ΤΡΙΣΤΑΝ
ΚΟΡΜΠΙΕΡ
Edouard Joachim Corbiere (18/7/1845-1/3/1875)
Tristan Corbiere: Triste en corps biere
«Από
τον καιρό του Μπωντλαίρ, οι ποιητές κατάλαβαν πως η γλώσσα έχει μια δική της
αυτόνομη ζωή και πως οι λέξεις είναι επιδεκτικές χιλιάδων συνδυασμών. Εκείνοι
που θέλησαν να χαλιναγωγήσουν αυτούς τους συνδυασμούς- τα αγύριστα κεφάλια της
Μαλλαρμεϊκής σχολής-απότυχαν, ενώ εκείνοι που παραδόθηκαν δεμένοι χειροπόδαρα
στο τέρας-Λωτρεαμόν, Κρός, Ρεμπώ, Κορμπιέρ, Ζαρρύ, Μαίτερλινγκ-κέρδισαν για
αντάλλαγμα την ευλογία της ποίησης. Μ’ άλλα λόγια, ο αυτοματισμός αποδεσμεύει
τις δυνάμεις του ασυνείδητου, της μοναδικής αυτής ποιητικής, ενώ ο νούς τις
καταστρέφει και, με τις εγκεφαλικές του κατασκευές, περνάει πλάει από την
ποίηση χωρίς να την αγγίζει».
Maurice
Nadeau,
“Histoire
de
surrealism”
Η
ιστορία του σουρρεαλισμού, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Πλέθρον 1978, σ.210
Δεν ξέρω
γιατί, όταν σκέφτομαι ή διαβάζω την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού, η σκέψη μου
πεταρίζει στον γάλλο αναρχικό της ζωής και της γλώσσας, Τριστάν Κορμπιέρ. Αυτόν
τον ανεξέλεγκτο στιχοπλόκο, με τον καταιγισμό των λέξεών του, λέξεων που
εισβάλουν σαν θαλασσινό τσουνάμι και πλημμυρίζουν ότι μέχρι τώρα γνώριζες για
την ποίηση, και επίσης, ότι θεωρούσες άχρηστο και ξένο γι’ αυτήν. Άγριες
επιθέσεις λεκτικών κυμάτων, χωρίς συγκεκριμένη πορεία, δίχως συνειδητή
κατεύθυνση, που όμως, κατορθώνουν να ξεθεμελιώσουν τις σοβαρές σταθερές και
παραδεδεγμένες ποιητικές τεχνικές που γνώριζες μέχρι τότε, και σε αναγκάζουν να
αναρωτηθείς ποιες ποιητικές υποθέσεις σε κρατούσαν δέσμιο μιας ποίησης
ακαδημαϊκής, μιας ποίησης «νοσοκομειακής», και μιας γλώσσας στιβαρής και
μετρημένης, στυλιζαρισμένης και μη μου άπτου, που σου περιόριζε τον ποιητικό
ορίζοντα και που ο Tristan
Corbiere,
με λέξεις καλαμπουριού και καθημερινής αδιαφορίας, στήνει το ποιητικό του
κακοτράχαλο πεδίο μπροστά μας, με την ακατέργαστη ειρωνεία του και την
συστηματική αδιαφορία του για το ποιητικά ορθό. Φτύνοντας μας κατάμουτρα για
την απειρία μας σε θέματα της ποιητικής τέχνης και προβλήματα της πραγματικής
ζωής. Αυτός ο «λυκάνθρωπος» της ποίησης όπως τον αποκάλεσαν, ο προφήτης του
κινήματος του υπερρεαλισμού όπως τον αποκαλεί ο Αντρέ Μπρετόν.
Ο
«Αυτοματισμός εγκαινιάζεται στην γαλλική ποίηση. Ο Corbiere, πρέπει να ήταν ο
πρώτος από καταβολής κόσμου που αφέθηκε στο κύμα των λέξεων που, πέρα από κάθε
συνειδητή κατεύθυνση, εκπνέει κάθε στιγμή στ’ αυτί μας και κόντρα στ’ οποίο οι
συνηθισμένοι άνθρωποι στήνουν το φράγμα του άμεσου νοήματος. Αν αμφιβάλλει
κανείς, αρκεί να θυμηθεί κείνο το τρομαχτικό «Μιλάω από κάτω μου» του Corbiere. Όλες οι δυνατότητες
που προσφέρει η συνένωση των λέξεων γίνονται εδώ εκμεταλλεύσιμες δίχως
ενδοιασμό, αρχίζοντας με το καλαμπούρι, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα απ’ τον Nouveau,τον Roussel, τον Duchamp, τον Rigaut, με στόχους ολότελα διαφορετικούς
από τη «διασκέδαση»…», αναφέρει ο πάπας του σουρρεαλισμού Andre Breton, για τον ποιητή, στην «Ανθολογία
του Μαύρου Χιούμορ» 1939, που συνέταξε και περιλαμβάνει και τον Τριστάν
Κορμπιέρ με απόσπασμα από την «Λιτανεία του Ύπνου», σε μετάφραση του Γιώργου
Καραβασίλη, ενώ το κείμενο για τον Κορμπιέρ είναι σε μετάφραση του Νίκου
Παναγιωτόπουλου. Δες ελληνική έκδοση, Αντρέ Μπρετόν, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ
ΧΙΟΥΜΟΡ, εκδόσεις Αιγόκερως 1980, τόμος Α΄.
Αυτός ο νεαρός λάτρης της θάλασσας και της
θαλασσινής ζωής, που σεργιανίζει στις παραλίες ντυμένος επισκοπικές στολές, ή άλλες
παράξενες για το ευρύ κοινό ενδυμασίες, κοροϊδεύοντας τους ανθρώπους γύρω του,
φορώντας ρακένδυτα ρούχα σαν κλοσάρ, ατημέλητος-παρά την οικονομική βοήθεια από
τους δικούς του-διακωμωδεί τις ανθρώπινες αξίες και τον τρόπο ζωής των
συγχρόνων του. Με ένα βλέμμα παρθένο και αδιάφορο ταυτόχρονα, άπληστος μόνο για
θαλασσινές εμπειρίες και φουρτουνιασμένες περιπέτειες. Αυτός είναι ο ανανεωτής της ποιητικής γαλλικής
παράδοσης, που, χρειάστηκε να ερωτευθεί την ερωμένη ενός αριστοκράτη, και να
την ακολουθήσει, για να επισκεφτεί, αυτός ο άξεστος επαρχιώτης το Παρίσι, για
μία και μοναδική φορά στον σύντομο βίου του και να το σιχτιρίσει. Ο ποιητής,
που δεν έχει ίχνος από το δαιμονικό βλέμμα ενός επαναστάτη νέου ποιητή όπως
υπήρξε ο Arthur
Rimbaud(1854-1891),
ούτε την ποιητική του φιλοδοξία να ανατρέψει τα καθιερωμένα ποιητικά δρώμενα
της εποχής του. Ο Τριστιάν Κορμπιέρ, είναι τόσο αθώος και αδιόρατα διονυσιακός,
όπως ο άλλος καταραμένος, ο Isidore
Lusien
Ducasse,
ο γνωστός ως Comte
de
Lautreamont(1846-1870)
με την σκοτεινή του τρέλα, και τα καταπληκτικά του Les Chants de Maldoror. Ο θλιμμένος Κορμπιέρ,
αρνείται ακόμα και την ίδια του την υστεροφημία. Αρνείται κάθε τι που θα τον
παγιδεύσει στα ψεύτικα παλάτια του ποιητικού γαλλικού Παρνασσού. Δεν τον
ενδιαφέρει η φήμη του ποιητή, ούτε η αναγνωρισιμότητα του ποιητικού του λόγου.
Κυκλοφορεί ανάμεσα σε ξέμπαρκους ναυτικούς της περιοχής του και απολαμβάνει
τους θαλασσινούς βοριάδες, κυβερνά με υπερηφάνεια το μικρό του σκάφος και
ανοίγεται στο φουρτουνιασμένο πέλαγος χωρίς να φοβάται, όταν οι άλλοι, πίνουν
το ρούμι τους στις ταβέρνες της περιοχής τους αναμένοντας να κοπάσουν οι
θύελλες για να ταξιδέψουν. Αυτός ανήκει στους καταραμένους της ναυτικής ζωής
αλλά και της ποίησης. Πρώτος, ο ποιητής, και για ένα διάστημα ερωτικός
σύντροφος του εγωπαθούς παιδιού, του Αρθούρου Ρεμπώ, ο Πώλ Βερλαίν τον
συμπεριλαμβάνει στους «Καταραμένους ποιητές»: Paul Verlaine, Les “Poetes Maudits”(Tristan Corbiere/Arthur Rimbaud/Stephane Mallarme), Paris, Leon Vanier 1884. Δες ελληνική έκδοση στη
σειρά Λογοτεχνικά Κείμενα και Θεωρία 5 των εκδόσεων Αιγόκερως 1982, σε
παρουσίαση: Ροζέ Πιερό, και επίμετρο, μετάφραση και σχόλια του κριτικού Αλέξη
Ζήρα, σ.21-37. Γράφει μεταξύ άλλων ο Πωλ Βερλαίν:
«Για να είμαστε ήσυχοι θα πρέπει να τους ονομάσουμε Ποιητές του Απόλυτου., αλλά πέρα από το
ότι οι καιροί που περνούμε κάθε άλλο παρά ήσυχοι μπορεί να θεωρηθούν, ο τίτλος
μας ανταποκρίνεται ακριβώς στο μίσος μας και είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό, στο
μίσος αυτών επιζούν βασανισμένοι ανάμεσα στους Παντοδύναμους, στη χυδαιότητα
των αναγνωστών που ανήκουν στην ελίτ-σε μια σκληρή δοκιμασία που ο τίτλος αυτός
την αποδίδει σωστά.
Απόλυτοι
από την άποψη της φαντασίας, απόλυτοι στην έκφραση, απόλυτοι όπως οι αδρές αχτίδες
των πιο δοξασμένων αιώνων.
Αλλά καταραμένοι!
Σκεφτείτε το.
Ο Τριστάν
Κορμπιέρ ήταν ένας Βρετόνος, ένας θαλασσινός, και διακεκριμένος περιφρονητής
των πάντων. Βρετόνος χωρίς άλλο με καθολική ανατροφή, αλλά που πίστευε
διαβολεμένα’ θαλασσινός όχι στρατιωτικός, προπάντων όχι έμπορος, αλλά τρελά
ερωτευμένος με τη θάλασσα που δεν την έπλεε παρά μόνο σε φουρτούνα, εξαιρετικά
παράφορος πάνω σ’ αυτό το πιο ασυγκράτητο απ’ τα άλογα. (Διηγούνται γι’ αυτόν
κατορθώματα τρελής αφροσύνης) περιφρονητής της επιτυχίας και της δόξας σε
σημείο που έμοιαζε να υποψιάζεται ότι αυτές οι δύο ανοησίες θα τον έκαναν έστω
και για μια στιγμή να τις σπλαχνιστεί!
Ας
αφήσουμε τον άντρα, που ήταν τόσο μεγάλος, κι ας μιλήσουμε για τον Ποιητή.
Σαν
στιχοπλόκος και σαν δημιουργός προσωδιών δεν έχει τίποτα το άψογο, δηλαδή το
κουραστικό. Κανένας ανάμεσα στους Μεγάλους, όπως αυτός, δεν είναι άψογος,
αρχίζοντας από τον Όμηρο, που μερικές φορές είναι νυσταλέος, για να καταλήξουμε
στον πολύ ανθρώπινο Γκαίτε, ο,τιδήποτε κι αν λένε γι αυτόν, περνώντας από τον
μάλλον άνισο Σαίξπηρ. Οι αψεγάδιαστοι είναι…., έτσι κι αλλιώς. Από ξύλο, από
ξύλο και πάλι από ξύλο. Ο Κορμπιέρ ήταν με σάρκα και οστά, με τρόπο εντελώς
ζωώδη.
Ο στίχος
του ζει, γελάει, θρηνεί ελάχιστα, ειρωνεύεται αρκετά και χωρατεύει ακόμα
περισσότερο. Πικρός άλλωστε και καυστικός όπως είναι αλμυρός ο αγαπημένος
Ωκεανός του, ουδέποτε λικνιστικός όπως
μερικές φορές τυχαίνει να είναι αυτός ο γεμάτος ταραχή φίλος του, αλλά
φέρνοντας πάνω του αχτίδες του ήλιου, της σελήνης και των άστρων, όπως ο
ωκεανός, στο φωσφόρισμα της θάλασσας και των κυμάτων που αφρίζουν!...
Κάποτε
ήρθε στο Παρίσι, χωρίς όμως να επηρεαστεί από το σιχαμερό και βρωμερό πνεύμα
που κυριαρχεί εδώ: αυτό που νιώθει είναι αναγούλα, μια τάση για εμετό’ η σκληρή
και διαπεραστική ειρωνεία του, οργίλη και πυρετική, εκδηλώνεται με τρόπο
μεγαλοφυή, και πόσο εύθυμα!
Παράδειγμα
ΒΟΗΘΕΙΑ
Αν η κιθάρα μου
Πού τη διορθώνω
Βάρβαρη είναι τρείς φορές
Κρίσα ινδική
Γάντζος ικεσίας,
Ξύλο δικαιοσύνης,
Κουτί μοχθηρίας,
Δεν είναι φτιαγμένη σωστά…
Αν η κακόηχη φωνή μου
Δεν μπορεί να σου πει
Γλυκιέ μου μάρτυρα…
-Σκυλίσιο επάγγελμα!-
Αν το σιγάρο μου,
Φάρος και θεία κοινωνία
Δεν σε παραπλανεί
-Φλόγα της φωτιάς….
Αν η φοβέρα μου,
Σίφουνας που περνά,
Χάρη δεν έχει’
-Βουβαμάρα ουρλιαχτού!...
Αν της ψυχής μου
Η πύρινη θάλασσα
Δεν έχει λεπίδα
-Απ’ τον πάγο ψημένη…
Παράτα με τότε!».
Δυνατές
οι κρίσεις του ποιητή Πωλ Βερλέν για τον νεαρό ποιητή Τριστάν Κορμπιέρ, για
αυτόν τον ατίθασο και χλευαστή γραφιά, ακόμα και του ίδιου του εαυτού του. Οι
μαύρες φιγούρες των σκίτσων του που ο ίδιος μας άφησε για το παρουσιαστικό του,
δηλώνουν την απαξίωση ακόμα και της ίδιας του-της κάπως άσχημης παρουσίας, την
ειρωνεία του για το ίδιο του το σώμα. Χλευάζει τους πάντες και τα πάντα, μα
παράλληλα, χλευάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Απαρνείται κάθε τι που θα του έδινε
σιγουριά και ασφάλεια στην ζωή. Σκορπά αδέξια τις λέξεις πάνω στο χαρτί, όπως οι άλλοι, οι «μυαλωμένοι» ποιητές,
σβήνουν τα λεκτικά τους λάθη για να σχηματίσουν μια αρεστή ποιητική φόρμα στους
αναγνώστες τους. Λέξεις σκόρπιες, λέξεις ασύνδετες, λέξεις που αντιμάχονται η
μία την άλλη, εικόνες παρατεταγμένες που το μόνο που τις συνδέει είναι το
μεγάλο ερμηνευτικό τους κοντράστ. Λέξεις που το μόνο τους βάρος είναι η
αντιποιητικότητά τους, που όμως, κατορθώνουν μέσα από τον ειρωνικό τους στόχο
να μας δώσουν το σχηματισμό μιας ποιητικότητας που ορίζει τα όρια που η ίδια
θέτει. Ας δούμε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ που μεταφέρει και ο Βερλαίν.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Σκοτώθηκε από πάθος και πέθανε από τεμπελιά
Αν ζει, ζει με
τη λησμονιά να τι του απομένει:
Η μόνη θλίψη του ήταν που δεν είναι η μετρέσα του
Κανένα σκοπό δεν είχε όταν ζούσε,
Παράδερνε από δω και από κεί
Και ήταν ένας παρδαλός γελωτοποιός,
Ψεύτικο ανακάτεμα των πάντων.
Από δεν έχω ιδέα.-Γνωρίζοντας όμως τα πάντα
Από χρυσάφι-αλλά χωρίς πεντάρα-
Από νεύρα,-άνευρος. Σθένος αδύναμο’
Από ορμή-όμως εξαρθρωμένος’
Από ψυχή,-κι ωστόσο άμουσος
Από αγάπη-ο πιο άμετρος’
Πολλά ονόματα για να ‘χει ένα όνομα.
Και συνεχίζει ο Πωλ Βερλαίν:
Περνάμε όμως σε πιο διασκεδαστικούς στίχους.
Διόλου ποζάτος,-προσποιούμενος για το μοναδικό’
Πολύ αφελής για να ‘ναι πολύ κυνικός’
Άπιστος για τα πάντα, σ’ όλα πιστεύοντας.
-Το γούστο του ήταν στην αηδία
Πολύ εγωιστής για να μπορεί να υποφέρει,
Στεγνό το πνεύμα του και το κεφάλι μεθυσμένο,
Τέλειωσε, χωρίς να ξέρει να τελειώσει,
Πέθανε περιμένοντας να ζήσει
Κι έζησε περιμένοντας να πεθάνει,
Ενθάδε κείται, καρδιά χωρίς καρδιά, κακοθαμμένος,
Πολλά πέτυχε σαν αποτυχημένος.
Όπως
βλέπουμε και από τους επιλεγμένους στίχους του Τριστάν Κορμπιέρ από τον
Βερλαίν, ο νεαρός γάλλος βιογραφείται σαρκάζοντας την ίδια του την ποιητική
παρουσία. Στίχοι μικρές γνωμικές ρήσεις που δηλώνουν την ταυτότητα ενός αρχαίου
κυνικού, που στην σχόλη του μας παραθέτει λέξεις ασύνδετες και αντίθετες όπως
του έρχονται στο μυαλό, δεν τις επεξεργάζεται, δεν τις χτενίζει, δεν τις
αλλάζει το νόημα για να αρθρώσουν ένα πιο εύηχο αποτέλεσμα. Αυτές είναι και
τίποτε άλλο. Είναι ένας «πηγαίος-αυθόρμητος» αυτοματισμός, που φέρνει
επαναλαμβάνω στο νου, στιγμές της ποίησης του Μιχάλη Κατσαρού, μόνο που στον
Κατσαρό οι λέξεις σηκώνουν πάνω τους ένα πολιτικό και κοινωνικό βάρος, αντίθετα
στο Κορμπιέρ, είναι τόσο γυμνές, που δεν αντέχουν ούτε το βάρος της ίδιας τους
της ερμηνείας. Έχουμε μια ποικιλία λεκτικών ανομοιοτήτων που παραθέτονται ασυναίσθητα
χωρίς άλλη επεξεργασία, και αφήνονται από μόνες τους να σχηματίσουν όποιο πάζλ
εικόνων φέρει η στιγμή της σύλληψής τους. Οι λέξεις λειτουργούν χωρίς να έχουν
«κουρδιστεί»-ας μου επιτραπεί η έκφραση, να λειτουργούν μέσα στο καθόλου σώμα
της ποίησης. Είναι όπως ο ψαράς, που ρίχνει τα δίχτυα στην θάλασσα χωρίς να
γνωρίζει τι εκ των προτέρων θα πιάσει, και όταν τα μαζέψει βρίσκει μέσα του την
ζώσα ομορφιά της ζωής της θάλασσας. Το ίδιο και η ποίηση του Θλιμμένου ποιητή,
όπως ανοργάνωτος είναι ο κόσμος του, το ίδιο και ο λόγος του. Ένας χαώδης
μικρόκοσμος, αποσπασματικός και αδιάφορος, απλώνεται πάνω στην σελίδα του
χαρτιού όπως το χυμένο μελάνι, και σχηματίζει μια νέα περιπέτεια των λέξεων,
ένα καινούργιο φουρτουνιασμένο ταξίδι χωρίς πυξίδα προσανατολισμού, χωρίς
φάρους αποφυγής των σκοπέλων, χωρίς υποψία για το τι φουρτούνες περιμένουν στο
ταξίδι αυτό τις ίδιες τις λέξεις που τολμούν και ανεβαίνουν στο κατάστρωμα της
ποίησης με μοναδικό σκοπό, την ευχαρίστηση της θυελλώδης περιπέτειας, την
ριψοκίνδυνη ενατένιση του νέου ορίζοντα. Αγριεμένες λέξεις, όπως είναι
αγριεμένα και τα κύματα, όπως ζοφερές
και ύπουλες είναι και οι καταιγίδες που χτυπούν τα καράβια των ναυτικών, μια
ανέλπιστη και επαναλαμβανόμενη ταραχώδη περιπέτεια σαν και αυτήν που βιώνουν οι ναυτικοί στο άγνωστο ταξίδι τους
προς το πουθενά. Μια επαναλαμβανόμενη ροή λέξεων λες και ακούς ορμητικούς
χείμαρρους να κυλούν προς τις όχθες ενός φουρτουνιασμένου ωκεανού. Μια ροή
λέξεων που δεν γνωρίζεις εύκολα από πού πηγάζει και δεν μπορείς να πεις με
σιγουριά που καταλήγει. Ευτυχώς, που βρέθηκε ένας άλλος «καταραμένος του έρωτα»
ο ποιητής Πωλ Βερλαίν, και πρόσεξε τον νεαρό αυτόν ατίθασο μποέμ, τον φευγάτο,
τον πέρα από τον κοινωνικό κύκλο των καθωσπρέπει συνηθειών του κόσμου τούτου.
Αυτόν που ούτε την ζωή σεβάστηκε αλλά ούτε και την ποίηση και τους όποιους
κανόνες της. Παρόλα αυτά, την εφήμερη αθανασία που προσφέρει η ποιητική τέχνη
στους θιασώτες της την κέρδισε, έστω και αν οι γάλλοι ομότεχνοί του δεν
αισθάνονται βολικά με το μικρό του έργο. Το μοναδικό έργο που άφησε πίσω του,
είναι η συλλογή του «Οι Κίτρινες Αγάπες» που κυκλοφόρησε
το 1873.
Το
κακομούτσουνο αυτό πανύψηλο παιδαρέλι,-σαν λελέκι- που χάθηκε σε πολύ μικρή
ηλικία, και δεν έτυχε της μεταθανάτιας μεγάλης δόξας ούτε του Αρθούρου Ρεμπώ,
ούτε του Στέφαν Μαλαρμέ, και προπάντων, ούτε της παγκόσμιας φήμης του Σαρλ
Μπωντλαίρ, στάθηκε «ο μεγαλύτερος
ναυτικός τροβαδούρος της Γαλλίας, ο ανανεωτής της παράδοσης, που εν έτει 1873
εγκαθιστά τον «αυτοματισμό» και το «παράλογο» παγκόσμια, ο επαναστάτης,
αδίστακτος εχθρός του Ουγκώ, που δε διστάζει να πεί, πως ο Μπωντλαίρ μυρίζει
νοσοκομείο, ο άνθρωπος που γύριζε ντυμένος επίσκοπος στα πορνεία των
ναυτικών-για τον Έντουαρντ Ιωακείμ Κορμπιέρ σας μιλώ, τον αυτονομαζόμενο
Τριστάν ή Τρίστ(μελαγχολικό)-γεννήθηκε 18 Ιουλίου 1845 στο Κότ-Κογκάρ κοντά στο
Μορλαί της Βρετάνης. Ο πατέρας του Αντουάν-Έντουαρντ, γνωστός συγγραφέας
θαλασσινών μυθιστορημάτων, παλιός ναυτικός και τότε εμπορευόμενος, παντρεύτηκε
πενηνταενός έτους τη Μαρία- Αγγελική Ασπασία Πιγιό, δεκαοχτώ χρόνων, κόρη ενός
φίλου του. Καρποί αυτού, του λίγο αστείου γάμου, πλήν του ποιητή και άλλα δύο
παιδιά, ο Έντμόν κι η Λουσή, για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα….». σημειώνει
στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος βιβλίο που εξέδωσε ο ποιητής και μεταφραστής Γιώργος
Καραβασίλης, με τίτλο: ΤΡΙΣΤΑΝ ΚΟΡΜΠΙΕΡ,
ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Αγρύπνια, Λιτανεία του ύπνου, Το τέλος, Απόδοση Γιώργος
Καραβασίλης, εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ 1972, σ.54. Το βιβλίο τυπώθηκε στις «ΓΡΑΦΙΚΑΙ
ΤΕΧΝΑΙ. Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-Α. ΖΟΥΜΑΔΑΚΗ, Ικαρίας 9, τέρμα Κολοκυνθού.
Το βιβλίο περιλαμβάνει: Ένα ενδιαφέρον κείμενο που
αντιγράφω παρακάτω αυτούσιο με τίτλο «ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ. σ. 7-12
ΤΡΙΣΤΑΝ ΚΟΡΜΠΙΕΡ (1845-1875), σ. 13-20
INSOMNIE-ΑΓΡΥΠΝΙΑ, σ.23-25
Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!
Δεν έχεις αγάπη μες στο κρανίο;
Για να ρθείς να λιγοθυμήσεις σαν δεις
κάτω από το κακό σου μάτι, τον άνθρωπο να δαγκώνει
Τα σεντόνια και μες στην πλήξη να κουρεύεται!...
Κάτω απ’ το μαύρο διαμάντι του ματιού σου.
LITANIE
DU
SOMMEIL-ΛΙΤΑΝΕΙΑ
ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ, σ.27-36
Σεις, που ροχαλίζετε στη γωνιά της κοιμισμένης
γυναίκας σας
Μηρυκαστικό! Ξέρετε αυτόν τον αναστεναγμό:
Την Αγρύπνια;
-Είδατε τη Νύχτα και τον φτερωτόν ύπνο,
Μεσονυχτιάτικη πεταλούδα, ανεμοδαρμένη στη νύχτα
Χωρίς φτερούγισμα γλυκό, εσείς αφήνοντας τον εαυτό
σας
στο κατώφλι
Μόνος στο παλιοκαίρι, στο τυφλό καπάκι;
-Ταξιδέψατε στη θάλασσα ποτέ; Η σκέψη ειν’ η
φουσκοθαλασσιά
Το βότσαλο ριγώντας: Το κεφάλι μου… Το σφαιρικό σας
σώμα.
-Σεις αφεθήκατε ποτέ να ταξιδέψετε με το μπαλόνι;
ΥΠΝΕ! Ουράνιο Μάννα στην έκπτωτη καρδιά!
LA
FIN-ΤΟ
ΤΕΛΟΣ, σ.37-40
Ώ! Πόσοι ναυτικοί, πόσοι καπετανέοι
Που έφυγαν χαρούμενοι για μακρινά ταξίδια
Μες στον απέραντο ορίζοντα είναι αφανισμένοι!...
…………….
Πόσοι καπετανέοι πεθαμένοι με τους άντρες τους!
Ο Ωκεανός απ’ τη ζωή τους πήρε όλες τις σελίδες,
Και μ’ ένα φύσημα τους σκόρπισε στα κύματα.
Κανείς το τέλος δε θα μάθει μες στο ποντισμένο χάος…
………………..
Κι η πέτρα η ταπεινή το όνομά τους δε θα μάθει
Μες στο στενό το κοιμητήρι, που η ηχώ μας απαντά,
Κι ούτε μες στο φθινόπωρο ξεφυλλισμένη η πράσινη ιτιά
Κι ακόμα ούτε το μονότονο και γοερό τραγούδι
ενός τυφλού, που τραγουδά στη γέρικη γωνιά του γεφυριού.
Βίκτωρ Ουγκώ
«Απέραντη νύχτα τ’ Ωκεανού»
Λοιπόν ετούτοι όλοι οι ναυτικοί, καπετανέοι, μούτσοι
Ποτέ δε χάθηκαν μες στο μεγάλο τους Ωκεανό…
Αμέριμνοι σαν φεύγουν για τα μακρινά ταξίδια τους
Σαν όταν φύγαν ακριβώς το ίδιο πεθαμένοι.
Λοιπόν! είναι η δουλειά τους μες στις μπότες να πεθαίνουν!
Το μπουγαρίνι στην καρδιά, μες στα καπότια όλο ζωή…
-Νεκροί…. Μερσί. Ο Χάροντας τραβά με πόδι ναυτικό,
Κι εσείς κοιμάστε στο πλευρό της γυναικούλας σας…
-Αυτοί ιδού λοιπόν! Από το κύμα θερισμένοι όλοι!
Ή μες στην μπόρα αφανισμένοι….
ΣΧΟΛΙΑ, σ. 43-44
Και ακολουθούν οι σχολιασμοί των στίχων των
ποιημάτων που απέδωσε ο ποιητής Γιώργος Καραβασίλης.
ΑΓΡΥΠΝΙΑ, σ.45-46
ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ, σ.47-50
ΤΟ ΤΕΛΟΣ, σ.51-52
Το βιβλίο κοσμείται και με ασπρόμαυρα σκίτσα του ίδιου
του ποιητή που απεικονίζουν τον ίδιο σε διάφορες νωχελικές στάσεις και πόζες
τεμπελιάς.
ΜΙΚΡΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ
………..
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
…………….
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι καταφύγιο που φθονούμε.
«Ελεγείες και Σάτιρες», β΄ σειρά
Κώστας Γ. Καρυωτάκης
Η κάρτα
του επισκεπτηρίου του έγραφε «Ματζέππα Κορμπιέρ». Ποια ήταν η αιτία, που ο
ποιητής των «Κίτρινων ερώτων» υπόγραψε με τ’ όνομα του στρατηλάτη, που θέλοντας
να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του καβάλησε ένα άγριο άλογο κι έφτασε στην
Ουκρανία για να εκλεγεί αρχηγός των Κοζάκων και να εμπνεύση το Μπάυρον; Ας οδηγηθούμε
στον παραλληλισμό, πως ο Τριστάν σαν το θρυλικό Αταμάνο με οδηγό την αχαλίνωτη φαντασία του
αυτός, όρμησε στα κλειστά ποιητικά πεδία της εποχής του με τον πόθο να
δικαιώσει τη φύση, που αμάρτησε πάνω του. Δε θάταν λάθος όμως να βλέπαμε και
τον Ματζέππα σαν κάποιο από τα πολλά προσωπεία του ποιητή-αφετηρίες για
παράτολμες αναδύσεις και καταδύσεις-με στόχο την ποιητική καρδιά. Οι μάσκες του
Τριστάν Κορμπιέρ άλλωστε, μας προδιαθέτουν για σκληρά ταξίδια, που ποτέ δεν
είχαμε διανοηθεί. Πότε σα σκυλί με τ’ όνομα Σέρ Μπόμπ, πότε σα φρύνος, πότε σα
ναυτικός, πότε σα Δόν Ζουάν, ειρωνευόμενος ακόμα και τον εαυτό του,
εκμεταλλευόμενος τα σωματικά του ελαττώματα βρίσκει την αρχή του μύθου για άλλη
μια φορά και κεί πάνω σκύβει και σκύβει και φυσικά ποτέ δε θα μάθει το τίμημα
του πόνου και του κόπου του. Ακόμη κι όταν απελπισμένος στον «Παρία» του
αφαιρεί τα προσωπεία κι αποτολμά να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό του και
την κατάρα του. «Το εγώ μου είναι μισητό» κραυγάζει’ ντύνεται την
αντικειμενικότητα κι οδηγείται στο αδιέξοδο και στο διχασμό. «Δεν αγαπώ
ούτε μισώ τον εαυτό μου»’ αμέσως
παρακάτω. Κι αναρωτιέται κανείς δικαιωμένος διπλά εκ των προτέρων. Ανοίγει το
βήμα προς την απόσταση, ή πρόκειται για ένα προσωπείο που το προσεταιρίζει μέσα
από στροβιλίσματα αντιφατικών κυκλώνων, υποκρούοντας την προσωπική του αρμονία;
Αλλά τι
κρύβεται πίσω από τον παραμορφωμένο κόσμο του Κορμπιέρ; Πού προσανατολίζεται το
όραμά του; Ποιος δε θυμάται το ζωγράφο στο «Λιμάνι των απόκληρων του Μαρσέλ
Καρνέ να ομολογεί πριν αυτοκτονήσει «Πίσω απ’ ό,τι ζωγραφίζω κρύβεται κάτι
άλλο. Πίσω από έναν κολυμβητή βλέπω έναν πνιγμένο και πίσω από ένα δένδρο έναν
πεθαμένο». Εξήντα έξι χρόνια πριν γράψει ο Πρεβέρ αυτά τα λόγια, ο Κορμπιέρ
βλέποντας το φίλο του Λαφενέστρ να ζωγραφίζει πρόβατα στο ατελιέ του θα πεί:
«Τα φτιάχνετε λιγότερο καλά από τον Σάρλ Ζάκ, που τα φτιάχνει λιγότερο καλά απ’
τον Τρογιόν, που τα έφτιαχνε λιγότερο καλά από τη φύση. Δεν πρέπει να
ζωγραφίζουμε εκείνο που βλέπουμε. Πρέπει να ζωγραφίζουμε μονάχα εκείνο που ποτέ
δεν έχουμε δεί και ποτέ δε θα δούμε». Αν κάτω από τούτες τις λέξεις κρύβεται το
αληθινό νόημα κάθε τέχνης, ειδικά για τον Κορμπιέρ ορίζεται το αισθητικό του
πιστεύω όπως το κατακτά από την ενσυνείδητη παρακολούθηση τουλάχιστον της
παραδοσιακής κληρονομιάς.
Τα
ποιήματά του κατάσπαρτα από ξένες παρεμβολές είναι κυριολεκτικά ναρκοπέδια
λογοτεχνίας. Και τι δεν έχει διαβάσει αυτό το τέρας. Οι Βιγιόν, Λαφονταίν,
Βιργίλιος, Μπεραντζέ, Μπαλζάκ, Μυρζέ, Λαμαρτίνος, Ουγκώ, Λωτρεαμόν και πολλοί
άλλοι καρφώνονται στους «Κίτρινους έρωτες» συχνά προπηλακισμένοι. Αν θυμηθούμε
το Σολωμό, στον Κορμπιέρ θ’ ανακαλύψουμε ακόμα μια φορά ότι δανεικά γνωμικά,
φράσεις των παραμυθιών και κλασικοί στίχοι έχουν υποταχθεί τόσο στη γλώσσα του
ποιητή ώστε ξεκαρφώνονται όταν εκείνος το θελήσει. Μήπως υπάρχει μεγαλύτερη
κριτική ποιητικής από έναν ποιητή, απ’ αυτήν; Τόσο λεύτερα το κριτικό του μάτι,
τόσο τολμηρά ξέρει να ξεριζώνει καρδιές κι όταν δεν υπάρχουν να τις χτίζει ο
ίδιος ή και να τις μεταμοσχεύει, όπως στο «Τέλος». Θα διαγράψει, για
παράδειγμα, οριστικά και μάλιστα θα ειρωνευτεί τη Ρομαντική Σχολή ύστερα από το
ταξίδι της Ιταλίας, όπου θ’ ανακαλύψει πόσο άμετρο και ψευτοεξιδανικευμένα είχε
υμνήσει τη χώρα του Δάντη και του Αρετίνου ο Λαμαρτίνος.
Ο
Κορμπιέρ θα σταθεί αχάριστος και μπροστά στο Μπωντλαίρ, παρ’ ότι έχει δανεισθεί
από τον πρύτανη της καταραμένης γενιάς τον «σατανισμό», την πόζα, το ρίγος του.
Είναι φυσικό επακόλουθο όμως της ψεύτικης ομολογίας του. «Η τέχνη δε με
γνωρίζει κι ούτε εγώ γνωρίζω την τέχνη». Του είναι αρκετό να φωνάξει «Φτιάχνω
στίχους, άρα ζώ», κοροϊδεύοντας το γνωστό απόφθεγμα του Καρτέσιου. Τι συμβαίνει
λοιπόν στη Γαλλία του περασμένου αιώνα; Τους ρομαντικούς ανατινάσσει ο
Μπωντλαίρ, ο Γκωτιέ, ο Μπανβίλ κι η παρέα τους. Ο Λωτρεαμόν απαρνείται
ο,τιδήποτε έχει γραφτεί μέχρι τότε. Ο Κορμπιέρ διακηρύσσει την κοινωνική και
αισθητική αναρχία. Ο Ρεμπώ-ίσως πιο κερδισμένος απ’ όλους-συγκεφαλαιώνει και
ανοίγει την αυλαία του εικοστού αιώνα.
Γλώσσα,
σύνταξη, ορθογραφία και στίξη επόμενο είναι να περάσουν από μια δοκιμασία
μοναδική. Η γλώσσα του ανάμεικτη από λέξεις άχρηστες ή παμπάλαιες (pot-au-noir) της ναυτικής αργκό, νεολογισμούς
και αρχαϊσμούς ξεφεύγει από οποιαδήποτε συνθήκη και αναιρεί κάθε γνωστό τρόπο
αρμονίας. Η σύνταξή του καρατομεί πολλούς κανόνες μέσα στους οποίους και τη
συμφωνία μετοχής και υποκειμένου. Η ανορθογραφία του όχι λίγες φορές
πλαγιοκοπεί το νόημα και η στίξη συχνά είναι άκαιρη, παράκαιρη ή ανύπαρκτη. Όλ’
αυτά καταλήγουν σε μια ποίηση που αυθαίρετα και θαυματουργικά ακρωτηριάζει τη
Γαλλική προσωδία. Τότε μονάχα κατευνάζεται ο ποιητής όταν μιλάει για θάνατο.
Στα “Rondels
pour
apres”,
γράφει ο Πιέρ Όλιβερ Βάλτζερ, «δεν ακούμε παρά το μουρμούρισμα ενός ανθρώπου,
που επί τέλους αναπαύεται». Οι πηγές του Τριστάν δεν είναι μονάχα τα βιβλία και
τα ταξίδια του. Η αλχημεία των εκφραστικών του μέσων δεν προέρχεται από
σαρκασμό μονάχα και περιφρόνηση. Το περιβάλλον του, οι ναυτικοί και ιδιαίτερα
οι Βρετόνοι, τον προκαλούν αισθητικά και εκείνος θα τους τρυγήσει με τις
κεραίες του τεντωμένες. Εξυμνώντας τους ναυτικούς ο Κορμπιέρ συγκεκριμενοποιεί
τους πόθους, τις αγωνίες, τις εξάρσεις τους τις δουλεύει στον ξέφρενο οίστρο
του και μας αναγκάζει να ιδούμε τους ανθρώπους της θάλασσας κάτω από ένα άλλο
πρίσμα, στα σύνορα του έπους και του λυρισμού. Ήδη ο Βρετόνικος λυρισμός του
εκβάλλει στη διαφυγή από τη μικροαστική ποίηση της Κυριακής, τα γραμμένα
δάκρυα, το στομφώδη ανθρωπισμό. Δεν είναι περίεργο, πως τα χρόνια εκείνα η
Γαλλία κατακλυζόταν από ανθολογίες για κυρίες. Ένα από τα προσωπεία του έχει
ήδη κολληθεί στη σουβλερή του μύτη.
Στον
οργασμό των αλλεπαλλήλων μεταμορφώσεών του η ομοιοκαταληξία θα σταθεί
αμετάβλητη. Μόνο στη σιβυλλική του ποιητική πρόζα. «Το καζίνο των νεκρών» θα
την απαρνηθεί. Η ομοιοκαταληξία, που την ακολουθεί με τόσο περίεργο πείσμα, τον
υποχρεώνει να μετριάζει σε αρκετά σημεία την έμπνευσή του ή να τον οδηγεί σε
αναπόφευκτους συμβιβασμούς.
Αν και δε
φημίζεται για μεγάλος τεχνίτης δε συμπεραίνουμε όμως, πως ό,τι βγαίνει από τα
χέρια του παραμένει στην πρώτη του μορφή. Ο κουνιάδος του Αιμέ Βασέ μας άφησε
το εξής ανέκδοτο. Διαβάζοντας τα πρόχειρα των ποιημάτων του Τριστάν (που
χάθηκαν περίεργα) τα εύρισκε γοητευτικά. Τότε ο ποιητής τον απόπαιρνε
διαμαρτυρόμενος, πως γοητευτικά ήταν μόνο για Φιλισταίους «και ξανάγραφε ώσπου
να μην αναγνωρίζει κι ο ίδιος τα πρώτα του σχεδιάσματα».
Χάρι
στην ατημελησία και στην αδυναμία των εκφραστικών μέσων η επανάσταση του
Τριστάν Κορμπιέρ δεν πέρασε ατιμώρητη. Αυτή η ενσυνείδητη περιφρόνηση των
πάντων έδωσε λαβή στον κρυφό μαθητή του, τον Ζύλ Λαφόργκ, να του επιτεθεί
σφοδρά στα κλασικά του δοκίμια: «Δεν υπάρχει ποίηση, δεν υπάρχει στίχος στους
«Κίτρινους έρωτες», μονάχα λίγη λογοτεχνία κι αυτή δίχως πλαστικό ενδιαφέρον.
Τέχνη άλογη, στροφές κοινότατες, πράγματι ξεχασμένες, ρίμες ούτε φτωχειές ούτε
πλούσιες, ανεπαρκέστατες, που τίποτα δεν υπόσχονται πέρα από την απροσεξία και
την τεμπελιά. Έτσι αποδεικνύεται ριζικά μια όχι και τόσο λεπτή, ανίατη αρρώστια
του αυτιού». Κι αφού ο ποιητής των «Θρυλικών αποφθεγμάτων» εκδηλώσει την
αδυναμία του να βρει έστω κι έναν καλό στίχο μες στους «Κίτρινες έρωτες»,
καταλήγει: «Η ποίηση του Κορμπιέρ είναι ολότελα εγκαταλελειμμένη στη μικρή
(διάβαζε φθηνή) ευτυχία των εφαλτηρίων λέξεων ή ιδεών». Ο Κριστιάν Ανζελέ
ακούσια θα ενισχύσει την άποψη του Λαφόργκ, προσθέτοντας πως «το ποίημα (η
ποίηση του Κορμπιέρ) δε γεννιέται από μια υπαγόρευση του ασυνειδήτου, αλλά μια
χιονοστιβάδα λέξεων, που παντρεύονται οι μεν τις δε».
Αν ο Ανζελέ έδωσε έναν ορισμό του σουρεαλισμού
δεν προσδιόρισε όμως και το στίγμα του ποιητή, λησμονώντας πως στα μάτια του
π.χ. μεταφυτεύονται σε φυτά τρυφερά οι μυοσωτίδες προς απογοήτευση κυριών και
δεσποιναρίων. Ένας άλλος Τριστάν, ο Τζαρά θ’ αναλάβει την υπεράσπιση του
Βρετόνου ποιητή απαντώντας στις σπόντες: «Η εκφραστική θέληση αγγίζει το όριο
ενός είδους λεκτικής εξαγρίωσης, που μακριά από την αταξία, αντίθετα απ’
εκείνη, εμφανίζεται σαν το συμφυές ξετύλιγμα της ποιητικής σκέψης».
Η επίθεση
του Λαφόργκ, απρόσμενη, σημαδεύει μιαν επανάσταση, που στον καιρό του αρχίζει
να γίνεται καθεστώς. Δε διαφωνεί κανείς, πως τα ποιήματα του Κορμπιέρ
αποδυναμώνονται κάποτε-κάποτε ή πως κάτω από ένα μεγαλοφυή στίχο κολλιέται ένας
«ψευδόστιχος». Κι αρκετές φορές ενοχλείται με τα λάθη όταν η μεγαλοφυΐα
προδίδεται έκδηλα. Αλλά αν φυλάει για τον εαυτό του ο Λαφόργκ το τίμημα μιας
ποιητικής, που τείνει το 1880 να καταλάβει την πραγματική της έκταση κι
αργότερα θα κατακυριέψει τον κόσμο, δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί, παρά μόνο
μεροληπτώντας, όπως πράγματι το πετυχαίνει, να μειώσει τους δασκάλους του την
ώρα, που ο Βερλαίν απόκληρος, καταραμένος κι ο ίδιος κλαίει μπροστά στους
στίχους του Κορμπιέρ. Η «Λιτανεία του ύπνου» αποτελεί μια σύνθεση στα σπλάχνα
της οποίας εγκυμονούνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της χαοτικής
κορμπιερικής ποιητικής.
Η
ποιητική απότισε το φόρο τιμής στο δυστυχισμένο Κορμπιέρ. Η επιρροή του πάνω σ’
όλη την «καταραμένη» γενιά από τον Βερλαίν, τον Ρεμπώ μέχρι τον Ρόντεμπαχ έχει
περάσει πια στην ιστορία. Οι σουρεαλιστές βρήκαν τον προφήτη τους και τον
εξύψωσαν παράνομα. Ο Έζρα Πάουντ χαρακτηρίζοντας την ποίηση του «ποίηση του
πυκνού και του στερεού» τον καθιερώνει πιά σα σταθμό της λογοτεχνίας.
Ήγγικεν η
ώρα φυσικά, «που κύριοι καθηγητές θα δώσουν παραδόσεις γι αυτόν και θα
παρασημοφορηθούν όλοι με την ταινία της Λεγεώνας της Τιμής», για να θυμηθούμε
λίγους στίχους από τον «Αδιάφθορο» του Πώλ Κλωντέλ.
Φλεβάρης 1972
Γιώργος Καραβασίλης
Αυτός
είναι ο παράδοξος αλλά ελκυστικός ποιητικός κόσμος του Τριστάν Κορμπιέρ, που,
ποίημά του έχει μεταφράσει παλαιότερα και ο αυτόχειρας ποιητής της Πρέβεζας.
Οι
«σταθερές αξίες του σουρρεαλισμού, αυτές που διατρέχουν και συνιστούν ολόκληρη
την σουρρεαλιστική θέαση του κόσμου, οι βασικές αρχές είναι το χιούμορ, το
θαυμάσιο και το τυχαίο» σ. 127, αναφέρει στο κατατοπιστικό για το θέμα βιβλίο
της ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα
2005, η κυρία Ελένη Απ. Στεργιοπούλου, κάτι που συναντάμε και στον Τριστάν
Κορμπιέρ. Γιατί, όπως έγραφε και ο Αντρέ Μπρετόν στα ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΤΟΥ
ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ:
«Ο
άνθρωπος προτείνει και διαθέτει. Δεν εξαρτάται παρά απ’ αυτόν να ανήκει
ολόκληρος στον εαυτό του, δηλαδή να κρατά σε αναρχική κατάσταση την μέρα με την
μέρα και περισσότερο αμφισβητήσιμη δέσμη των επιθυμιών του. Η ποίηση του το διδάσκει. Φέρνει μέσα της την
τέλεια ανταμοιβή των δυστυχιών που υπομένουμε. Μπορεί ακόμη να είναι μια
συντονίστρια, που κάτω από το πλήγμα μιας λιγότερο κρυφής απογοήτευσης,
αποτολμάμε να την πάρουμε στο τραγικό. Έρχεται όμως η στιγμή που αποφασίζει
εκείνη το τέλος της χορήγησης και διακόπτει το ψωμί του ουρανού για τη
γη!....», σ. 21, δες
Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, εκδόσεις Δωδώνη-Ε. Κ. Λάζου, Αθήνα
1972, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ελένης Μοσχονά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Παραμονή πρωτοχρονιάς
ΥΓ.
Όχι, δεν θα σας μιλήσω για αυτό που πληροφορηθήκαμε όλοι οι φορολογούμενοι
έλληνες, από τα δελτία ειδήσεων των τηλεοράσεων, δηλαδή, για τα εισοδήματα που
δήλωσαν οι έλληνες πολιτικοί μας στην εφορία, σε περίοδο πτώχευσης της χώρας
και οικονομικής των ελλήνων εξαθλίωσης. Θα σταθώ μόνο σε αυτήν την πολιτική
ξετσιπωσιά που έχουν ορισμένοι-και μάλιστα αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί», της
«πρώτης φοράς αριστερής διακυβέρνησης», να ξεχάσουν να δηλώσουν, νομίζω 1,000
000 δολάρια στην φορολογική τους δήλωση;-αν αληθεύουν οι πληροφορίες-και τα
άλλα των άλλων του κυβερνητικού σχήματος που μας κυβερνά και μας έφερε το τρίτο
Μνημόνιο, την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, τους άμεσους και
έμμεσους φόρους, την αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης, την διατήρηση του ΕΝΦΙΑ
και άλλα. Τους δεξιούς- συντηρητικούς πολιτικούς τους γνωρίζαμε εδώ και χρόνια
ότι είχαν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, το βαθύ ΠΑΣΟΚ το ζήσαμε και το
πληρώσαμε ακριβά, τους λεγόμενους πολιτικούς του κεντρώου χώρου επίσης, το πώς
εκμεταλλεύτηκαν οι κατά καιρούς διάφοροι πολιτικοί εκπρόσωποι,-νόμιμα
εκλεγμένοι φυσικά- πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις και πλούτισαν επίσης,
αλλά, οι «έχοντες το ηθικό πλεονέκτημα» όπως με έπαρση και κομπασμό λένε οι
σημερινοί κυβερνήτες; αυτό δεν χωνεύεται. Και έχουν το πολιτικό θράσος να
μοιράζουν τα ψίχουλα της βαριάς τους φορολογίας στο πόπολο, και να επαίρονται
για αυτό; σαν την Μαρία Αντουανέτα, μόνο παντεσπάνι που δεν πρόσφεραν
μαζί-τυλιγμένο σε ρόζ αυγούλας χαρτί-από τα προπαγανδιστικά δελτία ειδήσεών
τους για να διατηρηθούν στην εξουσία. Πολιτική γκιλοτίνα ή Αλέξης; Αλλά ο
πολιτικός εκφυλισμός τόσο των κυβερνόντων όσων και της αντιπολίτευσης θα
συνεχίζεται, όσο οι ψηφοφόροι θα ψηφίζουν αυτούς που τους πετούν τα ψίχουλα των
κυβερνητικών και βουλευτικών τους πολιτικών και οικονομικών αδέξιων και
ιδεοληπτικών επιλογών. Αλήθεια, πόσοι από αυτούς τους κυρίους και τις κυρίες,
που μας προτείνουν να τρώμε τα παραδοσιακά γεμιστά, όπως οι άλλες ποιήτριες-κυρίες
που δεν γνώριζαν ότι έκαναν τις αναλήψεις λίγο πριν τα κάπιταλ-κοντρόλ οι
μητέρες τους, θα εργαστούν στο υπόλοιπο του εργασιακού τους βίου, δηλαδή μέχρι
τα 68, κάτω από ποιες συνθήκες και με τι μισθούς και τι συντάξεις θα πάρουν;
Ποδόσφαιρο, Θέαμα, και Ιερά Θαύματα στην Καπερναούμ. Ίσως, γιαυτό
μας βομβαρδίζουν συνεχώς με τα ποικίλα αδιέξοδα των προσφύγων και των
μεταναστών που έρχονται στην χώρα παράνομα,(και δεν εννοώ τον Συριακό
πληθυσμό), για να μας μείνει στο πολιτικό και κοινωνικό μας υποσυνείδητο, ότι
κοιτάξτε, βολευτείτε με αυτά που έχετε, μην αντιδράτε, γιατί ίσως βρεθείτε και
εσείς σαν χώρα και κάτοικοι σε αυτήν την τραγική θέση. Την δεξιά νικήτρια
παράταξη μετά τον εμφύλιο πόλεμο σε αυτήν την δύσμοιρη χώρα, θα έπρεπε ιστορικά
να την στηλιτεύσεις γιατί, σκότωσε, δολοφόνησε, εξόρισε, κυνήγησε, έβαλε στο
κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο τους νικημένους και ηττημένους της άλλης
πλευράς για τόσες δεκαετίες. Ενώ, αν είχε κλείσει τις πληγές του εμφύλιου
σπαραγμού νωρίτερα, και πολιτικά και κοινωνικά δίκαια, θα ξεμπροστιάζονταν
επίσης νωρίτερα πολιτικά, όλοι αυτοί οι σημερινοί «αριστεροί» κυβερνήτες. Οι yes men, καρεκλοθεσήτες. Οι ψευτοθόδωροι
της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής. Το τραγικό πολιτικό αδιέξοδο της
ελληνικής κοινωνίας είναι μεγάλο και φοβερά διλημματικό. Όσο ποιο γρήγορα πάμε
σε εκλογές τόσο το καλύτερο για την χώρα. Αλήθεια όμως, ποιος πολιτικά
σκεπτόμενος ψηφοφόρος πιστεύει ότι η επάνοδο της συντηρητικής παράταξης στην
κυβερνητική εξουσία θα λύσει τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της
πατρίδας; Γιατί, αν το πιστεύει σοβαρά, και όχι για πλάκα και κουβεντολόι του καφενείου, οφείλει να μας εξηγήσει και
τεκμηριώσει πολιτικά και οικονομικά πως θα γίνει η ανόρθωση της οικονομίας και
της κοινωνίας, και με ποιους όρους σε σχέση με τους φορολογούμενους κατοίκους
αυτής της πτωχευμένης χώρας, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Γιατί διαφορετικά, δεν
αρκεί η ανακούφιση πως επιτέλους έφυγαν αυτοί οι νέο-«αριστεροί» πολιτικάντηδες,
οι εκφέροντες επικήδειους σε ξένους δικτάτορες ηγέτες.
Εδώ, μια Ρόδα δεν κατορθώσαμε να την κάνουμε να
γυρίσει εν έτει 2016, σύμφωνα με τους νόμους της Επιστήμης και της Τεχνολογίας,
ο υιός από την Κρήτη θα μας σώσει;
Και
ακόμα, έφυγε από την ζωή σε μικρή ηλικία, ένα ακόμα
μουσικό ίνδαλμα της Pop
των νιάτων μας, ο George
Michael.
Ποιος δεν τραγούδησε και ψιθύρισε και χόρεψε με τον Andrew Ridgeley and George Michael των Wham. Ποιος νέος και νέα, ανεξάρτητα τι
μουσική προτιμούσε στα εφηβικά του χρόνια της δεκαετίας του 1980, δεν εντυπωσιάστηκε
και ερωτεύτηκε με τους στίχους, τα τραγούδια και τις μουσικές συνθέσεις του
Κυπρίου την καταγωγή άγγλου Γιώργου-Κυριάκου Παναγιώτου(25/6/1963-25/12/2016),
του δικού μας Τζόρτζ Μάικλ. Ποτέ δεν θα κατανοήσω, πως καλλιτεχνικές
προσωπικότητες με τόση φήμη, διεθνή καριέρα και δόξα και μεγάλο ταλέντο,
καταφεύγουν στα ναρκωτικά, καταστρέφοντας τους εαυτούς τους.
Η μουσική και τα τραγούδια του θα εξακολουθούν να
ακούγονται και να αρέσουν στους νεότερους. Είναι στίχοι βγαλμένοι από την ψυχή
ενός νέου ευαίσθητου και ρομαντικού τραγουδοποιού, οι μελωδίες του είναι
αγγελικές, αγγίζουν όποιους μπορούν και ονειρεύονται, το ντουέτο του με την
μεγάλη Aretha
Franklin
στο τραγούδι “I
Know
You
Were
Waiting
For
Me”,
είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Θυμίζει το ντουέτο-τηρουμένων των μουσικών
αναλογιών-του Φρέντυ Μέρκιουρι με την Μορσερά Καμπαγιέ. ονειρικές μελωδίες,
τρυφερές μουσικές στιγμές, χορευτικοί ρυθμοί εμπνευσμένοι. Η καρδιά του
σταμάτησε να χτυπά όταν οι άγγελοι σιγοψιθύριζαν το προσωπικό του μελωδικό de profoundist. Όταν τα παιδιά του
Κόσμου τραγουδούσαν τα δικά του μουσικά Κάλαντα και η φωνή του χάνονταν στις φωτεινές
καρδιές των ερωτευμένων. Γιατί το ποιο παράξενο-The strangest thing είναι:
Take my life
time has been
twisting the Knife
I don’t
recognize
people I care
for
Take my dreams
childish and
weak at the seams
please don’t
analyse
please just be
there for me
The things that
I Know
nobody told me
the seeds that
are sown
they still
control me
there’s a liar
in my head
there’s a thief
upon my bed
and the
strangest thing
is I cannot get
my eyes open.
Take my hand
lead me to some
peaceful land
that I cannot
find
inside my head
wake me with
love
it’s all need
but in all this
time
still no one
said…
If I had not
asked
would you have
told me
if you call this
love
why don’t you
hold me
there’s a liar
in my head
there’s a thief
upon my bed
and the
strangest thing
is I cannot my
eyes open
Give me
something I can hold
Give me
something to believe in
I am frightened
for my soul, please,
Please
Make love to me,
send love through me
heal me with
your crime
the only one who
ever Knew me,
we’ ve wasted so
much time
so much time.