Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Το αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη στον Νίκο Καζαντζάκη

 

        ΒΑΣΙΛΗΣ  ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

ΕΙΚΟΣΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

περιοδικό Η ΛΕΞΗ. ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. Σαράντα χρόνια από το θάνατό του. Τεύχος 139/ μάιος-ιούνιος 1997, σελ. 285-288.

1., Η σημασία του Καζαντζάκη απέναντι στη δική μου συγγραφική γενιά, ήταν ότι υπήρχε κάποιος ορατός βράχος πάνω στον οποίο μπορούσαμε να συγκρουστούμε. Όλοι οι υπόλοιποι, η λεγόμενη γενιά του ’30, μας ήταν πιό αφομοιώσιμοι. Άλλος προτιμούσε τον Θεοτοκά, άλλος τον Μυριβήλη, άλλος τον Καραγάτση, άλλος τον Βενέζη ή τον Τερζάκη. Ο Καζαντζάκης δεν είχε καμιά σχέση με όλους αυτούς κι όχι γιατί ανήκε σε μιά γενιά προηγούμενή τους. Ήταν εξαρχής μοναδικός και ξεχωριστός. Έκανε κουμάσι και γενικά από μόνος του. Κι ανέβαζε πολύ ψηλά την μπάρα του άλτη, έτσι πού η πιό εύκολη πάντα λύση ήταν η αποφυγή της κόντρας παρά η δοκιμασία της. (Και μες στις μεθόδους της αποφυγής είναι η εκ των προτέρων απόρριψη).

2., Βέβαια υπήρχαν προβλήματα με τη γλώσσα. Όπως το ξαναείπαμε, η λογοτεχνία μέχρι το ’50 όντας συνυφασμένη με τη γλωσσική της έκφραση, οι συγγραφείς επιλέγονταν ανάλογα με την γλωσσική τους έκφανση. Προτιμούσαμε τους λιτότερους, τους πιό απέριττους. Ο Καζαντζάκης ήταν πλούσιος γλωσσικά, ιδιωματικός, κι αυτό μας ξένιζε. Με τα μυθιστορήματά του γεφύρωσε το γλωσσικό χάσμα και με την «Αναφορά στον Γκρέκο» νομίζω πώς το έλυσε.

3., Ό,τι μας ενοχλούσε κυρίως στον Καζαντζάκη ήταν η σχηματική διαίρεση αρσενικού- θηλυκού. Το αρσενικό ήταν όρθιο, στητό (άλλοτε κυπαρίσσι ή αγγούρι), το θηλυκό στρογγυλό, υποταγμένο (βαλανιδιά ή ντομάτα). Η βροχή που πέφτει ορμητικά είναι αρσενική, η γη που τη δέχεται ανοίγοντας τα σπλάχνα της θηλυκή. Καταλαβαίναμε υποσυνείδητα ότι ο διαχωρισμός αυτός ήταν θέμα ψυχανάλυσης κι εμείς τότε ήμασταν υπαρξιστές: οι πρόδρομοι τους unisex που ήρθε με τη γενιά των λουλουδιών και των χίππιδων.

4., Ωστόσο πάντα ο Καζαντζάκης παρέμενε η εξαίρεση του κανόνα. Ο κανόνας ήταν η ντόπια λογοτεχνίτιδα που σαν την κυτταρίτιδα ή την πιτυρίδα ζητούσε και σχετική αποφλοίωση τότε, πρίν υπάρξουν τα κατάλληλα μηχανήματα και η προηγμένη τεχνολογία που αντιμετωπίζει σήμερα αυτές τις δύο ασθένειες.

5., Ένας παρολίγον αφορισμός στάθηκε η αιτία να γίνει πιό γνωστός στο πανελλήνιο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ο αφορισμός τελικά φαίνεται πώς δεν εκτελέστηκε, δεν δημοσιεύτηκε η παρμένη απόφαση της εκκλησίας, αλλά στον κόσμο πέρασε σαν να είχε γίνει. Κι αυτό του έδωσε την αναγκαία ώθηση να διαβαστεί από ένα κοινό μεγαλύτερο.

6., Θυμάμαι χαρακτηριστικά μιά κοπέλα στη Θεσσαλονίκη που είχε(1954) συγκλονιστεί με τον «Χριστό ξανασταυρώνεται». Μου έλεγε πώς ζούσε μέσα στο βιβλίο μέρες μετά που το είχε διαβάσει μονοκοπανιάς. Απόρεσα τί την είχε τραβήξει σε αυτά τα ήθη και τα έθιμα τα μεταφυτευμένα, όπως πιστεύαμε τότε, από το γερμανικό χωριό όπου συμβαίνουν.

7., Ωστόσο πρίν την κοπέλα αυτή, το ’49, θυμάμαι, στην Καβάλα, από το μπαλκόνι του παππού μου, άκουσα τον ενοικιαστή του πρώτου ορόφου στο διώροφό μας, έναν ανώτερο τραπεζικό, τον κ. Χιόνη, να μου λέει, μαθαίνοντας ότι με ενδιέφερε το διάβασμα, πώς «μόνο ένας μεγάλος υπάρχει στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης». Ήταν μία επισήμανση που στα δεκαπέντε σου χρόνια παίζει σημαντικό ρόλο.

8., Το γιατί δεν έπαιρνε το Νόμπελ δεν ήταν τότε ακόμα ευρέως γνωστό. Το ότι είχε πεί στην Ελλάδα δεν θα γυρίσω παρά νεκρός, με είχε εντυπωσιάσει, αλλά πολύ αργότερα. Κι όταν ο θάνατός του συνέπεσε με τη θητεία μου στο Ηράκλειο της Κρήτης, πήδηξα βέβαια τη μάντρα του στρατοπέδου για να παραβρεθώ, παρά την απαγόρευση, με τον Άρη Φακίνο, αλλά αυτό δεν ήταν τόσο μιά πράξη υπέρ του Καζαντζάκη. Ήταν μιά πράξη εναντίον κυρίως του στρατού και της επίσημης εκκλησίας.

9., Το ’53 λαβαίνοντας μιά κάρτα του για τη «Διήγηση του Ιάσονα», χάρηκα πολύ. Για χρόνια την κουβαλούσα μαζί με την ταυτότητά μου, ώσπου έλιωσε. Μα μόνο το ’59, όταν γνωρίζω τον Κίμωνα Φράιερ, αρχίζω στην πραγματικότητα να ενδιαφέρομαι για το φαινόμενο Καζαντζάκης.

10., Βρισκόμουν τότε στην Αμερική και η «Οδύσσειά», του, μεταφρασμένη στα αγγλικά από τον Φράιερ, έσπαζε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων. Ξεπερνούσε τα μπέστ- σέλερ της μόδας. Είχε δημιουργήσει κατάσταση. Τα ογκώδη έργα είναι αλήθεια ότι είχαν πάντα μιά ξεχωριστή ανταπόκριση στο μεγαθήριο της Αμερικής. Η «Οδύσσεια» είχε γίνει ένα είδος cult και ο Καζαντζάκης ο γκουρού μιάς γενιάς που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Πέθανε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της. Την πήρα να τη διαβάσω στα αγγλικά και αληθινά με συνεπήρε.

11., Θυμόμουν την αποτυχημένη εκείνη απόπειρα που είχα κάνει να την διαβάσω στα ελληνικά. Το μοναδικό αντίτυπο της εικοσάκιλης έκδοσής της πουλιόταν στου Ζαχαρόπουλου στη Θεσσαλονίκη 3.000 δραχμές (με τα μεταφορικά, included). Ήταν το ’53. Άρχισα να τη διαβάζω και δεν καταλάβαινα λέξη. Είχα μετανιώσει που την αγόρασα και την ξαναπούλησα για 2. 000 δραχμές. (Σημερινά δύο εκατομμύρια). Όμως στα αγγλικά με συνεπήρε. Δεν είχα πιά το εμπόδιο της γλώσσας.

12., Η αντιπάθειά μου για την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη είχε όμως και μιάν άλλη αφορμή. Το ’55 έκανε τα μεταπτυχιακά του στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ο Σωτήρης Μεσσήνης από τη Βενετία. Μιά μέρα μιλώντας μπροστά μου στον Κακριδή για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς εισέπραξε μιάν αποστομωτική απάντηση. Ο Ιωάννης Κακριδής όχι μόνο δεν γνώριζε το έργο και τον συγγραφέα του, αλλά απαξιούσε και να τον μάθει. Όταν πληροφορήθηκα ότι ο διάσημος αυτός ομηρολόγος ήταν ο συμμεταφραστής με τον Καζαντζάκη της ομηρικής Οδύσσειας, τα σκάγια της αγανάχτησής μου πήραν και τον άσχετο με το περιστατικό αυτό Καζαντζάκη.

13., Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι αν ο Καζαντζάκης γνώριζε το εν λόγω έργο του Τζόϋς. Και αν το γνώριζε, θα τολμούσε ποτέ να είχε γράψει τη δική του «Οδύσσεια», τη χολιγουντιανή;

14., Η ωριμότητα, λέν, είναι να συμφιλιώνεσαι με τους γονείς σου. Πότε συμφιλιώθηκα κι εγώ με τον Καζαντζάκη; Πρέπει να πω ότι πήρε χρόνο για να ανακαλύψω σιγά-σιγά το εύρος του προβληματισμού του. Ότι δεν άφησε τίποτα σημαντικό της εποχής του πού να μην το ερευνήσει. Πώς ήταν διψασμένος σαν τον «Φτωχούλη του Θεού», για γνώση και περισσότερη γνώση και περισσότερη σοφία. Σιγά-σιγά τα έργα του έρχονταν προς τα μένα, ένα-ένα, σαν τα κομμάτια ενός γιγάντιου πάζλ που το ανασυνέθετα ταπεινά, μεταμελούμενος για την νεανική μου αρνητικότητα απέναντί του. Μπορεί να έμεινα ως το τέλος ασυμφιλίωτος με τα θεατρικά του, αλλά όλα τα άλλα, ταξίδια, μυθιστορήματα, μεταφράσεις, δοκίμια, ήρθαν να προστεθούν στην ελλειμματική μου γνώση του έργου του. Με αποκορύφωμα βέβαια το αριστούργημά του, την «Αναφορά στο Γκρέκο».

15., Ζώντας από το ’67 σχεδόν μόνιμα στο εξωτερικό άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι εκείνος που θύμισε στον υπόλοιπο κόσμο ότι οι νεοέλληνες γράφουν, υπήρξε αυτός. Άνοιξε πόρτες σε εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού (πού γλυκάθηκα με τις αθρόες πωλήσεις των βιβλίων του), πόρτες πού τις βρήκα, όταν με τη σειρά μου πήγα να πάρω τη σκυτάλη, κλειστές, γιατί είχε μεσολαβήσει στο μεταξύ ο Πρεβελάκης, πού η αποτυχία των βιβλίων του αποθάρρυνε τους ίδιους εκδότες που ο Καζαντζάκης του παρέδωσε. Και τις άνοιξα πάλι λίγο εγώ, για να τις ξανακλείσω μόνος μου.

16., Ο Φράιερ ζούσε ακόμα κι όσο ζούσε ο Κίμων ο Καζαντζάκης ήταν πάντα παρών στην κουβέντα μας (μαζί με τη Μαίριλυν Μονρόε). Γιατί μόνο με τον Κίμωνα θυμάμαι που συζητούσαμε τα βιβλία του Καζαντζάκη. Με κανένα ομότεχνό μου, είτε από τη γενιά του ’30, είτε της δικής μου γενιάς, πολύ λιγότερο με κανένα νεότερο, δεν είπαμε ποτέ ούτε μία κουβέντα. Απλώς η περίπτωση δεν τους ενδιέφερε.

17., Άσχημη εντύπωση βέβαια μου έκανε και η χήρα του, η Ελένη Σαμίου, όταν την πρωτογνώρισα στη Γενεύη το ’69. Ζούσε σε ένα σπίτι πού οι τοίχοι του ήταν σκεπασμένοι με τα έργα του Καζαντζάκη σε μετάφραση. Μου είπε κάτι για τη γλώσσα, πώς εμείς οι νεότεροι τάχα δεν την προσέχουμε. Δεν πάει σε μια χήρα να απομακρύνει τους επίδοξους μελετητές του άντρα της. Πρέπει να τους προσεταιρίζεται κι όχι να τους απομακρύνει. Θυμάμαι που ο Φράϊερ με κάποια κακία μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: δεν είχε προλάβει καλά- καλά να πεθάνει ο Νίκος και η χήρα του έβγαλε από το ντουλάπι τρία δικά της μυθιστορήματα και του τα έδωσε για να τα μεταφράσει. Φυσικά ο Κίμων απαξίωσε και να τα διαβάσει καν. Τόσο δεν του άρεσε αυτή η κίνηση της χήρας, που σημαίνει ότι καταπιεζόταν από τον μακαρίτη που δεν είχε προλάβει να σαραντίσει. Γενικά οι χήρες μπορεί να παίξουν πολύ αρνητικό ρόλο στην μεταθανάτια φήμη ενός συγγραφέα. (Οι χήροι λιγότερο).

18., Τελευταίο point: ζήτησα από τον Θανάση Νιάρχο με αφορμή αυτό το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, να ζητήσει από κάποιον να γράψει για τις φρικαλεότητες που γράψαν ορισμένες κυρίως γυναίκες για τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν πρόλαβε να το κάνει. Μα είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί.

19., Τέλος για τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του, τις βρίσκω (ακόμα και τον «Ζορμπά») αποτυχημένες. Η μόνη που με συγκίνησε ήταν η δεύτερη εκδοχή του σήριαλ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Βασίλη Γεωργιάδη, όπως την ξαναπαίξαμε, ξαναμονταρισμένη το 1982 από την ΕΡΤ-1.

20., Κι έπρεπε να γνωρίσω τη Βάσω Παπαντωνίου για να με μυήσει σε μίαν άλλη πτυχή του Καζαντζάκη, καθώς εκείνο που αποτελεί δικό της μότο ζωής δεν είναι το επιτάφιο επίγραμμά του που το πιπιλίζουν όλοι, αλλά η φράση του: «Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε’ τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω. Μή με παρατεντώσεις, Κύριε’ θα σπάσω. Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!».

          Βασίλης  Βασιλικός

Περιοδικό Η Λέξη τχ.139/5,6, 1997

Ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ:

     Για μία ακόμα φορά τα βιβλία του Κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη βρίσκονται δίπλα μου, σαν ένα είδος άλλου λόγου ενός Αμλετικού ειδώλου των σύγχρονων καιρών, πάνω από τον ανοιχτό τάφο της Ζωής σου. Βρίσκονται στα χέρια μου να μου υπενθυμίζουν πράγματα και μηνύματα γνωστά, επαναλαμβανόμενα, χιλιοειπωμένα, μετουσιώσεις οραματικών δράσεων από τα χείλη του, τα γραπτά του, την σκέψη του, την γραφίδα του, το μολύβι του. Κείμενα Καζαντζακικού ανθρωπιστικού μάταιου μεγαλείου που σου μιλούν για τον διαρκή άγριο και σκληρό, αιματηρό και ανέλπιδο αγώνα του Ανθρώπου να επιβιώσει, να κατανοήσει, να ερμηνεύσει, να αντέξει το εδώ, τυχαίο και άγνωστο στιγμιαίο πέρασμά του, όσο οι αισθήσεις του εργάζονται να αποκωδικοποιήσουν την μουντάδα του «θαύματος» που λέγεται Ζωή, Ύπαρξη, πρόσκαιρη και σύντομη χρονική διάρκεια. Παρεξήγηση της κατανόησης του φαινομένου του θανάτου. Ένας αδιάκοπος αγώνας με το κάρο της γλώσσας γεμάτο λέξεις για να κερδίσει το ανθρώπινο σώμα- «γαϊδούρι» (σύμφωνα με τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη) την απόλυτη ελευθερία, να απελευθερωθεί η ψυχή του ανθρώπου. Το σύνολο σχεδόν της πρωτογενούς συγγραφικής παραγωγής του Νίκου Καζαντζάκη, δεν είναι παρά ένας πρόσκαιρος «φωτισμός» μπροστά στην άβυσσο της συνείδησης του ανθρώπου, στο ατομικό του καθενός μαρτυρολόγιο. Μία «διδασκαλία» μάταιων υποχρεώσεων και αγώνων για την Ζωή και τα πένθη της που, από την εμφάνισή της στον πλανήτη γη έως σήμερα, συνεχίζονται σε μία ροή ανεξέλεγκτη. Ένας αγωνιώδης «ύμνος» στο μέγα και αμετάκλητο τίποτα, της Ιστορίας και της Ζωής. Μία εξομολογητική αναφορά στον δικό του δάσκαλο, τον παππού του Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον Γκρέκο, για αυτό που έρχεται, ακολουθεί ως σκιές ερέβους που απεικονίζονται στο βάθος του γκρεμού που χάσκει μπροστά στα μάτια μας, στις αισθήσεις μας.

  Η ζωή του Ζώου-Άνθρωπος, δεν είναι παρά μία κουραστική, κοπιαστική, βασανιστική σταυρική ανηφόρα στο εδώ τυχαίο, άγνωστο, μη προβλέψιμο πέρασμά του. Άντεξε, αγωνίσου, μην το βάζεις κάτω, πάλεψε, αντιστάσου, χρεώσου την σωτηρία θεών και ανθρώπων φωνάζει από τους λαβύρινθους των περασμένων χρόνων η Οδύσσεια φωνή του. Δεν υπάρχει έλεος μόνο αγωνιστικό καθήκον, το ατομικό Χρέος. Άσε την ύπαρξή σου να τεντωθεί μέχρι να σπάσει στα χέρια της σκοτεινής Μοίρας που κυβερνά τον Κόσμο δίχως ελπίδα. (Εκείνος χρησιμοποιεί την λέξη Θεός). Ενστερνίζεται την χριστιανική αντίληψη περί πρόνοιας ή μη πρόνοιας από έναν σαρκωμένο, σταυρωμένο Θεό και όχι την αρχαιοελληνική του τραγωδού Αισχύλου. Μην ελπίζεις σε τίποτα παρά μόνο στον καθημερινό ανηφορικό αγώνα που καθρεπτίζεται στα φουρτουνιασμένα νερά του χάους της συνείδησής σου. Ως όναρ παρέρχεται ακούγεται επαναληπτικά η ζωή του κάθε ανθρώπου από τον αρχαίο ποιητή που λάτρεψε την ρώμη των αντρικών σωμάτων, τον μέγα ποιητή Πίνδαρο. Λόγια ενός σύγχρονου ανώνυμου αναγνώστη του Καζαντζακικού έργου, που, ας μου επιτραπεί, περίμενε πάνω από 3 ώρες (και δεν εμφανίστηκε)- ένα ασθενοφόρο να τον μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο. Ενώ γύρω του η ομίχλη του κακού, της αδιαφορίας κυκλώνει τις ζωές των σύγχρονων ανθρώπων και οι κομματικοί πολιτικοί σχηματισμοί προετοιμάζονται για εκλογές, την επανεκλογή επαγγελματιών «ψευτοθόδωρων», και οι νέοι και νέες ποιητές και ποιήτριες να εκδώσουν τις ποιητικές τους συλλογές. Και φυσικά να αληλλοβραβευθούν. Λόγια θα έλεγε ο σκοτεινός Ηράκλειτος εξαιτίας του συμβάντος με την υγεία σου. Λόγια του  κρεβατιού που μόλις αναρρώσεις θα λησμονήσεις και θα συνεχίσεις να μετέχεις στο άδοξο παιχνίδι που λέγεται γραφή. Δεν χρειάζεσαι όμως την φωνή και τα γραπτά του Νίκου Καζαντζάκη για να μην πιστεύεις πλέον σε κανέναν και πουθενά, η ίδια η σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα στο επιβάλει. Όπως επέβαλε να ενεργήσει όπως ενήργησε, ο μεγάλος βιβλιοθηκάριος ο Χόρχε, στο γνωστό έργο του ιταλού συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο.

      Και η φωνή του Νίκου Καζαντζάκη ακούγεται για μία ακόμη φορά να σου ψιθυρίζει, ή μάλλον, σωστότερα, να σε προβληματίζει. Κοίταξε Γιώργο με προσοχή, παρατήρησε την δική μου ανηφορική πορεία και αγώνα και παραδειγματίσου, σε ρωτάω, άραγε άξιζε τον κόπο; Η τόση προσπάθεια και ο αγώνας; Να γίνει η ύλη πνεύμα; Να σώσω τον σταυρωμένο Θεό των χριστιανών και να φέρω νέα ελπίδα στις καρδιές τους; Ασκήτεψα και παραδόθηκα στο Κρητικό πεπρωμένο μου. Νήστεψα από τις χαρές της ηδονής. Υποτάχθηκα στους σκληρούς και άγραφους εθιμικούς κανόνες της ράτσας μου, τις αξίες των δικών μου προγόνων των προπατόρων της ελληνικής φυλής, των διδαχών της συνέχειας του Ελληνισμού, και όλα αυτά γιατί, για την σημερινή αδιέξοδη και εχθρική κατάσταση που όλοι βιώνουμε, χουχουλιασμένοι ο καθένας στα ατομικά του αδιέξοδα και πολιτισμικό- συγγραφικό βαυκαλισμό; Έγινα σκεύος μιας πανανθρώπινης παράδοσης των μύθων και των συμβόλων της μεσογειακής κολυμπήθρας και πολιτισμού. Μιάς μεταφυσικής της Ιστορίας του Ανθρώπου που δεν μου ανήκε. Πειθάρχησα τον χρόνο του προσωπικού μου βίου για να κερδίσω τι; την συγγραφική αθανασία; Την αναγνώριση των ομοτέχνων μου; Να χαθώ μέσα στο καμίνι των Λέξεων; Γνωρίζεις ασφαλώς ότι το σύνολο των στίχων του έπους μου «Οδύσσεια» ήταν πάνω από 42.000 λέξεις, και μόνο στην έβδομη επεξεργασία των Ραψωδιών της έμειναν 33.333, πού ζύγιζαν 20 κιλά, ένα αυθόρμητο αγωνιστικό ξεχείλισμα χιλιάδων λέξεων της ελληνικής γλώσσας. Άθλος ή τα ερείπια μίας σύγχρονης (ατομικής μου) Βαβέλ; Στερήθηκα ανάσες δροσιάς, σπαράγματα χαράς μόνο και μόνο για να συνθέσω το έργο μου «Ασκητική». Να υφάνω στον αργαλειό των αισθήσεών μου και της σκέψης μου τον συμπληρωματικό της ογκόλιθο, την «Οδύσσεια». Αυτήν που δεν την κατανόησαν όσο της άξιζε, την αρνήθηκαν, δεν την διάβασαν. Ένα Έπος φουρτουνιασμένος- θυελλώδης ωκεανός. Ένα ελληνικό Έπος σαν εκείνο του Χέρμαν Μέλβιλ, τον «Μπόμπι Ντίκ». Ένα ατέλειωτο ταξίδι συμβολισμών και μύθων, υπαρξιακών του ανθρώπου αντιθέσεων, οντολογικών καταστάσεων, παραστάσεων ανηφορικών ορίων και δράσεων, θεωριών και ιδεολογιών της μεσοπολεμικής περιόδου. Ένα "φανταστικό" ταξίδι "παραθέσεων" λέξεων, εκφράσεων, γλωσσικών σημάτων. Ένα πλέγμα σχεδιασμών της νέας δημοτικής, πανελλαδικής κατάκτησης. Εικόνων εξωτικών και μυστικών, πέλματα ηρωικών ιδεών και ανδραγαθημάτων, ηρωικών πράξεων και εξερευνήσεων. Ισχυρά ίχνη οραμάτων δασκάλων μου, που υποτάχθηκα στα λόγια τους, τους έμεινα πιστός. Έμεινα στην μνήμη των ανθρώπων επειδή κατόρθωσα να συνάξω, να καταγράψω, να φτιάξω, να υφάνω στον αργαλειό του νου μου πάνω από 280.000 λέξεις (τόσες πάνω κάτω υπολογίζουν οι μελετητές μου είναι ο αριθμός τους) θέλοντας να δηλώσω την ανηφορική καθημερινή αγωνιστική πορεία του σύγχρονου Ανθρώπου και Εσύ, μου μιλάς για μια ξαφνική περιπέτεια της υγείας σου; Σήκω και κοίταξε την ανθισμένη αμυγδαλιά και ίσως κατανοήσεις πόσο αδιάφορο γεγονός είναι για την Ζωή, την Φύση, ο Άνθρωπος. Αυτό το αψίκορο, θυμωμένο, πολεμοχαρές, αχάριστο, υπερφίαλο, εγωπαθές, φοβισμένο, εφευρετικό, ταξιδιάρικο δημιουργικό ζωάκι, ο άνθρωπος που με έπαρση και κομπασμό φιλοδοξεί να κερδίσει την πνευματική αθανασία. Το στοίχημα της δικαίωσης της μεταφυσικής αθανασίας. Πόσο γρήγορα λησμόνησες τις ομιλούντες Σκιές του Ομηρικού Άδη, ξέχασες τα λόγια τους, το παράπονο του Αχιλλέα; Δεν σου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι οι Μούσες προστάτιδες των Τεχνών, και αυτές θα έρχονταν οι καιροί που θα ξεπαρθενεύονταν στις τράπεζες των σύγχρονων τιμών; Ότι οι απόγονοι του Ιπποκράτη θα υπηρετούσαν τον Θεό Ερμή; Ποιος σταυρώθηκε αλήθεια, εγώ ή ο άνθρωπος που θέλησα να εξυψώσω; Ορισμένοι παλαιοί κριτικοί του έργου μου μίλησαν για "μαριονέτες μιας αλληγορίας" της φαντασίας μου. Ποιός πίστεψε στην ιερότητα του σκοπού μου, να κάνω την ύλη πνεύμα. Η σύντροφός μου Ελένη Σαμίου και οι δύο πιστοί "μαθητές" μου, ο σύντεκνος ποιητής Παντελής Πρεβελάκης και ο άλλος ποιητής, ο Κίμωνας Φράϊερ, αυτός που διέδωσε το έργο μου, το Έπος μου με τις μεταφράσεις του στα πέρατα της οικουμένης. Σφυροκοπήθηκα και πολεμήθηκα για να μην βραβευτώ με το Νόμπελ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό. Μόχθησα για μιά ελπίδα της "Νέας Ζωής", ποιανών, του Ανθρώπου ή των χιλιάδων Λέξεων και φράσεων που σύναξα στο εδώ, επίγειο πέρασμά μου. Χάραξα την ταυτότητα του Νέου Οδυσσέα και τον δαφνοστόλισα με πάνω από 200 σύνθετα επίθετα και χαρακτηρισμούς, τον κατέστησα συγγραφικό ιδεότυπο σιμά σε άλλα της  γραφής "τοτέμ" συγγραφέων από διάφορα μέρη της γης, της ιστορίας, της ανθρώπινης παράδοσης. Τον έδεσα στο σταυρωμένο κατάρτι του παππού Φρειδερίκου Νίτσε. Ριψοκινδύνεψα να αφοριστώ από εκκλησιαστικές ηγεσίες και θρησκευτικά της εξουσίας κατεστημένα. Ανθρώπων έργα χωρίς έλεος για τους δικούς μου "καταραμένους". Τον έβαλα να αναμετρηθεί και να παλέψει με θεϊκές και δαιμονικές δυνάμεις όπως ο άλλος παππούς μας ο Όμηρος, του δίδαξα την ομορφιά και την αρετή, την ηθική και στην προσήλωση του ιερού σκοπού του, και όλα αυτά και άλλα πολλά γιατί, για να με θυμούνται οι μεταγενέστεροι άνθρωποι; Εμένα ή την Κίρκη γλώσσα μου; Το Κρητικό μου πείσμα και θέληση ή την "αυταπάτη" της ασκητεύουσας ζωής μου; Άξιζε τον κόπο όλος αυτός ο πολύπτυχος αγώνας μου; Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί πομποί λέξεων που λησμονήθηκαν πριν καν διαβαστούν; Δεν μπορώ να σου απαντήσω με βεβαιότητα Πειραιώτη σύγχρονε αναγνώστη μου. Γνωρίζεις ασφαλώς ότι για ένα εξάμηνο, ως φοιτητής σπουδάζοντας τη νομική επιστήμη διέμενα στην Πόλη σου. Ο Πρεβελάκης το διασώζει στο Βιοχρονολόγιό του για μένα, όχι εγώ, ποτέ δεν ήμουν καλός στις ημερομηνίες. Χάθηκα μέσα σε ένα σκοτεινό σύννεφο από λέξεις, προτάσεις, κενά, στίχους, παραγράφους, φράσεις, αλληγορίες, λεκτικά σύνθετα σήματα πολυσύλλαβα, πολλαπλής βαρύτητας και εννοιολογικών χρωματισμών, φωτίζοντας τους ατομικούς μου οραματισμούς θεωρώντας ότι είναι και οραματισμοί του πανανθρώπου. Λέξεις που αληθεύουν την μαρτυρία των ανθρώπων ή της γλώσσας. Λεκτικές συνθέσεις και εκφράσεις, σύμβολα προαιώνιων αγώνων και ατομικά αγωνιστικά πρότυπα προσωπικής αυτοσυνειδησίας και πνευματικής λύτρωσης, δράσης. Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας, Γκρέκο, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ζορμπάς, Καπετάν Μιχάλης, Μανολιός, Δον Κιχώτης, Ιουλιανός, Χριστόφορος Κολόμβος, άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, Προμηθέας, θρύμματα ιδεών, πράξεων, σκέψεων, δράσεων, σχεδιάσματα οραμάτων σε ένα Χρέος μέσα στην ροή της Ιστορίας που ίσως, και να μην τους αναλογούσε, για το καλό της νέας ανθρωπότητας, για να αποκαλύψω στα μάτια, στις ψυχές και τις συνειδήσεις του Νέου Ανθρώπου τι! την Άβυσσο; το πυρφόρο σκοτάδι; τα μονοπάτια προς τον γκρεμό; την ανυπαρξία των Φτωχούληδων του Θεού; Τις μεταμορφώσεις του συλλογικού μας θανάτου; το καθήκον ενός ιερού ηρωικού μηδενισμού; Μήπως θέλησα να μιμηθώ τον Δάντη που μετέφρασα, τον Όμηρο που συν-μετέφρασα; Μήπως υπήρξα ένας ακούραστος γραφιάς και μόνο, μέσα σε τόσους άλλους της γενιάς μου; Ένας Κρητικός συγγραφέας με φουσκωμένο συγγραφικό εγώ; Τι θαυμάζουν οι μελλοντικοί αναγνώστες μου, υποκλίνονται στον σκληρό και ανέλπιδο ανηφορικό αγώνα μου, την πορεία της ζωής μου ή την περιπετειώδη διαδρομή των Ηρώων που δημιούργησα, σχεδίασα μέσα στα βιβλία μου; Κληροδότησα τι στις επόμενες γενεές, την εγωτική συγγραφική μου φιλαυτία για αθανασία; Τα λεκτικά ψήγματα της δικής μου ατολμίας και φόβων ψυχής, των αδρανών δράσεων της αυτόνομης προσωπικότητάς μου, της πυρετώδης εμμονής μου στην αποδοχή, παραδοχή του τέλους των πάντων, του ακατανόητου Τίποτα; Στο Χάος που δεν φεγγίζει ούτε τον προσωπικό μας θάνατο; Αλλά τι σε βασανίζω και σένα τώρα με λόγια και νέα ερωτήματα, περνάς και εσύ τα δικά σου, της ψυχής και του σώματός σου βάσανα. Κακομοίρης αναγνώστης μου είσαι, γκρινιάρης και παραπονιάρης που προσπαθεί από κάπου να πιαστεί, να αναπνεύσει, και διάλεξες εμένα, πιστεύοντας ότι ο πόνος σου θα γίνει και δικός μου πόνος. Θαυμάζω την αφέλειά σου.

  Ύπουλη και σκοτεινή παγίδα η γλώσσα, ένα οστεοφυλάκιο από μνήμες και διαφορετικών κάθε φορά ιστορικών και βιωματικών εμπειριών, μα ακόμα πιο ύπουλη η φιλοδοξία του ανθρώπου για σωτηρία, για παρηγοριά, για ελπίδα, για ανάσταση, για δικαίωση, μία πυρετώδη κατεβασιά του από τον προσωπικό του σταυρό. Όμως της ματαιότητας το παιχνίδι, ούτε η γλώσσα κατόρθωσε να νικήσει με όλη την μαγεία και την μαγγανεία των λέξεών της, αυτών που υπήρξαν, αυτών που γεννήθηκαν στην ροή του χρόνου, αυτών που θα κυοφορηθούν στο μέλλον ως ψαλμωδία των νέων καιρών. Ακόμα και ο δικός μου γλωσσικός πλούτος και θησαυρός που συγκέντρωσα, δεν είναι παρά μία ηχητική, φωνητική και αισθητική τοπιογραφία αλλότριων βασάνων. Έγινα ένας ραψωδός των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου σε όλες του τις γεωγραφικές ελληνόφωνες εκδοχές. Ένας γλωσσοπλάστης της μη αθανασίας, του γλωσσικού τίποτα, των νεκρών λέξεων φτερουγισμάτων πάνω από το Χάος. Φαντάσματα ύπουλα, ερινύες του ψυχικού μας σύμπαντος οι λέξεις. Άοπλες ή οπλισμένες λέξεις, ανυπεράσπιστες, σε έναν αδιάκοπο πόλεμο (μεταξύ τους) για ποια αιτία, για να ζωγραφίσουν τις περιπέτειες μιάς Ζωής που δεν υπάρχει; Για να αποτυπώσουν τον ατομικό ηρωικό μου μηδενισμό; Την φλύαρη συνομιλία μου με έναν Θεό που δεν αναστήθηκε; Διακηρύξεις της Κρητικής σκέψης μου, της καταγωγής μου τολμήματα, άλματα και πεταρίσματα του Κρητικού Νου μου για ποιόν λόγο, για να χαρτογραφηθεί ο κόσμος των λέξεων πάνω στις λευκές σελίδες της Κρητικής γης; Έ και! Παγίδα φοβερή η γλώσσα, μας μπλέκει στα πλοκάμια μιάς ελπιδοφόρας φρενίτιδας της ζωής που ματαιοπονεί στο σήμερα. Στόχοι λέξεων και όχι ανθρώπων. Ηχεία μιάς σιωπής του σύμπαντος κόσμου.

    Τι κάθομαι και στα εξομολογούμαι τώρα όλα αυτά, ταλαίπωρε πειραιώτη, ενώ εσύ μέσα στον λήθαργο της περιπέτειας της υγείας σου συλλογίζεσαι αν η φαρμακευτική αγωγή θα σε κάνει γρηγορότερα να σταθείς στα πόδια σου, να μην ξανακυλήσεις, να παρατείνεις το μοιραίο που σε αναμένει. Σου κρατώ συντροφιά μέσα στο βουητό και τον καταρράχτη των λέξεων που ξεχειλίζουν από τα βιβλία μου, τα γραπτά μου, τα δημοσιεύματά μου, την αλληλογραφία μου, τις μεταφράσεις μου. Τι θυμούνται οι άνθρωποι από όλον αυτόν τον λεκτικό πανοραμικό της ζωής πίνακα, ελάχιστα τσιτάτα γραμμένα πάνω στον τάφο μου. Οι άνθρωποι με διαβάζουν για να με ξορκίσουν από την σκέψη τους. Το συγγραφικό Χρέος συντροφιάς στην αρρώστια σύντροφε, μελλοντικέ μου αναγνώστη, πάει περίπατο όταν το φάρμακο που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι δεν υπάρχει ανθρώπινο χέρι να σου γεμίσει το ποτήρι με το νερό να το πιεις. Είσαι και εσύ ένας απότακτος της Ζωής που κυλά και χάνεται. Ανθρωπο-μπαίχτρα μάγισσα- μέδουσα η γλώσσα, «ταυροκοιτάζει» την λειψή ζωή μας μέσα στην αρένα των σελίδων των βιβλίων μου, έτοιμη να υψώσει τους καθρέφτες της. Άσοφο άθλημα η Ζωή να το θυμάσαι όταν συνέρθεις, μειονέκτημα της αναζήτησής μας για απόλυτη Ελευθερία. Για Δικαίωση, για Αθανασία, για γκρέμισμα των Ορίων.

Φεύγω τώρα, σε αφήνω να ηρεμήσεις, επιστρέφω στα χώματα της Κρητικής γης που λάτρεψα και υπηρέτησα, αφοσιώθηκα, στην σιωπή και την λαλιά των λέξεων που σύναξα, ύφανα και κατασκεύασα. Των λέξεων που εικονογραφούν τον τραγικό μηδενισμό του Ανθρωπίνου όντος. Την αλαλία του Λόγου, πριν σιγήσουν οι «άναρθρες» κραυγές των λέξεων των ανοιχτών σελίδων των βιβλίων μου, πού και εσύ, αρέσκεσαι να παπαγαλίζεις.

             Δικός σου,

Νίκος Καζαντζάκης ο Κρης.

      «Σηκώνω στο ακρογιάλι του καιρού και πλάθω και ξεπλάθω

με αμμούδα και νερό και μ’ αίματα τα ιστορικά του ανθρώπου’

πηδούν απ’ τα μελίγγια οι στοχασμοί, κι ως πέσουνε στο χώμα,

μεμιάς γυναίκες κι άντρες γίνουνται και γοργοζευγαρώνουν.

Σα μαγληνό ελεφαντοκόκαλο το πρόσωπο γυαλίζει

της γης μέσα στους  ήλιους, στις βροχές, κι αργά το κανακίζω,

σκυφτός, με τρυφεράδα αλάλητη, και κρουφοσυλλογούμαι:

Τι να σκαλίσουμε στο φίλντισι το αγαπημένο ετούτο;

Μαχαίρι της σφαγής, για μιά γαβάθα, για μιά χτένα

στα σκοτεινά μαλλιά της γυναικός στην άβυσσο να λάμπει;

Σάρκα γλυκιά πετιέται η δύναμη στα δέκα ακροδάχτύλια,

κι όπως αργοδιαλέγει ο βασιλιάς μες στα βαθιά περβόλια

σε ποιά γυναίκα απ’ τα χαρέμια του να ρίξει το μαντίλι,

τις πεθυμιές τηρώ κι ανακρατώ γλυκά τη δύναμή μου.

Πολλά βαριά ‘ναι απόψε η μοναξιά, πολλά ζεστό το αγέρι,

βαγκέστηκα να μένω μοναχός, λιγοθυμιά με παίρνει,

κι ο φοβερός αυτός γοργός χορός ξεζώνει τα μυαλό μου.

Λαχτάρησα να δω και να με δούν, ν’ αγγίξω, να με αγγίξουν,

σα νέου θεού χτυπούν τα σπλάχνα μου, λυπούμαι τους ανθρώπους.

Λυπούμαι τους, και στ’ άφτερα μυαλά φτερούγες θα καρφώσω,

θα ρίξω πιά τ’ ανόσια σύνορα που την ψυχή μαντρώνουν.

δεντρά, μεθύστε πιά και ρίχτε ανθούς, ρίχτε, κοράσια, στήθος,

κι εσείς, λεβέντες, ξεπουλιάσετε στο νου μεγάλες έγνοιες-

μιάν αστραπή η ζωή, κι απέραντος ο θάνατος, παιδιά μου!

Θωρώ τη γης, πολλά τη συμπονώ, δε θέλω να πεθάνει’

σκύβω, θωρώ του αντρούς, της γυναικός τα σπλάχνα και φωνάζω:

«Γιομώσετέ τα πίκρες και χαρές, ονείρατα και πράξεις,

ψηλά τον κόκκινο ήλιο ασκώσετε, το χαρταϊτό του νού μας,

κι ως πάνω ανάψετε της κεφαλής το μαγικό φανάρι!».

     Νίκος Καζαντζάκης, ΟΔΥΣΣΕΙΑ, εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1974. Ραψωδία Π, σελίδα 594.        

     Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Η ΛΕΞΗ», εκτός από τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό συνεργάζονται:

-Νίκος Καζαντζάκης: Εννιά ανέκδοτες επιστολές στον Αιμίλιο Χουρμούζιο. Εισαγωγή Γιώργος Ανεμογιάννης.

-Άννα Άγγελου Σικελιανού, Αναμνήσεις από τον Καζαντζάκη στα χρόνια της κατοχής.

-Άγγελος Σικελιανός, «Η ψυχή μου συντροφεύει την ψυχή σου ακοίμητα». Τρείς επιστολές στον Νίκο Καζαντζάκη.

-Αλέξης Σολομός, Ο Θεατρικός Καζαντζάκης

-Μάριος Πλωρίτης, Αποχαιρετισμός. Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη

-Μιχάλης Κακογιάννης, Η γνωριμία μου με τον Καζαντζάκη και ο «Αλέξης Ζορμπάς».

-Γιώργος Ανεμογιάννης, Μουσική στα έργα του Καζαντζάκη.

-Βασίλης Βασιλικός, Είκοσι παράγραφοι για τον Καζαντζάκη

-Χρήστος Α. Χωμενίδης, Η ζωή δεν μπορεί να αντιγράψει την τέχνη

-Γιάννης Μαρκόπουλος, Να κάμουμε την ύλη ζωή

-Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, Το ύψιστο στοίχημα. Σκέψεις πάνω στη γλώσσα του Ν. Καζαντζάκη

-Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, Εγγραφές Ημερολογίου

-Νίκος Α. Παπανδρέου, Ο Νίκος Καζαντζάκης αναφέρεται στον Γκρέκο.

-Ιωάννα Κωνσταντουλάκη- Χάντζου, Ο Καζαντζάκης και η Τέχνη

-Χριστόφορος Λιοντάκης, 5 Νοεμβρίου 1957

-Μανόλης Πρατικάκης, Μικρό σχόλιο στον Νίκο Καζαντζάκη

-Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ν. Καζαντζάκης: Οι όροι της σκεπτόμενης αφήγησης

-Νίκος Κολοβός, Η γνώση των «Ορίων» ένα ανέκδοτο γράμμα του Ν. Καζαντζάκη

-Άρης Σφακιανάκης, Στη σκιά του τάφου

-Ιωάννα Ζερβού, Ν. Καζαντζάκης. Τόσο μακριά, τόσο κοντά μας.

-Γιώργος Ξενάριος, «Αναφορά στον Γκρέκο»: Η μεταφυσική ως φυσική

-Τάσος Καλούτσας, Ριζιμιό λιθάρι

-Γιώργης Μανουσάκης, Ο Καζαντζάκης των χαμηλών τόνων.

--

-Ρούλα Κακλαμανάκη, Ο Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΓΙΑ ΜΑΣ.

     Είναι αρκετά τα σημειώματα για έργα του Νίκου Καζαντζάκη που έχω γράψει και αναρτήσει στην ιστοσελίδα μου, από το θεατρικό του έργο «Ιουλιανός»- που πρωτοδημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού «Οδός Πανός, έως το «Λεξιλόγιο της Οδύσσειας» 12/8/2017. Και από τις απόψεις του πειραιώτη αρνητή του έπους της Καζαντζακικής «Οδύσσειας», τον Βασίλειο Λαούρδα 8/8/2017, έως τα σκόρπια διάφορα δημοσιεύματα για την κινηματογραφική ταινία «Ο Τελευταίος Πειρασμός» 18/7/2018, 19/8/2018, 10/12/2017 και σε άλλες ημερομηνίες. Μην παραβλέποντας τα δημοσιευμένα κείμενα για την προσφορά και την αξία, την εργασιομανία και ελληνομανία, ενός δασκάλου της ποίησης, του ελληνοαμερικανού Κίμωνα Φράιερ που συνέδεσε την συγγραφική διαδρομή του από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Σίγουρα, δεν έχω ασχοληθεί με την επιμονή και συστηματικότητα πάνω στην «Οδύσσεια» όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Κίμων Φράιερ, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, η ο αργεντινός καθηγητής Miguel Castillo Didier, και αρκετοί άλλοι σύγχρονοι έλληνες και ξένοι μελετητές του Καζαντζάκη. Η εργογραφία και η σύνταξη της χειμαρρώδους ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης Βιβλιογραφίας (συμβολής) που συνέταξαν η καθηγήτρια και θεατρολόγος Κυριακή Πετράκου και ο Θανάσης Αγάθος από την μία και ο τόμος που κυκλοφόρησαν ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης και η Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου. "Βιβλιογραφία για τον Ν. Καζαντζάκη (1906- 2012) εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2018, έρχονται να καλύψουν τα εύλογα κενά της πρώτης Καζαντζακικής Βιβλιογραφίας από τον χαλκέντερο Γιώργο Κατσίμπαλη. Η λεωφόρος πάνω στην ελληνική και διεθνή Καζαντζακική βιβλιογραφία ενδέχεται σε ένα μέρος της να είναι ακόμα απάτητη. Εξακολουθώ όμως, να ξεφυλλίζω την «Οδύσσεια», να χάνομαι μέσα στους δεκαεπτασύλλαβους στίχους της, να «πνίγομαι» μέσα στον καταρράχτη των λέξεών της, να πυργώνομαι από τις χιλιάδες προτάσεις της, να θαμπώνεται η όρασή μου από τις φωσφορίζουσες εικόνες της, να αφουγκράζομαι το ποδοβολητό της ρυθμολογίας της και των ξέφρενων μελωδιών της. Να στέκομαι στους παράξενους στοχασμούς ενός έλληνα συγγραφέα, παραγνωρισμένου ή «αποτυχημένου» προφήτη, αθλοφόρου του Ελληνισμού. Ενός συγγραφέα της ράτσας και της φυλής μου, που, μελετώντας τα εκκλησιαστικά κείμενα, και ιδιαίτερα την «Εν Χριστώ Ζωή μου» του Νικόλαου Καβάσιλα προσπάθησε να δώσει σύγχρονη φωνή και σημασιολογική αξία και παρουσία στον χριστιανικό μύθο. Να αναβιώσει την ιερή χριστιανική τελετουργική σκηνογραφία με νέους, της εποχής του ηθικούς και κοινωνιολογικούς θρησκευτικούς, μεταφυσικούς όρους. Πέρα από τον προβληματισμό μας όμως πάνω στο ανοιχτό ερώτημα αν ο Κρητικός πίστευε ή όχι και σε πιο βαθμό, ένα άλλο ερώτημα οφείλουμε να θέσουμε. Γιατί ο Νίκος Καζαντζάκης σαν συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με τον αρχαίο Θεό Διόνυσο, ή τον Άδωνη της αρχαιοελληνικής εποχής και παράδοσης και επέλεξε να επαναβαπτίσει ή αναβαπτίσει τον ιερό θεϊκό ιδεότυπο της χριστιανικής παράδοσης και ζωής, τον Χριστό. Και, τι στοιχεία προβάλλει πάνω στον χαρακτήρα και την ταυτότητα του Νέου Οδυσσέα;

      Σώπα λαβωμένη καρδιά μου, μη πικραίνεσαι μέσα στην μοναξιά σου, εξημερωμένη «τίγρισσα καρδιά», «μα βάστα, μη φωνάζεις!» μέσα στην ερημιά σου. Η «ξεγελάστρα ζωή» θα ξαναμυρίσει και θα ανθίσει...

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 8/4/2024    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου