοσιευμάτων του στην «Ελευθερία». Στον
τόμο δεν εμπεριέχονται όμως όλες οι
δημοσιογραφικές του δημοσιεύσεις στην εφημερίδα. Περιέχονται μόνο τα ταξίδια
του στο εξωτερικό. Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία…. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1984 από
τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ο ΓΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»-
Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, σελίδες 160. Από τις ταξιδιωτικές αναμνήσεις του στην
Βόρειο Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τα Νησιά του Σαρωνικού, των Κυκλάδων, των
Επτανήσων κλπ. Ούτε σε αυτόν τον τόμο περιέχονται όλα τα δημοσιεύματα της συνεργασίας
του με την εφημερίδα. Απουσιάζει η πρωτεύουσα, το λιμάνι του Πειραιά κλπ. Ο πειραιώτης φίλος και
συλλέκτης Δ. Κρασονικολάκης που τυγχάνει να έχει στην κατοχή του τα βιβλία του
Μίνου Αργυράκη με πληροφόρησε για τα περιεχόμενα των δύο βιβλίων, έτσι μπόρεσα
να διασταυρώσω τα παλαιά με τα νέα δημοσιεύματα. Πληροφορίες αντλούμε για τον
εικαστικό, σκιτσογράφο, ποιητή και ταλαντούχο συγγραφέα από το βιβλίο της
τρίτης συζύγου του Αργυράκη, της Αμυ Μιμς-Σιλβερίδη: «Ο Μίνωας-Μινώταυρος και η
Δαίδαλα», Στον Έβδομο Λαβύρινθο, εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2005, καθώς και
βιβλία της ιστορίας της ελληνικής τέχνης και μελέτες που αναφέρονται στην
πολιτιστική διαδρομή και προσφορά του Μάνου Χατζιδάκι Ασφαλώς το σημείωμα αυτό,
δεν είχε να κάνει με την παρουσία του Μίνου Αργυράκη στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
(δεν αποδελτίωσα την σύνολη συνεργασία του) όσο με το κείμενο και τις
εντυπώσεις του καλλιτέχνη στην πόλη και το λιμάνι του Πειραιά, και τους
χαρακτηρολογικούς τύπους των Πειραιωτών που μας δίνει, τις συνήθειές τους και
τις συμπεριφορές τους. Την ατμόσφαιρα του τοπίου, έστω και αν ο λόγος και τα
σκίτσα του περιλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό τον Δήμο της Δραπετσώνας. Όπως και νάχει το κείμενο του Μίνωα Αργυράκη αποτελεί μία ακόμη προσθήκη στην Πειραϊκή πολιτιστική
Πινακοθήκη της πόλης μας.
Το κείμενο
«Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ: ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ όπως το είδε και το εικονογράφησε ο ΜΙΝΩΣ
ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ» αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει προσεχθεί μια και από όσο γνωρίζω, δεν
συμπεριλαμβάνεται αυτούσιο, ολόκληρο σε κανένα από τα γνωστά βιβλία που έχουμε
για τον Πειραιά, είτε παλαιότερα είτε νεότερα ανθολόγια-τουλάχιστον όσων έχω
κοιτάξει και διαβάσει. Πράγμα που σημαίνει ότι ίσως, να έρχεται στην επιφάνεια
για δεύτερη φορά μετά από τόσες δεκαετίες από την πρώτη του δημοσίευση, το 1958
μια και δεν έχει συμπεριληφθεί και σε κυκλοφορίες βιβλίων του ίδιου του
συγγραφέα και εικαστικού, σκιτσογράφου.
Στην μεταφορά διατήρησα την ορθογραφία της
εφημερίδας με ελάχιστες ορθογραφικές παρεμβάσεις για την ορθότερη κατανόηση του
κειμένου. Έχουμε μία λαϊκή τοιχογραφία της αγοράς και του λιμανιού του Πειραιά
όπως τον αφουγκράστηκε και τον γεύτηκε το βλέμμα του σκιτσογράφου και η γάργαρη
και λαϊκή γλώσσα και καθαρή ματιά του ταξιδιώτη- περιηγητή συγγραφέα.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο
26- Δευτέρα 28/11/2022