Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Δημήτρης Φωτιάδης, ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ

Δημήτρης Φωτιάδης, ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ

     Με τον τίτλο Ενθυμήματα, που κυκλοφόρησαν σε τρείς μεγάλους τόμους από τις εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» αρχές της δεκαετίας του 1980, ο συγγραφέας και ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, εξιστορεί με ελκυστικό σχεδόν λεπτομερειακό και άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, όχι μόνο την ιστορική διαδρομή της οικογένειάς του μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά θα γράφαμε και την ιστορία της Ελλάδας την τελευταία πεντηκονταετία, μετά την εγκατάσταση των προσφύγων της μικράς ασίας σε διάφορα μέρη της κυρίως ελλάδας. Ιστορικά γεγονότα και πολιτικά συμβάντα, πολιτικά πρόσωπα και ιστορικοί ηγέτες, δικτάτορες και κοινοβουλευτικές προσωπικότητες που επηρέασαν την εποχή τους, σημαντικοί συγγραφείς και διανοούμενοι, τοποθεσίες και καλλιτεχνικά γεγονότα, πρόσωπα της οικογένειάς του και φημισμένες προσωπικότητες, έκδοση περιοδικών και κρίσεις για πολιτικά και ιστορικά πρόσωπα, η ελληνική προσφυγιά και η λογοτεχνική γενιά του 1930, το κίνημα του ΕΑΜ και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, το Λονδίνο και η Μέση Ανατολή, η βασιλική οικογένεια και ο στρατηγός Σαράφης με τον ηθοποιό Μάνο Κατράκη, η ήττα του δημοκρατικού στρατού και ο γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Μωριάκ, ο άη στράτης-τόπος εξορίας-και ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο-Νίκος Μπελογιάννης, η πολιτική περίοδος των Ιουλιανών και η στρατιωτική χούντα του 1967, ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός και ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, ο Γέρος της Δημοκρατίας-Γεώργιος Παπανδρέου αλλά και ο κινέζος τιμονιέρης πρόεδρος Μάο Τσε Τουνγκ της μακρινής και αχανούς χώρας της μεγάλης Κίνας, τα Μπαλέτα του Λένινγκραντ-της τότε Σοβιετικής Ένωσης αλλά και ο ποιητής Κώστας Βάρναλης(που διετέλεσε δάσκαλος για ένα διάστημα στον Πειραιά) ο πειραιώτης ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης, ο χαράκτης Αναστάσιος Τάσσος και ο αρχαιολόγος που ανακάλυψε τους Βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, ο Μανόλης Ανδρόνικος. Τόποι και πρόσωπα, ιστορία και πολιτική, καλλιτέχνες και πολιτικοί ηγέτες που σημάδεψαν την εποχή τους, έλληνες και ξένοι, ιστορικά γεγονότα των ημερών μας αλλά και των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ταξίδια στο εξωτερικό και εκδόσεις περιοδικών, θίασοι ηθοποιών και ο αγωνιστής Αλέξανδρος Παναγούλης, ο ηγέτης της αριστεράς Ιωάννης Πασαλίδης και η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, τα δημοτικά τραγούδια και ο Ρήγας Βελεστινλής, η ηθοποιός Αλέκα Κατσέλη και ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Κύπριος συγγραφέας Τεύκρος Ανθίας και ο Στρατής Δούκας, ο ιστορικός ηγέτης της Αλλαγής Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και πάρα πολλά άλλα, περιγράφει, σχολιάζει, κρίνει, αποτυπώνει, μας παρουσιάζει με συγγραφικό πάθος αλλά νηφαλιότητα ύφους, με μεράκι και αγάπη για την μακροιστορία αλλά και την μικροιστορία των απλών ανθρώπων της γενιάς του και όχι μόνο. Ένα πανόραμα πληροφοριών και πολιτιστικών στοιχείων που ανοίγει σαν πολύχρωμη βεντάλια μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, από έναν ιστορικό συγγραφέα που όχι μόνο η τετράτομη ιστορία του της ελληνικής επανάστασης είναι αξιομνημόνευτη, αλλά και οι ιστορικές του μονογραφίες για ήρωες του 1821, δες Γεώργιος Καραϊσκάκης, η τριλογία του για τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδος τον Όθωνα και άλλα. Με μεράκι και γνώσεις πολλές, αλλά και ένα καθαρό ιστορικό βλέμμα-πέρα φυσικά από τον πολιτικό χρωματισμό της εποχής του που ακολουθούσε, και ορισμένες φορές σκοτεινιάζουν την ιστορική του γραφή-μας προσφέρει έναν πολύτιμο χάρτη με την ιστορία της Ελλάδας, θα λέγαμε σχηματικά, πολιτικό και όχι γεωφυσικό όπως μαθαίναμε στο σχολείο, αλλά πολιτιστικό. Και όλα αυτά, με ύφος απλό, γλώσσα στρωτή και κατανοητή, χωρίς κραυγαλέες ιστορικές εκφράσεις, χωρίς απόλυτους αφορισμούς, ανεξάρτητα των αρνητικών του κρίσεων, Ελλάδα και Κόσμος, βιώματα και ταξιδιωτικές εμπειρίες, επίκαιρα πολιτικά γεγονότα και ιστορικές καταστροφές, ιδεολογικές προθέσεις και πολιτικές μηχανογραφίες, πορτρέτα ατόμων και τόπων, χωρών και πνευματικών γεγονότων, όλα αυτά υφαίνονται στον αργαλειό της γραφής του Δημήτρη Φωτιάδη, ενός συγγραφέα που θεωρώ ότι είναι ακόμα επίκαιρος. Τέρπει και φωτίζει στιγμές ανθρώπων και συμβάντων με μεγάλη ευκολία και ωφέλεια για όσους αγαπούν την ιστορία και τα απομνημονεύματα. Τα ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ του Δημήτρη Φωτιάδη, δεν έχουν τον φιλοσοφικό τόνο και ύφος των προσωπικών Αναμνήσεων του πρώην προέδρου της δημοκρατίας πολιτικού και συγγραφέα Κωνσταντίνου Τσάτσου, της Λογοδοσίας μιας Ζωής(που και η οικογένεια Τσάτσου έμεινε για ένα διάστημα στην περιοχή της Καστέλας του Πειραιά) δεν ακολουθούν την πιο λεπτομερειακή καταγραφή των πολύτομων Ημερολογίων του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη, που η γραφή τους θυμίζει λόγιο στοχαστή, σίγουρα, δεν έχουν την σχεδιαστική δομή των Ανοιχτών Χαρτιών του επίσης νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, που μας παράσχει την πολιτιστική του ταυτότητα και τις πνευματικές του αναφορές. Αλλά και ο ποιητής και μεταφραστής Κώστας Βάρναλης(ο οποίος έκανε για ένα διάστημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δάσκαλος σε σχολείο του Πειραιά) στέκεται σε άλλα συμβάντα στις δικές του Φιλολογικές Αναμνήσεις, παρατηρεί διαφορετικά τον κόσμο, παρότι είναι ιδεολογικά ομοϊδεάτης του Φωτιάδη, και φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τον όγκο των στοχασμών και των φιλοσοφικών οραμάτων, αυτόν τον φουρτουνιασμένο εξομολογητικό αναφορικό ποταμό και μεγαλόπνοων σχεδιασμάτων που συναντάμε στην Αναφορά στον Γκρέκο του συγγραφέα και παραμυθά Νίκου Καζαντζάκη,(και αυτός για μικρό διάστημα κατοίκησε στον Πειραιά) για να μείνω ενδεικτικά σε ορισμένες από τις αναμνήσεις ελλήνων συγγραφέων, που μας είναι γνωστές και εξακολουθούν να προκαλούν το ενδιαφέρον και την τέρψη των αναγνωστών. Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει όπως θα μιλούσε στον διπλανό του στον σύντροφο γείτονά του, εξιστορεί τα γεγονότα σαν να έλεγε παλαιές ιστορίες και συμβάντα στον μικρό του εγγονό, σαν να αφηγούνταν με τον πιο απλό τρόπο τα πράγματα σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο και εκείνος είχε προσκληθεί να δώσει διάλεξη. Απλά λόγια για μεγάλες στιγμές της πορείας του κόσμου των ανθρώπων και της ιστορίας τους.
      Από τους τρείς τόμους που είχα κάποτε στην διάθεσή μου, έμειναν οι δύο, ο δεύτερος και τρίτος τόμος που αναφέρεται και στην πόλη μας, τον Πειραιά, από αυτούς τους τόμους, αντιγράφω τα αποσπάσματα που αφορούν τον Πειραιά, και δίνω ενδεικτικές σημειώσεις και στοιχεία που γνωρίζω και διαφωτίζουν ίσως τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα, και την παλαιά ιστορία της πόλης. Μιας πόλης όπως ο Πειραιάς, που κάποτε έσφυζε από πνευματική ζωή και άνθιζαν κάθε είδους καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.     

Στην Καστέλλα
     Η επανάσταση στις 25 του Φλεβάρη 1923 κατάργησε το αναχρονιστικό παλιό ημερολόγιο(το Ιουλιανό) και ασπάσθηκε το «νέο»(το Γρηγοριανό). Η απόφασή της αυτή βρήκε, φυσικά, την αντίδραση των καθυστερημένων στοιχείων του τόπου μας, τους παλαιοημερολογίτες που υπάρχουν ως τώρα.
     Όταν περάσαμε εκείνον τον άραχλο χειμώνα του 1922-1923 στη Θεσσαλονίκη, αποφασίσαμε νάρθουμε στην Αθήνα. Ο Σπύρος Κουμουνδούρος, που η γυναίκα του Πηνελόπη(Πέπα), αδελφή του πατέρα μου είχε πεθάνει λίγο πριν την Μικρασιατική καταστροφή από την γρίπη που θέρισε τότε εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο, μας πρόσφερε το θερινό σπίτι που είχε χτίσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Βρισκόταν στο ωραιότερο μέρος της τότε Αθήνας. Στη μικρή πάνω από το Τουρκολίμανο χερσόνησο όπου τώρα είναι ο Ναυτικός Όμιλος.
     Όνειρο απίστευτο από εκεί πάνω ο Σαρωνικός. Αντίκρυ ο Υμηττός κι αριστερά η Αθήνα στεφανωμένη από την Ακρόπολη. Στο βάθος αστραφοκόπαγε το πέλαγος. Χαρά των ματιών είταν και τα καΐκια με τα ολάνοιχτα λευκά πανιά τους.
     Πλάι στο λόφο της Καστέλλας το Νέο Φάληρο, αριστερά η σχεδόν ακατοίκητη τότε Φρεατύδα. Το σπίτι δίπατο μ’ ευρύχωρα δωμάτια. Δύο και οι βεράντες του. Η μία προς την Αθήνα και η άλλη προς το Σαρωνικό. Όταν έβγαινες σ’ αυτές έλεγες πως βρισκόσουνα σε πλοίο που ταξίδευε σ’ ακύμαντες θάλασσες. Στις φεγγαρόλουστες νύχτες γέμιζε ασήμι η θάλασσα. Τι μαγεία!
     Το υπόγειο του σπιτιού είχε τρείς κάμαρες που σχημάτιζαν μια τρίτη σκεπαστή βεράντα. Τ’ απογεύματα είταν χαρά θεού να κάθεσαι σ’ αυτή και να βλέπεις, ανάμεσα από τα πεύκα του λοφίσκου, το λιμανάκι του Τουρκολίμανου με τις ψαρόβαρκές του. Δεν υπήρχε μήτε ένα κότερο να το ασκημίσει. Είταν καθαρό και χαρούμενο σα νυφούλα. Τα μόνα που
απολάμβανες στ’ ακρογιάλι του είτανε κάτι ψαράδικα καφενεία και μια ταβερνούλα με ψάρι φρέσκο της ώρας σπαρταριστό. Όλα σ’ αυτό το λιμανάκι είταν τόσο ανθρώπινα.
     Θυμούμαι κάποιο πρωινό που, όταν ετοιμαζόμουνα να βουτήξω στη θάλασσα από τη μεριά που είναι το πέλαγος, είδα ξαφνικά η επιφάνεια της θάλασσας να γεμίζει φυσαλίδες και μια φώκια να ξεπροβάλλει μπροστά μου. Με κοίταξε κάμποσα δευτερόλεπτα, πήρε βαθιά ανάσα κι έπειτα χάθηκε.
     Λίγο πιο πέρα από το σπίτι του Κουμουνδούρου μένανε δυό προσφυγοπούλες όχι από τη Μικρασία, μ’ από τη Ρωσία. Όμορφες γεμάτες νιάτα, ζωντάνια και τόλμη. Εκεί στην αμμουδιά, μπροστά από το σπίτι του Πάλλη, ιδιοκτήτη του τόσο γνωστού χαρτοπωλείου της οδού Ερμού, απέναντι από το νησάκι του Κουμουνδούρου άρχισαν τα πρώτα μπέν-μιξτ. Κάτι αφάνταστα τολμηρό για εκείνη την εποχή. Το παρατράγουδο αυτό δεν ξέφυγε από το άγρυπνο βλέμμα των ηθικολόγων. Το κατάγγειλαν στις εφημερίδες. Που ακούστηκε, λέγανε, άντρες και γυναίκες να κολυμπούνε ο ένας δίπλα στον άλλο. Αρκετές φορές, τις νύχτες με φεγγάρι, πέφταμε στο νερό και φτάναμε κολυμπώντας στο νησάκι. Μία από τις δύο Ρωσίδες προσφυγοπούλες, ας την πούμε Νατάσα, συνεπαρμένη από την τόση ομορφιά, πέταξε τα ρούχα της κι ολόγυμνη βούτηξε στην θάλασσα. Το φεγγάρι την τύλιξε με το ασήμι του. Ξαναζωντάνεψε για μας το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη.
     Νιάτα! Νιάτα!.... Ο Γκαίτε έβαλε τον Φάουστ να πουληθεί στο διάβολο για να σας ξαναποχτήσει. Τώρα, που από τόσο καιρό σας έχω πια χάσει, τι μου απόμεινε; Τούτο εδώ. Λέω πως αν με τα γραφτά μου κάπως σας βοήθησα, η ζωή μου δεν πήγε χαμένη.
ΣΕΡΕΝΑΔΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΟΥ
Σοφέ μου, το τετράσοφο
που σε φωτάει λυχνάρι
νάτανε, λέει, φεγγάρι
και σύ είκοσι χρονώ!
………….
Πολύ την καταφρόνεσες
τη ζωή π’ ανάθεμά τη…
Και τώρα; Είναι φευγάτη
σαν όνειρο πρωινό.
--
Χειλάκια ανθούν στη γειτονιά
γαρούφαλλα στη γλάστρα
και συ διαβάζεις τ’ άστρα
και το βαθύ ουρανό.
          ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
     Στο Νέο Φάληρο άραζαν τότε κάθε Κυριακή σημαιοστολισμένα βαποράκια να πάρουνε εκδρομείς για «μακρινά» μέρη μ’ έξοχες αμμουδιές-Γλυφάδα, Βούλα, Βουλιαγμένη.
     Το ξενοδοχείο «Ακταίο» είταν ακόμα στις δόξες του. Γύρω στο 1925 γίνηκε καζίνο. Το επισκέφτηκα ένα βράδυ με την ελπίδα να λύσω με τη ρουλέτα τα οικονομικά μου προβλήματα.
Φυσικά έφυγα απένταρος.
     Τον ίδιο καιρό άρχισε η ιεροσυλία στο Τουρκολίμανο. Ένα τμήμα του μετατράπηκε σε θαλασσινό γυμναστήριο του «Ολυμπιακού». Τα νερά θόλωσαν και η γαλήνη άρχισε να κάνει πανιά και να φεύγει. Ύστερα ήρθαν τα εστιατόρια και τα κότερα. Στο τέλος του άλλαξαν και τ’ όνομα. Το είπαν Μικρολίμανο. Το πιο σωστό θάταν όπως το κατάντησαν να τόλεγαν Βρωμολίμανο.
     Βέβαια πολλά λείπανε τότε απ’ όσα έχουμε άφθονα τώρα. Και πρώτα-πρώτα το νερό. Το σπίτι είχε στέρνα για τα βρόχινα νερά, μα πώς να φτάσουν; Όμως πάνω στο δρόμο, από κει που βροντολαλούνε τώρα τα τρόλεϋ που κάνουν τώρα το γύρο της Καστέλλας, πέρναγαν τότε κάρα με νεροβάρελο φωνάζοντας: «Νερό από τον Πόρο!». Μόλις ακούγαμε τη γνώριμη φωνή  αρπούσαμε στάμνες και τενεκέδες και τρέχαμε να τις γεμίσουμε. Το κάρο με το πολύτιμο περιεχόμενό του σταματούσε στη στροφή, ακριβώς μπροστά στο μπακάλικο που είχε ανοίξει Μικρασιάτης πρόσφυγας, με τούτη εδώ την επιγραφή: ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!...
     Μπάνιο βέβαια δεν είχε το σπίτι. Είταν ακόμα η εποχή που λίγα σπίτια της Αθήνας τα είχαν αποκτήσει με την ευχή «αχρείαστο νάναι», όπως μονάχα αν κάποιος αρρώσταινε τον χώνανε σ’ αυτό. Βάζαμε λοιπόν, ανάρια και που, στο πλυσταριό μια σκάφη και πλενόμαστε. Άραχλα είτανε και τα ηλεκτρικά λαμπάκια που απόνα σύρμα κρεμόταν στη μέση κάθε κάμαρας, έφεγγαν κάτι περισσότερο από καντήλι. Το μοναδικό ακόμα ηλεκτρικό εργοστάσιο της Αθήνας και του Πειραιά είτανε εκείνο που βρισκόταν στο Νέο Φάληρο.
     Ο πατέρας μας από ευρήματα που έκανε, είτε σκάβοντας ο ίδιος είτε πλερώνοντας μεροκαματιάρη, υποστήριξε πως πάνω στη μικρή αυτή χερσόνησο βρισκόταν κάστρο στην αρχαιότητα. Οι εφημερίδες ασχολήθηκαν με το ζήτημα και γίνηκε κι ανακοίνωση στην Ακαδημία Αθηνών, που μόλις τότε είχε αποκτήσει «αθανάτους». Ο γονιός μου, εκτός από το αρχαιολογικό ενδιαφέρον του, γύρεψε να χρησιμοποιήσει και για βιοπορισμό το χώρο. Έφτιασε ορνιθοτροφείο. Αγόρασε και μηχανή εκκόλαψης και φουρνιές-φουρνιές βγαίνανε τα ξεπεταρούδια. Για κάμποσους μήνες η επιχείρηση πρόκοβε. Ώσπου έπεσε πανούκλα στις όρνιθες και δεν έμεινε μήτε φτερό.
Υπάλληλος σε ναυτικό γραφείο στον Πειραιά
     Όταν φύγαμε από την Θεσσαλονίκη κι εγκατασταθήκαμε στο σπίτι του Κουμουνδούρου στο Τουρκολίμανο, δεν μπορούσα να μένω άεργος, γράφοντας μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Βλέπεις υπάρχει η αδυσώπητη λατινική ρήση “Primum vivere, deinde philosophari”. Έκλεισα λοιπόν σ’ ένα φάκελο τα γραφτά μου και μπήκα υπάλληλος στο ναυτικό υποκατάστημα των επιχειρήσεων του Ολλανδού Βαντερζέ, που διευθυντής του είταν μακρινός συγγενής της μητέρας μου. Κρατούσα την ελληνική αλληλογραφία. Έμεινα έξι χρόνια. Τα χειρότερα της ζωής μου. Ένοιωθα μέσα μου κάτι να με πνίγει. Κάτι που πέρα βέβαια από κάθε αναλογία, είχε πάθει και ο Κοραής όταν τον έστειλαν σ’ ένα εμπορικό γραφείο στην Ολλανδία. Για να αντιδράσω στον πνευματικό καταποντισμό μου, προσπάθησα ν’ αλλάξω τον ίδιο τον εαυτό μου. Έλεγα πως αυτή ήταν η μοίρα μου και πως θάπρεπε ν’ αρνηθώ κάθετί που δίψαγε ο νους μου. Έπαψα να διαβάζω, να πηγαίνω στα θέατρα, νάχω την παραμικρή σχέση μ’ ό,τι καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό. Μέσα μου φώλιασε το σκοτάδι και η νέκρα.
     Η μόνη χαρά που είχα νιώσει τότε είταν πως απόκτησα τη μοναδική μου κόρη, την Έφη. Τη θυμάμαι να μπουσουλά με τα τέσσερα στο μεγάλο δωμάτιο που έβλεπε στη βεράντα στο σπίτι του Κουμουνδούρου. Την έπαιρνα, τη σήκωνα απότομα ψηλά και χαχάνιζε. Άστραφτε τότε και για κείνη και για μένα η ζωή.
Ο πρώτος οπαδός του Ανδρέα
     Ο πατέρας μου συνδεόταν φιλικά με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η γυναίκα του Σοφία είταν κόρη του Πολωνού μηχανικού Σ. Μινέικο, που είχε εγκατασταθεί στα Γιάννενα από την εποχή της Τουρκοκρατίας, φλογερός όμως φιλέλληνας που παντρεύτηκε Ελληνίδα. Έτσι ήρθε με το γιό της Ανδρέα, που ήταν τότε εφτά ίσως χρονών, να περάσουν μαζί μας δύο μήνες το καλοκαίρι του 1926.
     Η Σοφία Παπανδρέου είταν αναμφισβήτητα μια αξιόλογη γυναίκα. Ο Βάρναλης που την είχε συμφοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, γράφει: Ωστόσο μέσα στη Φιλοσοφική Σχολή υπήρχε και γερή παράταξη δημοτικιστών, για να μην πω οπαδών της διγλωσσίας. Ο Λάμπρος, ο Πολίτης, ο Σακελλαρόπουλος, ο Καββαδίας, ο Τσούντας. Μαζί τους ήτανε κι οι φωτισμένοι φοιτητές: ο Γληνός, ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης, ο Λαμπράκης, ο Μπέρτος-κι όλες σχεδόν οι φοιτήτριες, η Μυρσίνη Κλεάνθους, η Ανθίππη Γεωργιάδου, η Ηλιακοπούλου, η Σταματελλάτου, η Αποστολάκη, η Μινέικο(κατόπιν κ. Γεωργίου Παπανδρέου). Μόλις μπαίναμε στην αίθουσα, οι αρσενικοί τους συνάδελφοι, οι θεματοφύλακες των ελληνικών παραδόσεων, οι καθαρευουσιάνοι, τις ποδοκροτούσαν και τις προγκάγανε, γιατί είτανε… γυναίκες. Η θέση τους έπρεπε να είναι στην… κουζίνα κι όχι στο τέμενος των επιστημών.
Ωραίος καιρός!».
     Θυμάμαι τις συζητήσεις που είχε η Σοφία Παπανδρέου με τον πατέρα μου. Τον πλούτο των γνώσεών της, την ευθυκρισία της και την καλοσύνη της.
     Τον ίδιο καιρό ήρθε να περάσει στην Καστέλλα το καλοκαίρι η αδερφή μου Καίτη, που είχε μαζί της και τον γιό της Τάκη, τεσσάρων χρονών. Ένα μεσημέρι ο Ανδρέας κρατώντας κάμποσες κόλλες χαρτιά, πηδά πάνω στο τραπέζι κι αρχίζει-γυρεύοντας να μιμηθεί τον πατέρα του-να εκφωνεί λόγο. Ο Τάκης, καθισμένος χάμω, ενθουσιάζεται κι αρχίζει τα παλαμάκια φωνάζοντας.
-Μπράβοοο, Ανδρέα! Ζήτω, Ανδρέα! Πάλι, Ανδρέα!
     Ασφαλώς είναι ο πρώτος οπαδός του που τον ζητωκραύγαζε βγάζοντας λόγο.
Στην Αθήνα
     Έπειτα από ένα χρόνο πεθαίνει ο Σπύρος Κουμουνδούρος. Στη διαθήκη του όριζε σχεδόν γενικό κληρονόμο του τον γιό της αδερφής του, τον Αλέξανδρο Εμπειρίκο που ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής από την Άνδρο. Έβαζε δυό απαραίτητους όρους: 1. Να προσθέσει στο επώνυμό του το Κουμουνδούρος και 2. Να πολιτευτεί στο πολιτικό φέουδο του πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, τη Μεσσηνία. Άρχισε την πολιτική καριέρα του το 1926, όταν πρωτοβγήκε βουλευτής. Το 1933, στην πρώτη κυβέρνηση του Τσαλδάρη, γίνηκε υπουργός Γενικός Διοικητής Ηπείρου. Όταν ο Μεταξάς κατάργησε τον κοινοβουλευτισμό, ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος Κουμουνδούρος αποτραβήχτηκε στην Ελβετία όπου έζησε ως το θάνατό του (Απρίλης του 1980).
     Όπως είχε άφθονους οικονομικούς πόρους φιλοδόξησε να γίνει Γάλλος ποιητής, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ζαν Μωρεάς, που δεν έγραψε ούτε ένα στίχο στη μητρική του γλώσσα. Παρ’ όλο που είχε ευνοϊκές κριτικές, ποτέ οι Γάλλοι δεν τον λογάριασαν, όπως είχαν κάνει με το Ζαν Μωρεάς, δικό τους ποιητή.
     Όταν γίνηκε ιδιοκτήτης του σπιτιού της Καστέλλας, αμέσως κοινοποίησε έξωση στον πατέρα μου, γυρεύοντας αναδρομικά μεγάλο ενοίκιο. Τότε τον γνώρισα. Του πρότεινα να μείνουμε στο σπίτι πλερώνοντας λογικό ενοίκιο. Έμεινε άτεγκτος.
      Αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την Καστέλλα, που αλησμόνητη μου μένει η ομορφιά της, και να νοικιάσουμε σπίτι στου Κυπριάδη, στην κηπούπολη όπως την ονόμαζαν……………….                

Σημειώσεις: Ο Μανιάτης πολιτικός και πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος(1817-26/2/1883) που αναφέρει ο Δημήτρης Φωτιάδης, έκανε τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Σπύρο και την Όλγα στην οποία περιήλθε η ιδιοκτησία της διώροφης οικίας, όπου είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια Φωτιάδη, λόγω συγγενικών δεσμών, ερχόμενη από το Κορδελιό της Μικράς Ασίας μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Η Όλγα Κουμουνδούρου νυμφεύτηκε τον Επαμεινώνδα Εμπειρίκο της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, από τον γάμο αυτόν προήλθαν αρκετοί απόγονοι, μεταξύ αυτών και ο ασχολούμενος με την ποίηση Αλέξανδρος Εμπειρίκος. Μετά την οριστική εγκατάσταση της οικογένειας Μπενάκη στην Αθήνα από την Αίγυπτο, ο Έλλην Αλεξανδρινός Αντώνης Μπενάκης(1873-31/5/1954), αυτός ο πατριώτης βιομήχανος, ο εθνικός ευεργέτης, ένας από τους σημαντικότερους στυλοβάτες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές του έθνους, αλλά, και ιδρυτής του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ, γύρω στα 1928, πείθεται από φίλους του που εργάζονταν στην Εθνική Τράπεζα, να συμβάλλει οικονομικά στην αγορά οικοπέδου για την ίδρυση και την εγκατάσταση του Ναυτικού Ομίλου στην περιοχή, έτσι αγοράζεται από την οικογένεια του Επαμεινώνδα και της Όλγας Εμπειρίκου-Κουμουνδούρου έναντι 2.000.000 παλαιών ελληνικών δραχμών, ο λόφος και η γύρω έκταση 7,5 περίπου στρεμμάτων στα 1934 για την εγκατάσταση του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος, που περιελάμβανε και την θερινή δίπατη έπαυλη που είχε οικοδομήσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, και γκρεμίστηκε το καλοκαίρι του 1935. Ο Ναυτικός Όμιλος ιδρύεται τον Φεβρουάριο του 1934, οι φιλικές διεργασίες της ομάδας για την ίδρυσή του είχαν αρχίσει από την 1 Νοεμβρίου του 1933. Πρώτος πρόεδρος υπήρξε ο ιδρυτής του Αντώνης Μπενάκης, μέχρι τον θάνατό του 31/5/1954, και αντιπρόεδρος ο Ιωάννης Δροσόπουλος της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος. Όλοι μας γνωρίζουμε την οδό Δροσοπούλου στην πρωτεύουσα.
     Ακόμα στον Πειραιά αποκαλούμε την μικρή νησίδα που δεσπόζει έρημη αλλά δοξασμένη στον μικρό κολπίσκο της Μουνυχίας «Νησίδα Κουμουνδούρου», ή «Νησάκι του Παρασκευά», από το όνομα του ιδιοκτήτη ενός πασίγνωστου κέντρου διασκέδασης που υπήρχε στον μεσοπόλεμο στην περιοχή, εκεί που τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης και την είχε επισκεφτεί και η γνωστή ιταλίδα ηθοποιός Σοφία Λόρεν. Το όνομα επίσης που γνωρίζαμε πως αποκαλούσαν την μικρή αυτή νησίδα, ήταν και «Σταλίδα», όμως δεν είχε υιοθετηθεί ούτε από τους Πειραιώτες της γενιάς μου, μετά την δικτατορία του 1967, στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όταν τα καλοκαίρια κατέβαινες τα σκαλάκια για να κάνεις μπάνιο στην πλαζ του Παρασκευά, όπως λέγαμε οι τότε νέοι, μπορούσες αν ήθελες κολυμπώντας να φτάσεις μέχρι την μικρή αυτή νησίδα. Και με την ευκαιρία, ο Πειραιάς που γνωρίσαμε εμείς οι τότε έφηβοι, είναι ο Πειραιάς όπως μας τον κληροδότησε ο δοτός δήμαρχος της δικτατορίας ο Αριστείδης Σκυλίτσης.
     Το 1965 εκδίδεται το λεύκωμα «Βασιλικός Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος» Μια τριακονταετία(1933-1963), Μουνιχία 1965, όπου μπορεί κανείς να αντλήσει στοιχεία για την ιστορία του Ομίλου.
     Η συγγραφέας Πηνελόπη Σ. Δέλτα(Αλεξάνδρεια 1874-Αθήνα 2/5/1941) στο πασίγνωστο παιδικό της μυθιστόρημα, «ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ»-πρώτη έκδοση 1932-έχει κάνει πάνω από είκοσι πέντε εκδόσεις(δες εκδόσεις «Εστία»), αναφερόμενη στα παιδικά χρόνια της οικογένειάς της, μιλά για το διώροφο αυτό σπίτι της Καστέλας,-όπου παραθέριζε και η Βασιλική οικογένεια σε δικό της οίκημα, στην τοποθεσία που ονομάζονταν περιοχή του Ερνέστου Τσίλερ, κοντά στην σημερινή περιοχή που βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, στην στροφή της Καστέλας και το γνωστό σε όλους μας ψηλοτάβανο καφενείο του Σταυριανάκου, με τις παραστάσεις του πειραιώτη δασκάλου και εικαστικού Γιάννη Τσαρούχη-αναφέρονται στο κεφάλαιο «Στο λόφο της Καστέλας» σελίδες 32-,αλλά σποραδικά και σε άλλες σελίδες. Η συγγραφέας ιστορικών παιδικών μυθιστορημάτων Πηνελόπη Σ. Δέλτα μας δίνει μια γενική και κάπως αόριστη ατμόσφαιρα της περιοχής, περιγράφοντας κυρίως, τις αθώες και απονήρευτες σκανδαλιές και τους ηρωισμούς των μικρών παιδιών, των αδελφών της: του Αντώνη, της Αλεξάνδρας, της Πουλουδιάς(η ίδια) και του μικρού Αλέξανδρου, καθώς και άλλων μελών της οικογένειάς της, παρά μια πλήρη απεικόνιση του οικήματος και της γύρω περιοχής που μας περιγράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, αναφερόμενος στο δικό του οικογενειακό περιβάλλον. Στέκεται στην ηρωική χαρακτηρολογία των μελών της οικογένειας-ιδιαίτερα του μεγάλου της αδερφού του Αντώνη(του ήρωα των μικροτέρων)-και τα ανέμελα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια που πέρασε με τα αδέρφια της στο σπίτι αυτό. Ενδιαφέρον είναι και το χωροταξικό στίγμα της οικίας της οικογένειας Πάλλη, που δίνει η συγγραφέας. Ο Αλέξανδρος Πάλλης, δεν ήταν μόνο ένας από τους πασίγνωστους αγωνιστές κάπως ακραίους μαχητές δημοτικιστές συγγραφείς της εποχής του, αλλά και γνωστός πειραιώτης. Οι μεταφράσεις του, του Ομήρου, διδάσκονταν και μέχρι την δική μου γενιά στην μέση εκπαίδευση. Εκτός από την Αθήνα, υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοπωλείο με το όνομα Πάλλης. Όσο για την παλαιά Βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μας είναι ιστορικά γνωστή η παραθεριστική της οικία στον Πειραιά, και από εικαστικές παραστάσεις της εποχής. Το δε όνομά της η Πλατεία Αλεξάνδρας στην Καστέλα, το πήρε εις μνήμη του πρόωρα χαμένου παιδιού της τότε Βασιλικής οικογένειας. Πολλοί κεντρικοί δρόμοι των πέντε διαμερισμάτων του Πειραιά, έφεραν μέχρι σχεδόν αρχές της δεκαετίας του 1980, Βασιλικά ονόματα των μελών της έκπτωτης δυναστείας. Όπως ακόμα και σήμερα, η Βασιλέως Γεωργίου Α΄, η σημερινή Γρηγορίου Λαμπράκη λέγονταν ακόμα και μετά την εφτάχρονη δικτατορία Βασιλίσσης Σοφίας και το παλαιό της Μουνυχία. Η σημερινή Ηρώων του Πολυτεχνείου, ονομάζονταν Βασιλέως Κωνσταντίνου, που είχε αντικαταστήσει την παλαιά ονομασία Σωκράτους, κλπ.
Γράφει μεταξύ άλλων η Πηνελόπη Σ. Δέλτα:
«….Οι γονείς του Αντώνη, που ζούσαν στην Αίγυπτο, δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν εκείνο το καλοκαίρι, κι εκείνος και τ’ αδέλφια του είχαν έλθει στον Πειραιά με τον θείο Ζωρζή και τη θεία Μαριέτα, που δεν είχαν παιδιά, και κάθουνταν σ’ ένα από τα σπίτια του Τσίλερ. Επτά ήταν τα σπίτια του Τσίλερ, όλα στην αράδα, κι ενωμένα’ το πρώτο, το ακριανό, μεγάλο, με τρία πρόσωπα, τ’ άλλα όλα όμοια, με μια βεραντούλα προς τη θάλασσα, και μιαν αυλή στο πίσω μέρος, προς το λόφο. Στο πρώτο, το μεγάλο σπίτι, κάθουνταν ο Βασιλέας’ στο δεύτερο μια Ρωσίδα, Κυρία της Τιμής της Βασίλισσας’ στο τρίτο ο Αντώνης με τ’ αδέλφια του και το θείο και τη θεία, και στ’ άλλα παρακάτω, διάφοροι άλλοι, που, σαν τον Βασιλέα, είχαν κατέβει από τας Αθήνας να περάσουν τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού κοντά στην Πειραιώτικη θάλασσα…» σ. 15-16
     Χαρτογράφηση προσώπων και γεγονότων και τόπων κάνει η συγγραφέας Πηνελόπη Σ. Δέλτα για τα μέλη της οικογένειάς της, και μας προσφέρει επαρκή στοιχεία για τον αδερφό της Αντώνη, και στις γνωστές πολύτομες «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» της, που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Ερμής» σε επιμέλεια των: Παύλου Α. Ζάννα-Αλέξανδρου Π. Ζάννα.
Η Πηνελόπη Σ. Δέλτα, ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Τα άλλα αδέρφια ήσαν η μεγαλύτερη Αλεξάνδρα Μπενάκη, ο Αντώνης Μπενάκης, και οι μικρότεροι Αλέξανδρος Μπενάκης, Αρτινή Μπενάκη και Κωνσταντίνος. Από τον γάμο της με τον Στέφανο Δέλτα, απέκτησε τρία παιδιά, την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τη Βιργινία Ζάννα και την Σοφία Μαυροκορδάτου. Στα γράμματα, θρυλικό έχει μείνει το ειδύλλιό της με τον συγγραφέα Ίων Δραγούμη, τον γνωστό μας Καζαντζακικό «Ιδα». Η σημαντική αυτή συγγραφέας, έδωσε τέλος στην ζωή της την ημέρα που μπήκαν τα Γερμανικά Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα.     
     Ο φίλος και πάντα έγκυρος δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής του Πειραιά Δημήτρης Κρασονικολάκης, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Πειραϊκή Πολιτεία» 4/9/1997 το κείμενο «Το ιερό της Αρτέμιδος στη Μουνιχία» και το οποίο στις 27 Οκτωβρίου 2013 μετέφερε στο μπλοκ του, στο ενδιαφέρον αυτό κείμενο μας δίνει και την εξής πληροφορία:
«Το ιερό της Πειραϊκής Αρτέμιδος Μουνιχίας βρέθηκε πάνω στη μικρή χερσόνησο που κλείνει από τα νότια το λιμάνι του Μικρολίμανου, στο σημείο που είναι χτισμένος ο Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος.  Στην θέση του υπήρχε μέχρι το 1935 η διώροφη έπαυλη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου πρώην πρωθυπουργού. Ο κληρονόμος του Επαμεινώνδας Εμπειρίκος-Κουμουνδούρος την πούλησε αντί 2 εκατομμυρίων παλαιών δραχμών μαζί με ολόκληρο το λόφο έκτασης 7,5 στρεμμάτων στις 13/9/1934 στον τότε Ναυτικό Όμιλο Αθηνών(Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος ονομάστηκε στις 9/2/1936)».

     Αυτές είναι οι αναμνήσεις της παιδικής και όχι μόνο ηλικίας του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη, που μας δίνουν μια ζωντανή εικόνα του Πειραιά της εποχής του και των διαφόρων προσώπων. Και σε άλλες σελίδες των Ενθυμημάτων αναφέρεται στην πόλη του Πειραιά ο Φωτιάδης, όπως στην σελίδα 335, στην ενότητα «Στο Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά», δεν το αντιγράφω γιατί, αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην πολιτική του δίωξη ως κομμουνιστής, παρά μας δίνει μια εικόνα του χώρου ή του κτηρίου ή της περιοχής. Ο βασικός κορμός της εικόνας του Πειραιά και της χωροταξίας της νησίδας του Κουμουνδούρου είναι ο παραπάνω.
     Στις σημειώσεις, δεν ήθελα να φορτώσω τα κείμενα του Δημήτρη Φωτιάδη και της Πηνελόπης Σ. Δέλτα με υπερβολικές αναφορές, προτιμώ ο όποιος ενδεχόμενος αναγνώστης να ευχαριστηθεί τα ίδια τα κείμενα των συγγραφέων που καταθέτω στο μπλοκ, να αναζητήσει τα έργα τους-βιβλία τους, και να τα μελετήσει όπως έπραξε και ο γράφων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου