Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Μαρσελίν Ντεμπόρντ-Βαλμόρ

Marceline Desbordes-Valmore
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μετάφραση Ισιδώρας Καμαρινέα
Με εισαγωγικό άρθρο του Τέλλου Άγρα
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ 2005, σελίδες 30, τιμή 6,50 ευρώ
Α΄ έκδοση 1940
Β΄ έκδοση ΕΚΑΤΗ Δεκέμβριος 2005

     Άραγε, στους ελάχιστους ακόμα λάτρεις της ποίησης στον τόπο μας, έχει να πει τίποτα μια ποιητική φωνή του δέκατου ογδόου αιώνα; Και μάλιστα μια ξένη γυναικεία ποιητική φωνή, που μπορεί στην χώρα της να ήταν και να είναι γνωστή, αλλά στην χώρα μας, είναι σχεδόν άγνωστη και μάλλον λησμονημένη; Ποιος ή ποια μελετά σήμερα ποίηση αυτής της εποχής; Ποιος νέος ή νέα ποιήτρια αφιερώνει χρόνο στην ανεύρεση λησμονημένων ξένων και ελληνικών ποιητικών φωνών; Και αν το πράττει, ποια είναι η επιρροή αυτών των φωνών στο δικό του το έργο; Τους αγγίζει η «ξεπερασμένη χρονικά» θεματολογία τους; Η ποιητική τους ατμόσφαιρα; Το «παλαιομοδίτικο» ύφος τους; Επιστρέφουν σε αυτές και γιατί; Τι αναζητούν; Την ποιητική τέρψη; Την αναφορά σε μια άλλη εποχή; Τους εντυπωσιάζουν οι εικόνες ζωής ενός άλλου χρόνου; Διάβασαν τυχαία έναν στίχο ένα ποίημα σε κάποια παλαιά ανθολογία, και συγκινήθηκαν από μια ποιητική μονάδα, και αναζήτησαν στα αρχεία των βιβλιοθηκών ή στα παλαιοβιβλιοπωλεία τον ή την συγγραφέα; Ή πάλι, οι πιο υποψιασμένοι και ασχολούμενοι πιο συστηματικά αναγνώστες, αναζητούν να αναγνωρίσουν τους λεκτικούς μεταφραστικούς κώδικες εκείνης της εποχής, να ανακαλύψουν τις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις, την ποιητική μουσικότητα, την ποιητική ρυθμολογία, την ανάλογη εικονοποιία, το συγγενές ύφος, και γενικά, όλα εκείνα τα δάνεια στοιχεία που γίνονται η αφορμή για να οδηγήσουν τον έλληνα ποιητή ή την ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια να πλησιάσουν το έργο των ξένων δημιουργών να το μεταφέρουν στην γλώσσα μας και να το γνωρίσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό της εποχής τους, και κατ επέκταση, να ανοίξουν έναν δίαυλο ποιητικής εσωτερικής επικοινωνίας με το δικό τους έργο; Ποιους αγγίζει ουσιαστικά πλέον η παραδοσιακή ποίηση, όταν οι ποιητικοί καιροί έχουν αλλάξει τόσο δραματικά και καταλυτικά, από την μεσολάβηση τόσων και τέτοιας έκτασης ιστορικών γεγονότων και πολιτικών συμβάντων, κοινωνικών αλλαγών και ατομικών νοοτροπιών, εξέλιξης της επιστήμης και ανάπτυξη της τεχνολογίας παγκοσμίως; Ποιους αφορά και γιατί, αυτός ο ποιητικός λόγος, αυτές οι ποιητικές σιγαλόφωνες ή μεγαλόφωνες ή και πομπώδεις ποιητικές κραυγές που κάποτε, ήσαν η γέφυρα επικοινωνίας των πνευματικών δημιουργών με τους απλούς ανθρώπους, τους καθημερινούς μεροκαματιάρηδες οικογενειάρχες, τις φτωχές ψυχοκόρες ή τους γόνους της υψηλής αστικής και μεγαλοαστικής κοινωνίας, τα ερωτευμένα κοριτσόπουλα με τα ροζ ημερολόγια γεμάτα στίχους μελιστάλαχτους κάτω από το μουσκεμένο μαξιλάρι τους, τα μυστακοφόρα παλικαράκια με το μαύρο καβουράκι να σκεπάζει την κεφαλή τους και την ομπρέλα στο χέρι, που όφειλαν μαζί με την ανθοδέσμη στην καλή τους, να τις προσφέρουν και ένα ποίημα ένα ερωτικό στίχο που αντέγραψαν στα κλεφτά από τις κιτρινισμένες πια σελίδες μιας εφημερίδας, ενός λαϊκού περιοδικού ενός ημερολογίου, για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι φίλοι τους και τους αρχίσουν την καζούρα, αν και γνώριζαν κατά βάθος, ότι και εκείνοι, τις ίδιες μεθόδους θα χρησιμοποιούσαν για να πετύχουν τον ποθούμενο ερωτικό σκοπό τους. Μελιστάλαχτοι στίχοι; Ή ζαχαρένια αισθήματα έκφρασης μιας άλλης κάπως πιο «αθώας εποχής»; Μελοδραματικές ποιητικές φωνές για προδομένα συναισθήματα, ή άλλοι τρόποι επικοινωνίας και έκφρασης άγνωστους σε εμάς τους σημερινούς αναγνώστες;
     Μου κάνει πάντως εντύπωση όταν παρακολουθώ αγγλικές ταινίες με θεματική προβληματική του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα, ότι ακόμα και οι απλοί οι καθημερινοί άνθρωποι, τα άτομα των πολύ λαϊκών τάξεων, άντρες ή γυναίκες, γνωρίζουν απέξω και αναφέρουν στίχους ή αποσπάσματα ποιητών και δημιουργών εκείνης της εποχής. Σε εμάς, χωρίς να κάνω καμία θετική ή αρνητική κοινωνική ή θρησκευτική αναγωγή, μόνο στον χώρο τον εκκλησιαστικό βλέπει κανείς άτομα να απαγγέλουν ή να μνημονεύουν ή να χρησιμοποιούν αποσπάσματα πανάρχαιων ποιητικών φωνών, και να τα σιγοψέλνουν με μεγάλη ευκολία, μια και κατά την γνώμη μου, πέρα από τον βαθμό πίστης ή απιστίας στο χριστιανικό δόγμα, τα κείμενα ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτών, της ορθόδοξης παράδοσης, είναι θεσπέσια ποιητικά κείμενα, ύμνοι, μελωδίες, ρυθμοί, κοντάκια, τροπάρια, ψαλμοί, ποιήματα, μουσικά μέλη, εικόνες, παραβολές, μικρές αφηγηματικές ιστοριούλες, λαϊκή θυμοσοφία, γνωμικά, θρύλοι, παροιμιακοί λόγοι, εσχατολογικές αναφορές, οδοδείχτες ελπίδας και πίστης, έργα πίστης των απλών ανθρώπων, ζυμωμένα με την ζωή τα βιώματα και τις εμπειρίες μιας άλλης εποχής ενός άλλου ρυθμού ζωής, ιστορικών δεδομένων, μιας διαφορετικής ανθρώπινης εσχατολογίας, ένας ποιητικός λόγος που είναι ακόμα σταθερά επίκαιρος και δημιουργικός, αναζωογονητικός των συνειδήσεων των αγράμματων απλών καθημερινών ανθρώπων. Ο λαϊκός άνθρωπος και ο πτυχιούχος αστός, η παρθένα κόρη και η παστρικιά γυναίκα, ο παραβατικός νέος και ο βιομήχανος οικογενειάρχης, κοινωνούν από την ίδια ποιητική δεξαμενή ζωής χωρίς πρόβλημα, τους διαπερνούν τα ίδια συναισθήματα ζωής και θανάτου, ενστερνίζονται τον ίδιο ποιητικό λόγο αβίαστα και χωρίς δυσκολία, ακόμα και αν δεν τον κατανοούν απόλυτα και ξεκάθαρα, ακόμα και αν δεν τον πιστεύουν, δεν παύουν να συγκινούνται και να τον ψιθυρίζουν. Δεν γνωρίζω αν ο αρχαίος έλληνας, ο έλληνας της θρησκείας του δωδεκάθεου έπραττε παρόμοια, νομίζω, και δεν ξέρω αν λαθεύω, τα κείμενα των τραγικών και των κωμικών δεν μας διασώζουν παρόμοιες στάσεις ζωής και πίστης, αυτό όμως θέλει άλλου είδους έρευνα.
     Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά τα ίσως σε κάποιους «χρήσιμα» ερωτήματα, τα αναφέρω, μια και τον τελευταίο καιρό, καθώς έγραψα και πέρασα στο μπλοκ μου ένα κείμενο για την Πειραιώτισσα ποιήτρια και εκδότρια Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα, διάβασα την μετάφραση των «Ποιημάτων» που εξέδωσε το 1940 και αναστυλώθηκε από τις γνωστές μας εκδόσεις «ΕΚΑΤΗ» της φημισμένης στην εποχή της, ηθοποιού και ποιήτριας Μαρσελίν Νεμπόρντ-Βαλμόρ(Marcelin Desbordes-Valmore), Douai 20/7/1786-Paris France 23/7/1859. Μιας γαλλικής γυναικείας ερωτικής φωνής, που την γνώριζα από το άρθρο του κριτικού και ποιητή Τέλλου Άγρα, από αναφορές του κριτικού Κλέων Παράσχου, αλλά πιο διεξοδικά, όταν συγκέντρωνα στοιχεία για να ξαναφέρω στις ημέρες μας στην επιφάνεια την ποιητική δημιουργία της θρυλικής ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑΣ, την ποιήτρια και ηθοποιό Θεώνη Δρακοπούλου, που, όπως και την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, τις είχανε χαρακτηρίσει ελληνίδες Μαρσελίνες Βαλμόρ. Τύχη αγαθή, την περίοδο που συγκέντρωνα στοιχεία για την αναστήλωση της Μυρτιώτισσας, στο παλαιοβιβλιοπωλείο στην Αθήνα που αγόραζα γυναικείες ποιητικές συλλογές και παλαιά περιοδικά, βρήκα στην τιμή των 5 ευρώ, στην σειρά «Μεγάλες Μορφές της Τέχνης» το μελέτημα του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, «ΜΑΡΣΕΛΙΝΑ ΝΤΕΜΠΟΡΝΤ ΒΑΛΜΟΡ», σε μετάφραση Πολύβιου Βοβολίνη, εκδοτικός οίκος «Ο Κεραμεύς» Αθήνα χ.χ. σελίδες 85, με την σημείωση ότι: «Το ποιητικό μέρος του βιβλίου έγινε με την ευγενική συνεργασία του κ. Ρήγα Γαρταγάνη. Οι σελίδες 5 έως 73 αναφέρονται στην γαλλίδα ποιήτρια, οι σελίδες 77 έως 85, υπάρχει κείμενο για τον άγγλο ρομαντικό ποιητή Λόρδο Μπάϊρον.
Παρότι αγαπώ την γραφή του Στέφαν Τσβάιχ, όχι μόνο για το τρυφερό του μυθιστόρημα «Σύγχυση αισθημάτων» ένα ευαίσθητο ομοφυλόφιλο μυθιστόρημα με τραγικό τέλος, αλλά και για τα άλλα του μυθιστορήματα όπως η «Ραχήλ», αλλά και τις βιογραφίες του για πρόσωπα αξιοσημείωτα της εποχής του, και το εξαιρετικό «Ο Χθεσινός κόσμος», αλλά ακόμα οφείλω να αναφέρω την βιογραφία που συνέθεσε για τον «ΙΩΣΗΦ ΦΟΥΣΕ»-Ο διασημότερος ραδιούργος πολιτικός, που το μετέφρασε στα ελληνικά ο Κωστής Μεραναίος, πρώτη έκδοση 1945, κατοπινή εκδόσεις «Ο Κόσμος του Βιβλίου» Αθήνα χ.χ., μια δυνατή βιογραφία-ψυχογραφία για τον αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας που επεβίωσε σχεδόν από όλους τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, (ένας ραδιούργος τύπος κάτι σαν τον παλαιό αμερικανό αρχηγό του FBI), ένα μελέτημα που θα πρέπει να διαβάζεται εξίσου με τον «Ηγεμόνα» του Νικολό Μακιαβέλι, όχι μόνο από τους επαγγελματίες της πολιτικής, αλλά από όσους ασχολούνται συστηματικά με την πολιτική, θεωρώ παρά την αγάπη που τρέφω για τον Τσβάιχ, το μελέτημα για την Μαρσελίνα Βαλμόρ, δεν είναι από τα πιο επιτυχημένα του, παρά τις πληροφορίες που  μας δίνει. Είναι ένα μάλλον δακρύβρεχτο κείμενο, που πλατειάζει αφόρητα και κουραστικά, και μας δίνει μια εικόνα της ποιήτριας κάτι μεταξύ μιας «Μάρθας κλάψας» και παραγνωρισμένης φιγούρας. Αντίθετα, το κείμενό του για τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα, είναι ένα μεστό και δυνατό μελέτημα παρά την αρνητική θέση που εκφράζει για τον Lord Gordon Byron. Όπως και να έχει, το μικρό αυτό μελέτημα του αυστριακού συγγραφέα για την Marceline Desbordes-Valmore, μας δίνει μια εικόνα της πορείας της Γαλλίδας αυτής ποιήτριας του 18 και 19ου αιώνα. Το μελέτημα διανθίζεται με στίχους της ποιήτριας και χωρίζεται κατά κάποιον τρόπο θα σημειώναμε από τις εξής ενότητες:
-Τα χαμένα παιδικά χρόνια
-Η Ηθοποιός (Η Μινιόν που έγινε Οφηλία)
-Η ερωτευμένη
-Τραγωδία
-Ο Κατακτητής
-Η εγκαταλειμένη
-ΒΑΛΜΟΡ
-Η Νομάδα
-Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ
-Η Γυναίκα
-MATER DOLOROSA
-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ
     Ανεξάρτητα αν στο γενικό του σχεδιασμό για την ποιήτρια που «Η ζωή της είναι ένας πελώριος σωρός από συντρίμμια», και που «Δεν είναι ηρωίδα σαν την Γεωργία Σάνδη, σαν την Σαρλόττα Κορνταί, σαν την Ζαν ντ’ ‘Αρκ, ή την Ταρουάν ντε Μερικούρ, αλλά μόνο η γυναίκα με τον ταπεινό καθημερινό ηρωισμό. Δεν είναι η μεγάλη ερωτευμένη σαν την Πομπαντούρ, σαν την Ιουλία ντε Λεσπινάς, ή την Νινόν ντε Λακλό, αλλά μόνον αυτή, αυτή που αγαπάει, και γιαυτό κείνη που θυσιάζεται. Ολόκληρη τη ζωή της, μέσα στο βωμό της καρδιάς της κάνει θυσίες στο Θεό του αισθήματος…», και που «Μια ζωή ολόκληρη δεν κατορθώνει να καταλάβει τι είναι η φιλολογία», ο Τσβάιχ ενστερνίζεται την θέση του κριτικού Σαιντ Μπέβ για την γαλλίδα ποιήτρια ότι «Δεν είναι πιά ποιήτρια είναι η ίδια η ποίηση» ένας χαρακτηρισμός που όλοι όσοι γράφουν θα ήθελαν να τον ακούσουν για τους ίδιους ακόμα και σήμερα, μέσα σε αυτό το διαρκές πανάρχαιο ονειρικό πανηγύρι των ανθρώπινων πνευματικών ποιητικών και συγγραφικών ματαιοτήτων. Και σημειώνει ο Τσβάιχ, «Η τέχνη της Μαρσελίνας Ντεμπόρτ Βαλμόρ, είναι, για να το πούμε έτσι χωρίς, τέχνη. Οι ρίμες της είναι φτωχές, οι εικόνες της είναι μάλλον διαφορετικές από κείνες που βρίσκουμε κοιτάζοντας τις πολύχρωμες κάλτσες. Είναι γλυκούτσικες και ρομαντικές παραβολές του λουλουδιού που γονατίζει, στον άνεμο, του ρόδου που ξεφυλλίζεται, του χελιδονιού που ψάχνει για φωληά ή της αστραπής που ξεπετιέται μέσα σ’ έναν ήρεμο ουρανό. Η φόρμα των στίχων της δεν διαφέρει και πολύ, και γιαυτήν που είναι φτωχειά σε ρίμες το σονέτο είναι κι όλας δύσκολο. Η τέχνη της έχει έλλειψη από μέσα δεν έχει παρά το κοινό μέταλλο της καθημερινής γλώσσας για να ξεχύσει το αίσθημά της που είναι όλο λαμπράδα δεν έχει παρά φτωχές λέξεις, και που καθώς λέει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε «πονούν μεσ’ στην καθημερινή ζωή», λέξεις μέτριες, απλές και υπέροχες, λέξεις φτωχές αλλά λέξεις θείες που μας κάνουν να κλαίμε». Τα ποιητικά όργανα τα απόκτησε με τα ίδια της τα μέσα. Εκείνο που την κάνει ποιητή δεν είναι η γλώσσα που μεταχειρίζεται, που την έχει δανειστεί απ’ τους ξένους, αλλά είναι εκείνο που βγαίνει απ’ την ίδια της την καρδιά, δηλαδή ένα αίσθημα ατέλειωτο, και τελικά αυτή η υπέρτατη δύναμη της ύπαρξής της: η μουσική». Θεωρώ ότι οι κρίσεις του Στέφαν Τσβάϊχ πληρούν την εικόνα μας για την λυρική ποιήτρια και το έργο της, που κατέχει το δικό της περίοπτο ηρώο στους κήπους του Γαλλικού Παρνασσού.
     Αλλά και ο δικός μας Τέλλος Άγρας, σημειώνει μεταξύ άλλων για την μεταφραστική εργασία της Πειραιώτισσας ποιήτριας Ισιδώρας Καμαρινέας:
«Η ανάγνωση, σήμερα, των ποιημάτων της Μαρσελίν Βαλμόρ-αφού, εννοείται, αφαιρεθή από αυτό ένα κομμάτι αρκετού… βάρους-μας φέρνει ξανά εμπρός σε μια λησμονημένη ποίηση και σ’ ένα σχεδόν λησμονημένο αίσθημα. Αυτή η ποίηση είναι η ποίηση της Αγάπης, και αυτό το αίσθημα είναι πάλι το αίσθημα της Αγάπης. Δεν λέγω καν του έρωτος. Η Αγάπη, στα ποιήματα της Βαλμόρ, είναι κάτι πολύ πιο ανθρώπινο από τον έρωτα.
