Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΙΝΓΜΑΡ ΜΠΕΡΓΜΑΝ


ΙΝΓΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ,
Το αβγό του φιδιού, Αθήνα 1993

     του Γιώργου Χ. Μπαλούρδου, περιοδικό Κ.Λ.Π. τεύχος 2/ Σεπτέμβριος 1993 σ. 30
       και τεύχος 3/ Δεκέμβριος 1993. (βλέπε τα «Παραλειπόμενα»)

Μια παράξενη προφητεία του μέλλοντος

     «Και εν ταις ημέραις εκείναις ζητήσουσιν οι άνθρωποι τον θάνατον και ου μη ευρήσουσιν αυτόν, και επιθυμούσιν αυτόν, και επιθυμούσιν αποθανείν και φεύγει ο θάνατος απ΄ αυτών..».

     Ο λόγος αυτός του Ευαγγελιστή του Τρόμου είναι ο καταλληλότερος για να απεικονίσει το κυρίαρχο συναίσθημα των ανθρώπων για την πριν και μετά περίοδο της ανόδου των Ναζί στην εξουσία όταν η αχαμνή αλλά κυρίαρχος ιδεολογία της φαιάς πανούκλας και οι σκαιοί ευνούχοι της, πυρπολούσαν το Ράιχσταγκ. Έκαιγαν βιβλία στις πλατείες, -ακόμα και Γερμανών συγγραφέων-, κακοποιούσαν και καταλόκιζαν τις διάφορες κοινωνικές μειονότητες, (τους Ρομά, τα άτομα με τις διάφορες μορφές και είδους αναπηρία, τους ομοφυλόφιλους που τους στιγμάτιζαν με ροζ τρίγωνα, τους ιερείς διαφόρων δογμάτων, και γενικά όσους θεωρούσαν ότι «προσβάλλουν» την Αρία φυλή. Εξολόθρευαν ολόκληρες εθνότητες όπως οι Εβραίοι και χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωα χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις-ανεξαρτήτου φυλής- σφραγίζοντάς τους είτε με αριθμούς στα χέρια, είτε με ροζ τρίγωνα στο πέτο, είτε με το άστρο του Δαβίδ. Την ίδια στιγμή που η μεγαλοαστική τάξη, οι έμποροι όπλων, ο ανώτατος κλήρος άμεσα και φανερά ή υπόγεια με τα σκοτοφόρα και νυκτοβατούντα ανθρώπινα αυτά υβρίδια του ναζισμού. (δες τους «Καταραμένους» του Λουκίνο Βισκόντι, το «Καμπαρέ» του Μπομπ Φος και άλλες ταινίες)
    Από την άλλη η μεσοαστική και μικροαστική τάξη χόρευε τσάρλεστον κάτω από τους ήχους του «Βερολίνο χορευτής σου είναι ο θάνατος» ή κορυβαντιούσε στα κάθε είδους πορνεία και καμπαρέ του ρατσιστικού Βερολίνου. Το σύνολο σχεδόν της Γερμανίας την περίοδο εκείνη (της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και όχι μόνο), αποπνέει μια μούχλα θανάτου και προετοιμάζει με την κραυγαλέα απάθεια των κατοίκων της την «Gesonderte Unterbringung» τη θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων στους θαλάμους των αερίων και τα σκοτεινά «μπούνκερς» των διαφόρων στρατοπέδων συγκέντρωσης. Εύστοχα ο θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο θα σημειώσει ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης «είδαμε απλούστατα την εικόνα, κατά κάποιον τρόπο την πεμπτουσία του κολασμένου κοινωνικού περιβάλλοντος, που σαν από πάντα είμαστε, καθημερινά, βυθισμένοι μέσα του». Και ο παράδοξα ξεχασμένος και κακοποιημένος αυστριακός ψυχαναλυτής Βίλχελμ Ράιχ γράφει σε βιβλίο του: «Σήμερα έχει πια γίνει σ’ όλους φανερό, πως ο φασισμός δεν είναι έργο ενός Χίτλερ ή Μουσολίνι, αλλά η έκφραση της άλογης δομής του αγελαίου ανθρώπου..
Ο Φασισμός είναι στην καθαρή μορφή του το άθροισμα απ’ όλες τις άλογες αντιδράσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα».
     Ο Ναζισμός, ο Φασισμός δεν ήταν μόνο ένα μικρό πολιτικό κόμμα ή ένα μικρής εμβέλειας αντιδραστικό κίνημα, αλλά μια παραλυτική κοσμοθεωρία και ερμηνεία των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων. Είναι η μορφοποίηση όχι μόνο μιας στείρας και ανιστόρητης εθνικιστικής και σοβινιστικής μεσοαστικής και πολιτικής πρακτικής, αλλά και η μέχρι παραλογισμού απεχθής ιδεολογία τόσο προς την πανάρχαια έννοια της Δημοκρατίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών αρετών που εκπορεύονται από αυτήν διαχρονικά, όσο και προς την ανθρώπινη σκέψη και δημιουργία γενικότερα. Και έρχεται στη μνήμη ο σοφός λόγος του επαναστάτη κοινωνιολόγου Χέρμπερτ Μαρκούζε: «Η παραφροσύνη του συνόλου του συστήματος δικαιολογεί τους παραλογισμούς των μερών του και κάνει ορθολογιστική επιχείρηση μια σειρά από εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα».
      Και αυτήν την ορθολογιστική εγκληματική επιχείρηση  μοχθηρών ατόμων μας αναλύει παραστατικά μέσα από το εφιαλτικό σενάριο-αφήγημά του ο αινιγματικός «Θεολόγος» της Έβδομης Τέχνης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Το κείμενο του μεγάλου Σουηδού συγγραφέα και Σκηνοθέτη είναι μια συνταρακτική τοιχογραφία πάνω στο φαινόμενο του φόβου. Σπαρακτικά ποιητική, μα και συνειρμική, που δεν περιτοιχίζεται –το κείμενο- από μια ιστορική «ντοκουμενταρίστικη» μόνο αναφορά ή σε μια ισορροπημένη μεν αλλά παγερά πολιτική, κοινωνική και οικονομική έρευνα της περιόδου αυτής, αλλά σαν σοφή αράχνη ο συγγραφέας υφαίνει τη στοχαστική του σκέψη κλιμακωτά σε μια προοπτική τρόμου, κοινωνικής ερήμωσης και καθολικής ενοχής. Έτσι όπως την αποπνέει η ζοφερή ατμόσφαιρα της Ναζιστικής περιόδου. Το σενάριο του έργου όπως έχει λεχθεί-όταν πρωτοπαρουσιάστηκε η κινηματογραφική ταινία το 1978- είναι μια παράξενη προφητεία του μέλλοντος. Το κείμενο καθώς και η ταινία, καταγράφει το παθογενές φαινόμενο του Φασισμού και του Ναζισμού. Όχι όμως σαν μια ιστορική τραγωδία του παρελθόντος αλλά σαν μια προφητεία που θα εξακολουθεί να παραμένει σύγχρονη, όσο οι άνθρωποι άφρονα αγωνίζονται και αλληλοκαταστρέφονται για εθνικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά, ή πολιτικά ζητήματα δογματικής μορφής ή αρηίθοης οικονομικής ευωχίας.
     Οι κύριοι πρωταγωνιστές του αφηγήματος, ο Άμπελ Ρόζενμπεργκ και η γυναίκα του αυτόχειρα αδερφού του Μαξ η Μανουέλα, τραγικά σύμβολα κάθε εποχής, είναι τα άβουλα, παθητικά καθημερινά συντετριμμένα άτομα που εμπρός τους υψώνονται τα ογκώδη προβλήματα της ύπαρξης, το φαινόμενο της κοινωνικής απελπισίας, της προσωπικής απόγνωσης, της εσωτερικής διάψευσης, της υπαρξιακής αυταπάτης, της ηθικής εξαθλίωσης, τέλος της προσωπικής δυστυχίας. Άτομα που πασχίζουν άλλοτε με μεγάλη αδιαφορία, ή με τραγική απάθεια ή ακόμα καταφεύγοντας σε τεχνητές λύσεις (αλκοόλ), άλλοτε πάλι καταφεύγοντας σε μια άκαιρη και ανεδαφική ψυχαναγκαστική αναζήτηση προστασίας από το ψευδο-παρηγορητικό θρησκευτικό είδωλο, -αποτυχημένη προσπάθεια της Μανουέλας να εξομολογηθεί αλλά και επίγνωση του ιερέα ότι ο Θεός δεν μας ακούει πλέον : «Εκείνος δεν μας ακούει όταν προσευχόμαστε ζητώντας τη βοήθειά Του. Έτσι, πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Πρέπει να δίνουμε ο ένας στον άλλον τη συγγνώμη που ένας απόμακρος Θεός μας αρνείται». (σελίδα 82). Τραγικά πρόσωπα που προσπαθούν να διασώσουν την ατομικότητά τους, αναζητώντας μια κοινωνική αξία, ένα ηθικό έρεισμα, μια ατομική επιβεβαίωση, ένα κάποιο νόημα ζωής για να σταθούν όρθιοι μέσα στην καθημερινή φθορά και διαφθορά του κοινωνικού και πολιτικού περίγυρου, αλλά και την δολοφονική απραξία ενός αγελαίου «πατριωτικού» όχλου. Νιώθοντας όπως εύστοχα έχει γραφεί για την περίοδο εκείνη στο Anus Mundi. «Αύριο η άβυσσος θ’ ανοίξει και τα πάντα θα καταστραφούν». (σελίδα 52).
     Τα πρόσωπα του έργου,-Εβραίοι- είναι καταδικασμένα εξ αιτίας της καταγωγής τους. Για το σύστημα είναι διαφορετικά, άρα μιάσματα. Βρίσκονται παγιδευμένα στα ασφυκτικά έως θανάτου όρια του ναζιστικού περιβάλλοντος και μια ειρωνεία της τύχης τα καθιστά μάρτυρες επιστημονικών πειραμάτων εναντίον της ανθρωπότητας από άλλους ομοεθνείς τους. Χωρίς να κατανοούν ότι προετοιμάζουν και τη δική τους εξόντωση.  Στην αρχή ο Άμπελ παρακολουθεί τα γεγονότα με συγκαλυμμένη αδιαφορία. «Σε ακούω. Λες πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Αλλά, ειλικρινά, δεν θα μπορούσαν να με νοιάζουν λιγότερο. Εγώ κάνω τα ακροβατικά μου στο τραπέζι, τρώω, κοιμάμαι, γαμάω,. Τι στην ευχή πρέπει να πω; Δεν πιστεύω  όλες αυτές τις πολιτικές αερολογίες». (σελίδα 18). Ο εφησυχασμός του είναι απόλυτος. Η συνειδητοποίηση της κατάστασής του θα έρθει αργότερα μέσα από τη δική του καταστροφή, το προσωπικό διαλυτικό άγχος της ύπαρξής του. Όταν πλέον η προσωπικότητά του θα προσδιορίζεται από μιαν αυξανόμενη παράλυση τρόμου και αβυσσαλέας ερημιάς. «Η ύπαρξη σήμερα φαίνεται να ταυτίζεται με ένα βαθύ τρόμο». (σελίδα 16)
     Το αφήγημα είναι μια σπουδή πάνω στο φόβο, στην ατομική κόλαση, σ’ αυτό το πολιορκητικό άγχος που γεννά ο φασισμός και η περιρρέουσα ατμόσφαιρά του. Η λέξη φόβος είναι η πλέον πολύ επαναλαμβανόμενη φράση μέσα στο βιβλίο. «Όλοι φοβούνται τώρα, φοβούνται σε βαθμό τρέλας». (σελίδα 17). «Αυτή η μισοερειπωμένη άθλια πόλη κατοικείται από αμέτρητους ανθρώπους που ξυπνούν για ν’ αντιμετωπίσουν ανανεωμένη απελπισία, καινούργιο φόβο». (σελίδα 32). «Τίποτα δεν λειτουργεί σωστά εκτός από το φόβο» (σελίδα 52). «Ότι ο φόβος είναι το μόνο αληθινό πράγμα». (σελίδα 81). «Ο φόβος ανεβαίνει σαν ατμός από την άσφαλτο». (σελίδα 76).
      Αυτή η ιστορική αποφόρτιση και ταυτόχρονη αναγωγή της αφήγησης σ’ έναν διάχυτο μεταφυσικό ενοχικό φόβο, στον οποίο εντάσσει τους ήρωές του ο ‘Ινγκμαρ Μπέργκμαν αποσκοπεί στην απονάρκωση των αισθήσεών μας και στην αφύπνιση της καθεύδουσας συνείδησής μας. Ώστε καμία θέληση Θεού ή παραφροσύνη ανθρώπου να κατορθώσει να μας οδηγήσει ξανά σε τέτοιου είδους ιστορικές περιπέτειες. Αλλά φορτωμένοι με την ιστορική μας μνήμη και τα βιώματά μας, να μην επιτρέψουμε ξανά να μας αποπλανήσουν οι κάθε είδους έμποροι της «Εθνικιστικής ηρωίνης» και εκείνοι που διοχετεύουν στην πολιτική αγορά ενέσεις νοθευμένου πατριωτισμού, αναζητώντας θύματα για τις κερδοφόρες επιχειρήσεις τους.
     Η μετάφραση στρωτή χωρίς νοηματικές ακρότητες, δίνει το στίγμα των γραφομένων του συγγραφέα και σκηνοθέτη δίχως να σκοντάφτει σε επικίνδυνους γλωσσικούς σκοπέλους για τις εκδόσεις «Λιβάνη» είναι της κ. Χριστιάννας Σακελλαροπούλου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, περιοδικό «Κ.Λ.Π. Και Γράμματα και Τέχνες» τεύχος 2/ Σεπτέμβριος 1993 σελίδα 30. Και τεύχος 3/ Δεκέμβριος 1993.  
                                           

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ


Η Σιωπή, ο Έρωτας, η Ποίηση στο έργο του Κώστα Γαρίδη

                                                                   Του Γιώργου Μπαλούρδου

          Ο Κώστας Γαρίδης γεννήθηκε στους Δολούς της Μεσσηνίας στις 10 Ιανουαρίου του 1919 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Πέραμα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1984. Σταδιοδρόμησε στον εργασιακό του βίο ως τελωνειακός υπάλληλος. Νυμφεύτηκε τη Νίκη Κακαβά και απέκτησε τρία τέκνα. Πήρε μέρος όπως οι περισσότεροι νέοι της γενιάς του, στην Εθνική Αντίσταση εναντίον των δυνάμεων κατοχής και υπήρξε δραστήριο στέλεχος διαφόρων οργανώσεων. Από πολύ νωρίς ανέπτυξε έντονη πνευματική δράση δημοσιεύοντας ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά της ιδιαιτέρας του πατρίδας. Επίσης, σε έντυπα του Πειραιά όπου έζησε το σύνολο σχεδόν του βίου του, καθώς και σε διάφορα άλλα, δημοσιεύοντας κείμενα ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
          Ο κύριος όγκος της πνευματικής εργασίας του Κώστα Γαρίδη αποτελείται από δέκα πέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε από το 1957 έως το 1981 ενόσω ζούσε και μία που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
     Αυτές είναι οι εξής : Δύσκολες ‘Ωρες, Πειραιάς 1957. Η Σιωπή και οι άνθρωποι, Πειραιάς 1959. Ανακωχή με τη σιωπή, εκδ. Το Ελληνικό Βιβλίο-Αθήνα 1960. Στώμεν Καλώς, Κέδρος-Αθήνα 1963. Η Παναγιά των μελτεμιών, εκδ. Εταιρία Ελληνικών Εκδόσεων 1965. Φολέγανδρος, Αθήνα 1966. Τετράδια μοναξιάς, Θεσσαλονίκη 1971. Εαρινή Επίσκεψη, Θεσσαλονίκη 1972. Ενδοσκόπιο 1973. Ζήτημα πλεύσεως, Αθήνα 1975. Ο χρόνος και η διάσταση, Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά 1976. Τα Ερωτικά 1977. Στο Μπαλκόνι του Απογεύματος, Μαυρίδης-Αθήνα 1978. Αυτό το φως, 1980. Η βροχή, 1981. Κάτι να μείνει, Μαυρίδης-Αθήνα 1985.
     Οφείλουμε να σημειώσουμε ακόμα ότι εξέδωσε το 1943 μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Νοσταλγίες», που αργότερα την αποκήρυξε. Η ποιητική του συλλογή «Κάτι να μείνει», εκδόθηκε μετά την εκδημία του. Και η συλλογή του «Ο χρόνος και η διάσταση» που εκδόθηκε το 1976 είναι μια επιτομή και επιλογή των μέχρι τότε ποιητικών του έργων. Και, όπως, ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του με τον τίτλο Ομολογία σ. 5, «Πρέπει να πω, ακόμα, πως απ’ αυτόν τον τόμο λείπει σημαντικός αριθμός ποιημάτων, που υπάρχουν στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές, ενώ προστέθηκαν άλλα που δεν υπάρχουν» και συνεχίζει «κύριος σκοπός του είναι, να παρουσιάσει σε αδρές γραμμές ένα ποιητικό πρόσωπο, όπως σχηματίστηκε μέσα σε είκοσι χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση…» Όπως βλέπουμε ο ποιητής μέχρι τελευταία στιγμή επεξεργαζόταν και αναθεωρούσε την ποιητική του δημιουργία καθώς προσπαθούσε να ολοκληρώσει επί τα βελτίω το ποιητικό του πρόσωπο. Παρατηρούμε ακόμα ότι από την επιτομή αυτή έχουν αφαιρεθεί οι αφιερώσεις σε διάφορα συγγενικά-αγαπημένα του πρόσωπα (η σύζυγός του, η κόρη του κ.λ.π.) σε άλλους ομοτέχνους του, καθώς και ορισμένες ποιητικές ρήσεις ξένων δημιουργών. ( Έλιοτ) ή και Προλεγόμενα.
      Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί σε διάφορες Ανθολογίες, όπως του Μιχάλη Περάνθη, του Γιάννη Κορίδη, του Βασίλη Βασιλικού, των  Αρη Δικταίου- Φαίδρου Μπαρλά και σε αρκετές άλλες. Ποιήματά του υπάρχουν διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά. Αξίζει να αναφέρουμε πως το λογοτεχνικό περιοδικό «Τομές» που εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης, στο τεύχος 47 του Απριλίου του 1979 και στις σελίδες 33-35,47, ο ποιητής Κώστας Γαρίδης μιλάει για το έργο του και την ποιητική του φιλοσοφία. Ένα κείμενο που διευκρινίζει την λειτουργία του ποιητικού του λόγου, την άποψή του για το τι είναι ποιητικός λόγος για τον ίδιο και τη σημασία της σιωπής μέσα στο έργο του και στη ζωή του. Για τη σύνολη ποιητική του παρουσία αλλά και για τις επιμέρους ποιητικές του καταθέσεις έχουν εκφρασθεί αρνητικά αλλά επί το πλείστον θετικά αρκετοί κριτικοί.
    Όπως παραδείγματος χάριν ο Γιάννης Κορδάτος, ο Νίκος Παππάς, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Πάνος Παναγιωτούνης, ο Μιχάλης Μερακλής και άλλοι στις  Γενικές Ιστορίες της Λογοτεχνίας που εξέδωσαν. Αρκετοί κριτικοί στάθηκαν με συμπάθεια στο έργο του όπως ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Άρης Δικταίος, ο Ηλίας Κεφαλάς, ο Δημοσθένης Ζαδές, ο Αλέξης Ζήρας, ο Γιώργος Παπαλεονάρδος και άλλοι που στάθηκαν στον εσωτερικό του λυρισμό, στην ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας και μελαγχολίας που διαχέεται μέσα στο έργο του κλπ. Άλλοι όπως ο Άλκης Θρύλος, στέκεται αρνητικά απέναντι στον ποιητικό του λόγο. Από τον Πειραϊκό χώρο ο κυρός, ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης έχει ασχοληθεί θετικά με το έργο του, (σε κείμενα και βιβλιοκριτικές του, δες «Λογοτεχνία των Ελλήνων», περ. «Το περιοδικό μας», περ. «Θερμοπύλες»), ο πεζογράφος-διηγηματογράφος Φάνης Μούλιος, δημοσίευσε το κείμενο «Το σύμβολο και το σημαινόμενο στην ποίηση του Κ. Γαρίδη» (περ. «Τομές») και διάφοροι άλλοι που ασχολούνται με τα Πειραϊκά πολιτιστικά πράγματα. Όπως μπορεί να διακρίνει κανείς η ποιητική παρουσία και η πολιτιστική δράση του Κώστα Γαρίδη δεν πέρασε απαρατήρητη τόσο στον χώρο που έζησε και δραστηριοποιήθηκε όσο και πέρα των ορίων αυτού.
        Τον Κώστα Γαρίδη σαν ποιητή θα τον εντάσσαμε σε αυτούς που ο Μανόλης Αναγνωστάκης κατέγραψε στην προσωπική του Ανθολογία με τίτλο «Χαμηλή Φωνή». Οι ποιητές αυτοί περιστρέφονται σαν τις στιβάδες γύρω από τους μίνορες πυρήνες του ποιητικού στερεώματος. Ο ποιητικός λόγος του Κώστα Γαρίδη είναι χαμηλόφωνος, χωρίς οραματικές εξάρσεις, φραστικές τολμηρότητες, κοινωνικές προτροπές, σιγαλόφωνος στις ενστικτώδικες αισθησιακές του ιχνηλασίες, Η ποιητική του ανάσα είναι συνεχώς σταθερή σαν το ιστόγραμμα ενός «μελοθανάτου» χωρίς επιτονισμούς ακόμα και θλίψης με τον ίδιο πάντα βαθμό εσωτερικότητας. Ένας ποιητικός λόγος που συνήθως αρέσκεται να ζωγραφίζει το ημίφως των γεγονότων, αν και απεικονίζει ηλιόλουστους κατεξοχήν χώρους, με τα στοιχεία της φύσης να αποτελούν το σκηνικό των διαδραματιζόμενων εναλλαγών των εσωτερικών συγκρούσεων. Η διάθεσή του ποιητή είναι πέραν του δέοντος μελαγχολική, καθώς ξεδιπλώνει την ακένωτη εσωτερική μοναξιά που τον βαραίνει καταλυτικά και δεσμευτικά. Γράφει: «Γέμισα τη ζωή μου απ’ το φθινόπωρο./… Έδενα κόμπο στην ψυχή τον πόνο και τον ξόρκιζα….»
Ο λόγος γίνεται λυγμικός όταν σταχυολογεί τα σπαράγματα των διαψευσθέντων αισθημάτων και βλέπουμε τον τόνο του να χάνεται σε ένα πέλαγος αδιαμόρφωτων ορίων παρηγοριάς, ή επαναλαμβανόμενων εικονικών μουντών μοτίβων που δεν απεγκλωβίζουν ούτε τον δημιουργό, ούτε τον ποιητικό του λόγο από την παθογένεια της εσωτερικής του πορείας. Το αισθητικό αποτέλεσμα αγκομαχά να αρτιωθεί μέσα σε μια θερμή ατμόσφαιρα ανολοκλήρωτων ψυχικών επιλογών. Η στοχαστική του διάθεση εναλλάσσεται με πινελιές ελεγειακής  διάχυσης καθώς η ποιητική σύλληψη άλλοτε αντέχει και άλλοτε όχι την συναισθηματική φόρτιση των λέξεων. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι απλές σε σημείο «αφόρητης» απλοϊκότητας. Αν και παράγουν ένα ποιητικό λόγο καθημερινό, οικείο, τρυφερό, πάντοτε φορτισμένο από τα συνεχή εναύσματα της μνήμης, χωρίς ελευθεριάζουσες λεκτικές ή συντακτικές ορμές, με μια σωματική θερμοκρασία καθώς ψαύει το είδωλο της γυναικείας παρουσία χωρίς συνήθως να το κατονομάζει ή να το φανερώνει. Γράφει: «Είχες πολύ γαλάζιο και δεν ήξερες/ που ν’ αποθέσεις το γαλάζιο από τα μάτια σου».
     Χαρτογραφεί την φθορά των αναμνήσεων που αναβλύζουν από τους πίδακες της   μνήμης, σε μια ρέμβη λυρικής αναπόλησης στιγμιαίων λάμψεων γεγονότων και καταστάσεων. Ο Γαρίδης ποτέ δεν αποκαλύπτει το γυναικείο ερωτικό πρόσωπο. Ενώ διαισθανόμαστε σε τι αναφέρεται, ενώ διακρίνουμε τον πόθο που εγείρει μέσα του η παρουσία της γυναικείας εικόνας, ενώ ξυπνά  αρχέγονα πάθη η παρουσία της, ενδόμυχες ερωτικές επιθυμίες, παθιασμένες εκδηλώσεις σε ένα φόντο γιομάτο φως, ηλιόλουστη ατμόσφαιρα, θαμπωτικές περιγραφές Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, η πρόθεση του βλέμματος μένει μετέωρη, διστακτική, φοβισμένη, αναποφάσιστη ακόμα και μετά την στιγμιαία απόλαυση του ξυπνήματος της μνήμης Μια αίσθηση συμπάθειας περικλείει το βλέμμα του θεωρού καθώς κεντά τη θλίψη του κόσμου που περιγράφει.
Γράφει: «Αν θυμάσαι τη θάλασσα και τον άνεμο θυμήσου/ κι’ αυτό το καθαρό σπίτι που μυρίζει/ ζεστόν καφέ, ζεστό χαμόγελο και δεν είχε/ εκτός από τους αγίους παρά μόνο μια κόρη/ και μια γωνιά μέναν καθρέφτη που έβλεπε στον Έρωτα».
Οι λυρικές αναλαμπές των φωτόλουστων εικόνων δεν αρκούν για να καθάρουν τη σκοτεινή και βαριά σκιά που αφήνει πίσω της η Σιωπή της ζωής και της Μνήμης των ταραγμένων γεγονότων, των καθημερινών αδιεξόδων, των δεκάδων μικροστερήσεων που αμαυρώνουν την συνολική αίσθηση του βίου. Τα θλιβερά συμβάντα των στιγμών του βίου βρίσκονται συνεχώς παρόντα, ανέπαφα μέσα στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να χάνουν κάτι από το ειδικό τους βάρος. Έτσι οι άλλες στιγμές δεν αρκούν να αποπαγιδέψουν τη μνήμη και ίσως και τη ζωή του ποιητή. Εκτός της Τέχνης της Ποιήσεως. Η Ποίηση είναι εκείνη που παίζει το ρόλο του καθαρτικού καταλύτη μεταξύ του αισθήματος  του Έρωτος και της αίσθησης της Σιωπής. Γράφει: «Να μη μου πεις ούτε μια λέξη.
Ούτ’ ένας λόγος/ περί ωραίων, τουλάχιστον, παρεκτροπών/ μπορεί να υπάρχει./ Μόνο η μοναξιά/ η μοναξιά κι’ η ποίηση θα μας σώσει».
      Γιαυτό το γυναικείο κορμί δεν αποκαλύπτεται, δεν θεάται από τον αναγνώστη, μένει σε μια αχλύ ερωτικού μυστηρίου που τροφοδοτεί τη μνήμη του ποιητή και πυρπολεί την απαισιόδοξη διάθεσή του. Η ποιητική λιτανεία της σιωπηλής προσωπικής του μοναξιάς περιπλανάται σε όλη του την δημιουργία. Γράφει: στο σπαρακτικό ποίημα με τίτλο «Ονειρο Ψυχοσάββατου» «..Χτές το βράδυ σε είδα./ Σαν μέσα σε όνειρο που όμως,/ ένας άνεμος διαφάνειας τα κάλυπτε όλα../ Κι ήσουν εσύ λευκή σαν να ήσουν/ καμωμένη από φως/…Κι εγώ μες στη μέση του κόσμου/ Παντέρημος./
Είχες φύγει μητέρα./ Δεν ένοιωσ’ ακόμη πως οι άνθρωποι έρχονται/ και φεύγουν οι άνθρωποι./ Πως έρχονται οι χρόνοι/ και φεύγουν οι χρόνοι./ Και εγώ μένω εδώ/ στη μέση του κόσμου να με δέρνουν οι άνεμοι/ να με πνίγουν τα σύννεφα./Να γεννιέμαι τη μια/ μέρα, να πεθαίνω την άλλη./ Δεν ένοιωσ’ ακόμη πως είμαι σαν ένα/ λουλούδι που φύτρωσε στην καρδιά του χειμώνα/ και μάταια, μητέρα, θα περιμένει την άνοιξη.»
     Η Ποίηση είναι ο εσωτερικός δεσμός που ενώνει τη φθορά της ωραιότητας του κόσμου, της θηλυκής παρουσίας και των ατομικών αδιεξόδων. Το ύφος του Γαρίδη είναι βατό, ήρεμο, γαλήνιο, όμως με μια ορισμένες φορές κόπωση, άλλοτε γίνεται τόσο εσωστρεφές που χάνει κάτι από την πηγαιόητά του καθώς υπηρετεί μόνο τη μονήρη διάθεση του δημιουργού που περιχαρακώνεται στο κουκούλι ευφρόσυνης απαισιοδοξίας του. Και επαναπαύεται μόνο όταν στρέφει την όρασή του στον κόσμο της Ποίησης. Γράφει: «Λάβετε, φάγετε./ Αίμα και στέρηση, πόνος και πίκρα / είναι η ποίηση».  
    Η λέξη Ποίηση όπως και η λέξη Σιωπή επανέρχονται πάμπολλες φορές στον ποιητικό κόσμο του Κώστα Γαρίδη. Είτε χρησιμοποιεί παραδοσιακό στίχο είτε στις τελευταίες του ιδίως συλλογές  
φλερτάρει με την μη παραδοσιακή τεχνοτροπία ο Γαρίδης δουλεύει το ποιητικό του σώμα με ευλάβεια, σεβασμό και ίσως και με κάποιο δέος. Καθώς υποψιάζεται ότι τα αδιέξοδα τα προσωπικά που εκφράζει υπάρχει το ενδεχόμενο να γονατίσουν το ποιητικό σώμα να το αποπροσανατολίσουν μεταφέροντάς του παιχνίδια του νου και της μνήμης που δε μπορεί να τα αντέξει. Είναι αρκετά δύσκολο και χρειάζεται αρκετή μαεστρία ώστε καθώς ανακαλείς στη μνήμη την ψυχική κατάσταση που θα κυοφορήσει την ποιητική δημιουργία, να μην αφεθείς σε μια εξοντωτική ποιητική αυτοαναφορικότητα που θα παγιδέψει το ποιητικό αίσθημα του γραπτού λόγου. Να μην στιχουργήσεις δηλαδή χωρίς μέτρο και φειδώ καθώς βρίσκεσαι κάτω από τον μοιραίο και επικίνδυνο αστερισμό και των ανεξέλεγκτο οίστρο των συναισθημάτων είτε θετικών είτε αρνητικών. Τον κίνδυνο αυτόν υποψιάζομαι ότι τον διαισθανόταν ο Κώστας Γαρίδης γιαυτό υπήρξε φειδωλός στην αποτύπωση των σκέψεών του. Έτσι η επαναλαμβανόμενη αναφορά στο ρόλο της Ποίησης μέσα στη ζωή του κυρίως αλλά και μέσα στη ζωή μας. Πρωτίστως ήθελε να πείσει τον ίδιο του το εαυτό, να επιβεβαιωθεί ο ίδιος μέσα του, να νιώσει σιγουριά. Και νομίζω ότι αυτό το κατόρθωσε αν όχι πάντα τουλάχιστο ως προς τις προθέσεις του υπήρξε έντιμος και καθαρός.
              Μπορεί η έκφρασή του να μην διακρίνεται για τα μεγάλα της ανοίγματα, μπορεί η τεχνοτροπική του διάθεση να μην ξεπέρασε τα όρια της χαμηλής έντασης των οραματικών του σχεδιασμάτων, μπορεί να μη συναντάμε στη γραφή του την ποιητική ευμάρεια των συναισθημάτων που βλέπουμε σε άλλους δημιουργούς, όμως η επιλογή και το ξαναδούλεμα των στίχων που όπως ο ίδιος μας αποκαλύπτει έπραξε στην επιλογή των ποιημάτων που εξέδωσε με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο χρόνος και η διάσταση», η ποιητική του ιδιοσυγκρασία και η ποιητική αίσθηση που τον διέκρινε μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτός ο ποιητικός λόγος που πέρασε από την Σιωπή, διέσχισε τα μονοπάτια του Έρωτα και κατέληξε στο απάγκιο της Ποίησης σίγουρα κέρδισε επάξια τη θέση της μέσα στις σελίδες των διαφόρων ποιητικών Ανθολογιών και νίκησε την κλεψύδρα του Χρόνου.
   Και όπως γράφει ο ίδιος σε ένα του ποίημα «Είταν, σαν απ’ την ποίηση να κρέμεται ο κόσμος.

      Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
εφημερίδα Κοινωνική, 12 Ιουλίου 2011.
                                                                                                       
.ΣΥΝΝΕΦΙΑ

Το πρόσωπό σου πλέει αχνό μες στους καπνούς
της πίκρας και της νοσταλγίας μου.
Απορείς;
Ένα σκαλί αν ανέβεις θα σε χάσω.
            ---------
ΑΙΣΘΗΣΗ

Ο,τι έχω δικό σου.
Μη βλέπεις τα μάτια μου που γεμίζουν χαρά
που τα χέρια μου τρέμουν σαν πουλιά φοβισμένα
που πλέουνε μέσα στο φως τα νησιά.
Είσαι δίπλα μου.
         -----------------
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕ ΦΛΑΟΥΤΟ

Μου σφυρίζει ο Μάρτης με τη μεγάλη
κοχύλα του καλοκαιριού. Μα εγώ πηγαίνω
μένα φλάουτο τραγουδώντας
την απουσία σου.
       -----------
ΑΠΟΓΡΑΦΗ

Οι άνθρωποι δεν θυμούνται τους ανθρώπους
δεν θυμούνται, τους αφήνουν
κάπου στην άκρη εκεί θαμμένους μες στην πίκρα τους
Λύπη απ’ τη λύπη, πίκρα από την πίκρα
η ζωντανή μου θύμηση χαράζει
μάτρεμο χέρι μέσα  σε σπηλιές
με σταλαχτίτες  τ’ όνομά τους.
                  ---------------


         
               

ZAN ZENE


ΖΑΝ ΖΕΝΕ,
Το εργαστήρι του Αλμπέρτο Τζιακομέττι,
Αθήνα 1991

                                                 

Οντολογικά ερωτήματα και προβλήματα

      Μετά το θάνατο του Θεού, ο Κόσμος έχασε μάλλον το ιδεατό κέντρο αναφοράς του. Η λέξη αυτή αποτελούσε για τους πιστούς τη θετική όψη των δυνάμεων της Ιστορίας. Ήταν η αιώνια γαλήνη που δρούσε μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και συμφιλίωνε τις κοινωνικές αντιθέσεις, εξομάλυνε τις ιδεολογικές αντιδικίες, και συνεπικουρούσε σε μια ήπια μορφή ερμηνείας και αποδοχής του Θανάτου. Ο Θεός ήταν ο ερμηνευτικός φακός της κοινωνικής και ίσως πνευματικής μας μυωπίας. Οργάνωνε τις εμπειρίες μας και ωθούσε σε μια ελεγχόμενη ανόρθωση τις ψυχικές μας ανατάσεις. Το άτομο, δεχόταν ευκολότερα το φιναλιστικό χαρακτήρα του Ιστορικού Κόσμου και δρούσε σε μια άλλη πιο οικεία ισορροπία με τα κοινωνικά συμβάντα που τον αφορούσαν. Αποδέχονταν δηλαδή, τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αδικίες με μεγαλύτερη ευκολία. Το Θείο, υπήρξε μια κοινωνική σχέση ισορροπίας και ένας εσωτερικός τρόπος έκφρασης ατόμων της προβιομηχανικής κοινωνίας μάλλον, παρά ένα πανίσχυρο Ον, αδύναμο μέσα στην μεγαλειώδη παντοδυναμία του. Μια σχέση με την παντελώς και αιωνίως αδιάφορη προς τον Άνθρωπο Φύση, και τις άρρητες και ανεξερεύνητες εσωτερικές δυνάμεις του Ανθρώπου. Ο Θεός που φαντάστηκε ο άνθρωπος, διαχρονικά σε όλους τους Πολιτισμούς και τις Παραδόσεις, σήκωνε στους σταυρωμένους στον Καύκασο ώμους του, όχι μόνο τη μοναξιά των ανθρώπων αλλά και των πραγμάτων. Ήταν η πανάρχαια ανέκφραστη Σιωπή. Η ταπεινή ζωή που μοσχοβολούσε δυόσμο, μυρτιά και ασβεστωμένους ελαιώνες. Ήταν ο μακρινός σπαραγμός της πρώτης χαραυγής του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο Μέγας Κανών της ανθρώπινης προσδοκίας.
    Το άστατο κενό που άφησε ο Θάνατός του, κλυδωνίζει ακόμα το ανθρώπινο γένος. Έκτοτε, μιλάνε στο όνομά του σε Ανατολή και Δύση, οι δημόσιοι υπάλληλοι ιεροκήρυκες και οι εξ επαγγέλματος υποκριτές, είτε ονομάζονται ορθόδοξοι, είτε καθολικοί, είτε προτεστάντες, ή άλλων θρησκευμάτων μελανειμονούντες.(κατά τον Αδαμάντιο Κοραή). Οι γαντζωμένοι στης αυθεντίας το ολίσθημα. Αυτοί που ούτε πόνεσαν ούτε πείνασαν ούτε δάκρυσαν ποτέ τους. Ο Άνθρωπος μην αντέχοντας το τέλος της φοβερής αυτής παραμυθίας, αυτή την τρομερή ερημιά, αυτή την φρικτή πληγή, αναζήτησε νέους δρόμους ελπίδας, καινούργιες δυνάμεις αντοχής, άλλες πνευματικά ισότονες δυνάμεις αρωγής στην προσπάθειά του να υπάρξει έρημος πια και λαβωμένος από τις ίδιες του τις ψευδαισθήσεις και ονειροπολήσεις για ουράνιες αναβάσεις. Και μία από τις Δυνάμεις αυτές που ίστανται ισόθρονες στον άδειο καρδιακό θρόνο του Αοράτου, είναι και αυτή που αναβλύζει από την κάθε μορφής και είδους Τέχνη.
     Ο Καλλιτέχνης αν και πρωτότοκος γιος της Πρώτης Αιτίας, δεν λύνει πλέον, αλλά, επαυξάνει μάλλον τα οντολογικά ερωτήματα και προβλήματα και επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τη Φύση και αξιωματικά αποδέχεται τον Χρόνο, δηλαδή τον Θάνατο. Το τέλος των πάντων ακόμα και αυτών που τον απεικονίζουν, ακόμα και αυτών που φιλοδόξησαν να τον καταργήσουν.
     Ορισμένοι από τους δημιουργούς που εξέφρασαν αυθεντικότερα ίσως από άλλους την τρομερή και εφιαλτική αυτή συνείδηση του Νέου Κόσμου, είναι: ο Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο, ο Φρειδερίκος Νίτσε στην Φιλοσοφία, Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στην Οντολογία, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν στον Κινηματογράφο, ο Τόμας Στερν Έλιοτ στην Ποίηση, ο Νίκος Καζαντζάκης στην Λογοτεχνία, Ο Φράνσις Μπέικον, ο Καντίσκυ, και ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι στη Ζωγραφική και Γλυπτική.
    Είναι μεγάλο ευτύχημα που ένας άλλος τραγικά μοναχικός και ευαίσθητος καλλιτέχνης, ο Άγιος Ζαν Ζενέ,-κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ-συνάντησε το ζωγράφο στο ερημητήριό του και μας άφησε τις λυρικές και πλήρους ευαισθησίας σημειώσεις για τον εικαστικό αυτό δημιουργό και το έργο του.
     Ο Τζιακομέττι και οι επιμήκης ανθρώπινες έλλυπες μορφές του ή τα σκελετωμένα από σκούρο αγωνίας ζώα του, μας έρχονται από έναν άλλον κόσμο, ακροπατούν και κινούνται σ’ έναν άλλο χώρο. Καθώς παρατηρούμε τις γκρίζες μορφές τους, το οξύ βλέμμα τους δεσμεύει την όρασή μας, αντί να δεσμευτεί από τη δική μας, και μας προάγει, σε ένα βασίλειο σκιών, που επαναπαύονται με εκφορτισμένη αγωνία τα πραγματικά είδωλά τους. Ένα απόκοσμο θανατερό ρίγος σαν ηλεκτρική εκκένωση διαπερνά το σώμα μας αν θελήσουμε να τα ψηλαφίσουμε. Τα αφυδατωμένα και αποψιλωμένα από κάθε είδους ψευδαίσθηση και λιπόβαρα γλυπτά του Τζιακομέττι, θέτουν ερωτήματα που δεν είναι εύκολη και ανώδυνη η απάντηση. Οι ζοφερές αυτές φιγούρες ανακαλούν στη μνήμη μας τα Κυκλαδικά ειδώλια. Δεν έχουν όμως την «στατικότητά» τους. Τα μικρά «έλλεσχα» αγάλματα των Κυκλάδων, εκπέμπουν μια εσωτερική λάμψη που διαχέεται και καταυγάζει το χώρο. Αντίθετα του Τζιακομέττι μοιάζουν να παγιδεύουν το φως μέσα στα σπλάχνα τους, αλλά όχι για να το επανεκπέμψουν, αλλά να παραμείνουν στο σκοτάδι.
   Η χυμώδης σάρκα των Κυκλαδικών υπενθυμίζει τις ελπίδες ενός Πολιτισμού, ενώ η στεγνή διάφανη σχεδόν σάρκα των γλυπτών του Τζιακομέττι τους κινδύνους του και το ενδεχόμενο τέλος του.
   Τα γλυπτά του καλλιτέχνη μάλλον μοιάζουν με διφορούμενα, επικίνδυνα, αλλά ταυτόχρονα και αινιγματικά οικεία Τοτέμ.
    Γράφει ο Ζαν Ζενέ σελίδα 74: « Ο Τζιακομέττι δεν δουλεύει για τους συγχρόνους του, ούτε για τις μέλλουσες γενεές, φτιάχνει αγάλματα που επιτέλους ευφραίνουν τους νεκρούς».
    Πράγματι, ο Ελβετός καλλιτέχνης, εκφράζει με τη σμίλη και τον χρωστήρα του τη μοναξιά αλλά και την ανεπανάληπτη μοναδικότητα των αντικειμένων. Από το έργο του λείπει μάλλον αυτή η ελεγχόμενη ισορροπία του αισθητικού αντικειμένου με την οποία επιβάλλεται στο χώρο του, καθώς συνυπάρχει με τα άλλα, και προσπαθεί να συλλειτουργήσει μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Όπως επίσης και η άλλη δύναμη, που κρύβει στα σπλάχνα του κάθε αντικείμενο έμπνοο ή μη, και του προσδίδει αυτή την ομορφιά που την αποκαλούμε ψυχική η οποία αφαιρεί κάθε τρικυμία της σάρκας και κάθε ανεξέλεγκτο, φιλεπίστροφο πάθος, από τη φθαρτή μορφή του. Τα αντικείμενα του Τζιακομέττι είναι δυναμικές αυτονομήσεις από έναν φθαρμένο περίγυρο. Ο γλύπτης εκφράζει την άκρα δυστυχία των πραγμάτων και του ανθρώπου. Μια δημιουργική όμως δυστυχία ίσως πολύ πιο αποτελεσματική από ότι το προαίσθημά της. Μας μαθαίνει να βλέπουμε πέρα από την εξωτερική και αφηρημένη μορφή των πραγμάτων αν επιδιώκουμε να ανακαλύψουμε την ουσιαστική τους ουσία.
     Ο αβάσταχτα μοναχικός Ζαν Ζενέ σημειώνει στη σελίδα 20: «Η επίγνωση ενός προσώπου αν θέλει να είναι αισθητική πρέπει να αρνηθεί να είναι ιστορική». Μια σημαντική παρατήρηση που παραπέμπει στα αιώνια Πλατωνικά ερωτήματα, μια παρατήρηση ενός «θρησκευτικού» συγγραφέα αν όχι μεγαλύτερου, αναμφισβήτητα ισάξιου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, ο οποίος και εκείνος καταφατικά απαντούσε σε ερωτήματα παρόμοιας υφής. Και όπως έγραφε: «Η Ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»  Και πράγματι, η αισθητική δύναμη της ψυχής έτσι όπως διαχρονικά φανερώνεται στους διάφορους κατά καιρούς πολιτισμούς, δεν μπορεί να βρίσκεται εγκλωβισμένη στις ιστορικές της παραστάσεις, αν θεωρούμε ότι μπορούν να υλοποιηθούν τα οράματά της, που είναι ασύμβατα με τον αθερμικό εγωισμό την ακμάζουσα υλοφροσύνη και την μοιρολατρική ιστορική μας επιβίωση. Αυτή η αισθητική εξοδία της ψυχής, γίνεται το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος υπερβαίνει την φθαρτότητά του, εξαλείφει τις επικίνδυνες ροπές της μεταφυσικής, αποκρούει την ύπουλη κοινωνική ερμηνεία της ηθικής, υιοθετεί την κοινωνικοποίηση. Τέλος, απαλύνει και χαλαρώνει τους σκληρούς δεσμούς που τον δένουν με τη Φύση και καθησυχάζει τον φιλομάκκελο κύνα. Θέλω να πω, ότι η συμπόρευση της Ιστορίας με την Αισθητική προσφέρει καλύτερες ερμηνευτικές και κοινωνικές λύσεις επιβίωσης, παρά με την Ηθική. Η ηθική όπως και η θρησκεία σκλαβώνουν, αντίθετα η αισθητική όπως και η ιστορία απελευθερώνουν αν δεχθούμε ασφαλώς ότι διδασκόμαστε από αυτές.
    Γιαυτό το έργο καλλιτεχνών όπως του Τζιακομέττι αλλά και του Ζενέ περισσότερο θέτουν ερωτήματα οντολογικά: περί του αληθεύειν, πια είναι η όντος ελευθερία, και τι είναι θάνατος, τι είναι πραγματικός έρωτας και πως αυτά τα διαχρονικά και κεφαλαιώδη ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν από το κάθε άτομο προσωπικά και ανεπανάληπτα.
     Ο Ζαν Ζενέ αυτός ο κατά κάποιον τρόπο κατατρεγμένος συγγραφέας, στο έργο του Τζιακομέττι ένιωσε ή ορθότερα ερμήνευσε το δικό του πόνο, στις εικόνες του έργου του αντίκρισε τη δική του μοναξιά, τη δραματική μοναχικότητα του σύγχρονου ανθρώπου. (ακόμα θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε για την τραγικότητα του Έρωτα στην μοναδική μας συνάντηση που είχα την τύχη στη μικρή μου πορεία να έχω). Ο λόγος του Ζενέ έχει τέτοιο βάθος, είναι τρυφερός και διαπεραστικός ταυτόχρονα, τέμνει με τρυφερότητα και σεβασμό το έργο του καλλιτέχνη και θα λέγαμε ότι επουλώνει τις πληγές που αφήνει το έργο του γλύπτη παρά τις αναδεικνύει. Κάτι μάλλον-και μπορεί να λαθεύω- δεν πετυχαίνει μια άλλη μονογραφία για τον Τζακομέττι αυτή του Τζέημς Λορντ.
     Ο Αλμπέρτο Τζακομέτι μπορεί να μας υπενθυμίζει κάθε στιγμή ότι τα πράγματα και τα πρόσωπα στέκουν μόνα και έρημα μέσα σε ένα άξενο και αποκαρδιωτικό περιβάλλον, δεν παύει όμως διαπερνώντας τα άκαμπτα περιγράμματα των μορφών τους να αναδύει από τον εσωτερικό τους πυρήνα έναν σιωπηλό κι ερωτηματικό Θεό που αρνείται να υλοποιηθεί.

         Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, εφημερίδα Εξόρμηση 19/1/1992   
                                    




                                              

Βιβλιογραφία Γιώργου Μπαλούρδου


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-Γιώργου Μπαλούρδου

ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

•ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «Αχαρνής» εφ. Φωνή του Πειραιά 21/7/1998
 ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «Όρνιθες» εφ. Φωνή του Π. 9/9/1998
 ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «Θερμοφοριάζουσες» εφ. Φωνή του Π. 7/10/1999
 ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «Εκκλησιάζουσες» εφ. Φωνή του Π. 5/9/2000
•ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «Οιδίπους επι Κολωνώ» εφ. Φωνή του Π. 11/9/1998
•ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» εφ. Φωνή του Π. 24/8/1999
 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «Βάκχες» εφ. Φωνή του Π. 22/7/2002
•ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ, «Λυδία» εφ. Φωνή του Πειραιά 1/9/1998
•ΘΕΟΤΟΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, «Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας» εφ. Φωνή του Π. 25/9/1998
•ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, «Η Αυλή των Θαυμάτων» εφ. Φωνή του Π. 31/8/1999
•ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ, «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» εφ. Φωνή του Π. 22/9/1999
•ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ ΗΛΙΑΣ, «Ο γενικός γραμματέας» εφ. Φωνή του Π. 2/11/1999
•ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, «Καβάφης καθ’ οδόν» εφ. Φωνή του Π. 9/3/2001
•ΣΑΙΞΠΗΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ, «Οθέλλος» εφ. Φωνή του Πειραιά 19/7/1999
• ΣΑΙΞΠΗΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ, «Κοριολανός» εφ. Φωνή του Π. 4/8/1999
•ΜΠΕΛΛΕΙ ΜΙΝΟ, «Ξανθιά φράουλα» εφ. Φωνή του Π. 15/3/2000
•ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ, «Επιτρέποντες» εφ. Φωνή του Π. 29/8/2000
•ΜΠΑΡΟΝ ΤΖΕΦ, «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» εφ. Φωνή του Π. 17/1/2001
•ΜΟΛΙΕΡΟΣ, «Ντον Ζουάν» εφ. Δημότης 12/2/2001
•ΑΤΑΥΝΤΕ ΡΟΜΠΕΡΤΟ, «Η μέθοδος της δεσποινίδος Μαργαρίτας» εφ. Φωνή του Π. 22/4/2002
•ΣΑΡΤΡ ΠΩΛ ΖΑΝ, «Κεκλεισμένων των Θυρών» εφ. Φωνή του Π. 11/6/2002



ΔΟΚΙΜΙΑ-ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΑ

Περ. ΓΡΑΦΗ τχ.23-24/Καλοκαίρι,Φθινόπωρο1993 σ.16-18
«Λίγες σκέψεις για την ιδεολογική ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη»
Περ. ΠΟΡΦΥΡΑΣ τχ.47/10,12,1988 σ.58-64
«Ο ποιητής και η ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη»
Περ. ΠΟΡΦΥΡΑΣ τχ.79/10,12,1996 σ.91-93
«Ανδρέας Αγγελάκης (1940-1991)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.90,91,92/3,1997 σ.85-92
«Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου-Το μαρτύριο της απουσίας και η μαρτυρία του Λόγου»
Περ. ΓΡΑΦΗ τχ.53-54/Φθ.2002 σ.117-121
«Νάσος Βαγενάς-Για τις Σκοτεινές μπαλλάντες»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.135/1,2,3,207 σ.140-147
«Άγγελος Βογάσαρης- Μια προσωπική περιπέτεια»
Περ. ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ τχ.33/4,2005 σ.80-81
«Θωμάς Γκόρπας-Ένας Ρεμπέτης ποιητής»
Εφ. Φωνή του Πειραιά 19/3/1996
«Οδυσσέας Ελύτης(1911-1996)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.137/7,9,2007 σ.101-119
«Ο Οδυσσέας Ελύτης στις Ανθολογίες»
Περ. ΠΕΙΡΑΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τχ.44/7,9,2005 σ.137-140
«Περί αυτοχειρίας λόγος»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.2/Χρ/να 2004 περίοδος β. σ.69-72
«Η ποίηση του Κώστα Θεοφάνους»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ. 5/7,9,2005 περίοδος β. σ.239-242
«Αργύρης Κωστέας(8/11/1906-2/8/1966)»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ. 3/1,3,2005 περίοδος β. σ.115-118
«Νίκος Καββαδίας-Ένας λαϊκός κοσμοπολίτης»
Περ. μικρο ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ τχ.16/Φθ. 2004 σ.18-19
«Η Γαλάτεια Καζαντζάκη στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας»
Περ. ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΑ ΦΥΛΛΑ τόμος ΚΓ΄ 7-8 Χειμώνας 2003 σ.1197-1204
«Ο Ποιητής Σωκράτης Καψάσκης και η γενιά του»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.83/11,1988 σ.
«Νίκος Καζαντζάκης-30 χρόνια μετά»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.127/1,3,2005 σ.65-77
«Με αφορμή την τραγωδία ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ του Νίκου Καζαντζάκη»
Περ. ΚΥΜΟΘΟΗ τχ.6-7/3, 1997 σ.68-75
«Ολίγη λιβάς-ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ Ο ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ(305-240)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.103-104/5,8,1999 σ.49-54
«Η παράξενα τραγική ζωή και ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 1/11/1996 σ.5,7
«Κώστας Καρυωτάκης-Ο μελαγχολικός πιερότος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 19/7/2005 σ.4
«Ο ποιητής Χρήστος Λεβάντας(1904-10/11/1975)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.140/4,6,2008 σ.67-94
«Τάσος Λειβαδίτης-Μια διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους
Περ. ΠΕΙΡΑΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τχ.43/4,6,2005 σ.87-90
«Ο Ποιητής Παύλος Νιρβάνας»
Περ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ τχ.81-82/11,12,1994 σ.540-544
«Ναπολέων Λαπαθιώτης-πενήντα χρόνια από τον θάνατό του»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.79-80/5,8,1995 σ.58-68
«Ναπολέων Λαπαθιώτης-Ο Χρόνος και ο Θάνατος»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 24/7/1994 σ.24
«Ναπολέων Λαπαθιώτης-Η μνήμη και η συνείδηση»
Εφ. ΕΠΟΧΉ 23/4/2000 σ.28
«Υπέρ αναπαύσεως…Ματθαίου δούλου Ιησού, του Χίου, Μουντέ»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.118/10,12,2002 σ.98-102
«Ο ποιητής Κωστής Μοσκώφ»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 20/4/1995
«Θανάσης Διομήδης Πετσάλης(1904-1995)
Περ. ΓΡΑΦΗ τχ.25-26/Χειμ.-Αν.1994 σ.222-227
«Λίγες σκέψεις για την «Μετακόμιση» του Τριαντάφυλλου Πίττα»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.120/4,6,2003 σ.16-25
«Ο ποιητής Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι Ανθολογίες»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 25/12/1994 σ.30-31
«Τα διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 9/10/1996 σ.7
«Λίγα λόγια για την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη»
Περ. ΛΥΧΝΑΡΙ τχ.10/3,2003 σ.14-15
«Πίσω από τα βλέφαρα του ποιητή- ο εξαγνιστικός λόγος του Χρίστου Ρουμελιωτάκη»
Περ. ΟΜΠΡΕΛΛΑ τχ.31/12,1995-1,1996 σ.64-68
«Λίγες σκέψεις για τη ΣΟΝΑΤΑ του ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ του Γιάννη Ρίτσου»
Εφ. ΕΠΟΧΉ 19/11/2000 σ.19
«Σερ Στιβεν Ράνσιμαν(1903-2000)-Ένας στυλίτης του βυζαντινού πολιτισμού»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 6/2/1995 σ.1,4
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.144/4,6,2009 σ.54-62
Η περίπτωση Γιώργου Σαραντάρη
Εφημερίδα Η Φωνή του Πειραιώς 
«Μνήμη ήθους Δαμιανού(Στρουμπούλη)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.105-106/9,12,1999 σ.80-89
«Ως πολίτης ετέρου Ονείρου, η αλληλογραφία του Διονυσίου Σολωμού»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 9/7/1999 σ.5
«Λίγα λόγια αγάπης για τα Σολωμικά μάγια και θαύματα»
Περ. ΚΥΜΟΘΟΗ τχ.3/12,1993 σ.160-165
«Η ποίηση του Μιχαήλ Στασινόπουλου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 14/7/1989
«Ο Γεώργιος Στρατήγης και η εποχή του(1859-1938)»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 12/2/2001 σ.4,7
«Το γιασεμί της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 29/8/1988 σ.1,4
«Κώστας Ταχτσής(1927-1988)-αναφορά στο συγγραφέα που χάθηκε τόσο άδοξα»
Εφ. Ο ΔΗΜΟΤΗΣ 15/12/2000 σ.2
«Μια Ελληνίδα «Βυζαντινή», Ποιήτρια Ιωάννα Τσάτσου(1909-2000)»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.128/4,5,6,20005 σ.41-44
«Ρένα Χατζηδάκη: Κατάσταση Πολιορκίας»
Περ. ΛΙΜΑΝΙ τχ.55/6,1996 σ.56-57
«Μάνος Χατζιδάκις-Ο Μελωδιστής των Ονείρων»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 3/11/1994
«Σκόρπιες σκέψεις πάνω σ’ ένα ποίημα»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.49-50-51/Άνοιξη 1990 περίοδος Α σ.131-132
«Ο ποιητής και τα πράγματα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 17/3/1995 Σ.1,4
«Ιστορικοί αχθοφόροι»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ  10/10/και11/10/και12/10/2005 σ.6,6,6,
«Ηθοποιοί του Πειραικού χώρου-Θέατρο, Θέαμα, Θεατής, Θεός, Θέληση, Θάνατος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 27/9/2005 σ.4,6
«Πειραιώτες Σκηνοθέτες του Κινηματογράφου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 2/9/2005 σ.4
«Πειραικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 11/11 και15/11 και 19/11/2002 σ.6,7,4,4
«Πειραιώτες Ποιητές και Ποιήτριες σε Ανθολογίες»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 25/10 και 29/10/2002 σ.6,4
«ΑΙ ΓΡΑΦΟΥΣΑΙ- Γυναίκες Ποιήτριες του Πειραιά»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 11/9/2002 σ.4,5
«Συνοπτική, αλφαβητική αναφορά Πειραικών εντύπων»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 31/7/2002 σ.6
«Ένα τεριρέμ για την Μαργαρίτα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 25/11/2003 σ.6
«Ο Πειραιάς, το περιοδικό Διαβάζω και η εποχή μου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 22/3/2004 σ.4
«Λογοτεχνικό Ρέκβιεμ»
Εφ. Ο ΔΗΜΟΤΗΣ 17/2/2003 σ.4
«Το Χρέος των ανθρώπων του Πειραιά»

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΞΕΝΟΥΣ

Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ τχ.235/21/3/1990 σ.
Πατρικ Γουάιτ, «Η ιστορία της Θείας»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 14/1/1990
Βιρτζίνια Γούλφ, «Ελλάδα και Μάης μαζί»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.134/10,12,2006 σ.77-91
Λουκίνο Βισκόντι, Από τον Αντόνιο Γκράμσι στον Μαρσέλ Προύστ μια ένδοξη πορεία παρακμής
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.142/10,12,2008 σ.120-142
Κάρλο Γκολντόνι-Ο Κωμωδός των εύθυμων και ξέγνοιαστων γεγονότων και των θαρραλέων προσδοκιών
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.79/7,1988 σ.
Τόμας Στερν Έλιοτ, «Ο Άμλετ, η Θρησκεία, η Λογοτεχνία»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 14/1/1990 σ.31
Ουμπέρτο Έκο, «Η διακριτική γοητεία της Αποκάλυψης»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.138/10,12,2007 σ.159-187
Νικολό Μακιαβέλλι
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 19/8/1989 σ.
Χόρχε Λουις Μπόρχες, «Τι είναι Βουδισμός»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 19/1/1992 σ.
Ζαν Ζενέ, «Το εργαστήρι του Αλμπέρτο Τζιακομέττι»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.143/1,3,2009 σ.92-103
Τζων Κητς-Το κακορίζικο ποιητικό Αηδόνι του Αγγλικού ρομαντισμού
Περ. GAY τχ.2/10,1988 σ.54
Τζακ Λόντον, «Ο ταξιδιώτης τ’ Ουρανού»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ. 139/1,3,2008 σ.
Γιούκιο Μισίμα-Τα χρυσάνθεμα ενός Νάρκισσου
Περ. ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ-Κ.Λ.Π. τχ.2/9,1993 σ.30
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, «Το αυγό του φιδιού»
Περ. ΟΜΠΡΕΛΛΑ τχ. 23-24/4,1994 σ.73-74
«Ντομινικ Μπονά, «Ρομαίν Γκαρύ»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.130/10,12,2005 σ.188-205
«Εργογραφία και Ενδεικτική Βιβλιογραφία του Πιερ Πάολο Παζολίνι»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 8/8/1988
Λουίτζι ντα Πόρτο, «Ιουλιέτα και Ρωμαίος»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 6/1/1991
Φραντσέσκο Πετράρχη, «Είκοσι πέντε Σονέτα και δύο τραγούδια»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.136/4,6,2007 σ.78-121
Λουΐτζι Πιραντέλλο- Μια απόπειρα καταγραφής της πρόσληψής του στον Ελληνικό χώρο
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 1/10/1989
Φρανσουά Ραμπελαί, «Γαργαντούας»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 26/3/1993 και 2/4/1993
«Βιβλία για τον Αρθούρο Ρεμπώ»
Περ. ΣΥΝΑΞΗ τχ. 25/3,1988 σ.
Μέσα Σελίμοβιτς, «Ο Δερβίσης και ο Θάνατος»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 22/101989
Γουσταύος Φλωμπέρ, «Το ταξίδι στην Ελλάδα»
Εφ. Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16/3/2008 τχ.272 σ.21
Sonya L. Jones, Ιστορία της Σύγχρονης Ομοερωτικής Λογοτεχνίας


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ-ΤΕΧΝΗ-ΔΙΑΦΟΡΑ


Περ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τχ.13/6,1993 σ.37-42
«ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ-Ο Άγιος της Οφιούσας»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 26/9/1995
«Αποκαλύψεως σπαράγματα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 27/3/1989
«Τέχνη και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 5/1/1992
«Ήνεγκε γαστήρ ηγιασμένη Λόγον, Σαφώς αφλέκτω ζωγραφουμένη βάτω…»
(Η εικαστική έκφραση όταν ο κόσμος ήταν απλός)
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 5/4 και 6/4 και 7/4/1988
«Ήθη και Έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.48/4,6,1989 σ.73-76
«Έρωτας και Πίστη»
Εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ 17/4/1987
«Την Μ. Παρασκευή αναβιώνουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 11/8 και 12/8/1988
«Έθιμα και παραδόσεις Αύγουστος- Δεκαπενταύγουστος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 30/9/1988
«Πάτμος, το νησί της Σιωπής και του Λόγου»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 31/12/1989
«΄Αγιος Βασίλης ο Έλληνας»
Περ. ΣΥΝΑΞΗ τχ.26/4,6,1988 σ.73-78
«Ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ της Ορθοδοξίας» (Άγιο Όρος)
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 16/4/1993
«Το μοιρολόγι της Παναγίας»

Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 23/4/1995 σ.30-31
«Η Κάμπια της Ανάστασης»(απόπειρα θεατρικού μονολόγου)
ΔΙΑΦΟΡΑ
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 23/12/1990 σ.42
«Η μηχανή» (Παιδικό διήγημα)
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 1/5/1994 σ.28
«Η Εφημερίδα» (Παιδικό διήγημα)
Εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1/9/1989
«Ο Χαμένος χρόνος της Εξουσίας» (πολιτικό άρθρο)
Εφ. ΝΙΚΗ 26/12/1986
«Το τραίνο της μεγάλης φυγής» του Κοντσαλόφσκι (κινηματογραφική κριτική)
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 22/11/1994
«Κομποσκοίνι Θανάτου»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 5/12/1989
«Η Σαλότητα της Πίστης και η Μοισαλλοδοξία της Πράξης»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 1/2/1996
«Στον φίλο που έφυγε νωρίς»(Αντώνης Σταυροπιεράκος)
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΆ 26/7/1996
«Ο Ηγεμόνας» (Ανδρέας Παπανδρέου) (πολιτικό άρθρο)
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 14/8/1996
«Παναγιά η Αυγουστιανή»
Περ. ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ τχ.42/11,1978
«κείμενο»
Εφ. Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΤΩΝ 4/10/2007
«Εκ των Υστέρων»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνεντεύξεις με τους:
Πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός εφ. Εξόρμηση 26/3/1993
Μητροπολίτης Ιάκωβος Γκίνης εφ. Φωνή του Πειραιά
Ψυχίατρος-Ιερέας Φιλόθεος Φάρος περ. Κ.Λ.Π. τχ.2/9,1993
Συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς περ. Κ.Λ.Π. τχ.3/12,1993
Συγγραφέας Βασίλης Λαζανάς περ. Κ.Λ.Π. τχ. 3/12,1993
Ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης περ. Οδός Πανός τχ. 93-94/9,12,1997
Ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος εφ. Φωνή του Πειραιά 1-2-3/7/1998

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ποιήματά μου έχουν δημοσιευθεί στα εξής έντυπα:
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ  (σε δεκάδες φύλλα)
Περ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τχ.15/12,1993
Περ.-Ανθολογία «ΔΑΥΛΟΥ» 1987
Περ. ΕΞΟΔΟΣ τχ.2/Ανοιξη-Καλοκαίρι 1984
Περ. ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τχ.134/5,6,1993
Περ. ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ τχ.13/12,1989
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.44/1988
Περ. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΤΗΣ τχ.6/Φθινόπωρο 1996

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΆ 21/8/2002 σ.4,5
«Πειραιάς, Ιστορία και Πολιτισμός» εκδ. Δήμος Πειραιάς 2001
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ τχ.223/4/10/1989 σ.
Χρίστος Αδαμόπουλος «Λόγος κεκρυμμένος περί φωτός ή αξονική τομογραφία Οδυσσέα Ελύτη»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 19/10/1989
Χρίστος Αδαμόπουλος «Ο ποιητής Μ. Στασινόπουλος»
Εφ. Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ 29/6/2008 σ.33 τχ.
Νίκος Αξαρλής-Κατερίνα Μπρεντάνου(επιμέλεια), Ο Πειραιάς και το Δημοτικό Θέατρο
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ τχ.245/5/9/1990 σ.
Αλέξανδρος Φερέντης Αρώνης «Επιχείρηση Μυστικός Δείπνος»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.2/3,1993 σ.
Μανόλης Αναγνωστάκης «ΥΓ.»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.77/5,1988 σ.
Μαρία Αργυριάδη «Η Λέσβος όπως την είδα και την φωτογράφησα»
Περ. ΔΙΑΒΆΖΩ τχ.
Ανδρέας Αγγελάκης «Σχολικό Θέατρο για Γυμνάσια και Λύκεια»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΆ 13/7/1987
Ανδρέας Αγγελάκης «Τα ποιήματα του δολοφόνου μου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΆ 16/9/1997
Μηνάς Αλεξιάδης «Λαικοί ποιητές της Καρπάθου»
Περ. ΛΙΜΑΝΙ τχ.33/3,1994 σ.152-153
Μανώλης Βλάχος «Ελληνική Θαλασσογραφία»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 10/2/1991
Νικηφόρος Βρεττάκος «Η φιλοσοφία των λουλουδιών»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 15/5/1995
Άγγελος Βογάσαρης «Η αγάπη της Μαιμούς»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 8/10/1989
Κώστας Βλάχος «Πειραιάς εκείνα τα χρόνια»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 29/7/1997
Νάσος Βαγενάς «Η πτώση του Ιπτάμενου Β»
Περ. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ τχ.131/3,2005 σ.58-59
Νάσος Βαγενάς «Στέφανος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 11/11/1991
Βασίλης Γκουρογιάννης «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.74/2,1988 σ.
Χρήστος Γιανναράς «Κριτικές παρεμβάσεις»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 31/5/1992
Χρήστος Γιανναράς «Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 22/10/1995
Χρήστος Γιανναράς «Τα καθ’ εαυτόν»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/2/1997
Χρήστος Γιανναράς «Ελληνότροπος Πολιτική»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 17/1/1995
Δημήτρης Γκαλιμανάς «Ο Βιβλιοψυχούλης»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 30/101997
Νίκος Γιαλούρης «Πέτρινα Πέλαγα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 18/3/1997
Δημήτρης Δασκαλόπουλος «Βιβλιογραφία Οδυσσέα Ελύτη» (συμπλήρωση βιβλιογ/ων στοιχείων)
Περ. Κ.Λ.Π. τχ. 1/5,1993 σ.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος «Βιβλιογραφία Οδυσσέα Ελύτη»(συμπλήρωση βιβλιογ/ων στοιχείων)
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ τχ.209/22/2/1989 σ.
Βερονίκη Δαλακούρα «Το παιχνίδι του τέλους»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 16/10/1994
Μάρω Δούκα «Ο Πεζογράφος και το Πιθάρι του»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 15/4/1997
Νίκος Δήμου «Αναμασήματα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/11/1997
Νίκος Δήμου «Από την οδό Ρήνου στην Ές Στράσε»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 6/8/1997
Φώτης Δημητρακόπουλος «Βυζάντιο και Νεοελληνική Διανόηση»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.80-81/1988 σ.
Επίκουρος «Κύριαι Δόξαι»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 2/12/1990
Οδυσσέας Ελύτης «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 9/10/1994 σ.23
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΉΣ, μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης. Επιμέλεια-σχόλια Μ. Ζ. Κοπιδάκης
Περ. ΔΙΑΒΆΖΩ τχ.208/8/2/1989 σ.
Τρύφων Ζαχαριάδης «Περίπτωση για νηφάλιους»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 8/5/1990
Αντώνης Ζαρίφης «Βήματα στο διάδρομο»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.1/5,1993 σ.
Κώστας Θεοφάνους «Χρονολόγιο»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 7/7/1988
Γρηγόρης Θεοχάρης «Λάφυρα»
Εφ. ΕΞΌΡΜΗΣΗ 4/11/1989
Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα Ελγίνεια μάρμαρα, το Κυπριακό ζήτημα»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 9/11/1989
Βρασίδας Καραλής «Τα σκεπτικά ποιήματα και το τελετουργικό άσμα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 14/2/1997
Γιάννης Καραμήτσος «Ύδρας Λεξιλόγιον»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.77/5,1988 σ.
Μαργαρίτα Καραπάνου «οΥπνοβάτης»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 12/1/1994
Καλλίνικος Καρούσος «Μήπως είσαι πλεονέκτης»
Περ. ΔΙΑΒΆΖΩ τχ.209/22/2/1989
Νίκος Κάσδαγλης «Το θολάμι»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 31/5/1990
Μαντώ Κατσουλού «Πιράνχας και Υάκινθοι»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 22/10/1996
Ξενοφών Κοκόλης «Φόνισσα του Παπαδιαμάντη»
Περ. ΣΥΝΑΞΗ τχ.37/1,3,1991 σ.101
ΠΟΝΤΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑ κείμενα:Μαριάννα Κορομηλά-φωτο: Λ.Έβερτ, Ν. Μηναίδη, Μ. Φακίδη
Περ. GAY τχ.2/101988
Ιωάννης Κονδύλης «Η Αθήνα όπως την έζησα και την εγνώρισα»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 10/6/1997
ΚΕΛΣΟΣ «Αληθής Λόγος»
Εφ. ΦΩΝΉ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 30/9/1997
Μένης Κουμανταρέας «Θυμάμαι την Μαρία»
Περ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ τχ. 81-82/11,12,1994 σ.540-544
Ναπολέων Λαπαθιώτης «Η ζωή μου»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.78/6,1988
Βασίλης Λαμνάτος «Οι Μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.49,50,51/Ανοιξη 1990 σ.165
Σταύρος Λαγκαδιανός «Εν-Δυο-κάτω»
Περ. GAY τχ.2/10,1988 σ.54
Κώστας Λιακάκος «Ο διπλανός ένοικος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 28/7/2005
Ευαγγελία Μπαφούνη-Νικόλαος Μέλιος «Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια»
Εφ. ΝΙΚΗ 19/12/1986
Αρτέμης Μάτσας «Θεατρικές Μνήμες»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 24/2/1991
Λορέντζος Μαβίλης «Τα Ποιήματα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 29/4/1996
Παναγιώτης Μαστροδημήτρης «Αναφορά στους Αρχαίους»
Εφ. ΕΞΌΡΜΗΣΗ 28/5/1995
Πατηρ Γεώργιος Μεταλληνός «Σύγχυση,Πρόκληση,Αφύπνιση»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.3/12,1993 σ.29
Μιχάλης Μερακλής «Έντεχνος λαϊκός λόγος»
Περ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ τχ.45/1988
Βασίλης Μοσκόβης «Η ποιήτρια και πεζογράφος Τούλα Μπούτου»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.1/5,1993 σ.32
Ευάγγελος Μόσχος «Η Μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 13/3/1996
Ευάγγελος Μόσχος «Οράματα και Θεωρήσεις»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.2/9,1993
Μάριος Μπέγζος «Το Μέλλον του Παρελθόντος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 10/6/1989
Τούλα Μπούτου «Στα χρόνια της καταχνιάς»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 5/9/1991
μοναχός Μωυσής «Αγρυπνία στο Άγιο Όρος»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/9/1997
Φάνης Μούλιος «Ο Ορφέας δεν είναι πια εδώ»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 6/11/2002
Κώστας Μουρσελάς «Ασκήσεις επί χάρτου-1»
Περ. Ο ΠΟΛΊΤΗΣ τχ.106/12,2002 σ.41-42
Μορφία Μάλλη «Μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός και περιφέρεια»
Εφ. Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ 10/6/2007 σ.24
Αλεξάνδρα Μπουφέα «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής
Περ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τχ.12/3,1993 σ.59-60
μοναχός Νικόδημος «Το χρώμα των αιώνων»
Εφ. Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ 15/2/2009 σ.34
Παναγιώτης Νούτσος, Τάσος Λειβαδίτης, ο κόσμος της ποίησής του
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.82/10,1988
Αγησίλαος Ντόκας «Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων»
Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τχ.73-74/5,8,1994 σ.
Παπαδιαμαντικά Τετράδια τχ.2/Φθινόπωρο 1993
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.80-81/1988 σ.
Ιωάννης Πανέρης «Προσωκρατικοί φιλόσοφοι»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 2/10/1994
Βίκυ Πάτσιου «Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογραφία(1880-1930)»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 6/8/1991
Κώστας Παπαδημητρίου «Μαρτυρίες»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 6/3/1989
Μάριος Πλωρίτης «Τέχνη, Γλώσσα και Εξουσία»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/8/1988
Κώστας Παπαπάνου «Αγωνίες»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 9/9/1988
Δήμητρα Σωτήρη Πέτρουλα «Που’ ναι η μάννα σου, μωρή;»
Περ. Κ.Λ.Π. τχ.3/12,1993 σ.37
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Αλληλογραφία»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.75/3,1988
Στέλιος Ράμφος «Η Γλώσσα και η Παράδοση»
Περ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τχ.14/9,1993 σ.43-46
Γιάννης Ρίτσος «Αργά, πολύ αργά μέσα στη Νύχτα»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 30/9/1996
Γεράσιμος Ρηγάτος «Τα Ιατρικά στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/12/1990
Μαρία Ρούσσου «Τι θα πάθει μ’ ένα χαστούκι»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 23/4/2001
Ευαγγελία Σολωμού «ΜπατιροΜαγειρική»
Περ. ΑΝΤΙ τχ.910/21-12-2007 σ.63
Αλεξάνδρα Σαμουήλ «Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 23/12/1990
Μίλτος Σαχτούρης «Καταβύθιση»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.76/4,1988
Γιώργος Σεφέρης «Χειρόγραφο Οκτ.’68»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 13/12/1996
Δημήτρης Σέρβος «Που λες…στον Πειραιά»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 4/12/1996
Τάκης Σπετσιώτης «στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 13/6/1996
Αναστάσιος Στέφος «Ο Μύθος της Κασσάνδρας στην αρχαία Ελληνική γραμματεία»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 2/7/1995
Συμεών «Συμεών Μνήμα»
Περ. ΣΥΝΑΞΗ τχ.28/10,1988
Δημήτρης Τσάμης «Το Γεροντικό του Σινά»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 20/4/1988
Γιάννης Τσαρούχης «Τα Γνωμικά»
Περ. ΔΙΑΒΑΖΩ τχ.198/14/9/1988
Παναγιώτης Τσουτάκος «Κονσουέλο»
Περ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ τχ.12/3,1993 σ.60-61
Παναγιώτης Τσουτάκος «Τώρα»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 5/2/1995 σ.22
Κώστας Ταχτσής «Συγγνώμη, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής»
Εφ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ 22/101989
Φιλόθεος Φάρος «Ήθος Άηθες»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 14/11/1996
Δημήτρης Φερούσης «Πάσα Πνοή»
Περ. ΔΑΥΛΟΣ τχ.86/2,1989
Κώστας Χατζηπατέρας-Μαρία Φαφαλιού «Μαρτυρίες 40-44»
Εφ. Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15/3/2009 τχ.325 σ.21
Νίκος Χατζητρύφων(επιμέλεια) Η Ομοφυλοφιλία στον Κινηματογράφο 
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 5/3/1997
Αχιλλέας Χρηστίδης «Προσωπογραφίες»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 29/6/1990
Γιάννης Χατζημανωλάκης «Το Λιμάνι του Πειραιά στη διαδρομή των αιώνων»
Εφ. Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ 30/12/2007 σ.27
Γιώργος Χρονάς «Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ»
Εφ. ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ 14/11/1988
Αλέκος Χρυσοστομίδης «Ένας νεκρός επιστρέφει»
Περ. ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ τχ.3/11,12,1993 σ.76-78
Μιχαήλ Ψελλός «Χρονογραφία» μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Βρασίδας Καραλής

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
•Παρασκευή 17/9/2010, σ.4,
Το περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης και η συμβολή του στα Πειραϊκά δρώμενα
•Τετάρτη 17/11/2010, σ.5,
Ο Πειραιάς και το Πολυτεχνείο
• Σάββατο 11/6/2011, σ. 3
Προς τον Σύλλογο Βιβλιοχαρτοπωλών και Εκδοτών Πειραιά
•Τρίτη 12/7/2011, σ.28,
Η Σιωπή, ο Έρωτας, η Ποίηση στο έργο του ποιητή Κώστα Γαρίδη
•Παρασκευή 28/10/2011, σ.11
Η 28 Οκτωβρίου και ο Πειραιάς
•Πέμπτη 3/11/2011, σ.14,
περιοδικό Πειραϊκό Ορόσημο τχ.36/7,8,9,2011
•Παρασκευή 4/11/2011, σ.6,
περιοδικό ΖΗΝΩΝ, τχ. 219/10,11,12,2011
•Πέμπτη 17/11/2011, σ. 7,
Ο Πειραϊκός Τύπος και το Πολυτεχνείο
•Τετάρτη 23/11/2011, σ. 13,
Θεόδωρος Βλάσσης-Αναδρομή στον Παλαιό Πειραιά
•Τετάρτη 30/11/2011, σ.13,
περιοδικό Απόλλων- Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς
• Τετάρτη 21/12/2011, σ 13,
Γιώργος Φτέρης-Πειραιάς
• Τετάρτη 28/12/2011, σ.13,
Το Γηροκομείο του Πειραιά.-Βασίλης Καστριώτης
•Σάββατο 3/12/2011, σ. 5,
Βαγγέλης Αθανασόπουλος
•Σάββατο 31/12/2011, σ. 13
Λουκία Ρικάκη. Μια Πειραιώτισσα πίσω από την κάμερα του πολιτισμού
•Τετάρτη 7/12/2011, σ.13,
Νίκος Καββαδίας-Το Φιλολογικό 1932 στον Πειραιά
•Τετάρτη 11/1/2012, σ.13,
Γκίκας Μπινιάρης-Θεατρικά καθέκαστα στον Πειραιά τα χρόνια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής
• Παρασκευή 20/1/2012, σ. 13,
Τα περιοδικά του Πειραιά. Φοίβος-Ζήνων-Φιλολογική Στέγη
•Τετάρτη 25/1/2012, σ.13,
Ο Ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης στον Πειραιά
•Πέμπτη 26/1/2012, σ.13,
Η άλλη Ελλάδα του Θόδωρου Αγγελόπουλου
• Τετάρτη 8/2/2012, σ.13,
Ποδοσφαιρικό Requiem για τους Φιλάθλους της ΘΥΡΑΣ 7
• Τετάρτη1/2/2013, σ.13
Υμνητές της Θάλασσας στη λογοτεχνία μας
•Σάββατο 18/2/2012, σ.13,
περιοδικό Πειραϊκό Ορόσημο τχ. 37/10,11,12,2011
• Τετάρτη 15/2/2012, σ.13,
ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ  ΣΑΟΥΜΠΕΡΤ. Ο βίος του Φιλέλληνα αρχιτέκτονα και τα σχέδιά του για τον Πειραιά

ΒΙΒΛΙΑ

  1. Άσμα Ασμάτων-Τάκης Σινόπουλος, εκδόσεις. Βιβλιογονία, Αθήνα, 1990 (δοκίμιο).
  2. Ολίγη Λιβάς, εκδόσεις. Σελάνα, Πειραιάς, 1998 (ποίηση).
  3. Μυρτιώτισσα, επιμέλεια-παρουσίαση Γ. Μπαλούρδος, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2002.
  4. Μαρία Περικλή Ράλλη, Πειραιάς, 2006 (μελέτη).
  5. Πειραϊκό Πανόραμα-Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Χρονολόγιο του Πειραϊκού χώρου 1784-2005, εκδόσεις. Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2006.
  6. Ανθρωπογεωγραφική Πειραιογνωσία-24 συν 3 κείμενα για το Βασίλη, επιμέλεια-ανθολόγηση Γ. Μπαλούρδος, (Πειραϊκό Ανθολόγιο) εκδόσεις. Κιβωτός, Πειραιάς, 2008.
  7. Βιβλιογραφία για τον Πειραιά, εκδόσεις. Τσαμαντάκη, Πειραιάς, 2010.
  8. Πειραϊκό Λεύκωμα, έκδοση. εφημερίδα Κοινωνική, Πειραιάς, 2010 (Γενική επιμέλεια, κείμενα, διόρθωση και επιλογή κειμένων).
  
    







  



Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Τόμας Στερν Έλιοτ

Τόμας Στερν Έλιοτ, 
Ο Άμλετ, η Θρησκεία, η Λογοτεχνία, Αθήνα 1988

      
       Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν  ποιητή και δοκιμιογράφο σαν τον Τόμας Στερν Έλιοτ. Ο Άγγλος Νομπελίστας συγγραφέας είναι ένας από τους μεγάλους εκείνους δημιουργούς που με οδηγό την Τέχνη κατέβηκαν στα υπόγεια της ανθρώπινης συνείδησης και από την μικρόψυχη αγωνία  του ατόμου υψώθηκαν στα ανώτερα δώματα της πνευματικής θεώρησης. Οτιδήποτε ο Σίγκμουντ Φρόϋντ ερμηνεύει μέσα από την επιστήμη της Ψυχανάλυσης ο Έλιοτ όπως και ο Σαίξπηρ ή ο Δάντης, το καταγράφει ερευνητικά μέσα από τα σκοτεινά ρουμάνια της Τέχνης. Η ποίησή του είναι επαρκώς κατανοητή, χωρίς να της λείπει και το στοιχείο της σκοτεινής ατμόσφαιρας. Η μυστική διάθεση κυριαρχεί σε αρκετές συλλογές του. Το θέατρό του επίσης είναι στοχαστικό, με έντονη ποιητική ατμόσφαιρα. Το κριτικό δοκιμιακό του σύστημα στηρίζεται πάνω στην αυστηρά επιλεγμένη γνώση και εμπειρία του Δυτικού ανθρώπου, που έχει για τη ζωή και την Τέχνη. Είναι το ασφυκτικά ορθολογικό σύστημα του ανθρώπου της Δύσης, που η ίδια η σκέψη του αποτελεί μία βιωματική εμπειρία. Στον Δυτικό άνθρωπο η καθαρή νόηση υπερέχει της μυστικής εμπειρίας. Το ερμηνευτικό μοντέλο του Άγγλου συγγραφέα καθώς και τις ποιητικές του αρχές μετέφερε κατά κάποιον τρόπο στην καθ' ημάς Ανατολή ο Έλληνας Νομπελίστας ποιητής και δοκιμιογράφος Γιώργος Σεφέρης.
         Στο πρώτο μέρος του δοκιμίου ο συγγραφέας με αντιρομαντικό και θετικιστικό πνεύμα αναλύει την Σαιξπηρική τραγωδία, και σφραγίζει με την προσωπική αναλυτική του ματιά το πρόσωπο και το ομώνυμο έργο του Ελισαβετιανού δραματουργού. Αξίζει να σταθούμε σε ένα απόσπασμα του συγγραφέα που φανερώνει τη οπτική με την οποία αντικρίζει τον Άμλετ:
"Αυτοί που θεωρούν τον Άμλετ έργο τέχνης επειδή τον βρίσκουν ενδιαφέροντα, είναι περισσότεροι από αυτούς που τον βρίσκουν ενδιαφέροντα επειδή είναι έργο τέχνης. Ο Άμλετ είναι η Μόνα Λίζα της Λογοτεχνίας".
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση για ένα έργο που η θεατρική του αρτιότητα μπολιάζεται με πολλά ψυχαναλυτικά στοιχεία. Ο Άμλετ σαν ήρωας μέσα στο Σαιξπηρικό έργο κατέχει μια σημαντικότατη θέση. Ο χαρακτήρας του είναι από τους πιο δύσκολους όχι μόνο σαν θεατρική υφή αλλά και σαν σκηνική παρουσία.
    Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Έλιοτ υποτάσσει την κριτική του οξυδέρκεια στον ρόλο του πιστού καθολικού. Ο πιστός καθολικός υπερτερεί του στοχαστή δημιουργού. Η λογοτεχνική δεινότητα του τεχνίτη υπερσκελίζεται από την προσωπική του πίστη. Η Τέχνη υποχωρεί χωρίς όμως να χάνεται η μαγεία του συγγραφέα η οποία παραμένει αλώβητη.

    Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
περιοδικό Δαυλός, τεύχος 79/ Ιούλιος 1988    

ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ


ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ

Ελλάδα και Μάης μαζί. Αθήνα 1987
                                                       
      
         Η Βιρτζίνα Γούλφ είναι η ίσως μοναδική γυναικεία παρουσία στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία που αγάπησε και λάτρεψε τόσο πολύ την Ελλάδα. Μια Ελλάδα όμως έτσι όπως την ονειρεύτηκαν μέσα στα σπουδαστήρια των παιδικών και εφηβικών τους χρόνων οι περισσότεροι αρχαιοσμιλευμένοι συγγραφείς.
Γι’ αυτούς, ο ελληνικός χώρος-η ελλαδική επικράτεια- υπήρξε περισσότερο μια υπαρξιακή εκκίνηση για να εκφράσουν τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις, τις υπαρξιακές τους αγωνίες πάνω στο ωραίο, το αγαθό, το απόθετο κάλλος του κόσμου, το αεί αιτούμενο, τη φωτεινότητα της ψυχής, το πλέον της αλήθειας, το θείο. Η παρθένα φύση της, τα ηλιόλουστα τοπία της, οι δαντελωτές παραλίες της, ο λυρικός μυστικισμός των θρησκευτικών και παραδοσιακών δοξασιών του τρόπου ζωής των κατοίκων της και μια αδιόρατη και παράξενη περιρρέουσα ερωτική ατμόσφαιρα που διαχέεται στο «ελλαδικό σύμπαν» έθελγαν και ίσως εξακολουθούν να μαγεύουν τους αποσυνάγωγους του δυτικού κόσμου. Μέχρι πρότινος η Ελλάδα και η ιστορία της, υπήρξε ο κύριος ελλιμενισμός των ιδεολογικών και φιλοσοφικών τους αναζητήσεων.
     Η σημαντική αυτή Αγγλίδα συγγραφέας επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1906 σε ηλικία 24 ετών. Από το 1898 έχει αρχίσει να εντρυφά στην ελληνική παιδεία. Οι αρχαίοι τραγικοί, ο Πλάτωνας, οι ιστορικοί συγγραφείς υπήρξαν οι αγαπημένοι της σύντροφοι στα νεανικά και εφηβικά της διαβάσματα. Τα φιλοσοφικά ιδεώδη και κοινωνικά ιδανικά της κλασικής Αθηναϊκής εποχής που μαγνήτιζαν τη Βιρτζίνια Στήβεν καθώς και το πρώτο αυτό ταξίδι στη γη των Θεών, απεικονίστηκαν με ενδιαφέροντα τρόπο στο βιβλίο της «Το Δωμάτιο του Ιακώβου». Στο μυθιστόρημα αυτό, αλλά και σε άλλα της Αγγλίδας μυθιστοριογράφου υπάρχουν διάσπαρτες οι σκέψεις, οι απόψεις και οι διάφορες εικόνες των τοπίων που συγκράτησε από το εδώ πέρασμά της.
  Και έτσι θα προσθέταμε ότι ο ερχομός στην Ελλάδα για δεύτερη φορά το 1932, μολονότι η ίδια είναι μια μεσόκοπη, ψυχικά κουρασμένη συγγραφέας, με δεδομένη τη συμβολή της στα Αγγλικά γράμματα, εξακολουθεί να μοιάζει με το ταξίδι της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Για τη Γούλφ ο ονειρικός θαυμασμός για τη χώρα αυτή παραμένει ακόμα ακέραιος και ζωντανός μέσα στον πνευματικό και συναισθηματικό της κόσμο. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι εικόνες που σχεδιάζει στο ημερολόγιό της για το ελληνικό τοπίο είναι τόσο «ουτοπικές». Επισκέπτεται σχεδόν τα ίδια μέρη που οι πριν από αυτήν Ευρωπαίοι έχουν επισκεφθεί. Ακρόπολη, Μυκήνες, Δελφούς, Αίγινα, αλλά και Μυστρά, Δαφνί… -Άραγε να θυμήθηκε το πέρασμα από τη χώρα μας το 1877  του συμπατριώτη της και διάσημου συγγραφέα του Όσκαρ Ουάϊλντ;- Τόποι και χώροι, μνήμες και ιδέες που στάθηκαν πνευματικοί δείχτες στη συνείδηση των ατόμων. Συνάζει εικόνες, αφουγκράζεται συναισθήματα, συλλέγει εντυπώσεις, παιχνιδίζει με τις παραστάσεις και τις εναποθηκεύει με δέος στο λαβύρινθο της συνείδησής της. Με άρωμα θηλυκής ευαισθησίας και μια χαρακτηριστική εκφραστική λιτότητα σχολιάζει το εξωτερικό περιβάλλον που επισκέπτεται. Η ματιά της διαπνέεται από ένα σφιχτό λυρικό πάθος.
 « Η Αθήνα μοιάζει σαν σπασμένο τσόφλι», «οι άνθρωποι είναι απελπιστικά φτωχοί», «ο τόπος είναι τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορεί να διαφυλάξει τα συμφέροντά του».
   Στέκεται με περιέργεια μπροστά σε μια εκφορά Επιταφίου και ξαφνιάζεται με τους πολλούς στρατιώτες στους δρόμους. Οι παρατηρήσεις της λιτές ορισμένες φορές αφυδατωμένες, αντανακλούν τις μύχιες σκέψεις της. Οι εσωτερικοί μονόλογοι της Γούλφ, οι νωχελικοί στοχασμοί της, οι αδρές της εικόνες, μας αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί την εξωτερική πραγματικότητα και ερμηνεύει τα σύμβολα της απογραφής αυτής. Η Βιρτζίνια Γούλφ περισσότερο ονειρεύεται τον κόσμο παρά μετέχει σε αυτόν. Ανασύρει από τα έγκατα της ψυχής της άθραυστες εικόνες, λησμονημένες λεπτομέρειες, δραματικούς τόνους, σκόρπια γεγονότα, ατομικές περιπέτειες, ιδιαίτερες εμπειρίες, και συνυφαίνει το δικό της προσωπικό λογοτεχνικό καμβά. Όπως η αράχνη «παγιδεύει» αριστοτεχνικά με το λεπτό και άρτια πλεγμένο ιστό της τα μικρά ζωϋφια. Αρνούμενη να αποδεχθεί τη σύγχρονη τρέλα του κόσμου και τις επιφανειακές και ψεύτικες ανθρώπινες σχέσεις καταφεύγει στο παρελθόν. Βυθίζεται στα φωτεινά ερέβη της μνήμης της και από εκεί παρακολουθεί κοινωνικές πρακτικές, αφουγκράζεται περασμένα μεγαλεία, σχεδιάζει  ατμοσφαιρικούς τρόπους αφήγησης, αρχιτεκτονεί τις συνειδήσεις των ηρώων της. Τους ήρωές της διακρίνει μια στοχαστική περιπλοκότητα και μια ρευστή συνειδησιακή συγκρότηση. Ο συναισθηματικός τους κόσμος είναι συνήθως κυματοειδής. Παρότι βρίσκονται ανάμεσά μας κυκλοφορούν δίπλα μας και ακούμε τους παλμούς των ονείρων τους, οι ίδιοι είναι κάτοικοι ενός άλλου κόσμου.
    Η μετάφραση, για τις εκδόσεις Κρύσταλλο, είναι της κυρίας Μαρίας Τσάτσου και ακολουθεί με ευχέρεια και πιστά το ρυθμό της συγγραφέως. Η εισαγωγική σημείωση είναι του κυρίου Άρη Μπερλή.

Γιώργος Μπαλούρδος, πρώτη γραφή
εφημερίδα Εξόρμηση 14/1/1990                       

Γιάννης Τσαρούχης

 Η Αγαλματοποίηση του Έρωτα

του Γιώργου Μπαλούρδου

      

     Για εμάς τους νεότερους, ο Πειραιώτης δάσκαλος Γιάννης Τσαρούχης, είναι ένας από τους φάρους της ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Ένα από τα γονιμοποιά στοιχεία όπως υπήρξε και η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Εύα Σικελιανού, η Δώρα Στράτου, ο Δημήτρης Πικιώνης, η οικογένεια των Σπαθάρηδων, η Ραλλού Μάνου, ο Κάρολος Κούν, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Κίτσος Μακρής, ο Τάσσος, ο Σπύρος Βασιλείου και μια σειρά άλλων αξιοσημείωτων προσωπικοτήτων που με το ήθος της ζωής των, και τη δημιουργική τους παρουσία και συμβολή οριοθέτησαν τα πλαίσια της ελληνικότητας, προσδιόρισαν τις αρχέγονες αξίες της παράδοσης μας, αφαίρεσαν τις άγονες ξένες επιδράσεις, επανατροφοδότησαν τον ψυχισμό του νεοέλληνα με ελληνικά και όχι φιλελληνικά στοιχεία και έθεσαν τις βάσεις της εθνικής μας νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι ένας από τους σπουδαιότερους και όχι μόνο καλλιτέχνες της γενιάς του 1930, ο οποίος επαναπροσδιόρισε το κέντρο βάρους των αισθήσεών μας, μας πρότεινε να κοιτάξουμε με άλλο μάτι την λαϊκή τέχνη, κάτι που οδηγούσε κατευθείαν στον Θεόφιλο, άφησε πίσω τα άχαρα βαρίδια της ηθογραφικότητας, διεύρυνε το εύρος των ανησυχιών μας στην επιθυμία μας  να επαναβαπτιστούμε στις πανάρχαιες ρίζες της φυλής χωρίς τις κακόηχες αντι ηχήσεις της στείρας προγονοπληξίας. Ο τρόπος θεώρησης του βίου και του έργου του μας οδήγησε να ξαναχαρούμε με τις παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών. Να απολαύσουμε την ασίκικη λεβεντιά του ζεϊμπέκικου χορού να επαναερμηνεύσουμε τη λαϊκή διακοσμητική τέχνη, την κεραμική, την νεοκλασική αρχιτεκτονική. Ο Τσαρούχης μας δίδαξε, τι θα πρέπει να κρατήσουμε από την συναναστροφή μας με τον δυτικό πολιτισμό και τι να του αντιπροτείνουμε από την δική μας παράδοση. Ότι θα πρέπει να στεκόμαστε υπερήφανοι δίπλα στον δυτικό άνθρωπο και όχι μειονεκτικά έστω και αν σαν έθνος δεν ωφεληθήκαμε άμεσα από τα επιτεύγματα του διαφωτισμού. Και σαν χώρα δεν βιώσαμε την δική μας πολιτιστική αναγέννηση.
     Το έργο του εκφράζει μια εικαστική φιλοσοφία, υπακούοντας σε συγκεκριμένες αξιολογικές αρχές και στάσεις του βίου που προσδιόρισαν την μετέπειτα ερμηνευτική μας. Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα  έχει την παράδοση ενός αρχαίου ήθους, που ανάγεται στις απαρχές της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Οι οντολογικοί του προβληματισμοί οδηγούν στις αντίστοιχες ανησυχίες και διλήμματα των βυζαντινών αγιογράφων. Οι εικαστικές του αφηγήσεις ενώ είναι έντονα ελληνοκεντρικές, ταυτόχρονα είναι και οικουμενικές, αποπνέουν μια καθολικότητα. Πέρα από χρωματικούς εντυπωσιασμούς ή εγκεφαλικές σχεδιαστικές αποτυπώσεις που υιοθετούσαν οι παλαιότεροι από αυτόν ζωγράφοι. Ο εικαστικός του κόσμος είναι πάντοτε επώνυμος, έχει ταυτότητά, την ιδιαίτερη σφραγίδα του, την σύγχρονη και κοσμείται έντονα με τα διαχρονικά σύμβολα της παράδοσης. Αντίθετα η έντονη ελληνικότητα του Νίκου Εγγονόπουλου, είναι κάπως πιο «αφηρημένη», οι εικαστικοί του ήρωες που παραπέμπουν σε πρόσωπα ιστορικά είναι συνήθως χωρίς μορφή, χωρίς το στίγμα του βλέμματος που τους προσδιορίζει και μας προσδιορίζει. Έχουν διαφορετικό εύρος ιστορικής υστεροφημίας. Ο Τσαρούχης υπήρξε ένας ζωντανός μύθος, ο οποίος με τις γραπτές του καταθέσεις, τις εικαστικές του μαρτυρίες, τις σκηνογραφικές του προτάσεις, τις καίριες παρατηρήσεις για το αρχαίο θέατρο αλλά και την σύγχρονη αισθητική μας ματιά, αντιπροσωπεύει τον βασανιστικό αρχετυπικό τύπο ζωής του Έλληνα στην ανηφορική πορεία του προς την αυτοσυνειδησία. Στην ιστορική του προσπάθεια να βάλλει σε τάξη τα πράγματα γύρω του για να μπορέσει να τα ονοματίσει  και να οδηγήσει τον κόσμο εύκοσμο και ένδοξο προς το απόλυτο, δηλαδή την αθανασία. Με γνώμονα την εμπειρία του καθημερινού βίου και την ανεύρεση
της λεπτής ισορροπίας μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Λήθης και ανωνυμίας. Το βλέμμα του πάντα καθαρό,  αναζητά να ορίσει αυτήν την μυστηριακή λευκότητα  που διαχέεται στα πράγματα και στις μεθυστικές κινήσεις των σωμάτων, στα ανεπίληπτα ηδονικά χαρακτηριστικά των προσώπων και στην ερωτική καθαρότητα του ελληνικού φωτός. Στο έργο του αποφεύγει τις επίπλαστες φιλολογικές εξαρτήσεις που αμαυρώνουν τις προθέσεις της όρασης, στέκει μακριά από αλλότριες ξενοδουλεμένες καταθέσεις που σκοτεινιάζουν την φωτεινή πολλαπλότητα της ελληνικής φυσικής ατμόσφαιρας. Κρατά απόσταση ασφαλείας από επιρροές που δεν ευδοκιμούν στον κόσμο των προθέσεών του, τεχνικές που αγνοούν την λεπτή ενδοσυνομιλία μεταξύ φωτός και σκιάς, χρώματος και σχεδίου, μορφής και χώρου. Η εικαστική του αφήγηση διαπλάθει την σύγχρονη αντίληψή μας περί αισθητικής. Περί του λαϊκού υψηλού. Ο τρόπος του υποστασιοποιεί τα αρχαία αδούλευτα μυστικά της ελληνικής παράδοσης. Κάτι που του μεταλαμπαδεύτηκε από τον Φώτη Κόντογλου. Η ακριβή στάθμης τεχνική του, η εικονιστική του μαεστρία, αβίαστα δικαιολογούν την κοινή αφετηρία, το ίδιο ενιαίο τεχνοτροπικό κέντρο αναφοράς που βρίσκεται
στον ακμαίο κόσμο των αρχαίων Ελλήνων Αγγειογράφων, στον χρωματικό πλούτο των προσωπογραφιών της τέχνης των Φαγιούμ, αλλά και στην καλλιτεχνική πόζα των Κυριακάτικων οικογενειακών φωτογράφων. Η χρήση των Πολυγνώτειων χρωμάτων, η εξάντληση της ώχρας, η άρνηση της ιμπρεσιονιστικής λογικότητας των έντονων κίτρινων κηλίδων, η χειραφέτηση της φόρμας προς όφελος της λειτουργικής καθαρότητας, η υιοθέτηση στοιχείων που οδηγούν στην μοναδικοποίηση ίσως της παράστασης αλλά όχι στην απολυτοποίησή της. Η αβίαστη εισδοχή μιας γνώριμής μας καθημερινότητας μέσα στην σύνθεση, η ροπή προς την φωτογραφική πόζα, οι απελευθερωτικές δυνάμεις της χρωματικής πρότασης με ηγεμονεύοντα ρόλο εκείνον του λευκού, η προσεγμένη λειτουργία των γραμμών, η εκστατικότητα των σωματικών στάσεων, η τυποποιημένη κάπως χαρακτηρολογία των προσώπων, οι εν κινήσει συνομιλίες των σωματικών τύπων, αναδεικνύουν με περισσή χάρη και γοητεία τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο των εικονιζομένων. Που δεν είναι παρά η χαρακτηριστική τυπολογία και ο σταθερός γονότυπος της Ελληνικής φυλής στην διαχρονική του πορεία.
    Με την μονοδιάστατη χρήση μιας αντρικής ιδιοτυπίας, ο Τσαρούχης πέτυχε να αποτυπώσει το στίγμα του έρωτα πάνω στις διάφορες μορφές και τα πράγματα μέσα στη ροή των γεγονότων. Τα δάνεια αναγεννησιακά στοιχεία-των νεαρών μακρυμάλλιδων, με το ηδυπαθές βλέμμα, που τόσο άρεσαν στους Μαικήνες της αναγέννησης-επανατροφοδοτήθηκαν από την γηγενή διονυσιακή Ελληνική ατμόσφαιρα μπολιάζοντας την ερωτική τους χαύνωση. Κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή του και για τα εικαστικά δεδομένα. Η νατουραλιστική απεικόνιση των ωραίων δυτικών εφήβων, έγινε αρετή της Ελληνικής αρρενωπής ομορφιάς έτσι όπως ένας μαΐστορας του έρωτα γνωρίζει να αποδώσει. Παρόμοιες ερωτικές προτάσεις συναντάμε και στο έργο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου, με τον λούμπεν ηδονόχαρο ερωτισμό του. Την διάσπαρτη ακροβασία του μεταξύ λεηλατημένου πόθου και ενοχικής σεξουαλικότητας. Ο Τσαρούχης σέβεται την μορφή δεν την κατακερματίζει, δεν παραμορφώνει την οργανική της ενότητα, χρησιμοποιεί σταδιακά μια στέρεα αναγνωρίσιμη εικαστική γλώσσα με πολλαπλές εκδοχές λειτουργικότητας. Ακολουθεί μια ερμηνεία ζωής, η οποία δεν φοβάται να πειραματιστεί πάνω στην γοητεία του μεταφυσικού στοιχείου που συναντά σε κάθε σωματικό στίγμα που ξέρει να διηγείται μοναδικά την παρουσία του. Που αποκαλύπτει με σεξουαλική αναίδεια ακόμα και τα πιο απόκρυφα σημεία του. Που δεν ντρέπεται να εκθέσει την λάγνα γυμνότητά του και να κάνει επίδειξη ορισμένες φορές των σημείων που τον προίκησε η μητέρα φύση, και είναι σαν να μας λέει, μην δειλιάζετε, απολαύστε αυτό που σας προτείνω, τώρα που η ανθοφορία του κορμιού συναντά την εικαστική χρονική αιωνιότητα. Η συσσωρευμένη αυτή αντρική γυμνότητα της τσαρούχειας πρότασης φέρνει στο νου τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα, που αναδείκνυαν το αρχαίο κάλλος. Ο ζωγράφος αποφεύγει συστηματικά να μεταθέσει το στοιχείο αυτό στο χώρο του μύθου. Να το επενδύσει με την αχλή της ηθικότητας. Την υπερβολική αυστηρότητα των βυζαντινών αγιογράφων με την άσαρκη αγιότητά τους. Η δεσπόζουσα αυτή πλημμυρίδα των γυμνών αντρικών σωμάτων μέσα στο έργο ενός Έλληνα καλλιτέχνη δεν νομίζω ακόμα να έχει ξεπεραστεί. Μόνο ο κινηματογραφικός φακός του Ραινερ Βέρνερ Φασμπίτερ έχει να μας προτείνει τόση αντρική-ενδεδυμένη φυσικά-«βαρβατίλα».
     Το  αντρικό κορμί στο έργο του Τσαρούχη, είναι κατά κύριο λόγο γυμνό, δεν γίνεται σαράκι των αισθήσεων, ουρλιαχτό των προσφυγικών επιθυμιών μας, ψεύτικο υπονοούμενο για αδύναμες υπάρξεις. Μάλλον, «καλιαρντεύει» την παρουσία του έτσι όπως θα το ήθελε ένας γνήσιος Έλληνας, ο Θάνος Βελλούδιος. Ακόμα και όταν είναι ντυμένο ή μισοντυμένο αποζητά την απέκδυσή του. Δεν του αρέσει το μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα του ονείρου. Επιδιώκει το βλέμμα που θα μαγνητιστεί από αυτό, θα το θωπεύσει με λαγνεία και θα το γδύσει βίαια, τρυφερά,
αχόρταγα. Θα το απελευθερώσει λιμασμένα από το βάρος της μικροαστικής μας σεμνοτυφίας. Αυτοί οι γυμνοί ερωτικοί αρκουδόμαγκες που στέκονται μετωπικά απέναντί μας, οι «μπάνικοι» στρατιώτες με τους τουρλομένους γλουτούς. Οι μαυροτσούκαλοι ψωμομένοι τύποι, που συναντάμε αργότερα στις αντίστοιχες ποιητικές εικόνες του Ανδρέα Αγγελάκη. Οι ερωτικοί ζεϊμπέκηδες, οι ανώνυμοι ή επώνυμοι καθημερινοί άγνωστοι που αναγνωρίζουμε στις σεξουαλικές περιπλανήσεις της ποίησης του Γιώργου Χρονά. Που ποζάρουν και χορεύουν μόρτικα, με ασίκικες κινήσεις, βαριές, αρχοντικές, με τις οργιαστικές τους παραπόδας προθέσεις. Που είναι έτοιμοι να πηδήξουν από το κάδρο και να χαθούν μέσα στο πλήθος των ενοχών μας. Αυτά τα λεβέντικα «μπαρότεκνα» που στέκουν καθηλωμένα σε μια νωχελική στάση, λουσμένα με την φωτεινή τους λαγνεία σε μια πρόκληση δοξαστική. Που δεν αρνούνται να φανερώσουν την μικρή κλίμακα των προσωπικών τους συναισθημάτων, τον μπρούτο χαρακτήρα τους, την ανενοχική τους διάθεση. Οι νέοι αυτοί, οι άντρακλες του κόσμου του Τσαρούχη, δεν θυμίζουν τους Καβαφικούς νέους που ντρέπονται συνήθως για τον αμαρτωλό τρόπο ζωής τους, που αποζητούν το σκιόφως για να εκθέσουν τις επιλογές τους. Δεν κρύβονται πίσω από τα καφασωτά της ηθικής, δεν χρειάζονται την συμβολική επίφαση της ιστορίας για να εκτεθούν. Φέρνουνε στην μνήμη μας τους λαϊκούς ένστολους άντρες της ποιητικής κατάθεσης του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αλήθεια, πόσο συγγενεύει, αυτός ο σεξουαλικός φετιχισμός της στολής του Τσαρούχη με αυτόν του κυρίου Ντίνου; Και φυσικά δεν έχουν την λυγρή ευαισθησία των ερωτικών προσώπων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ούτε την αφανέρωτη σεξουαλικότητα του κόσμου του Σταύρου Βαβούρη. Ορισμένες φορές θυμίζουν τις παραπλανητικά ερωτικές εικόνες των αντρών του Νίκου Χαντζάρα και ανακαλούν κάπως την ατμοσφαιρική γλώσσα του Μήτσου Παπανικολάου παρά του Αλέξανδρου Μπάρα.. Οι λαϊκοί «παιδοβούβαλοι» του Τσαρούχη, αυτά τα ζωώδη μαγκάκια μιας άλλης εποχής,-που έχουν τόσες οραματικές ομοιότητες με τους τύπους του Ζαν Ζενέ-ενίοτε, αλληλοσυμπληρώνουν τον τυπολογικό τους εικαστικό χαρακτήρα. Η πληθωρική τους ανεκφραστικότητα, το απλανές αλλά μόρτικο βλέμμα τους, η αντρική τους κορμοστασιά, η εύκολα αναγνωρίσημη σιλουέτα τους, η σταθερή υφολογική τους διάθεση, ανεξάρτητα από τον λειτουργικό ρόλο που τους ορίζει από σύνθεση σε σύνθεση ο ζωγράφος, οδηγεί την όρασή μας σε ένα κορεσμό, σε ένα γυμνό λίγωμα, σε μια διάθεση αναζήτησης άλλων αναφορών μέσα στο φόντο για τέρψη. Αυτή η μονοδιάσταση εστίαση του βλέμματος του ζωγράφου καμιά φορά κουράζει, ίσως και να απωθεί. Από την άλλη πάλι, η αποκαλυπτικά αθώα και ποθητή φυσική ρώμη και φωτεινή αγριάδα του αντρικού κορμιού, συνήθως περιορισμένη σε ένα κάπως στενό πλαίσιο χωρίς πάντοτε διακοσμητικά παραγεμίσματα, δεν υποδηλώνει μόνο την δική της παρουσία αλλά και αυτό που μας λείπει, ότι η κοινωνία με τους μηχανισμούς της μα στερεί.
     Η συμπαγής και καθαρή σχεδιαστική σύνθεση του γυμνού μοντέλου, η πρωτόγονη σαφήνεια του όγκου της που την δανείστηκε από τους Φωβιστές και ιδιαίτερα τον Ανρι Ματίς. Ή ένταση του φωτισμού, η θέση του κορμιού μέσα στον χώρο, οι σκουρόχρωμες σκιαγραφήσεις, η πλαστικότητα του συνολικού αποτελέσματος, οι συνδιαστικές τονικότητες των χρωμάτων, ο σκοπός της αφήγησης, οι αρμονικές αναλογίες των χρωματικών στιγμάτων, το παιχνίδισμα των προθέσεων, η έντονη οικειοποίηση μιας αισθησιακότητας που δεν ρέπει προς την χυδαιότητα, η ισορροπημένη χειραγώγηση των συναισθηματικών προθέσεων, οι διάφορες οσμώσεις του γυμνού, η μεθυστική διάθεση της εντύπωσης, τέλος, το μετωπικό βλέμμα που τοξεύει στο άπειρο, όλα αυτά, οδηγούν στην αγαλματοποίηση της σεξουαλικότητας, θα σημειώναμε, αν είναι δόκιμος ο όρος και στις αρχαίες πηγές της Ελληνικής τέχνης. Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η βιολογική γονιμότητα, και η ερωτική πρόκληση δεν προβάλει από την γυναικεία φιγούρα αλλά από την αντρική. Ποτέ η αντρική φιγούρα δεν θηλυκοποιείται. Η γυναικεία εικόνα υπολειτουργεί στην ερωτική πρόθεση του ζωγράφου. Όπου παρουσιάζεται είναι περισσότερο για να δηλώσει τον κοινωνικό της ρόλο τον παραδοσιακό της τρόπο ζωής, τα στολιστικά της πλουμίδια, παρά για να ελκύσει την αρσενική ματιά, ή να θαυμαστεί η σεξουαλικότητά της. Να γίνει το φανερό ή το σκοτεινό αντικείμενο πόθου. Αντίθετα, η γυναικεία παρουσία, εκθέτει την ερωτική της γυμνότητα σε διάφορες πόζες μέσα στο έργο του Γιάννη Μόραλη, κρατά τον πρωτεύοντα ρόλο, πέριξ της δικής της παρουσίας στρέφονται όλα. Η «ειδωλολατρική» αυτή γυμνότητα του Τσαρούχη, δεν μας ξενίζει αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρος σχεδόν ο Ελληνικός πολιτισμός είναι καθαρά ανδροκεντρικός. Υπέρμετρα υμνητικός της ανδρικής αρρενωπότητας. Στον τομέα αυτόν όπως και στην παράθεση στοιχείων της καθημερινότητας των ταπεινών αλλά ουσιαστικών λειτουργιών του καθημερινού ανθρώπου και στην δοξολόγηση των απλών πραγμάτων, ο εικαστικός κόσμος του Τσαρούχη έχει αρκετές συγγένειες με τον ποιητικό κόσμο του Γιάννη Ρίτσου. Και οι δύο επίσης υμνούν το Ελληνικό λαϊκό αντρικό κορμί κάτω από άλλες ιδεολογικές αναφορές, αλλά από όμορες ευαισθησίες και επιθυμίες.  
     Ό θεματικός κύκλος του Γιάννη Τσαρούχη περιλαμβάνει ακόμα, νεοκλασικά σπίτια ένδοξων οικογενειών, παλαιά καφενεία που η φήμη τους έμεινε στον χρόνο, Πειραϊκές τοποθεσίες που αποθήκευσε η παιδική του μνήμη από τη γενέθλια πόλη, συνθέσεις με νεκρές φύσεις, πορτραίτα γνωστών φιλικών του προσώπων, παραδοσιακές γυναικείες ενδυμασίες, πολιτικά στιγμιότυπα. Αλλά και ποδοσφαιριστές, ποδηλάτες, πληθώρα ναυτών, εσατζήδες, στρατιώτες στην κυριακάτικη έξοδό τους, φουστανελοφόρους και φοιτητές, γνωστά του μοντέλα, καλλίγραμμοι νέοι, καθιστοί, γυμνοί, που ρεμβάζουν, σε στάση αγάλματος Ολυμπίας, νέοι ως φύλακες άγγελοι, άλλοι που ποζάρουν για τις εποχές του έτους, γυναικεία «πορτραίτα-φαγιούμ», αυτοπροσωπογραφικές προτάσεις, οικογενειακά στιγμιότυπα, ο ζωγράφος Θεόφιλος σαν μέγας Αλέξανδρος, συνορεύει με την εικόνα του θαλασσινού ποιητή Νίκου Καββαδία. Καθώς και ένας κύκλος θεατρικών σκηνογραφιών συνθέσεων, μαζί με τις άλλες του δραστηριότητες- την σκηνοθεσία και την μετάφραση αρχαίων τραγωδιών, τη συγγραφή ποιημάτων και τις συχνές παρεμβάσεις του σε θέματα πολιτισμού είναι το ταμείο κατάθεσης αυτού του σοφού δασκάλου.
     Οι προσωπικές αυτές σκέψεις ήρθαν στον νου μου καθώς παρακολούθησα την ενδιαφέρουσα έκθεση του ζωγράφου που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη, που τόσα του οφείλουμε εμείς οι φιλότεχνοι. Τα χρόνια πέρασαν, το κορμί βάρυνε, οι αναμνήσεις αυξήθηκαν.
   Όμως το έργο του σημαντικού αυτού δασκάλου, η συνάντησή μου μαζί του, παραμένει παρόν και επιβλητικό. Γυμνό, αθώο, πάνλευκο, ιερά προκλητικό, όπως το εξαγνιστικό φως που εκπέμπουν οι εικόνες των αγίων στις λησμονημένες και αλειτούργητες απόμακρες και υγρές σκήτες της χερσονήσου του Άθω.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, 
εφημερίδα, Η Αυγή της Κυριακής, 21 Φεβρουαρίου 2010 σ. 34-35.