Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

ΜΝΗΜΟΝΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

 

        ΜΝΗΜΟΝΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ

ΤΕΤΡΑΔΙΑ «ΕΥΘΥΝΗΣ» 23/ Ιούλιος 1985, σ. 224

                     ΕΙΣ ΚΕΦΑΛΗΝ ΓΩΝΙΑΣ, 7-8

     Με την απόσταση που τραγικά ανοίγει ο χρόνος όταν η ύπαρξη κρυσταλλώνεται με την τελευτή της, ατενίζουμε σήμερα τον Φώτη Κόντογλου- είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή του και ενενήντα από την γέννησή του. Τον ατενίζουμε με βαθύ σέβας και πιστή αγάπη να ψηλώνει από χρόνο σε χρόνο και μέσα στη δεινή εμπλοκή του Ελληνισμού με την εποχή μας, να κερδίζει η μορφή και το έργο του ακέρια την σημασία τους.

     Με καθαρότερη σήμερα ματιά και  με καρδιά πού βρίσκει την δύναμη να τιθασεύσει την αγάπη της στον ζυγό της δίκαιης κρίσης, θεωρούμε τον Φώτη Κόντογλου να υψώνεται εις κεφαλήν γωνίας του Νέου Ελληνισμού. Με την αξιοζήλευτα προσωπική του γλώσσα, την πρωτότυπη και βαθύρριζα ελληνική πεζογραφική του δημιουργία, με την εμμονή  του στην στροφή του  θρησκεύοντος  ελληνικού λαού προς τα αρχέτυπα της πατροπαράδοτης ελληνικής βυζαντινής αγιογραφίας ως αυθεντικά ορθόδοξου χριστιανικού τρόπου εμφάνειας του θείου, με την κηρυκτική του αγάπη προς την παράδοση, προς την βυζαντινή μουσική και προς τους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και με τον αγωνιστικό του παλμό παρόμοιο με προφήτη το Ισραήλ, αναδείχθηκε σε αληθινό Διδάσκαλο του Έθνους μας.

     Με το φωτισμένο πνευματικό του σθένος και το πλούσιο και νοηματισμένο του έργο κατόρθωσε να στρέψει  180 μοίρες το ακάτιο του Νέου Ελληνισμού: μας έκαμε να ξαναγνωρίσουμε τον εαυτό μας μέσα στην βυζαντινή παράδοση, στην ορθόδοξη αγιογραφία, στην ορθόδοξη μουσική και μας εχειραγώγησε μέσα στο βαθύ δάσος των Πατέρων της Εκκλησίας μας, το δροσισμένο από το Άγιο Πνεύμα και αστραφτερό από την βίωση της χαρμολύπης. Ο Κόντογλου σε ευθεία διαδοχή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη, μας έκαμε να ιδούμε και να ζήσουμε την Ορθοδοξία ως καρδιά του Νέου Ελληνισμού και ως ζωτικό κέντρο της πνευματικής ταυτότητας του  λαού μας.

     Η παρουσία του, σε μιά νευραλγική για την οικουμενική εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, φανερώνει σήμερα όλη της την σπουδαιότητα και το ανάστημά του υψώνεται «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.

     Τον τιμούμε, τον σεβόμαστε, τον αγαπούμε.

                                  Η «ΕΥΘΥΝΗ»

-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Ο ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 9-11

            «….. Ακόμη και το «πεποιημένο» ύφος του στις πολύμορφες αφηγήσεις των τελευταίων χρόνων του δεν ήταν στερημένο από την ιδιότυπη γοητεία του εύστροφου και πληθωρικού Ανατολίτη Κόντογλου. Ο συγκερασμός του εξωτικού, του μυστικιστικού, ιστορικού ή απλώς παραδοσιακού στοιχείου στον σχεδόν λαϊκό λόγο, δεν σε αφήνει αδιάφορο. Ο Κόντογλου ήταν ένας καθαρόαιμος Ρωμιός και μαγνήτιζε με τα κείμενά του τον λίγο ή πολύ Ρωμιό που όλοι μας έχουμε μέσα μας……….» Και τελειώνει το κείμενό του ο ποιητής Βρεττάκος: «Με την αντίληψη ότι «ο ποιητής είναι ανάγκη, δίχως άλλο, νάχει χαρίσματα ζωγράφου» και, φυσικά, κι ο ζωγράφος χαρίσματα ποιητή, κατόρθωσε να ενοποιήσει την πολύμορφη δραστηριότητά του και να επιβάλει τη δική του ιδιότυπη προσωπικότητα, δίνοντας τα πράγματα και τα συμβάντα των ημερών που ιστόρησε με κάποια φυσική και κάποτε ηθελημένη απλότητα, με φαντασία, αλλά χωρίς φανταχτερά χρώματα, όπως έδωσε και τους Αγίους του. Γήινα πράγματα, επιβεβαίωση της θειότητας.».

-ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ, Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 12-16

            «….. Κύριο χαρακτηριστικό του Κόντογλου ως συγγραφέας και ως αγιογράφου είναι το γεγονός ότι είναι ανεπανάληπτος εκφραστής του Ελληνισμού της «Ανατολής». Σε όλο σχεδόν το έργο του η «βασανισμένη»- όπως την αποκαλεί- Ελληνική και Χριστιανική Ανατολή αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο του. Από το θαυμάσιο εκείνο το θεμελιακό «Το Αβαλί, η πατρίδα μου», έως το τέλος του έργου του ο Κόντογλου ζωγραφίζει την «μικρή» ιστορία, τα ήθη, τους ανθρώπους, τα γεγονότα και κυρίως την φύση της πατρίδος του με παραστατικότητα απαράμιλλη και με λυρικότητα νοσταλγική.

             Έτσι και το γλωσσικό του ύφος, όλως προσωπικό, απλό κατ’ επιφάνειαν, συχνά τελείως λαϊκό, είναι ουσιαστικά πολυσήμαντο. Και ο κάποιος επηρεασμός του από την φυσική και μοιραία επίδραση κάποιων τουρκικών γλωσσικών στοιχείων, δεν προκαλεί δυσφορία, γιατί είναι αφομοιωμένα στον κύριο κορμό του καθαρά Ελληνικού γλωσσικού οργάνου, που είναι «ανατολίτικο».

            Ο Κόντογλου γνωρίζει καλά την σημασία που έχουν οι λέξεις, το ύφος, για την ολοκλήρωση ενός λογοτεχνικού έργου. Σχολιάζοντας κάπου λίγους Χριστιανικούς ύμνους γράφει: «Πώς να μεταφράσω αυτά τα αμετάφραστα;

            Οι ίδιες οι λέξεις έχουνε τη μαγική δύναμη όχι μόνο το νόημά τους», επιγραμματικά προαναγγέλλοντας κάπως την πολλή «φιλολογία» των ημερών μας γύρω από την μαγική «αυτοδυναμία της λέξης»

            Ειδικότερα η περιγραφή της φύσεως και των τοπίων της πατρίδος του εγγίζει τα όρια κάποιας φυσιολατρικής υπερβολής, που την χαρακτηρίζει και κάποια επαναληπτικότης. Πάντως τα αφηγήματά του, που αναφέρονται στη φύση και στα τοπία του Αϊβαλιού, ιδιαίτερα εκείνα, που συνδέονται με την θάλασσα της πατρίδας του, την οποίαν ο Κόντογλου λατρεύει, έχουν ένα λυρικό τόνο, που ανάλογό του μόνο σε κάποιες περιγραφές του Παπαδιαμάντη θα βρούμε…….».

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ, ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟ ΦΩΤΗ, 17—22

      «Ένα γεναριάτικο απομεσήμερο του 1923 ο πατέρας μου δεν πήγε να ξαπλώσει για το μεσημεριάτικο υπνάκι του. Όλα μπορούσε να τα στερηθεί, μόνο μην του ‘κοβες τη σιέστα του. Εγώ διάβαζα σε μιά γωνιά τα μαθήματα της επομένης. Χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε η κοπέλα του σπιτιού και μπήκαν στο γραφείο δύο επισκέπτες της ασυνήθιστης αυτής ώρας. Ο ένας ήταν ο Βέλμος, ένας παράξενος ομοφυλόφιλος, ανιχνευτής και προωθητής νέων ταλέντων στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Τον ήξερα, τον έβλεπα κάθε Κυριακή απόγεμα που μ’ έπαιρναν οι γονηοί στο θέατρο- (ήταν και ηθοποιός, μέλος μόνιμο του θιάσου Κοτοπούλη), καμιά φορά και στο σπίτι μας. Έβγαζε κι ένα φυλλάδιο κάθε δύο μήνες απ’ το υστέρημά του, το «Φραγγέλιο», όπου έλεγε τσουχτερές αλήθειες για τους γιαλαντζή ηθοποιούς, συγγραφείς, ζωγράφους, γενικά όσους προσποιόντουσαν τους καλλιτέχνες, πιστεύοντας πως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον μπουρζουά είναι η αποφυγή του σαπουνιού, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σήμερα!

            Μαζί με το Βέλμο ήταν κι ένας νέος μικρόσωμος, στρογγυλοπρόσωπος, με λαμπερά μάτια κι ένα μπλοκ ζωγραφικής υπό μάλης.

            «Μήτσο», είπε ο Βέλμος στον πατέρα μου, «αυτός είναι ο Φώτης Κόντογλους που σου μίλησα¨.

            Πήγα να μαζέψω τα βιβλία μου και να φύγω. «Μείνε παιδί μου» είπε ο Βέλμος, «δεν μας ενοχλείς». Κι εμένα. Για να ζήσω εν’ από τα ωραιότερα βιώματα της ζωής μου.

            Ο Βέλμος άρχισε να μιλάει για τη διττή αξία του νέου που παρουσίαζε στον πατέρα μου, τη λογοτεχνική και τη ζωγραφική. Όταν αργότερα γνώρισα τον Κόντογλου καλά και γίναμε πρώτοι φίλοι- είμαστε δα και γειτόνοι, Πατησιώτες-, είμαι βέβαιος πως δυσφορούσε ακούγοντας το χείμαρρο των επαίνων του Βέλμου.

            Θυμάμαι αμυδρά τη συζήτηση που επακολούθησε. Όλα γύρω από τη Μ. Ασία, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη,- ο πατέρας μου ήταν Σμυρνιός και πέθανε με τον καϋμό της-, ήταν ακόμα νωπές οι πληγές του μεγάλου χαμού και πονούσαν πολύ. Στην παιδική μου ψυχή τα τραύματα της Μεγάλης Συμφοράς έμειναν ανεπούλωτα, στο σπίτι μας είχε γεμίσει τον πρώτο καιρό της καταστροφής συγγενείς, μεγάλους, μικρούς, μωρά στην αγκαλιά, όλοι αναζητούσαν τους δικούς των και ολολύζανε. Η γιαγιά μου η Κοτοπούλαινα κι η μάνα μου, κατάφεραν να στήσουν στο μικρό, με νοίκι, σπιτάκι μας ένα πρόσχαρο καταφύγιο της άφατης δυστυχίας.

            Γι’ αυτό παρακολουθούσα με γεμάτο συγκίνηση ενδιαφέρον την κουβέντα, διανθισμένη με νοσταλγικές, γλυκόπικρες αναμνήσεις, για τις χαμένες πατρίδες.

            Σε μιά στιγμή ο πατέρας μου γλάρωσε, έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Ο Κόντογλου βούτηξε, κυριολεκτικά, το ζωγραφικό του μπλοκ, και με το καλοξυσμένο μολύβι του τον σχεδίασε κοιμισμένο τόσο ζωντανά, που και σήμερα που τον κοιτάζω, θαρρώ πως θα μου μιλήσει! Είναι η προσωπογραφία που έδωσα στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, όταν οργάνωσε την έκθεση Κόντογλου………..»

-μοναχού ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, 23-30

-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΣΟΣ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 31-34

-ΝΕΣΤΟΡΑΣ ΜΑΤΣΑΣ, Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Τ’ ΑΪΒΑΛΙΟΥ ή ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΩΝ, 35-39

-ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗ, Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 40-59

-ΚΩΣΤΑΣ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΣΧΕΔΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΒΙΟΥ ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 60-65

-ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ, ΗΧΩ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 66-69

-ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ, ΤΗ ΠΤΩΧΕΙΑ ΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ

Αφορμές από άγνωστα κείμενα του Κόντογλου* 70-78

*Απόσπασμα από ευρύτερη μελέτη, αδημοσίευτη

-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ, ΣΗΜΕΙΟΝ  ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ, 79-91

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΩΤΕΑΣ, Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΥΜΗ, 92-93

-ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΟΝΑΣ, ΕΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, 94-100

-ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ, 101-105

                     ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  ΚΑΙ  ΚΥΠΡΟΣ

     Μένει ζωηρή στη μνήμη μου η εντύπωση από το διάβασμα του «Πέδρο Καζά» και της «Βασάντα» του Κόντογλου σε μιά πολύ νεαρή ηλικία. Παράξενα συναισθήματα και απορίες, πάντως όλα θελκτικά επαναφέρονται από εκείνες τις εφηβικές αναγνώσεις, όταν καμμιά φορά συλλογίζομαι την πρώτη μου εκείνη γνωριμία με τον λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου. Αργότερα γνώρισα ένα μεγάλο μέρος του έργου του από το περιοδικό «Κιβωτός». Όταν πρωτάρχισα στο περιοδικό «Πνευματική Κύπρος» την έρευνα για διάφορα θέματα, που τυραννούσαν τον κυπριακόν ελληνισμό, ανάμεσα σ’ εκείνους, που ζήτησα τη γνώμη και τη συνδρομή στη λύση προβλημάτων, συγκαταλεγόταν και ο Κόντογλου. Η προσήλωσή του στις ρίζες μας, που ήταν πράξη και όχι σύνθημα, με είχε πραγματικά συναρπάσει. Εξάλλου, η εποχή εκείνη για τον κυπριακόν ελληνισμό ήταν μία καταθλιπτική εποχή, πιεστική όσο δεν το φαντάζεται ο νούς, με δέσμη απαγορεύσεων στον εθνικό τομέα. Τούτο κι’ όλας προσήλωνε όλους μας περισσότερο στις ρίζες μας, ειδικά στο Βυζάντιο, που εκπροσωπούσε η Εκκλησία, αλλά και στα ήθη κι έθιμά μας, στον αδιόρατο εκείνο τρόπο σκέψεως και αντικρύσεως των πραγμάτων, που ζει μές στο μυαλό μας κατά παράδοση κι ενδυναμώνεται από την παιδεία.

      Σε μιά έρευνα του περιοδικού «Η άμυνα και η προκοπή του κυπριακού ελληνισμού» ο Κόντογλου απάντησε με τα εξής:

     «Η Κύπρος (και γενικώτερα η Ελλάδα) για να λάμψη πνευματικά (αληθινά πνευματικά), πρέπει να διατηρήση με κάθε θυσία την ελληνική παράδοσή της και να την τονώση, λυτρώνοντάς την από τους επιπόλαιους «νεωτερισμούς» και τους ανόητους «συγχρονισμούς». Αλλιώς, θα ξεχρωματισθή από τον χαρακτήρα της και θα γίνη ένα πράγμα χωρίς χαρακτήρα, με μονάχα την επιγραφή  «Ελληνική Κύπρος».

  »Η παράδοσή της πρέπη να διατηρηθή και να τονωθή: στα έθιμά της στις λαϊκές τέχνες, στη δημοτική ποίηση, στις ντυμασιές των κατοίκων της, σε κάθε τι που βγαίνει από τις αστείρευτες πηγές της λαϊκής ψυχής. Ιδίως, να τονωσθή η βυζαντινή μουσική και η βυζαντινή αγιογραφία στις εκκλησίες, να κυνηγηθούν δε με ρόπαλο οι μουζικάντες της θεατρικής κοσμικής μουσικής, οι λεγόμενοι «κανταδόροι», καθώς και οι μπογιατζήδες πού κάνουνε αγίους ιταλιάνους.

       »Όλα τα άλλα «περί πνευματικής προκοπής» της Κύπρου, είναι κατά τη γνώμη μου, ρεκλάμες και φιλολογίες και θα συντελέσουν μόνο στο να καταντήση το νησί μας «κέντρο αντιπνευματικό». («Πνευματική Κύπρος», Χρ. Α΄, Αυγ. 1961, αρ.11, σελ.562).

      Από το 1960 η επικοινωνία μας δεν είχε συνέχεια, παρ’ όλη την προτροπή του σε γράμμα του να υποστηρίξουμε εμείς εδώ κάτω στο νησί κάποιους συμπατριώτες μας σαν τον αγιογράφο και νωπογράφο Γεώργιο Γεωργίου, πράγμα που θα μπορούσε ν’ ανοίξει ένα χρήσιμο διάλογο.

      Τώρα, μετά είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, νοιώθω την ανάγκη να καταθέσω μερικά κατά  καιρούς ενδιαφέροντά μου για τις σχέσεις Κόντογλου και Κύπρου. Υπάρχει στην Κύπρο, εξάλλου, ζωντανή η παράδοσή του την περίοδο αυτή, με τη δραστηριότητα του αγαπημένου μαθητή Γεωργίου Γεωργίου του Κυπρίου, που δουλεύει στην Ιερά Μονή Κύκκου πάνω στ’ αχνάρια του δασκάλου αλλά και με το προσωπικό του στυλ. Κάποτε ο Γεωργίου σ’ ερώτηση του Παύλου Κριναίου («Ελευθερία» 15 Ιουλίου 1962) απάντησε τα εξής για την τεχνοτροπία του:

     «Άρχισα με σχετικήν μίμησιν της αγιογραφικής τέχνης του κορυφαίου δασκάλου πού είναι μοναδικός κι’ ανεπανάληπτος, συνέχισα όμως με αποκλειστικά δικά μου καλλιτεχνικά κριτήρια ή αγιογραφικές αντιλήψεις. Ο Φώτης παριστάνει τους αγίους, προφήτες, ασκητές κλπ., με σκυθρωπόν μεγαλείον κι’ εξαϋλωμένην πνευματικότητα. Η δική μου προσπάθεια τείνει να δώση περισσότερον φώς στον μεταφυσικόν ρεμβασμόν και την σκυθρωπήν ενατένισιν των μορφών προς την ιδεατήν Βασιλείαν των Ουρανών. Παράλληλα θελω να συνεχίσω την Κυπριακήν Βυζαντινήν παράδοσιν και να δώσω Κυπριακόν, Μεσογειακό χαρακτήρα…».

      Από την ίδια συνέντευξη του Παύλου Κριναίου  μαθαίνουμε πώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ επρότεινε στον Κόντογλου να ιδρύσει  σχολή στη Λευκωσία. Ο Κόντογλου δεν μπόρεσε να δεχτεί την πρόταση αυτή γιατί ήταν δεσμευμένος στην Αθήνα με πολλές υποχρεώσεις.

     Με την ευκαιρία αναφέρω μιά παλιά συνέντευξή μου με τον αγιογράφο Γεωργίου για τον Φώτη Κόντογλου. Ο Γεωργίου που έζησε με τον δάσκαλο αρκετά χρόνια και δούλεψε μαζί του, τον χαρακτηρίζει ως εξής: «… ήταν διαφορετικός, ήταν μοναδικός. Για να τον καταλάβεις έπρεπε να γίνεις ένα μαζί του. Εκείνος εκπομπός κι’ εσύ στα ίδια μήκη κύματος δέκτης, και αντιστρόφως. Κάθε ενδιάμεση σύνδεση προκαλούσε παράσιτα, μιάν «Βαβυλωνία». Τα μέτρα και σταθμά που μετρούσε και ζύγιζε τα πράγματα ήσαν τα δικά του, τα Ελληνικά μέτρα και σταθμά, τα Ελληνορθόδοξα μέτρα και σταθμά. Ταυτίστηκε μ’ αυτά, έγινε αυτός το μέτρον. Ταυτόχρονα αυτός είναι το καλώδιον και ο λαμπτήρας. Μέσον του περνά το ζωογόνον και καθαρτικό ρεύμα της φυλής και της Θρησκείας, μέσον του φωτίζεται το παρελθόν και η πορεία του γένους…».

       Η Κύπρος γνώρισε ως ζωγράφο τον Κόντογλου το καλοκαίρι του 1962 από μιά έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής Αγιογραφίας, που περιελάμβανε τριανταδύο έργα, μερικά του Κόντογλου. Το ανακοινωθέν του Γραφείου Πνευματικής Αναπτύξεως» σημειώνει και το εξής:

       «Από απόψεως καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος η έκθεσις έχει τον κορυφαίον αγιογράφον και λογοτέχνην, τον κ. Φ. Κόντογλου. Πιστεύομεν, ότι θα αποτελέση εν ισχυρόν κίνητρον, ώστε και η σύγχρονος Κυπριακή Αγιογραφία να ακολουθήση αυστηρώς την γνήσιαν Βυζαντινήν παράδοσιν.».

     Η αγιογραφική πλευρά του Κόντογλου ίσως να καλύπτεται με τα πιό πάνω. Όμως  η προσήλωσή του στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική φαίνεται από δυό κείμενά του, στο ένα πολύ άμεσα, στο άλλο έμμεσα. Στο περιοδικό «Φιλολογική Πάφος» (Χρ. Δ΄, Ιούλ. 1939, αρ. 7, σελ. 260-263) δημοσιεύεται το κείμενό του. «Η εκκλησιαστική μουσική». Με το κείμενο αυτό ο Κόντογλου επιτίθεται κατά των νεωτερισμών, που δημιουργούν εξαμβλώματα και «κανταδοποιούν ηλιθίως». Και σημειώνει:

      «….Είναι χαρακτηριστικόν ότι, όλοι οι πράγματι αισθητικώς μορφωμένοι Έλληνες και ξένοι είναι υπέρ της βυζαντινής μουσικής και εξοργισμένοι εναντίον των αφελών αυτών νεωτερισμών, ως επίσης και ο λαός, ο οποίος έχει λανθάνον εντός της ψυχής του το σωστόν μέτρον και το πάθος, δηλ. την «μανίαν» του Πλάτωνος, και μεταρσιούται με την βυζαντινήν μουσικήν, ενώ υπέρ της εκφυλισμένης θεατρικής και στομφώδης μουσικής και απαγγελίας, είναι οι ημιμαθείς και ματαιόδοξοι.

     »Πολλοί απ’ αυτούς είναι θύματα αμαθείας. Αυτοί ας φροντίσουν να διδαχθούν διότι όπως είναι τώρα, δεν έχουν ούτε την βαθειάν μόρφωσιν των πρώτων, ούτε το αμόλευτον αίσθημα και φυλετικόν ένστικτο του λαού. Γνωρίζω αρκετούς, καλλιτέχνες και μουσικούς ξένους, μερικοί από αυτούς είναι διαπρεπείς μουσουργοί, παγκοσμίου φήμης. Η απογοήτευσίς των από την λεγόμενην ευρωπαϊζουσαν εκκλησιαστικήν μουσικήν μας είναι βαθυτάτη, όπως αντιθέτως, ο ενθουσιασμός των από την καλώς εκτελουμένην βυζαντινήν μουσικήν είναι απίστευτος…».

       Εκτός από το έμμεσο αυτό σχόλιο για την Κύπρο (αφού σε κυπριακό περιοδικό δημοσιεύεται), το οποίον όμως αφορά γενικά την «ιταλοποίησιν» της Ελληνικής Μουσικής στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, ο Κόντογλου, μίλησε άμεσα για τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο. Σε μιά επιφυλλίδα του στην «Ελευθερία» Αθηνών (7 Οκτ. 1951) με τίτλο «Η Κύπρος και η παράδοσή της», κατηγορεί τον λεβαντινισμό, που εισέδυσε και στην Εκκλησία του νησιού με τους νεωτεριστές και επαινεί τον πρωτοψάλτη Θεόδουλο Καλλίνικο για το πολύτιμο βιβλίο του «Κυπριακή Λαϊκή Μούσα». Στο βιβλίο αυτό ο Καλλίνικος αποθησαύρισε τα λαϊκά τραγούδια της Κύπρου. Και καταλήγει ως εξής:

         «…..Σ’ αυτό το αξιοδάκρυτο χάλι βρισκόμαστε. Από δω από την Αθήνα αυτή η νεωτεριστική πανούκλα ρίχνει τα πλοκάμια της ως την Κύπρο. Όπως έπεσε στα νύχια της όλη η παλιά Ελλάδα:

            «έχει σγιάν έχουν ούλοι τους

            κ’ η Κύπρος τα κακά της».

     Όσοι απομείναμε πιστοί στην παράδοση, όσοι δεν αρνηθήκαμε το γάλα που βυζάξαμε, αγωνιζόμαστε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, καταπάνω στη ψευτιά. Καταπάνω σ’ αυτούς που θέλουνε την Ελλάδα ένα κουφάρι χωρίς ψυχή, ένα λουλούδι χωρίς μυρουδιά. Κουράγιο! Ο καιρός θα δείξει ποιος έχει δίκιο, αν και δε χρειάζεται  ολότελα αυτή η απόδειξη.».

     Αλλά και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου μίλησε στους Κυπρίους από τα πρώτα κι’ όλας βήματά του. Αν υπολογιστεί πόσο απομονωμένο ήταν το νησί από τον υπόλοιπο Ελληνισμό τότε, στις αρχές του αιώνα μας, θα εκτιμήσει ένας τον κυπριακό κριτικό λόγο. Στο περιοδικό «Αβγή», πού διευθύνει ο Αιμ. Χουρμούζιος, παρουσίαζε τη «Βασάντα» ο Χριστ. Χίστ. (Χριστ. Χριστοδουλίδης) με κριτική εμβρίθεια. Η σύγκριση μάλιστα που επιχειρεί ο κριτικός ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου δείχνει και το μέγεθος της κριτικής σκέψης του. Σημειώνω δυό μέρη της κριτικής αυτής:

      «Για τη φιλολογία μας ο Κόντογλου είναι μιά πρωτοτυπία, είναι ξεχωριστή μορφή από κάθε άποψη εξέτασης. Γι’ αυτή την ίδια τη φιλολογία μας το γεγονός αυτό είναι κάτι. Αρχίζει να παρουσιάζη τους πρωτότυπους σοβαρούς και αξιοσημείωτους αντιπροσώπους της. Η μίμηση δεν είναι πιά το χαρακτηριστικό της φιλολογίας μας αλλά σύγχρονα οι νέες μορφές πού σταθερά και με αυτοπεποίθηση εμφανίζονται στο πεδίο της…»

    »Μέσα του ξεχειλίζει η φυσιολατρεία φυσική, ανεπιιζήτητη, μεθυστική και αγνή. Είναι ο μόνος συγγραφέας που μου θυμίζει τον ξεχασμένο στην Ελλάδα υπέροχο Παπαδιαμάντη, και μόνο μ’ αυτόν τον συγκρίνω, αν και τους δύο τους ξεχωρίζουν μικρές διαφορές. Ο Κόντογλου, λιγώτερο θρησκόληπτος, πιό πολύ φυσιολάτρης, σε μεθά με ήρεμη, μακάρια ευδαιμονία ενώνοντας σε με την αιώνια φύση τη γιομάτη ζωή. Ο Παπαδιαμάντης σε γιομίζει με την υπέροχη θλιμμένη του  διάθεση, με τη γλυκειά νανουριστική μελωδία της μυστικιστικής Χριστιανικής κατάνυξης…». («Αβγή», τομ. Α΄, 1924, αρ. 6, σελ. 140-141).

      Αλλά και δυό άλλοι κριτικοί, ο Κώστας Προυσής και ο Α. Περνάρης ασχολήθηκαν με έργα του Κόντογλου. Ο Προυσής στα «Κυπριακά Γράμματα». (Έτος Ι΄, 1946, αρ.129-130, σελ.198-99) κρίνει το βιβλίο «Οι αρχαίοι ανθρώποι της Ανατολής» και λέγει για τον Κόντογλου πώς «είναι ένας παραστρατημένος Βυζαντινός Ανατολίτης ασκητής μέσα στο χάος της σύγχρονης εποχής». Τον χαρακτηρίζει ξεχωριστό καλλιτέχνη του λόγου και τελειώνει την κριτική του με τον λόγο του Κόντογλου) έστω κι’ αν είναι κάπως αλλοιωμένοι οι στίχοι του Βασίλη Μιχαηλίδη):

            »Άς παρατήσουνε πιά τους παλιούς Έλληνες, κι άς ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο που κράζει από την Κύπρο:

            Η ρωμηοσύνη είν’ φυλή

            συνόκαιρη του κόσου.

            Κανένας δεν ηβρέθηκε

            για να την εξαλείψει,

            κανένας, γιατί σκέπει την

            ‘πό τάψη ο Θεός μου’

            η ρωμηοσύνη θα χαθεί

            όντας ο κόσμος λείψει».

     Οι «Αρχαίοι ανθρώποι της Ανατολής» του κ. Φ. Κόντογλου είναι μιά δυνατή φωνή, που έρχεται από τα βάθη της πιό ελληνικής και της πιό ανθρώπινης ουσίας του  λαού μας».

     Ο ίδιος κριτικός στο ίδιο περιοδικό (Έτος ΙΑ΄, 1946, αρ.135-136, σελ.195) κρίνει το βιβλίο του Κόντογλου «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα πρωτότυπο βιβλίο της πιό καθαρής τεχνοτροπίας κι εσωτερικής διάθεσης».

      Κριτικές παρουσιάσεις δυό άλλων βιβλίων του Κόντογλου έκαμε κι ο Α. Περνάρης («Ελευθερία» 27 Νοεμβρ. 1960, «Αγών» 8 Οκτ. 1978).

     Ομολογώ πώς λίγος διάλογος μεταξύ Κόντογλου και Κύπρου πραγματοποιήθηκε. Όμως καμμιά φορά τα λίγα λόγια δείχνουν ειλικρινείς δεσμούς. Ο Κόντογλου αντίκρυσε την Κύπρο με την καρδιά του κι όταν ακόμα έλεγχε ορισμένες τοπικές μας συμπεριφορές. Εξάλλου, πρέσβευε αρχές, σκληρές χωρίς υποχώρηση αρχές. Κι αυτό πρέπει να εκτιμάται. Οι Κύπριοι από την άλλη μεριά, έστω και με το λίγο τους λόγο, ανταποκρίθηκαν στην αγάπη του.

     Νομίζω πώς όσα κατέθεσα, ίσως γίνουν έναυσμα σε Κυπρίους, πού σύχναζαν στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου σαν θαυμαστές του και μαθητές να πούν τον λόγο τους, πλουτίζοντας με αυτόν τον κύκλο και τα θέματα της γνωριμίας Κύπρου και Κόντογλου.    

-ΗΒΗ Ο. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 106-110

-ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ, Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ, Μερικά χαρακτηριστικά του έργου του, 111-118

            «Υπάρχουν πνευματικοί δημιουργοί που το έργο τους δεν αποτελεί μόνον υψηλή πνευματική και αισθητική κατάκτηση, αλλά ανοίγει νέους δρόμους στην τέχνη του καιρού τους ή ακόμη μακρύτερα, και γίνεται οδοδείχτης της πορείας του. Το ζωγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου πολύπλευρο και πολυσήμαντο, κοσμικό και εκκλησιαστικό, από τον μεσοπόλεμο και μέχρι σήμερα είναι ένας τέτοιος σταθερός οδοδείχτης για τη νεοελληνική ζωγραφική- και ίσως γενικώτερα για την πνευματική ζωή-με απόλυτα, μάλιστα, καθοριστικό χαρακτήρα για την αγιογραφία.

            Η καλλιτεχνική πορεία του Κόντογλου εντάσσεται, παρακολουθεί και κάποτε καθορίζει την πορεία της νεοελληνικής τέχνης. Ξεκινά προικισμένος με ένα σχεδιαστικό ταλέντο που του δίνει την δυνατότητα, παιδί ακόμα, να σχεδιάζει τους γύρω του με αμεσότητα. Ο σύγχρονός του στα μαθητικά χρόνια Στρατής Δούκας αναφέρει ότι ο νεαρός Φώτης είχε κάνει ολόκληρη πινακοθήκη από «καταγέλαστους τύπους». Έχουν δυστυχώς σωθεί ελάχιστα δείγματα από αυτή την «ηθογραφική ζωγραφική».  Αντίθετα έχουν σωθεί οι πρώτες δοκιμές τοπιογραφίας από τ’ αγαπημένο του περιβάλλον: την Αγία Παρασκευή, το Αϊβαλί κ.λπ. Η τεχνοτροπία με την οποία εκφράζεται αυτό τον καιρό είναι το ρεαλιστικό ύφος της εποχής του. Και αυτό είναι φυσικό. Γιατί η πρώτη νύξη –νομίζω- για ζωγραφική έκφραση είναι η διάθεση καταγραφής και αποτυπώσεως του γύρω κόσμου. Αυτή η έμφυτη ικανότητα και διάθεση δεν εγκαταλείπει ποτέ τον ζωγράφο. Και ο Κόντογλου μέχρι το τέλος της ζωής του, και ενώ είχε διαμορφώσει την προσωπική αντιρρεαλιστική τεχνοτροπία, σχεδιάζει «εκ του φυσικού» τοπία κ.λπ. με ρεαλιστικό σχέδιο, όταν κρατούσε ένα είδος ζωγραφικών σημειώσεων. Η προσωπική εκφραστική, που συνίσταται σε αφαίρεση ή ανασύνθεση του γύρω κόσμου, είναι μία εργασία που προϋποθέτει ευρύτερη συμμετοχή των διανοητικών  στοιχείων του καλλιτέχνη’ άρα και πνευματική ωρίμανση.»………………

-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η «ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΕΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΚΑΙ Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. Η ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΣΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΗΘΕΣ, 119-143

-ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΕΣΤΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 144-151

-ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΡΚΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ, 152-155

-ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ, Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 156-159

      Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ Φ.Κ.

        Κουβαλούσε  γνώσεις και μνήμες τόσων αιώνων, μεταγγισμένες από γενιά σε γενιά με φροντίδα και αγάπη,, όταν ξεκίνησε από την Ιωνία το 1913 ο Φώτης Κόντογλου, για να σπουδάσει στην Αθήνα και στο Παρίσι.

     Κι έφερε μαζί του όταν εγκαταστάθηκε στην περιορισμένη στα μικρά της σύνορα Ελλάδα τις οραματικές μεταπλάσεις τόσων αιώνων πολιτισμού αυτού του έθνους πού ποτέ του δεν κατάλαβε πώς άκμασε, πώς συρρικνώθηκε, πώς μεγαλούργησε σε δύσκολους καιρούς και πώς ναυάγησε με ούριους ανέμους.

     Μέσα από το έργο του βλέπουμε τον Φώτη Κόντογλου να μοιάζει με ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Ελλάδα: ειλικρινής κι εκφραστικός αλλά με την επιθυμία ν’ αυτοσχεδιάζει, οραματιστής της ελεύθερης συνείδησης αλλά και λάτρης της τυποκρατίας, γραμμικά συγκεκριμένος αλλά και πνευματικά απελεύθερος. Τα θέματά του έχουν την πολυτέλεια να γίνονται άλλοτε φωνακλάδικα κι απλοϊκά (Γκιούλ Μπαχάρ, Κονέκ-Κονέκ, Ολλαντέζοι στο Κάστρο, Ωραία Κλεοπάτρα, Ανθρωποφάγοι Καραϊβοί) άλλοτε αγνά και επίμονα (Τίμων Μισάνθρωπος, Θάνος Βροντόλαλος, Στράβων Γεωγράφος, Αρχιτέκτονας Σινάν) και συχνότερα υποκειμενικά θετικά ή μυστικιστικά λυσιτελή (Παναγία Οδηγήτρια συλλ. Κόνιαρη, Άγιος Γεώργιος συλλ. Κοτζάμπαση, Αθανάσιος Διάκος, συλλ. Πρεβελάκη, Πανσέληνος και Θεοφάνης συλλ. Κόντογλου-Μαρτίνου, Νίκος Εγγονόπουλος συλλ. Κοψίδη, Μένος Φιλήντας). Βλέπουμε τον Φώτη Κόντογλου να μοιάζει με ό,τι θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως Ελλάδα.

     Οι πλασμοί στα έργα του-συνταιριασμός της ουσιαστικής παράδοσης και της ιχνηλάτησης νέων δρόμων εικαστικών-έλκουν την καταγωγή τους από παλαιότατα αγγεία, ενώ παράλληλα τα εντέχνως ακριβή περιγράμματα διαστέλλουν και δυναμοποιούν τις εσωτερικές επιφάνειες δίνοντάς τους μνημειακό χαρακτήρα. Τι άλλο παρά μία νέα άποψη, ένας πνευματικά κληρονομημένος βυζαντινός τρόπος και προστάζει σε επάνοδο στη διαμορφούμενη πραγματικότητα μέσω μιάς νέας διαισθητικής όρασης.

      Δεν δέχεται τις οπτικές συμβάσεις ο Φώτης Κόντογλου, αλλά προτιμά το χωρικό στήσιμο μέσα σε χρωματικά συμπαγείς μάζες, για να γίνουν δυναμικότερα τα πεδία έλξης ημιφωτίζοντας χαμένα μονοπάτια πού, λειτουργώντας αντιστικτικά στην οριοθέτηση του θέματος, αυτοαναιρούνται και καταλήγουν σε αρχέτυπα ερανισμάτων παλαιών αφορισμών. Γιατί η εξέλιξη δεν παύει να παραπέμπει στο αρχικό έναυσμα.

     Η αντίδραση που προξένησε η εμφάνισή του στην Ελλάδα ήταν μεγάλη, κυρίως από τους οπαδούς της Σχολής του Μονάχου, εκείνους που για χρόνια επέμεναν στην εικονογραφική ερμηνεία των εικαστικών φαινομένων και την-κατά μερικούς κριτικούς-επιφανειακά περιγραφική αναπαράσταση. Αυτοί δεν μπορούσαν να δεχτούν την εισροή παραδοσιακών στοιχείων-και μάλιστα προσαυξημένων με ανατολίτικα διακοσμητικά επινοήματα- την ανάδειξη της πλαστικότητας μέσα από επίπεδες φόρμες, την απομόνωση και προβολή επιλεγμένων αναπαραστασιακών στοιχείων πού δημιουργούν την αίσθηση σκηνικού δράματος. Κι όμως, ο Φώτης Κόντογλου δεν είχε καμμία αναλυτική πρόθεση, ούτε επιχείρησε να δώσει χοντροκομμένη την εικόνα της πνευματικής διάθεσης ολόκληρου του έθνους. Μέσα στα πλαίσια του κατανοητού και γενικά αποδεκτού αναζήτησε το φύσει υπάρχον και θέσει υπερέχουν πρόβλημα της φυλής του: την αφομοίωση ξένων στοιχείων από έναν υπέργηρο πολιτισμό. Γι’ αυτό τα έργα του άπτονται βυζαντινών ιδανικών, χωρίς να έχουν τον εκλεκτισμό τους και γι’ αυτό τα συνειδητά λαϊκίζοντα στοιχεία φροντίζουν για την σχολαστική αντικατάσταση της ιστορικής ακινησίας-πού κατά κόρον είχαν χρησιμοποιήσει οι βυζαντινοί με τη σιγουριά της αυτοκρατορίας τους- από χρωστικές συζεύξεις που η αίσθηση του υλικού βάρους τους προσεγγίζει αντιφορμαλιστικά πρότυπα, παραμένοντας όμως στην ουσία της αυστηρά φορμαλιστική. Η νέα πρόταση που κάνει ο Κόντογλου είναι πώς η παρατήρηση του παρελθόντος οδηγεί στην εξισορρόπηση ή ακόμα και στην επίλυση των σημερινών προβλημάτων, ακριβώς όπως ο υποκειμενισμός οδηγεί στην ανάληψη. Στα έργα του διευρύνει την ουσία και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης καταγωγής της ζωγραφικής του με συναισθήματα που δηλοποιούν τις ανθρώπινες καταστάσεις της χώρας που τον δέχτηκε.

      Και δεν είναι μόνον τα θέματά του πού μας πείθουν γι’ αυτό’ θέματα «παρόμοια» μπορούμε επιπόλαια να χαρακτηρίσουμε και τα του, ελέω Τεριάντ ανασυρθέντος από την ανωνυμία, του Ρουσσώ της Ελλάδας, Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Πόση διαφορά όμως: στον Θεόφιλο το συναίσθημα πού έχουμε είναι μόνον της έκπληξης, πώς έμαθε δηλαδή ένας χωριάτης να τρώει με ασημένια μαχαροπήρουνα’ ενώ ο Κόντογλου μας καλεί εκείνος σε δείπνο, ετοιμάζει εκείνος με μεγάλη φαντασία τα εύγεστα εδέσματα, μας σερβίρει ο ίδιος άψογα και τέλος μας παρατηρεί ενώ εμείς τρώμε. Στην περίπτωση του Φώτη Κόντογλου εμείς δίνουμε εξετάσεις, δεν μπορούμε να του προσάψουμε ότι κατά τύχην εκφράστηκε έτσι’ η επιλογή του ήταν ηθελημένη, είχε σπουδάσει τόσα, ώστε να μπορεί να γίνεται διευρυντικά υπεραπλουστευτικός- για τον πολύ κόσμο-αλλά και αναγνωρίσιμα σύνθετος-για τους ειδικούς. Ικανότητά του είναι να τρυπώνει μέσα στις υφολογικές και ιδεολογικές διαφορές προτείνοντας έναν αμείλικτο «ρεαλισμό» που δεν’ είν’ άλλο παρά ενδοσκοπικός απολογισμός ενός ολόκληρου λαού, ενός έθνους που πολλά υποσχέθηκε στον εαυτό του.

     Γι’ αυτό και η «ανάλυση» που κάνει δεν είναι εμφανώς αιτιολογημένη αφορά στην τεχνική’ η ανατομική ακρίβεια και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μοιάζουν σαν ν’ αντανακλώνται σε καθρέφτη’ το σχήμα που παράγεται ζει αφ’ ενός τη δική του ζωή και αφ’  ετέρου εκείνη που του δόθηκε υπόσχεση ότι θα ζήσει. Νοσταλγική επιστροφή του καλλιτέχνη στις ρίζες ενός μαρτυρικού λαού που προσπαθεί καθημερινά να επανεκτιμήσει τις ολοένα μειούμενες δυνατότητές του. Μόνον ένας μη γηγενής της περιορισμένης ελληνικής γης θα μπορούσε να συλλάβει το πνεύμα αυτό.

     Το εικαστικό ιδίωμα του  Κόντογλου προσπαθεί ν’ απαλλάξει την ελληνική τέχνη από τις μορφές του μιμητισμού που την κατατρέχουν, γι’ αυτό την φορτίζει με όλα τα στοιχεία που προσθέτουν συνεχώς ο χρόνος και η ιστορία. Μόνον με τον κορεσμό θα συνέλθει-και αν-ένας λαός που συνήθισε στην εύκολη ταξινόμηση των εντυπώσεων.

      Το ενδιαφέρον είναι ότι όχι μόνον στην αρχή και κατά την διάρκεια της καριέρας του, αλλά ακόμα και μετά τον θάνατό του είχε επικρίσεις, με σοβαρότερη του καθ. Άγγελου Προκοπίου που αναφέρει χαρακτηριστικά πώς ο Κόντογλου «… είχε λάθος να επιμείνει στην περίοδο της εκκλησιαστικής τέχνης της τουρκοκρατίας…» κυρίως γιατί «… τον είχε παρασύρει ο φανατισμός του κατά της δυτικής ζωγραφικής…». Δεν καταλαβαίνω με ποιά λογιστική τα ζεστά χρώματα σαν των πορτραίτων του Φαγιούμ, οι όμπρες, οι σιέννες, η ώχρα και το χοντροκόκκινο πρέπει να θεωρηθούν «τουρκοκρατούμενα» και, αντίθετα, το μπλε-λουλακί, το έντονο μενεξεδί, το γκριζοπράσινο του τσιμέντου και άλλες αποχρώσεις να χαρακτηρίζουν «δυτικοπρεπή» αλλά ακόμα και αν συμβαίνει αυτό, αν δηλαδή ο καλλιτέχνης θέλησε να περάσει από τα φωτεινά ψηφιδωτά και τις χρωματικές εντάσεις των βυζαντινών σε μιά πιό «διακριτική», ερευνητική μέσα στην απλότητά της, λιτότητα, και ταυτόχρονα να απομακρυνθεί από δυτικές επιρροές, είναι αυτό μειονέκτημα; Και σε τελευταία ανάλυση, μετά το Βυζάντιο ήρθε η τουρκοκρατία, είτε θέλουμε να το θυμόμαστε είτε όχι, γιατί λοιπόν να μην θεωρούμε κατηγορητέα την τέχνη αγιογράφων που σταματούν στον δωδέκατο αιώνα και να προσάπτουμε στον Κόντογλου τη μομφή ότι συμπεριέλαβε στην τέχνη του άλλους οκτώ αιώνες ιστορίας; Μήπως επειδή έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε «ιστορία με διαλείμματα;» Κι όμως, κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι ένας λαός προοδεύει μόνον όταν η τέχνη του είναι αμάλγαμα των επιτευγμάτων του παρελθόντος και της συνεχούς υπομνήσεως των «οικείων κακών».

     Δεν ξέρω αν η νεότερη γενιά-δεν ξέρω ούτε για μένα προσωπικά- συμφωνεί με την ανάγκη ορισμένων καλλιτεχνών να περιλαμβάνουν στην τέχνη τους αισθητικά πλαίη-μπάκ. Δεν ξέρω αν αυτή η χρονική ανακολουθία εξυπηρετεί, ειδικότερα σ’ εποχές όπως η δική μας, όπου η εκφραστική πρόθεση και οι διαδικασίες σύνθεσης έχουν πάρει άλλο δρόμο. Διακινδυνεύω όμως να πω γιατί μου αρέσει η δουλειά του Φώτη Κόντογλου: γιατί είναι τέχνη που επανεξετάζει με σιγουριά ολόκληρη την καλλιτεχνική μας παιδεία και παράλληλα κινείται ανάμεσα σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε και σ’ αυτό που είμαστε ως λαός στην πραγματικότητα.

           Η αντίθεση είναι τόσο αληθινή όσο και τραγική.

-ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΕΝΤΕ  ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΑ ΑΝΘΕΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 160-163

-ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΟΥ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ, 164-183

-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, 184-190

            «…..Ο άνθρωπος είναι παράξενο ζώο. Ακόμη και η Ορθοδοξία μπορεί να γίνει γι’ αυτόν αντικείμενο ειδωλολατρικής προσκόλλησης, σαν «παράδοση του Γένους», ένα λατρευτικό «πράγμα» στην όλη «πραγματογνωσία ή «πατριδογνωσία» του. Υπάρχουν αυτοί που «κονιορτοποιούν» την Ορθοδοξία για να κτίσουν από τα θραύσματά της ένα δικό τους φανταστικό δημιούργημα, άσχετο με την πίστη του Χριστού. Η ειδωλολατρία είναι πολυποίκιλη και προσαρμοστική, σαν χαμαιλέοντας, και δεν το έχει τίποτε να ντυθεί με ορθοδοξοφανή ρούχα για να κάνει εντύπωση παραδοξολογόντας. Ο ναρκισσισμός δεν χρειάζεται κλασικά ενδύματα, έχει όμως μεγάλη ανάγκη από εξωτισμό και πρωτοτυπία και, στις μέρες μας, η βυζαντινή παράδοση και η ορθόδοξη λειτουργική εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, η ποικιλμένη με μοναστικά αγιορείτικα καρυκεύματα, είναι ό,τι χρειάζεται. Οι κορεσμένοι άνθρωποι του εικοστού αιώνα έχουν ανάγκη από λίγη ανατολίτικη  «πνευματικότητα». Κάνει εντύπωση όποιος τους την προσφέρει στα μέτρα τους, σαν ποίκιλμα ενός μηδενισμού που, παράδοξα, επιμένει να μορφοποιθεί……¨»

-Κ. ΓΑΛΛΟΥ, Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ, 191-193

            «Ο Φώτης Κόντογλου, πνεύμα μυστικό-με νηπτικές προεκτάσεις στην βαθειά, άπεφθη θεολογική σημασία του όρου- πέρασε ως μιά αστραπή στον ορίζοντα των νεοελληνικών γραμμάτων. Είκοσι κι όλας χρόνια περάσανε απ’ την κοίμησή του κι ο χρόνος τον υψώνει όλο και πιό εδραίο, μετεωρίζοντας τον στον χώρο των πιό πνευματικών κορυφών που ευωδιάσανε με το άρωμά τους τούτο τον τόπο………».

-ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ Άτομο και κοινότητα στον Κόντογλου, 194-202

               Άτομο και κοινότητα στον Κόντογλου

     Αν ο καλλιτέχνης δεν βυθιστεί βαθιά μέσα στην μοναξιά του εαυτού του, δεν θα κατορθώσει μεγάλα και υψηλά έργα, όσο προικισμένος και να είναι. Και όποιος δεν συναντήσει, μέσα στην μοναξιά αυτή, την ουσία του προσώπου του, δεν θα κατορθώσει, με τα μέσα της τέχνης του, να αποσφραγίσει τα μυστήρια του κόσμου και να τα φανερώσει στους ανθρώπους. Γιατί ο αληθινός καλλιτέχνης ανήκει σ’ ένα είδος ιερατείου και ιερουργεί αποκαλυπτικά μέσα στον κόσμο, μ’ έναν τρόπο σοφίας αποκλειστικά δικό του, πού φανερώνει τον ρυθμό και την ουσία του εαυτού του.

     Τούτα σημαίνουν πώς δεν μπορεί να νοηθεί καλλιτέχνης πού να μη ζει μυστικά σε τέτοιαν απόσταση από την κοινότητα όπου ανήκει, ώστε να εξασφαλίζει την μοναξιά, την ελευθερία του και το καθάριο και βαθύ κοίταγμα των μυστηρίων της ζωής. Όλα τα χαρίσματα αυτά, πειστήρια απαραχάρακτα της γνησιότητας ενός έργου δημιουργικού, κοσμούσαν τον Φώτη Κόντογλου-και προσηλώνομαι τώρα στον συγγραφέα.

     Δεν θέλω να πω ότι ο αληθινός συγγραφέας εξαίρει το άτομό του πάνω από την κοινότητα, ούτε πώς προσέχει και μελετά τον άνθρωπο μόνο ως άτομο, παραθεωρώντας τους καημούς της κοινότητας όπου ανήκει. Η σκέψη μου είναι πώς το άτομο κορυφώνεται σε μιά συνείδηση πού όταν εκπυρώνεται, λάμπει και νοηματοδοτεί πνευματικά και το όν και την κοινότητα, και την ατομική ζωή και την κοινοτική περιπέτεια, όπου αναγκαστικά εμπερικλείεται το άτομο για να ενιστορηθεί.

     Το άτομο μιλεί την δική του γλώσσα μέσα στο δημιουργικό έργο ενός αυθεντικού συγγραφέα- γι’ αυτό και η σχεδόν αποκλειστική χρήση του ενικού αριθμού, ενώ η κοινότητα μιλεί σε αριθμό πληθυντικό. Για τούτο, συχνά ο συγγραφέας φτάνει στα μύχια της ατομικότητας χρησιμοποιώντας το πρώτο ενικό πρόσωπο στην γραφή του. Διά μέσου του ατόμου, της συνείδησής του, φωτίζει και νοηματοδοτεί την ζωή της κοινότητας. Ο εαυτός του «σώζει» τους άλλους, όσο πιο βαθύς, συνειδητός, πυκνός και διαυγής σε συνειδητότητα αποτυπώνεται στον ενικό αριθμό του λόγου. Αλλά εσημείωσα: πρόκειται για ατομικότητες που αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, που αποβλέπουν και αφορούν κοινότητες. Οι κοινότητες συγκροτούνται από άτομα και αυτά τα άτομα κοινωνούν το έργο τέχνης όχι ως τυχαία μόρια της κοινότητας αλλά ως συνειδήσεις.

     Η θεώρηση αυτή του ενικού και του πληθυντικού μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό έργο, από χριστιανική άποψη, είναι καθαρά «κοσμική», γιατί περικλείνει μόνο το άτομο στην σχέση του με την κοινότητα, και την κοινότητα στη σχέση της με αυτό. Απλοποιημένο, αυτό είναι το περιεχόμενο και της μαρξιστικής αντίληψης για τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Μέσα όμως στον Χριστιανισμό που βιώνεται ως Εκκλησία, δηλαδή ως κοινότητα ανθρώπων με το θείο, και πού επομένως, η έκφρασή της είναι ο πληθυντικός, το άτομο θα αμαρτήσει αν απομείνει άτομο-δηλαδή, θα παραβιάσει το θέλημα του Θεού. Η ατομικότητα εύκολα ολισθαίνει πρός τον ατομισμό, όπου το όν εξαίρει την οίηση του υπάρχειν σε βάρος της κοινότητας.

     Στην Εκκλησία, ανάμεσα στο άτομο και στην κοινότητα υψώνεται ένας συγκλονιστικής σημασίας αναβαθμός: το πρόσωπο. Και το άτομο μετασχηματίζεται σε πρόσωπο όταν συνδεθεί οργανικά με τον Θεό, όταν δηλαδή μεταμορφωθεί. Αυτό είναι το πανύψηλο δίδαγμα της μεταμόρφωσης του Χριστού που η Εκκλησία συντελεί με την λειτουργική των Μυστηρίων του Βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας. Έτσι το άτομο αποδίδεται, με μιά δεύτερη γέννηση, ως πρόσωπο, ως τέκνο Θεού, στην κοινότητα, στην Εκκλησία, και ο ενικός του πλέον σημαίνει τον πληθυντικό της κοινότητας, -καθώς στο Θαβώρ η φωνή του Θεού εσήμαινε την «κοινότητα» της αγίας Τριάδας. Δεν είναι, λοιπόν, ο λογοτέχνης αναγκασμένος να υποταγεί ως άτομο στην κοινότητα, να πάψει να στοχάζεται και να γράφει στο ύφος του ενικού. Αρκεί να μεταμορφωθεί σε πρόσωπο, οπότε θα ανοιγεί ελεύθερα προς την κοινότητα, όχι πιά διά του ιστορικού εξαναγκασμού, αλλά διά της αγάπης. Η αγάπη αυτή της Εκκλησίας, η αγάπη της αγίας Τριάδας, έχει καθαγιάσει την μοναξιά που της έχουν προσφέρει πνευματική δικαίωση οι ασκητές άγιοι. Η κοινότητα πάλι, ενώ μέσα στον «κόσμο» κινδυνεύει- συνθλίβοντας τους ανθρώπους που την συγκροτούν- να καταντήσει μάζα, δηλαδή παθητικό υλικό της Ιστορίας μονάχα, μέσα στον Χριστιανισμό, μεταμορφώνεται σε λαό του Θεού, δηλαδή στο «πρόσωπο» το μυστηριώδες της Εκκλησίας που είναι το πανίερο σώμα του Χριστού. Βιώνει, λοιπόν, το άτομο την θέωσή του ως πρόσωπο, διά της μεταμόρφωσής του, και βιώνει η κοινότητα την θέωσή της, με τον ίδιο τρόπο, ως Εκκλησία.

      Στο συγγραφικό έργο του Κόντογλου αναγνωρίζουμε, ως έκφραση αλλά και ως κατάσταση τον ενικό του προσώπου, του μεταμορφωμένου από την χάρη ατόμου που ανήκει, με πίστη και αγάπη, στην κοινότητα-Εκκλησία, χωρίς η  οντότητά του να χάνει τα απαράγραπτα χαρακτηριστικά της.

-ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΑ, 203-204

-ΔΥΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ. ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ (Ζωγραφικά έργα Φώτη Κόντογλου/ Αποκρίσεις σε χαμένο ερωτηματολόγιο), 205-216

-ΒΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, 217-218

-ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ, 219-220

 

ΟΙ ΑΔΑΜΑΣΤΕΣ «ΑΜΑΡΤΩΛΕΣ» ΦΤΩΧΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΗ

           

Μια Ξενιτειά είναι ο Κόσμος όλος

          και όταν αρχίζουμε να τον γνωρίζουμε

          κατανοούμε

          γίνεται μιά Φυλακή…

          Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

 

              Μην λησμονώντας  ημερολογιακά,  μια και στις 8 Νοεμβρίου του 1896 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας γεννήθηκε ο Κυδωνιεύς κυρ Φώτης Κόντογλου, εγκαταλείποντας  τα εγκόσμια, κοιμήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965 στην Πειραιώτικη ιστοσελίδα μας, αποφασίσαμε να τον επαναμνημονεύσουμε, αποδελτιώνοντας και καταγράφοντας τους μετέχοντες συγγραφείς και τα δημοσιεύματα του παλαιού «Τετραδίου Ευθύνης» που κυκλοφόρησε με Νούμερο 23 τον Ιούλιο του 1985 σελίδες 224 δραχμές παλαιές 600. Την σειρά των «Τετραδίων» εξέδιδε ο Λαρισαίος  ποιητής, συγγραφέας και εκδότης Κώστας Ε. Τσιρόπουλος. Τίτλος του «ΜΝΗΜΟΝΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ» ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ. Το Αφιέρωμα των «Τετραδίων Ευθύνης» θεωρώ ότι ακόμα κρατά το αναγνωστικό ενδιαφέρον του σημερινού κοινού, έστω και αν ο συστηματικός Βιβλιογράφος και μελετητής του Αϊβαλιώτη πεζογράφου,  αγιογράφου και επιφυλλιδογράφου στο βιβλίο του «Δέντρο Αγλαόκαρπο» Νέα μελετήματα για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου, εκδ. Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, Αθήνα 1991, έχει εκφράσει αντίθετη άποψη: Στο «Είκοσι χρόνια σπουδών στο έργο του» σ.69 αναφέρει: «…. Καθώς κι εκείνο και των τετραδίων της «Ευθύνης» (1985), με τον τίτλο «Μνημονάριον του Φώτη Κόντογλου», που δεν μπορούμε να πούμε ότι πρόσθεσε τίποτε το σημαντικό στην όλη μελέτη του έργου του.». Ο ως άνω φιλόλογος και ορθόδοξος συγγραφέας, ο Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης, διότι περί αυτού πρόκειται είναι ο πιο σταθερός και εξακολουθητικός μελετητής του έργου του Φ. Κόντογλου έχοντας δώσει Ομιλίες, Διαλέξεις, επιμεληθεί έργα του Μικρασιάτη φλογερού πιστού της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας, κυκλοφορήσει Αφιερώματα στην Μνήμη του, αρθρογραφήσει και εκδώσει Βιβλία για τον σκληροτράχηλο Αντιδυτικό και φανατικό ενάντια σε κάθε πολιτιστική πρόταση και επιστημονικά εφευρήματα, ότι με δύο λόγια προέρχεται από την Δύση, τον Δυτικό Πολιτισμό, την Φραγκιά όπως συχνά αναφέρει ο συντηρητικός κυρ Φώτης Κόντογλου. Ενδέχεται η αρνητική θέση του (Ι.Μ. Χατζηφώτη) να είναι αποτέλεσμα ενός «χολωμένου» Κοντογλοπουλικού μελετητή που δεν του ζητήθηκε να συμμετάσχει με κείμενό του στις σελίδες των «Τετραδίων». Όπως και νάχει τα κείμενα και τους συγγραφείς του Αφιερώματος της «Ευθύνης» δεν είχαμε αποδελτιώσει και αναφέρει σε παλαιότερα σημειώματά μας στα «Λογοτεχνικά Πάρεργα». Μήνες του δεύτερου εξάμηνου του 2022 που ασχοληθήκαμε συστηματικά με την παρουσία του, αντιγράψαμε και αναρτήσαμε τις Κυριακάτικες «ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ» του Φώτη Κόντογλου  των χρόνων (1948-1965)στην παλαιά δημοκρατική  πολιτική πρωινή εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Την λέξη «Αμαρτωλές» στον τίτλο του σημειώματος, τον υιοθετώ σύμφωνα με την αρχαιοελληνική ερμηνεία του όρου που σήμαινε Αστοχία, όπως έχει επισημάνει και στις μελέτες του ο κυρός Χρήστος Γιανναράς.

     Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Η προδικτατορική Ανεξάρτητος  Πρωινή Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» κυκλοφόρησε από το 1944 έως το 1967 που την έκλεισε η δικτατορία. Διευθυντής της ήταν ο Πάνος Β. Κόκκας, Αρχισυντάκτης της ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης και Αρθρογράφος ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Ένα γρήγορο ξεφύλλισμα των σελίδων της θα μας έδινε την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε πάμπολλα ονόματα γνωστών μας συγγραφέων, βιβλιοκριτικών, πανεπιστημιακών, κριτικών κινηματογράφου και θεάτρου που μεσουράνησαν μετά την μεταπολίτευση. Μεταξύ άλλων: του πεζογράφου και κριτικού Πέτρου Χάρη που παρουσίαζε τις νέες εκδόσεις και κυκλοφορίες με μικρά κείμενά του, του Πειραιώτη θεατράνθρωπου και μεταφραστή, δοκιμιογράφου Μάριου Πλωρίτη που κρατούσε τις στήλες του κινηματογράφου και του θεάτρου. Του πεζογράφου και δοκιμιογράφου πολυτάλαντου Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου με τις πρωτοσέλιδες Επιφυλλίδες του και τις μελέτες του, τον Δημοτικιστή νέο –τότε- καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Θ. Κακριδή με τα κείμενά του για την Αρχαία Γραμματεία. Την Αθηνά Καλογεροπούλου με τα αρχαιολογικά της θέματα (μετέπειτα συνεργάτιδα της πρωινής εφημερίδας «Η Καθημερινή»). Του παλαιού πανεπιστημιακού Νίκου Βέη και πολλών άλλων σημαντικών ελληνικών και ξένων γραφίδων. Συναντήσαμε την παρουσία της καλής δημοσιογράφου Μαρίας Ρεζάν, γνωστότερη μετά την μεταπολίτευση από την τηλεοπτική εκπομπή της «Μια Ώρα έτσι χωρίς Πρόγραμμα» και άλλων έγκριτων δημοσιογράφων, λογίων, διανοούμενων και νεότερων γενεών συγγραφέων και επιστημόνων. Από την φιλικά υποστηρικτική των πολιτικών θέσεων και κυβερνητικών επιλογών του Γεωργίου Παπανδρέου παλαιά αυτή εφημερίδα δεν απουσίαζαν και οι σελίδες της με μικρά Διηγήματα Ελλήνων και Ξένων συγγραφέων, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, ονόματα δυτικοευρωπαίων, ρώσων, ασιατών, αμερικανών δημιουργών. Πολλά από τα δημοσιεύματα της εφημερίδας συμπεριελήφθησαν τα κατοπινά χρόνια στα βιβλία και μελετήματα των συνεργατών της όπως και οι «Επιφυλλίδες» του κυρ Φώτη Κόντογλου. Έχουμε επίσης, παρουσιάσεις πολιτιστικών εκδηλώσεων, Εκθέσεις Ζωγραφικής και Μουσικές παραστάσεις. Την τιμητική τους είχαν και οι σε συνέχειες δημοσιεύσεις Απομνημονευμάτων γνωστών πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. Δεν απουσίαζαν οι σελίδες κριτικής Χορού και Γυναικείας Μόδας. Τα νέα αντρικά και γυναικεία ενδυματολογικά αξεσουάρ. Από τις δεκάδες Διαφημίσεις προϊόντων οικιακής χρήσεως μπορούμε να συναγάγουμε την βιομηχανική και εμπορική κίνηση των δεκαετιών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις σύγχρονες ανάγκες των ευρωπαίων και ελλήνων πολιτών και νοικοκυριών και τις καταναλωτικές τους συνήθειες και ανάγκες. Δεν απουσιάζουν και τα Καπνικά προϊόντα, των ισχυρών και μεγάλων Καπνοβιομηχανιών, όπως ο «Παπαστράτος», ο «Κεράνης» κλπ. Τα τελευταία χρόνια της κυκλοφορίας της δημοσιεύονται και μικρά λαϊκής χριστιανικών αντιλήψεων άρθρα. Με δύο λόγια θα μπορούσαμε να γράφαμε ότι οι τότε προδικτατορικές πολιτικές εφημερίδες εξέφραζαν με την αρθρογραφία και την κειμενογραφία τους την πολιτιστική και εν μέρει κοινωνική άνοιξη της ελληνικής κοινωνίας. Εφημερίδες όπως «Το Βήμα», «Τα Νέα», «Η Αθηναϊκή», το «Έθνος», η «Ελευθερία», η «Καθημερινή», η «Μεσημβρινή», η «Αυγή», περιοδικά όπως τα «Επίκαιρα», ο «Ταχυδρόμος», οι «Εποχές», η «Επιθεώρηση Τέχνης», ακόμα και τα λαϊκότερα όπως το «Ρομάντζο», το «Φαντάζιο» αποτέλεσαν  οι σελίδες τους φυτώριο των καινούργιων πνευματικών και καλλιτεχνικών δυνάμεων της Ελλάδας. Η Γενιά του 1930 και από κοντά η Εαμική Γενιά των Ελλήνων και Ελληνίδων δημιουργών και συγγραφέων αναδείχθηκαν από τα φύλλα των σελίδων τους. Ο ελληνικός λαός διαπαιδαγωγούνταν σχεδόν «αποκλειστικά» από την έντυπη δημοσιογραφική παραγωγή, τις εφημερίδες και τα περιοδικά που βρίσκονταν πάνω στα τραπέζια των Καφενείων, των Ζαχαροπλαστείων, τα κομοδίνα των σπιτιών.

      Όσοι λοιπόν πιστοί και άπιστοι του έργου του κυρ Φώτη Κόντογλου και της «ιδιότυπης» πνευματικής του παρουσίας, όσοι φανατικοί θαυμαστές του έργου του ή αντίστοιχα πολέμιοί του, αρνητές της προσκόλλησής του στον Ορθόδοξο «ένδοξό μας Βυζαντινισμό» κατά τον Αλεξανδρινό. Όσοι ορθόδοξοι μελετητές και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ιερωμένοι λάτρεις του που μιλούν για την σχέση και τους στενούς δεσμούς του με την Αθωνική Πολιτεία. (Αυτό το διάστημα στην Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται μεγάλη Έκθεση για την σχέση του Κόντογλου με το Άγιον Όρος). Όσοι μελετητές και ιστορικοί της Κοσμικής Ζωγραφικής θιασώτες της θύραθεν εικαστικής δημιουργίας, και από την άλλη πλευρά, ένθερμοι σχολιαστές της Βυζαντινότροπης αγιογραφίας του υπερασπιστές της ορθόδοξης αποκλειστικά σφραγίδας της προσωπικότητάς του. Όσοι και όσες  δεν τους αγγίζει, δεν ενδιαφέρονται για την Εκκλησιαστική Τέχνη του, φανεροί αρνητές του. Όσοι αγιογράφοι δεύτερης και τρίτης γενιάς ακόμα μαθητές του και της εικαστικής εκκλησιαστικής τεχνοτροπίας του, όσοι σημερινοί με δύο λόγια αναγνώστες και αναγνώστριες των εξαίρετων πεζογραφικών του έργων και των ταξιδιωτικών του Κουρσάρικων περιπετειών ας σταθούν σιμά στα λεγόμενά του και τις ζωγραφιές του και ας τις θαυμάσουν. Όσοι μελετητές του Μικρασιάτικου πολιτισμού, των συγγραφέων και καλλιτεχνών που γέννησαν τα Μικρασιατικά Γράμματα και τα μηνύματα που αυτά εκπέμπουν, όσοι και όσες ασχολούμενοι με την Ελληνική Παράδοση και ιδιαίτερα με αυτό που αποκαλούμε Ρωμιοσύνη (είτε την Ρομιοσύνη με όμικρον όπως την γράφει ο Γιάννης Ρίτσος) και ας έχει ξεκαθαριστεί το τοπίο αρκετά εδώ και χρόνια, ας τον ξανά θυμηθούμε, ας διαβάσουμε τα βιβλία του, τα «σκληροπυρηνικά» άρθρα του, τα φλογερά περί Ορθοδοξίας κείμενά του και ας μην ελπίζουμε μεταφυσικά στις ίδιες αξίες του, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τις απόψεις, τις ιδέες και τις θέσεις του ακόμα και αν δεν συμφωνούμε, αποδεχόμαστε το Ορθόδοξο κουκούλι της πίστης του που ενδύθηκε στον βίο του, έμεινε περίκλειστος μια ζωή σαν πολίτης Κοσμοκαλόγερος στην ατομική του περιπέτεια θεώρησης του Κόσμου, αναζητώντας μία φυγή από την τραγικότητα της καθημερινότητας. Ό Φώτης Κόντογλου είναι ο έτερος σημαντικός πυλώνας των Χριστιανικών Γραμμάτων μετά τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τον πεζογράφο, και τον Χιώτη ποιητή Γεώργιο Βερίτη. Τα Χριστιανικά Γράμματα ίσως είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι «πλαστουργήθηκαν» από τα λεγόμενά του/τους και όχι μόνο, του οφείλουν την επανεύρεση –στην εποχή του- της Ελληνικής παράδοσης και των βαθιών οργανικών ριζών της. Η στεντόρεια φωνή του ηχεί σαν σήμαντρο, ο τρόπος ζωής του καραδοκεί να κατακεραυνώσει τις ξεστρατισμένες ψυχές και ζωές των Ελλήνων, τα πυρετώδη γραπτά του, οι καθοριστικές αναστυλώσεις του όπως στον Μυστρά, η μετά βυζαντινή αγιογραφική του δημιουργία. όλα αυτά που προέρχονται από το δισάκι του κυρ Φώτη Κόντογλου του ορθόδοξου ταπεινού και πένητα φωνακλά αποτελούν ένα αξιόλογο μέρος της Εθνικής μας κληρονομιάς. Γράφει στον «Θρηνητικό πρόλογο» στο βιβλίο του « Το Αϊβαλί Η πατρίδα μου», εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα 1983: «Μυστήριο μεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος. Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερρίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και με έρριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα με μένα, πλήν όμως που είχανε άλλα συνήθια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ’ εγώ σε τούτα τα χώματα.

            Το πώς γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας, το ‘χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ’ όλα ταύτα βρεθήκανε άνθρωποι κακοί και κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχημά μου σε κατηγορία. Θέλανε ν’ αρνηστώ τη μάννα μου την Ασία, σε καιρό που αυτοί θρεφόντανε από το πλούτο της καρδιάς μου και παίρνανε χαρά κ’ ελπίδα από τη φλέβα π’ ανάβλυζε από τη βαθειά ρίζα μου…» σ.9. Θρηνητικές αλλά όχι τυχαίες η της ταυτότητάς του επισημάνσεις του Φώτη Κόντογλου που βρέθηκε από την «ρόδα της τύχης» μακριά από τα χώματα της καρδιάς του, σε άλλα μέρη σαν αποδιωγμένο πουλί. Φτερουγίζει η παρουσία του αναμνήσεις και ενθυμήματα της Ανατολής. Ομολογίες τρυφερότητας και νοσταλγίας, αγάπης τα γραπτά του, μαρτυρίες μιάς άλλης καθημερινότητας και πραγματικότητας που βίωσε και δεν λησμόνησε ποτέ. Τα βιβλία του έχουν την αφέλεια και την σκληρή αθωότητα ενός θαυμαστού κόσμου των παραμυθιών. Είτε μιλά για αγίους και μάρτυρες της Ορθοδοξίας και παράδοσης είτε σκιαγραφεί πορτραίτα μεγάλων ληστών και τρανών κουρσάρων, τυχοδιωκτών, ταξιδευτών και χαρτοπαικτών, κατατρεγμένων, τρομαγμένων από προαιώνιους θρύλους που συνάντησαν στα εξωτικά ταξίδια τους, ιστορίες πειρατών και ναυτικών μαχαιροβγαλτών, οδοιπόρους της γης της ουτοπικής επαγγελίας, είτε φωτίζει η γραφή του μέρη εξωτικά απάτητα, αχαρτογράφητα, θάλασσες μακρινές, φουρτουνιασμένες και ναυτικούς με συντροφιά τα στοιχειά της φύσης και τα θαλάσσια όντα, είτε αγιογραφεί μορφές αγίων προστατών των Μοναστικών πολιτειών και σκελετωμένων μοναχών της Ερήμου, είτε περιγράφει τα ιερά χώματα της πατρίδας του ή λιμάνια της Ανατολής με τις φοβερές και άγριες φυσιογνωμίες, τρανές πολεμοχαρείς μορφές, ο θαυμασμός του, αν θέλετε ο πρωτογονισμός του είναι αυθεντικό επακόλουθο του βαθιού του ανθρωπισμού. Οι ήρωές του είναι οι «φτωχοί άγιοι» του Παπαδιαμάντη στην αγριότερη μορφή της ψυχής τους. Είναι το άπλωμα της Ορθόδοξης συνείδησής του σε ότι μπορεί να αντέξει ο φθαρτός και τυχαίος Κόσμος μας. Είναι ο συγκαταβατικός λόγος των διδαχών του Ευαγγελικού λόγου «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Και πάλι στον σύντομο Πρόλογό του στο έργο του «Αδάμαστες Ψυχές», εκδ. «Αστήρ-Παπαδημητρίου», Αθήνα 1983, μας λέει πώς να αφουγκραστούμε τις φοβερές ανάσες των «Αδάμαστων Ψυχών» που μας εξιστορεί: «Λοιπόν ξεχώρισα κάμποσες τέτοιες ιστορίες, απ’ όσες ξέρω, και θα τις γράψω παρακάτω. Κ’ ελπίζω να φχαριστηθείτε όσοι νιώθετε τη νοστιμάδα τους. Από όποια φυλή κι αν είναι ο κάθε ταξιδευτής, δεν γυρίζω την ιστορία του στη δική μας γλώσσα όπως-όπως, μα τη μεταλλάζω με το αίσθημά μου στα δικά μας τα μέτρα, σαν να την λέγει ελληνικά, και την αλατίζω με το δικό μας το αλάτι, δίχως να βλάψω στο παραμικρό αυτή την απροσπάθητη αφέλεια, πόχει τούτη η άτεχνη τέχνη. Ίσα-ίσα πολλές φορές πολλά καθέκαστα τα δυναμώνω στο πιό απλό, επειδή το πιό απλό έχω την ιδέα πώς είναι το πιό καλό, γιατί είναι το πιό αληθινό. Απ’ όσο ξέρω, όσο πιό απλοί κι όσο πιό αγράμματοι είναι αυτοί οι ταξιδευτές, τόσο πιό καλά λένε την ιστορία τους, άς βάζουνε και κάποια περιστατικά που τα βαριόμαστε εμείς οι πονηρεμένοι.

            Όσο για τα καμώματά τους, αν ήτανε καλά ή κακά, να μήν τα κρίνουμε σαν δικαστές, αλλά να τα συμπαθούμε. Γιατί πιό όμορφο πράγμα από την αγάπη, και πιό γλυκό και πιό αναπαυτικό, δεν υπάρχει κανένα άλλο στον κόσμο. Και πιό γλυκύτερο στόμα δεν μίλησε στον κόσμο, άλλο κανένα, από κείνο που είπε: «Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω τον λίθον.» Αν τα παραπάνω δεν είναι ο εξομολογητικός λυγμός της «Πονεμένης Ρωμιοσύνης» του τότε τι είναι; Είναι ο δικός του συγγραφικός «Μακαρισμός» προς τους Έλληνες και Ελληνίδες που θα βρουν ενδιαφέροντα τα κείμενά του και θα τα διαβάσουν. Το να μιλήσει ο ποιητής απλά δεν μας έλεγε και ο νομπελίστας μας Μικρασιάτης ποιητής Γιώργος Σεφέρης; Τα έργα, του μέσα στην Ορθόδοξη μόνωσή του πεζογράφου και αγιογράφου «ιεροποιούν» έναν Κόσμο που βρίσκεται μέσα στην ιστορική απομάγευση αλλά ο Κόντογλου δεν μένει σ’ αυτό κάνει τους ανθρώπους μέλη του ίδιου με εκείνον ορθόδοξο «σκήνωμα» αγάπης και ελέους. Δεν δυσπιστεί και δεν αμφιβάλλει τα πάντα έχουν τον Σκοπό τους και τον σκοπό της ύπαρξής τους. Άνθρωποι, Ζώα, Φυτά, Τόποι, Μέρη εξωτικά, Θάλασσες μακρινές με τα στοιχειά τους όλα χωράνε στην ορθόδοξη τοιχογραφία του, όλα θρηνούνται και όλα αγαπιούνται επ’ ελπίδι-σύμφωνα με τον Κόντογλου, Χριστού. Η παλληκαρήσια γραφή του, το αψεγάδιαστο ύφος του, η γλώσσα και το λεξιλόγιό του, οι εσωτερικές με ευαγγελικές παρεμβάσεις, γραπτά του, όλα συνηγορούν στο κεντρικό μήνυμά του που δεν είναι άλλο από τις ρίζες της πατρώας γης και της πίστης του που συνεχίζουν να αναβρύζουν το δροσερό νερό της Παράδοσης της Ελληνικότητας που, σαν Φοίνικας διαρκώς χάνεται και διαρκώς ξαναγεννιέται. Φυσικά το στιλ της γραφής του σε σχέση με αυτό του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι πιό άγριο, πιό τραχύ, -φέρνει στο νου την γραφή του Νίκου Καζαντζάκη στις δικές του περιγραφές των αυθεντικών ηρώων του. Ο Φώτης Κόντογλου είναι πιό ερημίτης, σαν πιστός μια Ανατολίτικης «Θηβαϊδας» αντίθετα στον λόγο και την γραφή του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φυσά ένα ερωτικό αεράκι έστω και εξ αποστάσεως. Κάτι που κατανόησε και ενστερνίστηκε ο άλλος νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, αντίθετα στα έργα του Κόντογλου όχι μόνο απουσιάζει το ερωτικό στοιχείο αλλά οι ήρωές του λες και είναι πάντα επί ποδός πολέμου είτε με τους εσωτερικούς τους εχθρούς και αμάχες είτε με τον γύρω κόσμο, τους γύρω τους. Δεν μπορούμε από την μεριά μας να σημειώσουμε κατά πόσο και σε πιό βαθμό είναι παρεξηγημένος ο Φώτης Κόντογλου, σίγουρα πάντως η γραφή του κόμισε έναν άλλον αέρα στα Ελληνικά Γράμματα και φυσικά δεν είναι ένας έλληνας συγγραφέας που ανήκει τον διεκδικεί αποκλειστικά η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία, η πεζογραφική του οικουμενικότητα έστω και συντηρητικών προδιαγραφών είναι αναμφισβήτητη. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έκανε πεδίο αναφορών του το νησί του την Σκιάθο, ο Φώτης Κόντογλου ορμώμενος από την μυριόπνοη Ανατολή έγινε ταξιδευτής του Κόσμου πραματευτής μιάς άλλης του βίου πραμάτειας. Πάντως και οι δύο ορθόδοξου φρονήματος συγγραφείς αισθάνονται ξεριζωμένοι μακριά από τα γενέθλια χώματά τους. Τώρα, η τέχνη της αγιογραφίας του και η προσφορά του είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που συνεχίζεται να εξετάζεται και να ερευνώνται οι εικαστικές αγιογραφικές του αφηγήσεις.

      Στο δικό του εργαστήρι αντίληψης κανόνων και εικαστικής τεχνοτροπίας μαθήτευσαν ο Πειραιώτης δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης, ο ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, ο ζωγράφος Ράλλης Κοψίδης και άλλοι σύγχρονοι αγιογράφοι, οι οποίοι στα λόγια και τις αναμνήσεις τους, στα γραπτά τους δεν παύουν να μιλούν με σεβασμό για εκείνον και τις οφειλές τους προς αυτόν. Ανεξάρτητα αν στα μεταγενέστερα της καλλιτεχνίας τους χρόνια ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια, ελευθερώθηκαν από τα στενάχωρα δεσμά των θέσεων και αντιλήψεών του, φτερούγισαν με τα δικά τους φτερά, ο σπόρος έπεσε, κάρπισε, έδωσε καρπούς καθώς το παραμύθι και η παραμυθία της ζωής της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού συνεχίζεται. Οι ιδεολογικές ταλαντεύσεις και στοχαστικοί μετεωρισμοί, οι αλληλοσυγκρουόμενες ιδέες και στρατευμένοι διαξιφισμοί για το που ανήκει η πατρίδα μας, ο Ελληνισμός στις ευρύτερές του διαχρονικά πτυχές και διαστάσεις, στην λάγνα και ανορθολογική, μυστικιστική Ανατολή ή στην ορθολογική, επιστημονική και τεχνολογικά υπέρτερη Δύση θα συνεχίζονται. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι, ότι ο διεθνής ρεαλισμός των σύγχρονων εποχών μας και οι διπλωματικές σχέσεις των κρατών και των στρατιωτικών συμμαχιών των ηπείρων δεν θα ξαναγεννήσουν Έλληνες σαν τον Φώτη Κόντογλου που θα αποκαλούν την Ασία πατρίδα μου. Αλησμόνητα εδάφη σίγουρα, χαμένα όμως μάλλον τελεσίδικα.  Όσα υμνητικά παρακάλια και δεητικές ευχές και αν εκπέμπουν κύκλοι και μερίδα Ελλήνων και Ελληνίδων προερχόμενων από τα αλησμόνητα μέρη τις Μικράς Ασίας. Η Πόλις έπεσε ο Ελληνισμός συνεχίζει μέσα στον Χρόνο και την Ιστορία το πολιτισμικό ταξίδι του. Αργά και σταθερά ο Μικρασιατικός πολιτισμός και συνήθειες στην πάροδο των νέων χρόνων της Ελληνικής Ιστορίας αφομοιώθηκε από τα συμβαίνοντα στην λεγόμενη «παλαιά» Ελλάδα. Ο βιολογικός χρόνος των Ελλήνων Μικρασιατών έκλεισε, συνήθειές τους και λαϊκές πρακτικές τους, χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας τους και αντιλήψεις τους αστικοποιήθηκαν, έχασαν την αρχική αυθεντική τους λειτουργική και οργανική εικόνα και φρεσκάδα, την αυθεντικότητα του πρόσωπο τους. Η χώρα μας έχει πλέον σταθεροποιήσει τα σύνορά της, ο Ελληνισμός όμως βρίσκεται διάσπαρτος στα πέρατα της οικουμένης καλλιεργώντας και διαδίδοντας το Ελληνικό πνεύμα και τα γράμματα. Συστατικά του η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και παράδοση της αρχαίας τραγωδίας, η βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση της υμνογραφίας και τελετουργίας ο αγιογραφικός καμβάς, ο ελληνικός διαφωτισμός των μεσαιωνικών και χρόνων της απελευθέρωσης από τους οθωμανούς, τα πνευματικά κληροδοτήματα της Γενιάς του 1930 και τα μοντέρνα κάθε είδους επιτεύγματα της ελεύθερης και ανεξάρτητης Ελλάδος μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ως ένα από τα ανεξάρτητα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζούμε τους σπασμούς και τους τριγμούς της ενηλικίωσής μας. Τα κάποτε ελληνικά παιδιά των Αιγυπτίων Ιερέων όπως μας είπε ο θείος Πλάτωνας, αντρώθηκαν μέσα στην πολυπολιτισμική και θρησκευτική χοάνη των Μοντέρνων Καιρών.

            Ας υπενθυμίσουμε ότι τα Λογοτεχνικά Πάρεργα έχουν αρκετές φορές μνημονεύσει τον κυρ Φώτη Κόντογλου και συγκεκριμένα τις εξής ημερομηνίες που αναρτήσαμε ηλεκτρονικά σημειώματα:

-4/12/2022 αποδελτίωση του τόμου των εκδόσεων «Αστήρ-Παπαδημητρίου», με κείμενα των: Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Νίκου Δ. Καρούζου, Γιώργου Ιωάννου, Ματθαίου Μουντέ, Σπύρου Βασιλείου, Νέστορα Μάτσα, Μανόλη Χατζηδάκη κ.ά. 

-18/11/2022 Αποδελτίωση των «ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΩΝ» του 1948-1965 στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

– 5/11/2022 Αποδελτίωση Επιφυλλίδων του στην «Ελευθερία».

 – 23/10/2022 Αναμνήσεις Πειραιωτών λογίων και συγγραφέων για τον Φώτη Κόντογλου. [Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Δημήτρης Φερούσης, Μάριος Πλωρίτης, Χρήστος Λεβάντας, Μανώλης  Ρούνης, Ευάγγελος Μόσχος, Γιώργος Χ. Μπαλούρδος (ποίημα Αφιέρωμα)].

- 17/10/2022 Ένας ερημίτης πολυταξιδεμένος των Ελληνικών Γραμμάτων. Γράφει ο Νίκος Καρούζος. Το Αφιέρωμα του περιοδικού «Παράδοση».

-13/10/2022 Ο Φώτης Κόντογλου στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος.  Το Αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία».

Μέσα από την παράθεση και αντιγραφή και ανάρτηση του δημοσιευμένου υλικού εκφράσαμε και τις δικές μας κρίσεις και θέσεις για τον κυρ. Φώτη Κόντογλου σαν αναγνώστες, ιδιαίτερα διαβάζοντας τις «Κυριακάτικες» και όχι μόνο «Επιφυλλίδες» του.

            Μαθητές του μεταξύ άλλων υπήρξε ο ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ράλλης Κοψίδης, αρκετοί σύγχρονοι αγιογράφοι και ένας από τους πιο υπάκουος μαθητές του, στα νεανικά του πρώτα χρόνια υπήρξε και ο Πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης ο οποίος δεν έπαυσε να τον μνημονεύει θετικά και με σεβασμό. Επίσης, σε παλαιό δημοσίευμα Πειραϊκού εντύπου είχαμε διαβάσει την πληροφορία ότι σε Εκκλησία της περιφέρειας του Δήμου Πειραιά υπάρχει τοιχογραφία με έργο του κυρ Φώτη Κόντογλου. Νομίζω αν η μνήμη δεν με απατά είναι ο Ιερός Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην παλαιά Κοκκινιά επί της λεωφόρου Θηβών.

     Και λίγα επαναλαμβανόμενα ακόμα ξεγυμνώνοντας τις σκέψεις μας από θετικές ή αρνητικές κρίσεις για το έργο του. Το σύνολο των Επιφυλλίδων του όπως τις καταγράψαμε και αναρτήσαμε μεταφέρθηκε κατόπιν στα βιβλία του με την ειδική τους θεματολογία και κατηγορία από τις εκδόσεις «Αστήρ- Παπαδημητρίου», τις εκδόσεις «Ακρίτας» και ορισμένους άλλους χριστιανικούς εκδοτικούς οίκους, Ο κυρ Φώτης Κόντογλου μαζί με τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είναι οι πλέον αγαπημένοι πεζογράφοι  από το χριστεπώνυμο πλήρωμα και τα διοικητικά καθοδήγησης στελέχη της Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας. Αποτελούν μαζί με τον ποιητή Γεώργιο Βερίτη την εμπροσθοφυλακή των Χριστιανικών Γραμμάτων. Επίσκοποι και κατηχητές, μοναχοί και δάσκαλοι, λαϊκοί και κληρικοί μνημονεύουν πάντοτε το όνομά του σαν ένα είδος μάρτυρα της ορθοδοξίας που καλλιέργησε το δικό του μαρτυρολόγιο μαρτυρίας κάτω από την σκέπη των πατερικών και εκκλησιαστικών κειμένων και λειτουργικού τρόπου ζωής της Μοναστικής Πολιτείας. Ενώ, οι της θύραθεν, κοσμικής παιδείας λόγιοι και συγγραφείς τον αποδέχονται και εξετάζουν κυρίως στα πεζογραφικά του αριστουργήματα και τον συναριθμούν δίπλα στις αξιόλογες φωνές της Μικρασιατικής παράδοσης των γραμμάτων όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης και άλλοι. Η αρθρογραφία για το έργο του είναι αρκετά μεγάλη, μελέτες και βιβλία έχουν κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του που μας αναλύουν την συγγραφική του μυθιστορηματική τεχνοτροπία και στιλ γραφής. Επιστήμονες με κύρος, τεχνοκριτικοί σοβαροί όπως ο Νίκος Ζίας εξέτασαν εξονυχιστικά και μας μίλησαν αναλυτικά για το αγιογραφικό του έργο. Γνωστότερες αγιογραφίες και τοιχογραφίες του είναι αυτές που μας διασώζονται σε αίθουσα του Δημαρχείου της Αθήνας, στο Κάστρο του Μυστρά και αλλού.

     Από την πλευρά του Πειραιά και την οπτική ενός σύγχρονου μελετητή Πειραιώτη των πολιτιστικών πραγμάτων της Πόλης όπως ο γράφων, να αναφέρουμε ορισμένα πράγματα ίσως όχι και τόσο αδιάφορα. Ότι ο σπουδαίος πειραιώτης εικαστικός, ενδυματολόγος, σκηνοθέτης, μεταφραστής και ποιητής δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης όπως γνωρίζουμε, υπήρξε στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας μαθητής στο αγιογραφικό εργαστήρι του κυρ. Φώτη Κόντογλου. Σε βιβλία και δημοσιεύματά του, σε συνεντεύξεις και ομιλίες του, αναμνήσεις και αφηγήσεις του πάντοτε μιλά θετικά για τα πρώτα αυτά χρόνια μαθητείας του κοντά στον Αϊβαλιώτη πεζογράφο και αγιογράφο με υπερηφάνεια και καμάρι, σεβασμό. Αναφέρει τις εικαστικές οφειλές του, το γεγονός ότι οικειοθελώς «καταπίεσε» το ίδιον θέλημα, υπέταξε το δικό του φρόνημα και αντιλήψεις για κανόνες της Τέχνης σε αυτό που πρέσβευε ο κυρ Φώτης Κόντογλου σαν «υπάκουος» μαθητής, με αθωότητα, ταπεινότητα και απλότητα που καλλιεργούσε στους μαθητές του ο δάσκαλος Κόντογλου. Όταν ήρθε η στιγμή της καλλιτεχνικής του ωρίμανσης και της ηλικιακής, αποχώρησε από την καλλιτεχνική κηδεμονία του χριστιανού δασκάλου του και ακολούθησε τον δικό του ξεχωριστό δρόμο δίχως να λησμονήσει ποτέ του την μαθητεία του δίπλα στον Μικρασιάτη Ορθόδοξο αγιογράφο και πεζογράφο. Εξάλλου, με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών θα αντιμετώπιζε δυσκολίες ο πειραιώτης ελευθερόφρων Γιάννης Τσαρούχης, να ακολουθήσει στον προσωπικό του βίο τον σκληρό και απόλυτο, «ακραίο» αγώνα διάσωσης της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Παράδοσης, όχι μόνο της Τέχνης της Αγιογραφίας από τον Κόντογλου όπως τον πρέσβευαν αγιορείτες  μοναχοί. Άλλο να ονειρεύεσαι την θέση του επισκόπου με τα αυτοκρατορικής φανταχτερής υφαντικής άμφια και άλλο το καλογερικό τριμμένο ράσο. Τα κατοπινά χρόνια μαθητείας του Γιάννη Τσαρούχη στο Παρίσι και των επισκέψεών του σε διάφορα μεγάλα Μουσεία της Γαλλίας και άλλων χωρών, του έδωσαν τις ανάλογες ευκαιρίες και δυνατότητες να γνωρίσει καλύτερα και ανετότερα, να σπουδάσει και να αποδεχτεί, να δει με άλλο μάτι την Ευρωπαϊκή Ζωγραφική, τις τεχνοτροπίες των σύγχρονων και παλαιότερων εικαστικών δυτικών δημιουργών, τα νέα κινήματα και ρεύματα της Τέχνης της εποχής του. Εικαστικά μεγαλουργήματα και αξιοσημείωτες ζωγραφικές παραστάσεις και πορτραιτογράφηση που απευθύνονταν σε ελεύθερους από θρησκευτικές δεσμεύσεις και χριστιανικές εκκλησίες πολίτες και κατοίκους της γηραιάς Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Άγγελος και άλλοι ευρωπαίοι εικαστικοί εισήγαγαν τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις περί Τέχνης (της «ειδωλολατρικής») αρμονικά και ισορροπημένα μέσα στους μεγαλοπρεπείς Παπικούς Ναούς και οικοδομήματα. Η αγιογραφία έμεινε παράδοση Βυζαντινή η Ζωγραφική ήταν η της Αναγέννησης όψη της Δύσης. Άνοιξαν οι ορίζοντες της σκέψης του πειραιώτη εικαστικού, διευρύνθηκαν τα εικαστικά του οράματα και η εικαστική του παραστασιογραφία συμπεριέλαβε θέματα και παραστάσεις, ζωγραφικά ύφη πέρα από την βυζαντινή εκκλησιαστική αγιογραφική παράδοση και κανόνες και αυστηρά καθορισμένα θέματα, προερχόμενα από την σκηνογραφία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.  Με την παιδευτική-ζωγραφική αγωγή στο ευρωπαϊκό έδαφος της κοσμικής Τέχνης κατόρθωσε να κατανοήσει ουσιαστικότερα τα ζωντανά στοιχεία της Ελληνικότητας, την αλήθεια που αυτή κομίζει και να αποκτήσει μια καλλιτεχνική αρματωσιά και πνευματική καλλιέργεια και ανεξαρτησία σύλληψης τέτοια, που είχε ως αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος σαν έλληνας ζωγράφος όσο και η ζωγραφική του να αποτελεί η παρουσία του μέχρι σήμερα έναν από τους πυλώνες της Ελληνικής Παράδοσης της Γενιάς του 1930, ένας αναμμένος φάρος πολιτισμού της Ελλάδας. Και ασφαλώς ένα άξιο τέκνο της πολιτιστικής παράδοσης του Πειραιά, καθώς συνένωσε τα διδάγματα του Φώτη Κόντογλου με τα σύγχρονα των καιρών ρεύματα. Δεν κλείστηκε στης πρώιμης μαθητείας του χρόνια, δεν τράφηκε μόνο η ψυχοσύνθεσή του από τα ορθόδοξα μυστήρια της Εκκλησίας, βρήκε τον δρόμο του και την αυθεντικότητα της ψυχής της τέχνης του και άνοιξε τον δικό του, δημιουργώντας έκτοτε τους μαθητές του και την καταξίωσή του.

     Ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης ευτυχώς-κατά την κρίση μας- δεν κλείστηκε στο καλλιτεχνικό και εκκλησιαστικό καβούκι του όπως έπραξε ο κυρ Φώτης Κόντογλου, ένθερμος ζηλωτής της Ορθόδοξης Αγιορείτικης παράδοσης κόβοντας κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τις πνευματικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις της Δύσης, αρνούμενος ότι προέρχονταν από την Φραγκιά, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν την Δύση ορθόδοξες φωνές ακόμα και οι πιο συμβιβαστικές. Ο κυρ Φώτης Κόντογλου κλείστηκε στο ορθόδοξο κουβούκλιό του σαν ένας «μοναχός» που εγκαταβιεί μέσα στην πολυβουία της Πόλης. Η ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του και της βαθειάς του ειλικρινής πίστης επηρέασε την ζωγραφική του και τις αγιογραφικές του επιλογές, τον τρόπο σκέψης του και αντιδράσεών του ως παλαιός  Ανατολίτης κάτοικος της Ελλάδος. Έφτιαξε ένα ασφαλές της πίστης του περιβάλλον, μία ορθόδοξη πανοπλία μοναστηριακών «προδιαγραφών» και αρνήθηκε να δει τον Κόσμο όπως γεννιόταν στους σύγχρονους και δύσκολους καιρούς, τους καθαρά κοσμικούς και απαλλαγμένους  από πανάρχαιους θρησκευτικούς μύθους αγροτικών περιόδων της Ανθρωπότητας. Γύρω του όλοι και όλα και στην μέση το Ορθόδοξο της ζωής και των δοξασιών και δογμάτων του Κάστρο. Έγινε για πολλούς χριστιανούς ένα είδος Ορθόδοξης της πίστεως «κολυμπήθρα» για τους παραστρατημένους από τον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό Διαφωτισμό, που είχαν παρασυρθεί σύμφωνα με την κρίση του  Έλληνες. Ο «Πειρασμός της Δύσης» όπως είναι ο τίτλος ενός παλαιού μελετήματος αποδείχτηκε ισχυρότερος της Καθ’ ημάς Ανατολής και των αξιών της. Αντίθετα με τον Φώτη Κόντογλου που όλα του τα θύραθεν όνειρα και τα κοσμικά ατομικά του οράματα τα διοχέτευσε τεχνηέντως και εξαιρετικά  μέσα στα ταξιδιωτικά του βιβλία, τις θαυμάσιες απεικονίσεις και αποτυπώσεις αφηγήσεις του, τις περιγραφές εξωτικών χωρών και περιπετειών μεγάλων κουρσάρων σε άγνωστους, απάτητους τόπους που προκαλούν θαυμασμό. Η λογοτεχνική του καταπληκτική πένα και οι φανταστικές εξιστορήσεις  χαμένων ιστοριών και θρύλων, οι φιλοτεχνήσεις  μεγάλων φυσιογνωμιών που ξεφεύγουν, υπερβαίνουν το ανθρώπινο μέτρο και ανάγονται σε αρχαίους χρόνους και «υπερφυσικές» καταστάσεις και φυσικές δυνάμεις, τιθάσευσαν την μονομέρεια της φαντασίας του προσκολλημένης μονοδιάστατα στην Ορθόδοξη Ελλαδική παράδοση. Εκείνο που μάλλον δεν κατανόησε ο κυρ Φώτης Κόντογλου-και άλλοι ακραιφνείς εκφραστές και υπερασπιστές της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Παράδοσης είναι ότι δεν γίνονταν το Ρολόϊ της Ελληνικής Ιστορίας να σταματήσει στο ελληνόγλωσσο πολυπολιτισμικό Βυζάντιο, και μάλιστα, σε μία Χριστιανική πολυσυλλεκτική Αυτοκρατορία που ήταν Ελληνόφωνη και όχι καθαρά Ελληνική όπως την αντιλαμβάνονταν και την πρέσβευαν οι αρχαιόπληκτοι. Το τελευταίο του τελευταίου Έλληνα πείραμα ίδρυσης Πολιτείας στο πρότυπα της Αθηναϊκής Κοινωνίας, Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα απέτυχε, δεν τελεσφόρησε. Οι αρχές της διδασκαλίας του (κάπως μπερδεμένες) έγιναν υλικό διδασκαλίας στα μαθήματα της Μαγούλας του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου. Η Ελληνική ιστορική περιπέτεια του πνεύματος δεν μπορούσε να περιοριστεί ούτε μέσα στις ιερές εστίες της βομβαρδισμένης Ακροπόλεως ούτε στα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας που ανοιγόκλεινε τις πόρτες της είτε σαν Μουσείο είτε σαν Μουσουλμανικό τζαμί. Ο Ελληνικός Στοχασμός που κυοφόρησε τα πολιτιστικά των Εθνικών και Χριστιανών Ελλήνων μεγαλουργήματα δεν θα μπορούσε να κλειστεί, ούτε να περιοριστεί ακόμα και στα χώματα που βάδισε των παρελθόντων ιστορικών αιώνων. Η Οικουμενικότητά του υπερβαίνει τόσο την κατακερματισμένη Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία- Πόλης-Κράτος των Εθνικών Ελλήνων όσο και τις Εκκλησιαστικές Κοινότητες των Ορθόδοξων Χριστιανών Ελλήνων. «Το πνεύμα όπου θέλει πνέει» λένε οι ιερές γραφές και το Ελληνικό έχει διασκορπιστεί πέρα και πάνω από κράτη, εθνότητες, αυτοκρατορίες, βασίλεια, μονές. Η Αυτοσυνειδησία μας έχει δύο κέντρα, προέρχεται, από αυτό της κλασικοτραφούς και φιλοσοφομάνας δημοκρατικής  Αθήνας και την Πνύκα της και αυτό της χριστιανικής αυτοκρατορικής μεγαλοπρεπούς πίστης της Κωνσταντινούπολης και των Συνόδων της.  Δύο ισχυρά του Ελληνικού στοχασμού και ιδεών κοσμοείδωλα που το εκκρεμές του χρόνου της Ιστορίας πότε γέρνει από την μία πλευρά, την Δύση και πότε από την άλλη, την Ανατολή.

     Ο Μικρασιάτης κυρ Φώτης Κόντογλου το εκκρεμές της ζωής του όσον αφορά την παράδοση της Ελληνικότητας και του βίου των Ελλήνων το σταμάτησε στην πλευρά της γενέθλιας Ανατολής. Στην Ανατολή πίστεψε ότι βρίσκεται το «χαμένο κέντρο» του Ελληνισμού και δεν δέχονταν αντίρρηση ή συζήτηση περί αυτού.

Ο Μικρασιάτης  κυρ Φώτης Κόντογλου όπως και οι Έλληνες της εποχής του έζησαν σε μιά Ελλάδα με περισσότερες βεβαιότητες εθνικής πίστης και σημαδούρες λαϊκής ελπίδας και παρηγορίας, ψυχικής ασφάλειας από τις σημερινές των κυνικών και δολοφονικών καιρών μας που τα πάντα έχουν ανατραπεί, αλλοιωθεί, γκρεμίζονται και αποδομούνται με μεγάλη ταχύτητα και αλλάξει πρόσημο ακολουθίας ζωής των ανθρώπων. Αντίθετα από τον Πειραιώτη δάσκαλο Γιάννη Τσαρούχη που πέτυχε να συμβιβάσει στα έργα και τις δημιουργίες του τις δύο ελληνικές παραδόσεις με την σύγχρονη των χρόνων του άποψη για την Τέχνη της Ζωγραφικής και της λειτουργίας της μέσα στην Κοινωνία.

            Εν κατακλείδι, αξίζει θεωρώ μία σύναξη λέξεων, μελέτη πάνω στην γλώσσα, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Μικρασιάτης ορθόδοξος συγγραφέας στα κάθε είδος πεζά του. Μια κοινή καθημερινή ντοπιολαλιά με λέξεις από την Ιταλική, την Τουρκική, την Βενετσιάνικη, την Βυζαντινή διάλεκτο, την εκκλησιαστική γραμματεία και υμνογραφία, την Μικρασιάτικη μικροκαθημερινότητα των ανθρώπων της Ανατολής των συναλλαγών τους. Ή τα γλωσσικά αποτυπώματα και λεκτικά ίχνη και φράσεις, ορολογίες που προέρχονται από το σεντούκι των Εικαστικών δημιουργών. Η ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα των Μικρασιατών συγγραφέων αν δεν κάνω λάθος δεν έχει μέχρι τώρα συνεξεταστεί στις διάφορες τυπολογίες της στα μυθιστορήματα και τα πεζά των δημιουργών. Μεμονωμένα για κάθε Μικρασιάτη συγγραφέα σίγουρα, αλλά συνολικά μάλλον όχι αν δεν λαθεύω. Ας δώσουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα λέξεων από το βιβλίο του «ΤΑΞΕΙΔΙΑ» εκδόσεις «Αστήρ- Παπαδημητρίου», Αθήνα 1981. Ακούσματα που ακόμα και στις μέρες μας ηχούν οικεία.

Αγαντάρω= αντέχω, βαστώ

Αλώνι= βλέπε Μεϊντάνι

Απόβαρμα= το παιδί που κάνει η γυναίκα στην αποβολή

Βελατούρες= οι πρασινωπές σκιές που βάζανε στα πρόσωπα πολλοί απ’ τους παλιούς ζωγράφους

Ζαντιγιόμος = άρχοντας από βασιλικό αίμα

Ζεχερές = ζωοτροφές (τούρκικης προελεύσεως)

Καστέλλι =κάστρο

Κατσαδούρο =μικρό κανόνι

Κοντραμπατζής= λαθρέμπορος

Μασγάλι = τουφεκότρυπα, τουφεκήθρα

Μεϊντάνι = αλάνι, ανοιχτό μέρος

Μισίρι = Αίγυπτος

Μορτάρι= κοντόφαρδο κανόνι

Μπάϊλος = Διοικητής σε μεγάλη επαρχία της Βενετίας

Μπαρουχανές= Αποθήκη της μπαρούτης

Μπεντένι = έπαλξης

Ντερτιλής = παθητικός

Ξεροτρόχαλος = ξερολιθιά

Ξυλάρμενο = το καράβι που έχει μαζεμένα τα πανιά του

Πουργός =το μαστορόπουλο του χτίστη

Προπλασμός = το σκούρο αστάρι που βάζουνε οι Βυζαντινοί ζωγράφοι κι απάνω στο οποίο βγάζανε με πιο ανοιχτά χρώματα τα λεγόμενα σαρκόματα.

Ρόγα= μισθός

Ρογατόρος = στρατιώτης πληρωτός

Σαντάρδο =σημαία

Σιέννα = κιτρινοκόκκινο χρώμα βγαλμένο από χώμα. Είναι δύο λογιών ωμή και ψημένη.

Σκουτάρι= ασπίδα, οικόσημο

Σκρόφα =μηχάνημα πολεμικό

Σουσούμι = φυσιογνωμία, χαρακτηριστικά

Σπιλάδα = δυνατό φύσημα αγεριού

Τάμπια =προμαχώνας

Τούζος= ο Βενετός άρχοντας

Τριμπουζέτο = το μηχάνημα που ρίχνει τις μπάλλες καταπάνω στα κάστρα

Τσάγκρα = τόξο, μεγάλη σαϊτα

Φαλκούνι = πολεμικό μηχάνημα

Φρεσκαδόρος = ο τοιχογράφος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

7 Νοεμβρίου 2025

ΥΓ. Ο σημαντικός μουσικολόγος και μακροβιότερος μουσικός παραγωγός κύριος Γιάννης Πετρίδης στην μεσημεριανή εκπομπή του που διατηρεί εδώ και μισό αιώνα, μας παρουσίασε ένα σύγχρονο μουσικό δημοφιλές από την Νεολαία τραγούδι αποκλειστικά κατασκευασμένο από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Και όπως μας είπε, εξήγησε, ο Κινηματογράφος, η Μουσική, τα Βιβλία, δεν θα είναι πια τα ίδια στους καιρούς της επικράτησης της Τεχνητής Νοημοσύνης. (Α.Ι.) στο μέλλον. Δηλαδή εμείς ανήκουμε στις γενιές των Δεινοσαύρων.

Μετά από αυτά τα διαπιστωτικά και ρεαλιστικά λόγια μας μένει να επαναφέρουμε στην επιφάνεια του σημερινού χρόνου το αναπάντητο ερώτημα πάνω στο Πραιτόριο. «Τί εστί Αλήθεια;» το Ερώτημα συνεχίζεται πλέον στην εικονική του (Α. Ι.) εκδοχή.                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου