Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Tristan Corbiere

ΤΡΙΣΤΑΝ ΚΟΡΜΠΙΕΡ
Edouard Joachim Corbiere (18/7/1845-1/3/1875)
Tristan Corbiere: Triste en corps biere

«Από τον καιρό του Μπωντλαίρ, οι ποιητές κατάλαβαν πως η γλώσσα έχει μια δική της αυτόνομη ζωή και πως οι λέξεις είναι επιδεκτικές χιλιάδων συνδυασμών. Εκείνοι που θέλησαν να χαλιναγωγήσουν αυτούς τους συνδυασμούς- τα αγύριστα κεφάλια της Μαλλαρμεϊκής σχολής-απότυχαν, ενώ εκείνοι που παραδόθηκαν δεμένοι χειροπόδαρα στο τέρας-Λωτρεαμόν, Κρός, Ρεμπώ, Κορμπιέρ, Ζαρρύ, Μαίτερλινγκ-κέρδισαν για αντάλλαγμα την ευλογία της ποίησης. Μ’ άλλα λόγια, ο αυτοματισμός αποδεσμεύει τις δυνάμεις του ασυνείδητου, της μοναδικής αυτής ποιητικής, ενώ ο νούς τις καταστρέφει και, με τις εγκεφαλικές του κατασκευές, περνάει πλάει από την ποίηση χωρίς να την αγγίζει».
Maurice Nadeau, “Histoire de surrealism” Η ιστορία του σουρρεαλισμού, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Πλέθρον 1978, σ.210
     Δεν ξέρω γιατί, όταν σκέφτομαι ή διαβάζω την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού, η σκέψη μου πεταρίζει στον γάλλο αναρχικό της ζωής και της γλώσσας, Τριστάν Κορμπιέρ. Αυτόν τον ανεξέλεγκτο στιχοπλόκο, με τον καταιγισμό των λέξεών του, λέξεων που εισβάλουν σαν θαλασσινό τσουνάμι και πλημμυρίζουν ότι μέχρι τώρα γνώριζες για την ποίηση, και επίσης, ότι θεωρούσες άχρηστο και ξένο γι’ αυτήν. Άγριες επιθέσεις λεκτικών κυμάτων, χωρίς συγκεκριμένη πορεία, δίχως συνειδητή κατεύθυνση, που όμως, κατορθώνουν να ξεθεμελιώσουν τις σοβαρές σταθερές και παραδεδεγμένες ποιητικές τεχνικές που γνώριζες μέχρι τότε, και σε αναγκάζουν να αναρωτηθείς ποιες ποιητικές υποθέσεις σε κρατούσαν δέσμιο μιας ποίησης ακαδημαϊκής, μιας ποίησης «νοσοκομειακής», και μιας γλώσσας στιβαρής και μετρημένης, στυλιζαρισμένης και μη μου άπτου, που σου περιόριζε τον ποιητικό ορίζοντα και που ο Tristan Corbiere, με λέξεις καλαμπουριού και καθημερινής αδιαφορίας, στήνει το ποιητικό του κακοτράχαλο πεδίο μπροστά μας, με την ακατέργαστη ειρωνεία του και την συστηματική αδιαφορία του για το ποιητικά ορθό. Φτύνοντας μας κατάμουτρα για την απειρία μας σε θέματα της ποιητικής τέχνης και προβλήματα της πραγματικής ζωής. Αυτός ο «λυκάνθρωπος» της ποίησης όπως τον αποκάλεσαν, ο προφήτης του κινήματος του υπερρεαλισμού όπως τον αποκαλεί ο Αντρέ Μπρετόν.
     Ο «Αυτοματισμός εγκαινιάζεται στην γαλλική ποίηση. Ο Corbiere, πρέπει να ήταν ο πρώτος από καταβολής κόσμου που αφέθηκε στο κύμα των λέξεων που, πέρα από κάθε συνειδητή κατεύθυνση, εκπνέει κάθε στιγμή στ’ αυτί μας και κόντρα στ’ οποίο οι συνηθισμένοι άνθρωποι στήνουν το φράγμα του άμεσου νοήματος. Αν αμφιβάλλει κανείς, αρκεί να θυμηθεί κείνο το τρομαχτικό «Μιλάω από κάτω μου» του Corbiere. Όλες οι δυνατότητες που προσφέρει η συνένωση των λέξεων γίνονται εδώ εκμεταλλεύσιμες δίχως ενδοιασμό, αρχίζοντας με το καλαμπούρι, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα απ’ τον Nouveau,τον Roussel, τον Duchamp, τον Rigaut, με στόχους ολότελα διαφορετικούς από τη «διασκέδαση»…», αναφέρει ο πάπας του σουρρεαλισμού Andre Breton, για τον ποιητή, στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ» 1939, που συνέταξε και περιλαμβάνει και τον Τριστάν Κορμπιέρ με απόσπασμα από την «Λιτανεία του Ύπνου», σε μετάφραση του Γιώργου Καραβασίλη, ενώ το κείμενο για τον Κορμπιέρ είναι σε μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Δες ελληνική έκδοση, Αντρέ Μπρετόν, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ, εκδόσεις Αιγόκερως 1980, τόμος Α΄.
      Αυτός ο νεαρός λάτρης της θάλασσας και της θαλασσινής ζωής, που σεργιανίζει στις παραλίες ντυμένος επισκοπικές στολές, ή άλλες παράξενες για το ευρύ κοινό ενδυμασίες, κοροϊδεύοντας τους ανθρώπους γύρω του, φορώντας ρακένδυτα ρούχα σαν κλοσάρ, ατημέλητος-παρά την οικονομική βοήθεια από τους δικούς του-διακωμωδεί τις ανθρώπινες αξίες και τον τρόπο ζωής των συγχρόνων του. Με ένα βλέμμα παρθένο και αδιάφορο ταυτόχρονα, άπληστος μόνο για θαλασσινές εμπειρίες και φουρτουνιασμένες περιπέτειες.  Αυτός είναι ο ανανεωτής της ποιητικής γαλλικής παράδοσης, που, χρειάστηκε να ερωτευθεί την ερωμένη ενός αριστοκράτη, και να την ακολουθήσει, για να επισκεφτεί, αυτός ο άξεστος επαρχιώτης το Παρίσι, για μία και μοναδική φορά στον σύντομο βίου του και να το σιχτιρίσει. Ο ποιητής, που δεν έχει ίχνος από το δαιμονικό βλέμμα ενός επαναστάτη νέου ποιητή όπως υπήρξε ο Arthur Rimbaud(1854-1891), ούτε την ποιητική του φιλοδοξία να ανατρέψει τα καθιερωμένα ποιητικά δρώμενα της εποχής του. Ο Τριστιάν Κορμπιέρ, είναι τόσο αθώος και αδιόρατα διονυσιακός, όπως ο άλλος καταραμένος, ο Isidore Lusien Ducasse, ο γνωστός ως Comte de Lautreamont(1846-1870) με την σκοτεινή του τρέλα, και τα καταπληκτικά του Les Chants de Maldoror. Ο θλιμμένος Κορμπιέρ, αρνείται ακόμα και την ίδια του την υστεροφημία. Αρνείται κάθε τι που θα τον παγιδεύσει στα ψεύτικα παλάτια του ποιητικού γαλλικού Παρνασσού. Δεν τον ενδιαφέρει η φήμη του ποιητή, ούτε η αναγνωρισιμότητα του ποιητικού του λόγου. Κυκλοφορεί ανάμεσα σε ξέμπαρκους ναυτικούς της περιοχής του και απολαμβάνει τους θαλασσινούς βοριάδες, κυβερνά με υπερηφάνεια το μικρό του σκάφος και ανοίγεται στο φουρτουνιασμένο πέλαγος χωρίς να φοβάται, όταν οι άλλοι, πίνουν το ρούμι τους στις ταβέρνες της περιοχής τους αναμένοντας να κοπάσουν οι θύελλες για να ταξιδέψουν. Αυτός ανήκει στους καταραμένους της ναυτικής ζωής αλλά και της ποίησης. Πρώτος, ο ποιητής, και για ένα διάστημα ερωτικός σύντροφος του εγωπαθούς παιδιού, του Αρθούρου Ρεμπώ, ο Πώλ Βερλαίν τον συμπεριλαμβάνει στους «Καταραμένους ποιητές»: Paul Verlaine, LesPoetes Maudits”(Tristan Corbiere/Arthur Rimbaud/Stephane Mallarme), Paris, Leon Vanier 1884. Δες ελληνική έκδοση στη σειρά Λογοτεχνικά Κείμενα και Θεωρία 5 των εκδόσεων Αιγόκερως 1982, σε παρουσίαση: Ροζέ Πιερό, και επίμετρο, μετάφραση και σχόλια του κριτικού Αλέξη Ζήρα, σ.21-37. Γράφει μεταξύ άλλων ο Πωλ Βερλαίν:
«Για να είμαστε ήσυχοι θα πρέπει να τους ονομάσουμε Ποιητές του Απόλυτου., αλλά πέρα από το ότι οι καιροί που περνούμε κάθε άλλο παρά ήσυχοι μπορεί να θεωρηθούν, ο τίτλος μας ανταποκρίνεται ακριβώς στο μίσος μας και είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό, στο μίσος αυτών επιζούν βασανισμένοι ανάμεσα στους Παντοδύναμους, στη χυδαιότητα των αναγνωστών που ανήκουν στην ελίτ-σε μια σκληρή δοκιμασία που ο τίτλος αυτός την αποδίδει σωστά.
     Απόλυτοι από την άποψη της φαντασίας, απόλυτοι στην έκφραση, απόλυτοι όπως οι αδρές αχτίδες των πιο δοξασμένων αιώνων.
Αλλά καταραμένοι!
Σκεφτείτε το.
     Ο Τριστάν Κορμπιέρ ήταν ένας Βρετόνος, ένας θαλασσινός, και διακεκριμένος περιφρονητής των πάντων. Βρετόνος χωρίς άλλο με καθολική ανατροφή, αλλά που πίστευε διαβολεμένα’ θαλασσινός όχι στρατιωτικός, προπάντων όχι έμπορος, αλλά τρελά ερωτευμένος με τη θάλασσα που δεν την έπλεε παρά μόνο σε φουρτούνα, εξαιρετικά παράφορος πάνω σ’ αυτό το πιο ασυγκράτητο απ’ τα άλογα. (Διηγούνται γι’ αυτόν κατορθώματα τρελής αφροσύνης) περιφρονητής της επιτυχίας και της δόξας σε σημείο που έμοιαζε να υποψιάζεται ότι αυτές οι δύο ανοησίες θα τον έκαναν έστω και για μια στιγμή να τις σπλαχνιστεί!
     Ας αφήσουμε τον άντρα, που ήταν τόσο μεγάλος, κι ας μιλήσουμε για τον Ποιητή.
     Σαν στιχοπλόκος και σαν δημιουργός προσωδιών δεν έχει τίποτα το άψογο, δηλαδή το κουραστικό. Κανένας ανάμεσα στους Μεγάλους, όπως αυτός, δεν είναι άψογος, αρχίζοντας από τον Όμηρο, που μερικές φορές είναι νυσταλέος, για να καταλήξουμε στον πολύ ανθρώπινο Γκαίτε, ο,τιδήποτε κι αν λένε γι αυτόν, περνώντας από τον μάλλον άνισο Σαίξπηρ. Οι αψεγάδιαστοι είναι…., έτσι κι αλλιώς. Από ξύλο, από ξύλο και πάλι από ξύλο. Ο Κορμπιέρ ήταν με σάρκα και οστά, με τρόπο εντελώς ζωώδη.
     Ο στίχος του ζει, γελάει, θρηνεί ελάχιστα, ειρωνεύεται αρκετά και χωρατεύει ακόμα περισσότερο. Πικρός άλλωστε και καυστικός όπως είναι αλμυρός ο αγαπημένος Ωκεανός του, ουδέποτε λικνιστικός  όπως μερικές φορές τυχαίνει να είναι αυτός ο γεμάτος ταραχή φίλος του, αλλά φέρνοντας πάνω του αχτίδες του ήλιου, της σελήνης και των άστρων, όπως ο ωκεανός, στο φωσφόρισμα της θάλασσας και των κυμάτων που αφρίζουν!...
     Κάποτε ήρθε στο Παρίσι, χωρίς όμως να επηρεαστεί από το σιχαμερό και βρωμερό πνεύμα που κυριαρχεί εδώ: αυτό που νιώθει είναι αναγούλα, μια τάση για εμετό’ η σκληρή και διαπεραστική ειρωνεία του, οργίλη και πυρετική, εκδηλώνεται με τρόπο μεγαλοφυή, και πόσο εύθυμα!
Παράδειγμα
ΒΟΗΘΕΙΑ
Αν η κιθάρα μου
Πού τη διορθώνω
Βάρβαρη είναι τρείς φορές
Κρίσα ινδική
Γάντζος ικεσίας,
Ξύλο δικαιοσύνης,
Κουτί μοχθηρίας,
Δεν είναι φτιαγμένη σωστά…
Αν η κακόηχη φωνή μου
Δεν μπορεί να σου πει
Γλυκιέ μου μάρτυρα…
-Σκυλίσιο επάγγελμα!-
Αν το σιγάρο μου,
Φάρος και θεία κοινωνία
Δεν σε παραπλανεί
-Φλόγα της φωτιάς….
Αν η φοβέρα μου,
Σίφουνας που περνά,
Χάρη δεν έχει’
-Βουβαμάρα ουρλιαχτού!...
Αν της ψυχής μου
Η πύρινη θάλασσα
Δεν έχει λεπίδα
-Απ’ τον πάγο ψημένη…
Παράτα με τότε!».
     Δυνατές οι κρίσεις του ποιητή Πωλ Βερλέν για τον νεαρό ποιητή Τριστάν Κορμπιέρ, για αυτόν τον ατίθασο και χλευαστή γραφιά, ακόμα και του ίδιου του εαυτού του. Οι μαύρες φιγούρες των σκίτσων του που ο ίδιος μας άφησε για το παρουσιαστικό του, δηλώνουν την απαξίωση ακόμα και της ίδιας του-της κάπως άσχημης παρουσίας, την ειρωνεία του για το ίδιο του το σώμα. Χλευάζει τους πάντες και τα πάντα, μα παράλληλα, χλευάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Απαρνείται κάθε τι που θα του έδινε σιγουριά και ασφάλεια στην ζωή. Σκορπά αδέξια τις λέξεις πάνω στο χαρτί,  όπως οι άλλοι, οι «μυαλωμένοι» ποιητές, σβήνουν τα λεκτικά τους λάθη για να σχηματίσουν μια αρεστή ποιητική φόρμα στους αναγνώστες τους. Λέξεις σκόρπιες, λέξεις ασύνδετες, λέξεις που αντιμάχονται η μία την άλλη, εικόνες παρατεταγμένες που το μόνο που τις συνδέει είναι το μεγάλο ερμηνευτικό τους κοντράστ. Λέξεις που το μόνο τους βάρος είναι η αντιποιητικότητά τους, που όμως, κατορθώνουν μέσα από τον ειρωνικό τους στόχο να μας δώσουν το σχηματισμό μιας ποιητικότητας που ορίζει τα όρια που η ίδια θέτει. Ας δούμε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ που μεταφέρει και ο Βερλαίν.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Σκοτώθηκε από πάθος και πέθανε από τεμπελιά
Αν ζει, ζει  με τη λησμονιά να τι του απομένει:
Η μόνη θλίψη του ήταν που δεν είναι η μετρέσα του
Κανένα σκοπό δεν είχε όταν ζούσε,
Παράδερνε από δω και από κεί
Και ήταν ένας παρδαλός γελωτοποιός,
Ψεύτικο ανακάτεμα των πάντων.
Από δεν έχω ιδέα.-Γνωρίζοντας όμως τα πάντα
Από χρυσάφι-αλλά χωρίς πεντάρα-
Από νεύρα,-άνευρος. Σθένος αδύναμο’
Από ορμή-όμως εξαρθρωμένος’
Από ψυχή,-κι ωστόσο άμουσος
Από αγάπη-ο πιο άμετρος’
Πολλά ονόματα για να ‘χει ένα όνομα.
Και συνεχίζει ο Πωλ Βερλαίν:
Περνάμε όμως σε πιο διασκεδαστικούς στίχους.
Διόλου ποζάτος,-προσποιούμενος για το μοναδικό’
Πολύ αφελής για να ‘ναι πολύ κυνικός’
Άπιστος για τα πάντα, σ’ όλα πιστεύοντας.
-Το γούστο του ήταν στην αηδία
Πολύ εγωιστής για να μπορεί να υποφέρει,
Στεγνό το πνεύμα του και το κεφάλι μεθυσμένο,
Τέλειωσε, χωρίς να ξέρει να τελειώσει,
Πέθανε περιμένοντας να ζήσει
Κι έζησε περιμένοντας να πεθάνει,
Ενθάδε κείται, καρδιά χωρίς καρδιά, κακοθαμμένος,
Πολλά πέτυχε σαν αποτυχημένος.
     Όπως βλέπουμε και από τους επιλεγμένους στίχους του Τριστάν Κορμπιέρ από τον Βερλαίν, ο νεαρός γάλλος βιογραφείται σαρκάζοντας την ίδια του την ποιητική παρουσία. Στίχοι μικρές γνωμικές ρήσεις που δηλώνουν την ταυτότητα ενός αρχαίου κυνικού, που στην σχόλη του μας παραθέτει λέξεις ασύνδετες και αντίθετες όπως του έρχονται στο μυαλό, δεν τις επεξεργάζεται, δεν τις χτενίζει, δεν τις αλλάζει το νόημα για να αρθρώσουν ένα πιο εύηχο αποτέλεσμα. Αυτές είναι και τίποτε άλλο. Είναι ένας «πηγαίος-αυθόρμητος» αυτοματισμός, που φέρνει επαναλαμβάνω στο νου, στιγμές της ποίησης του Μιχάλη Κατσαρού, μόνο που στον Κατσαρό οι λέξεις σηκώνουν πάνω τους ένα πολιτικό και κοινωνικό βάρος, αντίθετα στο Κορμπιέρ, είναι τόσο γυμνές, που δεν αντέχουν ούτε το βάρος της ίδιας τους της ερμηνείας. Έχουμε μια ποικιλία λεκτικών ανομοιοτήτων που παραθέτονται ασυναίσθητα χωρίς άλλη επεξεργασία, και αφήνονται από μόνες τους να σχηματίσουν όποιο πάζλ εικόνων φέρει η στιγμή της σύλληψής τους. Οι λέξεις λειτουργούν χωρίς να έχουν «κουρδιστεί»-ας μου επιτραπεί η έκφραση, να λειτουργούν μέσα στο καθόλου σώμα της ποίησης. Είναι όπως ο ψαράς, που ρίχνει τα δίχτυα στην θάλασσα χωρίς να γνωρίζει τι εκ των προτέρων θα πιάσει, και όταν τα μαζέψει βρίσκει μέσα του την ζώσα ομορφιά της ζωής της θάλασσας. Το ίδιο και η ποίηση του Θλιμμένου ποιητή, όπως ανοργάνωτος είναι ο κόσμος του, το ίδιο και ο λόγος του. Ένας χαώδης μικρόκοσμος, αποσπασματικός και αδιάφορος, απλώνεται πάνω στην σελίδα του χαρτιού όπως το χυμένο μελάνι, και σχηματίζει μια νέα περιπέτεια των λέξεων, ένα καινούργιο φουρτουνιασμένο ταξίδι χωρίς πυξίδα προσανατολισμού, χωρίς φάρους αποφυγής των σκοπέλων, χωρίς υποψία για το τι φουρτούνες περιμένουν στο ταξίδι αυτό τις ίδιες τις λέξεις που τολμούν και ανεβαίνουν στο κατάστρωμα της ποίησης με μοναδικό σκοπό, την ευχαρίστηση της θυελλώδης περιπέτειας, την ριψοκίνδυνη ενατένιση του νέου ορίζοντα. Αγριεμένες λέξεις, όπως είναι αγριεμένα και τα κύματα, όπως  ζοφερές και ύπουλες είναι και οι καταιγίδες που χτυπούν τα καράβια των ναυτικών, μια ανέλπιστη και επαναλαμβανόμενη ταραχώδη περιπέτεια σαν και αυτήν που  βιώνουν οι ναυτικοί στο άγνωστο ταξίδι τους προς το πουθενά. Μια επαναλαμβανόμενη ροή λέξεων λες και ακούς ορμητικούς χείμαρρους να κυλούν προς τις όχθες ενός φουρτουνιασμένου ωκεανού. Μια ροή λέξεων που δεν γνωρίζεις εύκολα από πού πηγάζει και δεν μπορείς να πεις με σιγουριά που καταλήγει. Ευτυχώς, που βρέθηκε ένας άλλος «καταραμένος του έρωτα» ο ποιητής Πωλ Βερλαίν, και πρόσεξε τον νεαρό αυτόν ατίθασο μποέμ, τον φευγάτο, τον πέρα από τον κοινωνικό κύκλο των καθωσπρέπει συνηθειών του κόσμου τούτου. Αυτόν που ούτε την ζωή σεβάστηκε αλλά ούτε και την ποίηση και τους όποιους κανόνες της. Παρόλα αυτά, την εφήμερη αθανασία που προσφέρει η ποιητική τέχνη στους θιασώτες της την κέρδισε, έστω και αν οι γάλλοι ομότεχνοί του δεν αισθάνονται βολικά με το μικρό του έργο. Το μοναδικό έργο που άφησε πίσω του, είναι η συλλογή του «Οι Κίτρινες Αγάπες» που κυκλοφόρησε το 1873.
     Το κακομούτσουνο αυτό πανύψηλο παιδαρέλι,-σαν λελέκι- που χάθηκε σε πολύ μικρή ηλικία, και δεν έτυχε της μεταθανάτιας μεγάλης δόξας ούτε του Αρθούρου Ρεμπώ, ούτε του Στέφαν Μαλαρμέ, και προπάντων, ούτε της παγκόσμιας φήμης του Σαρλ Μπωντλαίρ, στάθηκε «ο μεγαλύτερος ναυτικός τροβαδούρος της Γαλλίας, ο ανανεωτής της παράδοσης, που εν έτει 1873 εγκαθιστά τον «αυτοματισμό» και το «παράλογο» παγκόσμια, ο επαναστάτης, αδίστακτος εχθρός του Ουγκώ, που δε διστάζει να πεί, πως ο Μπωντλαίρ μυρίζει νοσοκομείο, ο άνθρωπος που γύριζε ντυμένος επίσκοπος στα πορνεία των ναυτικών-για τον Έντουαρντ Ιωακείμ Κορμπιέρ σας μιλώ, τον αυτονομαζόμενο Τριστάν ή Τρίστ(μελαγχολικό)-γεννήθηκε 18 Ιουλίου 1845 στο Κότ-Κογκάρ κοντά στο Μορλαί της Βρετάνης. Ο πατέρας του Αντουάν-Έντουαρντ, γνωστός συγγραφέας θαλασσινών μυθιστορημάτων, παλιός ναυτικός και τότε εμπορευόμενος, παντρεύτηκε πενηνταενός έτους τη Μαρία- Αγγελική Ασπασία Πιγιό, δεκαοχτώ χρόνων, κόρη ενός φίλου του. Καρποί αυτού, του λίγο αστείου γάμου, πλήν του ποιητή και άλλα δύο παιδιά, ο Έντμόν κι η Λουσή, για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα….». σημειώνει στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος βιβλίο που εξέδωσε ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος Καραβασίλης, με τίτλο: ΤΡΙΣΤΑΝ ΚΟΡΜΠΙΕΡ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Αγρύπνια, Λιτανεία του ύπνου, Το τέλος, Απόδοση Γιώργος Καραβασίλης, εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ 1972, σ.54. Το βιβλίο τυπώθηκε στις «ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ. Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-Α. ΖΟΥΜΑΔΑΚΗ, Ικαρίας 9, τέρμα Κολοκυνθού.
Το βιβλίο περιλαμβάνει: Ένα ενδιαφέρον κείμενο που αντιγράφω παρακάτω αυτούσιο με τίτλο «ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ. σ. 7-12
ΤΡΙΣΤΑΝ ΚΟΡΜΠΙΕΡ (1845-1875), σ. 13-20
INSOMNIE-ΑΓΡΥΠΝΙΑ, σ.23-25
Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!
Δεν έχεις αγάπη μες στο κρανίο;
Για να ρθείς να λιγοθυμήσεις σαν δεις
κάτω από το κακό σου μάτι, τον άνθρωπο να δαγκώνει
Τα σεντόνια και μες στην πλήξη να κουρεύεται!...
Κάτω απ’ το μαύρο διαμάντι του ματιού σου.
LITANIE DU SOMMEIL-ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ, σ.27-36
Σεις, που ροχαλίζετε στη γωνιά της κοιμισμένης γυναίκας σας
Μηρυκαστικό! Ξέρετε αυτόν τον αναστεναγμό:
Την Αγρύπνια;
-Είδατε τη Νύχτα και τον φτερωτόν ύπνο,
Μεσονυχτιάτικη πεταλούδα, ανεμοδαρμένη στη νύχτα
Χωρίς φτερούγισμα γλυκό, εσείς αφήνοντας τον εαυτό σας
στο κατώφλι
Μόνος στο παλιοκαίρι, στο τυφλό καπάκι;
-Ταξιδέψατε στη θάλασσα ποτέ; Η σκέψη ειν’ η φουσκοθαλασσιά
Το βότσαλο ριγώντας: Το κεφάλι μου… Το σφαιρικό σας σώμα.
-Σεις αφεθήκατε ποτέ να ταξιδέψετε με το μπαλόνι;
ΥΠΝΕ! Ουράνιο Μάννα στην έκπτωτη καρδιά! 
LA FIN-ΤΟ ΤΕΛΟΣ, σ.37-40
Ώ! Πόσοι ναυτικοί, πόσοι καπετανέοι
Που έφυγαν χαρούμενοι για μακρινά ταξίδια
Μες στον απέραντο ορίζοντα είναι αφανισμένοι!...
…………….
Πόσοι καπετανέοι πεθαμένοι με τους άντρες τους!
Ο Ωκεανός απ’ τη ζωή τους πήρε όλες τις σελίδες,
Και μ’ ένα φύσημα τους σκόρπισε στα κύματα.
Κανείς το τέλος δε θα μάθει μες στο ποντισμένο χάος…
………………..
Κι η πέτρα η ταπεινή το όνομά τους δε θα μάθει
Μες στο στενό το κοιμητήρι, που η ηχώ μας απαντά,
Κι ούτε μες στο φθινόπωρο ξεφυλλισμένη η πράσινη ιτιά
Κι ακόμα ούτε το μονότονο και γοερό τραγούδι
ενός τυφλού, που τραγουδά στη γέρικη γωνιά του γεφυριού.
     Βίκτωρ Ουγκώ «Απέραντη νύχτα τ’ Ωκεανού»
Λοιπόν ετούτοι όλοι οι ναυτικοί, καπετανέοι, μούτσοι
Ποτέ δε χάθηκαν μες στο μεγάλο τους Ωκεανό…
Αμέριμνοι σαν φεύγουν για τα μακρινά ταξίδια τους
Σαν όταν φύγαν ακριβώς το ίδιο πεθαμένοι.
Λοιπόν! είναι η δουλειά τους μες στις μπότες να πεθαίνουν!
Το μπουγαρίνι στην καρδιά, μες στα καπότια όλο ζωή…
-Νεκροί…. Μερσί. Ο Χάροντας τραβά με πόδι ναυτικό,
Κι εσείς κοιμάστε στο πλευρό της γυναικούλας σας…
-Αυτοί ιδού λοιπόν! Από το κύμα θερισμένοι όλοι!
Ή μες στην μπόρα αφανισμένοι….  
ΣΧΟΛΙΑ, σ. 43-44
Και ακολουθούν οι σχολιασμοί των στίχων των ποιημάτων που απέδωσε ο ποιητής Γιώργος Καραβασίλης.
ΑΓΡΥΠΝΙΑ, σ.45-46
ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ, σ.47-50
ΤΟ ΤΕΛΟΣ, σ.51-52
Το βιβλίο κοσμείται και με ασπρόμαυρα σκίτσα του ίδιου του ποιητή που απεικονίζουν τον ίδιο σε διάφορες νωχελικές στάσεις και πόζες τεμπελιάς.   
ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ
………..
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
…………….
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι καταφύγιο που φθονούμε.
          «Ελεγείες και Σάτιρες», β΄  σειρά
          Κώστας Γ. Καρυωτάκης
     Η κάρτα του επισκεπτηρίου του έγραφε «Ματζέππα Κορμπιέρ». Ποια ήταν η αιτία, που ο ποιητής των «Κίτρινων ερώτων» υπόγραψε με τ’ όνομα του στρατηλάτη, που θέλοντας να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του καβάλησε ένα άγριο άλογο κι έφτασε στην Ουκρανία για να εκλεγεί αρχηγός των Κοζάκων και να εμπνεύση το Μπάυρον; Ας οδηγηθούμε στον παραλληλισμό, πως ο Τριστάν σαν το θρυλικό   Αταμάνο με οδηγό την αχαλίνωτη φαντασία του αυτός, όρμησε στα κλειστά ποιητικά πεδία της εποχής του με τον πόθο να δικαιώσει τη φύση, που αμάρτησε πάνω του. Δε θάταν λάθος όμως να βλέπαμε και τον Ματζέππα σαν κάποιο από τα πολλά προσωπεία του ποιητή-αφετηρίες για παράτολμες αναδύσεις και καταδύσεις-με στόχο την ποιητική καρδιά. Οι μάσκες του Τριστάν Κορμπιέρ άλλωστε, μας προδιαθέτουν για σκληρά ταξίδια, που ποτέ δεν είχαμε διανοηθεί. Πότε σα σκυλί με τ’ όνομα Σέρ Μπόμπ, πότε σα φρύνος, πότε σα ναυτικός, πότε σα Δόν Ζουάν, ειρωνευόμενος ακόμα και τον εαυτό του, εκμεταλλευόμενος τα σωματικά του ελαττώματα βρίσκει την αρχή του μύθου για άλλη μια φορά και κεί πάνω σκύβει και σκύβει και φυσικά ποτέ δε θα μάθει το τίμημα του πόνου και του κόπου του. Ακόμη κι όταν απελπισμένος στον «Παρία» του αφαιρεί τα προσωπεία κι αποτολμά να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του και την κατάρα του. «Το εγώ μου είναι μισητό» κραυγάζει’ ντύνεται την αντικειμενικότητα κι οδηγείται στο αδιέξοδο και στο διχασμό. «Δεν αγαπώ ούτε  μισώ τον εαυτό μου»’ αμέσως παρακάτω. Κι αναρωτιέται κανείς δικαιωμένος διπλά εκ των προτέρων. Ανοίγει το βήμα προς την απόσταση, ή πρόκειται για ένα προσωπείο που το προσεταιρίζει μέσα από στροβιλίσματα αντιφατικών κυκλώνων, υποκρούοντας την προσωπική του αρμονία;
     Αλλά τι κρύβεται πίσω από τον παραμορφωμένο κόσμο του Κορμπιέρ; Πού προσανατολίζεται το όραμά του; Ποιος δε θυμάται το ζωγράφο στο «Λιμάνι των απόκληρων του Μαρσέλ Καρνέ να ομολογεί πριν αυτοκτονήσει «Πίσω απ’ ό,τι ζωγραφίζω κρύβεται κάτι άλλο. Πίσω από έναν κολυμβητή βλέπω έναν πνιγμένο και πίσω από ένα δένδρο έναν πεθαμένο». Εξήντα έξι χρόνια πριν γράψει ο Πρεβέρ αυτά τα λόγια, ο Κορμπιέρ βλέποντας το φίλο του Λαφενέστρ να ζωγραφίζει πρόβατα στο ατελιέ του θα πεί: «Τα φτιάχνετε λιγότερο καλά από τον Σάρλ Ζάκ, που τα φτιάχνει λιγότερο καλά απ’ τον Τρογιόν, που τα έφτιαχνε λιγότερο καλά από τη φύση. Δεν πρέπει να ζωγραφίζουμε εκείνο που βλέπουμε. Πρέπει να ζωγραφίζουμε μονάχα εκείνο που ποτέ δεν έχουμε δεί και ποτέ δε θα δούμε». Αν κάτω από τούτες τις λέξεις κρύβεται το αληθινό νόημα κάθε τέχνης, ειδικά για τον Κορμπιέρ ορίζεται το αισθητικό του πιστεύω όπως το κατακτά από την ενσυνείδητη παρακολούθηση τουλάχιστον της παραδοσιακής κληρονομιάς.
     Τα ποιήματά του κατάσπαρτα από ξένες παρεμβολές είναι κυριολεκτικά ναρκοπέδια λογοτεχνίας. Και τι δεν έχει διαβάσει αυτό το τέρας. Οι Βιγιόν, Λαφονταίν, Βιργίλιος, Μπεραντζέ, Μπαλζάκ, Μυρζέ, Λαμαρτίνος, Ουγκώ, Λωτρεαμόν και πολλοί άλλοι καρφώνονται στους «Κίτρινους έρωτες» συχνά προπηλακισμένοι. Αν θυμηθούμε το Σολωμό, στον Κορμπιέρ θ’ ανακαλύψουμε ακόμα μια φορά ότι δανεικά γνωμικά, φράσεις των παραμυθιών και κλασικοί στίχοι έχουν υποταχθεί τόσο στη γλώσσα του ποιητή ώστε ξεκαρφώνονται όταν εκείνος το θελήσει. Μήπως υπάρχει μεγαλύτερη κριτική ποιητικής από έναν ποιητή, απ’ αυτήν; Τόσο λεύτερα το κριτικό του μάτι, τόσο τολμηρά ξέρει να ξεριζώνει καρδιές κι όταν δεν υπάρχουν να τις χτίζει ο ίδιος ή και να τις μεταμοσχεύει, όπως στο «Τέλος». Θα διαγράψει, για παράδειγμα, οριστικά και μάλιστα θα ειρωνευτεί τη Ρομαντική Σχολή ύστερα από το ταξίδι της Ιταλίας, όπου θ’ ανακαλύψει πόσο άμετρο και ψευτοεξιδανικευμένα είχε υμνήσει τη χώρα του Δάντη και του Αρετίνου ο Λαμαρτίνος.
     Ο Κορμπιέρ θα σταθεί αχάριστος και μπροστά στο Μπωντλαίρ, παρ’ ότι έχει δανεισθεί από τον πρύτανη της καταραμένης γενιάς τον «σατανισμό», την πόζα, το ρίγος του. Είναι φυσικό επακόλουθο όμως της ψεύτικης ομολογίας του. «Η τέχνη δε με γνωρίζει κι ούτε εγώ γνωρίζω την τέχνη». Του είναι αρκετό να φωνάξει «Φτιάχνω στίχους, άρα ζώ», κοροϊδεύοντας το γνωστό απόφθεγμα του Καρτέσιου. Τι συμβαίνει λοιπόν στη Γαλλία του περασμένου αιώνα; Τους ρομαντικούς ανατινάσσει ο Μπωντλαίρ, ο Γκωτιέ, ο Μπανβίλ κι η παρέα τους. Ο Λωτρεαμόν απαρνείται ο,τιδήποτε έχει γραφτεί μέχρι τότε. Ο Κορμπιέρ διακηρύσσει την κοινωνική και αισθητική αναρχία. Ο Ρεμπώ-ίσως πιο κερδισμένος απ’ όλους-συγκεφαλαιώνει και ανοίγει την αυλαία του εικοστού αιώνα.
     Γλώσσα, σύνταξη, ορθογραφία και στίξη επόμενο είναι να περάσουν από μια δοκιμασία μοναδική. Η γλώσσα του ανάμεικτη από λέξεις άχρηστες ή παμπάλαιες (pot-au-noir) της ναυτικής αργκό, νεολογισμούς και αρχαϊσμούς ξεφεύγει από οποιαδήποτε συνθήκη και αναιρεί κάθε γνωστό τρόπο αρμονίας. Η σύνταξή του καρατομεί πολλούς κανόνες μέσα στους οποίους και τη συμφωνία μετοχής και υποκειμένου. Η ανορθογραφία του όχι λίγες φορές πλαγιοκοπεί το νόημα και η στίξη συχνά είναι άκαιρη, παράκαιρη ή ανύπαρκτη. Όλ’ αυτά καταλήγουν σε μια ποίηση που αυθαίρετα και θαυματουργικά ακρωτηριάζει τη Γαλλική προσωδία. Τότε μονάχα κατευνάζεται ο ποιητής όταν μιλάει για θάνατο. Στα “Rondels pour apres”, γράφει ο Πιέρ Όλιβερ Βάλτζερ, «δεν ακούμε παρά το μουρμούρισμα ενός ανθρώπου, που επί τέλους αναπαύεται». Οι πηγές του Τριστάν δεν είναι μονάχα τα βιβλία και τα ταξίδια του. Η αλχημεία των εκφραστικών του μέσων δεν προέρχεται από σαρκασμό μονάχα και περιφρόνηση. Το περιβάλλον του, οι ναυτικοί και ιδιαίτερα οι Βρετόνοι, τον προκαλούν αισθητικά και εκείνος θα τους τρυγήσει με τις κεραίες του τεντωμένες. Εξυμνώντας τους ναυτικούς ο Κορμπιέρ συγκεκριμενοποιεί τους πόθους, τις αγωνίες, τις εξάρσεις τους τις δουλεύει στον ξέφρενο οίστρο του και μας αναγκάζει να ιδούμε τους ανθρώπους της θάλασσας κάτω από ένα άλλο πρίσμα, στα σύνορα του έπους και του λυρισμού. Ήδη ο Βρετόνικος λυρισμός του εκβάλλει στη διαφυγή από τη μικροαστική ποίηση της Κυριακής, τα γραμμένα δάκρυα, το στομφώδη ανθρωπισμό. Δεν είναι περίεργο, πως τα χρόνια εκείνα η Γαλλία κατακλυζόταν από ανθολογίες για κυρίες. Ένα από τα προσωπεία του έχει ήδη κολληθεί στη σουβλερή του μύτη.
     Στον οργασμό των αλλεπαλλήλων μεταμορφώσεών του η ομοιοκαταληξία θα σταθεί αμετάβλητη. Μόνο στη σιβυλλική του ποιητική πρόζα. «Το καζίνο των νεκρών» θα την απαρνηθεί. Η ομοιοκαταληξία, που την ακολουθεί με τόσο περίεργο πείσμα, τον υποχρεώνει να μετριάζει σε αρκετά σημεία την έμπνευσή του ή να τον οδηγεί σε αναπόφευκτους συμβιβασμούς.
     Αν και δε φημίζεται για μεγάλος τεχνίτης δε συμπεραίνουμε όμως, πως ό,τι βγαίνει από τα χέρια του παραμένει στην πρώτη του μορφή. Ο κουνιάδος του Αιμέ Βασέ μας άφησε το εξής ανέκδοτο. Διαβάζοντας τα πρόχειρα των ποιημάτων του Τριστάν (που χάθηκαν περίεργα) τα εύρισκε γοητευτικά. Τότε ο ποιητής τον απόπαιρνε διαμαρτυρόμενος, πως γοητευτικά ήταν μόνο για Φιλισταίους «και ξανάγραφε ώσπου να μην αναγνωρίζει κι ο ίδιος τα πρώτα του σχεδιάσματα».
      Χάρι στην ατημελησία και στην αδυναμία των εκφραστικών μέσων η επανάσταση του Τριστάν Κορμπιέρ δεν πέρασε ατιμώρητη. Αυτή η ενσυνείδητη περιφρόνηση των πάντων έδωσε λαβή στον κρυφό μαθητή του, τον Ζύλ Λαφόργκ, να του επιτεθεί σφοδρά στα κλασικά του δοκίμια: «Δεν υπάρχει ποίηση, δεν υπάρχει στίχος στους «Κίτρινους έρωτες», μονάχα λίγη λογοτεχνία κι αυτή δίχως πλαστικό ενδιαφέρον. Τέχνη άλογη, στροφές κοινότατες, πράγματι ξεχασμένες, ρίμες ούτε φτωχειές ούτε πλούσιες, ανεπαρκέστατες, που τίποτα δεν υπόσχονται πέρα από την απροσεξία και την τεμπελιά. Έτσι αποδεικνύεται ριζικά μια όχι και τόσο λεπτή, ανίατη αρρώστια του αυτιού». Κι αφού ο ποιητής των «Θρυλικών αποφθεγμάτων» εκδηλώσει την αδυναμία του να βρει έστω κι έναν καλό στίχο μες στους «Κίτρινες έρωτες», καταλήγει: «Η ποίηση του Κορμπιέρ είναι ολότελα εγκαταλελειμμένη στη μικρή (διάβαζε φθηνή) ευτυχία των εφαλτηρίων λέξεων ή ιδεών». Ο Κριστιάν Ανζελέ ακούσια θα ενισχύσει την άποψη του Λαφόργκ, προσθέτοντας πως «το ποίημα (η ποίηση του Κορμπιέρ) δε γεννιέται από μια υπαγόρευση του ασυνειδήτου, αλλά μια χιονοστιβάδα λέξεων, που παντρεύονται οι μεν τις δε».
     Αν ο Ανζελέ έδωσε έναν ορισμό του σουρεαλισμού δεν προσδιόρισε όμως και το στίγμα του ποιητή, λησμονώντας πως στα μάτια του π.χ. μεταφυτεύονται σε φυτά τρυφερά οι μυοσωτίδες προς απογοήτευση κυριών και δεσποιναρίων. Ένας άλλος Τριστάν, ο Τζαρά θ’ αναλάβει την υπεράσπιση του Βρετόνου ποιητή απαντώντας στις σπόντες: «Η εκφραστική θέληση αγγίζει το όριο ενός είδους λεκτικής εξαγρίωσης, που μακριά από την αταξία, αντίθετα απ’ εκείνη, εμφανίζεται σαν το συμφυές ξετύλιγμα της ποιητικής σκέψης».
     Η επίθεση του Λαφόργκ, απρόσμενη, σημαδεύει μιαν επανάσταση, που στον καιρό του αρχίζει να γίνεται καθεστώς. Δε διαφωνεί κανείς, πως τα ποιήματα του Κορμπιέρ αποδυναμώνονται κάποτε-κάποτε ή πως κάτω από ένα μεγαλοφυή στίχο κολλιέται ένας «ψευδόστιχος». Κι αρκετές φορές ενοχλείται με τα λάθη όταν η μεγαλοφυΐα προδίδεται έκδηλα. Αλλά αν φυλάει για τον εαυτό του ο Λαφόργκ το τίμημα μιας ποιητικής, που τείνει το 1880 να καταλάβει την πραγματική της έκταση κι αργότερα θα κατακυριέψει τον κόσμο, δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί, παρά μόνο μεροληπτώντας, όπως πράγματι το πετυχαίνει, να μειώσει τους δασκάλους του την ώρα, που ο Βερλαίν απόκληρος, καταραμένος κι ο ίδιος κλαίει μπροστά στους στίχους του Κορμπιέρ. Η «Λιτανεία του ύπνου» αποτελεί μια σύνθεση στα σπλάχνα της οποίας εγκυμονούνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της χαοτικής κορμπιερικής ποιητικής.
     Η ποιητική απότισε το φόρο τιμής στο δυστυχισμένο Κορμπιέρ. Η επιρροή του πάνω σ’ όλη την «καταραμένη» γενιά από τον Βερλαίν, τον Ρεμπώ μέχρι τον Ρόντεμπαχ έχει περάσει πια στην ιστορία. Οι σουρεαλιστές βρήκαν τον προφήτη τους και τον εξύψωσαν παράνομα. Ο Έζρα Πάουντ χαρακτηρίζοντας την ποίηση του «ποίηση του πυκνού και του στερεού» τον καθιερώνει πιά σα σταθμό της λογοτεχνίας.
     Ήγγικεν η ώρα φυσικά, «που κύριοι καθηγητές θα δώσουν παραδόσεις γι αυτόν και θα παρασημοφορηθούν όλοι με την ταινία της Λεγεώνας της Τιμής», για να θυμηθούμε λίγους στίχους από τον «Αδιάφθορο» του Πώλ Κλωντέλ.
Φλεβάρης 1972
Γιώργος Καραβασίλης
     Αυτός είναι ο παράδοξος αλλά ελκυστικός ποιητικός κόσμος του Τριστάν Κορμπιέρ, που, ποίημά του έχει μεταφράσει παλαιότερα και ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας.
     Οι «σταθερές αξίες του σουρρεαλισμού, αυτές που διατρέχουν και συνιστούν ολόκληρη την σουρρεαλιστική θέαση του κόσμου, οι βασικές αρχές είναι το χιούμορ, το θαυμάσιο και το τυχαίο» σ. 127, αναφέρει στο κατατοπιστικό για το θέμα βιβλίο της ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα 2005, η κυρία Ελένη Απ. Στεργιοπούλου, κάτι που συναντάμε και στον Τριστάν Κορμπιέρ. Γιατί, όπως έγραφε και ο Αντρέ Μπρετόν στα ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΤΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ:
«Ο άνθρωπος προτείνει και διαθέτει. Δεν εξαρτάται παρά απ’ αυτόν να ανήκει ολόκληρος στον εαυτό του, δηλαδή να κρατά σε αναρχική κατάσταση την μέρα με την μέρα και περισσότερο αμφισβητήσιμη δέσμη των επιθυμιών του.  Η ποίηση του το διδάσκει. Φέρνει μέσα της την τέλεια ανταμοιβή των δυστυχιών που υπομένουμε. Μπορεί ακόμη να είναι μια συντονίστρια, που κάτω από το πλήγμα μιας λιγότερο κρυφής απογοήτευσης, αποτολμάμε να την πάρουμε στο τραγικό. Έρχεται όμως η στιγμή που αποφασίζει εκείνη το τέλος της χορήγησης και διακόπτει το ψωμί του ουρανού για τη γη!....», σ. 21,  δες Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, εκδόσεις Δωδώνη-Ε. Κ. Λάζου, Αθήνα 1972, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ελένης Μοσχονά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Παραμονή πρωτοχρονιάς

ΥΓ. Όχι, δεν θα σας μιλήσω για αυτό που πληροφορηθήκαμε όλοι οι φορολογούμενοι έλληνες, από τα δελτία ειδήσεων των τηλεοράσεων, δηλαδή, για τα εισοδήματα που δήλωσαν οι έλληνες πολιτικοί μας στην εφορία, σε περίοδο πτώχευσης της χώρας και οικονομικής των ελλήνων εξαθλίωσης. Θα σταθώ μόνο σε αυτήν την πολιτική ξετσιπωσιά που έχουν ορισμένοι-και μάλιστα αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί», της «πρώτης φοράς αριστερής διακυβέρνησης», να ξεχάσουν να δηλώσουν, νομίζω 1,000 000 δολάρια στην φορολογική τους δήλωση;-αν αληθεύουν οι πληροφορίες-και τα άλλα των άλλων του κυβερνητικού σχήματος που μας κυβερνά και μας έφερε το τρίτο Μνημόνιο, την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, τους άμεσους και έμμεσους φόρους, την αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης, την διατήρηση του ΕΝΦΙΑ και άλλα. Τους δεξιούς- συντηρητικούς πολιτικούς τους γνωρίζαμε εδώ και χρόνια ότι είχαν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, το βαθύ ΠΑΣΟΚ το ζήσαμε και το πληρώσαμε ακριβά, τους λεγόμενους πολιτικούς του κεντρώου χώρου επίσης, το πώς εκμεταλλεύτηκαν οι κατά καιρούς διάφοροι πολιτικοί εκπρόσωποι,-νόμιμα εκλεγμένοι φυσικά- πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις και πλούτισαν επίσης, αλλά, οι «έχοντες το ηθικό πλεονέκτημα» όπως με έπαρση και κομπασμό λένε οι σημερινοί κυβερνήτες; αυτό δεν χωνεύεται. Και έχουν το πολιτικό θράσος να μοιράζουν τα ψίχουλα της βαριάς τους φορολογίας στο πόπολο, και να επαίρονται για αυτό; σαν την Μαρία Αντουανέτα, μόνο παντεσπάνι που δεν πρόσφεραν μαζί-τυλιγμένο σε ρόζ αυγούλας χαρτί-από τα προπαγανδιστικά δελτία ειδήσεών τους για να διατηρηθούν στην εξουσία. Πολιτική γκιλοτίνα ή Αλέξης; Αλλά ο πολιτικός εκφυλισμός τόσο των κυβερνόντων όσων και της αντιπολίτευσης θα συνεχίζεται, όσο οι ψηφοφόροι θα ψηφίζουν αυτούς που τους πετούν τα ψίχουλα των κυβερνητικών και βουλευτικών τους πολιτικών και οικονομικών αδέξιων και ιδεοληπτικών επιλογών. Αλήθεια, πόσοι από αυτούς τους κυρίους και τις κυρίες, που μας προτείνουν να τρώμε τα παραδοσιακά γεμιστά, όπως οι άλλες ποιήτριες-κυρίες που δεν γνώριζαν ότι έκαναν τις αναλήψεις λίγο πριν τα κάπιταλ-κοντρόλ οι μητέρες τους, θα εργαστούν στο υπόλοιπο του εργασιακού τους βίου, δηλαδή μέχρι τα 68, κάτω από ποιες συνθήκες και με τι μισθούς και τι συντάξεις θα πάρουν;
Ποδόσφαιρο, Θέαμα, και  Ιερά Θαύματα στην Καπερναούμ. Ίσως, γιαυτό μας βομβαρδίζουν συνεχώς με τα ποικίλα αδιέξοδα των προσφύγων και των μεταναστών που έρχονται στην χώρα παράνομα,(και δεν εννοώ τον Συριακό πληθυσμό), για να μας μείνει στο πολιτικό και κοινωνικό μας υποσυνείδητο, ότι κοιτάξτε, βολευτείτε με αυτά που έχετε, μην αντιδράτε, γιατί ίσως βρεθείτε και εσείς σαν χώρα και κάτοικοι σε αυτήν την τραγική θέση. Την δεξιά νικήτρια παράταξη μετά τον εμφύλιο πόλεμο σε αυτήν την δύσμοιρη χώρα, θα έπρεπε ιστορικά να την στηλιτεύσεις γιατί, σκότωσε, δολοφόνησε, εξόρισε, κυνήγησε, έβαλε στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο τους νικημένους και ηττημένους της άλλης πλευράς για τόσες δεκαετίες. Ενώ, αν είχε κλείσει τις πληγές του εμφύλιου σπαραγμού νωρίτερα, και πολιτικά και κοινωνικά δίκαια, θα ξεμπροστιάζονταν επίσης νωρίτερα πολιτικά, όλοι αυτοί οι σημερινοί «αριστεροί» κυβερνήτες. Οι yes men, καρεκλοθεσήτες. Οι ψευτοθόδωροι της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής. Το τραγικό πολιτικό αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας είναι μεγάλο και φοβερά διλημματικό. Όσο ποιο γρήγορα πάμε σε εκλογές τόσο το καλύτερο για την χώρα. Αλήθεια όμως, ποιος πολιτικά σκεπτόμενος ψηφοφόρος πιστεύει ότι η επάνοδο της συντηρητικής παράταξης στην κυβερνητική εξουσία θα λύσει τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της πατρίδας; Γιατί, αν το πιστεύει σοβαρά, και όχι για πλάκα και κουβεντολόι  του καφενείου, οφείλει να μας εξηγήσει και τεκμηριώσει πολιτικά και οικονομικά πως θα γίνει η ανόρθωση της οικονομίας και της κοινωνίας, και με ποιους όρους σε σχέση με τους φορολογούμενους κατοίκους αυτής της πτωχευμένης χώρας, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Γιατί διαφορετικά, δεν αρκεί η ανακούφιση πως επιτέλους έφυγαν αυτοί οι νέο-«αριστεροί» πολιτικάντηδες, οι εκφέροντες επικήδειους σε ξένους δικτάτορες ηγέτες.
Εδώ, μια Ρόδα δεν κατορθώσαμε να την κάνουμε να γυρίσει εν έτει 2016, σύμφωνα με τους νόμους της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, ο υιός από την Κρήτη θα μας σώσει;
Και ακόμα, έφυγε από την ζωή σε μικρή ηλικία, ένα ακόμα μουσικό ίνδαλμα της Pop των νιάτων μας, ο George Michael. Ποιος δεν τραγούδησε και ψιθύρισε και χόρεψε με τον Andrew Ridgeley and George Michael των Wham. Ποιος νέος και νέα, ανεξάρτητα τι μουσική προτιμούσε στα εφηβικά του χρόνια της δεκαετίας του 1980, δεν εντυπωσιάστηκε και ερωτεύτηκε με τους στίχους, τα τραγούδια και τις μουσικές συνθέσεις του Κυπρίου την καταγωγή άγγλου Γιώργου-Κυριάκου Παναγιώτου(25/6/1963-25/12/2016), του δικού μας Τζόρτζ Μάικλ. Ποτέ δεν θα κατανοήσω, πως καλλιτεχνικές προσωπικότητες με τόση φήμη, διεθνή καριέρα και δόξα και μεγάλο ταλέντο, καταφεύγουν στα ναρκωτικά, καταστρέφοντας τους εαυτούς τους.
Η μουσική και τα τραγούδια του θα εξακολουθούν να ακούγονται και να αρέσουν στους νεότερους. Είναι στίχοι βγαλμένοι από την ψυχή ενός νέου ευαίσθητου και ρομαντικού τραγουδοποιού, οι μελωδίες του είναι αγγελικές, αγγίζουν όποιους μπορούν και ονειρεύονται, το ντουέτο του με την μεγάλη Aretha Franklin στο τραγούδι “I Know You Were Waiting For Me”, είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Θυμίζει το ντουέτο-τηρουμένων των μουσικών αναλογιών-του Φρέντυ Μέρκιουρι με την Μορσερά Καμπαγιέ. ονειρικές μελωδίες, τρυφερές μουσικές στιγμές, χορευτικοί ρυθμοί εμπνευσμένοι. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά όταν οι άγγελοι σιγοψιθύριζαν το προσωπικό του μελωδικό de profoundist. Όταν τα παιδιά του Κόσμου τραγουδούσαν τα δικά του μουσικά Κάλαντα και η φωνή του χάνονταν στις φωτεινές καρδιές των ερωτευμένων.  Γιατί το ποιο παράξενο-The strangest thing είναι:
Take my life
time has been twisting the Knife
I don’t recognize
people I care for
Take my dreams
childish and weak at the seams
please don’t analyse
please just be there for me
The things that I Know
nobody told me
the seeds that are sown
they still control me
there’s a liar in my head
there’s a thief upon my bed
and the strangest thing
is I cannot get my eyes open.
Take my hand
lead me to some peaceful land
that I cannot find
inside my head
wake me with love
it’s all need
but in all this time
still no one said…
If I had not asked
would you have told me
if you call this love
why don’t you hold me
there’s a liar in my head
there’s a thief upon my bed
and the strangest thing
is I cannot my eyes open
Give me something I can hold
Give me something to believe in
I am frightened for my soul, please,
Please
Make love to me, send love through me
heal me with your crime
the only one who ever Knew me,
we’ ve wasted so much time
so much time.                        



Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Γιάννης Αηδονόπουλος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
(1916-1944)
     Πάνε χρόνια τώρα, που μελετούσα ποιητικές συλλογές του μεσοπολέμου και αποδελτίωνα περιοδικά και εφημερίδες, επισκεπτόμενος την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Βιβλιοθήκη της Βουλής, Δημοτικές Βιβλιοθήκες και Αρχεία, για να βρω τα στοιχεία και τις πληροφορίες που χρειαζόμουν για την έκδοση στην σειρά «εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη της ποιήτριας Θεώνης Δρακοπούλου, της γνωστής μας Μυρτιώτισσας. Δύσκολη, πολυέξοδη, χρονοβόρα και παράτολμη προσπάθεια, η αναστύλωση ενός ποιητή ή μιας ποιήτριας των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα. Αυτών των αστεροσκόπων του ποιητικού θόλου, που με το λύχνο των άστρων αποτύπωναν πάνω σε περγαμηνές και ειλητάρια τα ποιητικά τους όνειρα, τα ίχνη της προσωπικής τους ευαισθησίας με το μελαγχολικό μολυβάκι της ποίησής τους, που ίσως, εξακολουθούν να μαγεύουν τα νοσταλγικά αυτά βαδίσματα ονείρου, τους ελάχιστους στρατοκόπους της ποίησης στις μέρες μας. Τις τελευταίες δεκαετίες, ευτυχώς, έχει αρχίσει μια συστηματική, μεθοδική και επιστημονική φιλότιμη προσπάθεια από καθηγητές και καθηγήτριες των πανεπιστημιακών μας σχολών, ακούραστους ερευνητές του ποιητικού λόγου, ποιητές που δεν γράφουν μόνο, αλλά πρωτίστως διαβάζουν ποίηση, ή χαλκέντερους μελετητές, άοκνους δοκιμιογράφους και πνευματικούς ανθρώπους του τόπου μας, για την επανέκδοση και επαναγνωριμία ποιητικών φωνών του προηγούμενου αιώνα, με την κυκλοφορία εκδόσεων που μας προσφέρουν επαρκώς μια εικόνα σχεδόν πλήρη, της παρουσίασης των φωνών αυτών στην εποχή τους, και την όσο το δυνατόν αρτιότερη καταγραφή των σκόρπιων δημοσιευμάτων τους, των μεταφράσεών τους και άλλων τους κειμένων στα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής τους, ούτως ώστε, να έχουμε εμείς οι νεότεροι, την ποιητική τους εικόνα και το δημιουργικό τους προφίλ αποτυπωμένο, στον μεγάλο καθρέπτη του ελληνικού ποιητικού σύμπαντος. Αποδελτιώθηκε μια μεγάλη ποικιλία λογοτεχνικών περιοδικών, εκδόθηκαν ειδικές μελέτες που αφορούν τα περιοδικά αυτά και τους συνεργάτες τους, κυκλοφόρησαν δοκίμια που ερευνούν τα έργα τους, γράφτηκαν μονογραφίες για την καλλιτεχνική τους δημιουργία, εκδόθηκαν Λογοτεχνικά και πολύτομα Βιογραφικά Λεξικά, εκατοντάδες Ποιητικές Ανθολογίες, δεκάδες Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας, χρήσιμες Βιβλιογραφίες ελλήνων ποιητών, επιμελήθηκαν και εκδόθηκαν τα Άπαντα πολλών, ιδρύθηκε το ΕΚΕΒΙ, έγιναν προσιτά τα δυσεύρετα διάφορα αρχεία στους ερευνητές, όπως παραδείγματος χάρη, η πολύτιμη βοήθεια του Αρχείου του ΕΛΙΑ, του αείμνηστου Μάνου Χαριτάτου, τα Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και άλλα, και εν κατακλείδι, έχουμε πλέον μια επαρκή πανοραμική εικόνα της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας από τις απαρχές της μέχρι των ημερών μας. Φυσικά, για τους αγραυλούντες του ποιητικού λόγου, υπάρχουν αρκετά κενά ακόμα στο ερευνητικό πεδίο της αποδελτίωσης και καταγραφής των ποιητικών φωνών και των δημοσιευμάτων τους, και ιδιαίτερα, για ποιητές και ποιήτριες που δεν «κατόρθωσαν» να ορειβατήσουν μέχρι τις κορυφές του ποιητικό Ελικώνα, έμειναν στα ριζά, μη κατορθώνοντας να μεταφέρουν τα ποιητικά τους καλησπερίσματα στους νέους αναγνώστες, βάδισαν σε άλλα μονοπάτια, ή πολλοί από τους άδοξους αυτούς ποιητές χάθηκαν πολύ νέοι, μένοντας από το εδώ πέρασμά τους, μια λησμονημένη μπαλάντα που τους υμνωδεί. Είναι οι λεγόμενες «χαμηλές φωνές» ή «ελάσσονες φωνές» ή «μινόρε φωνές» που, βρίσκονται ακόμα και σήμερα, ή εντάσσονται από τους γραμματολόγους και τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, κάτω από τις βαριές σκιές του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου, του Κωστή Παλαμά, του Κώστα Καρυωτάκη, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, για να μείνω σε ενδεικτικές διαχρονικά ποιητικές παρουσίες που υπήρξαν κόμβοι και σταθμοί στην διάρκεια της εξέλιξης και διαμόρφωσης του ελληνικού ποιητικού προσώπου. Ποιητικά μεγέθη-όπως και άλλοι πνευματικοί δημιουργοί, που έμειναν στην ιστορία, προσδιορίζοντας καταλυτικά κατά κάποιον τρόπο την κατοπινή διαδρομή τόσο των επόμενων ποιητών όσο και των αναγνωστών της ποίησης. Ποιητικά μεγέθη, που στίχο τον στίχο έχτισαν τα φατνώματα του ποιητικού λόγου. Ιδιαίτερη περίπτωση, αποτελούν οι ποιητικές φωνές και το έργο του Άγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη, ο δεύτερος έμεινε στην ελληνική γραμματεία περισσότερο γνωστός ως πεζογράφος παρά ως ποιητής-πόσοι αλήθεια από τους παλαιότερους ή νεότερους δημιουργούς έχουν διαβάσει την «Οδύσσειά» του, έστω και στην νέα της επανακυκλοφορία που δόθηκε από την ημερήσια εφημερίδα το Έθνος. Αλλά και το έργο του Άγγελου Σικελιανού υπολείπεται σε σχέση με άλλων, του σύγχρονου αναγνωστικού ενδιαφέροντος, παρά την ολοκληρωμένη έκδοση των Απάντων του, από τις εκδόσεις Ίκαρος. Για να μην αναφερθούμε και στην περίπτωση του ποιητή Κωστή Παλαμά, που τύχη αγαθή κυκλοφορούν εδώ και χρόνια στο εμπόριο, οι δέκα έξι τόμοι των Απάντων του που εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά,-που στεγάζεται στο σπίτι του ποιητή στην οδό Ασκληπιού στην Αθήνα, κοντά στο παλαιό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Δωδώνη-αλλά με επιλεκτικό και μειωμένο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η σειρά του Ανθολόγου Ερμή του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, συνέβαλε επίσης στην γνωριμία μας με παλαιότερες ποιητικές φωνές. Οφείλουμε να επισημάνουμε ακόμα, ότι πολύτιμος βοηθός στην ανεύρεση παλαιών εξαντλημένων και σπάνιων ποιητικών συλλογών, στέκονται τα εναπομείναντα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα οποία αγοράζουν οικογενειακά ή άλλου είδους αρχεία και παλαιά βιβλία από τους απογόνους των συγγραφέων, και τα πωλούν,-έστω και σε τσουχτερές τιμές-στους αναγνώστες. Στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Αθήνας, στο Μοναστηράκι αλλά και σε άλλες περιοχές, συναντά κανείς ποιητικές συλλογές δυσεύρετες και αχαρτογράφητες από τους βιβλιογράφους, πολλές φορές κακέκτυπες ή πανάκριβες, ποιητικές συλλογές που μυρίζουν μούχλα και είναι γεμάτες σκόνη, άκοπες ακόμα, με αφιέρωση του ποιητή σε κάποιον φίλο του συγγραφέα ή γνωστό κριτικό της εποχής, που μπορεί όμως «να κάνει την δουλειά της» κατά το κοινώς λεγόμενο, μια, που τα προβλήματα της καθημερινής βιοπάλης όλων μας, δεν μας προσφέρουν την απαραίτητη χρονική δυνατότητα,-ούτε και οι αποστάσεις- ώστε, να προστρέξουμε στις Βιβλιοθήκες για ανάγνωση, ή ακόμα, το ωράριο τους είναι αποτρεπτικό και η φωτοτύπηση συλλογών αρκετά δύσκολη ή γίνεται μόνο επιλεκτική και ορισμένων ελάχιστων σελίδων, και αυτό, με τα χίλια ζόρια. Και ένα ίσως, δικαιολογημένο παράπονο, ελάχιστες φορές στην εξερεύνησή μου σε δημόσιους χώρους βιβλίων, συνάντησα άτομα που εργάζονταν σε αυτούς και να διάβαζαν ή ενδιαφερόντουσαν για ποίηση, μετρημένα στα δάχτυλα θυμάμαι τα τελευταία τριάντα χρόνια. Κάτω από αυτές τις γενικές σε όλους μας δυσκολίες, και στο ότι ακόμα δεν έχει αποδελτιωθεί η ύλη εκατοντάδων ακόμα λογοτεχνικών περιοδικών και πανελλαδικών και τοπικών εφημερίδων, ώστε να γνωρίζουμε με ακρίβεια το πότε, το πού, και το τι, δημοσίευσαν οι έλληνες και ελληνίδες δημιουργοί, βαδίζουν οι ερευνητές, οι μελετητές και οι λάτρεις της ελληνικής λογοτεχνικής περιπέτειας. Μιας αρχοντικής διαχρονικής ποιητικής ιδιαίτερα φάτνης, που μέσα της χουχουλιάζουν και ζεσταίνουν με την ανάσα τους αρκετοί και αρκετές ποιητές άγνωστοι στο ευρύ κοινό, το θείο βρέφος της ποίησης, σιμά με τους μάγους του ελληνικού δοξασμένου ποιητικού λόγου που προσφέρουν και αυτοί τα δώρα τους, μελωδούντες ομού, τα πανάχραντα κάλαντα του Ποιητικού Λόγου της ελληνικής γλώσσας.
     Συμπληρωματικά γράφω ότι, πολλές φορές συνηθίζεται, να αναδημοσιεύονται ποιήματα ή αποσπάσματα ποιημάτων δύο και τρείς φορές σε διάφορα κατά καιρούς λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες ή ανθολογίες, κάτι που δυσκολεύει και χρειάζεται αρκετή προσοχή, ώστε να καταγραφεί το ορθό κείμενο(και δεν εννοώ τόσο ορθογραφικά, εννοώ να μην είναι λειψό), φαινόμενο που συναντάται και σε αρκετές νεότερες ανθολογίες. Μια άλλη δυσκολία είναι το γεγονός, όταν ένας ποιητής ή ποιήτρια, εν γένει δημιουργός, εκδώσει το έργο του ιδίοις αναλώμασι, δηλαδή με δικά του έξοδα και δεν καταγραφεί στο αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ή εκδοθεί εκτός εμπορίου και σταλεί μόνο σε φιλικά πρόσωπα του συγγραφέα, πράγμα που καθιστά σχεδόν αδύνατο τη ανεύρεσή του, την καταγραφή του και τελικά την ανάγνωσή του. Τέλος, το σταμάτημα της έκδοσης παλαιών παραδοσιακών ή και νεότερων λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, περιοδικά και εφημερίδες από τις οποίες με μεγάλη επάρκεια ενημερωνόσουν για τις νέες εκδόσεις, και μπορούσες και στατιστικά να γνωρίζεις τι συμβαίνει στον εκδοτικό χώρο, δυσκόλεψαν την έρευνα και ίσως και την ανάγνωση. Παρόλα αυτά όμως, η ανάγνωση ποιητικών έργων, παλαιότερων και σύγχρονων ποιητικών φωνών συνεχίζεται, και ο ποιητικός κελευτικός λόγος, βρήκε άλλους τρόπους και διόδους να μας κάνει γνωστή την παρουσία του.
     Μια μικρή αλλά σημαντική τέτοια ποιητική πνοή, είναι και η φωνή του ποιητή του μεσοπολέμου Γιάννη Αηδονόπουλου, ενός λεπτοκαμωμένου μελαγχολικού νέου, που γεννήθηκε στην περιοχή Αρχασόν της Ρωσίας, το 1916 ένα χρόνο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση και πέθανε μέσα στις κακουχίες στην Αθήνα τον Νοέμβρη του 1944 σε πολύ νεαρή ηλικία. Ποιητής μοναχικός και κατατρεγμένος, σχεδόν πάμφτωχος και μελαγχολικός, ταλαιπωρημένος και ξεριζωμένος από τον τόπο γεννήσεώς του, πλάνης του βίου με νοσταλγική ποιητική φωνή, με ένα διακριτικό σπαραγμό και εσωτερικό λυγμό να πλημμυρίζει τους ελάχιστους στίχους του, σεμνός και μη αναγνωρίσιμος ακόμα και από τους ποιητές του καιρού του-εκτός ίσως από τον Τέλλο Άγρα-εντάσσεται στους ελάσσονες δημιουργούς εκείνης της περιόδου που όμως, έγραψε όπως και άλλες φωνές της εποχής του ιστορία έστω και αν δεν τον αναφέρει η κατοπινή λογοτεχνική ιστορία.
     Δυστυχώς, ενώ παλαιότερα είχα συναντήσει τα δύο του βιβλία και είχα κρατήσει ορισμένες σημειώσεις, χάθηκαν τα στοιχεία που είχα σε μια πλημμύρα του σπιτιού, και έτσι, ότι αναφέρω εδώ, είναι από αποδελτιώσεις περιοδικών ή από ελάχιστες ποιητικές ανθολογίες που τον μνημονεύουν, που σημαίνει ότι, η επάρκεια της δικής μου προσέγγισης είναι λειψή, δεν υπολείπεται όμως, σε αγάπη και ενδιαφέρον για το μικρό ποιητικό του έργο, και, τον τραγικό και ταλαιπωρημένο βίου του. Αυτού του νέου ποιητή, που έβγαζε τα προς το ζην του παίζοντας με το μικρό του φλάουτο σκοπούς του καιρού του στα προπελεμικά νυχτερινά κέντρα. Εδώ, σε αυτό το σημείωμα,-που γράφω κάτω από τον πολυέλαιο ποιητικό αστερισμό του Ρωμανού του Μελωδού, θα σταθώ στα ανθολογημένα ποιήματά του που συνάντησα σε ανθολογίες, και σε ενδεικτικά κείμενα παλαιότερων, που μνημονεύουν την ευαίσθητη, τρυφερή, νοσταλγική και αθώα ποιητική του φωνή, που έζησε μέσα σε μεγάλη φτώχεια, οικονομικές δυσκολίες και άλλα προβλήματα, αλλά, και μας πρόσφερε έναν ποιητικό λόγο γεμάτο συγκίνηση, λυρισμό, βασανιστική ελπίδα, παιδική αθωότητα, σπαραγμό, ευδόκιμη πνοή, ενός χαμένου ποιητή, στα σκονισμένα και σκοροφαγωμένα ράφια του ποιητικού χρόνου.
     Μόνο ο κριτικός και συγγραφέας Δημήτρης Γιάκος, μας δίνει ένα γενικό επαρκές βιογραφικό σημείωμα για τον Γιάννη Αηδονόπουλο, στον πρώτο τόμο της Λογοτεχνίας των Ελλήνων των εκδόσεων του Χάρη Πάτση, σελίδα 147-, υπάρχουν ακόμα, ορισμένα κριτικά σημειώματα δημοσιευμένα σε περιοδικά από τον ποιητή Γιώργο Γεραλή, τον Μιχάλη Περάνθη που τον ανθολογεί και στην Μεγάλη Ελληνική Ποιητική του Ανθολογία, τον Νότη Ρυσσιανό, τον Δημήτρη Σιατόπουλο, και μέχρι των ημερών μας, τον ανθολόγο Σωτήρη Τριβιζά, που τον ανθολογεί στην πρόσφατη σχεδόν ανθολογία του για τους Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου εκδόσεις Καστανιώτη 2015, συμπληρώνοντας την προηγούμενή του ανθολογία, Ποιητές του Μεσοπολέμου, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο που εκδόθηκε το 1997.
     Ας δούμε τι αναφέρει ο Δημήτρης Γιάκος στο κείμενό του για τον ποιητή:
«Αηδονόπουλος Γιάννης, διηγηματογράφος και ποιητής. Γεννήθηκε το 1916 στο Αρχασόν της Ρωσίας (Βατούμ Καυκάσου) και ήλθε νέος, με τη μητέρα του, στην Αθήνα, όπου, κατατρεγμένος, πέρασε μια ζωή γεμάτος στερήσεις. Για να συνεχίση τις σπουδές του έπαιζε συχνά φλάουτο σε νυκτερινά προπολεμικά κέντρα. Τις δυσχέρειες ωστόσο της ζωής και των σπουδών του ο Αηδονόπουλος τις αντιμετώπιζε με πολλήν εγκαρτέρηση και με σιωπή, μια σιωπή γεμάτη στοχαστικότητα. Λεπτός, τρυφερός και ευαίσθητος, αλλά ταλαιπωρημένος και καχεκτικός, ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της σεμνότητας και της αξιοπρέπειας. Ξεκομμένος από τον κόσμο, πικραμένος και μελαγχολικός, μονήρης τύπος ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του, δεν έβρισκε ανακούφιση παρά σε μιαν αυστηρά, καλλιτεχνική συντροφιά νέων, οι οποίοι συγκεντρώνονταν τακτικά, σχεδόν κάθε βράδυ πριν ξεσπάση ο πόλεμος του 1940, σε υπόγειο κέντρο της οδού Ιπποκράτους, στην Αθήνα. Στη συντροφιά εκείνη δέσποζε με την πνευματικήν ακτινοβολία και τη σεμνότητά του ο σαραντάχρονος τότε ποιητής Τέλλος Άγρας, ο οποίος με την κριτική του σοφία και την αισθητική του καλλιέργεια επηρέασε σημαντικά το σύνολο σχεδόν του έργου του Αηδονόπουλου, όχι μόνο στην εκφραστική δεξιοτεχνία και στη λεπτότητά του, αλλά και στην ανάλαφρα ελεγειακή του διάθεση, την τόσο συγγενική άλλωστε με του Άγρα.
     Η πρώτη πνευματική παρουσία του Αηδονόπουλου, είχε κιόλας σημειωθή πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα 1935, σχεδόν εικοσάχρονος, είχε εκδώσει και διηύθυνε για ένα μικρό διάστημα το λογοτεχνικό περιοδικό «Αργώ». Σε δύο χρόνια(1937) εξέδωσε την ποιητική συλλογή του «Ειδύλλια», λυρικούς στίχους, συναισθηματικούς(ερωτικούς κυρίως), στους οποίους με παραδοσιακή μορφή αναδύεται η ευαισθησία του και η απαισιόδοξη διάθεση του ποιητή-ένα βουβό, πικρό παράπονο για τις αδικίες της σύγχρονής του ζωής. Σε άλλα δύο χρόνια(1939) τυπώνει την μελέτη του «Δύο ρώσοι ρομαντικοί» όπου μαζί με την γεμάτη κατανόηση αισθητικήν ανάλυση του έργου του Αλέξανδρου Ποούσκιν και του Μιχαήλ Λέρμοντωφ, παραθέτει απ’ ευθείας απ’ το πρωτότυπο μεταφρασμένα ποιήματα των διάσημων αυτών ρώσων ποιητών του 19ου αιώνα. Ο πόλεμος του 1940 τον βρίσκει ημιονηγό στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο. Τα ποιήματά του «Τομόρ» (βορειοηπειρωτικό βουνό) και «Γράμμα σε φίλο» είναι εμπνευσμένα από τον ηρωικό εκείνο αγώνα της χώρας εναντίον των εισβολέων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το «Γράμμα σε φίλο» το είχε στείλει ο Αηδονόπουλος από το ελληνικό μέτωπο στην Αθήνα για να δημοσιευθή στο π. «Νεοελληνικά Γράμματα». Το ποίημα είχε πραγματικά στοιχειοθετηθή και τυπώθηκε στο φύλλο της 19-4-1944. Το περιοδικό όμως δεν κυκλοφόρησε, γιατί εν τω μεταξύ είχαν μπη στην Αθήνα οι Γερμανοί εισβολείς.
     Στα χρόνια της κατοχής(1943) ο Αηδ. εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων του «Ο έβδομος ουρανός», επτά πεζογραφήματα γραμμένα σε λυρικό και εξομολογητικό τόνο και αναφερόμενα κυρίως στις νοσταλγικές αναμνήσεις του συγγραφέα από την πατρίδα του. Τα θέματα των επτά αυτών διηγημάτων είναι πραγματικά αντλημένα από την παιδική και εφηβική ζωή του Αηδονόπουλου και εμφανίζουν έναν ευαίσθητο νέο στις ώρες της πρώτης του επαφής με τη γύρω του σκληρή πραγματικότητα, η οποία διαψεύδει τα ευγενικά όνειρά του και γεμίζει τη νεανική του ψυχή, με πίκρα και απογοήτευση. Με ύφος που θα μπορούσε να κατατάξη και τον Αηδ. στους «λυρικούς» πεζογράφους μας, ο διηγηματογράφος, με τον «Έβδομο ουρανό» του, δίνει μερικές από τις πιο σπαραχτικές και τις πιο ειλικρινείς σελίδες της νεότερης πεζογραφίας μας. Ενδιαφέρουσες εξ άλλου είναι και οι κριτικές σελίδες του Αηδονόπουλου γύρω από τη μουσική και τον κινηματογράφο.
     Ο θάνατος, που ήλθε, μές από τις στερήσεις και τα βάσανα της κατοχής, τις πρώτες ακριβώς ημέρες της Απελευθερώσεως(τον Νοέμβριο του 1944) σταμάτησε την ελπιδοφόρα εξέλιξη ενός γνήσιου πεζογραφικού, ποιητικού και κριτικού ταλάντου στην αρχή ίσα-ίσα της ωριμάνσεώς του και δεν επέτρεψε στον Αηδ. να δημοσιεύση και τα ανέκδοτα μυθιστορήματά του «Ο άνθρωπος της ζωής μου» (εμπνευσμένο από την περίοδο του πολέμου και της κατοχής) και «Η ξένη πατρίδα»(αναμνήσεις από την παιδική ζωή του συγγραφέα στη Ρωσία). Κατά μία μάλιστα τραγική σύμπτωση, ακριβώς τον Νοέμβριο του 1944, έκλεινε για πάντα τα μάτια και ο μεγάλος φίλος του Αηδ., ο Τέλλος Άγρας, χτυπημένος από αδέσποτη σφαίρα. Έτσι, ο Αηδονόπουλος και ο Άγρας βρέθηκαν ακόμη και στον Θάνατο ανταμωμένοι…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γιώργος Γεραλής, ΝΕ, τομ. 37(1945), σελ. 193. Νότης Ρυσσιάνος, π. «Σκαραβαίος», 5(1950), σελ. 1559. Κουλ. ΛΑ, 1959. Γιάννης Β. Ιωαννίδης, «Εφημερίς της Καλλιθέας» 10-12-1961.».
      Αυτά είναι τα λόγια ενός έμπειρου και καταξιωμένου λογοτεχνικού κριτικού και μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας, ανθολόγου και ιστορικού της παιδικής λογοτεχνίας όπως υπήρξε ο Δημήτρης Γιάκος. Ας δούμε και τι αναφέρει ένας άλλος ποιητής, ο Γιώργος Γεραλής, στο παραδοσιακό και χρήσιμο περιοδικό, την «ΝΈΑ ΕΣΤΙΑ» στο τεύχος 428/15 Απριλίου του 1945, σελίδα 193-, ένα ευαίσθητο κείμενο που πρέπει να γράφτηκε με την αναγγελία του θανάτου του ποιητή, και που όπως διακρίνουμε, μάλλον είχε γνωρίσει τον ποιητή από κοντά:
«Μέσα στα μεγάλα μάτια του ήταν ζωγραφισμένη διαρκώς η απορία. Τόβλεπες καθαρά πως «δεν ήταν απ’ τον κόσμο ετούτο». Αδέξιος, απροσάρμοστος, ένα παιδί που βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε μεγάλους που συζητούν σοβαρά, χωρίς να του δίνουν σημασία. Μελαγχολούσε, πανικόβλητος έτρεχε να ζητήση καταφυγή στα παιχνίδια του. Λίγες κόλλες χαρτί, μερικά βιβλία συγυρισμένα με μια κωμική τάξη, εττικετούλες, μπλε περιτυλίγματα, ταινίες, καλλιγραφικά κεφαλαία. Ήταν ο μικρός φτωχικός του κόσμος. Εκεί τοποθετούσε την ταλαιπωρημένη ψυχή του, κάτω απ’ το αρρωστημένο μισόφωτο μιας κοινής λάμπας πετρελαίου, κ’ έπαιζε το παιχνίδι του’ ένα σεμνό, οδυνηρό παιχνίδι με υποθετικόν αντίπαλο το χρόνο. Κανείς δεν ξέρει αν θα κέρδιζε ή αν θάχανε. Η μεγάλη σκιά τον κατάπιε στην κρισιμότερη στιγμή του παιχνιδιού. Ίσως ήταν πια πολύ κουρασμένος. Εκείνες τις ημέρες, έτυχε κάποιοι μεγάλοι, αφού πρώτα άκουσαν το θριαμβευτικό εμβατήριο του ελεύθερου αγέρα, ν’ ανοίξουν τα μέσα μάτια τους προς το αιώνιο φως. Ένας βιβλικός υμνωδός, ένας τρυφερός μουσοπόλος. Ο Άγγελος Σημηριώτης, ο Τέλλος Άγρας. Ονόματα με τίτλους εγγραφής για το βιβλίο της αθανασίας. Όμως μέσα στη χλαλοή της εθνικής αντιστάσεως, η διαπόρθμευσή τους στην αντίπερα όχθη πέρασε, σχεδόν απαρατήρητη. Πολύ λιγότερο βέβαια θα μπορούσε να προσέξη κανείς ότι ένα παιδί σταμάτησε απότομα το παιχνίδι του. Αλλά για μερικούς φίλους που μέσα στο καλλιγραφημένο τετράδιο των νεανικών «Ειδυλλίων» του ή στα βασανισμένα χειρόγραφα της πλέον ώριμης πεζογραφικής του εργασίας, είδαμε την μελαγχολική ύλη μιας γνήσιας συναισθηματικής ψυχής, υπάρχει ένα χρέος ιερό να σημειώσουμε, για τη μνήμη των ανθρώπων που αγαπούν την παρηγοριά της τέχνης, το πέρασμά του. Ως την ύστατη ώρα που έκαμπτε τη μεγάλη στροφή, περιπλανιόταν περίλυπα αλλά και σταθερά στις πλαγιές του Ελικώνα».
     Αυτό είναι το δεύτερο τρυφερό και ευαίσθητο κείμενο που γράφτηκε για τον άδοξα χαμένο νέο ποιητή Γιάννη Αηδονόπουλο, που η συλλογή του «Ειδύλλια» δηλώνει την τρυφερή και νοσταλγική αλλά γνήσια μουσική φωνή ενός ποιητή της εποχής του μεσοπολέμου, που παρά το ότι σκήνωσε εν αυτόν ποιητική πνοή ζώσα, δεν του δόθηκε από την Μοίρα η τύχη να υπερβεί τα αναγκαία κράσπεδα του προσωπικού του χρόνου και να μας εικονογραφήσει με επάρκεια το εδώ καλλιτεχνικό πέρασμά του. Ειδύλλια, έγραψαν ενδεικτικά μεταξύ άλλων αναφέρω, συνεχίζοντας την αρχαία ελληνική παράδοση του Θεόκριτου, ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, ο Πειραιώτης ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας και αρκετοί άλλοι.                  
ΒΙΒΛΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το πικραμένο μέτωπό μου
νάταν να γίνουνταν παιδιού
στην ανηφόρια κάποιου δρόμου,
μεσ’ τη γαλήνη ενός βραδιού
--
Μεσ’ το φευγιό κάποιου χειμώνα,
που αύρες γλυκές τον χαιρετούν
να μου ανεμίζουν τον χιτώνα,
την ανασά μου να κρατούν
--
Να περπατώ χωρίς την έννοια
μιας πίκρας που ένιωσα πολύ
Νάχω τα χείλη βελουδένια
κι’ άγγιχτα ακόμα απ’ το φιλί…
--
Πριν τα βιβλία να μου θολώσουν
την κρουσταλλένια μου ματιά
Οι έρωτες πρίν με στεφανώσουν
μ’ άνθη από πέταλα φωτιά.
--
Να Τον ιδώ σε κάποιαν άκρη
που θα μιλάει στον ουρανό
κι’ Αυτός να κρύψει κάποιο δάκρυ
μόλις με νιώσει να περνώ!
--
Να με καλέσει να γενούμε
φίλοι καλοί, φίλοι πιστοί
Την ανηφόρια ν’ ανεβούμε
στο δειλινό χειροπιαστοί…
--
Να μου μιλάει για κάποιους πόνους,
για μια Του ελπίδα φωτεινή
και να μας εύρει η νύχτα μόνους
στη βιβλική Γεσθημανή!
--
Ν’ αρωματίζεται απ’ το μύρο
της λουλουδένιας μου ψυχής!
Παιδάκι πλάϊ του ν’ απογύρω
στο λυτρωμό μιας προσευχής
--
Κι’ Αυτά τα δάκρυα Του τ’ ανάρια
να Τά μαζώνω απ’ το βωμό
-Μιάν αρμαθιά μαργαριτάρια
γύρω απ’ τον άσπρο μου λαιμό!...            
«ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΦΙΛΟ»
Φίλε μου, που δεν άφησες την ηρεμία της πόλης
κι έχεις τη ζέστα του σπιτιού, τη θαλπωρή της νύχτας,
που βλέπεις τις αγάπες σου να γέρνουνε κοντά σου
κι έχεις της μάννας το φιλί κάθε στιγμή, κάθε ώρα,
μην κοκκινίζεις που έμεινες μακρυά από μας τους άλλους
γιατί μια αρρώστια σου κρυφή σ’ έχει αλυσοδεμένο…
Το χιόνι θα φανέρωνε τ’ ανήσυχό της αίμα
κι ο παγωμένος τν βουνών βοριάς θα την καλούσε…
--
Μην κοκκινίζεις που έμεινες μακρυά από μας τους άλλους
χωρίς ντουφέκι και χωρίς τη μουσική της σφαίρας.
Φτάνει που ο νους σου λαχταρά της Λευτεριάς την ώρα
και τους εχθρούς της πολεμά κάθε σου χτυποκάρδι,
φτάνει που βλέπεις όνειρο την Ομορφιά της πάντα.
Δε δίνει η μάχη μοναχά τιμή και περηφάνεια,
μα είν’ και για κείνους που κρατούν με πίστη την Ιδέα!     
ΘΡΥΛΟΣ
Εκείνη που δε γνώρισα κι είναι για μένα ξένη,
τώρα με το φθινόπωρο πεθαίνει.
--
Σώπαινε και περίμενε χειμώνες, καλοκαίρια,
μα κουραστήκαν τα χλωμά της χέρια
πάνω απ’ τους δρόμους της σιγής νάναι σε με απλωμένα.
Τώρα με περιμένουν σταυρωμένα.
--
Η προσμονή με κούρασε κι είπε συλλογισμένη,
«κάλλιο να τον προσμένω πεθαμένη.
Κάλλιο ναρθεί κάποιαν αυγή,
μια φλογισμένη δύση
και μ’ ένα του φιλί να μ’ αναστήσει».
--
Τότε και στο λουλούδινο κλείστηκε φέρετρό της…
Μα εγώ αλυσοδεμένος είμαι ιππότης.
--
Στον ατσαλένιο πύργο μου δένει η ψυχή μου ρίζα
κι είμαι ζωγραφισμένος σε κορνίζα…
--
Εκείνη που δε γνώρισα κι είναι για μένα ξένη,
τώρα με το φθινόπωρο πεθαίνει.    
ΜΝΗΜΗ
Μνήμη, πού με βαραίνεις σα σταυρός
και μπρός στο φως τα βλέφαρά μου κλείνεις,
πέρασε της αγάπης ο καιρός…
Είναι ο καιρός της μοναχής γαλήνης!
--
Μια δέσμη εικόνες μέσα μου κρατείς
στη γαλανή σου κ’ εύθραυστη ανθοστήλη,
μα ούτε σταγόνα πιά ο μικρός ποιητής
γι’ αυτήν δεν έχει στα πικρά του χείλη.
--
Σαν ορφανά παιδιά, σ’ αλλοδαπής
φυγής τα ερειπωμένα μονοπάτια,
χάθηκαν, μέσα στ’ άλση της σιωπής,
οι έρωτες με τα παιδιακίσια μάτια.
--
Τά ‘συρε η μοναξιά να πλανηθούν
σε αναιμικές φιλύρες από κάτου’
κι έγειραν τρυφερά, να κοιμηθούν
στα μαρμαρένια λίκνα του θανάτου.
--
Δεν ωφελεί ο ρυθμός, δεν ωφελεί
της Μουσικής η αβρή συνομιλία!
Μνήμη, θα μένεις, πάντα, σιωπηλή,
σαν τις φωνές, που κρύβουν τα βιβλία…
--
Τι κι αν με τις γαλάζιες σου αντηλιές
μακραίνεις τον ορίζοντα της νιότης;
Μέσα μου ξεφυλλούν τριανταφυλλιές
κ’ η δύση ιχνογραφεί τον ουρανό της…       
ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Μόνο για την Αγάπη ας προσπεράσω
κι αυτή τη δύσκολή μου ανηφοριά,
κι άς προσπαθήσω να χαμογελάσω
σαν το λουλούδι στην καλοκαιριά…
--
Μόνο για την Αγάπη ίσως αξίζει
την πρώιμη μοναξιά μου ν’ αρνηθώ,
πριν, όπως το νερό, που πλημμυρίζει,
με παρασύρει μέσα στο βυθό.
--
Γύρω μου τάφοι, γύρω μου τα δάκρυα
κάποιων ματιών που κλάψανε πιστά.
Μα εγώ θα μείνω εδώ, σε κάποιαν άκρια,
με τα δικά μου βλέφαρα κλειστά.
--
Χωρίς να βλέπω τίποτα απ’ τη μπόρα,
κι ας είναι σαν το δέντρο να μαδώ.
Τώρα που όλα τριγύρω σβήνουν… Τώρα!
Μόνο για την Αγάπη, που είναι εδώ!     
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ
Πού να ‘στε σεις, που μ’ είχατε αναθρέψει
μικρό παιδί με χάδια και φιλιά,
που πάνω απ’ τ’ ασημένια σας μαλλιά
φτερούγιζε απαλά κάθε μου σκέψη
σαν τα μικρά, ανοιξιάτικα πουλιά,
πού να ‘στε για να δήτε με πικρία
πως με κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά
η φτώχεια, η μοναξιά κι η αδιαφορία…
--
Κοντά σας η καρδιά μου είχε πιστέψει
πως είναι ης αγάπης η φωληά.
Κάθε μου δάκρυ, στάλα και σταλιά,
με τη στοργή σας το ‘χατε μαζέψει
πάνω απ’ την κάτασπρή μου τραχηλιά
κι ήμουν για σας μια χαρωπή ιστορία.
Μα τώρα με κρατούν σφιχτά αγκαλιά
η φτώχεια, η μοναξιά κι η αδιαφορία.
--
Τίποτα δεν μπορεί να με μαγέψει
κι η ανάμνησή σας, σαν την αντηλιά
που φεύγει απ’ τη γαλάζια ακρογιαλιά
χωρίς το καλοκαίρι να επιστρέψει…
Χωρίς να ξαναφέρει την παλιά
θέρμη, στα χειμωνιάτικα τα κρύα,
τώρα που με κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά
η φτώχεια, η μοναξιά κι η αδιαφορία…
--
Στους τάφους που σας έχω συνοδέψει,
μεσ’ απ’ την αυστηρή σας σιγαλιά,
να ‘χει κανείς σας άραγε μαντέψει
πως με κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά
κι είναι για μένα η μόνη μου ιστορία
η φτώχεια, η μοναξιά κι η αδιαφορία;    
ΟΝΕΙΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ
Βρέχει… ονειρεύομαι τη συντροφιά σου,
που σ’ άλλον έχει τώρα χαριστεί
κι ακούω χαρούμενος τα βήματά σου
μπρος στη δική μου θύρα την κλειστή.
--
Μπαίνεις σαν τρομαγμένη πεταλούδα
που σέρνει πίσω της την αντηλιά
και σου φιλώ τα χέρια τα βελούδα
και σου φιλώ τα μαύρα σου μαλλιά.
--
Η μοναξιά μου λιώνει από το πάθος
-κερί με φως που γίνεται θαμπό-
κι η δυστυχία μου κρύβεται σα λάθος
μες στα βιβλία που πιά δεν τ’ αγαπώ.
--
Κλωστή απ’ τα χείλη σου λεπτή με δένει
κι η μουσική των λόγων σου αντηχεί
χαιρετισμός από την οικουμένη
στην παραπονεμένη μου ψυχή.
--
Λυγάς, καλάμι, μες στην αγκαλιά μου,
λυγμοί χαράς σου πνίγουν τη μιλιά,
και το στεφάνι ενός χαμένου γάμου
μας ξαναστεφανώνει τα μαλλιά.
--
Παύει η βροχή, σταγόνα τη σταγόνα…
Θυμάμαι, σ’ άλλον έχεις χαριστεί,
Και ξαναπνίγομαι από τον χειμώνα
της μοναξιάς μου, που είναι πιο πιστή.     
ΤΟΜΟΡΙ
Άγριο βουνό, ταφόπετρα βαρειά
των γαλανών ονείρων της Αθήνας,
κράτησε το μαστίγι του βοριά
κι άσε να δούμε την καλοκαιριά,
που κόμισε ο ανοιξιάτικος ο μήνας…
--
Η φλόγα της καρδιάς μας δεν μπορεί
τη σκυθρωπή μορφή σου να φωτίσει;
Δεν εκουράστηκες απ’ το βαρύ
φόρτωμα του χιονιού, που καρτερεί
μέρα τη μέρα να σε γονατίσει;
--
Τ’ άστρα τάχουμε εμείς τ’ αληθινά
που λείπουν απ’ την καταχνιά σου απόψε…
Παράτησε τα σκοτεινά βουνά,
Ρήγα της χειμωνιάς και ταπεινά
λουλούδια απ’ την καρδιά μας μέσα κόψε!
--
Δείξε μας λίγη αγάπη και προτού
χαθείς, μες στα όνειρά μας τα χαμένα,
στα χώματα ενός τόπου αγαπητού,
θα πούμε στα λαγκάδια του Υμηττού,
πως έχει ένα αδερφό καλό στα ξένα…     
«ΡΕΚΒΙΕΜ»
Τώρα, που είμαστε μόρια θανάτου,
στους κύκλους της αβύσσου του γυρτοί,
κάτω από τα βαριά υποδήματά του
κυκλάμινα ορφανά και μας πατεί.
--
Κύριε, το πράο Σου βλέμμα σαν αχτίνα
πάνω μας ρίξε! Καλοκαιρινοί
σ’ ένα γλυκό και παραδείσιο μήνα
κάμε ν’ αστράψουν οι άδειοι Σου ουρανοί!
--
Μεσ’ απ’ τη ρηγική Σου αταραξία,
οδήγα τις στροφές των τραγουδιών
με την μπαγκέτα του άσπρου Γαλαξία
στα χείλη των χλωμών Σου αγγελουδιών!
--
Χαμήλωσε το χέρι των θαυμάτων
πάνω στης μοναξιάς μας την πληγή!
Περιπατώντας επί των κυμάτων,
έλα κι αγκυροβόλησε στη γη!
--
Ξέχασε τη φιλέρημή σου σκήτη,
πίσω απ’ τον ουρανό που μας γελά!
Το σπάταλο αίμα οδήγησε στην κοίτη
των ποταμών που τρέχουν απαλά…
--
Κύριε, κοντά μας δέξου πιά να μείνεις,
στην ταλαιπωρημένη αυτή αμμουδιά,
και με το παραμύθι της γαλήνης
νανούρισέ μας, σα μικρά παιδιά!...       
ΥΠΟΨΙΑ
Σαν ξαφνικό φτερούγισμα περιστεριού
την υποψία κάποιας αγάπης ατενίζω
στην άκρη του κλεισμένου μου παραθυριού
μέσα στο βράδυ το μοναχικό και γκρίζο.
--
Κι όλ’ ανησύχησαν απ’ την αβρή επαφή
της θείας λευκότητάς του, που τάχει μαζέψει.
Μια προσδοκία, μέσα στο βραδινό, κρυφή
τρέμει σαν φως μέσα στη σκοτεινή τους σκέψη.
--
Χρόνια δεν τρέμισε ένα αγέρι δροσερό
στις φυλλωσιές που ακινητούν ολόγυρά μου
και δεν τρικύμισε μια πέτρα το νερό
όπου ρεμβάζει όμοια με κύκνο η μοναξιά μου.
--
Χρόνια δεν άπλωσε ένα χέρι να μου πει
πως έχω ρόδα στην ψυχή και θα τα κόψει
και δεν καθρέφτισε η νυχτερινή αστραπή
την ομορφιά της στη ρυτιδωμένη μου όψη.
--
Μ’ απόψε μια φωνή, που φτάνει από μακρυά
και ταξιδεύει με το φως και με τ’ αγέρι,
μου λέει πως πάντα υπάρχει μια αλλαξοκαιριά,
το πεπρωμένο φτάνει μόνο να τη φέρει…
--
Φτάνει μονάχα οι μοναχοί βηματισμοί
ν’ ανταμωθούνε σε πολύβουο σταυροδρόμι
κι είναι η φωνή τόσο γλυκειά που λέγω: Άς μη,
τη μαργαρίτα που κρατώ, μαδήσω ακόμη…   
Η ΦΩΝΗ
Δεν είναι ‘δω η φωνή που περιμένει
να τραγουδήσει, μόλις θα φανώ
Τα κύματα σ’ ένα θαλασσινό
κογχύλι την κρατούν φυλακισμένη.
--
Στο μικρό χάος του μέσα τον παλμό της
δόνησε η τρικυμιά με στεναγμούς,
κι η θάλασσα της έμαθε ρυθμούς,
πού άκουσεν η καρδιά μου στ’ όνειρό της.
--
Τ’ όραμα των κυμάτων και των κρίνων
στη δέσμια ηχώ της έδωσε φτερά,
και μου φυλάει, καθώς με καρτερά,
τη μελωδία της άρπας των Σειρήνων.
--
Και μου φυλάει τραγούδια που αντηχήσαν,
για να τ’ ακούσει μοναχά ο βυθός,
από ναυτίλους, που έθαψε ο καιρός,
κι έχουν ξενητευθεί, μά δεν γυρίσαν…
--
Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει
το ερωτικό τραγούδι της σιωπής
στην ξαφνική χορδή μιάς αστραπής,
πού εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη,
--
κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας
μελωδικός, για να της πεί δειλά,
πως η ψυχή της γης χαμογελά
στους μυρωμένους τόπους της χιμαίρας.
--
Πλανιέμαι…. Όσο θα ζω το πεπρωμένο
σε  ίχνη, χαμένα πάντα, μ’ οδηγεί.
Μά όταν το βήμα μου άθελα θα βγεί
στη μεθυσμένη ακτή που περιμένω,
--
κι όταν το καλωσόρισμα απ’ το γλάρο
γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό,
θα γονατίσω μέσα στον αφρό,
το κογχύλι στα χέρια μου να πάρω’
--
κι η μοναξιά μου, που είναι θάνατός μου
κι έχει ίσκιος μου για πάντα οριστεί,
σαν έκθαμβο παιδί θ’ αφουγκραστεί,
μέσ’ από αυτό, τη συμφωνία του κόσμου!
«ΒΟΙΝΑ»
    …..Φέτος δεν είμαστε στ’ Αρχασόν. Δεκαπέντε καλοκαίρια έχουμε να το δούμε. Σε ποια μοίρα γεωγραφικού πλάτους να βρίσκεται, με τ’ ασημένιο του φεγγάρι και τα πυκνά πλατάνια; Κι ο Βάσιας με τ’ αδερφάκια του που νάναι; Δεν ξέρουν, μου γράψανε. Όσο για την Όλια,, μου γράψανε, πως πέθανε. Είκοσι χρονώ κοπέλα.
     Γυρίζω τα βραδυνά κουρασμένος. Φέτος τα καλοκαιριάτικα βραδυνά είναι ανήσυχα. Δεν ξέρω αν ο ξάστερος ουρανός τα μυρώνει μ’ ανήσυχη πνοή. Μπορεί όμως κι οι άνθρωποι συλλογιέμαι. Οι άνθρωποι το φετινό καλοκαίρι έχουν μέτωπα ρυτιδωμένα. Μοιάζει, νάχουν γεράσει πριν την ώρα τους.
     Η μητέρα με το θείο Σωτήρη με περιμένουν. Στην ίδια πάντα γωνιά.
     Στέκουν ορθοί και φτάνουν οι ίσκιοι τους για να τους γνωρίσω, στη μόνιμη γωνιά του δρόμου. Χαμογελούν καθώς με βλέπουν, μα όχι σαν άλλοτε. Τότε, που γυρνούσα από τα παιχνίδια κι από το σκολειό. Τώρα γυρίζω από τη δουλειά. Γι’ αυτό άραγες το χαμόγελό τους κρατά τόσο λίγο; Ή μήπως γιατί όλη τους η έγνοια είναι δοσμένη στα λόγια του άγνωστου συνομιλητή; Τον ξέρω αυτό τον άγνωστο συνομιλητή τους. Είναι κρυμμένος σε κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Σ’ έν’ ανοιχτό παράθυρο κάποιου άγνωστου σπιτιού. Λέω, πως θάχει χείλη ανέκφραστα. Μα ίσως κι απόσταση ν’ αφαιρεί κάθε αίσθημα από το χρώμα της φωνής του…….
«Πως είναι δυνατό να μένεις ορθή τόσην ώραν, μητέρα; Δεν κουράστηκες; Τι κρίμα να μην παίζεις πια κιθάρα! Να μην τραγουδάς, σαν και τότε. Θα καθόσουν σιμά μου και θα μ’ αποκοίμιζες, μ’ εκείνα τα ρούσικα νανουρίσματα. Απαράλλαχτα όπως εκείνο το βράδυ, στ’ Αρχασόν. Τότες που σούρθα δαγκωμένος απ’ τις σφήκες. Δε θυμάσαι μητέρα; Σαν παίζαμε «Βοϊνά» με το Βάσια και την παρέα του. Νάξερες πόσο μ’ είχαν φοβήσει εκείνο το βράδυ, το δάσος, τα ψηλά δέντρα. Οι σφήκες κι η «Βοϊνά», του Βάσια. Μα κοντά σου δεν φοβόμουν τίποτα. Ώ! Να μπορούσες νάχες τη δύναμη, πούχες τότε. Θα κρατούσες τα χέρια μου μεσ’ τις παλάμες σου και θάνιωθα ασφάλεια. Θα μου τραγουδούσες και θ’ αποκοιμόμουν ξένιαστος.  Δε θα φοβόμουν ούτε το δάσος, ούτε τις σφήκες. Ούτε τη «Βοϊνά». Μα ο ίσκιος σου είναι τόσο λεπτός, που τρέμω μη διαλυθεί στο σκοτάδι. Τόσος λεπτός, τόσο διάφανος είναι…

    Η μικρή ποίηση του Γιάννη Αηδονόπουλου, αυτή η ήσσονος ποιητική φωνή του Μεσοπολέμου, σίγουρα δεν έχει το μέγεθος της φωνής του Κώστα Καρυωτάκη, δεν διαθέτει την ειρωνική σπιρτάδα που εκφράζει η Καρυωτακική φωνή, ή έστω, κάτι από την συντηρητικών νύξεων πολιτική ποίηση του αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας, που με την αυτοκτονία του, ήταν σαν να ήθελε να βάλει «ποιητική ταφόπλακα» μάλλον σε όλες τις ποιητικές φωνές της γενιάς του. Δεν έχει τα ανοίγματα προς το νέο κίνημα του υπερρεαλισμού που έχει ο λόγος του Μήτσου Παπανικολάου, ούτε φυσικά, το μέγεθος του ποιητικού λόγου και τον ποιητικό οραματισμό του Τάκη Παπατσώνη. Έχει την ζεστασιά του ερωτικού λόγου χωρίς όμως τους αναβαθμούς της ερωτικής θέρμης που διαθέτει η ομοφυλόφιλη κατεξοχήν ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Η ποίηση του Γιάννη Αηδονόπουλου, διαθέτει την αμεσότητα της συγκίνησης που έχει η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη, πέρα φυσικά από τον θεματολογικό της καμβά και το ιδιαίτερο γυναικείο της ύφος. Έχει την απαισιόδοξη διάθεση που βλέπουμε καθώς διαβάζουμε την ποίηση του Ιωσήφ Ραφτόπουλου, την καθαρή μουσικότητα των στίχων, που συναντάμε και στο ποιητικό σεργιάνι των στίχων του κριτικού Κλέων Παράσχου. Σίγουρα, δεν ταιριάζει με την νωχελική διάθεση της ποίησης του Κώστα Ουράνη, και δεν έχει το συμβολιστικό εύρος της ποίησης του Μιχαήλ Στασινόπουλου. Η επίδραση του «ποιητικού του μέντορα» σημαντικού κριτικού και στοχαστή Τέλλου Άγρα, είναι εμφανής σε πολλά του σημεία, αν και η ανολοκλήρωτη-όπως μας παραδόθηκε γραφή του Γιάννη Αηδονόπουλου, μάλλον δεν μας προδιαθέτει ότι ο ποιητικός του λόγος θα διέθετε την σύνολη σχεδιαστική ποιητική εικόνα του έργου του Τέλλου Άγρα. Αν και η άδολη συγκίνηση, ο καθαρός λυρισμός και οι απαισιόδοξοι τόνοι δεν λείπουν από τις ποιητικές καταθέσεις και των δύο ποιητών.
Ίσως, θα άξιζε μια παράλληλη εξέταση επίσης μεταξύ των Ειδυλλίων του Γιάννη Αηδονόπουλου, του Γεωργίου Δροσίνη και του Νίκου Χαντζάρα, όχι για να αξιολογηθεί το ποιητικό τους μέγεθος, αλλά για να δούμε πως διαπραγματεύονται τρείς διαφορετικές ιδιοσυγκρασιακά φωνές του μεσοπολέμου το θέμα. Και επειδή, δεν έχω δει την συλλογή του Αηδονόπουλου, δεν μπορώ να γνωρίζω αν το σύνολο corpus της, έχει ψήγματα σολωμιζόντων στίχων, όπως έχει η με σύγχρονα αισθητικά ανοίγματα, ποίηση του Αναστάσιου Δρίβα.  Σε σημεία της, η ποίηση του Αηδονόπουλου, έχει στοιχεία φυγής από την σκληρή καθημερινή πραγματικότητα όπως βλέπουμε στην ποίηση του Μανώλη Μαγκάκη. Στέκει μακριά από τον μεγαλεπήβολο ποιητικό σχεδιασμό και αρχαιοπρεπή διονυσιακό λόγο, έναν εκρηκτικό λόγο που πηγάζει από τα σπλάχνα της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού, και ορισμένων επιγόνων του, όπως παραδείγματος χάριν είναι ο εκρηκτικός λόγος, αυτός ο γεμάτο ιδεολογική έξαρση λόγος του ποιητή Τάκη Μπαρλά. Δεν συγγενεύει καθόλου με την διαφορετική και ιδιαίτερη θεματογραφία του Γιώργου Αθάνα, και ούτε διαθέτει το θρησκευτικό τόνο που έχει η ποίηση του Γ. Σ. Δούρα, μια ποίηση που εμπνέεται από τους βιβλικούς ψαλμούς και τους προφήτες, και, ούτε έχει την θεματική ποικιλία των ειδών του Νίκου Χάγερ Μπουφίδη. Ο ανολοκλήρωτος και ίσως ασχημάτιστος ποιητικός λόγος του πρόωρα χαμένου νέου, του Γιάννη Αηδονόπουλου, είναι μιας βαθειάς χαμηλής συγκινητικής εξομολογητικής πνοής λόγος, που, είναι σαν να συνομιλεί με πίκρα με την ίδια του την μοίρα, αυτή που δεν του στάθηκε αρωγός και συμπαραστάτισσα στις δυσκολίες και τα βάσανα της ζωής. Η Μπαλάντα στους προγόνους του, είναι κατά την γνώμη μου, μία από τις καλύτερες μπαλάντες της ελληνικής ποίησης, για να μην πω η καλύτερη και σηκώσει το βάρος της δικής μου αναγνωστικής επάρκειας. Αλλά και το «Ρέκβιεμ» του με τον μουσικό τίτλο του υποδηλώνει τους οραματικούς ποιητικούς του στόχους. Το δε απόσπασμά του από τα επτά διηγήματα του Έβδομου Ουρανού, πάντα κατά την γνώμη μου, φέρνουν στον νου τον διηγηματικό λόγο του ιταλού θεατρικού συγγραφέα και διηγηματογράφου, Λουίτζι Πιραντέλο. Ας θυμηθούμε την ταινία το «Χάος» των αδερφών Ταβιάνι, και ιδιαίτερα το τελευταίο μέρος της, όπου ο Πιραντέλο επιστρέφει στην πατρική του εστία σε μεγάλη ηλικία και καταξιωμένος δημιουργός, και ανοίγει συνομιλία με την σκιά της μητέρας του. Συγκινητικές οι εξομολογητικές αναφορές του ποιητή Γιάννη Αηδονόπουλου, μας περιγράφει με ζωντανές εικόνες, γλαφυρό ύφος, νοσταλγική διάθεση, τα παιδικά του χρόνια, το παρηγορητικό νανούρισμα της μητέρας του, την αίσθηση του πολέμου που βιώνει από την παιδική του ηλικία. Ένα κλίμα νεορομαντισμού, μια ελεγειακή πνοή μιας παλαιάς σε εμάς πλέον ποιητικής τεχνοτροπίας και αυστηρά προσωπικού ύφους, που, θέλω να πιστεύω, ότι μπορεί ακόμα να μας συγκινήσει και να ξυπνήσει μέσα μας, την ναρκωμένη από τα χρόνια και τις δύσκολες εμπειρίες της ζωής μας συνείδηση. Μια χαμηλή αθώα παιδική ματιά, που επουλώνει κατοπινές ποιητικές πληγές.                
Σχετικές πληροφορίες για τον ποιητή Γιάννη Αηδονόπουλο
•Δημήτρης Γιάκος, λήμμα στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη Πάτση χ.χ.,  τόμος 1ος,
σ. 147, περιέχει τα ποιήματα ΘΡΥΛΟΣ/ΜΝΗΜΗ/ΟΝΕΙΡΟΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ/ ΤΟΜΟΡΙ/ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΦΙΛΟ/ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ/»ΒΟΙΝΑ»
•Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης(1708-1989), εκδ. Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ 1995, 5η έκδοση, σ. 20-, περιέχει το ποίημα ΥΠΟΨΙΑ.
•Μιχάλης Περάνθης, Μεγάλη Ελληνική Ποιητική Ανθολογία, εκδ. Πέτρου Δημητράκου 1954
τόμος 2ος, σ.σ. 614-, περιέχει τα εξής ποιήματα: ΘΡΥΛΟΣ/Η ΦΩΝΗ/ΤΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ/ ΘΥΛΟΣ/ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ/ΥΠΟΨΙΑ/ΟΝΕΙΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΣ ΒΡΑΔΙΑΣ/ΤΟΜΟΡΙ)
•Σωτήρης Τριβιζάς, Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, Καστανιώτη 2015
(περιέχει τα ποιήματα: Μόνο για την Αγάπη/Μνήμη/Υποψία/Βιβλικό τραγούδι/ «Ρέκβιεμ»/Η φωνή. Επίσης, περιέχει κείμενο του ποιητή Γιώργου Γεραλή για τον ποιητή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 428/15-4-1945, σ σ. 193-194. Και μικρό βιογραφικό σημείωμα)
•ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (20Ος αιώνας). Ανθολόγηση-Επιμέλεια Κώστας Γ. Παπαγεωργίου-Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, τόμος 2ος(1920-1940), σ. 226, εκδόσεις Κότινος 2009. (περιέχει το ποίημα ΜΝΗΜΗ και την ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ)
•Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, εκδόσεις Αφοί Κ. Παγουλάτου 1974, τόμος πρώτος σελίδα 26, εισαγωγή Γεώργιος Βαλέτας, σύνταξη-επιμέλεια: Δημήτρης Π. Κωστελένος. (περιέχει οκτώ αποσπασματικούς στίχους του).
•Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος 2ος, σ. 46-, εκδόσεις Ιωλκός 1989 (περιέχει το ποίημα Υποψία)
•Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Καστανιώτη
Τόμος Β/2001, σ. 1020,1029,1032,1035
Τόμος Γ/2000, σ. 45,104,117,286,295,311,320
Τόμος Δ/2004, σ. 87,129,138,355.
     Ελάχιστες είναι οι ανθολογίες που ανθολογούν ποιήματα του ποιητή Γιάννη Αηδονόπουλου, ελάχιστες είναι και οι ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας που τον μνημονεύουν, τα λεξικά της λογοτεχνίας επίσης, ελάχιστοι είναι και οι κριτικοί που ασχολήθηκαν με τον ποιητή, μεταφραστή και διηγηματογράφο Γιάννη Αηδονόπουλο, ο Αλέξανδρος Αργυρίου μιλά για συμπαθητικό ποίημα στην ιστορία του, ο Απόστολος Σαχίνης είναι εντελώς αρνητικός όταν κρίνει τον «Έβδομο Ουρανό του», ο Γιάννης Χατζίνης και ο Γιώργος Μυλωνογιάννης(Γ. Περαστικός) είναι πιο επιεικείς.
     Ο Γιάννης Αηδονόπουλος, είναι ένας ακόμα ποιητής που δεν τον αναφέρει η ιστορία, αλλά, που έγραψε και αυτός-όπως και άλλοι δημιουργοί ιστορία. Ευαίσθητοι και τρυφεροί δημιουργοί, άντρες και γυναίκες που ολοκληρώνουν το μωσαϊκό της ελληνικής λογοτεχνικής πορείας, και, που χωρίς αυτούς-το πάζλ του προσώπου της ελληνικής ποίησης, θα είχε μάλλον κενά. Έχουμε συνηθίσει να θαυμάζουμε τα ψηλά δέντρα της ελληνικής ποίησης, αγνοώντας συνήθως, τις μικρές καρποφόρες πόες, που μπορεί να τρέφονται από τους χυμούς των υψηλών δέντρων, δεν παύουν όμως να μας δροσίζουν με τους δικούς τους χυμούς.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25 Δεκεμβρίου 2016
Χριστούγεννα του Μίθρα, του Χριστού και του σύγχρονου εμπορικού άσωτου καταναλωτή.