Ελάχιστα
για τον θάνατο παιδιών γύρω μας
Το τελευταίο
διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιάς ξαφνικής (;) διασάλευσης της φυσικής τάξης των
πραγμάτων. Βλέπουμε στους τηλεοπτικού φακούς να πεθαίνουν αβοήθητα, πεινασμένα,
να λιμοκτονούν, σκελετωμένα εκατοντάδες μικρά παιδιά στην περιοχή της Γάζας.
Ακούμε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ισραηλίτισσες μανάδες να κλαίνε τα νεκρά
παιδιά τους που πιάστηκαν αιχμάλωτα και κρατούνται όμηροι εδώ και δύο χρόνια
από φανατισμένα και επικίνδυνα άτομα. Μαυροφορεμένες εξαθλιωμένες Μανάδες των
Παλαιστινίων και οικογένειες του κράτους του Ισραήλ να ολοφύρονται πάνω στα
ερείπια μέσα στα καταφύγια κάθε οικογένεια για τους δικούς της νεκρούς.
Σπαρακτικές εικόνες που ο φανός δεν μπορεί να κρύψει το δράμα που συντελείται
σε γειτονικές μας χώρες. Πρώην έλληνας πρωθυπουργός να κηδεύει την νεαρή κόρη του,
μόλις στα 34 της χρόνια. Δεκάδες φωτιές κατακαίουν από άκρη εις άκρη όλη την
χώρα. Για ποιους να πρωτομιλήσεις, σε ποιους να συμπαρασταθείς, στους συνέλληνες
που χάνουν το βιός τους από την μία στιγμή στην άλλη και μένουν στο δρόμο; Να
τρέξεις με όσες σωματικές δυνάμεις διαθέτεις να διασώσεις τα εκατοντάδες ζωάκια
που τρέχουν αλαφιασμένα, αβοήθητα, φοβισμένα, τρομαγμένα να ξεφύγουν από τα
αλλεπάλληλα μέτωπα φωτιάς που καταστρέφουν στο πέρασμά τους την πανίδα και την
χλωρίδα γύρω μας; Και ο υπόλοιπος φυσικός πλούτος, τα δάση, οι θάμνοι, τα φυτά,
τα λουλούδια, οι γεωργικές παραγωγές και οι εποχιακές σπορές; Η ξηρασία και η
ερημοποίηση. Τεράστιος αγώνας των ανθρώπων του πυροσβεστικού σώματος, οι
εκατοντάδες εθελοντές πυροσβέστες που με κίνδυνο της ζωής τους μοχθούν να
διασώσουν ότι μπορεί να διασωθεί από την λαίλαπα των πυρκαγιών. Ποιό βλέμμα,
ποιά χειρονομία, ποιές λέξεις, ποιοί φθόγγοι, ποιοί ήχοι πένθιμοι μπορούν να
παρηγορήσουν τη Ζωή που χάνεται τόσο άδικα και απρόσμενα γύρω μας και με αυτόν
τον φοβερό τρόπο. Η Τραγικότητα των στιγμών της Ιστορίας ως ζώσα των Καιρών
πραγματικότητα. Μια καταστροφική θύελλα που υπερβαίνει σύνορα, φυλές, έθνη,
θρησκευτικές και πολιτικές παραδόσεις και απλώνεται παγκόσμια. Ποιές και πόσες
κρυφές σκοτεινές δυνάμεις της Μοίρας και των ψυχών των Ανθρώπων που ακόμα δεν
γνωρίζουμε καιροφυλακτούν την κατάλληλη στιγμή της απερισκεψίας μας, της οίησής
μας να δώσουν το τελειωτικό κτύπημα σε ότι με αίμα και μόχθο, δάκρυ και πόνο