     Όπως απ’ αυτήν την αγάπη λείπει και το ελάχιστο ίχνος ερωτικής-δηλαδή, κατά βάθος, εγωϊστικής- φιληδονίας, έτσι και από την ουσίαν αυτής της ποιήσεως λείπει και το ελάχιστο ίχνος του αισθητικά ωραίου-δηλαδή, του ηδονιστικά ωραίου-που είναι, εδώ κ’ εξήντα τουλάχιστον χρόνια, το κυριώτερο και το γευστικότερο συστατικό της σύγχρονης τέχνης. Η Βαλμόρ γράφει ποίησην ευγενή-συχνά μάλιστα υπερβολικά ευγενή, συχνά σχολαστικά ευγενή-δεν γράφει όμως ποίησιν ωραία, ούτε ποίηση διαθέσεων….».
     Εύστοχες και οι επισημάνσεις του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα που αν διαβάσει κανείς όλο το κείμενο, θα έχει μια επίσης πλήρη εικόνα της ποιήτριας. Ίσως, τόσο ο Άγρας όσο και η ποιήτρια και μεταφράστρια Ισιδώρα Καμαρινέα-Ρόζενταλ, να γνώριζαν την μελέτη του αυστριακού Στέφαν Τσβάιχ, εκτός από εκείνη του Γάλλου ποιητή Πωλ Βερλαίν. Πάντως τον λόγο της μεταφραστικής της προσπάθειας τον εξηγεί η Καμαρινέα γράφοντας τα εξής μεταξύ άλλων στο «Προλογικό της Σημείωμα» που προηγείται όπως και αυτό του Τέλλου Άγρα των ποιημάτων της Βαλμόρ:
     «Η υπογράφουσα ομολογεί, απλά και ειλικρινά, πως καμμιά ανάγκη ξεχωριστή, μήτε προτίμηση «ποιητικής συγγένειας» δεν την ώθησε στο μικρό τούτο έργο. Τα ίχνη που φωσφορίζουν μέσα στο ποιητικό δημιούργημα της M. D. Valmore δεν συμπέφτουν οδηγητικά στον ιδικό της ανάντη της πνευματικής προσπάθειας, πού άλλωστε το ξεκίνημά του, από πολύ πριν αρχινημένο, δεν το είχε προλάβει η μελέτη της γαλλίδας λυρικής. Εντελώς όψιμη δε η απόφαση να επιχειρηθούν αυτές οι μεταφράσεις, έγινε με το σκοπό να δοκιμάση η ίδια τη μεταφραστικήν ικανότητά της και με τον πόθο να γνωρίση σ’ ευρύτερο κοινό μια «εκλογήν» εμπνεύσεων της ξένης ποιήτριας, συγκινημένων και συγκινητικών εμπνεύσεων, άξιων και ωραίων να γνωριστούν…».
     Η θέση αυτή της ποιήτρια Ισιδώρας Καμαρινέας Ρόζενταλ, έρχεται να προστεθεί στα αρχικά ερωτηματικά του γράφοντος αυτό το σημείωμα, σχετικά με τις αιτίες που γενούν την αφορμή ένας σύγχρονος-στην εποχή του-δημιουργός μιας άλλης χώρας, και του γενούν την επιθυμία να μεταφράσει το έργο ή μέρος αυτού, ενός ξένου δημιουργού προηγούμενων γενεών, και την επιθυμία ενός σύγχρονου στις μέρες μας αναγνώστη, να καταφύγει σε αυτό, να το αναζητήσει και να το μελετήσει. Πέρα φυσικά από το στενό κύκλο των ιστορικών της λογοτεχνίας ή των ελληνικών μεταφράσεων ξένων ποιητικών έργων στην χώρα μας, από την άνθηση και το ξεκίνημα της Ελληνικής Φιλολογίας. Πάντως για την ιστορία, η πρώτη γαλλίδα ποιήτρια εμφανίζεται στα γράμματα τον 12 αιώνα, εγκαινιάζοντας μια λυρική ποίηση που συνδέθηκε με το όνομά της το “LAI”, έτσι όπως την συναντάμε την γυναικεία αυτή λυρική φωνή στην συλλογή μύθων “Isopet”. Το σίγουρο πάντως είναι, ότι ο δρόμος της Γυναικείας Γαλλικής Ποίησης, δεν σταμάτησε στην Μαρσελίνα Ντεμπόρτ Βαλμόρ, ας θυμηθούμε μερικές ακόμα γυναικείες φωνές του γαλλικού παρελθόντος όπως είναι η ποιήτρια Κόμισσα Άννα ντε Νοάιγ, η Ζαν Μαρβίγκ που την μνημονεύει η δική μας Αθηνά Ταρσούλη, η σύγχρονη Μαρί Νοέλ, που την απέδωσε στα ελληνικά ο Γ. Δ. Χουμουζιάδης, η Rene Vivien, αλλά και οι παλαιότερες ποιήτριες όπως είναι η Γκιγιέ ντε Περνέτ, σύζυγος του ποιητή Μωρίς Σέβ, η λογία γαλλίδα Μαρί Γκούζ, η Μαντάμ Ωμπρύ, η Εζενί ντε Γκερέν, και πολλές άλλες που ακολούθησαν τον μοναχικό  δρόμο του ποιητικού προσωπικού λόγου, που οι πρώτες εκβολές του, πηγάζουν από τον ποιητικό σαπφείρινο ποταμό της δική μας ποιήτριας της ελληνίδας Σαπφώ, και στην γαλλική ποιητική επικράτεια τα γυναικεία φυλλοβόλα ποιητικά δέντρα αγκαλιάζουν μια σύγχρονή μας σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων την Μαργαρίτα Γιουρσενάρ.
      Ας απολαύσουμε ορισμένες από τις ποιητικές μεταφράσεις των ποιημάτων της Μαρσελίνας Βαλμόρ, έτσι όπως μας τις αποδίδει η ποιήτρια Ισιδώρα Καμαρινέα, σε αυτόν τον μουσικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που ρέει τόσο χαλαρά και χαμηλότονα, κρατώντας την ορθογραφία και τα όποια λαθάκια συναντούμε τόσο στα ποιήματα όσο και στα κριτικά παραθέματα ακολουθώντας το λεξιλόγιο της εποχής τους. Εξ άλλου, η ομορφιά της ποίησης ίσως να έγκειται και στα λεκτικά της λάθη, μια και με αυτόν τον αρνητικό για τους γλωσσολόγους και τους αυστηρούς φιλολόγους λόγο, μας κάνει να την προσέξουμε έστω και δυσανασχετώντας. Ένα σφάλμα της φύσης το ανθρώπινο είδος όπως λέν οι βιολόγοι και οι σκοτεινοί φιλόσοφοι, ένα μερικό σφάλμα του γενικού σφάλματος η ποίηση. Ένα φωτεινό όνειρο μέσα στο σκοτεινό όνειρο.                        

Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Σβήνω γέρνοντας στη μοίρα τη βαρειά μου.
Της στερνής ώρας το δέος θες να διαλύσης;
Το ένοχό σου χέρι πάνω στην καρδιά μου
μια φορά, έλα, ν’ ακουμπήσης.
--
Σαν θα πάψει πιά να καίεται, να προσμένη,
δεν θα νοιώσεις τύψη, μάταιη που θα πάει.
«Η καρδιά, που τρυφερή μου ήταν ταγμένη»
θα πης: «πια δεν αγαπάει!»
--
Φεύγει η αγάπη απ’ την αιμάσσουσα ψυχή μου’
κοίτα το έργο σου χωρίς φόβο κανένα:
Με το θάνατο παγώνει το κορμί μου,
μα λιγώτερο από σένα.
--
Την καρδιά μου πάρε! Η λάτρισσα ερωμένη
να σου δώση άλλο δεν είχε δώρο ούτ’ ένα.
Σκίζοντάς τη όμως μπορείς να δης γραμμένη
τη συγγνώμη της για σένα.
Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Να θυμάσαι τη μικρούλα, τότε, φίλη,
με σεμνή και τρυφερή ματιά και γνώση;
και που, μόλις στης ζωής της τον Απρίλη,
την καρδιά για σε τρεμάμενη είχε νοιώσει;
--
Δίχως όρκους, δίχως μάταιη υπόσχεσή της:
Τόσο νέα, που να τα ξέρη ακόμα εκείνη;
Σ’ αγαπούσε φλογερά η αγνή ψυχή της
και σου δίνονταν χωρίς μάχη κι αισχύνη.
--
Ευτυχία γλυκειά, μια μέρα είχε κρατήσει:
Χάθηκε έπειτα για πάντα το ίνδαλμά της!
Της ζωής της πιά την άνοιξη έχει αφήσει,
κι είναι ακόμη εκεί, στον πρώτο έρωτά της.
Η ΚΑΜΑΡΑ ΜΟΥ
Το δώμα μου ψηλά χωρεί
των ουρανών τη θέα που δίνει’
δέχεται ως ξένη τη σελήνη,
ωχρότατη και σοβαρή.
Κάτω όποιοι νάναι που χτυπάνε,
προς τι πιά τώρα να με νοιάζη;
Κανένα ο νους μου πλέον δε βάζει,
όταν αυτός δε μπορεί νάναι!
--
Ανθούς ξομπλιάζω μοναχή,
κι από τους άλλους χωρισμένη’
και δίχως νάμαι πεισμωμένη,
έχω το θρήνο στην ψυχή’
και τ’ αντικρύζω από το δώμα,
δίχως σκεπή, γλαυκά τα αιθέρια’
των ουρανών βλέπω τ’ αστέρια,
μα και την καταιγίδα ακόμα!
--
Κάθισμα, στο δικό μου αυτό,
μένει αντικρύ, θυμητικό σου!
έγινε κάποτε δικός σου,
δικό μας, μόνο ένα λεπτό’
το κάθισμά σου στέκει εδώ
με μια κορδέλλα περασμένη,
κι όλο υπομένει και υπομένει,
να, όπως εγώ!
ΚΟΙΜΗΣΟΥ
Των ημερών σου η θύελλα πέρασε πάνω στη ζωή μου.
Ελύγισα απ’ την τύχη σου, τα δάκρυά μου δικοί σου θρήνοι.
Όπου η ψυχή σου ανέβηκε, την ακολούθησε η δική μου,
κι από τις πίκρες σου έκαμα, ν’ αλαφρωθής, κάθε μου οδύνη.
--
Μα η φιλία τι να μπορή; Η αγάπη την ψυχή όλη παίρνει.
Τίποτα δε συγκράτησα, μήτε ν’ αλλάξη, ούτε να γιάνη:
κλώνους, που ξέρανε η φωτιά, πια το νερό δεν τους χλωραίνει,
και μένει θλιβερή, ψυχρή κι έρμη η καρδιά πούχει πεθάνει.
--
Δεν είμαι πεθαμένη εγώ: θέρμην αγάπης έχω ακόμη’
παραμερίζω σου από μπρος του δρόμου τα ισκιερά τα μέρη.
Όπως χλωμή αντανάκλαση, ριγμένη απ’ της αυγής την κόμη,
εγώ τα μάτια σου φωτάω, εγώ ζεσταίνω σου το χέρι.
--
Ο αποσταμένος άρρωστος μήτε που αισθάνεται την αύρα,
τη ζείδωρην αναπνοή τους ίδρωτές του που στεγνώνει.
Μα τ’ όνειρο αλαφρωτικό ρίχνει του πυρετού τη λαύρα:
Κοιμήσου! Είν’ όνειρο η ζωή, τις λάμψεις του ο Θεός που απλώνει.
--
Όπως στην άσπρη του ωμορφιά μαζεύει τις χλωμές του αχτίδες
καταθλιμμένος άγγελος, που τα φτερά του πιά έχει κλείσει,
κρύψε το φωτοστέφανο, με ζωντανές φωτοβολίδες:
Πλάϊ σου εγώ λύχνος ταπεινός, που τόσο μ’ έχεις συγκινήσει.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Με προσμένει! Κάποια πίκρα είναι, ποιος ξέρει,
στην αγάπη μου που μπλέκει, αυτή την ώρα’
η καρδιά στέκει στ’ αδύναμό μου χέρι’
το εκκρεμές χτυπά’ τ’ ακούω… κι ωστόσο, τώρα
με προσμένει!
--
Με προσμένει! Τι είναι τάχα πως σην κόμη
δε μπορώ τ’ άνθη που θέλει ν’ απιθώσω;
δυό φορές άρχισα κι άντυτη είμαι ακόμη.
Στον καθρέφτη δεν κοιτάχτηκα…. κι ωστόσο
με προσμένει!
--
Με προσμένει! Χαράς δάκρυα μ’ έχουν πάρει;
τι να βρώ χαρά καινούργια να του δώσω;
Τ’ άνθη, οι ευχές μου, μήπως κ’ έχασαν τη χάρη;
Δε μιλά, στενάζει, θλίβεται… κι ωστόσο
με προσμένει!
--
Με προσμένει! Η επιστροφή πιο ευτυχισμένη;
Στο δειλό μου στέρνο νοιώθω φόβον τόσο!
Κι αν με βρή από τρυφερή πιο φοβισμένη!
Κι αν να κλάψω έπρεπε, μάννα μου, έλα… ωστόσο
με προσμένει!
ΘΕΡΙΝΗ ΕΣΠΕΡΑ
Ο ήλιος φλόγιζε τη σκιά κι η γη ξερή
διψούσε δρόσο στο πλανώμενο λυκόφως’
γέρναν οι μίσχοι τον ανθόν, εκεί, βαρύ,
επάνω που χρυσίζει ακόμα ο λόφος.
--
Κ’ ενώ πυρφόρο δύει το άστρο να πνιγή
στης πορφυρής του αναλαμπής το βάθος πέρα,
η προσευχή σε θροούντα δέντρα αναρριγεί
και στις φωληές τους: «καλησπέρα! καλησπέρα!»
--
Δε λέει φύλλο στον αιθέρα ν’ απλωθή’
ένα παιδί στους σκοτεινούς δεν παίζει κήπους’
στους ήχους τους γλυκούς και στη γαλήνη αυτή,
και των φτερών εντόμου ακούς τους χτύπους.
ΟΙ ΧΩΡΙΣΜΕΝΟΙ
Μη γράψεις! Έχω πίκρα, να σβήσω έχω ποθήσει’
χωρίς σου, άφεγγη αγάπη τ’ ώμορφο θέρος μοιάζει.
Τα χέρια που δεν φτάνουν σε σένα πιά έχω κλείσει’
και την καρδιά μου αν κρούση κανείς, τάφο ταράζει.
Μη γράψεις!
--
Μη γράψεις! Τους εαυτούς μας να σβηούμε έχουμε μάθει.
Το Θεόν, αν σ’ αγαπούσα, και σένα με ρωτάς.
Το αν μ’ αγαπάς, στης ίδιας σιγής σου, άκου, τα βάθη,
τον ουρανό θ’ ακούσεις χωρίς σ’ αυτόν να πας.
Μη γράψεις!
--
Μη γράψεις! Σε φοβούμαι κ’ η μνήμη με φοβίζει,
που με καλεί κρατώντας την ίδια σου φωνή.
Νερό σ’ αυτόν μη δείχνεις να πιή πού δεν ορίζει.
Γραφή γλυκειά μας είναι εικόνα ζωντανή.
Μη γράψεις!
--
Μη γράψεις τα δυό λόγια πού πιά να ιδώ διστάζω:
Μοιάζει πως η φωνή σου τ’ απλώνει στην καρδιά μου,
πως στο χαμόγελό σου να φέγγουν τα κοιτάζω’
μοιάζει πως τα σφραγίζει φίλημα στην καρδιά μου.
Μη γράψεις!
Η ΦΙΛΙΚΗ ΦΩΝΗ
Αν την βαθιά και τρυφερή φωνήν έχεις κρατήσει,
που την ψυχήν στων αστραπών το δρόμον ωδηγούσε,
και με τα διάφανα νερά πιο ξάστερα κυλούσε,
ζωντάνεψέ μου τη φωνή που τόσο έχω ποθήσει.
--
Θα με βοηθούσε στη ζωή, που μούλειψε στον πόνο.
Μεσ’ στις μυριάδες των φωνών δεν την ξαναύρα πάλι.
Ονειρική για άλλους καιρούς σαν την ελπίδα. Μι’ άλλη
ανοίγεις ζήση ατέρμονη με τη φωνή σου μόνο.
--
Τη φλόγα αυτή, την ηχηρή, στον έρμο μου, πνεύσε, δώμα,
που ξέρει μόνο στων ματιών τα δάκρυα ν’ απαντήση.
Μάταιος στη γη, στους ουρανούς κοντά να μ’ οδηγήσης.
Αν την πνοή δεν έχασες, να την ακούσω ακόμα.
--
Θα με βοηθούσε στη ζωή, που μούλειψε στον πόνο
Μεσ’ στις μυριάδες των φωνών δεν την ξαναύρα πάλι.
Ονειρική γι’ άλλους καιρούς σαν την ελπίδα. Μι’ άλλη
ανοίγεις ζήση ατέρμονη με τη φωνή σου μόνο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, που αρχίζουν τα Νικολοβάρβαρα κατά την παράδοση. Άγια Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άγιος Σάββας σαβανώνει και Άγιος Νικόλας παραχώνει.
ΥΓ. Καλά βρε ηγέτες κομαντάτε της τρίτης διεθνούς, ένας φιλέλληνας δεν υπήρξε ανάμεσά σας, ώστε να κρατήσει αυτό το παιδί, αυτόν τον κανακάρη μας με την αναμμένη δάδα της επανάστασης στα χείλη και στα δασιά του στήθη και το ξεκούμπωτο σακάκι, στην Κούβα; Τι μας τον στείλατε πίσω για καλό; Καλά λέω εγώ, άλλο Τσε και άλλο Φιντέλ. Και στα ενθάδε, άραγε, ο πραγματικός πατέρας από την Κρήτη του γιου του τραγουδιστή Τέρρυ Χρυσού, πόσους θα θάψει ακόμα ζωή νάχει, εντός της παράταξής του και εντεύθεν αυτής;       
                     

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου