Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Ο πειραιώτης τεχνοκριτικός Μανόλης Βλάχος

 

ΜΑΝΟΛΗΣ  ΒΛΑΧΟΣ

         ή

Ως Στρουθίον μονάζον επί Τέχνης

 

          Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ιερού ψαλμωδού του προφητάνακτα Δαυίδ, σύμφωνα με την θρησκευτική-εκκλησιαστική παράδοση, ως παραλλαγμένο τίτλο δίχως εισαγωγικά στο Πειραιώτικο αυτό σημείωμα για τον Πειραιώτη Μανόλη Βλάχο (Πειραιάς 1932-). Στον Δαυιδικό Ψαλμό 101 συναντάμε τους εξαίρετους ποιητικούς στίχους: «…Ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος…». Ενώ έχουν προηγηθεί οι ωραίες ποιητικές εικόνες: «Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτοκόραξ εν οικοπέδω..». Τον αρχαίο στίχο έχει χρησιμοποιήσει σε βιβλίο του ο Πειραιώτης εικαστικός και δάσκαλος της τέχνης, σκηνογράφος, ποιητής Γιάννης Τσαρούχης. Βλέπε εκδόσεις «Καστανιώτη» 1990.

          Στην δική μου υιοθέτηση αφαίρεσα τη λέξη «δώματος» και πρόσθεσα την λέξη Τέχνη. Ενδέχεται άλλοι να έγραφαν «επί δώματος Τέχνης», όπως και νάχει με την λέξη Τέχνη, δεν περιοριζόμαστε μόνο στους χώρους των Εικαστικών Τεχνών που υπήρξε η κύρια σπουδή και εργασιακή ενασχόληση του πειραιώτη καθηγητή, σχολικού συμβούλου, πανεπιστημιακού και τεχνοκριτικού Μανόλη Βλάχου, αλλά συναριθμούμε και άλλες εκδηλώσεις και εκφράσεις των καλών τεχνών, της φιλολογίας και κλάδους της λογοτεχνίας. Πλούσιο το βιογραφικό του. Ο Μανόλης Βλάχος σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιστορία, Αρχαιολογία και Αγγλική Φιλολογία. Ως κρατικός υπότροφος συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στη Γαλλία. Ειδικεύθηκε στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής και Ισλαμικής Τέχνης. Υπήρξε επίσης αριστούχος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε στη Μέση Εκπαίδευση ως Γενικός Επιθεωρητής, ως Σύμβουλος και ως Ειδικός Πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Δίδαξε Ιστορία της Τέχνης σε διάφορες Σχολές και Κέντρα Επιμόρφωσης των Καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Επίσης την περίοδο 1992-1993 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνης (A. I. C. A.).

       Όσοι έτυχε να γνωρίσουν από κοντά τον Μανόλη Βλάχο, να συνεργαστούν και να συνομιλούν μαζί του, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, άτομα του πνεύματος και συνάδελφοί του καθηγητές, εικαστικοί δημιουργοί και απλοί πολίτες του Πειραιά, έχουν να λένε πάντα έναν καλό σεβαστικό λόγο, έναν λόγο τιμητικό για αυτόν τον μοναχικό, αξιοπρεπή, ανιδιοτελή, σπάνιο χαρακτήρα, φοβερά καταρτισμένο και μορφωμένο άτομο. Μια φυσιογνωμία σεμνή και διακριτική από τις λίγες, εξαιρετικού ανθρώπινου χαρακτήρα της Πόλης από τις σπάνιες που κυοφόρησε ο Πειραιάς στα ιστορικά βαδίσματα της πολιτιστικής του ιστορικής διαδρομής και περπάτησαν στα χώματα του, διαμορφώνοντας το πολιτιστικό του πρόσωπο πάντα θετικά και εποικοδομητικά. Γνήσιο τέκνο του Πειραιά, από Πειραιώτικη παλαιά οικογένεια ο Μανόλης Βλάχος γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε στο κέντρο της Πόλης στην οδό Σκουζέ στην πλατεία της Τερψιθέας. Όλη του την ζωή την πέρασε στον Πειραιά, εκτός από τα διαστήματα εκείνα που είχε μεταβεί στο εξωτερικό για σπουδές στις Εικαστικές Τέχνες και τις άλλες περιπτώσεις που επισκέπτονταν διάφορα μεγάλα Μουσεία του Εξωτερικού και Γκαλερί προσκεκλημένος ή για την δική του επιμόρφωση και ενημέρωση. Όταν το απαιτούσε η περίσταση να μας παρουσιάσει έναν νέο ζωγράφο, να δώσει μία ομιλία, να γράψει έναν πρόλογο στον κατάλογο μιάς Έκθεσης, όταν χρειάζονταν να αναφερθεί σε παλαιότερα και νεότερα ρεύματα της Ευρωπαϊκής ζωγραφικής, να μιλήσει για την χαρακτική ενός έλληνα χαράκτη, τα σχέδιά του σε κάποια πόλη ή νησί της Ελλάδας. Να συμμετάσχει σε κάποια ημερίδα για κάποιον φημισμένο ζωγράφο, να προετοιμάσει μία αναδρομική Έκθεση ζωγραφικής ή να αναζητήσει στοιχεία και πληροφορίες για την συγγραφική ή μεταφραστική του για τα Εικαστικά εργασία και έρευνα που πάντα με αυστηρή φροντίδα και επιστημονική επιμέλεια προετοίμαζε πριν μας προσφέρει τα εξαιρετικής αισθητικής καλογραμμένα πάντα βιβλία του. Ο Μανόλης Βλάχος χωρίς να είναι απόκοσμος ή αντικοινωνικός, ήταν και είναι (μετά την συνταξιοδότησή του) ένα μονήρες άτομο, ένα μοναχικό, ένα θα γράφαμε κάπως «ακριβοθώρητο» πρόσωπο του πολιτισμού του Πειραιά. Αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις δίχως να είναι ας το επαναλάβουμε απόκοσμος ή «σνομπ» και παρευρίσκεται σε οικεία περιβάλλοντα όταν το επιβάλει η ανάγκη των εικαστικών του και άλλων καθηγητικών του δραστηριοτήτων, Τις δεκαετίες που ήταν ενεργός επαγγελματικά. Υπήρξε πάντα προσεκτικός και επιλεκτικός στις σχέσεις του. Ευγενής πάντα με τους ανθρώπους γύρω του, διακριτικός και ολιγομίλητος στους πνευματικούς κύκλους που κινούνταν, στην γειτονιά του, δεν επέτρεπε να τον πλησιάσουν και πάρα πολύ, κρατούσε πάντα τις αναγκαίες αποστάσεις και τυπικές της γνωριμίας σχέσεις, δίχως να απορρίπτει κανέναν ή να έχει το τουπέ του φτασμένου. Ήταν προσιτός, δοτικός και καταδεκτικός με τους φίλους του, φιλόξενος και συγκαταβατικός με τα άτομα που γνώριζε από τα νεανικά του χρόνια και εκείνα που εκείνος επέτρεπε να μπουν στην ζωή και το σπίτι του τα χρόνια του βίου του και των επαγγελματικών του ενασχολήσεων. Ένας άλλος κοινωνικός παράγοντας που συνέτεινε στην μη προσπέλαση της προσωπικότητάς του από τρίτους και τον έκαναν επιφυλακτικό, είναι ότι ήταν από «γεννησιμιού του» όπως μας έλεγε, σε ακραίο ορισμένες φορές βαθμό ολιγομίλητος. Ο Μανόλης Βλάχος ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του ανθρώπου που δεν μιλούσε αν δεν του μιλούσες εσύ πρώτος, αν δεν του απεύθυναν τον λόγο οι άλλοι, αν δεν ήταν «υποχρεωμένος» να συμμετάσχει στην συζήτηση, να ακουστεί η πάντα σοβαρή και υπεύθυνη γνώμη του. Και πάλι ήταν τρομερά σφιχτός και κουμπωμένος, προσεκτικός στον λόγο και τις εκφράσεις του στις απαντήσεις και κρίσεις του. Ήταν αυτό που λέει ο λαός Σφίγγα. Τα λόγια του και οι δημόσιες επιλογές του και κρίσεις του είχαν σαφήνεια και καθαρότητα, και δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να προσβάλλει τον διπλανό του, τον συνομιλητή του ακόμα και αν δεν συμφωνούσε με τις απόψεις του. Το ιδανικότερο φιλικό άτομο ή συνεργάτης για να του εμπιστευθείς τα όποια μυστικά σου, τις αγωνίες, τα διλήμματά σου, τις αποφάσεις που θα ήθελες να λάβεις στον βίο σου ή στα επαγγελματικά σου σχέδια. Ήταν εξαίρετος συμβουλάτορας και παράλληλα αυστηρός και συγκαταβατικός, προσηνής. Γνώριζες από πρώτο χέρι και άμεσα, ότι τα λόγια που θα του εκμυστηρευόσουνα δεν θα έβγαιναν παραέξω, δεν θα έφταναν στα αυτιά τρίτων. Το ίδιο και οι όποιες κρίσεις σου για ανθρώπους της Τέχνης, για την ζωγραφική τους. Ο Μανόλης Βλάχος όπως μία φορά σε κουβέντα μας του είπα, θα ήταν ο ιδανικότερος διπλωμάτης μυστικοσύμβουλος κοντά σε έναν άρχοντα, σε έναν μαικήνα. Έβαλε τα γέλια και μου απάντησε ότι «έρχεσαι δεύτερος μου το έχουν πει και άλλοι», αναφέροντάς μου ορισμένα ονόματα και παράγοντες από τον χώρο των Εικαστικών Τεχνών που ήταν η εκπαιδευτική του ειδίκευση και σπουδή. Η δημόσια αυτή στάση του δυσκόλευε συνήθως την επικοινωνία μαζί του, στο να ξανοίγεται δημόσια, παρά του ότι στο σπίτι του στέλνονταν σε καθημερινή βάση δεκάδες προσκλήσεις από Εκθέσεις Ζωγραφικής, Εγκαίνια για να παρευρεθεί, επιθυμίες καλλιτεχνών να μιλήσει για τα έργα τους. Κάποτε του είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού να φυλάει τις προσκλήσεις και τις κάρτες και να φτιάξει ένα άλμπουμ. Δεν μου απάντησε, αλλά κατάλαβα τι θα είπε από μέσα του, μου χάρισε όμως δύο πίνακες ζωγραφικής που του είχαν δωρίσει λέγοντάς μου ότι δεν χωρούσαν άλλους τα δωμάτιά του, αν και γνώριζε ότι δεν δεχόμουν πίνακες ακόμα και αν μου άρεσαν ή λάτρευα τον ζωγράφο μια και το σπίτι μου ήταν μικρό και παμπάλαιο, κάπως ερείπιο. Επιθυμούσα μόνο ορισμένα πορτραίτα ή φωτογραφίες γνωστών ποιητών και συγγραφέων να έχω στους τοίχους για συντροφιά. Πράγματι, το ευρύχωρο, ευάερο και ευήλιο, άνετο σπίτι του Μανόλη Βλάχου ήταν ένα πραγματικό μικρό «Μουσείο», τουλάχιστον για τα δεδομένα της Πόλης του Πειραιά. Είχε την ακριβή διακόσμηση και τον προσεκτικό και λεπτομερειακό σχεδιασμό της εσωτερικής διαρρύθμισης ενός χώρου όπως το πάντα άγρυπνο και καλαίσθητο και ευαίσθητο μάτι του επιθυμούσε, το καλό του γούστο, οι αισθητικές του προτιμήσεις και προδιαγραφές επέβαλλαν. Από την ποιότητα του χρώματος των τοίχων και τις εξαιρετικές πρίζες μέχρι τα φωτιστικά και τα έπιπλα των δωματίων και της κουζίνας, των υπόλοιπων χώρων. Προσεχτικά σχεδιασμένη και εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής ξύλου ήταν και η λουστραρισμένη και καθαρή πάντα μεγάλη κεντρική Βιβλιοθήκη του με τα τζάμια. Η προσωπική του Βιβλιοθήκη με το πλήθος ελληνικών και ξενόγλωσσων βιβλίων Τέχνης και Λευκωμάτων έδινε έναν επίσης αρχοντικό τόνο και κλίμα στο σπίτι. Και σε άλλα δωμάτια υπήρχαν σε διάφορα σημεία τους βιβλία και περιοδικά τέχνης, όπως επίσης υπήρχαν εκατοντάδες σλάιντς με πίνακες ξένων και ελλήνων ζωγράφων και φωτογραφίες όταν προετοίμαζε μία εργασία του. Ήταν το απαραίτητο υλικό που συγκέντρωνε για τις έρευνές του, τα δημοσιεύματά του σε ελληνικά και ξένα περιοδικά Τέχνης και φυσικά των Βιβλίων που εξέδωσε. Ο χώρος σου έδινε την αίσθηση ότι ζούσες σε μια άλλη παλαιότερη εποχή, αναγεννησιακή, μεταφερόσουν σε μία ατμόσφαιρα όπου Πάπες και Καρδινάλιοι, πλούσιοι Μαικήνες και Τραπεζίτες συνομιλούσαν και οραματίζονταν ένα περιβάλλον ζωής των ίδιων και των οικογενειών τους με συντροφιά ζωγράφους, χαράκτες, γλύπτες, ποιητές, μουσικούς. Ζούσαν και ανέπνεαν μέσα στην Τέχνη και για αυτήν. Και όλη αυτή η καλλιτεχνική όμορφη ατμόσφαιρα μέσα στο κέντρο του Πειραιά, ποιος θα το φανταζόταν. Επιλεγμένοι πίνακες κοσμούσαν τους τοίχους. Δημοσίευε κυρίως όταν το απαιτούσαν οι υποχρεώσεις του στην πρωινή εφημερίδα «Η Καθημερινή». Διάσπαρτα είναι τα κείμενά του- εδώ και δεκαετίες-ασυγκέντρωτα, ανέκδοτα ακόμα, αναμένουν την σύναξή τους. Μια επιθυμία μου να τον βοηθήσω να τα συγκεντρώσει απέβη μάταια, δεν  έδειξε ενδιαφέρον. Η τελευταία εσωτερική διακόσμηση της οικίας του έγινε από τον σημαντικό αρχιτέκτονα, φιλότεχνο, συγγραφέα και μεταφραστή, σχεδιαστή εξωφύλλων και επιμελητή βιβλίων, ποιητή Αλέξανδρο Ίσαρη, που έφυγε πριν λίγα χρόνια από κοντά μας.

     Ο καθηγητής και τεχνοκριτικός Μανόλης Βλάχος όπως προαναφέραμε στο σύντομο και περιεκτικό βιογραφικό του επαγγελματικά σταδιοδρόμησε ως Εκπαιδευτικός από όπου ευδόκιμα συνταξιοδοτήθηκε. Παρά του ότι έχει επιμεληθεί δεκάδες Εκθέσεις και εκδόσεις Βιβλίων Τέχνης, συνέθεσε προλόγους, δημοσίευσε πλήθος κριτικών σημειωμάτων, έχει μεταφράσει κείμενα και βιβλία από την περίοδο που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία όπως γνώριζα από τις συζητήσεις μας, μελετήματα εκπαιδευτικού περιεχομένου, ήταν πάντα προσεκτικός, σεμνός και διακριτικός και επιλεκτικός στις αποφάσεις του και τις δημόσιες εμφανίσεις του. Υπήρξε άρτιος χειριστής της Ελληνικής γλώσσας, είχε καθαρό λιτό ύφος, σαφήνεια η γραφή του με ελεγχόμενα σημάδια λυρισμού, δωρικότητα ο λόγος του. Ήταν και είναι ο ίδιος ένας καλλιτέχνης,  σχεδίαζε και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια τα κείμενά του, τα δημοσιεύματά του, λαμβάνοντας υπόψη του το έντυπο που δημοσιεύονται και τους αναγνώστες του. Διέθεται πάντα ένα ασκημένο και προσεκτικό αισθητικό βλέμμα. Διέθετε ακόμα μία δεξιότητα και καλλιτεχνική τελειότητα σε αυτά που ήθελε να μας πει και να μας παρουσιάσει. Αρετή σπάνια για συγγραφέα. Τα βιβλία που εξέδωσε έχουν άψογη αισθητική τυπογραφική και εκδοτική εμφάνιση. Εκτός από τα καλά Ελληνικά γνώριζε και άπταιστα Γαλλικά και Αγγλικά. Παρά την μεγάλη και στέρεα παιδεία και ευρεία μόρφωσή του εξέδωσε ελάχιστα βιβλία. Ο κεντρικός πυρήνας των εικαστικών του ενδιαφερόντων, ο θεματικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε ερευνητικά και συγγραφικά ήταν η μεγάλη του αγάπη, η Ελληνική και Ευρωπαϊκή Θαλασσογραφία, το Θαλάσσιο στοιχείο σε όλες του τις πτυχές και τις ανθρώπινες επεμβάσεις και προεκτάσεις του, επιδράσεις του. Μνημειακό του έργο αισθητικής και συγγραφικής τελειότητας και οργάνωσης, έκθεσης του θεματικού υλικού που συγκέντρωσε και ανθολόγησε, είναι η ογκώδης και σπάνιας έκδοσης μελέτη-βιβλίο του «Η Ελληνική Θαλασσογραφία» Αθήνα 1993. Ένας πολυτελέστατος τόμος που καταγράφει με υψηλό αίσθημα επιστημονικής, ερευνητικής ευθύνης, υψηλό ύφος γραφής, καρποφόρας και πλούσιας γλώσσας, προσεγμένης έκφρασης, καίριες ιστορικές και αισθητικές επισημάνσεις, τεκμηριωμένα στοιχεία και πληροφορίες συνθετικό και αναλυτικό βλέμμα την διαδρομή «του θαλάσσιου θέματος, η στοιχειοθεσία, η οργάνωση και η αισθητική του. Η χρονική διαδοχή των καλλιτεχνών και το ιδίωμα με το οποίο εκφράζονται είναι οι όροι της ερμηνείας, αναγκαίοι για την εκτίμηση των διαφοροποιήσεων και των μεταπτώσεών τους, αλλά δεν το υποκαθιστούν.» όπως ο ίδιος στον Πρόλογό του μας ξεκαθαρίζει. Ο ακριβής τίτλος της σπουδαίας αυτής μελέτης είναι «Η Ελληνική Θαλασσογραφία και η Ευρωπαϊκή Θαλάσσια Εικόνα». Ζητήματα που θίγονται για πρώτη φορά με επιμέλεια και φροντίδα σε θεματικές ενότητες κατανομής του υλικού και δυνατότητα «εύκολης» ανάγνωσης των κειμένων και των ζωγραφικών πινάκων από τον αναγνώστη. Λόγος και Εικόνα έδεσαν με απαράμιλλη αρμονία και τελειότητα. Μια μαγευτική έκδοση που η γραφή του τεχνοκριτικού αναδείκνυε το φωτογραφικό-των παρατιθέμενων ζωγραφικών πινάκων- υλικό, και οι πάμπολλοι πίνακες τύπων καραβιών που κοσμούν τις σελίδες σε διάφορες καιρικές συνθήκες, διανθίζουν με την χρωματική και σχεδιαστική τους ομορφάδα την αρτιότητα της αισθητικής των κειμένων και συμπλήρωναν τον οραματισμό της γραφής του συγγραφέα Μανόλη Βλάχου. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις «Ολκός» με την χορηγία του Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση και της Τράπεζας “Eurobank”. Συνεργάστηκε σταθερά με τις εκδόσεις τέχνης «Ολκός» και στην επτάτομη σειρά «Τόπος και Εικόνα. Χαρακτικά Ξένων Περιηγητών» τόμος Στ΄ Αθήνα 1983, δίπλα στα ονόματα των Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, Γιώργου Π. Σαββίδη, Αικατερίνης Κουμαριανού, Πασχάλη Κιτρομηλίδη και άλλων. Τιμητική εκδοτική ακόμα διάκριση προς το πρόσωπό και τις συγγραφικές δουλειές του υπήρξε η εκτίμηση για το ήθος και τη σοβαρότητά του ως άτομο και συγγραφέας, η οικονομική υποστήριξη για μία ακόμη φορά και η ανάληψη της έκδοσης του σπουδαίου και πολυτελέστατου τόμου του Γάλλου άγνωστου σχεδόν ζωγράφου (ακόμα και στην πατρίδα του) φιλέλληνα και αρχαιολάτρη Λουϊ Ντυπρέ (1789-1837), από το Ίδρυμα της οικογένειας Ιωάννου Σ. Λάτση και της Τράπεζας «Ευρωεπενδυτικής» που συνέθεσε ο Πειραιώτης τεχνοκριτικός. Εκδόσεις «Ολκός» 1994. Μία έκδοση που δεν απευθύνεται μόνο σε συλλέκτες και φανατικούς φιλότεχνους. Την υπογραφή του επίσης φέρουν και εκδόσεις της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Βλέπε εισαγωγή του: "Η γένεση της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής (1830-1930" στο "Λεύκωμα" της Έκθεσης στο Μέγαρο της Ε. Τ. Ελλάδας. Το πρώτο του βιβλίο, η διδακτορική του διατριβή, ήταν για τον Πειραιώτη καραβογράφο "Κωνσταντίνο Βολανάκη (1837-1907)" κυκλοφόρησε το 1974 από τις εκδόσεις «Ολκός» που άρχισε η συνεργασία του. Πασίγνωστος ζωγράφος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Βολανάκης στην Πόλη του Πειραιά άφησε πίσω του εκατοντάδες πίνακες πολλοί από τους οποίους δεν θεωρούνται δικοί του μια και ο ζωγράφος σκόρπιζε το ταλέντο του δεξιά και αριστερά για να βιοποριστεί αυτός και η οικογένειά του. Το βιβλίο προσφέρθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, από την ημερήσια απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» στην σειρά των Ελλήνων Ζωγράφων σε επανέκδοση. Συνέγραψε και εξέδωσε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1977 το «Ιωάννης Κούτσης ο θαλασσογράφος». Ένα βιβλίο για τον Σπετσιώτη ζωγράφο (1860-1953) και καραβοκύρη που ανήκει στην «Σχολή του Μονάχου».  Αξιοσημείωτη και προσεγμένη είναι και η κυκλοφορία του βιβλίου του για τον Χιώτη χαράκτη και τα σχέδια του, του Νίκου Γιαλούρη (1928-2003). Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2010 και ήταν ιδιωτική έκδοση. Ο χαράκτης Νίκος Γιαλούρης ασχολήθηκε και με την ποίηση (βλέπε κριτική μας στα Λ.Π.). Βιβλία Τέχνης του Μανόλη Βλάχου που έγιναν ανάρπαστα όταν πρωτοκυκλοφόρησαν και εξαντλήθηκαν γρήγορα.  Εύκολα αναγνωρίζουμε ότι ο πειραιώτης τεχνοκριτικός και φιλόλογος Μανόλης Βλάχος υπήρξε πάντα εκλεκτικός, προσεκτικός και ίσως λιγάκι «αριστοκρατικός» στις επιλογές του. Στο τι επέλεγε να μας παρουσιάσει, για ποιόν καλλιτέχνη να μας μιλήσει, να γράψει πρόλογο. Σε ποιόν άντρα ή γυναίκα ζωγράφο θα έγραφε τον Κατάλογο της Έκθεσής του και θα τον παρουσίαζε στο φιλότεχνο κοινό. Τα νεότερα χρόνια είχε την φροντίδα και μίλησε για εικαστικούς τεχνίτες στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, στο Ναυτικό Μουσείο κλπ.

          Ο Μανόλης Βλάχος (1932-) συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λίγα εκείνα ονόματα που εκπροσωπούν επάξια και τιμούν την Πόλη του Πειραιά και εκτός των εικαστικών της συνόρων. Στον χώρο των Εικαστικών Τεχνών μελετητές και συγγραφείς έργων έχουμε τους Γιώργο Γαλάβαρη (1926-;) ιστορικός της τέχνης και συγγραφέας, Βαγγέλη Παυλόπουλο (1930-1999) τεχνοκριτικός ιδρυτής του «Πολιτιστικού Κέντρου Πειραιά» και της «Αίθουσας Τέχνης», Δημήτρη Σταματάκη (1940-1976) ζωγράφος, σκιτσογράφος, ιδρυτής του Πολιτιστικού Κέντρου «Στοά», Μάνο Στεφανίδη (1954-) πανεπιστημιακός, αρχαιολόγος, τεχνοκριτικός και συγγραφέας. Κώστας Θ. Θεοφάνους (Σμύρνη 1919-Πειραιάς 1/4/2008), ποιητής, μεταφραστής και δάσκαλος Γαλλικών, τεχνοκριτικός και πρώτος καταγραφέας της Εικαστικής διαδρομής του Πειραιά και των ζωγράφων του.

          Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα και επαναλάβαμε, στο σημείωμά μας για την απώλεια του Πειραιώτη Φώτη Πετρόπουλου, που ταξιδεύει πλέον σαν πειραϊκό γλαροπούλι ανάμεσα στα κατάρτια και ιστία των πειραιώτικων καραβιών και ιστιοφόρων, του τελευταίου ίσως Πειραιώτη που πρόλαβε εν ζωή τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, τον πανεπιστημιακό και μεταφραστή Ηλία Κυζηράκο (φευγάτο γλαροπούλι και αυτός) και τον Μανόλη Βλάχο τους πρωτογνώρισα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μετά την Μεταπολίτευση, στην οικία των Φώτη Πετρόπουλου και της συζύγου του Ιωάννας Βλάχου. Έκτοτε, οι επαφές μας συνεχίστηκαν προσκαλούμενες πολλές φορές στο σπίτι του από τον Μανόλη Βλάχο και ερχόμενος και εκείνος στο δικό μου. Οι φιλικές και πνευματικές σχέσεις μας, η κοινή μας επίσκεψη σε Εκθεσιακούς χώρους, Μουσεία και παρακολούθηση κινηματογραφικών ταινιών και θεατρικών παραστάσεων μαζί με τον Βλάχο, οι συζητήσεις και οι συμβουλές του συνεχίστηκαν για αρκετές δεκαετίες και ήσαν πάντα εποικοδομητικές και επωφελείς. Μία ακόμα αιτία συναντήσεών μας υπήρξε και το γεγονός ότι ο Μανόλης μην γνωρίζοντας Γραφομηχανή και έχοντας εγώ αγοράσει και χρησιμοποιώντας μία στο σπίτι μου, γνωρίζοντας να γράφω σε αυτήν, έρχονταν και έγραφα στην Γραφομηχανή μου αρκετά εικαστικά του δημοσιεύματα, αποσπάσματα από χειρόγραφα κείμενά του της «Θαλασσογραφίας» του, από τις μεταφράσεις του, του Λουϊ Ντυπρέ. Ήταν μάθημα και χαρά μου να βλέπω μελέτες σιγά-σιγά συγγραφικά και ερευνητικά να ολοκληρώνονται τα κομμάτια, τα αποσπάσματα των σημαντικών αυτών βιβλίων του. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι ήταν ένα «σχολείο» για μένα στο πώς ένα συγγραφικό παζλ αργά και σταθερά συμπληρώνεται και παίρνει την οριστική, την τελειωτική του μορφή. Έτοιμο να δοθεί στην δημοσιότητα, να φτάσει στα χέρια του αναγνωστικού κοινού με την καλαισθησία που οφείλει να έχει. Έχω διαβάσει τα βιβλία του (εκτός εκείνου για τον Ιωάννη Κούτση). Χρόνια μετά την γνωριμία μας πρέσβευε ότι μάλλον δεν συμφωνούσε με την κυκλοφορία του, χρειάζονταν άλλη επεξεργασία, αλλά δεν επεκτείνονταν περαιτέρω. Για την «Θαλασσογραφία» δημοσίευσα κείμενο στο περιοδικό «Το λιμάνι». Όπως και νάχει τα βιβλία του προσέχθηκαν και αγαπήθηκαν ιδιαίτερα, τα άρθρα του σχολιάσθηκαν επαινετικά, ο ίδιος σαν πνευματική προσωπικότητα πέρα και πάνω από την Πόλη του Πειραιά έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης και θαυμασμού στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Έχει μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες. Σεβασμό και εκτίμησης έχαιρε και από το εκπαιδευτικό περιβάλλον που σταδιοδρόμησε επαγγελματικά μέχρι την συνταξιοδότησή του.

     Ο Μανόλης Βλάχος πριν ακόμα την γνωριμία μας ήταν μέλος της Φιλολογικής Στέγης του Πειραιά-και από τα πριν της επταετίας χρόνια αν δεν κάνω λάθος- και συμμετείχε στις πνευματικές της εκδηλώσεις και παρουσιάσεις Εκθέσεων. Αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό κρίκο της Ιστορικής διαδρομής της Πειραϊκής Σχολής Λογοτεχνίας, των Γραμμάτων και των Τεχνών, της παράδοσης της Πόλης. Ας φέρουμε στην σκέψη μας ότι σύμφωνα με γρήγορους υπολογισμούς οι εικαστικοί τεχνίτες του Πειραιά όπως τους κατέγραψε στα βιβλία του ο Κώστας Θεοφάνους και εγώ τους συνπλήρωσα στο δικό μου βιβλίο υπερβαίνουν τα 300 ονόματα, δεν είναι και λίγοι για μια εργατούπολη, προσφυγομάνα. Για την ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων να αναφέρουμε, ότι όταν μου προτάθηκε να κάνω την ραδιοφωνική εκπομπή «Τα Μακρά Τείχη» στην ελεύθερη ραδιοφωνία του Καναλιού-1 στα πρώτα του βήματα, σκέφτηκα να απευθυνθώ στον Μανόλη να μου δώσει μία συνέντευξη να αρχίσω την ραδιοφωνική εκπομπή, και εκείνος προς τιμή του αφού συζητήσαμε και με συμβούλευσε ότι ήταν πρέπον να ανοίξω την αυλαία της εκπομπής με συνέντευξη του τότε προέδρου του φιλολογικού σωματείου και ιστορικού Γιάννη Χατζημανωλάκη και έτσι έπραξα, παρουσιάζοντας τον και μιλώντας για την πορεία της ΦΣΠ, που ο υποφαινόμενος δεν υπήρξε μέλος της. Μετά από μερικές εβδομάδες σχεδιάσαμε, για την ακρίβεια ο Μανόλης σχεδίασε ένα πλάνο παρουσίασής του στα «Μακρά Τείχη» γράψαμε την εκπομπή στο μικρό κασετοφωνάκι που είχα τότε, και περίμενα αφού στρώσει η εβδομαδιαία εκπομπή και αποκτήσει ένα σταθερό μικρό ακροατήριο να παρουσιάσω την συνομιλία μας. Δυστυχώς τα «Μακρά Τείχη» σταμάτησαν, δεν άρεσαν στην νέα διεύθυνση Βέλιου- Θεοδωρόπουλου. Μου έμειναν οι κασέτες με διάφορους λογοτέχνες του Πειραιά.

Η φιλική μου σχέση με τον Μανόλη Βλάχο διατηρήθηκε, οι επαφές μας ήταν συχνές, και ο σεβασμός προς το πρόσωπό του και το έργο του παρέμεινε σταθερός. Διαισθάνομαι χαμογελώντας ότι το μη άκουσμα της συνέντευξής του στο Ραδιόφωνο του Πειραιά ίσως και να τον ανακούφισε. Ήταν και παρέμεινε πάντα αρκετά σεμνός και διακριτικός, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πάντα συμβουλευτικός και υποστηρικτικός προς τους στενούς του φίλους και συνεργάτες, ίσως κομμάτι δύσκολος, αυστηρός αλλά δίκαιος στις κρίσεις του. Αρκετά δημοσιεύματα μεγαλόσχημων καλλιτεχνών πέρασαν από την δική του συγγραφική πένα και χτένισμα.

          Ο πειραιώτης Μανόλης Βλάχος ας μην φοβηθούμε να το επαναλάβουμε είναι μιας σπάνιας ευαισθησίας και παιδείας, μόρφωσης πρόσωπο. Ένα άτομο που σκιτσάριζε ο ίδιος την δημόσια εικόνα του. Εκείνος αποφάσιζε και οριοθετούσε το πλαίσιο και τα στοιχεία εκείνα που ήθελε να παρουσιάσει στις σχέσεις του με τους διπλανούς του. Έστω και έτσι, η θερμότητα της δημόσιας προσωπικότητάς του ήταν εμφανής. Με νοσταλγία θυμάμαι πόσο ευχαριστήθηκε όταν δημοσίευσα κριτικά μου σημειώματα για βιβλία του. Χαίρονταν και ταυτόχρονα ντρέπονταν σαν μικρό παιδί που μιλούσαν για Εκείνο και το έργο που άφηνε πίσω του. Η συμβολή του στον χώρο και τομείς των Εικαστικών Τεχνών μεγάλη και σημαντική. Εργασιακό και συγγραφικό μοντέλο για αρκετούς νεότερούς του. Ανάδειξε αρκετούς έλληνες ζωγράφους και πρόβαλε την ελληνική ζωγραφική στο εξωτερικό. Μας μίλησε για έργα ξένων ζωγράφων που επισκέφτηκαν την Ελλάδα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έργα και σχέδια που απεικονίζουν την εικόνα της χώρας και των ελλήνων τα δύσκολα αυτά της σκλαβιάς χρόνια. Κάτι που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι ο Μανόλης Βλάχος έτρεφε μια ιδιαίτερη, μεγάλη αγάπη για την Ισλαμική Τέχνη, πάντα μιλούσε για αυτήν και μας πρότεινε να την γνωρίσουμε. Έννοια του πώς θα διαχειριστούν οι φυσικοί του κληρονόμοι την Βιβλιοθήκη του και τους πίνακές του. Και κάτι που σε εμένα έκανε μεγάλη εντύπωση σαν αναγνώστη βιβλίων και περιοδικών. Όλα τα βιβλία του Μανόλη Βλάχου είναι «άθικτα» σαν να είναι μόλις σήμερα αγορασμένα. Ο Μανόλης Βλάχος όπως φαντάζομαι και αρκετοί άλλοι, διάβαζαν και διαβάζουν τα βιβλία αλλά δεν σημείωναν στο περιθώριο και στις σελίδες τους, κρατούσαν ξεχωριστές σημειώσεις σε φύλλα. Με τον τρόπο αυτό της ανάγνωσης τα Βιβλία παρέμεναν άθικτα, καινούργια. Αντίθετα από άλλους όπως ο γράφων που «βασανίζει» το βιβλίο το γεμίζει με σημειώσεις στο πλάι με στυλό ή μολύβι και χαίρεται όταν διαβάζει το τι σημείωσε ο προηγούμενος αναγνώστης στην δική του ανάγνωση. Ο Μανόλης Βλάχος δεν διάβαζε μόνο βιβλία των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, βιβλία και περιοδικά των Εικαστικών Τεχνών, ήθελε να είναι ενημερωμένος τόσο για την ελληνική όσο και για την ξένη γραμματεία. Διάβαζε ποίηση, μυθιστορήματα, δοκίμια, όπως έλεγε για να είναι ενημερωμένος για τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα, τις λογοτεχνικές τάσεις, στο πως εξελίσσεται και χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα από τους νεότερους σε ηλικία δημιουργούς, τις νέες γενιές των συγγραφέων. Επέλεγε και απόρριπτε συγγραφείς αλλά διάβαζε. Εμπλούτιζε τις γνώσεις του και πρότεινε στους φίλους του νέες εκδόσεις. Τις φιλολογικές εκδόσεις που αγόραζε τις χάριζε ή τις πετούσε μια και τα ράφια της Βιβλιοθήκης του και άλλων χώρων του ευρύχωρου σπιτιού του κατελάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά βιβλία Τέχνης και Λευκώματα.

          Θα όφειλε ο Δήμος Πειραιά να τιμήσει με την σειρά του αυτά τα αξιοσημείωτα και προβεβλημένα παιδιά του που τον τίμησαν πριν φύγουν για το αιώνιο ταξίδι ή τους καθηλώσουν στο κρεβάτι οι διάφορες ασθένειες; Όχι ότι το έχουν ανάγκη αλλά να, βρε παιδιά του Πειραιά που ασχολείστε με τον Πολιτισμό της Πόλης, ας μην είσαστε- είμαστε σφιχτοί στις τιμητικές μας αναφορές σε πρόσωπα και άτομα τέτοιου Πειραϊκού μεγέθους και ποιότητας, ήθους ζωής και συμπεριφοράς.

Όπως έγραψε ο αρχαίος ιστορικός η Πόλη και τα Τείχη που την φρουρούν είναι το έμψυχο ανθρώπινο υλικό της. Ας μην το λησμονούμε. Κάνω λάθος ή φλυαρώ και μιλώ επί ματαίω!

ΥΓ. Το απόσπασμα του ποιήματος που αντέγραψα στο προηγούμενο σημείωμα για την απώλεια του Πειραιώτη Φ. Π. ήταν από το ποίημα «ΑΣΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ» του Θεόδωρου Ξύδη.

Η νιότη σου ως του κήπου γιασεμί,

που όλο πληθαίνει.

          Σα χυμένη ανάσα.

Μεσ’ στην ημέρα πάλλευκη θωριά.

Όψη που φέρνει θείον αναπαμό

στα μάτια.

          Είναι για τ’ άγγιγμα του πράου,

του τρισευγενικώτερου χεριού.

Κι’ ένα πουλί, ένα αηδόνι, στο λιγνόφυλλο

κλαδί του.

              Ο μικρός τραγουδιστής,

που αρχίζει το τραγούδι της αυγής,

και τ’ άσματα της εσπέρας το σταλάζει

σε αγιόκλημα.

          Κελάδημα θερμό

σε αγράμπελη’ παθητική φωνή.

Η τέλεια καλωσύνη της ψυχής

παντού απλωμένη.

          Ο πόθος της λαλιάς,

που δε βαστάει για να τον κλείσουν στο κλουβί,

 

Κι’ έρχεται από τις ώρες μιά, η Ηώς,

και έχει αδελφό τον Ήλιο.

          Σύντομη χαρά

στο διάστημα του χρόνου του διαβάτη,

ρίγος απρόσμενο στην έκφραση.

Ροδοστεφανωμένη.

          Ροδοδάχτυλη.

Κι’ ας την παραμονεύει ο χαλασμός!

 

Ψυχή ακατάλυτη, άφθαρτη, σε παίρνουν

οι σκόρπιες αύρες’

          με τα μύρα των βουνών,

με των γιαλών την κυματόφερτη δροσιά.

Κι’ εσύ, μακάριο πνεύμα, ταξιδεύεις

σα ρεμβασμός.

          Τ’ ακτινοβόλημά σου

στο πρόσωπο λυσίπονη γαλήνη.

Η άκρα ευδαιμονία του παντός

μακρυά απ’ τα πάθη’

          με την προσδοκία

χαίρεται τ’ άγιο τρόπαιο της σιγής.

Είπαν, ο ήχος του θανάτου είναι βαθύς’

το σύμβολό του μυστικό’

          πανάρχαιος λόγος:

η ομάδα των παρθένων που θρηνεί.

Όχι’ δεν είναι από το βάρος της θανής.

Να μη το πούμε μοιρολόγι.

          Άσμα θανάτου,

που δε γνωρίζει πίκρα’ ούτε χαρά.

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

28/8/ 2025.

Ημέρα Μνήμης Μικρασιάτικου Προσφυγικού Ελληνισμού

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Ένας Πειραιώτης στην γειτονιά των Αγγέλων

 

Μνήμη Φώτη Πετρόπουλου

«…….Η άκρα ευδαιμονία του παντός

μακρυά απ’ τα πάθη’

      με την προσδοκία

χαίρεται τ’ άγιο τρόπαιο της σιγής.

Είπαν, ο ήχος του θανάτου είναι βαθύς’

το σύμβολό του μυστικό’

      πανάρχαιος λόγος:

η ομάδα των παρθένων που θρηνεί.

Όχι’ δεν είναι από το βάρος της θανής.

Να μην το πούμε μοιρολόγι.

     Άσμα θανάτου,

που δεν γνωρίζει πίκρα’ ούτε χαρά.»

                 Θ. Ξ.

     Έφυγε πλήρης ημερών σε Νοσοκομείο στην Αθήνα ο παλαιός γηγενής Πειραιώτης Φώτης Πετρόπουλος. Πειραιάς 6 Μαρτίου του 1930- Αθήνα Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025. Ο Φώτης Πετρόπουλος ο γλυκύτατος και φιλόξενος πάντα με όλους τους φίλους του αυτός πειραιώτης, το σπίτι του τόσο στο κέντρο του Πειραιά όσο και στην Αγία Παρασκευή όπου είχε εδώ και χρόνια μετακομίσει οικογενειακώς, ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο. Ευτύχησε να κλείσει τον βιολογικό του κύκλο κοντά στην αγαπημένη του κόρη, την Φωτεινή Πετροπούλου καθηγήτρια της Πληροφορικής και δίπλα στην μοναδική σύντροφο της ζωής του την συνταξιούχο Γυμνασιάρχη στην δημόσια εκπαίδευση καθηγήτρια των Αγγλικών Ιωάννα Βλάχου. Η Ιωάννα μου μετέφερε την άσχημη είδηση και την πληροφορία ότι η εξόδιος ακολουθία θα τελεστή στο Νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά στις 12 μ.μ, αύριο Τρίτη 26 Αυγούστου όπου η οικογένεια διατηρεί οικογενειακό μνήμα.

          Είναι δύσκολο και σχεδόν ακατόρθωτο να γράψεις σε ένα επικήδειο σύντομο σημείωμα την ζωή και τον βίο ενός ανθρώπου από τον Πειραιά, που γνωρίζεις σχεδόν μισόν αιώνα, τον ίδιο και την οικογένειά του. Σε έχουνε προσκαλέσει δεκάδες φορές σπίτι τους, έχεις ανέβει τα σκαλιά της πολυκατοικίας που διέμενε στην περιοχή της Τερψιθέας, έχεις φάει μαζί τους και με άλλα φιλικά τους πρόσωπα από την πόλη του Πειραιά, και το κυριότερο έχεις κάνει άπειρες πνευματικές συνομιλίες και λογοτεχνικές συζητήσεις με αυτήν την πάντα πρόσχαρη και χαμογελαστή και γιομάτο καλοσύνη Οικογένεια. Η επαφή μαζί τους ήταν πάντα μια αποκάλυψη, μία έκπληξη, ένας «κουλτουριάρικος» καλλιτεχνικός ενθουσιασμός. Μάθαινες και άκουγες τόσα υπέροχα πράγματα κοντά τους, όταν μάλιστα ήσουν σε μια τρυφερή εφηβική ηλικία και σαν σφουγγάρι άκουγες και διάβαζες τα πάντα- είχατε τόσα πράγματα να κουβεντιάσετε, να συμφωνήσετε, να ανταλλάξετε ιδέες, να εκφράσετε την γνώμη σας, ακόμα και να διαφωνήσετε, και όλα αυτά τα υπέροχα απογεύματα ή βράδια, οι συναντήσεις γίνονταν σε ένα πάντα οικογενειακό ζεστό περιβάλλον με εύγεστα απλά ελληνικά μαγειρεμένα φαγητά που συνοδεύονταν με λίγη ρετσίνα και κατόπιν, το απαραίτητο φρούτο ή γλύκισμα. Σε αυτό το πνευματικό και των εδεσμάτων φιλόξενο τσιμπούσι είχα λάβει μέρος άπειρες φορές έπειτα από πρόσκληση της Ιωάννας Βλάχου (και του Φώτη) που έτυχε να την έχω καθηγήτρια-Γυμνασιάρχισσα στο νυχτερινό γυμνάσιο του Πειραιά που στεγάζονταν στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά. Η φιλομάθειά μου προσέχθηκε από την Ιωάννα Βλάχου και με προσκάλεσε να την επισκεφτώ στο σπίτι τους για πρώτη φορά. Εκείνο το απόγευμα γνώρισα την μικρή κορούλα τους την Φωτεινή και την μεγάλης ηλικίας μητέρα του Φώτη, την κυρία Φωτεινή μία καλοσυνάτη μορφή παλαιάς σχολής Πειραιώτισσα. Ήρεμη και πράα και πάντα να ενδιαφερθεί για σένα. Η οικογένεια Πετρόπουλου ήταν φίλοι με την οικογένεια του ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου και τεχνοκριτικού, συγγραφέα Μανόλη Βλάχο και την οικογένεια του καθηγητή και μεταφραστή Ηλία Κυζηράκου. Με τον καθηγητή Μανόλη Βλάχο σχεδόν συνομήλικο του Φώτη ήσαν παιδικοί φίλοι. Οικογενειακοί φίλοι ήσαν και εξακολουθούν να είναι η οικογένεια του Φώτη Πετρόπουλου και της Γιάννας Βλάχου με τον νεότερό τους εκπαιδευτικό Ηλία Κυζηράκο. Το Σχολικό οίκημα των αδερφών Κυζηράκου υπάρχει ακόμα-σήμερα βρίσκεται στην Σχολική δικαιοδοσία του δημοσίου- στο ύψωμα της οδού Λακωνίας στα Μανιάτικα. Έτσι τα απογευματινά πνευματικά «σουαρέ» έδιναν και έπαιρναν και φάνταζε πολύ ευχάριστο και σημαντικό για το νεαρό μαθητή από τον Πειραιά της Ιωάννας, που, άτομα φτασμένα, καλλιεργημένα και με πολιτισμό δέχονταν στην συντροφιά τους ένα παιδαρέλι που πρωτοάνοιγε τις φτερούγες του να γνωρίσει τον κόσμο της λογοτεχνίας και της καλλιτεχνίας. Οι φιλικές επαφές συνεχίστηκαν, διατηρήθηκαν και πρόσφεραν πλούσιες πνευματικές και φιλικές εμπειρίες και αναμνήσεις. Μάλιστα, με την Ιωάννα Βλάχου, την σύζυγο του Φώτη, είχαμε παρακολουθήσει αρκετές φορές διάφορες θεατρικές παραστάσεις σε αίθουσες του Πειραιά όταν παρουσίαζαν τα έργα τους ελληνικοί και ξένοι θίασοι είτε στο Δημοτικό Θέατρο είτε αλλού. Όπως και με την φιλική συντροφιά του Μανόλη Βλάχου που η οικία του βρίσκεται κοντά στην οικία του Πετρόπουλου και τον Ηλία Κυζηράκο που το σπίτι τους βρίσκονταν στην οδό Μακεδονίας στην περιοχή της Αγίας Σοφίας κοντά στην οικογενειακή εστία ενός παλαιού και καλού παιδικού φίλου του πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού στην Αυστραλία, συγγραφέα και μεταφραστή κυρίου Βρασίδα Καραλή, στου οποίου το σπίτι αρκετές φορές η κυρία Τασία η μητέρα του μας περιποιόταν. Όπως διαπιστώνουμε εκ των υστέρων, το πνευματικό και φιλικό περιβάλλον της εποχής στον Πειραιά ήταν το κατάλληλο για να καλλιεργηθούν οι προθέσεις για έναν νεοσσό που άνοιγε τα φτερά του να «κατακτήσει» τους αιθέρες της λογοτεχνίας, της ποίησης, της κριτικής κλπ. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο γνώρισα και ένα άλλο πνευματικό φυτώριο του Πειραιά, τον ξακουστό «Πύργο» στην περιοχή των Καμινίων κοντά στους Αλευρόμυλους της παλαιάς πειραιώτικης οικογένειας Κωνσταντοπούλου (Κατίνα Παξινού, Αθηνά Δηλαβέρη, Βαρβάρα Κωνσταντοπούλου…), όπου διέμενε ο καθηγητής μαθηματικών και παιδαγωγός Γιώργος Βαρδαλάκης-κατάγονταν από παλαιά ευκατάστατη Κρητική οικογένεια- με τον φίλο του Ιατρό και φιλόλογο ποιητή Νίκο Τόμπρα από την Κόρινθο. Ο Πειραιάς και η ατμόσφαιρά του μετά τα πρώτα έτη της πολιτικής μεταπολίτευσης και αποκατάστασης της δημοκρατίας υπήρξε από διάφορες πλευρές, από πολλούς διαύλους πνευματικής επικοινωνίας και δημόσιους παράγοντες, και ασφαλώς από διάφορα πρόσωπα που αγαπούσαν και ασχολούνταν με τις τέχνες και τα γράμματα ένα ανοιχτό σχολείο για εμάς τις νεότερες γενιές των Πειραιωτών που περπατούσαμε στα σοκάκια του και αναπνέαμε την θαλάσσια αύρα του.

          Όταν γίναμε πια φίλοι με την οικογένεια του Φώτη Πετρόπουλου και επισκεπτόμουνα το φιλικό σπίτι τους, πληροφορήθηκα από τον Φώτη και συνομιλώντας για την ποίηση και τον συμβολιστή ποιητή καταγόμενου από την Χίο αλλά διαμένοντα στον Πειραιά Λάμπρο Πορφύρα, ότι ο Φώτης, σαν μικρό παιδάκι πρόλαβε και είδε από κοντά τον πειραιώτη ποιητή του Μεσοπολέμου Λάμπρο Πορφύρα, ξάδερφο του ποιητή- αρχιτέκτονα πειραιώτη Δημήτρη Πικιώνη. Μάλιστα ο Φώτης είχε μέχρι πρόσφατα στην κατοχή του μία μικρή «μαγκούρα» ένα ραβδάκι που στηρίζονταν ο ποιητής, καθώς περπατούσε στην περιοχή της Πειραϊκής και της Φρεαττύδας και το δώρισε στον μικρό Φώτη Πετρόπουλο. Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας συνήθιζε να τρώει σε ορισμένες μπακαλοταβέρνες της εποχής, και μία από τις δύο-τρείς που επισκέπτονταν ήταν και η μπακαλοταβέρνα του πατέρα του Φώτη του κυρ Αναστάση, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά. Ο Φώτης Πετρόπουλος, ακόμα και μέχρι πριν φύγει από την ζωή, θυμόταν τον ποιητή, σιγοψιθύριζε ποιήματά του και έφερνε στην σκέψη του τις στιγμές εκείνες που ο Πειραιώτης ποιητής καθόταν στο τραπέζι και ο μικρός γιός του μπακάλη τον σερβίριζε και τον παρατηρούσε με τα έκπληκτα μάτια του. Μάλιστα, μας εξομολογούνταν, ότι στην ταβέρνα-μπακάλικο των γονιών του υπήρχε μία φωτογραφία του ποιητή, και όλοι οι παλαιοί Πειραιώτες, απλοί άνθρωποι του μόχθου, πειραιώτες ψαράδες και χαμάληδες του λιμανιού μιλούσαν για τον Ποιητή με σεβασμό και ανέμεναν την άφιξή του να φάει μαζί τους. Μάλιστα ο Φώτης μου έλεγε ότι έβλεπε τον Λάμπρο Πορφύρα να μην τρώει όλη την μερίδα που του σερβίριζαν και να φιλάει στην λαδόκολλα του τραπεζιού- ήταν συνήθως ένα κρασοβάρελο- το υπόλοιπο του φαγητού και να το πηγαίνει στην επιστροφή στο σπίτι του σε διάφορα φτωχά άτομα της γειτονιάς του. Ο Φώτης από την παιδική αυτή ηλικία θυμόταν και άλλα Πειραϊκά στιγμιότυπα της εποχής του. Ήταν χάρμα οφθαλμών να ακούς από τα χείλη του να σου διηγείται γεγονότα και καταστάσεις του παλαιού προπολεμικού Πειραιά. Η Ιωάννα, ήταν η άλλη τροφοδότρια πηγή της παρέας για καλλιτεχνικά θέματα και γεγονότα, εκδηλώσεις της εποχής που συνήθιζε με τους δικούς της φιλικούς ανθρώπους να παρακολουθεί. Ένας άλλος Πειραϊκός αέρας ελευθερίας και ιδεών φυσούσε στην οικογενειακή τους εστία. Μια καθαρότητα προθέσεων και πλησιάσματος στις σχέσεις τους με τους διπλανούς τους. Άδολες οι ψυχικές και προσωπικές της Πειραϊκής αυτής οικογένειας επαφές. Προέρχονταν από ένα Πειραιώτικο αξιακό κώδικα ζωής πραγματικής, αληθινής.

      Ένα κλίμα βίου και δημόσιων σχέσεων και συναναστροφών Πειραιώτικου ήθους και αξιοπρέπειας, φιλικής συντροφικότητας που δεν υπάρχει πια. Ένα- ένα τα Πειραιώτικα γλαροπούλια αποδημούν, όπως και ο Φώτης Πετρόπουλος. Ταξιδεύοντας για το αιώνιο ταξίδι χάνεται και ότι έχει απομείνει από την παλαιά μνήμη της Πόλης του Πειραιά, από τις εικόνες της και τις με ανθρώπινο πρόσωπο καταστάσεις της.

Καλό ταξίδι ΦΩΤΗ

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025           

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Μνήμες Καλοκαιριού

 

Καθώς το Καλοκαίρι φεύγει

          Εικόνα 1

Είχε Αυγουστιάτικη σελήνη όταν γνωριστήκαμε

πυροφάνι ο έρωτας

σελάγιζε στις Κυκλαδίτικες θάλασσες

ανάμεσα σε κάτασπρα σοκάκια

έπαιζε κρυφτό η αγάπη μας

ασβεστωμένα ξωκλήσια

έκρυβαν τον πόθο μας

Σαν την άμμο της κλεψύδρας

έσβυσε ο έρωτάς μας.

--

Εικόνα 2

Ψιθύρισα το όνομά σου

σ’ ένα Μυκονιάτικο κοχύλι

ο ήχος της αγάπης

βγήκε βραχνός, υπόκωφος

το υγρό σου σώμα

στην άδεια παραλία

με νωχέλεια

ηδονικό πόθο

ανέμενε το άγγιγμα των χειλιών μου

Νύχτα με τη νύχτα

έσβηνε η λαγνεία σου

--

          Εικόνα 3

Ματωμένη ψυχή

της Πόλης

παράνομοι έρωτες

ρεμπέτες

λιάζονται

πάνω στα Μακρά Τείχη

γενιές Πειραιωτών

διψασμένες για ηδονή

η σιωπή της θάλασσας

που μας αρμύριζε

κρύβοντας τα μυστικά μας

ποιος θυμάται ποιόν

θερμό μου Καλοκαίρι

ξαφνικό πυροτέχνημα

της μνήμης

--

          Εικόνα 4

Μια πειραιώτικη θαλασσογραφία

τα μάτια σου

ο ήλιος έσταζε

την ηδονή σου

σιωπηλά ακουμπούσες στο στήθος μου

μετά το λαχάνιασμα του τελευταίου φιλιού σου

ο δικός μου αναστεναγμός

άραγε,

αύριο

θα μ’ αγαπάς ακόμα;

(θα με ποθείς ακόμα;)

--

          Εικόνα 5

Στήθος το στήθος

Πειραιώτικη θάλασσα

καλούσες σιμά σου

τους ναυτικούς μου έρωτες

Αντάρτισσα μνήμη

αλήτικα φιλιά

ξέμπαρκοι πόθοι

ναυμαχίες σωμάτων

πάνω στα λευκά σεντόνια

στα βράχια της Πειραϊκής

τύψεις στιγμών

ανεπανάληπτων

ποιό παλληκάρι άραγε

να σε χαίρεται τώρα….

--

          Εικόνα 6

Θυμάμαι

τα ήσυχα βράδια

που η Πόλις κοιμάται

στον Πειραιά

ξαγρυπνώντας

εκείνο το βαρύ ερωτικό ζεϊμπέκικο

που σηκώθηκες να χορέψεις

για πάρτη μου

φορώντας την στρατιωτική στολή σου

σ’ ένα καπηλειό της Τρούμπας

εκείνο το βράδυ που γνωριστήκαμε

Για σένα

είπες

και αυτά τα λακκάκια στα λαγόνια σου

έσκυψες και με φίλησες με πάθος

Φύγαμε με την μοτοσυκλέτα σου

Φτάσαμε στο σπίτι

μπήκαμε στο δωμάτιο

γδύσου μου είπες

θα χορέψουμε μαζί

το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

--

          Εικόνα 7

Λαβωματιές του έρωτα

Καλοκαιρινές αναπολήσεις

Ό,τι σούδωσα

Ό,τι μου πήρες

Ό,τι αγαπήσαμε μαζί

σ’ αυτήν την Πόλη

θρυμματισμένη μνήμη

Εστίες της καρδιάς

στοργή των κορμιών

της ψυχής ανθίσματα

ξεθωριασμένες αποταμιεύσεις

Καλοκαιρινό μπουρίνι

φαρμάκι η ποίηση

--

          Εικόνα 8

Γεύση από ιώδιο το φιλί σου

οδύνη της μοναξιάς

καθώς αιμορραγούν

οι λέξεις της μνήμης

που γίνονται ποίημα

Πυρετός της αγάπης μας

βασανισμένα Καλοκαίρια

σποράς μέσα στη σιωπή.

Οι στίχοι

και η αιδώ τους

--

          Εικόνα 9

Οι στάχτες μπαίνουν από το παράθυρο

μια γάτα νιαουρίζοντας

ακονίζει τα νύχια της πάνω σ’ έναν κορμό δέντρου

ο παράκλητος έρωτας

ετοιμάζει τα τόξα του

Μια σαύρα

με κοιτάζει ξαφνιασμένη και ακίνητη.

Στο ηλιοκαμένο σώμα

στην παραλία

λαβωμένο

από το βλέμμα μου

όλο κάψα

δύει ο ήλιος του Καλοκαιριού

--

          Εικόνα 10

Καλοκαιρινές Κυριακές

λιόδεντρα του έρωτα

μυρωδιά θυμαριού της αγάπης

Πειραϊκός λίβας

σφιχτά αγκαλιάσματα

ιδρωμένων σωμάτων

Η συνάντησή μας

Οι επαφές μας

in coitu inluminatio

--    

          Εικόνα 11

Τι διασώζουν αυτές οι παλαιές φωτογραφίες

πάνω στο τραπέζι της μνήμης

Τι προσπαθεί να διασώσει η ποίηση

από τις κρυφές στιγμές ενός Καλοκαιρινού απογεύματος

Μικρές εφηβικές στιγμές της περασμένης ζωής

μεθύσια του σώματος

ρετσίνι των ονείρων

ήχοι από τζιτζίκια της αγάπης

φλοίσβοι ματωμένων φιλιών

αχόρταγη θάλασσα

πλανεύτρα

ότι απόμεινε

είναι ένα καλάθι με λέξεις

ένα τσαμπί από στίχους

μια φέτα δροσερό καρπούζι

από στροφές.

Το Ποίημα Έρωτας.

--

Άκου:

«Μην κουνηθείς

     Άσε τον άνεμο να μιλήσει

        αυτό είναι παράδεισος.

 

Οι Θεοί ας συγχωρέσουν

     ό,τι έκανα

Εκείνοι π’ αγαπώ ας προσπαθήσουν να συγχωρέσουν

       ό,τι έκανα».

Σημείωση: Οι τελευταίοι στίχοι είναι από τα ΚΑΝΤΟ του αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ σε μετάφραση Ηλία Κυζηράκου.

ΥΓ. Πολύ αξιόλογα τα ιστορικά ντοκιμαντέρ του Καναλιού της Βουλής και της ΕΡΤ-3. Η σειρά που δείχνει όσους συνεργάστηκαν με το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ και την ομάδα του. Νομικοί, Δικαστικοί, Ιερείς, Αρχιτέκτονες, Μηχανικοί, Βιομήχανοι, Οικονομικοί παράγοντες, Πυρηνικοί Επιστήμονες, Κατασκευαστές αυτοκινήτων, Εφευρέτες της εποχής, Ιατροί επιστήμονες. Δημοσιογράφοι, εκλεγμένοι Πολιτικοί της Βαϊμάρης. Συγγραφείς που έγραφαν τους λόγους των στρατοκρατών για να δικαιολογήσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και της εθνοκάθαρσης φυλών και μειονοτήτων στην εδραίωση της Άριας φυλής.- Ενδιαφέρον παρουσίαζε και το ιστορικό ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η ΕΡΤ-3 με την αποκαθήλωση, την εξορία, την φυλάκιση, την δολοφονία ενός από τους ηγέτες της Ρώσικης Επανάστασης, του Λέοντα Τρότσκι στο Μεξικό από τον πατερούλη δικτάτορα Στάλιν. Η τέταρτη διεθνής. Η Επανάσταση που έφαγε τα παιδιά της. Όλη η οικογένεια του Τρότσκι αποδεκατίστηκε, δύο αγόρια, δύο κορίτσια. Επέζησε μόνο ένας εγγονός. Ύπουλος ο ρόλος και του Μεξικανού ζωγράφου Σικουέριος. Ο Στάλιν έβαλε τους ανθρώπους του και τον δολοφόνησαν στο Μεξικό που είχε καταφύγει. Η Ιστορία διδάσκει αρκεί να την διαβάζουμε.- Έφυγε σε προχωρημένη ηλικία ο μαρξιστής φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, φυσικός και χημικός Ευτύχιος Μπιτσάκης.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

23 Αυγούστου 2025      

 

 

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Η Γαλλίδα ποιήτρια Λουϊζα Λαμπέ και τα Σονέτα της

 

Η ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ

(LOUISE LABE)

ΚΑΙ ΤΑ

ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ  ΣΟΝΝΕΤΑ  ΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ

Κ Ο Υ Λ Η  Α Λ Ε Π Η

ΠΥΡΑΜΙΣ 1961

Σελίδες 32. Διαστάσεις 15Χ21

Τιμή παλαιοπωλείου 13 ευρώ

(Το βιβλίο ο μεταφραστής το στέλνει με αφιέρωση: «Στον εξαίρετο φίλο τον ποιητή, ηθοποιό κλπ. Μήτσο Λυγίζο.» Με την φιλία μου Κούλης Αλέπης).

Στην πρώτη μέσα σελίδα αναγράφεται η διεύθυνση του ποιητή και μεταφραστή Μαραθωνοδρόμου … Παλαιό Ψυχικό. Και την ημερομηνία 27/3/1962 που στάλθηκε το βιβλίο. Στην δεύτερη σελίδα αναφέρονται τα ΕΡΓΑ του Λάκωνα ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη (Αρεόπολη ;/9/1903- 13/8/1986). Στο ΠΑΡΟΡΑΜΑ στο τέλος της σελίδας διαβάζουμε: «Στη σελ. 29 ένατο στίχο, διορθώνεται η φράση «να να ειπώ» στη σωστή «να ειπώ». Στα Παροράματα της έκδοσης, να προσθέσουμε ένα ακόμα μικρό λαθάκι. Το τελευταίο Σοννέτο με νούμερο 24 φέρει το νούμερο 26. Και σύμφωνα με την γραμματική της εποχής η λέξη Σονέτο γράφεται με δύο ν.

Στην τρίτη σελίδα μεταφέρεται ο τίτλος του εξώφυλλου μέσα σε σκούρο πλαίσιο. Ακολουθεί μικρή εισαγωγή σ.5-7 με τίτλο «ΛΟΥΙΖΑ ΛΑΜΠΕ» του Κούλη Αλέπη. Από την σελίδα 9-32 έχουμε την μετάφραση των 24 ΣΟΝΝΕΤΩΝ αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. I-XXIV. Τέλος στο οπισθόφυλλο αναφέρονται τα εξής με κεφαλαία γράμματα: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΗΣ» ΜΕΤΑΦΡΑΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΛΗ ΑΛΕΠΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ ΧΙΛΙΑ ΕΝΙΑΚΟΣΙΑ ΕΞΗΝΤΑ ΕΝΑ ΣΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ «ΠΥΡΑΜΙΣ» ΤΗΣ ΙΛΕΑΝΑΣ Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ- ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ 6 ΑΘΗΝΑ.

          Σε αυτόν που τόλμησε πρώτος

          Αυτή είναι η ταυτότητα του βιβλίου των 24 ΣΟΝΕΤΩΝ της γαλλίδας ποιήτριας της περιόδου της Αναγέννησης Λουϊζας Λαμπέ, της επονομαζόμενης και «Νέα Σαπφώ» που μετέφρασε για πρώτη φορά στα ελληνικά ο ποιητής και μεταφραστής, ζωγράφος Κούλης Αλέπης το 1961. Για να είμαστε ακριβέστεροι, ο ποιητής και μεταφραστής μας είχε δώσει δείγμα της μεταφραστικής του δουλειάς-για πρώτη φορά- πάνω στα Σονέτα της Λαμπέ, πριν δέκα τρία χρόνια, όταν στο παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία» έτος ΚΒ΄- τόμος 43ος –τεύχος 493/ Αθήναι, 15 Ιανουαρίου 1948 στις σελίδες 83-85 μετά το εκτενές κείμενο του Αιμίλιου Χουρμούζιου «Ηθικός Απόλογος» και πριν το κείμενο «Η Προφητεία του Αστρονόμου» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ο Κούλης Αλέπης μας παρουσιάζει σε δική του μετάφραση 7 Σονέτα της Λουϊζας Λαμπέ (LOUISE LABE). Τα VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, XIX. Η πρώτη αυτή γνωριμία του ελληνικού κοινού της ποίησης με τα ποιήματα της ερωτογράφου ποιήτριας και χειραφετημένης, ελεύθερης και ανεξάρτητης γυναίκας της εποχής της-που χάθηκε σχετικά νέα- συνοδεύεται με την μικρή αλλά έγκυρη σε πληροφοριακά στοιχεία εισαγωγή του Κούλη Αλέπη. Μάλιστα ο Αλέπης μας δηλώνει τις πηγές που ανέτρεξε και άλλες που είχε υπόψη του, λόγω όμως περιορισμού των σελίδων του περιοδικού δεν μνημονεύει. Δεν μας δίνονται άλλα στοιχεία πέρα από την μετάφραση του Σονέτου. Δηλαδή την ακριβή χρονολογία της μετάφρασης κάθε ποιήματος, αν μεταφράστηκαν όλα μαζί την ίδια χρονική περίοδο ή αν δουλεύτηκαν μεταφραστικά δεύτερη φορά και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν προσθέτει φιλολογικά σχόλια, δεν επεξεργάζεται το ποιητικό υλικό, ούτε μας μιλά για τα τεχνικά – γλωσσικά, μετρικά, υφολογικά προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την μετάφραση. Από πόσες λέξεις παραδείγματος χάριν αποτελείται κάθε Σονέτο στην μετρική του ή συνολικά, όπως γράφει στις δικές του σύγχρονες μεταφράσεις ο ποιητής Ξάνθος Μαϊντάς.  Ούτε μας αναφέρει-ο Κ. Αλέπης- αναφέρεται εξαιτίας ποιάς αφορμής καταπιάστηκε με την μετάφραση του έργου της, και μάλιστα σε μία κρίσιμη ιστορικά και πολιτικά περίοδο για την χώρα μας, 1948 μέσα στην πενταετία του εμφύλιου σπαραγμού. Οι μεταφράσεις γίνονται από την γαλλική γλώσσα. Η πρώτη αυτή μεταφραστική παρουσίαση στα ελληνικά της Λουίζας Λαμπέ γνωστής και ως La belle Cordiere, της πολεμίστριας σχοινοποιού παντρεύτηκε τον πλούσιο και μεγαλύτερό της σε ηλικία σχοινέμπορο Perrin, στα ελληνικά στο περιοδικό «Νέα Εστία» μεταφέρθηκε μεταγενέστερα στο βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1961 συμπληρωμένη και με τα υπόλοιπα Σονέτα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κούλης Αλέπης είναι σύνθετη, αρκετά ρήματα είναι σύνθετα, έχουμε την χρήση περισσότερων ουσιαστικών παρά επιθέτων. Πολλά σημεία στίξης, και το ρήμα είναι συνήθως σε πρώτο πρόσωπο. Υπάρχει σε ορισμένα Σονέτα ένα είδος άτυπου διαλόγου, νομίζεις ότι η ποιήτρια δεν απευθύνεται μόνο στον εραστή της άλλον, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό, στην δική της και την δική του ψυχή και σώμα. Πολλές λεξούλες κόβονται έχουμε αρκετούς αποστρόφους για να αποφεύγεται η χασμωδία. Οι Εικόνες είναι έντονες, λάμπουν ή είναι ομιχλώδεις όπου χρειάζεται να δηλώσουν την απώλεια. Η διάθεση του ποιητικού υποκειμένου έχει συνήθως σκαμπανεβάσματα ακόμα και μέσα στο ίδιο το Σονέτο καθώς απλώνει τον κόσμο των συναισθημάτων της. Άλλες φορές αντικρίζει τον εαυτό της με τα δικά του μάτια σκεφτόμενη πώς εκείνος θα ερμήνευε την συμπεριφορά και τις εκδηλώσεις της. Τα μοτίβα προέρχονται από την φωτόλουστη και χαροποιό πλευρά της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης, το ίδιο και η ποιητική σκηνογραφία, δεν είναι χριστιανική προερχόμενη από τον θρησκευτικό μεσαίωνα είναι αρχαιοελληνική, των Εθνικών Θεοί και Θεές και οι συμβολισμοί τους. Η μετάφραση τρέχει, έχει εσωτερικό ρυθμό, ξέχειλο λυρισμό. Έχουμε μία Δημοτική γλώσσα με στοιχεία καθομιλουμένης λαϊκής προφοράς. Ορισμένα Σονέτα θυμίζουν Μπαλάντες. Ο Κόσμος των αρχαίων Ελληνικών Θεών και οι συμπεριφορές τους, επεμβάσεις τους είναι τα μόνιμα παραδείγματα επίκλησης της Γαλλίδας ποιήτριας. Σίγουρα ο ποιητικός της λόγος είναι ένας λόγος για μορφωμένους και άτομα της εποχής της που στρέφουν το πνευματικό τους ενδιαφέρον στην Ελληνική Αρχαία Κλασική Κληρονομιά, Παράδοση και ερωτικές του βίου αξίες πρώτιστα και κατόπιν στην Ρωμαϊκή. Ας μην μας διαφεύγει ότι δεν είναι πολλά τα χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, όταν πλήθος Ελλήνων Λογίων και Δασκάλων κατέφυγαν στην Δύση μεταλαμπαδεύοντας την ελληνική κληρονομιά και τα ελληνικά γράμματα. Κατόπιν οι αιώνες αυτοί είναι οι αιώνες των μεγάλων ανακαλύψεων νέων εδαφών χωρών, ηπείρων, των μεγάλων πρωτοπόρων ταξιδευτών και εξερευνητών. Ο κοσμοπολιτισμός με τις καινούργιες ιδέες και αντιλήψεις περί ζωής, έρωτα, σχέσης μεταξύ των δύο φύλων, του νέου ρόλου μέσα στην κοινωνία της Γυναίκας. Ορισμένοι μελετητές της βρίσκουν ομοιότητες του ποιητικού της λόγου με αυτόν του θεϊκού γλύπτη Μιχαήλ Άγγελου και των Σονέτων του. Μόνο που η Λαμπέ δεν θίγει θέματα αισθητικής τάξεως. Θεωρώ λοιπόν, ότι δεν είναι τυχαία ούτε τα πρωτότυπα κείμενα και δημοσιεύματα των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών στο παραδοσιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» που παρουσιάζονται, ούτε και οι μεταφράσεις ξένων πεζών και ποιημάτων που δημοσιεύονται επί διευθύνσεως του κριτικού και πεζογράφου Πέτρου Χάρη, (μεγάλη η συμβολή του και η προσφορά του όχι μόνο στην Γενιά του 1930) αν σκεφτούμε την χρονιά εκείνη, το 1948 ή ορθότερα, την δεκαετία 1940-1950 και όσα φοβερά και θυελλώδη ιστορικά διαδραματίστηκαν στην πατρίδα μας και στον ευρωπαϊκό χώρο ευρύτερα. Ιταλική εισβολή και ελληνοιταλικός πόλεμος. (Χάνεται νεότατος ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης). Εισβολή και Κατοχή της Ελλάδας από τις Ναζιστικές Γερμανικές δυνάμεις. Εξαθλίωση, πείνα, συσσίτια, κτηριακές καταστροφές, έλληνες ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης στρατεύεται ως  ανθυπολοχαγός και υπηρετεί στο μέτωπο, χάνεται από αδέσποτη σφαίρα ο ποιητής και κριτικός Τέλος Άγρας, άλλοι πεθαίνουν από ασιτία όπως ο ποιητής και κριτικός Μήτσος Παπανικολάου, γενικά, το σύνολο της ελληνικής διανόησης και των λογοτεχνών συστρατεύεται εθελοντικά με τον υπόλοιπο αγωνιζόμενο ελληνικό λαό ενάντια στους κατακτητές. Απελευθέρωση. Εμφύλια διαμάχη που κόστισε σε ελληνικό αίμα, τραύματα, εξορίες και κυνηγητά των αντιφρονούντων. Εθνικές απώλειες εντεύθεν κακείθεν για αρκετές ιστορικές δεκαετίες μεταγενέστερα. Πράγματα-συλλογικά τραύματα γνωστά που αμαύρωσαν την ψυχή των Ελλήνων και σκίασαν την συνείδησή τους, τους σακάτεψαν σωματικά. Και για μία μικρή ακόμα μερίδα των Ελλήνων ακόμα σκιάζουν τον λόγο και τις ιδέες τους, τις απόψεις τους. Η Ελληνική Λογοτεχνία του Πολέμου της Κατοχής, του Ηρωικού Αγώνα για Απελευθέρωση και Ανεξαρτησία, της περιόδου του Εμφύλιου σπαραγμού και τα επακολουθήσαντα έχουν ιστορηθεί, αφηγηθεί, μνημειοποιηθεί, έχουν περάσει στο σώμα της ελληνικής πεζογραφίας, της ποίησης, του δοκιμιακού και στοχαστικού λόγου, των ημερολογιακών καταγραφών. Η νεότερη ελληνική μυθοπλασία συγχώνευσε στα συγγραφικά της σπλάχνα την «Κρίσιμη» για την χώρα αυτή δεκαετία όπως έπραξε και για την τραυματική περιπέτεια της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον Ξεριζωμό του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία το 1922, και ασφαλώς, εμπεριέχει στην ιστορική της διαδρομή και το άγος της Κύπρου του 1974.

Θέλω να πω με την μικρή αυτή αναφορά ότι όπως και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής η επιλογή των Ελλήνων δημιουργών, λογίων και καλλιτεχνών να ασχοληθούν με τα θέματα που ασχολήθηκαν, πρωτότυπα ή μεταφραστικά, δεν ήταν τυχαία. Ήταν ένα είδος εμψύχωσης του εθνικού φρονήματος ότι τίποτε δεν έχει χαθεί οριστικά. Θα τα καταφέρουμε, και σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός με ελπιδοφόρο πείσμα τα κατάφερε. Μέσα σε αυτό το πνευματικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο και ατμόσφαιρα των χρόνων του εντάσσω και τις μεταφράσεις των Ερωτικών Σονέτων της Γαλλίδας ποιήτριας Λουϊζας Λαμπέ, που, ορισμένοι μελετητές της αμφισβήτησαν ακόμα και την ύπαρξή της και φυσικά και την ποιητική της δημιουργία, θεωρώντας το έργο της ως κατασκευή μιάς ομάδας ποιητών. Ένα ποιητικό παιχνίδι αντρών ποιητών μεταξύ τους. Της πνευματικής ομάδας της «Πλειάδας». Αλλά αυτή η θεωρία δεν ισχύει εφόσον αποδεχόμαστε τις άλλες σημαντικότερες και εγκυρότερες ευρωπαϊκές και όχι μόνο γαλλικές πηγές που μας μιλούν για την φυσική της παρουσία και δράση και το συγγραφικό της πεζό και ποιητικό έργο που δεν είναι και τόσο εκτενές. Ένα έργο το οποίο ας μην μας διαφεύγει ότι γράφτηκε σε νεαρή ηλικία και εκφράζει τον νέο κόσμο των Γυναικών που ανέτειλε την περίοδο της Αναγέννησης, έναν Κόσμο απαλλαγμένο από τα αντρικά εθιμικά και κοινωνικά δεσμά και τις θρησκευτικές και άλλες απαγορεύσεις. Ο ρόλος της γυναίκας άλλαζε, η θέση της και ο λόγος της αποκτούσε κύρος και αυτονομία. Η συμβολή της Λουϊζας Λαμπέ-με τις δράσεις της και την ατομική της συμπεριφορά, επιλογές της ως ερωτευμένη γυναίκα, ως ρόλος παντρεμένης γυναίκας σύμφωνα με τα πρότυπα των χρόνων της, όπως μας λένε οι παλαιοί και νεότεροι μελετητές του έργου και του βίου της είναι σημαντική και ανατρεπτική. Τα κουτσομπολιά και τα αρνητικά σχόλια εις βάρος της ήσαν πολλά και τσουχτερά, που όμως δεν την πτόησαν, δεν έκαμψαν την ελευθεροφροσύνη της, το ατίθασο του χαρακτήρα της, την χειραφετημένη της συμπεριφορά σε ένα καθαρά αντρικό περιβάλλον. Ακόμα και αυτοί που την απεκάλεσαν « γαλλίδα εταίρα» ιδιαίτερα οι πουριτανοί άντρες και σεμνότυφες γυναίκες της εποχής της και του περιβάλλοντός της, η ωραία Σχοινοποιός δεν πέρασε απαρατήρητη, οικοδόμησε την θηλυκή της ερωτική και κοινωνική ταυτότητα. Τα ίχνη της προσωπικότητάς της και φυσικά της ερωτικής της γραφής έμειναν στην γαλλική ιστορία των γραμμάτων και της παγκόσμιας γραμματολογίας. Μπορεί ορισμένοι Γάλλοι συγγραφείς όπως ο Αντρέ Ζιντ να μην την αποδέχτηκαν αλλά υπήρχαν άλλοι όπως ο ποιητής και πεζογράφος Ραίνερ Μαρία Ρίλκε ο οποίος μετέφρασε στην γλώσσα του τα 24 Σονέτα της και στο γνωστό έργο του «Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, την συγκαταλέγει ανάμεσα σε άλλες φημισμένες γυναικείες φυσιογνωμίες της εποχής. Βλέπε τα ονόματα της σελίδα 146-147, στο Ραϊνερ Μαρία Ρίλκε, «Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε», μετάφραση Δημ. Στ. Δήμου, εκδόσεις Το Ροδακιό 1993. Ο γερμανόφωνος Ρίλκε αναφέρει αρκετά ονόματα γυναικών ποιητριών των χρόνων εκείνων που έδρασαν και κατέκτησαν τον πνευματικό Παρνασσό.

Εδώ οφείλουμε να συμπληρώσουμε κατά την κρίση μας το εξής. Η νεαρή Λουϊζα Λαμπέ, είχε δύο προϋποθέσεις υπέρ της ώστε να της δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να συμπεριφέρεται όπως εκείνη θεωρούσε καλύτερα για τον εαυτό της και να εκδηλώσει και εκφράσει δημόσια τις αντιλήψεις της και το φλογερό ερωτικό της πάθος, όχι την ζήλεια της ή την επιθυμία της για εκδίκηση ως προδομένη. Η πρώτη, ήταν ότι προέρχονταν από μία ευκατάστατη οικογένεια, ο πατέρας της λόγω επαγγέλματος είχε την οικονομική άνεση και της παρείχε τα εφόδια μόρφωσής της, όντας και ο ίδιος ανοιχτόμυαλος και καλλιεργημένος. Και την αγάπη της για την μουσική, το λαούτο που αναφέρει στην ποίησή της. Ενώ ταξίδευσε και στην Ιταλία την χώρα Καλλιτεχνικό Μουσείο. Και η δεύτερη προϋπόθεση είναι, ότι παρότι η νεαρή, η παιδούλα Λουϊζα Λαμπέ παντρεύτηκε ανήλικη με έναν αρκετά μεγαλύτερο της πλούσιο, ευκατάστατο άντρα που της προξένευσαν, ο σχοινοποιός σύζυγός της δεν την περιόρισε εντός της συζυγικής τους εστίας, δεν την περιόριζε στις κοινωνικές και ατομικές της συμπεριφορές, συμμετοχές και συναναστροφές. Έτσι η ωραία και νεαρά Λαμπέ όχι μόνο έφερε το καλλιτεχνικό πνεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης στην Γαλλία, με την ποίησή της (σονέτα, τρείς ελεγείες, πεζό) αλλά διαμόρφωσε την εξέλιξη της γαλλικής γλώσσας, ασφαλώς σύμφωνα με τις δυνατότητές της και το προσωπικό της στιλ και ύφος. Απερίσπαστη αφιερώθηκε στις πνευματικές δραστηριότητες έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη οικονομική άνεση. (μεγάλο πράγμα ακόμα και στις μέρες μας). Εξάλλου, δεν έχει μεγάλη γκάμα θεμάτων η γραφή της, ούτε η θεματογραφία της διαπραγματεύεται ζητήματα πού άλλοι ποιητές της εποχής της έπραξαν. Μπορεί να είναι εμφανείς οι παλαιότερες ποιητικές πηγές της, Σαπφώ, Οβίδιος, Πετράρχης κλπ., η ποιητική της όμως στρωματογραφία είναι μάλλον αρκετά περιορισμένη για να μην πούμε «μονοθεματική», επαναληπτική στην εξομολογητική της διάθεση και ατμόσφαιρα.

Ο κεντρικός πυρήνας του ποιητικού της λόγου και έκφρασης είναι ο παθιασμένος και φλογερός έρωτάς της προς τις δύο μεγάλες της αγάπες όπως φαίνεται, μόνο που, οι πυρακτωμένοι αυτοί έρωτες προς τους νεαρότερους σε ηλικία άντρες δεν ευδοκίμησαν. Έσβησαν σύντομα από την πλευρά των αντρών εραστών της. Η Λουϊζα Λαμπέ όμως, κάνει ίσως όπως φαίνεται από γυναικεία ιδιοσυγκρασία κάτι πρωτότυπο για την εποχή της, στο έργο της, δεν μας μιλά για την σταθερότητα και την διάρκεια του ερωτικού πάθους, την αιωνιότητα της ερωτικής σχέσης ανάμεσα στα δύο φύλα αλλά αναδεικνύει την φλόγα του Έρωτα από την απουσία του, από το τελείωμά του από την άλλη πλευρά, από την έλλειψη ενδιαφέροντος του άλλου προς Εκείνη. Έχουμε μία αντεστραμμένη αντανάκλαση του ερωτικού ειδώλου στην αρνητική μορφή του, που όμως, παράγει τα ίδια θετικά συναισθήματα με αυτά της πλήρωσης. Και η ερωτευμένη ποιήτρια προχωράει ακόμα παραπέρα, Σωματοποιεί την ερωτική κραυγή της, η γραφή της δικαιώνει την ερωτική της απόγνωση. Η όλη της ύπαρξη σαν θηλυκό ψυχικό συναίσθημα κατά την διάρκεια της σχέσης και κατόπιν, και σαν γυναικείο σώμα που πάλλεται και βασανίζεται από τα βέλη του ανεκπλήρωτου έρωτα που δεν λέει να σβύσει γίνεται Γραφή, μεταποιείται σε ποίηση, μετατρέπεται σε λέξεις και σήματα λέξεων αγάπης, συμπάθειας, τρυφερότητας, προς Αυτόν που την εγκατέλειψε. Έχουν επισημανθεί μεταξύ άλλων εξομολογήσεών της στο πόσες φορές αναφέρεται η λέξη φιλί, πόσες εικόνες γεννούν τα αμέτρητα φιλιά που δέχεται και ανταποδίδει η ερωτευμένη γυναίκα, ιδιαίτερα στο 18ο της Σονέτο το οποίο ενδέχεται να είναι και το πιο χαρακτηριστικό της και διάσημο και από τα πιο ενδεικτικά χρησιμοποιημένα ως παράδειγμα που συμπεριλαμβάνεται στις ανθολογήσεις των Σονέτων της. Όπως και νάχει η ποίησή της σίγουρα αρδεύει από την ερωτική ποίηση της αρχαίας ελληνίδας λυρικής ποιήτριας, της Σαπφώς, βασίζεται ως ποιητική φόρμα πέρα από τις Ελεγείες της, στην Σονετική φόρμα του Πετράρχη και πρέπει να κατείχε και την ποιητική γραφή άλλων γνωστών γυναικών συγγραφέων των αιώνων εκείνων. Το αν ο άγγλος δραματουργός γνώριζε το έργο της που, όπως διακρίνουμε ορισμένα από τα Σονέτα του μοιάζουν νοηματικά και εκφραστικά με την δική της γραφή, είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Όπως και ο παραλληλισμός του ερωτικού νεανικού προτύπου του άγγλου δραματουργού και του έργου του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και η φιλοσοφία του με την νοηματική και μηνυματική ταυτότητα του δικού της έργου.

Παρά του ότι η ποίησή της έχαιρε στα κατοπινά και σύγχρονα χρόνια επανεκτίμησης και αξιολόγησης και κυκλοφόρησε και μεταφράστηκε σε διάφορες σύγχρονες γλώσσες με εξαιρετικές επιμέλειες και εξονυχιστικούς σχολιασμούς και συσχετισμούς, ίσως ως απορία μας μένει γιατί η Λουϊζα Λαμπέ σταμάτησε να γράφει. Τι πίστευε για την γραφή της, πώς και αν την αξιολογούσε ή ήταν απλά μια πνευματική κίνηση μια εκδήλωση να εκφράσει τον παθιασμένο έρωτά της και τα σημάδια του χωρισμού που αφήνει στην ψυχή και το σώμα της στον χρόνο. Πέθανε νέα σαράντα για άλλους σαράντα τεσσάρων ετών και αυτό μας «εμποδίζει» να εικάσουμε πως θα ήταν η εξέλιξή της ως γυναίκα ποιήτρια των αιώνων εκείνων. Φαίνεται πώς η ίδια διέκοψε την ποιητική της έμπνευση και αδιαφόρησε για την ποιητική τέχνη.

   Στο διαδίκτυο όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει ένα πλήρες και επαρκέστατο σε πληροφορίες πορτραίτο για την Λουϊζα Λαμπέ. Στον ελλαδικό χώρο στις ημέρες μας, δύο είναι τα βιβλία που την έφεραν στην λογοτεχνική επιφάνεια σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασής της από τον Κούλη Αλέπη. Η εργασία της Ικαριώτισσας συγγραφέως Ηρώς Τσαρνά, “Louise Labe- Ingrid Auriol. Δύο Γαλλίδες Ποιήτριες», εισαγωγή, μετάφραση Ηρώς Τσαρνά, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015. (δυστυχώς κλείνοντας ο εκδοτικός οίκος μετά τον θάνατο του εκδότη του δεν πρόλαβα να προμηθευτώ την έκδοση) και η εξαιρετική και εμπεριστατωμένη δουλειά του ποιητή και μεταφραστή, φυσικού επιστήμονα κυρίου Ξάνθου Μαϊντά. Βλέπε: Λουίζα Λαμπέ, «Τα Ερωτικά Σονέτα» Εισαγωγή, Μετάφραση, Επίμετρο Ξάνθος Μαϊντάς, εκδόσεις Νίκας 2024, σελίδες 152, εξώφυλλο Θανάσης Γαλανάκης τιμή 15 ευρώ. Μια σπάνια όχι μόνο μεταφραστική δουλειά όχι μόνο της ποίησης της Λουϊζας Λαμπέ αλλά και του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος των πριν, κατά την διάρκεια της εποχής της και στα μεταγενέστερα χρόνια. Με παράθεση και σχολιασμό των πηγών, με συσχετίσεις και κειμενικές συγγένειες και διαφοροποιήσεις, με ανάλυση της θεματικής των σονέτων, της μεταφραστικής τεχνικής που ακολούθησε ο Μαϊντάς, ακόμα και της μετρικής των στίχων και το μέτρημα λέξεων που έχει κάθε ένα από τα 24 Σονέτα και σαν σύνολο. Μια εξαιρετική δουλειά που η δίγλωσση έκδοση βοηθά τον αναγνώστη να συγκρίνει το πρωτότυπο ποίημα και την μοντέρνα σύγχρονη μετάφρασή του. Η εργασία του είχε πρωτοδημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Νέον Πλανόδιον». Ας μας επιτραπεί μόνο σεβόμενοι τις γλωσσικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο έλληνας ποιητής και μεταφραστής στην απόδοσή του στα ελληνικά, μια και η γαλλική γλώσσα της ποίησης της Λουϊζας Λαμπέ προέρχεται από το γλωσσικό πεδίο του Μεσαίωνα και της διαμόρφωσής της των χρόνων της Αναγέννησης, ότι επειδή οι πληροφορίες που μας παράσχει ο κύριος Μαϊντάς είναι πολλές και χρήσιμες στα Επίμετρά του, στα Σχόλιά του και στις 12 μεστές Σημειώσεις του, στην προσέγγισή μας του έργου της, ίσως χρειάζονταν ένα διπλό Ευρετήριο ελληνικών και ξένων ονομάτων. Και δεύτερον, η απορία για τον έγκριτο, γνωστό εκδοτικό οίκο, γιατί αγαπητοί μου εκδότες να μην μπορεί ένας αναγνώστης της πολύ καλής αυτής καλαίσθητης έκδοσης να αντιγράψει μεταφράσεις του κυρίου Ξάνθου Μαϊντά. Στο ιστολόγιο που διατηρεί αφιλοκερδώς, όταν μάλιστα με προσωπικά του έξοδα προμηθεύτηκε το βιβλίο και δεν του δωρίθηκε για να το παρουσιάσει; Μήπως υπερτερούν άλλες εμπορικές «σκοπιμότητες» και εκτιμήσεις ή εγώ κάνω λάθος στις θέσεις μου;

Εξάλλου, πόσοι είναι οι μεταφραστές της Γαλλίδας ερωτογράφου και σονετογράφου, Κούλης Αλέπης, ο ποιητής και μεταφραστής, ανθολόγος Άρης Δικταίος που της αφιερώνει και ποίημά του, η Ηρώ Τσαρνά και ο Ξάνθος Μαϊντάς. Προσπερνώντας το λήμμα του Νίκου Καζαντζάκη στο Λεξικό του Ελευθερουδάκη, και την θετική μνημόνευσή της στις πάνω από δέκα σελίδες σχεδόν 20 συνολικά που της αφιερώνει στα επαινετικά του λόγια και σχόλια ο πρώην πατρινός πολιτικός και πρωθυπουργός, λόγιος, πολύγλωσσος και πολυγραφότατος Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην μνημειώδη έκδοση του πολύτομου έργου του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», εκδόσεις Διονυσίου Γιαλλελή, Αθήνα 1998. Βλέπε τους τόμους και τις σελίδες,  II, 118.- III, 241-250, 281, 283, 286, 330, -IV, 127, 299, 308, 403, 406. –VIII, 331. Ιδιαίτερα το 53 κεφάλαιο του 3ου τόμου: «Η γαλλική λογοτεχνία στο πρώτο ήμισυ του ΙΣΤ΄ αιώνα. Μαργαρίτα της Ναβάρρας. Η ποίηση από τον Κλεμάν Μαρό ως τη Λουϊζα Λαμπέ». Από τα στοιχεία που μας δίνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αντλούν οι μεταγενέστεροι συμπληρώνοντάς τα.        

Γράφει στο Εισαγωγικό του σημείωμα ο Κούλης Αλέπης

              ΛΟΥΪΖΑ  ΛΑΜΠΕ

          «Η Γαλλίδα ποιήτρια Louise Charlin, Charly, Charlieux- κι’ όπως συνηθέστερα αναφέρεται, Louise Labe (Λουϊζα Λαμπέ)- είναι μία σημαντική φυσιογνωμία της κλασικής περιόδου. Ωστόσο, στον τόπο μας, απ’ όσο μπορώ να ξέρω, είναι πολύ λίγο γνωστή, για να μην πούμε ολότελα άγνωστη. Ο Νίκος Καζαντζάκης της αφιερώνει, βέβαια, κάποιες γραμμές στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη κι’ ο Αιμίλιος Χουρμούζιος τη θυμάται με ωρισμένες ευκαιρίες, στην εφημερίδα «Καθημερινή» (Σημειώσεις ενός Αθηναίου) και ιδιαίτερα στο φύλλο της 7-1-1950, σαν «μιά από τις καλύτερες ερωτικές ποιήτριες του κόσμου, που αγαπούσε ξεχωριστά ο Μωρεάς και τα έργα της βρέθηκαν ανάμεσα στα πολύτιμα βιβλία της συλλογής του Γαλλοεβραίου κροίσου Ερρίκου Ρότσιλντ που δωρήθηκε τελευταία στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας» χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα και τις μεταφράσεις του υποφαινόμενου σαν «πολύ επιτυχημένες». Περισσότερο όμως ακόμα, και, στον πιό αρμόδιο χώρο, θα λέγαμε, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος φροντίζει στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» να της δώσει τη θέση που της αξίζει, σημειώνοντας γι’ αυτήν, πώς «χωρίς νάχει τη διανοητική δύναμη του Ρονσάρ και του Ντυμπελλαί, εκύρωσε ωστόσο την αξία του σοννέτου μ’ ολόκληρο το πάθος της καρδιάς της, και με τα εικοσιτέσσερα σοννέτα της, η αθάνατη αυτή ποιήτρια της Λυών, προβάλλει φλογισμένο μετέωρο στην πνευματική ατμόσφαιρα της κλασσικής Γαλλίας». Περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο της βρίσκουμε στα “Portraits Contemporains του Saint Beuve. Σύμφωνα μ’ αυτές, η Λουϊζα Λαμπέ, με την σπάνια ομορφιά της, ήταν κόρη ενός πλούσιου σχοινέμπορου και πρέπει να γεννήθηκε στα 1525 με 1526 στη Λυών. Η εκπαίδευσή της στάθηκε περισσότερο από επιμελημένη. Έμαθε μουσική, και ξεχωριστά λαγούτο, που ήταν της εποχής, εσπούδασε αρχαία και νεώτερη φιλολογία κι’ επιδόθηκε ακόμα και στην ιππασία. Μάλιστα, η γυναίκα αυτή, χειραφετημένη, όπως θα λέγαμε σήμερα, και τρέφοντας μεγάλο θαυμασμό για τις αμαζόνες, έφτασε ως το σημείο ν’ ακολουθήσει το στρατό του Δελφίνου της Γαλλίας στην πολιορκία του Περπενιάν, κοντά στα Πυρρηναία, όπου κι’ ανδραγάθησε, πολεμώντας με το όνομα Καπετάν Λουϊζος. Εκεί φαίνεται, πώς εγνώρισεν η νέα αυτή Σαπφώ κι’ ερωτεύθηκε με πάθος τον ωραίο πολεμιστή, που για την απιστία ή την απουσία του σπαράζει τόσο βαθειά και του απευθύνει τα φλογερά τραγούδια της. Από το αίσθημα αυτό, είναι βέβαιο, πώς η κοπέλλα των δεκαέξη μόλις χρόνων υπέφερε υπερβολικά και μάλιστα και μετά το γάμο της με τον πλούσιο και αγαθό σχοινέμπορο Εννεμόν Περέν, που ήταν πολύ μεγαλύτερός της, μα που με την περιουσία του της εχάρισε μεγάλην άνεση στις φιλολογικές της ασχολίες και στάθηκεν αφορμή να γίνει γνωστή και με το όνομα «Η Όμορφη Σχοινού» (La Belle Cordiere).

     Το έργο της Λουϊζας Λαμπέ αποτελείται συνολικά από έναν διάλογο σε πρόζα, με τον τίτλο «Συζήτηση για την Τρέλλα και τον Έρωτα» (Debat de Folie et dAmour), απ’ όπου και είναι εμπνευσμένος ο ωραίος μύθος του Λαφονταίν «Η Τρέλλα και ο Έρωτας», τρείς Ελεγείες και είκοσιτέσσερα σοννέτα, που το πρώτο τους είναι γραμμένο στα ιταλικά. Ο πιο πάνω διάλογος, στη φόρμα των διαλόγων του Λουκιανού και του «Εγκωμίου της Τρέλλας» του Εράσμου, είναι έργο γεμάτο χάρη και φινέτσα, που θέλγει κυριολεκτικά, και στη βάση δεν είναι παρά η συζήτηση κι’ η φιλονικία που ξεσπά ανάμεσα στον Έρωτα και στην Τρέλλα, στο κατώφλι του Ολύμπου, όπου ο καθένας τους προσπαθεί να φτάσει πρωτύτερα απ’ τον άλλο, για το συμπόσιο των Θεών. Δυστυχώς, σ’ ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα, σαν αυτό, δεν ειν’ εύκολο να αναλυθεί ο θαυμαστός αυτός διάλογος, ώστε να φανεί η αριστοτεχνική μεταχείριση του όλου θέματος, που ο Λαφονταίν ουσιαστικά δεν έκαμε τίποτ’ άλλο, στο μύθο που αναφέραμε πιο πάνω, από το να τον βάλει σε στίχους. Επίσης παραλείπουμε να κάνουμε λόγο για τις τρείς χαριτωμένες Ελεγείες της, όπου διηγείται, πώς ο έρωτας την εκυρίεψε στην πιό θαλερή εποχή της ηλικίας της και την έκαμε ν’ αηδιάσει τις ως τότε αγαπημένες της ασχολίες, και προτιμούμε να ενδιατρίψουμε περισσότερο στην καθαυτό ποιητική δημιουργία της, δηλαδή στα εικοσιτέσσερα σοννέτα της, όπου το φλογερό της πάθος παίρνει όλη του την ένταση και πολλές φορές στεφανώνεται από μιά φλόγα και θυμίζει τη δική μας Σαπφώ και τον ξανθό της Φάωνα.

          Τα περισσότερα απ’ τα σοννέτα αυτά είναι γεμάτα πάθος κι’ έχουν δοθεί σε στίχους ειλικρινείς και αρμονικώτατους. Βέβαια, κάποτε σκοντάφτει κανείς και σε κάτι σκοτεινό ή το τραχύ’ ή πολλές φορές συναντούμε μιμήσεις, ιδίως από τους αρχαίους, μα πού η ποιήτρια τις αφομοιώνει τέλεια με την ατομική της περίπτωση. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Saint Beuve, όλες μας οι αντιρρήσεις, αμφισβητήσιμες άλλωστε, βουβαίνονται μπρός σε κάποιους τέλειους πίνακες, όπως στα σονέτα VIII, XIII  XIV με τις χαριτωμένες ερωτικές αστάθειες και μεταπτώσεις, τις αρχαιόπρεπες, όλο αφέλεια, σκέψεις και την ευαισθησία που θα ικανοποιούσε και τους πιό απαιτητικούς και θα συγκινούσε και τους περισσότερο σκληρόκαρδους. Τελειώνοντας το σημείωμα αυτό, θεωρούμε απαραίτητο να προσθέσουμε, πώς απ’ αφορμή τον περιπετειώδη βίο της ποιήτριας, γύρω από το όνομά της πλέχτηκαν ολόκληρα παραμύθια, που σιγά-σιγά, έκαμαν τη μορφή της πολύ δυσκολογνώριστη. Έτσι, μια γαλλική λαϊκή εγκυκλοπαίδεια την παρουσιάζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν «Λυωνέζα εταίρα», άλλοι πάλι τη μεταμορφώνουν σε ηρωϊδα της Ελευθερίας, κι΄ ένα τάγμα της Εθνοφρουράς της Λυών διανοείται να βάλει τ’ όνομα και την εικόνα της για έμβλημα στη σημαία του. Οπωσδήποτε, το ευτύχημα είναι, πώς με τον καιρό εθριάμβευσε η σωστή κι’ η καλή παράδοση και η ωραία Λουϊζα, που πέθανε στα 1566, δηλαδή μόλις σαράντα χρόνων, έμεινε δημοφιλέστατη για τους Λυωνέζους, που και σήμερα ακόμα αναφέρουν με συγκινητικό ενδιαφέρον το όνομα, το σπίτι και την οδό της.

     Τελειώνοντας το μικρό τούτο σημείωμα, πιστεύουμε, μαζί με το μεγάλο Sainte Beuve, αλλά και με τον Ρίλκε, που όχι μόνον εθαύμαζε, αλλά και μετέφρασε και ο ίδιος όλα της τα σοννέτα, πώς το ποιητικό στεφάνι της Λουϊζας Λαμπέ, της Σαπφώς αυτής του 16ου αιώνα, όσο κι’ αν οι τεχνοτροπίες αλλάζουν, μένει αμάραντο στο κύλισμα του χρόνου.

                   ΚΟΥΛΗΣ  ΑΛΕΠΗΣ

Δειγματολόγιο μεταφραστικού ποιητικού λόγου

           Ι

Non havria Ulysse o qualunqu’ altro mai

Piu accorto fu, da quell divino aspetto

Pien di gratie, d’ honor et di rispetto

Sperato quai I’ sento affani e quai.

 

Pur, Amour, co begli occhi tu fatt’ hai

Tal piaga dentro al mio innocente petto,

De cibo et di calor gia tuo ricetto,

Che rimedio non v’ e sit u n’ el dai.

 

O sorte dura, che mi fa esser quale

Punta d’ un Scorpio, et domandar riparo

Contr’ el velen’ dall’ istesso animale.

 

Chieggio li sol’ ancida questa noia,

Non estingua el desir a me si caro,

Che mancar non porta ch’ I’ non mi muoia.

           ΣΟΝΝΕΤΟ  Ι

Δε θάχε ούτ’ ο Οδυσσέας ούτ’ άλλος που να εφάνη

διορατικός, απ’ τη θεϊκή μορφή του εκείνη,

την όλο χάρη, σεβασμό κι’ αιδημοσύνη,

ποτέ τους πόνους που εγώ ζω στο νου του βάνει.

 

Λοιπόν, με τα δυό μάτια σου, Έρωτα, έχεις κάνει

τέτοια πληγή στο στήθος μου, πού αγνό είχε μείνει,

τροφής τώρα άσυλο για σε και θέρμης κλίνη,

που αν εσύ δεν του δώσεις, δε θα βρει βοτάνι.

 

Ω σκληρή Μοίρα! που μου κάνει ό,τι το κρύφιο

κεντρί Σκορπιού, και να ζητάω τη σωτηρία,

στο δηλητήριο ενάντια, απ’ το ίδιο αυτό ζωϋφιο.

 

Να μου σκοτώσει εύχομαι ετούτην την ανία,

δίχως τον πόθο-που λατρεύω-να μου σβύσει,

και πού για να πεθάνω, βέβαια, δε θα μ’ εμποδίσει.

           ΣΟΝΝΕΤΟ ΙΙ

Ώ ωραία καστανά μάτια, αλλού ματιές στραμμένες,

θερμά στενάγματα και δάκρυα αναλυτά,

ώ βράδια μαύρα, ανώφελα τόσο επιθυμητά,

μέρες λαμπρές, ανώφελα ξαναφερμένες.

 

Ώ θλιβερά παράπονα, πικρές πιωμένες,

χρόνε φευγάτε, επίμονοι πόθοι φριχτά,

χίλιοι χαμοί, σε χίλια δίχτυα τεντωτά,

κι’ οι πιο μεγάλες συμφορές, για με γραμμένες.

 

Ώ γέλοιο, ώ μέτωπο, ώ μαλλιά, χέρια όλο χάρη,

παραπονιάρικου βιολιού συρτή φωνούλα:

Τόσα δαυλιά για να καεί μια γυναικούλα!

 

Πονώ βαθειά, που ενώ φωτιές κουβαλάς τόσες

και την καρδιά με φλογερές μου ψάχνεις γλώσσες,

δεν έλαχε απ’ αυτές μιά σπίθα να σε πάρει.

          ΣΟΝΝΕΤΟ ΙΙΙ

Ώ μακρυνοί πόθοι, ώ απαντοχές μάταια περίσσες,

θλιβερά αναστενάγματα και δάκρυα μαθημένα

να γεννάτε ποτάμια πλήθος από εμένα,

πού τα δυό μάτια μου πηγές είναι και βρύσες.

 

Ώ απάνθρωπα σκληρόψυχες γνώμες και κρίσεις,

βλέμματα όλο συμπόνεση, ουρανοσταλμένα,

πρώτα εσείς πάθη της καρδιάς, θαρρείτε, ωϊμένα,

πώς πίκρες θα μου δίνατε παραπανίσιες;

 

Ακόμη απάνω μου ο Έρωτας το τόξο ας δοκιμάζει,

και νέες άς μου πετά φωτιές, με οργή και φούρια,

κι’ άς κάμει ό,τι χειρότερο σ’ εμέ μπορέσει.

 

Τέτοιο στα σπλάχνα μου καημών πλήθος φωλιάζει,

πού να με βλάψει πιο πολύ πληγή καινούργια

δε θα μπορούσε μέσα μου νάβρει πιά θέση.

            ΣΟΝΝΕΤΟ IV

Απ’ όταν ο Έρωτας σκληρά έχει φαρμακώσει

πρώτη φορά το στήθος μου, με τη φωτιά του,

που απ’ την καρδιά μου μέρα μία δεν έχει ενδώσει.

 

Κάποιο απ’ τα τόσα βάσανα που μούχει δώσει,

κάποια φοβέρα, ή πούναι νάρθει συμφορά του’

κάποια για τέλειο αφανισμό σκέψη θανάτου,

μα έκπληξη στη θερμή καρδιά δεν έχω νοιώσει.

 

Όσο ο Έρωτας πιο δυνατά μας περιζώνει,

τόσο τη δύναμή μας κάνει να πυκνώνει,

και στη μάχη μαζί του ολόδροσους μας ρίχνει.

 

Μά όχι, βέβαια, σε τίποτα πώς δεν μας ωφελεί

κείνος που ανθρώπους και θεούς περιφρονεί.

Μόνο, που ενάντια στους τρανούς, πιο τρανός δείχνει.

            ΣΟΝΝΕΤΟ V

Λαμπρή Αφροδίτη, που γυρνάς στον Ουρανό,

άκουσε τη φωνή μου, που ύμνους θα τονίζει,

όσο στα Ουράνια η όψη σου θα σελαγίζει,

στης ζωής το μόχθο και τον πόνο το στυγνό.

 

Τ’ άϋπνό μου μάτι πιο καλά, σαν σε θωρώ,

θα τρυφαιραίνει, και το δάκρυ θ’ αναβλύζει

και τ’ απαλό μου το κρεββάτι θα ραντίζει,

σαν έχω μάρτυρα το βλέμμα σου το αβρό.

 

Λοιπόν, όλα τ’ ανθρώπινα πνεύματα αγάλια

ύπνος γλυκός τάχει κυριέψει και αναγάλλια.

Και μόνο εγώ, λάμπει έξω ο Ήλιος, και σπαράζω.

 

Κι’ όταν ακέρια είμαι σχεδόν σαν τσακισμένη

και πέφτω στο κρεββάτι μου αποκαμωμένη,

τη συμφορά μου ολονυχτίς χρωστώ να κράζω. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ VI

Δυό, τρείς φορές μακαρισμένη η επιστροφή

του ωραίου αυτού Άστρου, και πιό ακόμα ευτυχισμένη

όποια, με το να την κοιτά, τιμή λαβαίνει.

 

Πώς θα εναβρύνονταν για μιά αύρα δροσερή,

πού θα φιλούσε από τη γης την ανθισμένη

το πιό ευωδάτο πούειδ’ η Αυγή ρόδο να βγαίνει

και άσυλο στα δυό χείλη της που θάχει βρει!

 

Για μένα ειν’ τούτο το αγαθό, και μόνο εμένα,

για όσα έχω δάκρυα και καιρό σπαταλημένα.

Μα, ως τ’ αγναντέψω, έτσι καλά θάν το δεχτώ,

 

Και τόση δύναμη στο βλέμμα μου θα βάνω,

πού πιό μεγάλη επιρροή νάχω σ’ αυτό,

και, στο λεφτό, τρανή κατάχτηση να κάνω.

            ΣΟΝΝΕΤΟ VII

Βλέπει κανείς κάθε έμψυχο νεκρό να μένει,

σαν απ’ το σώμα η ψυχή φύγει πιά η χρυσή.

Είμαι το σώμα. Το πιό ωραίο μέρος εσύ.

Πούεισαι, λοιπόν, ψυχούλα πολυαγαπημένη;

 

Μη με αφήνεις τόση ώρα λιποθυμισμένη,

για να με σώσεις αργά θάφτανες πιά εσύ.

Μη κίνδυνο στο σώμα σου βάζεις θρασύ.

Δώσ’ του και το άλλο του μισό, μαζί να μένει.

 

Μά, κάμε, ώ Φίλε, ακίνδυνα να γίνει αυτή

η ερωτική συνάντηση κι’ η ονειρευτή’

με λόγια οπλίζοντάς την, όχι απ’ τ’ αυστηρά σου,

 

Μήτε και τα τραχειά: μα με μιά χάρη φιλική,

πού να μου δώσει ανάλαφρα την ομορφιά σου,

πού άλλοτε ήταν σκληρή, μα τώρα σπλαχνική. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ  VIII

Ζω και  πεθαίνω’ φλέγομαι και σβύνω αντάμα’

παραζεσταίνομαι, ενώ ρίγος με κρατά’

σκληρή η ζωή, μα κι’ απαλή μου ειν’ αρκετά

κι’ έχω λαχτάρες και χαρές περίεργο κράμα.

 

Την ίδια ώρα οπού γελώ, ξεσπώ στο κλάμα,

και μες στο κέφι βάσανα νοιώθω φριχτά’

χάνω ό,τι ωραίο, μα και για πάντα αυτό κρατά’

την ίδια ώρα μαραίνομαι κι’ ανθίζω αντάμα.

 

Με τέτοια αστάθεια ο Έρωτας με περιβάλλει’

κι’ όταν η θλίψη μου θαρρώ για πιό μεγάλη,

δίχως να το σκεφτώ, είμαι έξω απ’ την οδύνη.

 

Κι’ όταν πάλι είμαι σίγουρη για τη χαρά μου

και πώς την ώρα βρίσκομαι την πιο γλυκειά μου,

στην πρώτη μου τη συμφορά με παραδίνει.

            ΣΟΝΝΕΤΟ VIX

Μόλις αρχίζω στο απαλό μου το κρεββάτι

να βρίσκω την ανάπαψη, που είχα ποθήσει,

η λυπημένη σκέψη μου, έξω ομού ορμήσει,

σιμά σου φεύγει για να ‘ρθει, σάμπως τρεχάτη.

 

Τότε πιά νοιώθω, πώς τ’ αβρό στήθος μου εκράτει

το αγαθό πούχα τόσο η δόλια λαχταρήσει,

και στεναγμούς είχα γι’ αυτό τόσους αφήσει.

Πόσοι συχνά δε μ’ έσχισαν λυγμοί φλογάτοι!

 

Ω ύπνε γλυκέ! Νύχτα για μένα ευτυχισμένη!

Ξεκούραστη αρεστή, γιομάτη από γαλήνη,

τη γλυκειά ετούτη ξακλουθείστε ονειροπάτη.

 

Κι’ αν κάποτε η φτωχή ψυχή μου, η ερωτεμένη,

δίχως καλό λάχει στ’ αλήθεια ν’ απομείνει,

κάμετε καν στα ψέματα νάχει αυτή κάτι.

             ΣΟΝΝΕΤΟ X

Σαν βλέπω το ξανθό, δαφνοστεφανωμένο

κεφάλι σου- έτσι ωραία που παίζεις το λαγούτο,

πού ν’ ακλουθήσουν θάκανες εσύ με τούτο

δέντρα και βράχους’ σαν σε βλέπω στολισμένο,

 

Και με μύρια χαρίσματα τριγυρισμένο,

σε ύψος τιμής, πού άλλος θνητός δε θα εξυψούτο,

κάθε εγκωμίου θαμπώνοντας το λαμπρό πλούτο,

η καρδιά μου απ’ το στήθος, λέει, το φλογισμένο:

 

Οι τόσες χάρες, που σε κάνουν ν’ αγαπιέσαι,

πού απ’ τον καθένανε σε κάνουν να εκτιμιέσαι,

και ν’ αγαπάς δε γίνεται να σε οδηγήσουν;

 

Και, στα δώρα προσθέτοντας τα ζηλεμένα,

πώς σπλαχνικός δείχνεσαι ακόμα εσύ σ’ εμένα,

με την γλυκειάν αγάπη μου να σε φλογίσουν;

            ΣΟΝΝΕΤΟ XI

Ώ γλυκά βλέμματα, ώ ομορφιά γεμάτα μάτια,

περιβολάκια ερωτανθούς πλημμυρισμένα,

Όπου ο Έρωτας τα βέλη του κρατεί κρυμμένα,

Τόσο το μάτι ανάπαψα στα ωραία σας πλάτια.

 

Ώ άπιστη εσύ καρδιά, με τα σκληρά γινάτια,

και τα τραχειά φερσίματα στην έρμη εμένα!

Τόσα έχω δάκρυα απ’ τον καημό σου εγώ χυμένα,

πού την καρδιά μου τώρα πιά νοιώθω κομμάτια.

 

Τόση, λοιπόν, ώ μάτια μου, τέρψη τρυγάτε,

τόση γοητεία απ’ τα μάτια του γλυκορρουφάτε.

Μά εσύ, καρδιά μου, όσο τα βλέπεις να γελάνε,

 

Τόσο και λυώνεις, και σε δέρνει έγνοια θλιμμένη.

Ώστε, μαντεύετε, αν πολύ είμαι ευτυχισμένη,

νοιώθοντας μάτια και καρδιά μου ενάντια νάσαι.

            ΣΟΝΝΕΤΟ   XII

Λαγούτο μου, σύντροφε εσύ στην πικρή ζήση,

των στεναγμών μου μάρτυρα και ερευνητή,

κάθε μου στενοχώριας δίκαιε εσύ κριτή,

πόσες φορές δεν έχομε μαζί θρηνήσει!

 

Και τόσο το έρμο δάκρυ μου σ’ έχει ενοχλήσει,

πού αρχίζοντας κάποια μολπή μου ευφραντική,

τέλεια άξαφνα την έκανες θρηνητική,

χλευάζοντας τον ήχο που είχε αυτή σκορπίσει.

 

Κι’ αν ποθήσω στο αντίθετο να σε αναγκάσω,

λασκάρεις ξάφνου και με κάνεις να σωπάσω.

Μά, βλέποντάς με, στεναγμών να σκορπώ μέλος,

 

Λυγάς, μπρός στο λυπητερό παράπονό μου:

Ν’ αρέσω έχω βαλθεί και μέσα στον καημό μου,

κι’ από γλυκό κακό γλυκό να ελπίζω τέλος.

             ΣΟΝΝΕΤΟ XIII

Ώ! αν ήμουν μες στ’ ωραίο το στήθος αρπαγμένη

κεινού, για την αγάπη του πού σιγολυώνω!

Αν, για όσο ακόμα, ελάχιστον καιρό μου μένει,

να ζω μ’ αυτόν δε μποδιζόμουν απ’ το φθόνο,

 

Αν, αγκαλιάζοντάς με, -ώ Φίλη αγαπημένη,

μούλεγε, ας απολαύσουμε το μάταιο χρόνο’

θύελλα στη ζήση, ρέμα ή θάλασσα αγριεμένη

ξέρε, πώς δε θα μας χωρίσει, σε βεβαιώνω.

 

Αν, ως θα τον κρατώ, στα μπράτσα μου κλεισμένο,

καθώς απ’ τον κισσό το δέντρο ειν’ τυλιγμένο,

τέρμα ο Χάρος στην τέρψη μου να βάλει ερχόταν,

 

Όπως αυτός αχόρταγα θα με ασπαζόταν

κι’ η ψυχή μου στα χείλη του θάπνεε χυμένη,

θα πέθαινα-από ζωντανή πιό ευτυχισμένη!

             ΣΟΝΝΕΤΟ XIV

Όσο απ’ τα μάτια μου μπορεί δάκρυ να στάζει,

κλαίοντας τις ώρες, που μαζί σου έχω ευφρανθεί,

και στους λυγμούς και στεναγμούς ν’ αντισταθεί

μπορεί η φωνή μου, και λιγάκι ήχο να βγάζει,

 

Όσο το χέρι τις χορδές μπορεί ν’ αγγιάζει

του ωραίου λαγούτου, να σε υμνεί πώχει βαλθεί’

όσο το πνεύμα μου να νοιώσει δεν ποθεί

τίποτα έξω από σε, κι’ αυτό μόνο το νοιάζει,

 

Ο Χάρος δε θα ευχόμουνα να ‘ρθει σ’ εμένα.

Μα όταν τα μάτια πιά θα νοιώσω στερεμένα,

σπασμένη τη φωνή και αδύναμο το χέρι,

 

Και το πνεύμα μου, στο φθαρτό του αυτό λημέρι,

σινιάλο ερωτικό να μη μπορεί ν’ αφήσει,

την πιό λαμπρή μου ημέρα ο Χάρος άς μαυρίσει.  

            ΣΟΝΝΕΤΟ XV

Του Ήλιου το ξαναγύρισμα για να τιμήσει,

τ’ ανάλφρό του αεράκι ο Ζέφυρος κινάει.

Κι’ απ’ τον ύπνο πιά νερό και γης ξυπνάει,

πού εκράταγε, το ένα για να μη μουρμουρίσει,

 

Ρέοντας γλυκά, την άλλη για να μή στολίσει

το στήθος με μυριόχρωμων ανθών πελάη.

Θαύματα κάνουν τα πουλιά στα σύσκια χάη,

και του διαβάτη η κούραση λες κι’ έχει σβύσει.

 

Οι Νύμφες, χίλιους, παίζοντας, χορούς αρχίζουν

στο φεγγαράκι’ και στη γης τη χλόη λυγίζουν.

Θες να μου δώσεις, Ζέφυρε, λίγη σου δρόσο,

 

Και ολάκερη από εσέ, με μιάς, να ξανανιώσω;

Άχ! κάμε και τον Ήλιο μου σ’ εμέ να δράμει,

και θα δεις ομορφότερην αν δε με κάμει. 

            ΣΟΝΝΕΤΟ XVI

Αφού η βροντή και το χαλάζι πελεκήσει

για λίγο του Καυκάσου το ψηλό βουνό,

προβαίνει η μέρα, μες σε πέπλο φωτεινό.

Κι’ ο Φοίβος, τέλεια την τροχιά του αφού διανύσει

 

Στη γη, στον Ωκεανό γοργά πάει να βυθίσει,

ενώ η αδερφή του σκάει λειψή στον Ουρανό.

Όμοια κι’ ο Πάρθος, αφού λίγο πολεμήσει,

φεύγει- μα και το τόξο σφίγγει το στυγνό.

 

Έτσι κάποτε σ’ εύφρανα κι’ εγώ θλιμμένο,

κι’ άς είχα ακόμα το αίσθημα μισοαναμμένο.

Μά, τώραα πιά, τώρα που μ’ έχεις αγκαλιάσει,

 

Και στο σημείο που μ’ ήθελες πιά φτάσει,

δροσιά στη φλόγα σου, νερό ρίχνεις, καλέ μου,

κι’ είσαι ψυχρός, όσο δε θάμουνα ποτέ μου.

            ΣΟΝΝΕΤΟ XVII

Πόλη αποφεύγω κι’ εκκλησιές κι’ όλα τα μέρη,

όπου τα αιώνια θα μπορούσα να γροικήσω

παράπονά σου ή και να μ’ είχες καταφέρει

ό,τι περσότερο εκτιμώ να σου χαρίσω.

 

Μάσκα, ιπποδρόμιο και παιχνίδι ανία μου φέρει,

κι’ ωραίο χωρίς εσέ δε δύναμαι να νοήσω.

Τόσο, που αν απ’ το φοβερό του πόθου χέρι

κάμω να φύγω, κάτι νέο να δημιουργήσω,

 

Να γιάνω απ’ της ερωτικής σκέψης το πάθος,

στου ερημικότερου δρυμού μπαίνω το βάθος.

Μα, βλέπω, ωστόσο, αφού πολύ στριφογυρίσω,

 

Πώς αν ποθώ ν’ απαλλαγώ πλέον από σένα,

έξω απ’ τον ίδιο μου εαυτό χρωστώ να ζήσω,

ή τράβα ακόμα εσύ μείνε μακρυά, στα ξένα.   

              ΣΟΝΝΕΤΟ XVIII

Φίλα με ακόμα, ξαναφίλαμε και φίλα.

Δώσ’ μου ένα απ’ τα φιλιά τα πιό γλυκά σου,

δώσ’ μου ένα απ’ τα φιλιά τα τρισερωτικά σου

και θα σου δώσω τέσσερα, χόβολης καήλα.

 

Έχεις παράπονο; Μ’ απ’ της καρδιάς τα φύλλα

να σε γλυκάνω, κι’ άλλα δέκα δίνοντάς σου.

Με ανάκατα φιλιά, δικά μου και δικά σου,

ο ένας τον άλλονε ας χαρεί, με ανατριχίλα.

 

Για τον καθένα ζωή διπλή θ’ ακολουθήσει’

και στον εαυτό του και στο φίλο του θα ζήσει.

Άσε, μιά τρέλλα, αγάπη μου, κι’ εγώ να δείξω.

 

Κακό παθαίνω πάντα, ζώντας μυαλωμένα’

μήτε και να δοθώ μπορώ ευχαριστημένα,

αν, έξω απ’ τον εαυτό μου, λίγο δεν πηδήξω.     

 

Επιπρόσθετα

        Σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες που μας παράσχει το ζεύγος των ελλήνων ποιητών, μεταφραστών και ανθολόγων Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά, στην εξάτομη Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία τους, τόμος Δ΄ ξένες χώρες (Γαλλία-Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Εσθονία, Ισημερινός, Ισλανδία, Ισπανία), Επιμέλεια Διονύσιος Ι. Τσουράκης, σελ. 1516-1520, εκδόσεις «Διόσκουροι», Αθήνα 1976, η γαλλίδα ερωτική ποιήτρια που έφυγε σχετικά νέα από την ζωή στα σαράντα της Λουϊζα Λαμπέ (1525/1526-25/4/1566), δεν είναι και τόσο ευρέως γνωστή στο μεγάλο κοινό της ποίησης, όπως παραδείγματος χάριν έχουμε με το έργο (ποίηση, επιστολές) που μας άφησαν στην εποχή τους οι προερχόμενες από τον θρησκευτικό χώρο γυναικείες ποιητικές φωνές της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Βλέπε την Μαριάννα Αλκοφοράντο γνωστή ως Πορτογαλίδα Μοναχή 17ος αιώνας, ή η ισπανίδα Αγία Τερέζα της Άβιλας, τον 16ο αιώνα, και ορισμένες άλλες σχεδόν άγνωστες μας γυναικείες ποιητικές φωνές, ίσως όχι παρόμοιου ποιητικού μεγέθους. Η Σονετογράφος Λουϊζα Λαμπέ, έκανε την εμφάνισή της το χρονικό διάστημα μεταξύ του εφευρέτη της Σονετογραφίας Πετράρχη και την κυκλοφορία των Σονέτων του άγγλου δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ όπως φαίνεται όπως μας λένε οι ειδικοί δεν γνώριζε το έργο της Λαμπέ. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι πριν από την συστηματική οργάνωση ως ποιητική φόρμα από τον Πετράρχη και στο μνημειώδες κλασικό έργο της μεσαιωνικής γραμματείας «Θεία Κωμωδία» του Δάντη έχουμε μορφικά δείγματά του, η λεγόμενη “Terza rima”. Με την άνθηση όμως του πολιτισμού στην Ιταλία ο Πετράρχης θεωρείται ο πρώτος διδάξας. Ο Σονετογραφικός λόγος, η ποιητική αυτή μορφή των χρόνων πριν κατά την διάρκεια και μετά τους λαμπρούς και επαναστατικούς αιώνες της Αναγέννησης στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι ποιητές που υιοθέτησαν ως ποιητική φόρμα στην γραφή τους το Σονέτο, αποτέλεσαν μία αρκετά διαδεδομένη και αγαπητή μαγιά δημιουργών. Ο Πετράρχης άνοιξε τον δρόμο και οι μεταγενέστεροι-αφού τον διάβασαν και τον μιμήθηκαν, τον ακολούθησαν δίχως να προσθέσουν ή να αλλάξουν τον τεχνικό σχεδιασμό της μορφής των στροφών του Σονέτου. 4+4+3+3 σύνολο 14 στίχοι. Το Σονέτο από ποιητική φόρμα της Ιταλικής γραμματείας απόκτησε πανευρωπαϊκή και παγκόσμια εμβέλεια, υιοθετήθηκε τόσο από ελάσσονες όσο και από μείζονες ποιητές και ποιήτριες. Η ποιητική αυτή τεχνική ως φόρμα, υπήρξε αγαπητή και στους δημιουργούς του Κυπριακού Ελληνισμού και στους ποιητές της κυρίως Ελλάδας. Κλασικό και σημαντικό παράδειγμα τα Σονέτα του ποιητή Κωστή Παλαμά και άλλων. Η πολυσέλιδη μελέτη και το ανθολόγιο που κυκλοφόρησε ο πειραιώτης συγγραφέας Κάρολος Ε. Μωραϊτης, «Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου» από την παλιότερη Ελληνική και Κυπριακή ποίηση μέχρι σήμερα, Αθήνα 1987 μας φανερώνει την αλήθεια των θέσεών μας τουλάχιστον στο ελληνικό ποιητικό χώρο.

    Η Louise Charlin, Charly Charlieeux (1525/1526-1566) γνωστή ως Λουίζα Λαμπέ σύμφωνα με το ζεύγος Παππά στην Ανθολογική τους πρόταση:

 «Γεννήθηκε στη Λυών και υπήρξε κόρη και σύζυγος πλουσίων Λυωνέζων σχοινεμπόρων, απ’ το επάγγελμα των οποίων ήταν γνωστή στη Γαλλία με το όνομα «η όμορφη Σχοινού». Η Λουίζα ωραιότατη, κατά τον Σαν Μπέβ, αποτελεί την πιό σημαντική γυναικεία φυσιογνωμία στην κλασική λογοτεχνική γαλλική περίοδο, για την οποία λίγες δυστυχώς υπάρχουν πληροφορίες. Η ποιήτρια φαίνεται να πήρε επιμελημένη ανατροφή και εκπαίδευση, έμαθε μουσική, και ξεχωριστά λαγούτο, σπούδασε αρχαία και νεώτερη λογοτεχνία και επιδιδόταν στην ιππασία. Για την αμαζόνα αυτή του δέκατου έκτου αιώνα, λέγεται ότι ακολούθησε το στρατό του Δελφίνου της Γαλλίας στην πολιορκία του Περπινιάν, κοντά στα Πυρηναία, όπου και ανδραγάθησε με το αρσενικό όνομα «καπετάν Λουίζος». Εκεί, η υπερχειραφετημένη και πρωτοπόρα, για την εποχή της, Λουίζα, ερωτεύτηκε τον ωραίο πολεμιστή, που για την απουσία του ή την απιστία του, σπαράζει τόσο βαθιά και του απευθύνει τα φλογερά τραγούδια

     Ο σχοινέμπορος άντρας της Εννεμόν Περέν, αγαθός άνθρωπος, μα πολύ μεγαλύτερός της, χάρισε στη δεκαεξάχρονη σύζυγό του κάθε άνεση, δίχως την οποία η Λουίζα δε θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί εξ’ ολοκλήρου στη λογοτεχνία. Γύρω από το όνομα της ποιήτριας πλέχτηκαν ολόκληρα παραμύθια, που κατάφεραν να ρίξουν τη φυσιογνωμία της σε σκοτάδι σύγχυσης για τους ερευνητές. Έτσι βλέπουμε μιά γαλλική λαϊκή εγκυκλοπαίδεια να παρουσιάζει την ποιήτρια ως «Λυωνέζα εταίρα», άλλοι να τη μεταμορφώνουν σε ηρωίδα της Ελευθερίας και άλλοι να τη χρησιμοποιούν σαν σύμβολο ανδρείας σε στρατιωτικά λάβαρα. Ευτυχώς για την ποιήτρια, με την πάροδο του χρόνου, η μορφή της αποκαταστάθηκε ως έπρεπε, και η ωραία Λουίζα, που πέθανε στα 1565, μόλις σαράντα χρονών, παρέμεινε σεβαστή και δημοφιλής, ιδίως για τους Λυωνέζους, πού και σήμερα την αναφέρουν με υπερηφάνεια.

          Το έργο της Λουίζας Λαμπέ αποτελείται συνολικά από ένα διάλογο σε πρόζα, με τίτλο «Συζήτηση για την Τρέλα και τον Έρωτα», απ’ όπου ο Λαφονταίν εμπνεύστηκε ομώνυμο μύθο του, τρείς Ελεγείες και εικοσιτέσσερα Σονέττα, πού το πρώτο απ’ αυτά η ποιήτρια έγραψε στα ιταλικά. Ο διάλογός της «Συζήτηση για την Τρέλλα και τον Έρωτα», γραμμένος στη μορφή των διαλόγων του Λουκιανού και του «Εγκωμίου της Τρέλας», του Έρασμου, είναι έργο γεμάτο χάρη, λεπτότητα και θέλγητρο.

   Στα Σονέττα της η ποιήτρια φαίνεται να πήρε μάθημα από τον Πετράρχη. Όμως, πέρα απ’ την πετραρχική επίδραση, τα σονέττα της δονούνται από ατομικό και συχνά σαπφικό πάθος, και σε στίχους ειλικρινείς και μελωδικούς προβάλλει την ερωτική γυναικεία συγκίνηση στο κατακόρυφο της έντασής της, της ψυχολογικής παλίρροιας».

     Το ζεύγος των ανθολόγων και μεταφραστών Ρίτα Μπούμη και Νίκου Παππά σύμφωνα με τα πληροφοριακά δεδομένα της εποχής τους μας δίνουν ένα ενδεικτικό λήμμα για την γαλλίδα ποιήτρια, την επονομαζόμενη και «Νέα Σαπφώ», τον βίο και την ποίησή της, μεταφέροντας στις σελίδες της Ανθολογίας τους Έξι Σονέτα της, VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, μεταφρασμένα από τον ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη που πρώτος μας την γνώρισε στα ελληνικά όπως ομογνωμούν οι μέχρι σήμερα πηγές. Για τον ποιητή και μεταφραστή Κούλη Αλέπη βλέπε και προ- προηγούμενο σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα.

Με την περίπτωση του έργου της γαλλίδας Σονετογράφου είχε ασχοληθεί σε εκτενές λήμμα του ο ποιητής, μυθιστοριογράφος και μεταφραστής Νίκος Καζαντζάκης σε κείμενό του στο παλαιό πολύτομο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» των εκδόσεων «Ελευθερουδάκη» που υπήρξε συνεργάτης του, τόμος Η’. Οι μεταγενέστεροι μεταφραστές της Λουϊζας Λαμπέ συνηθίζουν να μεταφέρουν τα γραφόμενα-όχι και τόσο επαινετικά-λόγια του Νίκου Καζαντζάκη. Ο δοκιμιογράφος και κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» του 1950 επίσης αναφέρεται στην περίπτωσή της. Εκείνος όμως που μνημονεύεται περισσότερο από τους σχολιαστές της και αντιγράφονται συνήθως πολλά στοιχεία και πληροφορίες από αυτά που μας λέει επαινετικά για την ποίησή της είναι ο αχαιός πολιτικός και συγγραφέας Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο πολυμαθέστατος, πολύγλωσσος και πολυγραφότατος λόγιος Πατρινός πρώην πρωθυπουργός και πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην πολύτομη αξεπέραστη ερευνητική και συγγραφική εργασία του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» της αφιερώνει σχεδόν είκοσι σελίδες. Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι η «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» είναι ένα πολυδύναμο έργο σταθμός στα ελληνικά γράμματα, πολιτιστικός και ιστορικός ωκεανός, μια περιπέτεια του κόσμου των ιδεών και των πολιτισμικών εκφράσεων και εκδηλώσεων της Ευρωπαϊκής σκέψης και πνεύματος, των τεχνών του δυτικού ανθρώπου, υφασμένο από ελληνικό χέρι και οραματική σύλληψη. Μέχρι σήμερα ενδέχεται να μην έχει αποπειραθεί παρόμοια συνθετική πανοραμική εργασία από έλληνα συγγραφέα. Δεν συμπεριλαμβάνουμε τις ειδικές συνολικές εργασίες που έχουμε στους χώρους των εικαστικών τεχνών βλέπε περίπτωση του πειραιώτη καθηγητή Μάνου Στεφανίδη ούτε τις πολύτομες λογοτεχνικές και κριτικές εργασίες του πανοράματος της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας από τον Αλέξανδρο Αργυρίου και τον Δημήτριο Τσάκωνα. Προσπερνάμε άλλα γνωστικά της τέχνης και της ιστορίας πεδία, όπως είναι η πολύτομη σειρά του Ελληνικού Έθνους της εκδοτικής Αθηνών και το Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Επανερχόμενος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε τέσσερεις τόμους του έργου του μνημονεύει το όνομα και γράφει, παραθέτει στοιχεία, αναλύει την φυσιογνωμία και την περίπτωση της Louise Labe του γαλλικού πνευματικού κύκλου της «Πλειάδας». Βλέπε τα αντίστοιχα κεφάλαια, μέρη και τις σελίδες των τόμων  II, 118. III,  241-250, 281, 283, 286, 330. IV, 127,  299, 308, 403, 406.  VIII, 331. Ιδιαίτερα το 53 κεφάλαιό του με τίτλο: «Η γαλλική λογοτεχνία στο πρώτο ήμισυ του ΙΣΤ αιώνα. Μαργαρίτα της Ναβάρρας. Η ποίηση από τον Κλεμάν Μαρό ως την Λουϊζα Λαμπέ». Βλέπε «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, εκδόσεις Διονυσίου Γιαλλελή, Αθήνα 1998. Ποιήματα της Λουϊζας Λαμπέ έχει μεταφράσει και ο ποιητής, ανθολόγος και μεταφραστής Άρης Δικταίος. Βλέπε Άρης Δικταίος, «Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως»- Σ’ Αναζήτηση του Απολύτου. Ιστορική Ανθολογία της Παγκοσμίου Ποιήσεως. Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, Αθήνα 1960. Στο κεφάλαιο: «VI. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Ή Ο ΗΛΙΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΓΗΝ. Αρκαδία. Κλασσικισμός. Μπαρόκ. Σελίδες 425-426. “LOUISE LABE 1523-1566”. Ο Δικταίος μεταφράζει 3 Σονέτα. Το II. O beaus yeus bruns… Το III. O longs desirs… και το IV. Depuis qu’ Amour… Ενώ στην Ανθολογία τους, «Ποιητικές Συνομιλίες» Ελληνικά Ποιήματα για Ξένους Ποιητές, εκδόσεις Οδός Πανός 2012, σ.33 οι ποιητές, ανθολόγοι και εκδότες Θανάσης Θ. Νιάρχος και Αντώνης Φωστιέρης μεταφέρουν το αφιερωματικό ποίημα του Άρη Δικταίου. Εκείνος όμως που γνώρισε στο ελληνικό κοινό της ποίησης, τους φιλότεχνους επίσημα τα Σονέτα της πρώτος, έθεσε τις βάσεις της γνωριμίας μας μαζί της είναι ο ποιητής και μεταφραστής, εικαστικός Κούλης Αλέπης. Στο παραδοσιακό περιοδικό «Νέα Εστία» έτος ΚΒ΄- τόμος 43ος, τεύχος 493/ 15-1- 1948, σελίδες 83-85 Δημοσιεύει το «ΛΟΥΪΖΑ ΛΑΜΠΕ» εισαγωγή 83-84 και ακολουθούν οι μεταφράσεις 7 Σονέτων της. Τα VIII, X, XI, XIII, XIV, XVIII, XIX.

     Ο Κούλης Αλέπης, δεκατρία χρόνια μετά τις πρώτες του μεταφραστικές παρουσιάσεις, το 1961 μας δίνει ολοκληρωμένα πλέον στα ελληνικά, τα 24 Σονέτα της γαλλίδας ποιήτριας. Ο Κούλης Αλέπης στην Αθήνα το 1961 ανάμεσα στα βιβλία με την ποίησή του και τις μεταφράσεις του που εξέδωσε, ήταν και «Η ΛΟΥΙΖΑ ΛΑΜΠΕ (LOUISE LABE) ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΣΟΝΝΕΤΑ ΤΗΣ» Μεταφρασμένα και Μελέτη από τον ΚΟΥΛΗ ΑΛΕΠΗ. Εκδόσεις «Πυραμίς» (Εκδ. Κατάστημα Γραφικών Τεχνών «Πυραμίς» Ιλεάνας Ν. Παπαδημητρίου) Αθήνα, Μάρτης 1961, σελ. 32. 15Χ21. Η έκδοση περιλαμβάνει 24 Σονέτα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς, σελ. 9-32. Της μετάφρασης προηγείται μικρή εισαγωγή «Λουίζα Λαμπέ» σελ. 5-7.

          Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την χρονολογική τους σειρά πριν αντιγράψουμε την Εισαγωγή και Μεταφράσεις του Κούλη Αλέπη.

     Η περίπτωση της γαλλίδας ερωτικής ποιήτριας ήρθε και πάλι στην σκέψη μας, όταν πριν μερικούς μήνες, το 2024 προμηθευτήκαμε μία νέα και σύγχρονη καλαίσθητη έκδοση των Σονέτων της Λουίζας Λαμπέ σε πολύ καλή μετάφραση, κατατοπιστική εισαγωγή και αναλυτικό επίμετρο καθώς και διευκρινιστικές σημειώσεις του ποιητή και δοκιμιογράφου Φυσικού το επάγγελμα Ξάνθου Μαϊντά, μέλος και προέδρου του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος στην Νέα Ιωνία. Το βιβλίο έχει τίτλο: Λουίζα Λαμπέ, ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ. Εισαγωγή-Μετάφραση-Επίμετρο: ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ, εκδόσεις «Νίκας» 2024, σελ. 152, τιμή 15 ευρώ. Σχεδιασμός εξωφύλλου Θανάσης Γαλανάκης. Επιμέλεια- Διόρθωση κειμένου: Πάνος Γιαλελής. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «Στην Σοφία». Η έκδοση είναι δίγλωσση- αριστερή σελίδα το πρωτότυπο δεξιά σελίδα η μετάφραση. Περιλαμβάνει: Εισαγωγή, 9-14.- Τα Ερωτικά Σονέτα (EVVRES DE LOVIZE LABE, LIONNOIZE..), 67-132.-Σημειώσεις 133-144.- Ευχαριστίες 145-146. Τέλος, στις σελίδες 147-148 και 149 δημοσιεύονται η Εργοβιογραφία του Μεταφραστή και τα Περιεχόμενα της έκδοσης.

Εδώ να αναφέρουμε ότι το 2015 στην Αθήνα οι εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφόρησαν την μελέτη “Louise Labe- Ingrid Auriol, Δύο Γαλλίδες ποιήτριες, εισαγωγή-μετάφραση Ηρώ Τσαρνά».

Η δίγλωσση έκδοση που έχουμε μπροστά μας, του Ξάνθου Μαϊντά των εκδόσεων Νίκας 2024, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αφήνει πίσω της επάξια και εύλογα το βιβλίο με τις μεταφράσεις του Κούλη Αλέπη. Της πρώτης μας στα ελληνικά επαφής με την ποιητική φωνή της Λουϊζας Λαμπέ έχουν περάσει έκτοτε πάνω από 60 χρόνια, και η ελληνική γλώσσα και τα ποιητικά γούστα έχουν αλλάξει. Η αρτιότερη και πληρέστερη και σαφώς κατατοπιστικότερη σε στοιχεία και πληροφορίες, επιμελημένη μεταφραστική εργασία του Ξάνθου Μαϊντά, φροντισμένη και στην παραμικρή της λεπτομέρεια συμπληρώνει με νέα στοιχεία για την ζωή και το έργο της, μιλά για το πώς υποδέχτηκαν την ίδια ως γυναίκα, χειραφετημένη και ανεξάρτητη από το ανδρικό εθιμικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής της, για την κάπως ελευθεριότητα της ερωτικής της συμπεριφοράς, ξένη προς τα ήθη των χρόνων εκείνων, τους παθιασμένους έρωτές της, την συμμετοχή της σε πολεμικές επιχειρήσεις αν και δεν είχε πατήσει τα 16 της χρόνια. Ένας γυναικείος βίος περιπετειώδης και παράξενος για τα κοινωνικά μέτρα και ηθικά σταθμά του καιρού της. Φωτογραφίζει την κοσμοθεωρία της ζωής της και τις δημόσιες αντιδράσεις της μέσα σε ένα περιβάλλον καθαρά ανδροκρατούμενο. Οι όποιες ιδέες και η θηλυκή σκέψη ποδηγετούνταν από την αντρική ή αναγκαστικά προσαρμόζονταν σε αυτήν. Μας εικονογραφεί την ποιητική της φιλοσοφία, είτε των 24 Σονέτων της είτε των τριών Ελεγειών της, αναφέρεται στον πνευματικό κύκλο των Πλειάδων στον οποίο την εντάσσουν, θεωρώντας την ως «Νέα Σαπφώ». Μας μιλά για τις σπουδές της, την μουσική της κατάρτηση, τον ποιητικό περίγυρο της Αναγέννησης που έζησε και έγραψε η Λουϊζα Λαμπέ ως Σονετογράφος μεταξύ του πατριάρχη της Σονετογραφίας Πετράρχη και του άγγλου δραματουργού Ουϊλλιαμ Σαίξπηρ που καλλιέργησε την σονετική γραφή στην αγγλική γλώσσα με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα. Ο Μαϊντάς με τις εμβριθείς παρατηρήσεις του, τις εξονυχιστικές επισημάνσεις του μας μιλά στο πώς την προσφωνούσαν στην εποχή της και μεταγενέστερα και στο πώς την υποδέχτηκαν ως ερωτική γυναικεία ποιητική φωνή σύγχρονοι δημιουργοί του προηγούμενου αιώνα όπως ο γάλλος συγγραφέας Αντρέ Ζιντ, (είχε αρνητική γνώμη για την ποίησή της) ο γερμανός ποιητής Ραίνερ Μαρία Ρίλκε (υπήρξε υποστηρικτής του έργου της), και άλλοι που εξέφραζαν μία επαμφοτερίζουσα γνώμη και κρίση για την ίδια και την ποίησή της. Συγκρίνει επίσης την ερωτική φωνή της με την αλήθεια της ερωτικής φωνής της αρχαίας λυρικής χειραφετημένης ποιήτριας Σαπφώς. Στο πολυσέλιδο και μεστό, αναλυτικό Επίμετρό του ο Ξάνθος Μαϊντάς χρησιμοποιεί στίχους της αρχαίας λυρικής ποιήτριας μεταφρασμένους από την ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου, την πλέον αρμόδια πάνω στην ποίηση της Σαπφούς. Με την εμπειρία που του παράσχει και η ιδιότητα του ποιητή ο Ξάνθος Μαϊντάς (έχει κυκλοφορήσει 6 ποιητικές συλλογές) και του δοκιμιογράφου (δύο μελέτες) αλλά και του ανθολόγου (τρία βιβλία) και του μεταφρασμένου στο εξωτερικό (Ισπανικά) ο κύριος Ξάνθος Μαϊντάς μας δίνει μιά πλήρη εικόνα των Ερωτικών Σονέτων της γαλλίδας Λουϊζας Λαμπέ και του πριν και μετά ποιητικού περίγυρού της, μεταφρασμένα σε πολύ καλά και προσεγμένα ελληνικά, προσπαθώντας να μην προδώσει το πρωτότυπο κείμενο, να μην ξεφύγει από την μετρική και ηχητική του ρυθμολογία να μην υπερβεί τις λέξεις του κάθε Σονέτου ξεχωριστά και ιδιαίτερα. Σε μιά γλώσσα που ρέει, δεν μπουκώνει, ακολουθεί τους εσωτερικούς ρυθμούς της γλώσσας που γράφτηκαν, αποδίδει την θεματική εικονοποιία των Σονέτων εξαίσια, μας μεταφέρει με το ίδιο «πάθος» τον συναισθηματικό της κόσμο και ερωτική διάθεση και ατμόσφαιρα όχι ως νοηματική ιδέα ή σύλληψη μιάς γυναίκας ερωτευμένης, πλημμυρισμένης από θυελλώδη έρωτα αλλά ως ένα γυναικείο σώμα που σπαρταρά από την φλόγα του έρωτα προς τον νεαρό εραστή της, αν και παντρεμένη. Η Λουϊζα Λαμπέ μεταποιεί το ερωτικό της πάθος σε γραφή, αυτοβιογραφεί την σχέση της με το άλλο φύλο και παράλληλα τον χωρισμό της από αυτό. Η ποίησή της είναι μια ερωτική ελεγεία για τον χωρισμό των δύο φύλων, το τέλος της αγάπης εκ μέρους του συντρόφου της, την αδιαφορία του νεαρού άντρα προς την δική της σφοδρότατη επιθυμία. Ο Ξάνθος Μαϊντάς ακολουθεί χωρίς να στέκεται και σίγουρα διευρύνει τα μονοπάτια εξέτασης της ποιητικής της φωνής και παρουσίας που άνοιξαν οι προγενέστεροι μελετητές της, τόσο ο Κούλης Αλέπης, όσο ιδιαίτερα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ο οποίος και μας έδωσε το μακροσκελές αναλυτικό κείμενό του για την γαλλίδα ερωτευμένη ποιήτρια. Βασίζεται σε προγενέστερες ξένες πηγές και κρίσεις με προσοχή και ακρίβεια, σεβασμό, προσφέροντας ασφάλεια στις προσωπικές του εκτιμήσεις και ποιητικές θετικές προς το πρόσωπό της θέσεις. Καταφεύγει σε σύγχρονες εκδόσεις του έργου της και σε ονόματα μελετητών από το διαδίκτυο έμπειρων πάνω σε ποιητικά θέματα της Αναγέννησης συνομιλώντας με τον εκδότη του. Η σύγχρονη, φρέσκια μετάφραση του Ξάνθου Μαϊντά εκπλήσσει και χαροποιεί ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστούμε ότι ο ποιητής και μεταφραστής δεν «κατάγεται» από τον παραδοσιακό χώρο των μεταφραστών- δημιουργών των προερχόμενων από τα κλασικά γράμματα, τους φιλολογικούς κύκλους (τις μαλακές λεγόμενες επιστήμες) αλλά, από τα πεδία των θετικών επιστημών (των λεγόμενων σκληρών). Αν και για να συγκρατήσουμε τον ενθουσιασμό μας, στην σειρά των ελλήνων ποιητών, συγγραφέων και μεταφραστών των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής λογοτεχνικής γραμματείας, συναντάμε αρκετά ονόματα διανοουμένων, λογοτεχνών, λογίων και μεταφραστών που προέρχονται από τον κλάδο των μαθηματικών, των φυσικών, των χημικών, των μηχανικών, των αρχιτεκτόνων, των οικονομολόγων, των ναυτιλιακών σπουδών, των λογιστών κλπ. Μάλιστα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η γαλλική γλώσσα των Σονέτων δεν είναι σύγχρονη, πηγάζει από παλαιότερες των ιστορικών χρόνων γαλλικές γλωσσικές ρίζες και ρεύματα ιδιωματισμών, εκφράσεων και τύπων, όταν άρχιζε να διαμορφώνει το πρόσωπό της και να γίνεται περισσότερο φινετσάτη και εκλεπτυσμένη, λεπτεπίλεπτη και αριστοκρατικά επιλεκτική όπως είναι η γαλλική γλώσσα. Κάτι που φανταζόμαστε θα δυσκολεύει ίσως λίγο παραπάνω τον όποιον μεταφραστή ή μεταφράστρια στην σύγχρονη και μοντέρνα ελληνική απόδοσή της στα ελληνικά, ανεξάρτητα των βαθμών επάρκειας της γαλλικής γαλλικής, των γνώσεων και των μυστικών της. (εδώ να υπενθυμίσουμε κάτι από τις προηγούμενες πολιτικές δεκαετίες. Τι αίσθηση έκανε η Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσάτσου όταν ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επισκέφτηκε την Γαλλία και μίλησε στα άπταιστα γαλλικά του. Που, όπως γράφτηκε, ούτε οι ίδιοι οι Γάλλοι δεν μιλούσαν). Ο Ξάνθος Μαϊντάς στην δική του μεταφραστική πρόταση των 24 Σονέτων δεν υιοθετεί τον γενικό κλασικό τίτλο που χρησιμοποίησε ο Κούλης Αλέπης, δανεισμένο από τον συνολικό αριθμό των Σονέτων της. Το βιβλίο φέρει ως τίτλο «ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ», κάτι που σημαίνει-όπως τον κατανοούμε- ότι ο σύγχρονος έλληνας μεταφραστής «κορνιζάρει» τα ποιήματα στην συγκεκριμένη γενεσιουργό δυναμική τους και θεματική τους από όπου προέρχονται. Από την δεξαμενή των γυναικείων ατομικών ερωτικών αισθημάτων της ποιήτριας αποκλείοντας κάθε άλλη ερμηνευτική τους εκδοχή και προσέγγιση, πέρα από την συμβολιστική των μοτίβων τους. Ακολουθώντας σημειολογικά και τα ίχνη του Κούλη Αλέπη στην δική του μετάφραση ορίζει ο Ξάνθος Μαϊντάς το εύρος του πλαισίου των ερμηνευτικών πλησιασμάτων μας. Έχουμε μία σταθερή ερωτική ενδοσκοπική μιάς γυναικείας ποιητικής παρουσίας εξομολόγηση, μιας όχι ήρεμης και ελπιδοφόρας γυναικείας ερωτικής πορείας που εκφράζεται σε 24 περί άμετρης αγάπης επεισόδια και εικόνες με κεντρικό άξονά τους όχι την διά βίου ένωση αλλά τον χωρισμό και την απομάκρυνση. Λες και κοιτάμε αντεστραμμένα πάνω στον ερωτικό καθρέφτη την επαφή ενός άντρα και μίας γυναίκας από την στιγμή του χωρισμού τους. Η ερωτική πλήρωση επέρχεται με τον χωρισμό. Την διάσπαση της ερωτικής σχέσης.

    Τα 24 ΣΟΝΕΤΑ της γαλλίδας ποιήτριας πρέπει να τα δούμε, να τα διαβάσουμε, σαν ένα ενιαίο ερωτικό και των εσωτερικών αισθημάτων της και ψυχικών ταραχών της σύνολο. Από το πρώτο της Σονέτο-το γραμμένο στα Ιταλικά (το μαναδικό)- έως το εικοστό τέταρτο έχουμε μία εν εξελίξει γυναικεία ερωτική φωνή η οποία πάλλεται από τρυφερότητα, νοσταλγικό τέμπο, λυρικό συναίσθημα, μελαγχολία, θλίψη αλλά και εσωτερική πλήρωση που εκδηλώνει τις προθέσεις της με φιλιά και τρυφερούς ασπασμούς.-Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι δεν ξέρω γιατί αλλά τα Σονέτα εκείνα ιδιαίτερα το 18 που η ποιήτρια αναζητεί τα φιλιά του εραστή της και του προσφέρει δεκάδες φιλιά σαν ανταπόδοση, μου θύμισε αμυδρά κάτω από άλλες ερμηνευτικές συνισταμένες τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και δίχως έτερους συσχετισμούς.- Είναι η μετάπλαση, μεταστοιχείωση αν μου επιτρέπεται η έκφραση του κεντρικού ερωτικού πυρήνα διασπαρμένου σε 24 Σονέτα, δηλαδή σε ποιητική γραφή. Η επιλογή της Σονετικής φόρμας, προερχόμενη από την ποιητική παράδοση του Πετράρχη, προσδίδει μεγαλύτερη «αξιοπιστία» βαρύτητα στον γυναικείο λόγο της Λουϊζας Λαμπέ, την εντάσσει σε μία ευρύτερη ποιητική παράδοση αναγνωρίσιμη από το παγκόσμιο κοινό της ποίησης. Τα παθιασμένα και νοτισμένα με ηδονική υγρασία αυτά Σονέτα αποτέλεσαν «σκάνδαλο» για την εποχή της δημοσίευσής τους, δήλωναν με τον πλέον ξεκάθαρο και σαφή τρόπο την χειραφετημένη φύση της γυναίκας της εποχής που αυτά υφάνθηκαν. Εξέφραζαν τον αληθινό χαρακτήρα και το βάθος όσων αισθάνονταν η νεαρή και ανήλικη Λουϊζα Λαμπέ, αυτό το θαρραλέο και τολμηρό και μαχητικό κοριτσάκι, που δεν δίστασε να ντυθεί την πολεμική πανοπλία και να παραταχθεί δίπλα σε στρατιώτες και να πολεμήσει. Τα Σονέτα φανερώνουν την ένταση και την ποιότητα των παθιασμένων ερωτικών συναισθημάτων της γυναικείας φύσης, την πηγαιότητα και αμεσότητα επιπλέον της γραφής της ερωτευμένης ποιήτριας που αναζητούσε τρόπους να πλησιάσει και να έρθει σε επαφή, να κρατήσει τις σχέσεις της με το άλλο φύλο με έναν τρόπο πρωτόγνωρο για την εποχή της και την θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία. Η γραφή της Λαμπέ φέρνει στη σκέψη και την ποίηση του Φρανσουά Βιγιόν δίχως το δικό του κόσμο αναφοράς. Παρά όμως το ξάφνιασμα που έφερε ο ποιητικός λόγος της γαλλίδας Λουϊζας Λαμπέ, τα Σονέτα κέρδισαν το στοίχημα με τον χρόνο, κρατήθηκαν στην επιφάνεια του, πρόσφεραν στην θηλυκή ερωτογραφία και παράδοση, έμειναν στην αθανασία και την μνήμη και όπως βλέπουμε με την σύγχρονη, παρούσα μεταφραστική έκδοση του 2024 το αναγνωστικό κοινό της ποίησης ήρθε σε επαφή μαζί τους εφοδιασμένο με καινούργιες ερμηνευτικές προθέσεις και καταθέσεις που μας πρόσφερε ο φυσικός επιστήμονας, ποιητής και μεταφραστής κύριος Ξάνθος Μαϊντάς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

1 έως 21 Αυγούστου 2025