αγωνίζεται ο Άνθρωπος να στεριώσει στο μικρό, σύντομο, τυχαίο, απρόβλεπτο
πέρασμά του πάνω στη Γη. Άλλοι, καταφεύγουν στην εξ ύψους βοήθεια, άλλοι δεν
την πιστεύουν και αγωνίζονται μόνοι, θεωρούν ότι είμαστε έρημοι και ορφανοί,
συνυπεύθυνοι των πράξεών μας και όχι ενός προπατορικού αμαρτήματος. Άλλοι ζητούν
σωτηρία μέσα από τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς αγώνες, άλλοι μέσα από
σύγχρονα ανθρώπινα δίκτυα αλληλεγγύης αγωνίζονται να κρατηθούν όρθιοι και να
βοηθήσουν τους διπλανούς τους ανά την υφήλιο. Άλλοι με το μικρό «ταμπούρλο
τους» σιγοψιθυρίζουν το πανάρχαιο τραγούδι του Ποιητή Νίκου Γκάτσου. «Ήταν
κάποτε στον Κόσμο τον αγιάτρευτο/ ένα αγόρι πληγωμένο και απροστάτευτο……» απογοητευμένοι και απελπισμένοι, πικραμένοι
για αυτό το παιχνίδι του θανάτου που συνεχίζεται αμείωτα, δαιμονικά. Και από
κοντά η αμάχη των ανθρώπων μεταξύ τους και με την φύση συνεχίζεται όσο
εξακολουθούμε να πρεσβεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι η «κορωνίδα της Φύσης», το
τέλειο δημιούργημα του Θεού, κάτι που μας προσφέρει την έπαρση, το ψήλωμα του
Νου, την εγωπάθεια ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε πάνω στο Φυσικό
Περιβάλλον, να το καταστρέφουμε, να μην το σεβόμαστε, να μην ακολουθούμε τους
όποιους κανόνες και ρυθμούς λειτουργίας του, τα επακόλουθα, τα αντιμετωπίζουμε,
τα βιώνουμε Όλοι μας. Μικροί και μεγάλοι, πιστοί και άπιστοι, ημεδαποί και
αλλοδαποί, ευκατάστατες τάξεις και φτωχότερες τάξεις περισσότερο, και μαζί με
Εμάς την πληρώνει και η υπόλοιπη έμβια ζωή από την οποία προερχόμαστε και
είμαστε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εξέλιξης. Πόσο θα εξακολουθήσει αυτό το
άμυαλο και δολοφονικό παιχνίδι του ανθρώπου εναντίον του ανθρώπου και η έχθρα
του ανθρώπου ενάντια στην φύση, ποιός μπορεί να δώσει σαφή και σίγουρη
απάντηση; Μέχρι τότε, ο καθένας και κάθε μία όπου Γης κλαίει και μοιρολογεί
τους δικούς του και τον εαυτό του. Μια και «τα τέρατα δεν έχουν εξημερωθεί
ακόμα» που λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.
Διαβάζοντας τα «Λόγια σε Νεκρό» της Μαρίας Περικλή Ράλλη που κυκλοφόρησε
το 1943 για τον χαμό του γιού της Δωρή Περικλή Ράλλη, καθώς αναρτούσαμε τα
σημειώματά μας για το έργο της Πειραιώτισσας συγγραφέως ήρθε στη σκέψη μας ο
σπαραχτικός «Τάφος» του πατέρα ποιητή Κωστή Παλαμά για τον χαμό του δικού του
παιδιού, του Άλκη, αυτό το έντεχνο μοιρολόι που τόσες φορές έχουμε ψάλλει.
«Άφκιαστο και αστόλιστο του χάρου δεν σε δίνω…..». Θυμόμαστε τα πολύστιχα
συγκλονιστικά ποιήματα της «Υδρίας, ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη» του Γιάννη
Ρίτσου, για την μικρή βαφτισιμιά του. «Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα
σπίτια τους/ τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους/ την ώρα
που εκείνη….» Τον θρήνο του Διονυσίου Σολωμού για την «Ορφανή», την ποιητική
αγωνιστική σύνθεση «Το Φώς που Καίει» του Κώστα Βάρναλη, Τα από τα σχολικά μας
χρόνια μνήμες ποιήματα του Γεωργίου Ζαλοκώστα που διαβάζαμε στα σχολικά μας
βιβλία. Το «Χριστινάκι» του ποιητή Βασίλη Ρώτα που σιγοτραγουδούμε αλλά και τον
«δεκαεπτάρη ταχυδρόμο» του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι. Ποιήματα
του Αργύρη Χιόνη, του Σπύρου Αραβανή ο οποίος έχει συντάξει ένα Ανθολόγιο για
τον θάνατο μικρών παιδιών στο ιστολόγιό του, και τόσων άλλων, και γιατί όχι,
την συναισθηματική θρηνωδία της κοινής πορείας και οραματικών στόχων ζωής του
ποιητή Βρασίδα Καραλή για τον σύντροφό του Ρόμπερτ. Και πώς μπορείς να
προσπεράσεις τον πλούτο των Δημοτικών μας Τραγουδιών, Δημοτικά άσματα που
θρηνούν το τραγικό αυτό γεγονός. «Κει που θα πας καρδούλα μου, στη σκάλα που θ’
ανέβεις,/ θα βγουν οι νιοι, θα βγουν οι νιες,/ θα βγουν τα παλικάρια/ να σε
δεχτούν και να σε ιδούν, να πιάκουν τ’ άλογό σου…….». Και το επισφραγιστικό
ποιητικό επιστέγασμα της Μάνας Παναγιάς «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος». Πέρα όμως από την δική μας ποιητική λυρική παράδοση που
ανάγεται στα αρχαία ελληνικά χρόνια και η ευρωπαϊκή ποιητική και μουσική
κλασική παράδοση μας έχει προσφέρει ποιητικά αριστουργήματα, μουσικά ακούσματα
θεσπέσιων συνθέσεων, ποιήματα για τον θάνατο μικρών παιδιών που μελοποιήθηκαν
από κλασικούς συνθέτες όπως ο πολύς και σημαντικός Γκούσταβ Μάλλερ. Οφείλουμε
να ομολογήσουμε ότι πολλοί νέοι της γενιάς μου, μετά την μεταπολίτευση δύο ήταν
οι πηγές μουσικής γνωριμίας μας με το έργο του. Η μουσική επένδυση του
κινηματογραφικού έργου του ιταλού σκηνοθέτη-«κόκκινου κόμη»- Λουκίνο Βισκόντι
«Ο Θάνατος στην Βενετία» και ραδιοφωνικές εκπομπές του «Τρίτου Προγράμματος»
του Μάνου Χατζιδάκι. Η βιογραφία του Γκούσταβ Μάλλερ που κυκλοφόρησε από τις
εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος συμπλήρωσαν τις γνώσεις μας για την μουσική του
πορεία, καθώς σπεύδαμε να αγοράσουμε βινύλια με μουσικές του εκτελέσεις από το
μαγαζί «Η Λέσχη του Δίσκου» στην στοά της Όπερας στην Αθήνα. Ή στο “Negro” της οδού Τσαμαδού στο κέντρο του
Πειραιά των αδερφών Γεωργιάδη. Έκτοτε, ο
Γκούσταβ Μάλλερ έγινε ένας από τους λατρεμένους μας συνθέτες. Ο Gustav Mahler όπως οι λάτρεις της κλασικής
μουσικής γνωρίζουν, μας έδωσε τα εξαιρετικά του Lieder, τα: “Kindertotenlieder”, «Τραγούδια για τον θάνατο των
παιδιών». Οι συνθέσεις αυτές είναι ένας κύκλος τραγουδιών του Gustav Mahler, τα οποία συνέθεσε την πρώτη
πενταετία του προηγούμενου αιώνα. Κατά το διάστημα 1901 έως 1904 μελοποίησε
πέντε τραγούδια με απαράμιλλη τεχνική μαεστρία και πλούσια φαντασία, επιτυχία,
βασισμένα σε μία σειρά ποιημάτων του γερμανού ποιητή και νομικού του ρομαντικού
19ου αιώνα, καθηγητή γλωσσολόγου Φρίντριχ Ρούκερτ (Friedrich Ruckert). Ο Φρίντριχ Ρούκερτ μεταξύ
1833-1834 συνέθεσε μια σειρά από θρηνητικά ποιήματα τα οποία εκφράζουν την
απόγνωση του πατέρα, την θλίψη και τον πόνο, για τον χαμό δύο μικρών του
παιδιών από την γνωστή παιδική αρρώστια της οστρακιάς. Ο πατρικός σπαραγμός του
ποιητή υφάνθηκε με τον πατρικό σπαραγμό και πόνο του συνθέτη καθώς και ο Γκούσταβ
Μάλερ έχασε την δική του μικρή κόρη. Το πατρικό πένθος ενώνει τις βασανισμένες
ψυχές των δύο ευρωπαίων δημιουργών, καλλιτεχνών. Ο Μάλλερ ντύνει μουσικά με το
μετά ρομαντικό του ύφος την πένθιμη αλλά και συγχρόνως παρηγορητική ποιητική
γραφή του Ρούκερτ με αποτέλεσμα να μεταποιήσει τα ποιήματα στα αριστουργηματικά
του τραγούδια, τα τόσο αγαπητά Λίντερ. Οι στίχοι των πέντε ποιημάτων έχουν
μεταφραστεί στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες, όχι όμως στα ελληνικά, το έργο
του γερμανού ποιητή είναι μάλλον άγνωστο στο ελληνικό κοινό οι δε ιστορίες της
γερμανικής λογοτεχνίας που έχω υπόψη μου δεν τον μνημονεύουν συχνά αν δεν
λαθεύω. Κάπως παραβλέπουν την ποιητική του πλευρά και εστιάζονται στις
ερευνητικές, γλωσσολογικές και πανεπιστημιακές του εργασίες. Τα πέντε τραγούδια
είναι τα εξής:
-Nun will die Sonn’ so hell aufgeh’n.
-Nun seh’ ich wohl, warum so dunkle Flammen
-Wenn dein Mutterlein
-Oft denk’ ich, sie sind nur ausgegangen
-In
diesem Wetter.
Αυτά είναι τα πέντε συγκλονιστικά και
μελαγχολικά τραγούδια του γερμανού ποιητή Φρίντριχ Ρούκερτ που επέλεξε ο
Γκούσταβ Μάλλερ να ενδύσει με την τρυφερή και συναισθηματική του μουσική, τους
πένθιμους χρωματισμούς του να στείλει ένα βαθύ πανανθρώπινο μήνυμα στους
μουσικόφιλους και λάτρεις του έργου του. Γενικά μιλώντας, στο πρώτο τραγούδι οι
στίχοι εικονογραφούν το εξωτερικό πρωινό περιβάλλον σε αντίθεση με την διάθεση
του πατέρα που ο κόσμος του είναι μουντός και θλιβερός εξαιτίας του χαμού του
παιδιού του. Εδώ το εισαγωγικό θέμα εισάγουν οι απαλοί τόνοι των εγχόρδων. Στο
δεύτερο τραγούδι τα λόγια φιλοτεχνούν το αθώο και τρυφερό χαμόγελο του μικρού
παιδιού και τις παιδικές χαρές του που έσβησαν τόσο πρόωρα. Το μουσικό θέμα εδώ
είναι ένα ονειρικό βαλς που ξυπνά παλιές μνήμες στον πατέρα από το παιδί του.
Το τρίτο τραγούδι είναι στην κυριολεξία το πιο συναισθηματικό, το πιο θλιμμένο
και πονεμένο τραγούδι του κύκλου των μελοποιημένων ποιημάτων. Οι στίχοι
περιγράφουν την μεγάλη πατρική απελπισία και θλίψη από την απώλεια του παιδιού.
Όσα αρνητικά και σκοτεινά συναισθήματα προκάλεσε ο θάνατός του παιδιού στον
γεννήτορα. Το τέταρτο τραγούδι μας δίνει μια αισιόδοξη ατμόσφαιρα, μια πινελιά
«αισιοδοξίας» στην όλη μαυρίλα του κύκλου των ποιημάτων, μια και ο πατέρας
ποιητής μας κεντρίζει με την ιδέα ότι το μικρό παιδί δεν πέθανε τελειωτικά
ούτε για πάντα αλλά μια κάποια στιγμή, κάποτε στο μέλλον θα επιστρέψει και πάλι
κοντά στους δικούς του προσφέροντάς τους χαρά. Εδώ οι στίχοι επενδύονται με
τους ήχος ενός σόλο βιολιού όπως το απαιτεί η ομορφιά του θέματος. Τέλος τα
Μαλλερικά Lieder ολοκληρώνουν
τον μουσικό κύκλο τους με το πέμπτο τραγούδι με μια θυελλώδη εισαγωγή των
πνευστών οργάνων. Ο πατέρας ποιητής εκφράζει για μία ακόμη φορά τον αμέτρητο
πόνο του, την βαθιά του θλίψη για την απώλεια του παιδιού του. Τον σπαραγμό του
για το πώς θα είναι από εδώ και πέρα η ζωή του δίχως να βλέπει το πρόσωπο του
παιδιού του, το αθώο χαμόγελό του, να νιώθει την σωματική του ζεστασιά μέσα
στην αγκαλιά του.
Η θρηνητική αυτή σύμπλευση του
ελεγειακού ποιητικού λόγου με τους ελεγειακούς ήχους και τις νότες της
μελωδικής μουσικής, αυτό το της διπλής γονικής απελπισίας adagio, αυτή η καταβύθιση στα ενδότερα της
απελπισμένης ψυχής είναι κάτι που μάλλον δεν συναντάμε συχνά στο μουσικό
στερέωμα χωρίς να είμαι ειδικός σε μουσικά θέματα και σχολές, τεχνοτροπίες.
Έχουμε ασφαλώς τα θέματα των μουσικών Requiem αλλά νομίζω ότι αυτά ανάγονται σε
άλλης κατηγορίας εξέταση, φυσικά όμορων καταστάσεων και συναισθηματικής
διάθεσης. Τα ποιήματα του χαροκαμένου πατέρα-ποιητή Φρίντριχ Ρύκερτ ευτύχησαν
να μελοποιηθούν από σπουδαίους και σημαντικούς ρομαντικούς και ύστερους
ρομαντικούς συνθέτες όπως ο Ρόμπερτ και η Κλάρα Σούμαν, ο Γιοχάνες Μπραμς, ο
Φρανς Σούμπερτ, ο Μέντελσον, ο Μαξ Μπρουχ ο Σμέζερ και φυσικά ο Βοημός Γκούσταβ
Μάλλερ συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας εβραϊκής καταγωγής (Βοημία 7/7/1860-
Αυστρία 18/5/1911) με τον κύκλο τραγουδιών του για τα νεκρά παιδιά. Ενδέχεται ο
κύκλος ποιημάτων του Φρίντριχ Ρύκερτ με τον κύκλο των μοτίβων και των ρυθμών
των Τραγουδιών του Γκούσταβ Μάλλερ να βρήκε τον κύριο μουσικό εκφραστή του και
όπως φαίνεται ένα παγκόσμιο διαχρονικό μουσικό ηχείο της ποίησής του. Οι
ενορχηστρώσεις του είναι καταπληκτικές και ιδιαίτερα τα μέρη της απόλυτης
σιωπής που συνδέουν τα ποιήματα το ένα με το άλλο. Τόσο ο ποιητής που πενθεί
όσο και ο συνθέτης με τα έργα τους αυτοβιογραφούν καταστάσεις απελπισίας και
στιγμιότυπα του βίου τους. Ο Μάλλερ όπως σωστά έχει λεχθεί βρήκε στα
απεγνωσμένου λυγμού αυτά ποιήματα την «επίγνωση της δικής του θνητότητας» θα
συμπληρώναμε και τραγικότητας. Αν και σε σημεία του έργου τους, τόσο του ποιητή
όσο και του συνθέτη αχνοφαίνεται κάποια αχτίδα παρηγοριάς ότι τα πεθαμένα
παιδιά κάπου βρίσκονται μέσα στην ασφαλή προστασία ουράνιων θεϊκών δυνάμεων και
ότι μπορεί να τα συναντήσουν ξανά.
Τα
«Τραγούδια της Γης» μαζί με τον κύκλο των Lider είναι από τα πιο γνωστά του
μουσικοσυνθέτη Γκούσταβ Μάλλερ. Στις ελληνικές μουσικές αίθουσες έχουν ακουστεί
αρκετές φορές. Μία από αυτές είναι στο Ίδρυμα Πολιτισμού του Μιχάλη Κακογιάννη.
Ας κλείσουμε το σύντομο αυτό σημείωμα
εν μέσω καταστροφικών πυρκαγιών σε όλη την ελληνική γεωγραφική επικράτεια και
καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας με στίχους από την ποιητική
συλλογή της Μαρίας Περικλή Ράλλη, «Λόγια σε νεκρό».
1
Δεν έχω, γιέ
μου, την πνοή, στ’ αθάνατα παλάτια
της τέχνης,
την ασύγκριτη να στήσω σου μορφή.
Εγώ, παιδί
μου, σου μιλώ με δάκρυα στα μάτια
κι’ απ’ την
καρδιά ψηλότερα δε βγαίνει μου η φωνή.
Μήδε στενό της
σύνθεσης μ’ απασχολεί το θέμα,
Αλλόφρων απ’
τα στήθη μου πετιέται ο στεναγμός,
σαν τον αγέρα
χύνεται που δεν τον πιάνει βλέμμα,
μόνον ακούγεται
βουή και ρόγχος και τριγμός.
Ο λόγος δεν
με τυραννά, το επίθετο, το ρήμα,
δε με σαστίζει
την ψυχή το τί θε να σου πώ,
δεν τρέχω με
τον Πήγασο μα στέκουμαι σε μνήμα
για να θωρώ
που κλείσανε τα μάτια π’ αγαπώ.
Κι’ ούδε θα
σώσ’ η πίκρα μου ούδ’ η φωνή θα σπάσει
μοιρολογίστρας
σέρνοντας το βήμα το βαρύ,
θα προχωρεί
το φάσμα μου για νάρθει να σε φτάσει
άγγελο πά’
στον ουρανό για σκόνη μεσ’ στη γη.
12
Τ’ αγόρι μου
που γέννησα
κοιμήθη
μοναχό του.
Βοήθα καρδιά
μου, σήκωσε
το νεκρικό
σταυρό του.
-Γιέ μου,
και κανακάρη μου
και σάρκα
της σαρκός μου,
ήσουν εσύ
που μ’ έκαψες
ή κανένας
εχθρός μου;
Σαν ποιός σε
παραμόνεψεν
στο
σταυροδρόμι πάνω,
να πορευθείς
σε πρόσταξεν
εκεί, που
εγώ σε χάνω;
Κι’ αφού
μπροστά δε βρέθηκα
να κόψω την
ορμή σου,
ν’
αφουγκραστείς τις κλάψες μου,
χάρισες τη
ζωή σου
στους ξένους
και μ’ αρνήθηκες
στις
σκοτεινές τις ώρες,
των ομματιών
σου έδωσες
και πήγες σ’
άλλες χώρες.
Του κάκου
στηθοδέρνομαι
αίμα και
δάκρυα χύνω.
-Γύρισε, γιέ
μου, μιά στιγμή
κι’ ας φύγεις,
άχ, κι’ ας μείνω.
Βράχια μέσα
στα στήθη μου
γκρεμίσαν τα
μεγάλα
όνειρα, που
σε πότισε
το μητρικό
μου γάλα.
Εννέα μήνους
σ’ έθρεψα
με φαντασιάς
ανδρεία,
τη μιά σου
φόραγα σπαθί,
την άλλη
πανοπλία.
Σου κέντριζα
τ’ αλόγατα
στη φοβερή
τη μάχη
κι’ ανέλπιστο
φαινότανε
τέτοια
μητέρα νάχει,
λιανόκορμη,
λιανόψυχη,
κείνο το
παλληκάρι,
πούταν στην
όψιν αστραπή
και στην
καρδιά λιοντάρι.
Άλλοτες πάλι
λίγνεβε
του πόλεμου
το δέος,
τρυφέραινε
το σπλάχνο μου
ειρηνικός
και νέος,
περιπατούσες
στης ζωής
τ’ ολάνθιστο
λειμώνα,
τίποτε δεν
εμπόδαγε
το σφριγηλό
σου γόνα.
-Γυναίκες,
ποιά καλότυχη
μπορούσε να
τον πλάσει,
εξαίσιο,
πανέμορφο
κ’ ύστερα να
τον χάσει;
Σκύφτε,
θαυμάστε μέσα μου,
διαβάτες,
γυρολόγοι,
νεκρό παιδί
τη ζωντανή
σάρκα μου
κατατρώγει.
Γιατί, κι’
αφού γεννήθηκε,
δεν έζησε
μιά μέρα,
είκοσι
χρόνους μ’ έκραξε
μανούλα μου,
μητέρα.
Ώρα την ώρα
δέρνουμαι
αναθυμιέμαι,
σκούζω,
έφηβο τον
παινεύομαι
και βρέφος
τονε λούζω.
Τις μέρες
φώς μου ξύπναγε,
τις νύχτες
φώς κοιμόταν,
δεν ξέρω
μόνο στ’ όνειρο
τι να μου συλλογιόταν
το σκοτεινό,
τ’ απόκρυφο
και το
βαρειοκρατούσε,
μα το κακό
μεγάλωσε
και τα δεσμά
του σπούσε.
-Κρίμα, γιέ
μου, στα χάμουρα
στ’
αστραφτερά κουδούνια
τ’ αλόγου
σου, που ξόμπλιαζα
σαν ήσουνα
στην κούνια.
Κ’ είχα την έγνοια
περισσή
στολίδι μην αφήσω,
άντρας, ευθύς
θ’ αντρειωθείς,
και πώς θα
στο χαρίσω.
Και σαν
ελευθερώθηκες
απ’ τη φασκιά
και πήρες
τα ξύλινά
σου τ’ άρματα,
ανοίχτηκαν
οι θύρες
της πλάσης όλης
διάπλατες’
ποιάν να
πρωτοπεράσεις
στο φτερωτό
σου τ’ άλογο
καβάλα, για
να φτάσεις
την πόλη την
εφτάπολη,
την
κοσμοξακουσμένη,
που μοναχή της
χτίστηκε
για να σε
περιμένει.
Ύστερα πήρες
του σχολειού
τη βλογημένη
στράτα,
όθε περνούσες
λάμπανε
τα ολόχρυσά
σου νειάτα.
Έβγαινες ήλιος
το πρωϊ
κ’ ήλιος πίσω
γυρνούσες,
ήλιος στον ήλιο
έπαιζες
και του
κρυφομιλούσες.
Φίλοι μου σε
ματιάζανε,
ξένοι σε
καμαρώναν,
σ’ αντίκρυσαν
κ’ οι δράκοντες,
τραπέζι καθώς
στρώναν.
Αλοί μου,
που γεννήθηκα,
αλοί μου,
που γεννούσα
και δεν επήγα
στα στοιχειά
να τα
διπλορωτούσα
προτού να δώσω
τη ζωή,
προτού ζωή
να πάρω,
μον’ βγήκα
ανυπεράσπιστη
να μετρηθώ
με Χάρο.
-Σαν γιασεμάκι
κάθιζες
ψυχούλα μου
στον κλώνο
κ’ εκόπη ο
κλώνος σύριζα’
μα πώς σε
ξεριζώνω
απ’ τα βαθιά
των σπλάχνων μου
εγώ μιά
βαρειομοίρα,
σπόρο τυφλό
σε σπείρανε
κι’ απ’ την
καρδιά μου πήρα
τον χτύπο
και στον έδωσα
το αίμα κ’
εκινήθη
στη φλέβα Άγια
Μετάδοση’
-παιδί μου,
πώς σου εχύθη;
91
Μεσ’ την
καρδιά μου κάθεται
πικρόλαλο
πουλάκι,
θρέφεται και
ποτίζεται
του Χάρου το
φαρμάκι.
95
Πάρτε μου τούτη
τη ζωή
και δώστε
μου μια άλλη,
πού να χωρά
στην έρημη,
πεντάρφανή
μου αγκάλη.
96
Σε γης δεν
τον εθάψανε,
μεσ’ στην
καρδιά μου εστάθη,
σαν άστρο
που κρεμάζεται
στών ουρανών
τα βάθη.
97
Γιέ μου, του
μαύρου μου καημού
φόρεσε τον
μανδύα
και να τον σύρεις
κάτασπρο
στα Ηλύσια Πεδία.
99
Ψάχνω στα ξένα
τα παιδιά
το πρόσωπό
σου να ‘βρω
κι’ ως με
θωρούν ξαφνιάζονται
μπρός σ’ ένα
σκιάχτρο μαύρο.
104
Εμείς απούχουμε
νεκρούς και τους κοιμίζουμε
δε μοιάζουμε
στους άλλους τους ανθρώπους,
τί κι’ αν Πατρίδα
γη βαδίζουμε,
μαύρης
σκλαβιάς πατούμε τόπους.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 13 Αυγούστου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου