Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Αφιέρωμα του περιοδικού Πειραϊκά Γράμματα στα ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ Μάης 1940

 

ΠΕΙΡΑΪΚΑ  ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΑΙ: ΙΣΙΔΩΡΑ ΚΑΜΑΡΙΝΕΑ- ΚΛΕΑΡΧΟΣ ΣΤ. ΜΙΜΙΚΟΣ

Τεύχος 2, ΜΑΪΟΣ 1940

ΓΡΑΦΕΙΑ: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Οδός Ζαϊμη 103, σελίδες 144

ΣΤΟΝ ΤΟΜΟΝ ΑΥΤΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ:

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ-ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΕΥΟΥΣΗΣ κ.. Κ. ΚΟΤΖΙΑΣ.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ κ. Μ. ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ

Ο ΠΡΥΤΑΝΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ κ. Γ. ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΚΟΣ

      Οι Ακαδημαϊκοί:

Θ. ΒΟΡΡΕΑΣ, Ε. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Δ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ, Δ.Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΣ, ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ, Γ. ΣΩΤΗΣΙΟΥ

       Οι Καθηγηταί των Πανεπιστημίων:

Γ. ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ, Σ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Φ. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, Μ. ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, Ι. ΠΟΛΙΤΗΣ

       Οι τιμηθέντες με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών:

Δ. Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ, Ν.Ι. ΛΑΣΚΑΡΗΣ, Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ, Σ. ΣΚΙΠΗΣ

          Οι Ποιηταί, Λογοτέχναι, Αισθητικοί, Τεχνοκρίται:

Τ. ΑΓΡΑΣ, Κ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ, Μ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η. ΒΕΝΕΖΗΣ, Ρ. ΓΚΟΛΦΗΣ, Α. ΣΤ. ΔΑΦΝΗ, Ι. ΚΑΜΑΡΙΝΕΑ, Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, Π. ΚΑΤΗΦΟΡΗΣ, Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ, Λ. ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ, Κ. Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΛΑΥΡΑΣ, Χ. ΛΕΒΑΝΤΑΣ, Α. ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤ. ΜΙΜΙΚΟΣ, Σ. ΜΟΡΦΗΣ, Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ, Τ. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ, Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ, Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ, Θ. ΠΕΤΣΑΛΗΣ, Λ. ΠΗΝΙΑΤΟΓΛΟΥ, Α.Γ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, Α. ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ, Α. ΤΑΡΣΟΥΛΗ, Π. ΦΛΩΡΟΣ, Π. ΧΑΡΗΣ.

        Οι Καλλιτέχναι:

Δ. ΓΑΛΑΝΗΣ, Κ. ΠΑΡΘΕΝΗΣ, Κ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ, Κ. ΠΡΑΤΣΙΚΑ, ΤΑΣΣΟΣ, Β. ΦΑΛΗΡΕΑΣ, Α. ΦΩΚΑΣ, Α. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ

            Οι Ειδικοί Επιστήμονες:

ΕΜΜ. Σ. ΑΝΑΣΗΣ, ΙΓΝ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝ. Ι. ΝΕΥΡΟΣ

Από τον κολοφώνα αντιγράφουμε:

Ο ΤΟΜΟΣ ΕΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΝ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ» Α.Ε. (ΟΔΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ 44. ΑΘΗΝΑΙ) ΑΠΌ 22-27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1940, ΣΕ 3.000 ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ. ΤΑ ΚΛΙΣΕ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΤΣΙΓΚΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ κ.κ. Ι. ΣΓΟΥΡΑΚΗ & Η ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ (ΔΡΑΓΑΤΣΑΝΙΟΥ 3, ΑΘΗΝΑΙ).

-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ κ. Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΑΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕ Κ’ ΕΡΓΑΣΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΤΥΧΗ Η ΕΚΔΟΣΗ ΑΥΤΗ.

-ΟΛΑ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΕΙΝΕ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ, ΕΙΔΙΚΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΜΟΝ ΑΥΤΟΝ.

-Η ΣΕΙΡΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΩΣ ΕΚΑΝΟΝΙΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΛΟΓΟΥΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΚΑΙ, ΚΥΡΙΩΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΩΝ. ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΤΗΡΗΘΗΚΕ Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ.

-Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «ΦΥΣΗ» ΤΟΥ κ. Κ. ΠΑΡΘΕΝΗ ΜΑΣ ΕΔΟΘΗΚΕ ΕΥΓΕΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ. ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ «ΚΑΝΙΣΤΡΟ ΜΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ» ΤΟΥ κ. Δ. ΓΑΛΑΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ κ. ΒΑΣΟ ΦΑΛΗΡΕΑ.

-ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΚΑΙ ΟΙ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΚΟΣΜΟΥΝ ΤΟΝ «ΤΟΜΟΝ ΕΓΙΝΕ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ κ. ΤΑΣΣΟΥ.

-ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ ΜΝΕΙΑΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΎ «ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»

         Ισιδώρα Καμαρινέα –Κλέαρχος Στ. Μιμίκος.

 

«ΡΑΝΑΤΩΣΑΝ  ΓΛΥΚΑΣΜΟΝ  ΤΑ  ΟΡΗ»

   (ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ)

    Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ψυχή είναι σαν περιβόλι ευωδιασμένο. Τα τροπάριά της, τα τραγούδια της, τα λόγια της, τα εικονίσματά της είναι όλα μοσχοβολημένα. Κι’ αυτό το μοσχοβόλημα το κληρονόμησε υστερώτερα η ρωμιοσύνη, π’ αγαπά τα ευωδιασμένα λουλούδια και τα μυρωδικά της Ανατολής, την κανέλα, τα μοσχοκάρφια, τα μοσχοκάρυδα, περιφρονημένα ως βάρβαρα από πολλούς ξευγενισμένους δικούς μας.

      Οι εκκλησίες και τα ρημοκλήσια ευωδιάζουνε με μιάν εξωτική ευωδία, από το κερί, το λάδι, το λιβάνι και από τ’ αγριολούλουδα του βουνού.

      Πολλοί έχουν την πλανημένη ιδέα πώς οι βυζαντινοί δεν αγαπούσανε τη Φύση, γιατί τάχα δε ζωγραφίζανε τοποθεσίες’ σάμπως οι αρχαίοι Έλληνες κάνανε στο μάρμαρο τοποθεσίες και δέντρα; Τα μοναστήρια βρίσκουνται χτισμένα πάντα σε τοποθεσίες εξαίσιες, διαλεγμένα από ανθρώπους που φαίνεται πώς είχανε πολύ βαθύ αίσθημα της φυσιολατρείας’ κ’ είτανε ευτυχισμένοι που ζούσανε μέσα στην ευλογημένη τούτη χώρα, πούνε στολισμένη μ’ όλες τις φυσικές χάρες, με βουνά ήμερα π’ αγναντεύουνε τα περισσότερα τη θάλασσα, με ακρωτήρια πού ξεπετιούνται προς κάθε μεριά, με κοιλάδες ζωγραφιστές, με βράχους παράξενους, με νησιά που λες κ’ είναι ο επίγειος παράδεισος.

     Στη μέση στέκεται βουνό δασωμένο από δέντρα και βότανα, το φημισμένο Άγιον Όρος. Είναι φουντωμένο από δέντρα κάθε λογής, καστανιές, έλατα, πυξάρια, κι’ από χαμόδεντρα μυστικά, αγιοκλήματα, μυρσίνες, δάφνες. Στην περήφανη κορφή του, που στέκεται πάνω από τ’ αφρισμένο πέλαγο, φυτρώνουνε σπάνια βότανα πού δεν βρίσκουνται σ’ άλλα μέρη της γης. Ο Οδοιπόρος περπατά σε μονοπάτια ευωδιασμένα από αγνότατα άνθια, ανάμεσα σε σκοίνους και σε λυγαριές ποτισμένες από δροσερά νερά, πατάει απάνω σ’ ένα χαλί ατίμητο, πιό ακριβό κ’ απ’ το ρούχο του Σολομώντα, όπως είπε ο Χριστός, ενώ ανάμεσα από τα κλαριά φτερουγίζει τ’ αγέρι της θάλασσας, φέρνοντάς του την πελαγίσια μοσκοβολιά. «Αγαλλιάσθω έρημος και ανθήτω ως κρίνον».

     Από τ’ Άγιον Όρος ας τραβήξουμε κι’ ας πάμε στην άλλη άκρη, στο Μοριά, κει πούναι χτισμένο το βυζαντινό κάστρο του Μυστρά. Μοσκοβολά ο Ταΰγετος με τα μυρίπνοα λουλούδια του και με τα ακατάδεχτα έλατά του, που δεν κατεβαίνουνε ποτές στον κάμπο, μόνο γεννιούνται και πεθαίνουνε στα κορφοβούνια. Μοσκοβολά και το χωριό του Μυστρά από τις πορτοκαλιές, ως και τ’ αρχαία κτίρια, τα γκρεμισμένα τα κάστρα, τα σπίτια και οι εκκλησιές, και κείνα ευωδιάζουνε σαν άγια λείψανα.

     Οι παλαιοί, παρεκτός από τα κοσμήματα πού παραστένουνε μεταμορφωμένα άνθια κι’ αγριοβότανα, στις εκκλησιές δε ζωγραφίζανε πολλά δέντρα μηδέ λουλούδια, τα λίγα όμως που ζωγραφίζανε, τα βάζανε μόνο εκεί πούπρεπε, εκεί πού το ζήταγε η Τέχνη, για τούτο, ένα ψηλόλιγνο κλαράκι, απάνου στο βράχο, ένα αγριοδέντρι φυτρωμένο στο βουνό, σε συνεπαίρνει πειότερο από το πλήθος τα λουλούδια που σωριάζουνε χωρίς μέτρο άλλοι ζωγράφοι, πασκίζοντας μάταια να ευωδιάσουνε τα έργα τους. Αγριολούλουδα και κάτι λιγοστά δέντρα, βάζουνε στη Γέννηση του Χριστού, στη Βάπτιση κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, στη Βαϊφόρο πού σκαρφαλώνουνε τα παιδιά τα δέντρα και κόβουνε τα βάγια, στην Ανάληψη του Χριστού λίγα εληόδεντρα απάνω στα βράχια, πού και πού κανένα κυπαρισσάκι, καμμιά βαλανιδιά, κανένα πουρνάρι και λιγοστά αγριολούλουδα, ρείκια, θυμάρια, ανεμώνες, μυρώνια, αγκάθια ανθισμένα και τέτοια. Κι’ ο Θεοτοκόπουλος βάζει και κείνος λιγοστά δέντρα κι’ άνθια στα έργα του, με πολλή οικονομία, για τούτο κ’ η ευωδιά τους στέκεται αλησμόνητη, όπως είναι τα κλαριά πού σκεπάζουνε τους τρείς μαθητές στη Γεθσημανή και τα άϋλα χορτάρια πούνε φυτρωμένα στο βράχο, τα λουλούδια πώχει βαλμένα μέσα σε μιά γλάστρα στον Ευαγγελισμό, κάτι περισσότερα στην Ανάληψη της Παναγίας, λίγον κισσό στον Απόστολο Πέτρο και στη Μαγδαληνή, κι’ αλλού κάπου-κάπου. Στο Μαρτύριο τ’ Αγίου Μαυρικίου, ξεχωρίζουνε απάνου στα βράχια κάτι χορτάρια ανθισμένα, κ’ ένα δέντρο κομμένο με το τσεκούρι, πού αξίζει πιό πολύ παρά ένας λόγγος ολάκερος.

     Κλαρί ολοπράσινο βαστάνε στο χέρι οι Μάρτυρες, σαν βραβείο για το μαρτύριο. Ένα άγιο πρινάρι είναι ζωγραφισμένο κοντά στον Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο.

     Εμένα όμως περισσότερο με συγκινάνε κείνα τα ταπεινά φυτά πού ζωγραφίζουνε σαν πλουμίδια κοντά στους Άγιους, στα χρόνια της σκλαβιάς, μόνο μ’ ένα χρώμα καφεδί, πού παραστένουνε αγιόκλημα, βάτο, αγριοτριανταφυλλιά (αγρία ροδή) και τέτοια.

     Στα σκαλιστά εικονοστάσια και στα προσκυνητάρια πούναι καμωμένα από ξύλο, παραστένουνε πολλά άνθια, περιπλοκάδες και κληματαριές.

      Αλλά την πιο ουράνια μυρωδιά τη σκορπάνε τα άνθη της βυζαντινής Υμνωδίας, φυτουργημένα από μεγάλους ποιητές. Εκεί πνέει «το έαρ της αφθαρσίας». Εκεί είναι οι «αμάραντοι στέφανοι», πού αξιώνουνται όσοι μαρτυρήσανε για την πίστη του Χριστού. Εκεί ανθίζουνε τα «μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου».

      Η Παναγία είναι το πλέον εύοσμον άνθος της Ορθοδοξίας, σύμβολο της σεμνότητας για τις γυναίκες της Ελλάδας. Στολίζουνε την εικόνα της με δροσερά λουλούδια, όσο πού να φαίνεται μονάχα το μαντηλωμένο γλυκομελάχρινο και μελαγχολικό πρόσωπό της, π’ ακουμπά απάνου στο μάγουλο του παιδιού της, και τη θυμιατίζει ο παπάς και να της ψέλνει τους Χαιρετισμούς, που λες κ’ είνε μαδημένα τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα: «Χαίρε το άνθος της αφθαρσίας.-Χαίρε βλαστού αμαράντου κλήμα.- Χαίρε ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις.- Χαίρε δένδρον αγλαόκαρπον εξ ού τρέφονται πολλοί’ χαίρε ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ού σκέπονται πολλοί. – Χαίρε οσμή του Χριστού ευωδίας».

      Κ’ οι ψαλτάδες ψέλνουνε: «Ρόδον το αμάραντον. –Στάχυν η βλαστήσασα τον θείον.-Σε την πλέξασαν τω κόσμω αχειρόπλοκον στέφανον.- Εκ σου η δρόσος απέσταξε, φλογμόν πολυθεϊας η λύσσασα’ όθεν βοώμεν σοι: χαίρε ο πόκος ο εύδροσος, όν Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο.-Άμπελος αληθινή, τον βότρυν τον πέπειρον η γεωργήσασα.- Άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα.-Μύρον το ακένωτον».

     Τα λουλούδια που αγαπούσανε πιότερο οι Βυζαντινοί και τ’ αγαπάνε κ’ οι σημερινοί Έλληνες, όσοι δεν τώχουνε ντροπή, είτανε ο βασιλικός, το τριαντάφυλλο, το γαρύφαλλο, η μυρσίνη, η δάφνη, ο δυόσμος, η μαντζουράνα, το δεντρολίβανο κι’ άλλα φυτά του μυστηρίου.

     Το εικόνισμα της Παναγίας βρέθηκε μέσα στις μυρσίνες και την είπανε «Μυρτιδιώτισσα». Ο Άγιος Δημήτριος μοσκοβολούσε ο τάφος του στη Θεσσαλονίκη και τον είπανε «Μυροβλύτη». Το μοναστήρι με τα φημισμένα ψηφιά, πούνε κοντά στην Αθήνα, επειδή είτανε χτισμένο μέσα στις δάφνες, το βγάλανε «Δαφνί».

     Τ’ άγια λείψανα αναβρύζανε μύρα. Στη γιορτή του Σταυρού ο παπάς βγαίνει από τ’ άγιο Βήμα σαν αρχαίος ιερέας, βαστώντας απάνου στο κεφάλι του το δίσκο με τα λουλούδια κι’ ύστερα μοιράζει στο λαό το Χριστολούλουδο. Τον Επιτάφιο τον στολίζουνε με λουλούδια της άνοιξης’ ο παπάς ραίνει την εκκλησία με άνθη, ψέλνοντας «Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι». Στην Ανάσταση πάλι, ο παπάς λευκοφορεμένος σκορπά δαφνόφυλλα στα μάρμαρα ψέλνοντας «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γήν!».

     Πλήθος τροπάρια ευωδιάζουν με την εξωτική μυρωδιά της πίστης. Όσοι έχουνε την ιδέα πώς η Βυζαντινή Τέχνη είναι ξερή έρημο, είναι πλανημένοι. Η Βυζαντινή Τέχνη δεν έχει γλύκες και λιποθυμίες αισθηματικές, κι’ ο χαλασμένος Έλληνας αυτά θέλει και δεν τα βρίσκει’ άς πάει να βοσκήσει σ’ άλλο λιβάδι.

      Από τα πολλά τροπάρια της Ορθοδοξίας, σταχολογώ λιγοστά, όσα έρχουνται στο νου μου τώρα:

     Στην Αγία Παρασκευή: «Ποίοις ευφημιών άνθεσι στέψωμέν σε, την αγίαν, την βδελυξαμένην τα γήϊνα και ασπασαμένην τα άφθαρτα;…». Στους Αγίους Πατέρας τους εν Νικαία: «Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, τα πάγχρυσα στόματα του λόγου». Στη γιορτή του Σταυρού: «Αγαλλέσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα, αγιασθείσης της φύσεως αυτών» και «Μυστικός εί, Θεοτόκε, παράδεισος αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ύφ’ ού το σταυρού ζωηφόρον εν γη πεφυτούργηται δένδρον». Στον Άγιο Συμεών: «Εκ ρίζης αγαθής αγαθός εβλάστησε καρπός». Στη Σταύρωση: «Ο την γην ζωγραφίσας τοίς άνθεσιν». Στη 1η Σεπτεμβρίου, που είναι η αρχή του χρόνου: «Ευλόγησον, Κύριε, τον στέφανον του ενιαυτού»’ (ο  ποιητής παρομοιάζει το γύρο του Χρόνου με στεφάνι από λουλούδια). Στη Γέννηση του Χριστού: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής, Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας εξ όρους, ο εναιτός, κατασκίου δασέως». Στη Γέννηση της Παναγίας: «Ράβδος άνθος φέρουσα» και «Σήμερον εβλάστησε της παρθενίας, η ράβδος εξ ής ανθήσει άνθος». «Η Θεία μυροθήκη, το ευώδες μύρον ένδον φέρουσα». «Ωραίος φανείσα γάρ βλαστός, εξήνθησας τω κόσμω την ζωήν», «Ήνθησε το μήλον το ευώδες», «Της παρθενίας το θείον απάνθισμα». Στην Ύψωση του Σταυρού: «Μυστικός εί, Θεοτόκε, παράδεισος, αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν». Στον Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Το φυτόν της αγνείας, το μύρον της ευωδίας, πάλιν ανέτειλεν ημίν». Των Αγίων Πατέρων: «Ρανάτωσαν γλυκασμόν τα όρη και αγαλλίασιν». Της Αγίας Αικατερίνης: «Και ταύτην τοις επαίνοις, ως άνθεσι, καταστέψωμεν». Στα προεόρτια του Ευαγγελισμού, για την Παναγία: «Ως ρόδον κοιλάδων καθαρόν, ως κρίνον εύοσμον». Στους δικαίους: «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθίσει και ως η κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται». Της Αγίας Μαρίνας: «Ως αλάβαστρον μύρον το αίμα σου προσενήνοχας τω σω νυμφίω Χριστώ. Μαρίνα αθλοφόρε». Στους ασκητές, όπως στον Άγιο Αντώνιο: «Ταίς των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας». Του Προδρόμου: «Ως άνθη τερπνά του θείου λόγου συμπλέξαντες εγκωμίων τον στέφανον σοί προσάγομεν».

     Πολλά βιβλία εκκλησιαστικά έχουνε ονόματα παρμένα από λουλούδια: «Άνθος- Ανθολόγιον-Παράδεισος-Κήπος χαρίτων- Λειμωνάριον» και τέτοια.

      Άχ! Η Ελληνική ψυχή είναι το έαρ με τα άνθη.

                ΦΩΤΗΣ  ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ, σελίδες 65-67.

                    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΑ «ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΑΝΤΙ  ΠΡΟΛΟΓΟΥ, σ.3

      Δεν είναι μόνο ο στίχος, ο έντεχνος λόγος, η λύρα, η σμίλη και ο χρωστήρα, όσα αποτελούν μέσα και εκδηλώσεις της Τέχνης. Είναι και η ποίηση των ωραίων ιδεών, η ποίηση της Ζωής.

     Και είναι η ποίηση η νέα προσπάθεια της Διοικήσεως Πρωτευούσης. Αισθητική χαρά η έμπνευση του Υπουργού κ. Κ. Κοτζιά να εορτάση την «Εβδομάδα των Ανθέων». Ο έλλογος ενθουσιασμός του-διάχυση από περίσσευμα αγάπης. Και ο πόθος να τιμηθή το λουλούδι-αναγνώριση βιοτικής αλήθειας και ψυχικής ανάγκης κραδασμός. Είναι ασφαλώς ποιητική συνείδηση η πρόθεσή του να επιστρέψη πάλι το Άνθος και να στολίση «ιοστέφανο» ξανά την πατρίδα των Μουσών.

      Να γιατί άξιζε στο ποιητικόν όραμα του κ. Υπουργού η προσφορά του τόμου τούτου των «Πειραϊκών Γραμμάτων»: όχι απλά ως απόδοση της στοργής που η Διοίκηση της Πρωτευούσης και ο Δήμος Πειραιώς έδειξαν για το περιοδικό μας’ αλλά για να καταδειχθή πώς η έμπνευση του κ. Κ. Κοτζιά αρμονίζεται προς το κοινό ενδιαφέρον για τη χρησιμότητα του άνθους στο βίο μας και αποκρίνεται η προσπάθειά του στο αίσθημα της αυθόρμητης αγάπης μας για τα λουλούδια.

     Αυτό το ενδιαφέρον και το αίσθημα τούτο πιστοποιούν, κηρύττουν, ερμηνεύουν και ψάλλουν, με το κύρος της Επιστήμης, των Γραμμάτων και των Τεχνών, οι αξιώτεροι τούτων εκπρόσωποι, όσοι ευγενικά συνεργάσθηκαν για να καταστή ο τόμος αυτός μοναδική Ανθολογία, κυριολεκτικά.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, «Θέλομεν να κάμωμεν πολιτισμόν Ελληνικόν……..», σ.4

Κ. ΚΟΤΖΙΑΣ, «Εις τους συνεργασθένατας δια την έκδοσιν…..», σ.5

Μ. ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ, «Η αρμονία ήτις διέπει το σύμπαν….», σ.6

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. ΦΩΤΕΙΝΟΣ, «Είναι αξία πάσης εξάρσεως η ανθίνη όντως έμπνευσις…», σ.7

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΟΥΣΚΟΣ, Η Χαρά των ματιών μας, σ.9

        Τα λουλούδια δεν μπορεί νάναι προϊόν εξελίξεως, όπως το θέλει η Φυτολογία. Δεν μπορεί νάχουν τα λουλούδια ψυχρούς κανόνες για τη γέννησή τους.

     Η χαρά αυτή των ματιών μας, η αβρότης αυτή της Δημιουργίας, μόνο σε στιγμές διαχυτικότητος μπορεί να πήρε τη τόσο εξαίσια μορφή.

Μόνο στιγμές ευτυχίας του σύμπαντος θα βοήθησαν το χαρούμενο έργο της γέννησής τους και μόνο χέρια και χαμόγελα Χερουβείμ θα έστησαν τις αέρινες κορμοστασιές τους και θα σκόρπισαν την ευτυχισμένη αρμονία των χρωμάτων τους.

     Έτσι μπορεί να τα σκέφτεται και να τα χαίρεται το μάτι και η καρδιά μας, πού λαχταρούν τον ερχομό της Άνοιξης και πού σκιρτούν στο πρώτο μισόκλειστο μπουμπούκι πού θ’ αντικρύσουν.

    Κι’ έτσι σίγουρα, το σκέφτηκε ο ποιητής όταν έγραφε:

       «και φτάνει για να τι χαρής

       την Άνοιξη μιά γλάστρα…» 

-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Της Ακαδημίας Αθηνών, Μάρτης 1940. ΑΝΘΗ, σ.11 (π)

Σημείωση: Στην σελίδα 11 δημοσιεύεται το αυτόγραφο ποίημα «Άνθη» του Κωστή Παλαμά.

-Δημήτριος Σ. Μπαλάνος, Της Ακαδημίας Αθηνών, ΤΟ ΦΥΤΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ, σ.12-13

-Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, Της Ακαδημίας Αθηνών ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ, σ.14

-Δημοσθένης Ν. Βουτυράς, Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ΟΝΕΙΡΟ ΣΕ ΑΝΘΟΚΗΠΟ, σ.15-17

-Άγγελος Γ. Προκοπίου, Δρ. της Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου των Παρισίων, Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ, σ.18-19

-Μιλτιάδης Μαλακάσης, Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, σ.20 (π)

-Ηλίας Βενέζης, Η ΠΡΩΤΗ ΩΡΑ, σ.21-22

-Εμμανουήλ Εμμανουήλ, Της Ακαδημίας Αθηνών, ΤΑ ΑΝΘΗ ΚΑ ΤΑ ΑΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ, σ.23

-Κώστας Ουράνης, ΑΝΘΗ-ΑΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΒΟΡΡΟΜΕΩΝ, σ.24-26

-Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, ΟΙ ΑΝΘΟΦΟΡΟΙ, σ.27-29

-Απόστολος Μελαχρινός, Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ, σ.30 (π)

(Από το ανέκδοτο Α΄ Μέρος του «ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ»)

-Λαύρας, ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ, σ.31-33

-Στράτης Μυριβήλης, ΜΑΝΑ ΓΗ, σ.33 (π)

-Τέλλος Άγρας, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ, σ.34-40. (Στον κ. Κ. Βοβολίνη)

-Σωτήρης Σκίπης, «ΟΤΑΝ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΘΕΟΙ» (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ), σ.41 (π)

-Γρηγόριος Ξενόπουλος, Της Ακαδημίας Αθηνών, ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΛΟΥΔΟΚΟΣΜΟ, σ.42-43

-Μιχάλης Αργυρόπουλος, ΔΥΩ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ, σ.44. (Του κ. Κ. ΚΟΤΖΙΑ) (π)

-Θανάσης Πετσάλης, ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ, σ.45-46

-Θεόφιλος Βορέας, Της Ακαδημίας Αθηνών, ΑΝΘΗ, σ.47-48

-Γ. Α. Σωτηρίου, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΝ ΤΕΧΝΗΝ, σ.49-50

-Κ. ΑΘ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ-ΞΕΝΑΚΗΣ, ΣΤΟ ΥΠΕΡΛΕΥΚΟ, σ.51-53 (π)

-Φαίδων Κουκουλές, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ, σ.54-59

-Αιμιλία Στεφάνου Δάφνη, «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ», σ.61 (π)

-Κλέων Παράσχος, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, σ.63-64

-Φώτης Κόντογλους, «ΡΑΝΑΤΩΣΑΝ ΓΛΥΚΑΣΜΟΝ ΤΑ ΟΡΗ» (ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ), σ.65-67

-Πέτρος Χάρης, ΔΙΨΑΓΕ Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ, σ.68-71

-Ι. Χ. Πολίτης, Καθηγητής Εθνικού Πανεπιστημίου, ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ ΓΑΜΟΙ, σ.72-76

-Άγγελος Σημηριώτης, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ!, σ.77 (π)

-Αγγελική Χατζημιχάλη, Τ’ ΑΝΘΟΚΛΑΔΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΜΑΣ ΤΕΧΝΗΣ, σ.78-80

-Μ. Καραγάτσης, Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ, σ.81-83

-Στίλπων Π. Κυριακίδης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, σ.84-89

-Ρήγας Γκόλφης, ΜΕΝΕΞΕ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ, σ.90 (π)

-Βάσος Φαληρέας, ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ, σ.91-93

-Πέτρος Πετρίδης, ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ, σ.94

-Ισιδώρα Καμαρινέα, ΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΤΡΟΠΙΚΩΝ, σ.95 (π)

 σε θάλασσα ανοιχτή,

του λογισμού η ψυχή θα φύγει

προς τα νησιά, πού με τα ρίγη

των λουλουδιών έχουν πλεχτή.

 

Αποζητώντας τον αβρό

αιθέρα- εκεί- των αρωμάτων,

να πλανηθή με των κυμάτων

-μάργαρον άνθος-τον αφρό,

 

Όπου έχει η δίψα της γλαυκή

απίθανους ανθούς ορίσει’

σε θρούς σχημάτων να την κλείση

χαύνη η γαλήνη, η τροπική.

 

Και στην κοράλλινην αχτή,

πού φέγγει η δύση σμαραγδίνη,

άνθος ωχρόλατο η σελήνη

την έκτασή της να δεχτή!  

-Ιγνάτιος Ζαχαρόπουλος, ΤΑ ΦΥΤΑ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ, σ.97-100

-Χρήστος Λεβάντας, ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟΚΟΡΙΤΣΟ, σ.101

-Κώστας Αθάνατος, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΑΝΗΣ ΑΚΤΗΣ, σ.102-104

-Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, ΕΑΡΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΕ ΚΗΠΟ, σ.105 (π)

Τον κήπο απόψε εμέθυσεν ευφροσύνη ευωδία

και ανθοί τον ευαγγελισμό της άνοιξης γιορτάζουν.

 τον ύπνο της και η ταπεινή καρδιά

με τ’ άστρα πού τους πόθους της λαμπρούς εδώ σταλάζουν.

 

Γλαυκού καρπός, ωρίμασεν ο λόγος να κοπή,

ως η σελήνη-κυνηγός υψώθη από τα δάση’

κ’ εσίγησε των φτερωτών εξόριστη η μόλπη,

της αργυρής νεροσυρμής η ρέμβη να περάση.

 

Κ’ έσκυψαν, τότε, γύρω τους τ’ άνθη λικνιστά,

τούς λογισμούς των άφραστους, αγνούς να μελωδήσουν,

 εμπιστευθούν-ποιους πόνους των; ποιά αγάπης μυστικά;

και τους χυμούς της νέας χαράς μύρα να σπαταλήσουν.

 

Και είπαν πολλά, ωσπού τ’ όνειρον ήρθε ελαφρά πολύ

άπνοο των βάρυπνων ανθών τα βλέφαρα να δύση.

Έρρεε σε βάθος η σιγή’ και μιά καρδιά απαλή

είχε, στα στήθη της νυχτός, γλυκά λιποθυμήσει…  

-Λέων Κουκούλας, ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ, σ.106-107

-Ειρήνη η Αθηναία, ΣΚΙΤΣΟ,σ.108-109

-Αθηνά Ταρσούλη, ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, σ.110-113

-Κ. Μ. Γερηνιός*, ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ, σ.114 (π)

*Με το ψευδώνυμο αυτό δημοσιεύει κατά καιρούς στίχους του ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου κ. Κωνσταντίνος Μέρμηγκας.

-Νίκος Ι. Λάσκαρης, Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ΤΑ ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟΝ, σ.115-116

-Γ. Ιωακείμογλου, Καθηγητής Εθνικού Πανεπιστημίου, ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ, σ.117-118

-Παύλος Φλώρος, ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ, σ.119-120

-Διονύσιος Α. Κόκκινος, ΤΑ ΑΘΝΗ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ, σ.121

-Εμμανουήλ Σ. Ανάσης, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, σ.122-123

-Χαρίλαος Αντωνάτος, ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, σ.124-125

-Τίμος Μωραϊτίνης, Ο ΚΗΠΟΣ, σ.126 (π)

-Λ. Πηνιατόγλου, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, ΤΟ ΒΟΤΑΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, 127-129

-Στέφανος Μόρφης, Η ΓΛΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ- ΖΗΝΟΒΙΑΣ, σ.130-131

-Κούλα Πράτσικα, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ, σ.132

-Λιλή Πατρικίου, ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ, σ.133 (π)

-Αντώνης Φωκάς, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΜΟΔΑ, σ.134

-Κ. Ι. Νεύρος, Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΟΥΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ, σ.135

-Π.  Κατηφόρης, ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ, σ.136-140

-ΔΥΟ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ*. –ΑΠΑΤΗΛΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΣ, σ.142.- Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ, σ.143. (π)

*Ο περίφημος σατιρικός ποιητής και αμείλικτος τιμητής της κοινωνίας του καιρού του εγεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας. Ο θάνατός του συνέβη στο Αργοστόλι, το 1901.

     Τα δύο ανωτέρω δημοσιευμένα ποιήματα του Α. Λασκαράτου μας έδωσεν ευγενικά ο βιογράφος και μελετητής του λόγιος κ. Χαρίλαος Αντωνάτος, ο οποίος κ’ ετοιμάζει για τα «Πειραϊκά Γράμματα» πλήρη μελέτην, όπου εκτός από τα νέα αποκαλυπτικά στοιχεία της ζωής και του έργου του μεγάλου σατιρικού, θα παραθέσει και πολλά ακόμη ανέκδοτα ποιήματά του, που έχει ο ίδιος.

Απαραίτητη διευκρίνιση: Το περιοδικό στην σελίδα 141 δημοσιεύει αυτόγραφο το ποίημα του Ανδρέα Λασκαράτου «Απατηλή Φαινομενικότης». Ενώ, κάτω από την σημείωση του ποιήματος από το περιοδικό, αναγράφονται 3 λέξεις και οι σύγχρονες ερμηνείες τους. Οι ποιητικές αυτές λέξεις του ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου είναι «ταρνανάϊ»= οχλοβοή, «σαρτοκοπώντας» =Πηδώντας, «φέλες» =Πεταλούδες.     

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

     Το 1927 στην πόλη μας, τον Πειραιά, ιδρύεται ο ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Ο ΦΟΠ, το Φυσιολατρικό αυτό Σωματείο του Πειραιά, κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο για τα μέλη του με τον ομώνυμο τίτλο. Εκδόθηκαν αρκετά τεύχη δυσεύρετα πλέον όχι μόνο στο ευρύ Πειραϊκό κοινό αλλά και στους Δημόσιους χώρους των Βιβλιοθηκών και Αρχείων, ίσως ορισμένοι ρέκτες συλλέκτες εντύπων και βιβλίων να κατόρθωσαν να ανακαλύψουν ορισμένα από τα τεύχη του, που, ως συνήθως, οι κληρονόμοι ανθρώπων που έχουν σχέση με το διάβασμα να «ξεφορτώθηκαν» μετά την απώλειά τους. Αυτή η συνήθεια του «ξεφορτώματος» υπήρξε η αιτία να χαθούν πολλές και ποικίλες πρωτογενείς πηγές αρχειακού υλικού στους τομείς των εκδόσεων, περιοδικών ή βιβλίων. Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας. Την Άνοιξη του 1940, ο Φ.Ο.Π. εκδίδει ένα καθαρά λογοτεχνικό περιοδικό με τίτλο «ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», το τεύχος έχει 62 σελίδες και τυπώνεται στο Τυπογραφείο του Δ. Τσουμανάκη στον Πειραιά. Αυτό το πρώτο τεύχος του Πειραιώτικου περιοδικού, θεωρείται ως το νούμερο 1 από τους ειδικούς ερευνητές και γραμματολόγους. Το περιοδικό περιέχει πρωτότυπη και μεταφρασμένη ύλη, καθώς και βιβλιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για τους τότε Πειραιώτες συγγραφείς. δημοσιογράφους, μυθιστοριογράφους, διηγηματογράφους, ποιητές κλπ. Κάτι που συνηθίζονταν τις προγενέστερες δεκαετίες στις γενικές εκδόσεις Πειραϊκών Ημερολογίων και Λευκωμάτων. Επιμελητές και Διευθυντές του 1ου τεύχους του περιοδικού ήσαν δύο διακεκριμένοι λόγιοι και λογοτέχνες. Η Πειραιώτισσα ποιήτρια και μεταφράστρια, γερμανομαθής καθηγήτρια Ισιδώρα Καμαρινέα και ο συγγραφέας και εκδότης Κλέαρχος Στ, Μιμίκος, ψευδώνυμο του Κ. Μαρμαρινού. Τα εξώφυλλα των περιοδικών και των βιβλίων που εκδίδονταν συνηθίζονταν να σχεδιάζονται από  έλληνες καλλιτέχνες της εποχής, όπως πχ. ο χαράκτης Τάσσος. Γιαυτό και οι ερευνητές ή συλλέκτες όταν συναντούν ή προμηθεύονται περιοδικά συνήθως, λείπουν τα εξώφυλλα που έγιναν από τα χέρια επιφανών ελλήνων καλλιτεχνών, ή είθισται να αφαιρούνται κατά το δέσιμό τους σε τόμους. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί, τον Μάϊο του 1940,  το 2ο  τεύχος με τον ίδιο τίτλο, «ΠΕΙΡΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» και με τους ίδιους διευθυντές και επιμελητές. Οι σελίδες του ειδικού αυτού τεύχους είναι 140 και είναι αφιερωμένο στα «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ». Σίγουρα η τότε νεανική φιλότεχνη κοινότητα του πρώτου λιμανιού, μιάς εργατούπολης όπως ο Πειραιάς, θα υποδέχτηκε με ικανοποίηση την έκδοση, όταν μάλιστα, το Αφιέρωμα είχε διέθεται μεγάλη ποικιλία θεμάτων και μια πλειάδα εξαιρετικών συνεργατών. Το Αφιέρωμα των «Πειραϊκών Γραμμάτων» στα Λουλούδια όπως διαπιστώνουμε ήταν χάρμα οφθαλμών, πολύοσμο και πολύχρωμο. Η πλούσια και ξεχωριστή ύλη του, η θεματική του ποικιλία, το γενικό και ειδικότερο πλαίσιο των ανιχνεύσεών του, οι συνεργάτες του, πολιτικοί, πρυτάνεις, ο δήμαρχος της πόλης, ποιητές, πεζογράφοι, πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί, βυζαντινολόγοι, λαογράφοι, ιστορικοί του ελληνικού θεάτρου και ιστορικοί της επανάστασης του 1821 καθιστούσαν την προβολή του άξια λόγου και αναφοράς. Για την ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων να αναφέρουμε τα εξής: Στην πλειοψηφία τους, το μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων συγγραφέων δεν ήσαν Πειραιώτες. Αυτούς που θα συμπεριλαμβάναμε στους γηγενείς Πειραιώτες. Δίχως διάθεση αποκλεισμών και διαχωριστικών γεωγραφικών τειχών, θεωρούμε ως Πειραιώτες την ποιήτρια και συν- διευθύντρια Ισιδώρα Καμαρινέα, τον παλαίμαχο δημοσιογράφο και διηγηματογράφο Χρήστο Λεβάντα. Εντάσσουμε στην κατηγορία του ευρύτερου πλαίγματος των Πειραιωτών, τον μυθιστοριογράφο Μ. Καραγάτση μια και όχι μόνο εργάστηκε στην πόλη μας αλλά και σε αρκετά μυθιστορήματά του εικονογραφείται ο Πειραϊκός χώρος. Ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς επίσης θεωρείται Πειραιώτης, αν και, από το σύνολο του έργου του, μόνο σε ένα διήγημά του αναφέρεται στην πόλη μας, αν η αναγνωστική μνήμη δεν με απατά. Ο εκδότης και διευθυντής συγγραφέας Κλέαρχος Στ. Μιμίκος συμπεριλαμβάνεται στους Πειραιώτες εξαιτίας της έκδοσης του Πειραϊκού περιοδικού και των σχέσεων που ανέπτυξε με λόγιους και λογοτέχνες της πόλης μας. Το εξώφυλλο και τις μέσα σελίδες του Αφιερώματος των «Πειραϊκών Γραμμάτων» τχ. 2 στα «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ» κοσμούν και διακοσμούν βινιέτες, φωτογραφίες, μικροί πίνακες, παραστάσεις, ή μέρος αυτών ελλήνων και ξένων σημαντικών ζωγράφων. Γλυπτικές και αρχιτεκτονικές παραστάσεις που έχουν σαν θέμα τους τη νεκρά φύση, τα πάσης φύσεως και χρώματος, αρώματος Λουλούδια. Σχέδια και ανάγλυφα ίχνη λουλουδιών που διασώθηκαν στον χρόνο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.  Μυριόπνοα Άνθη- «Άνθη ευλαβείας» που ευδοκιμούν στην Φύση και με την παρουσία τους, το άρωμά τους, την ποικιλία των ειδών και των χρωμάτων τους, την ομορφιά και την χάρη τους μας μαγεύουν, «αποπλανούν» τις αισθήσεις μας, στολίζουν κάθε όμορφη και ευτυχισμένη, εορταστική στιγμή και πτυχή της ζωής και των χώρων και περιβάλλοντων κατοικιών μας, και μας συντροφεύουν έως την έξοδό μας από τον μάταιο αλλά πανέμορφο σε χρώματα, οσμές και χρώματα, σχήματα αυτόν κόσμο. Όπου και να κοιτάξεις γύρω σου, η Φύση προνόησε ώστε οι αισθήσεις μας να βλέπουν και να μυρίζουν φυτά και λουλούδια, να χαίρονται και να απολαμβάνουμε την παρουσία τους, και όπως τα πολυθόρυβα έντομα να γευόμαστε τις γεύσεις τους. Άνθη που γαληνεύουν τις αισθήσεις μας με μόνη την παρουσία τους, αλλάζουν την διάθεσή μας, μας ειρηνεύουν. Ένα ατέλειωτο μπουμπούκιασμα ηδονών των αισθήσεων, προσφορά της Φύσης, δοξολογία στο φαινόμενο που λέγεται Ζωή. Η ανθρώπινη καλλιτεχνία, συγγραφική και εικαστική, χαρακτική, δεν στάθηκε ξένη, αδιάφορη, απέναντί τους στο διάβα του χρόνου. Τα ίχνη του συμβαδίζουν με αυτά του ανθρώπινου είδους και ακόμα παλαιότερα. Είναι το μέσο και τα σύμβολα επικοινωνίας πριν την γλώσσα. Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε ένα λουλούδι, αισθάνεσαι, διαισθάνεσαι, νιώθεις, δεν μιλάς, δεν χρησιμοποιείς τις αιχμηρές κουκκίδες της γλώσσας. Εκφράζεσαι αλλιώς. Ονειρεύεσαι αλλιώς. Ο φανερός και μυστικός κόσμος των λουλουδιών είτε μας αποκαλύπτεται με χάρη και ευαισθησία είτε μας κρατά σε απόσταση με τα αγκαθωτά μυστικά του είναι παρόν σε κάθε σχεδόν εκδήλωση της ζωής μας. Αναπνέει μαζί μας και εμείς μαζί του ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε άμεσα. Ο Κόσμος των Λουλουδιών, το πολύχρωμο σύμπαν των Ανθέων, δεν άφησε ασυγκίνητους τους χιλιάδες συγγραφείς και ποιητές. Ακατόρθωτος η χαρτογράφησή του στον χώρο της λογοτεχνίας, της ποίησης, του διηγήματος, της νουβέλλας, του θεάτρου κλπ. Όπως τα όνειρα των ανθρώπων πλημμυρίζουν τις σελίδες του γραπτού λόγου, όπως τα οράματά τους και οι επιθυμίες τους αποτυπώνονται πάνω στην λευκή σελίδα, το ίδιο και τα Λουλούδια, σκορπούν το άρωμά τους, στολίζουν με την παρουσία τους την συγγραφική περιπέτεια ή θέτονται ως «σελιδοδείχτες» μαραμένα και κιτρινισμένα μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.  Ιδιαίτερα όμως, ο Κόσμος των Ανθέων, των Λουλουδιών και των Κήπων έχουν την τιμητική τους στον κόσμο των εικαστικών τεχνών, των καλλιτεχνών του χρωστήρα και της σμίλης. Άπειρα τα προσχέδια, τα σχέδια, οι μικροί και μεγάλοι πίνακες, τα φρέσκα που φιλοτεχνήθηκαν  με τα εύοσμα άνθη από τους ζωγράφους. Είτε μέσα στο φυσικό, αυθεντικό τους περιβάλλον που φυτρώνουν και  αναπνέουν, είτε κομμένα από ανθρώπου χέρι, τοποθετημένα μέσα σε ανθογυάλι ή να στολίζουν εσωτερικούς χώρους σπιτιών ακόμα και μπουτονιέρες αντρών ή ταγιέρ γυναικών. Τα φιλήσυχα και αθόρυβα άνθη, ακόμα και ως μέσω συμφιλίωσης, καταλλαγής εχθροπραξιών έχουν χρησιμοποιηθεί. Η γενιά μου θυμάται την εικόνα των Πορτογάλων πολιτών να τοποθετούν γαρύφαλλα στις κάνες των όπλων των στρατιωτών στην επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία ενάντια στο τότε δικτατορικό καθεστώς. Η εικόνα του Νίκου Μπελογιάννη με το κόκκινο γαρύφαλλο και άλλες χαρακτηριστικές στιγμές και εικόνες που, τα λουλούδια έφεραν την συμφιλίωση ή έγιναν σύμβολα αντίστασης και προσφοράς. Στο εξαιρετικό λοιπόν, για την εποχή του, Αφιέρωμα του περιοδικού «Πειραϊκά Γράμματα» στα «Λουλούδια», συναντάμε εικόνες και φωτογραφίες από τους εξής ζωγράφους: Ε. Ρουσσώ, Πώλ Σεζάν, Σάντρο Μποτιτσέλι, Μανέ, Τομά. Από την ελληνική καλλιτεχνία έχουμε την παρουσία του Θ. Πουλάκη, (βυζαντινή τέχνη), του Ε. Αλμαρά (αιγυπτιακή τέχνη) του χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη, του Κώστα Παρθένη, ακόμα εικόνες και παραστάσεις από την αρχαία ελληνική τέχνη, την κλασική τέχνη, την ελληνική λαϊκή τέχνη και χειροτεχνία, την ολλανδική, την γοτθική, τη γερμανική κλπ. Το Αφιέρωμα αυτό του 2ου τεύχους των «Πειραϊκών Γραμμάτων Μάης του 1940 σε μία ιλουστρασιόν ασπρόμαυρη έκδοση ανατυπώθηκε και δόθηκε από Αθηναϊκές εφημερίδες πρίν μερικά χρόνια-δίχως να δίδονται συγκεκριμένα στοιχεία, χρονιά, τίτλος εφημερίδας. Στο οπισθόφυλλο μόνο αναγράφεται «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Από την σχεδόν πρόσφατη αυτή έκδοση αντιγράφω στο παρόν σημείωμα για τα «Λογοτεχνικά Πάρεργα», το όχι και τόσο μάλλον γνωστό κείμενο ενός από τους σημαντικότερους Μικρασιάτες λογοτέχνες της «Αιολικής Σχολής" του κυρ Φώτη Κόντογλου και ορισμένα ποιήματα. Η βουλιμία μου να αντιγράψω όλα τα Περιεχόμενα συγκρατήθηκε από την κούραση και τον χρόνο αντιγραφής, όταν μάλιστα αποδελτιώνω την παρουσία του Κόντογλου στην παλαιά εφημερίδα «Ελευθερία». Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι συγγραφείς της Αιολικής Σχολής αποκαλούμε τους Στράτη Μυριβήλη, Στρατή Δούκα, Ηλία Βενέζη, Φώτη Κόντογλου και άλλους έλληνες δημιουργούς προερχόμενους από τα μέρη της Ιωνίας, τις χαμένες όχι αλησμόνητες πατρίδες. Μια σειρά από έλληνες και ελληνίδες λογοτέχνες και ποιητές οι οποίοι ως πρόσφυγες μετά την εγκατάστασή τους στον κυρίως ελεύθερο κορμό της Ελλάδας το 1922, μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, και τον ξεριζωμό, έγραψαν, καλλιέργησαν τα ελληνικά γράμματα και μπόλιασαν τις σελίδες και τα θέματα των βιβλίων τους με τις προσωπικές τους αναμνήσεις και ατομικές περιπέτειες. Διαχειρίστηκαν θα σημειώναμε το γραπτό λόγο για να εκθέσουν την προσωπική ιστορική τους ανάμνηση, την κοινή μνήμη των οικογενειών τους κατά την επιστροφή. Εμπειρίες που χάραξαν βαθιά με πόνο και αίμα, πίκρα και θλίψη την συνείδησή τους, αμαύρωσαν τις ψυχές τους, ταλαιπώρησαν τα σώματά τους, έκαναν για χρόνια εφιαλτικότερη τον βίο τους. Σε αυτήν την Πονεμένη ανάπλαση της Ανατολής, της λυρικής ευαισθησίας και πίκρας Ρωμιοσύνη ανήκει και η περίπτωση του πεζογράφου, αρθρογράφου, εικαστικού και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου. Προσφυγιά και Λογοτεχνία πάνε μαζί όπως μας έδειξε στην μελέτη της η Τόνια Καφετζάκη, «Προσφυγιά και λογοτεχνία εικόνες του Μικρασιάτη πρόσφυγα στη Μεσοπολεμική πεζογραφία, εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 2003.

     Το καλογραμμένο όπως πάντα κείμενο του Φώτη Κόντογλου, πλούσιο σε προσωπικές εμπειρίες γραμμένο σε λαϊκή, πολύχρωμη γλώσσα, κατανοητή και χυμώδης, δεν έχει συμπεριληφθεί σε μεταγενέστερες εκδόσεις συγκεντρωτικών έργων του. Μνεία μικρή για αυτό κάνει ο Ιωάννης Χατζηφώτης ο βιβλιογράφος του. Επανερχόμενοι στο Πειραιώτικο περιοδικό, μέχρι το τέλος του 1940 (πολεμική περίοδος), εκδίδονται ακόμα δύο τριμηνιαία τεύχη του περιοδικού. Το νούμερο 3/Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 1940, σελίδες 40, και το νούμερο 4/ Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1940 σελ.42, προφανώς στο ίδιο τυπογραφείο στον Πειραιά. Την επομένη χρονιά, το 1941 (χρονιά της μεγάλης πείνας για τον σκλαβωμένο ελληνικό λαό) το περιοδικό αναστέλλει την κυκλοφορία του. Επανακυκλοφορεί εκ νέου το 1942 με τον ίδιο τίτλο, Χρόνος 2ος, τεύχος 1/7, 1942 ως μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό και σε τεύχη του δεκαπενθήμερο. Ιδρυτής και διευθυντής παραμένει ο Κλέαρχος Στ. Μιμίκος και με διευθυντή εκδόσεως τον Γεώργιο Κανελλόπουλο. Η ποιήτρια Ισιδώρα Καμαρινέα αποχωρεί και την έκδοση αναλαμβάνει ο εκδοτικός οίκος Δημητράκος. Από το Καλοκαίρι του 1943, και συγκεκριμένα από τον Δ΄ τόμο, τεύχος 7/ Ιούλιος 1943, κυκλοφορεί με τον τίτλο «ΓΡΑΜΜΑΤΑ, δίχως τον προσδιορισμό «Πειραϊκά».  Από την «Επισκόπηση του μηνός» του 7ου τεύχους/ Ιούλιος 1943, σ.45 διαβάζουμε τον σκοπό: Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΜΑΣ

«Με το τεύχος αυτό το περιοδικό μας αρχίζοντας τον τέταρτο τόμο του εμφανίζεται, από τώρα και ακόλουθα, μ’ ελαφρά μεταλλαγμένο τον τίτλο του σε «Γράμματα», απλά και γενικώτερα. Η σκέψη της αλλαγής αυτής ωρίμασε αναγκαία, κυρίως ύστερα από ένα μικρό… δημοψήφισμα μεταξύ των τακτικών συνεργατών μας, που εύρισκαν τον τίτλο «Πειραϊκά Γράμματα» περιοριστικό του ενδιαφέροντος που ενέχει η όλη προσπάθεια του περιοδικού, ενόσω εξ αρχής αυτό ξεπέρασε τα τοπικά όρια κ’ εξελίχτηκε σε όργανο πανελλήνιας πνευματικής σημασίας. Η αλήθεια ασφαλώς είναι αυτή-δεν ήταν, άλλωστε, ποτέ στενή η πνευματική μας πρόθεση, μήτε περιορισμένες οι τάσεις της, οπότε ίσως θα επερίττευε κ’ εντελώς η έκδοση αυτή- και τόσο πλειότερο έπρεπε να την αναγνωρίσουμε, όσο, πραγματικά, ένα μεγάλο ακόμη μέρος του προηγούμενου αναγνωστικού κοινού μας στερεί το θετικό ενδιαφέρον του, δισταχτικό για μόνο ακριβώς το λόγο του περιωρισμένης εντύπωσης τίτλου εκείνου. Ομολογούμε ωστόσο πώς όχι δίχως αίσθημα συγκίνησης εγκαταλείπουμε  τον παλαιό μας τίτλο και πώς ευγνώμονα στοχασμό θα διατηρούμε πάντοτε για τον Πειραιά, πού με τ’ όνομά του τιμητικά συνεδέθηκε η μικρή του περιοδικού μας ιστορία. Συνεχίζοντας ήδη το έργο μας, δεν αγνοούμαι φυσικά πόσο ανώτερες διαγράφονται οι υποχρεώσεις του περιοδικού με το νέο τίτλο, ν’ αναπτύξουμε και ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας, μοναδικά και ευρύτερα πνευματικό. Ελπίζουμε δε πώς θα μας βοηθήσουν σε τούτο οι διαλεχτοί μας συνεργάτες και η εμπιστοσύνη του κοινού.».

     Η νέα αυτή περίοδος του περιοδικού, η οποία θα κρατήσει μέχρι την έκδοση του 11ου τόμου τεύχη 7-12/Απρίλιος, Μάϊος, Ιούνιος 1947, που θα τερματιστεί η κυκλοφορία του, είναι πλουσιότερη σε ύλη, σε θέματα, ποικιλία και συνεργάτες και ξεφεύγει από τα στενά όρια του Πρώτου Λιμανιού. Τα θέματά του άπτονται κυρίως του χώρου της φιλολογίας. Ποίηση, διήγημα, μετάφραση, δοκίμιο, μικρές μελέτες, στοχαστικά κείμενα, κριτική βιβλίου και θεάτρου, ζητήματα γλωσσικά. Βλέπε γνώμες για τον Δημοτικισμό και τους εσωτερικούς συγγραφικούς διαξιφισμούς των δημιουργών. Δεν απουσιάζει και η δημοσίευση Μυθιστορημάτων σε συνέχειες, πχ. Καραγάτσης, και ο θεωρητικός λόγος για τον ρόλο και την λειτουργία της Ποίησης, τον ελεύθερο στίχο και τους κανόνες του, όπως του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, κλπ. Από όσο γνωρίζω, δεν έχει αποδελτιωθεί όλο το Περιοδικό αν εξαιρέσουμε ασφαλώς τους τρείς τόμους, 2,3,4, της πολύτομης Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας, και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου, (1918-1940) εκδόσεις Καστανιώτη 2001. Στους δύστηνους καιρούς. (1941-1944), εκδ. Καστανιώτη 2003, σ.19 «Ερευνητικό πεδίο», σελίδες 73-77 και 97-106. Και, Στα χρόνια του Ετεροκαθορισμένου Εμφύλιου Πολέμου, εκδ. Καστανιώτη 2004, σελ. 58, 138-140. Παρά του ότι εξετάζει και διαβάζει τα τεύχη του περιοδικού και στις δύο του περιόδους, ως «Πειραϊκά Γράμματα» και ως «Γράμματα», η κρίση και η τελική γνώμη του κριτικού και ιστορικού δεν είναι θετική. Δεν θεωρεί σχεδόν καθόλου σημαντική την συμβολή του στην ελληνική λογοτεχνία, εξαιρεί και παραθέτει ποιήματα, άρθρα και κείμενα που κατά την κρίση του διακρίνονται, αλλά τα τελικά του συμπεράσματα είναι αρνητικά. Γράφει: «Μια γενική παρατήρηση για την ύλη που δημοσιεύεται στα Πειραϊκά Γράμματα: Μερικά μόνο: λίγο ή αρκετά ενδιαφέροντα. Το μεγαλύτερο μέρος της ύλης είναι μάλλον μέτριο ή αδιάφορο. Η εικόνα αυτή υποθέτω ότι οφείλεται στη μετριότητα της διεύθυνσης. Παρά ταύτα, επιχείρησα χωρίς μεροληψίες, όσο το δυνατόν, να δώσω τα χρήσιμα στοιχεία από τα περιεχόμενά του», τόμος γ/σελ.77. Πάντως, είναι η πρώτη-από όσο γνωρίζω μερική επιλεγμένη αποδελτίωση του περιοδικού. Γενικές πληροφορίες για επιλεγμένα ελάχιστα τεύχη αντλούμε από την καθηγήτρια και συγγραφέα Αγγέλα Καστρινάκη και την μελέτη της «Η Λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», εκδόσεις Πόλις 2005, σ. 38,50, 103, 144 …. Ο τόμος είναι αφιερωμένος «Στον Αλέξανδρο Αργυρίου». Μνεία του περιοδικού έχουμε στην εργασία της ποιήτριας και μεταφράστριας Λύντιας Στεφάνου, «Τα περιοδικά της μεταβατικής περιόδου», σελ.39-58, στον τόμο «Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης. Νεοελληνική Μεταπολεμική Ποίηση (1945-1985) Πανεπιστήμιο Πατρών 4-6 Ιουλίου 1986, εκδ. Γνώση 1987, επιμέλεια Σωκράτης Σκαρτσής, σ. 43. Γράφει η ποιήτρια: «Ο ήχος του σύγχρονου κόσμου περνάει ίσως μονάχα με το δοκίμιο του Αιμίλιου Χουρμούζιου «Αίτημα Γενεάς» Η Ποίηση παλαιά και νέα τον Ιανουάριο-Μάρτιο 1945». Το άρθρο συμπεριλαμβάνεται και στον τόμο Λύντια Στεφάνου, «Γενικά και Ειδικά για την Ποίηση» (1943-1953), εκδ. Σοκόλη 1993, σ.80. Υπάρχει ακόμα το  λήμμα του Λεξικού Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη 2007, σ.433-434 που το υπογράφουν οι ερευνητές φιλόλογοι Αγορή Γκρέκου και Σταύρος Παπακυρίτσης.

Τώρα, όσον αφορά και πάλι την περίπτωση του Μικρασιάτη συγγραφέα και ζωγράφου-αγιογράφου, από την σχετική έρευνα και την καταγραφή-αποδελτίωση των επιφυλλίδων του, στην παλαιά δημοκρατική πολιτική εφημερίδα «Ελευθερία», περίοδος 1948-1965, χρονιά εκδημίας του και σε άλλα έντυπα, πχ. «Ελληνική Δημιουργία», δεν βλέπουμε να είχε καμία στενή ή χαλαρή επαφή με τον Πειραιά. Πέρα από τα δύο τρία κείμενα που γνωρίζουμε και έγραψε και δημοσίευσε για την ιστορία της Μονής της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα. Εκείνο που ίσως τον ενώνει συμβολικά είναι το θαλάσσιο στοιχείο, τα κάθε είδους και σκαριών καράβια, οι ναυτικοί και οι θαλασσινές περιπέτειες. Έτσι το κείμενο στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» αν και αντιπροσωπευτικό των θρησκευτικών του πιστεύω και αισθητικών αντιλήψεων, είναι όπως φαίνεται η μοναδική γέφυρα άμεσης επικοινωνίας με το πρώτο λιμάνι. Δεν γνωρίζω να του έχει αφιερωθεί τεύχος πειραιώτικου περιοδικού. Ασφαλώς, δεν μας αφήνει αδιάφορους και δεν προσμετράμε την μαθητεία του πειραιώτη ζωγράφου και ποιητή, σκηνογράφου της Γενιάς του 1930 Γιάννη Τσαρούχη κοντά του, τα πρώτα εφηβικά χρόνια της ζωής του και της σταδιοδρομίας του, όταν ο δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης αναζητούσε δρόμους ανεύρεσης της ελληνικότητάς του και της ταυτότητάς του, και η επίδραση του Φώτη Κόντογλου ήταν καθοριστική, όπως ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης αναγνωρίζει και μας έχει εξομολογηθεί αρκετές φορές. Στα νεότερα σύγχρονα χρόνια ελάχιστοι χριστιανοί ορθόδοξοι ποιητές και δημιουργοί του Πειραιά όπως ο ποιητής Δημήτρης φερούσης του αφιέρωσαν ή συνέθεσαν ποιήματά τους. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Πειραιώτες αγιογράφοι και επίγονοι της βυζαντινής τεχνοτροπίας την οποία γνώριζε σε βάθος και υιοθέτησε ο Κυδωνιεύς και γαλλομαθής Φώτης Κόντογλου Το καλογραμμένο και νηφάλιο κείμενο του Φώτη Κόντογλου-όπως το απαιτεί το θέμα άλλωστε, είναι διανθισμένο με δεκάδες αποσπάσματα, εκφράσεις, στίχους και λόγια από τον ευαγγελικό λόγο και τα πατερικά κείμενα, ρήσεις. Όπως και οι εκατοντάδες άλλες δημοσιεύσεις του.

 Ο Φώτης Κόντογλου ήταν βαθύς γνώστης τόσο της θύραθεν παιδείας και ιστορικής πραγματικότητας όσο και των κειμένων και λειτουργικών βιβλίων της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και εκκλησίας. Διέθετε στέρεες και ευρείες γνώσεις, γνώριζε καλά την βυζαντινή ιστορία και τους βυζαντινούς χρονογράφους, τα πατερικά κείμενα, ξεχώριζε εκκλησιαστικούς συγγραφείς από την φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, μετέφραζε και «διασκεύαζε» παλαιότερα κείμενα, ήταν λάτρης της βυζαντινής και εκκλησιαστικής υμνολογίας και μουσικής, και εμπλούτιζε με τον ελληνικό αρχαίο και βυζαντινό λόγο τον δικό του πεζό λόγο και μονοπατιών εξερεύνησης της ελληνικής ταυτότητας, της ελληνικής παράδοσης, της ελληνικής ιστορικής αυτοσυνειδησίας, της Ελληνικότητας όπως την πρέσβευαν οι πνευματικοί καλλιτέχνες της Γενιάς του 1930 και την εξέφραζαν καλλιτεχνικά και δημιουργικά, στην επιθυμία τους να αρθρώσουν έναν άλλο λόγο της ελληνικής παράδοσης αλλά ταυτόχρονα σύγχρονο και επίκαιρο που θα αφουγκράζεται τον σφυγμό των προβλημάτων του σύγχρονου έλληνα ανθρώπου, των συμπατριωτών του Ελλήνων στηριζόμενοι στην δική τους πανάρχαια παράδοση και όχι στον ευρωπαϊκό μιμητισμό και ξενοδουλεία.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

ΥΓ. Εξαιρετικά καλογυρισμένη η σειρά «Φλόγα και Άνεμος» όπως και ο «Μαέστρος».    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου