Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ, ΕΚΔΟΧΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ

 

ΧΡΟΝΟΣ, ΕΚΔΟΧΗ  ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ  ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ

Περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» φυλλάδιον προβληματισμού της νεότητος αριθμός φύλλου 13, Ιανουάριος 1962, σ. 6. Έτος Β΄.

          Η αιωνιότητα είναι έννοια φιλόξενη και πολύ ανθρώπινη, θυμίζει την μεγάλη παρεξήγηση αυτών που ερευνούσαν ν’ ανακαλύψουν την ουράνια βασιλεία στις καταστάσεις και τα βιβλία και τον λογισμό, την στιγμή που ήταν μέσα τους δροσερή και παρθένα περιμένοντας ν’ αυτοαποκαλυφθή στη συνείδηση του ανθρώπου. Η αιωνιότητα δεν είναι αποκλειστικότητα της μεταφυσικής επιβίωσης του ατόμου ούτε στείρα θεολογική έννοια. Η αιωνιότητα είναι χρονική δυνατότητα απ’ τις πιο βέβαιες, φθάνει η ψυχή ν’ αλλάξη την χρονωμένη της απόσταση και να εμφυσήση στα γεγονότα την πνοή που της δώρισαν και ο καπνός της κάθε ημέρας έπνιξε. Ιδού γαρ η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί. Με την αποφασιστική αυτή φράση μετατίθεται τώρα το έργο της ψυχής σε έντονη εσωτερική έρευνα, σε χώρους απίθανα βαθείς και ουσιαστικούς, εισάγεται η έννοια της καθημερινής προσπάθειας να μεταβάλλωμε το κάθε κομμάτι του φθαρτού εαυτού μας σε στίλβοντα χρυσό. Έτσι παίρνει μιάν άλλη αξία ο χρόνος σαν πρώτο απαραίτητο στοιχείο για την γεύση της μεταφυσικής ευφροσύνης και από δείκτης και υπενθύμιση του χώματος μεταβάλλεται σε υπόσχεση και δυνατότητα θεία. Γιατί αιωνιότητα δεν είναι ποσοτική διαφορά του χρόνου, μιά χρονική επέκταση δηλαδή άπειρη, αλλά μιά ποιοτική διάκριση. Ο καλόγερος που γέρος πιά γεύθηκε την υφή της αιωνιότητας ακούγοντας ένα συνηθισμένο πουλάκι του Θεού να τραγουδά, -σημασία δεν έχει η αφορμή, -το πλήρωμα του χρόνου γι’ αυτόν είχε φθάσει- ο καλόγερος αυτός δεν είχε βέβαια την εντύπωση ότι ζούσε μιά στιγμή έστω περιβεβλημένη με αίγλη, ούτε ότι κατακτούσε μιάν ιδιαίτερη ευτυχία τοποθετημένη με ασφάλεια στη σειρά των γεγονότων του βίου και προσδιορισμένη ανάλογα με την αξιολογία που δημιούργησε η συνείδηση, αλλά ότι μετετίθετο, ότι βρισκόταν κυριολεκτικά σε έκσταση.

          Μια υγιής ψυχή θα τοποθετήση ορθά μέσα της αυτήν την μετάθεση από την χρονωμένη και βροτή υπόσταση στην κατάσταση της αιωνιότητας και θα κάνη αυστηρή διάκριση από νοθευμένες περιπτώσεις νάρκωσης του πνεύματος ή ψευδαίσθησης.

          Πώς όμως θα επιτευχθή η θεία αυτή αλχημεία, η μεταβολή του χρόνου σε εκδοχή αιωνιότητας, πώς θ’ ανταλλάξωμε τον υπάρχοντα συνειδησιακό μας κόσμο με τα πεπερασμένα του περιεχόμενα σε απόλυτη ευφροσύνη θείας ουσίας; Η ενδοσκόπηση κι η προσπάθεια να γνωρίσουμε και να συλλάβουμε ό,τι φτεροκοπά μέσα μας δοσμένο άνωθεν’ η στροφή προς τα μέσα θα μας δώση την ευκαιρία της ανώτερης αυτής ανθρώπινης δυνατότητας. Έπειτα είναι και το άλλο: Η διαβεβαίωση ότι είναι δυνατή η πραγμάτωση τούτη αφού εντός ημών εστιν η βασιλεία. Η προσευχή μας θα εξαναγκάση με την έντασή της να επιτραπή αυτή η χαρά; Τότε το θέμα του ανθρώπου ορώμενο από τέτοιο πρίσμα αποκτά και το ίδιο και οι επιμέρους ανθρώπινες ενέργειες άλλην αξία: η πράξη, ο λόγος, η προσπάθεια. Η αγωνία του πνεύματος στους ποικίλους προβληματισμούς του γίνεται αγώνας να κερδηθή η χαμένη Εδέμ και το ζην γίνεται υπάρχειν στην πλέον απογυμνωμένη από φθαρτά στοιχεία έννοιά του.

          Το φάσμα του θανάτου δεν θ’ αποτελή την φοβερή δοκιμασία της ζωής και το τέλος της περιόδου του χρόνου, στην οποία κληθήκαμε ν’ αξιοποιήσουμε την υπόστασή μας και ν’ αφήσουμε τη σφραγίδα μας, αλλά γίνεται ορόσημο πέραν των εδώ, σημείο, από το οποίο αρχίζει η κατάσταση που αξιωθήκαμε να ζήσουμε στις πιό εξαίσιες στιγμές του βίου μας ταυτισμένοι και ενσωματωμένοι με την ουσία του Θείου. Η μορφή του θανάτου παίρνει την θέση του συντελεστή στο να αξιωθούμε ό,τι πασχίσαμε να πραγματώσουμε με μόχθο επί γης.

       ΑΝΤΡΕΑΣ  ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ

     Στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας LIFO  εχθές, 22 Νοεμβρίου 2025 διάβασα το συγκινητικό και ουσιαστικό κείμενο του ομότιμου πανεπιστημιακού στο Σύδνεϊ της Αυστραλίας κ. Βρασίδα Καραλή. Ένας θρηνητικός επικήδειος μνήμης στον εφηβικό του φίλο πειραιώτη Αντώνη Σταυροπιεράκο (13/4/1960- 12/7/1996) που έφυγε μόλις στα 36 του χρόνια στον μακρινό και παγωμένο Καναδά. Αφορμή των προσωπικών του αναμνήσεων στάθηκε η Αλληλογραφία που διατηρούσε ο πειραιώτης κλασικός φιλόλογος Αντώνης Σταυροπιεράκος με τον νεοελληνιστή καθηγητή Βρασίδα Καραλή μέχρι να τον υποδεχτεί η θεά Δήμητρα στους νύκτιους Κήπους της. Ο έφηβος πειραιώτης Αντώνης Σταυροπιεράκος τελειώνοντας το 4 Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά επί της Θερμοπυλών, φοιτά στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και μετά σε αυτό της Θεσσαλονίκης παρακολουθώντας μαθήματα κοντά στον κλασικό φιλόλογο και κριτικό κυρό Δημήτρη Μαρωνίτη. Στις 29 Μαϊου του 1984 ακολουθώντας- με την τολμηρότητα και τα οράματα που του παράσχουν η φρεσκάδα των νιάτων του, «υποτάσσεται» στην σκοτεινή της πορείας του ατομική Μοίρα και μεταναστεύει στον Καναδά. Σταδιοδρομεί στο εκεί πανεπιστήμιο έχοντας κοντά του τον σύντροφό του. Που έφυγε πρώτος. Ο Αντώνης πριν προλάβει να μας δώσει τα συγγραφικά και πνευματικά του άνθη, να ολοκληρώσει το ψηφιδωτό του προσώπου του και την προσωπογραφία της ταυτότητας της ζωής του, μετά από δύο χρόνια θα εγκαταλείψει και εκείνος τις χαροποιές ματαιότητες του Κόσμου τούτου, τις ιερές μαγγανείες της Ζωής και τις πλάνες περί αθανασίας Ελληνικής Γλώσσας. Έφυγε όπως μας εξιστορεί ο Β. Καραλής-παραθέτοντας ορισμένες επιστολές του- μόνος, σχεδόν τυφλός, φαγωμένος από την κακιά αρρώστια, δίχως μνήμα, έχοντας ασπασθεί τον Καθολικισμό καταλήγοντας στην χοάνη με τα αζήτητα οστά, δίχως να δει ξανά τα πειραιώτικα χώματα που πρωτοείδε το φως του ήλιου με την γέννησή του και τυλίχτηκε η πυρετώδης ύπαρξή του από την αρμύρα του Λιμανιού.

 Με το διάβασμα της προσωπικής ελεγείας του Βρασίδα Καραλή, συνεργάτη της εφημερίδας LIFO η βελόνα της πυξίδας της μνήμης μου γύρισε τρελά πίσω στον χρόνο της δικής μου εφηβείας, των θερμών γνωριμιών, των συντροφικών σχέσεων, των φιλικών συναναστροφών των κοινών ταξιδιών στους κόσμους των ονείρων και της ποίησης. Κοινά βαδίσματα φτωχών παιδιών της πόλης του Πειραιά που άνοιγαν τα φτερά τους παλεύοντας με πρωτόγνωρους κινδύνους και καταστάσεις, ευκαιρίες, αδιέξοδα και στόχους. Και τους δύο εφηβικούς μου φίλους τους θυμάμαι από την παλαιά και όχι και τόσο ανέμελη περίοδο του Πειραιά που η θυελλώδη και φουριόζικη φτωχή σε υλικά αγαθά αλλά όχι σε οράματα νιότη μας φώτιζε τα μονοπάτια των μελλοντικών φιλοδοξιών μας. Ο καθένας και οι ψυχικές και οι σωματικές αντοχές του, πλήρωσε τις επιλογές του, τα λάθη και τις αστοχίες του σ’ έναν κόσμο άγριο σε φιλικό και συντροφικό επίπεδο, σκοτεινό ερωτικά, ανελέητο οικονομικά, σκληρό και ανάλγητο στα ανταλλάγματα που σου ζητούσε αν επιθυμούσες να ενταχθείς και να γίνεις αποδεκτός από το σύνολο. Η όποια και σε όποιο βαθμό «διαφορετικότητα» πάντα πληρώνεται, δεν εξαργυρώνεται δίχως το ανάλογο πρόσκαιρο ή μόνιμο τίμημα. Καμμιά τελευταία επίκληση στα ιδιόμελα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ή στους ιερούς Ορφικούς Ύμνους δεν βοηθούν τελικά στην οριστική και τελεσίδικη απόληξη της ανθρώπινης φυσικής παρουσίας. Ο ανθρώπινος πυλός στο χώμα καταλήγει μέχρι να λησμονηθούν τα χνάρια της ατομικής μνήμης του καθενός. Να κλείσει ο κύκλος της χίμαιρας που γεννά η ποίηση των λέξεων. Ο Βρασίδας Καραλής όπως έπραξε και στο βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»- μιά σύγχρονη συγκλονιστική ελεγεία για τον αγαπημένο του μακροχρόνιο σύντροφο καθηγητή της μουσικής που έφυγε κουρασμένος από την ίδια κακιά αρρώστια, με την καλλιτεχνική σκιαγράφηση των δύο κοντινών του φιλικών προσώπων, συνοδοιπόρων στο τυχαίο και πρόσκαιρο ταξίδι του βίου του, μας προσκαλεί με τα ευγενικά του αισθήματα, τις αγνές του προθέσεις-και φυσικά με την χρήση μιας ελληνικής γλώσσας στην αρχοντική της σπανιότητα, θερμότητα και συγκινητική της ενδυμασία στην ιστορική της διαχρονία και γεύσεις λεκτικών αρωμάτων, ένα ποιητικό ύφος εξαιρετικής ποιότητας και καθαρότητας, μας προτείνει την δική του μαρτυρία περί ζωής και απώλειας, και πώς τα δύο οριακά αυτά φαινόμενα της φυσικής ύπαρξης, ο κόσμος στην χρωματική του συμπεριληπτικότητα και ποικιλία θα σημειώναμε, περικλείεται στα αισθήματα, τις ιδέες, τα όνειρα, τις σκέψεις, τις συγκινήσεις, τις ερωτικές επιλογές ενός και μόνο ανθρώπου. Ο Κόσμος υπάρχει μέσα από τις εντυπώσεις του άλλου, ως πρόταση σχέσης και επικοινωνίας μέσα πολλές φορές και από ανόμοια πράγματα και καταστάσεις, βιωμάτων. Το δίλημμα παρελθόν ή παρόν είναι ψευτοδίλημμα μια και το παρελθόν είναι πάντα μπροστά μας και μας αναμένει μας ερεθίζει, μας προκαλεί ως νέα συμφωνία παρεξηγήσεων ή και παρανοήσεων, και, ελάχιστες φορές ως καθαρτήρια τελεσιδικία. Μιλώντας μας για τα φιλικά του πρόσωπα ο Βρασίδας Καραλής μας μιλά για τον εαυτό του, ψυχογραφεί τον εαυτό του και τις συνειδησιακές του περιπέτειες, τις διαψεύσεις των στοχασμών και των πρώτων ιδεών του. Σε μία παράγραφο μας λέει ότι ως νέος ήταν άκεντρος, ανεμοδούρας, αλλά, τι σημαίνει αυτό, μία μομφή προς Θεού, παρά μία αποδοχή της τραγικότητας της ζωής σε κάθε πτυχή και περιπτωσιολογία της. Η ίδια η Ζωή είναι άκεντρη, μόνο ο Θάνατος έχει κέντρο και γύρω του στροβιλίζεται το γαϊτανάκι των ανθρώπων, αγωνιζόμενο κάθε φορά να ξεφύγει- επί ματαίω- από τα δεσμά του. Ορισμένες φορές ο Καραλής μονολογεί, δεν γνωρίζεις αν «εξομολογείται» στον αναγνώστη τα του πρότερου βίου του που τον διαμόρφωσαν σαν συνείδηση και τον διέπλασαν σαν χαρακτήρα ή στο είδωλο των νεκρών φίλων του που στέκεται μπροστά του. Εξάλλου, το φάντασμα του Αμλετικού πατέρα είναι εκεί πάντα, στο ψηλότερο σημείο του πύργου της ζωής μας και μας θωπεύει και παρατηρεί αγέρωχα, σαρκαστικά, τρίβοντας τα χέρια του με τις στάχτες μας.

          Θυμάμαι λοιπόν τον Αντώνη Σταυροπιεράκο, δεν έφυγε ποτέ από την σκέψη μου έστω και αν δεν είμασταν τόσο στενά δεμένοι όπως με τον Βρασίδα. Τον θυμάμαι σε επισκέψεις στο σπίτι μου, σε κοινούς μας περιπάτους, στις συζητήσεις μας, στα κοινά μας διαβάσματα στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιά, στα μετρημένα κάποτε στα δάχτυλα του ενός χεριού γράμματά του. Θυμάμαι αυτήν ας μου επιτραπεί η φράση «τρώγλη» που έμενε. Θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα καθώς γνώρισα από κοντά την όμορφη μαυρούλα υιοθετημένη αδερφή του. Αλήθεια, που τελειώνει ο Μύθος της ζωής μας που αναπλάθει στο χρόνο η μνήμη και που αρχίζει η πραγματικότητα;

          Χρόνια της νιότης, της φτώχειας και της ανθρωπιάς, χρόνια που η Πόλη σε φώτιζε με τα ερωτικά χρώματά της, τις ζήλειες και τα πάθη της αλλά και το ισχυρό πάθος για Ζωή.

          Όταν πληροφορήθηκα τον θάνατό του πριν χρόνια, δημοσίευσα ένα κείμενο στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς» δίχως συγκεκριμένες λεπτομέρειες, το σημείωμα αυτό το ανάρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, σαν ένα Πειραιώτικο κομποσκοίνι θανάτου. Σήμερα που διαβάζω την θρηνητική «εξόδιο» μνήμη του Βρασίδα Καραλή και ο λυγμός της ζωής με πνίγει, δανείζομαι και αντιγράφω ορισμένες πρακτικές πληροφορίες για τον Αντώνη Σταυροπιεράκο.

          Το ποίημα «Ο Χριστός Πειραιάς μου» του πειραιώτη καθηγητή και ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη είναι το αποχαιρετιστήριο της δικής μου ατομικής μνήμης.

          Ο ΧΡΙΣΤΟΣ  ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΟΥ       

Πάει ο Πειραιάς με το ρολόι του,

ο Πειραιάς που μας ανέθρεψε, που μας κανάκεψε,

ο Πειραιάς με το μουστάκι το παχύ, τους λούστρους, το χασίσι.

Άχ, πάει σαν τη μοτοσυκλέτα ενός νεκρού,

Της πήρανε τα λάστιχα, το καθρεφτάκι, τα εξαρτήματα,

έμεινε μόνο ο σκελετός της,

κάποιος τη σπρώχνει στο νερό,

τρίζει λίγο παραπονεμένα

και αργά, βυθίζεται μετά, στο βούρκο.

Βρώμικο το νερό και σταχοπράσινο

Την καταπίνει ηδονικά. Θα την ξεράσει στου Τζελέπη.

Τα βράδια είναι σκέτη θλίψη η Τρούμπα.

Πού τα φτερά της τα παλιά, τα κόκκινα, τα κίτρινα,

Οι σαραντάρες που ανεβαίναν τα σκαλιά

Με ψωμωμένους ναύτες που μαγέψαν τον Τσαρούχη,

Φαντάρους λιποτάκτες με σουγιά κρυμμένο στην αρβύλα,

αλισβερίσι με τους ξένους άγγελους,

Σουηδοί, Αμερικανάκια, θηριώδεις Γερμανοί,

μάτια μικρού παιδιού αθώα

που κάποιος φόνος όμως, πλέει μες στο βυθό τους,

τα λεμονάδικα με σκοτεινές φωλιές

για όσους τολμηρούς δεκαπεντάχρονους,

σάμαλι και φτωχολογιά,

πούλιες, ξώπλατα και ψηλό τακούνι.

Πάει πιά, μοιρολογείστε τον.

Μετά τις δέκα, νέκρα κι ερημιά.

Μονάχα, βέβαια, το πρωί

-να λέμε την αλήθεια’

πιάνεις στα βλέμματα των ναυτικών

που τριγυρνούν από γραφείο σε γραφείο

αμέσως τη συνωμοσία, τη φλόγα που σιγοκαίει βαθιά τους,

καθυστερούν λίγο στο περίπτερο

τάχατες για να ψωνίσουν τσιγάρα

και πιά, θα πάρει η ιστορία το δρόμο της.

μα, τί τα θές, αυτές είναι εξαιρέσεις.

Είναι γεμάτη η Τρούμπα από μαύρους.

Καλόβολους, πάντοτε μαζί, δυό-δυό, τρείς- τρείς,

με μάγουλα χαρακωμένα απ’ τα έθιμά τους,

λιάζονται στο παρκάκι ώρες, γελώντας με το παραμικρό,

φορώντας παρδαλά πουκάμισα και τζην,

αρχάγγελοι απ’ την Γκάνα, το Σουδάν, τη Ζέντα.

 

Η αστυνομία κι οι δήμαρχοι αποστείρωσαν τα πάντα

Στα δάχτυλα μετριούνται οι τολμηροί

που θα θυμίζουν παλιές δόξες,

πού θα στηθούν μετά τις δέκα στο καθήκον.

Συνήθως, πεντέξι επαναστάτριες αδερφές

σεινάμενες- κουνάμενες με το τσαντάκι τους,

με μία γλώσσα να, για την καταπίεση της αστυνομίας,

τίποτα γέροι ξέμπαρκοι

τρυφεροί και σιτεμένοι,

κάθε μισάωρο περατζάδα της Ασφάλειας

και τίποτ’ άλλο πιά,

τίποτ’ άλλο.

 

Κι η φεγγαράδα τούτη- άχ, που’ σαι νιότη,

αθωότητα, Άγιος Νείλος και Κατηχητικό

τυλίγει αργά και τελετουργικά,

με χέρια τραχιά,

χέρια με ματωμένη ευαισθησία,

γιατί θυμούνται,

γιατί γνώρισαν τον έρωτα παλιά,

τυλίγει, λοιπόν, τον πεθαμένο Πειραιά μου,

στα λιγδιασμένα σάβανά της.

     Ανδρέας Αγγελάκης, «Η Μεταφυσική της μιάς νύχτας», Αθήνα 1982.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου