Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΙΔΗΣ


Η Σιωπή, ο Έρωτας, η Ποίηση στο έργο του Κώστα Γαρίδη

                                                                   Του Γιώργου Μπαλούρδου

          Ο Κώστας Γαρίδης γεννήθηκε στους Δολούς της Μεσσηνίας στις 10 Ιανουαρίου του 1919 και άφησε την τελευταία του πνοή στο Πέραμα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1984. Σταδιοδρόμησε στον εργασιακό του βίο ως τελωνειακός υπάλληλος. Νυμφεύτηκε τη Νίκη Κακαβά και απέκτησε τρία τέκνα. Πήρε μέρος όπως οι περισσότεροι νέοι της γενιάς του, στην Εθνική Αντίσταση εναντίον των δυνάμεων κατοχής και υπήρξε δραστήριο στέλεχος διαφόρων οργανώσεων. Από πολύ νωρίς ανέπτυξε έντονη πνευματική δράση δημοσιεύοντας ποιήματά του σε διάφορα περιοδικά της ιδιαιτέρας του πατρίδας. Επίσης, σε έντυπα του Πειραιά όπου έζησε το σύνολο σχεδόν του βίου του, καθώς και σε διάφορα άλλα, δημοσιεύοντας κείμενα ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
          Ο κύριος όγκος της πνευματικής εργασίας του Κώστα Γαρίδη αποτελείται από δέκα πέντε ποιητικές συλλογές που εξέδωσε από το 1957 έως το 1981 ενόσω ζούσε και μία που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
     Αυτές είναι οι εξής : Δύσκολες ‘Ωρες, Πειραιάς 1957. Η Σιωπή και οι άνθρωποι, Πειραιάς 1959. Ανακωχή με τη σιωπή, εκδ. Το Ελληνικό Βιβλίο-Αθήνα 1960. Στώμεν Καλώς, Κέδρος-Αθήνα 1963. Η Παναγιά των μελτεμιών, εκδ. Εταιρία Ελληνικών Εκδόσεων 1965. Φολέγανδρος, Αθήνα 1966. Τετράδια μοναξιάς, Θεσσαλονίκη 1971. Εαρινή Επίσκεψη, Θεσσαλονίκη 1972. Ενδοσκόπιο 1973. Ζήτημα πλεύσεως, Αθήνα 1975. Ο χρόνος και η διάσταση, Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά 1976. Τα Ερωτικά 1977. Στο Μπαλκόνι του Απογεύματος, Μαυρίδης-Αθήνα 1978. Αυτό το φως, 1980. Η βροχή, 1981. Κάτι να μείνει, Μαυρίδης-Αθήνα 1985.
     Οφείλουμε να σημειώσουμε ακόμα ότι εξέδωσε το 1943 μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Νοσταλγίες», που αργότερα την αποκήρυξε. Η ποιητική του συλλογή «Κάτι να μείνει», εκδόθηκε μετά την εκδημία του. Και η συλλογή του «Ο χρόνος και η διάσταση» που εκδόθηκε το 1976 είναι μια επιτομή και επιλογή των μέχρι τότε ποιητικών του έργων. Και, όπως, ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του με τον τίτλο Ομολογία σ. 5, «Πρέπει να πω, ακόμα, πως απ’ αυτόν τον τόμο λείπει σημαντικός αριθμός ποιημάτων, που υπάρχουν στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές, ενώ προστέθηκαν άλλα που δεν υπάρχουν» και συνεχίζει «κύριος σκοπός του είναι, να παρουσιάσει σε αδρές γραμμές ένα ποιητικό πρόσωπο, όπως σχηματίστηκε μέσα σε είκοσι χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση…» Όπως βλέπουμε ο ποιητής μέχρι τελευταία στιγμή επεξεργαζόταν και αναθεωρούσε την ποιητική του δημιουργία καθώς προσπαθούσε να ολοκληρώσει επί τα βελτίω το ποιητικό του πρόσωπο. Παρατηρούμε ακόμα ότι από την επιτομή αυτή έχουν αφαιρεθεί οι αφιερώσεις σε διάφορα συγγενικά-αγαπημένα του πρόσωπα (η σύζυγός του, η κόρη του κ.λ.π.) σε άλλους ομοτέχνους του, καθώς και ορισμένες ποιητικές ρήσεις ξένων δημιουργών. ( Έλιοτ) ή και Προλεγόμενα.
      Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί σε διάφορες Ανθολογίες, όπως του Μιχάλη Περάνθη, του Γιάννη Κορίδη, του Βασίλη Βασιλικού, των  Αρη Δικταίου- Φαίδρου Μπαρλά και σε αρκετές άλλες. Ποιήματά του υπάρχουν διάσπαρτα σε διάφορα περιοδικά. Αξίζει να αναφέρουμε πως το λογοτεχνικό περιοδικό «Τομές» που εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Δούκαρης, στο τεύχος 47 του Απριλίου του 1979 και στις σελίδες 33-35,47, ο ποιητής Κώστας Γαρίδης μιλάει για το έργο του και την ποιητική του φιλοσοφία. Ένα κείμενο που διευκρινίζει την λειτουργία του ποιητικού του λόγου, την άποψή του για το τι είναι ποιητικός λόγος για τον ίδιο και τη σημασία της σιωπής μέσα στο έργο του και στη ζωή του. Για τη σύνολη ποιητική του παρουσία αλλά και για τις επιμέρους ποιητικές του καταθέσεις έχουν εκφρασθεί αρνητικά αλλά επί το πλείστον θετικά αρκετοί κριτικοί.
    Όπως παραδείγματος χάριν ο Γιάννης Κορδάτος, ο Νίκος Παππάς, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Πάνος Παναγιωτούνης, ο Μιχάλης Μερακλής και άλλοι στις  Γενικές Ιστορίες της Λογοτεχνίας που εξέδωσαν. Αρκετοί κριτικοί στάθηκαν με συμπάθεια στο έργο του όπως ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Άρης Δικταίος, ο Ηλίας Κεφαλάς, ο Δημοσθένης Ζαδές, ο Αλέξης Ζήρας, ο Γιώργος Παπαλεονάρδος και άλλοι που στάθηκαν στον εσωτερικό του λυρισμό, στην ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας και μελαγχολίας που διαχέεται μέσα στο έργο του κλπ. Άλλοι όπως ο Άλκης Θρύλος, στέκεται αρνητικά απέναντι στον ποιητικό του λόγο. Από τον Πειραϊκό χώρο ο κυρός, ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης έχει ασχοληθεί θετικά με το έργο του, (σε κείμενα και βιβλιοκριτικές του, δες «Λογοτεχνία των Ελλήνων», περ. «Το περιοδικό μας», περ. «Θερμοπύλες»), ο πεζογράφος-διηγηματογράφος Φάνης Μούλιος, δημοσίευσε το κείμενο «Το σύμβολο και το σημαινόμενο στην ποίηση του Κ. Γαρίδη» (περ. «Τομές») και διάφοροι άλλοι που ασχολούνται με τα Πειραϊκά πολιτιστικά πράγματα. Όπως μπορεί να διακρίνει κανείς η ποιητική παρουσία και η πολιτιστική δράση του Κώστα Γαρίδη δεν πέρασε απαρατήρητη τόσο στον χώρο που έζησε και δραστηριοποιήθηκε όσο και πέρα των ορίων αυτού.
        Τον Κώστα Γαρίδη σαν ποιητή θα τον εντάσσαμε σε αυτούς που ο Μανόλης Αναγνωστάκης κατέγραψε στην προσωπική του Ανθολογία με τίτλο «Χαμηλή Φωνή». Οι ποιητές αυτοί περιστρέφονται σαν τις στιβάδες γύρω από τους μίνορες πυρήνες του ποιητικού στερεώματος. Ο ποιητικός λόγος του Κώστα Γαρίδη είναι χαμηλόφωνος, χωρίς οραματικές εξάρσεις, φραστικές τολμηρότητες, κοινωνικές προτροπές, σιγαλόφωνος στις ενστικτώδικες αισθησιακές του ιχνηλασίες, Η ποιητική του ανάσα είναι συνεχώς σταθερή σαν το ιστόγραμμα ενός «μελοθανάτου» χωρίς επιτονισμούς ακόμα και θλίψης με τον ίδιο πάντα βαθμό εσωτερικότητας. Ένας ποιητικός λόγος που συνήθως αρέσκεται να ζωγραφίζει το ημίφως των γεγονότων, αν και απεικονίζει ηλιόλουστους κατεξοχήν χώρους, με τα στοιχεία της φύσης να αποτελούν το σκηνικό των διαδραματιζόμενων εναλλαγών των εσωτερικών συγκρούσεων. Η διάθεσή του ποιητή είναι πέραν του δέοντος μελαγχολική, καθώς ξεδιπλώνει την ακένωτη εσωτερική μοναξιά που τον βαραίνει καταλυτικά και δεσμευτικά. Γράφει: «Γέμισα τη ζωή μου απ’ το φθινόπωρο./… Έδενα κόμπο στην ψυχή τον πόνο και τον ξόρκιζα….»
Ο λόγος γίνεται λυγμικός όταν σταχυολογεί τα σπαράγματα των διαψευσθέντων αισθημάτων και βλέπουμε τον τόνο του να χάνεται σε ένα πέλαγος αδιαμόρφωτων ορίων παρηγοριάς, ή επαναλαμβανόμενων εικονικών μουντών μοτίβων που δεν απεγκλωβίζουν ούτε τον δημιουργό, ούτε τον ποιητικό του λόγο από την παθογένεια της εσωτερικής του πορείας. Το αισθητικό αποτέλεσμα αγκομαχά να αρτιωθεί μέσα σε μια θερμή ατμόσφαιρα ανολοκλήρωτων ψυχικών επιλογών. Η στοχαστική του διάθεση εναλλάσσεται με πινελιές ελεγειακής  διάχυσης καθώς η ποιητική σύλληψη άλλοτε αντέχει και άλλοτε όχι την συναισθηματική φόρτιση των λέξεων. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι απλές σε σημείο «αφόρητης» απλοϊκότητας. Αν και παράγουν ένα ποιητικό λόγο καθημερινό, οικείο, τρυφερό, πάντοτε φορτισμένο από τα συνεχή εναύσματα της μνήμης, χωρίς ελευθεριάζουσες λεκτικές ή συντακτικές ορμές, με μια σωματική θερμοκρασία καθώς ψαύει το είδωλο της γυναικείας παρουσία χωρίς συνήθως να το κατονομάζει ή να το φανερώνει. Γράφει: «Είχες πολύ γαλάζιο και δεν ήξερες/ που ν’ αποθέσεις το γαλάζιο από τα μάτια σου».
     Χαρτογραφεί την φθορά των αναμνήσεων που αναβλύζουν από τους πίδακες της   μνήμης, σε μια ρέμβη λυρικής αναπόλησης στιγμιαίων λάμψεων γεγονότων και καταστάσεων. Ο Γαρίδης ποτέ δεν αποκαλύπτει το γυναικείο ερωτικό πρόσωπο. Ενώ διαισθανόμαστε σε τι αναφέρεται, ενώ διακρίνουμε τον πόθο που εγείρει μέσα του η παρουσία της γυναικείας εικόνας, ενώ ξυπνά  αρχέγονα πάθη η παρουσία της, ενδόμυχες ερωτικές επιθυμίες, παθιασμένες εκδηλώσεις σε ένα φόντο γιομάτο φως, ηλιόλουστη ατμόσφαιρα, θαμπωτικές περιγραφές Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, η πρόθεση του βλέμματος μένει μετέωρη, διστακτική, φοβισμένη, αναποφάσιστη ακόμα και μετά την στιγμιαία απόλαυση του ξυπνήματος της μνήμης Μια αίσθηση συμπάθειας περικλείει το βλέμμα του θεωρού καθώς κεντά τη θλίψη του κόσμου που περιγράφει.
Γράφει: «Αν θυμάσαι τη θάλασσα και τον άνεμο θυμήσου/ κι’ αυτό το καθαρό σπίτι που μυρίζει/ ζεστόν καφέ, ζεστό χαμόγελο και δεν είχε/ εκτός από τους αγίους παρά μόνο μια κόρη/ και μια γωνιά μέναν καθρέφτη που έβλεπε στον Έρωτα».
Οι λυρικές αναλαμπές των φωτόλουστων εικόνων δεν αρκούν για να καθάρουν τη σκοτεινή και βαριά σκιά που αφήνει πίσω της η Σιωπή της ζωής και της Μνήμης των ταραγμένων γεγονότων, των καθημερινών αδιεξόδων, των δεκάδων μικροστερήσεων που αμαυρώνουν την συνολική αίσθηση του βίου. Τα θλιβερά συμβάντα των στιγμών του βίου βρίσκονται συνεχώς παρόντα, ανέπαφα μέσα στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να χάνουν κάτι από το ειδικό τους βάρος. Έτσι οι άλλες στιγμές δεν αρκούν να αποπαγιδέψουν τη μνήμη και ίσως και τη ζωή του ποιητή. Εκτός της Τέχνης της Ποιήσεως. Η Ποίηση είναι εκείνη που παίζει το ρόλο του καθαρτικού καταλύτη μεταξύ του αισθήματος  του Έρωτος και της αίσθησης της Σιωπής. Γράφει: «Να μη μου πεις ούτε μια λέξη.
Ούτ’ ένας λόγος/ περί ωραίων, τουλάχιστον, παρεκτροπών/ μπορεί να υπάρχει./ Μόνο η μοναξιά/ η μοναξιά κι’ η ποίηση θα μας σώσει».
      Γιαυτό το γυναικείο κορμί δεν αποκαλύπτεται, δεν θεάται από τον αναγνώστη, μένει σε μια αχλύ ερωτικού μυστηρίου που τροφοδοτεί τη μνήμη του ποιητή και πυρπολεί την απαισιόδοξη διάθεσή του. Η ποιητική λιτανεία της σιωπηλής προσωπικής του μοναξιάς περιπλανάται σε όλη του την δημιουργία. Γράφει: στο σπαρακτικό ποίημα με τίτλο «Ονειρο Ψυχοσάββατου» «..Χτές το βράδυ σε είδα./ Σαν μέσα σε όνειρο που όμως,/ ένας άνεμος διαφάνειας τα κάλυπτε όλα../ Κι ήσουν εσύ λευκή σαν να ήσουν/ καμωμένη από φως/…Κι εγώ μες στη μέση του κόσμου/ Παντέρημος./
Είχες φύγει μητέρα./ Δεν ένοιωσ’ ακόμη πως οι άνθρωποι έρχονται/ και φεύγουν οι άνθρωποι./ Πως έρχονται οι χρόνοι/ και φεύγουν οι χρόνοι./ Και εγώ μένω εδώ/ στη μέση του κόσμου να με δέρνουν οι άνεμοι/ να με πνίγουν τα σύννεφα./Να γεννιέμαι τη μια/ μέρα, να πεθαίνω την άλλη./ Δεν ένοιωσ’ ακόμη πως είμαι σαν ένα/ λουλούδι που φύτρωσε στην καρδιά του χειμώνα/ και μάταια, μητέρα, θα περιμένει την άνοιξη.»
     Η Ποίηση είναι ο εσωτερικός δεσμός που ενώνει τη φθορά της ωραιότητας του κόσμου, της θηλυκής παρουσίας και των ατομικών αδιεξόδων. Το ύφος του Γαρίδη είναι βατό, ήρεμο, γαλήνιο, όμως με μια ορισμένες φορές κόπωση, άλλοτε γίνεται τόσο εσωστρεφές που χάνει κάτι από την πηγαιόητά του καθώς υπηρετεί μόνο τη μονήρη διάθεση του δημιουργού που περιχαρακώνεται στο κουκούλι ευφρόσυνης απαισιοδοξίας του. Και επαναπαύεται μόνο όταν στρέφει την όρασή του στον κόσμο της Ποίησης. Γράφει: «Λάβετε, φάγετε./ Αίμα και στέρηση, πόνος και πίκρα / είναι η ποίηση».  
    Η λέξη Ποίηση όπως και η λέξη Σιωπή επανέρχονται πάμπολλες φορές στον ποιητικό κόσμο του Κώστα Γαρίδη. Είτε χρησιμοποιεί παραδοσιακό στίχο είτε στις τελευταίες του ιδίως συλλογές  
φλερτάρει με την μη παραδοσιακή τεχνοτροπία ο Γαρίδης δουλεύει το ποιητικό του σώμα με ευλάβεια, σεβασμό και ίσως και με κάποιο δέος. Καθώς υποψιάζεται ότι τα αδιέξοδα τα προσωπικά που εκφράζει υπάρχει το ενδεχόμενο να γονατίσουν το ποιητικό σώμα να το αποπροσανατολίσουν μεταφέροντάς του παιχνίδια του νου και της μνήμης που δε μπορεί να τα αντέξει. Είναι αρκετά δύσκολο και χρειάζεται αρκετή μαεστρία ώστε καθώς ανακαλείς στη μνήμη την ψυχική κατάσταση που θα κυοφορήσει την ποιητική δημιουργία, να μην αφεθείς σε μια εξοντωτική ποιητική αυτοαναφορικότητα που θα παγιδέψει το ποιητικό αίσθημα του γραπτού λόγου. Να μην στιχουργήσεις δηλαδή χωρίς μέτρο και φειδώ καθώς βρίσκεσαι κάτω από τον μοιραίο και επικίνδυνο αστερισμό και των ανεξέλεγκτο οίστρο των συναισθημάτων είτε θετικών είτε αρνητικών. Τον κίνδυνο αυτόν υποψιάζομαι ότι τον διαισθανόταν ο Κώστας Γαρίδης γιαυτό υπήρξε φειδωλός στην αποτύπωση των σκέψεών του. Έτσι η επαναλαμβανόμενη αναφορά στο ρόλο της Ποίησης μέσα στη ζωή του κυρίως αλλά και μέσα στη ζωή μας. Πρωτίστως ήθελε να πείσει τον ίδιο του το εαυτό, να επιβεβαιωθεί ο ίδιος μέσα του, να νιώσει σιγουριά. Και νομίζω ότι αυτό το κατόρθωσε αν όχι πάντα τουλάχιστο ως προς τις προθέσεις του υπήρξε έντιμος και καθαρός.
              Μπορεί η έκφρασή του να μην διακρίνεται για τα μεγάλα της ανοίγματα, μπορεί η τεχνοτροπική του διάθεση να μην ξεπέρασε τα όρια της χαμηλής έντασης των οραματικών του σχεδιασμάτων, μπορεί να μη συναντάμε στη γραφή του την ποιητική ευμάρεια των συναισθημάτων που βλέπουμε σε άλλους δημιουργούς, όμως η επιλογή και το ξαναδούλεμα των στίχων που όπως ο ίδιος μας αποκαλύπτει έπραξε στην επιλογή των ποιημάτων που εξέδωσε με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο χρόνος και η διάσταση», η ποιητική του ιδιοσυγκρασία και η ποιητική αίσθηση που τον διέκρινε μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτός ο ποιητικός λόγος που πέρασε από την Σιωπή, διέσχισε τα μονοπάτια του Έρωτα και κατέληξε στο απάγκιο της Ποίησης σίγουρα κέρδισε επάξια τη θέση της μέσα στις σελίδες των διαφόρων ποιητικών Ανθολογιών και νίκησε την κλεψύδρα του Χρόνου.
   Και όπως γράφει ο ίδιος σε ένα του ποίημα «Είταν, σαν απ’ την ποίηση να κρέμεται ο κόσμος.

      Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
εφημερίδα Κοινωνική, 12 Ιουλίου 2011.
                                                                                                       
.ΣΥΝΝΕΦΙΑ

Το πρόσωπό σου πλέει αχνό μες στους καπνούς
της πίκρας και της νοσταλγίας μου.
Απορείς;
Ένα σκαλί αν ανέβεις θα σε χάσω.
            ---------
ΑΙΣΘΗΣΗ

Ο,τι έχω δικό σου.
Μη βλέπεις τα μάτια μου που γεμίζουν χαρά
που τα χέρια μου τρέμουν σαν πουλιά φοβισμένα
που πλέουνε μέσα στο φως τα νησιά.
Είσαι δίπλα μου.
         -----------------
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕ ΦΛΑΟΥΤΟ

Μου σφυρίζει ο Μάρτης με τη μεγάλη
κοχύλα του καλοκαιριού. Μα εγώ πηγαίνω
μένα φλάουτο τραγουδώντας
την απουσία σου.
       -----------
ΑΠΟΓΡΑΦΗ

Οι άνθρωποι δεν θυμούνται τους ανθρώπους
δεν θυμούνται, τους αφήνουν
κάπου στην άκρη εκεί θαμμένους μες στην πίκρα τους
Λύπη απ’ τη λύπη, πίκρα από την πίκρα
η ζωντανή μου θύμηση χαράζει
μάτρεμο χέρι μέσα  σε σπηλιές
με σταλαχτίτες  τ’ όνομά τους.
                  ---------------


         
               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου