Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Πέτρος Σ. Ομηρίδης, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ

ΠΕΤΡΟΥ Σ. ΟΜΗΡΙΔΟΥ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ
ΥΠΟ
ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΣΚΥΛΙΤΖΗ
ΑΘΗΝΗΣΙ,
ΤΥΠΟΙΣ Χ. Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΩΣ
του εν τη παγκοσμίω εκθέσει των Παρισίων τω 1867 βραβευθέντος
(Παρά τη Πύλη της Αγοράς αριθ. 4)
                    1871
     Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που κατόρθωσα και φωτοτύπησα την πολύτιμη για την ιστορία του νεότερου Πειραιά «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ» των σαράντα σελίδων του δραστήριου και πράγματι φωτισμένου Πέτρου Σ. Ομηρίδη, δεύτερου δημάρχου Πειραιά (20/4/1841-10/8/1845)και(24/11/1848-16/1/1852)  και(2/2/1852-18/3/1855), με τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση την περίοδο της Αγγλογαλλικής Κατοχής του Πειραιά εξαιτίας του φοβερού λοιμού της περιβόητης «Ξένης», από το δημαρχιακό του αξίωμα, καθήκοντα δημάρχου μέχρι της λήξης της θητείας αναλαμβάνει ο δημαρχικός πάρεδρος Σωτήριος Ρετσινόπουλος. Η Μικρή αλλά σημαντική αυτή αυτοβιογραφία του εμπνευσμένου και πολυσχιδούς αυτού ατόμου από την Σμύρνη, παρά το κακέκτυπο της έκδοσης(λείπουν ορισμένες σελίδες), αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ασχολούμενους με την νεότερη ιστορία της πόλης, και των πρώτων οικιστών και «εσωτερικών μεταναστών» που προέρχονταν από τα διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, πχ. από την Χίο, γνωστή είναι η Χιακή συνοικία στο κέντρο της πόλης, μεταξύ της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου και πλατείας του Δημοτικού Θεάτρου, από τα μικρά και δοξασμένα Ψαρρά, από τις μικρές και πανέμορφες Κυκλάδες, πχ. η πολυπληθής κοινότητα των Υδραίων,(που έδωσε στην πόλη και αρκετούς δημάρχους) από την οδό Μπουμπουλίνας έως τον Ναό του Αγίου Νικολάου, απέναντι από την παγόδα, από την κοντινή μας Αίγινα, από τις Σπέτσες, επίσης, από τα Δωδεκάνησα, από τις νήσους Σάμο και Κάλυμνο, από το ακρινό Καστελόριζο, από τα Κύθηρα, από τα Επτάνησα, με την δραστήρια κοινότητα των Κεφαλλήνων, αλλά και από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, με προεξάρχοντες τους Μανιάτες, και την πολυπληθή και πασίγνωστη συνοικία των Μανιάτικων στην Αγία Σοφία και προς τα βόρεια της οδού Λακωνίας,-περιοχή που έχουν χαρτογραφήσει τόσο ωραία οι Πειραιώτες συγγραφείς Διονύσης Χαριτόπουλος και Κώστας Μουρσελάς-από την Μεγαλόνησο και την δραστήρια ομάδα των Κρητών, στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, από την Ήπειρο, την Ρούμελη, την Στερεά Ελλάδα, την Μικρά Ασία μετά την Καταστροφή του 1922 και τον ξεριζωμό, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της παλαιάς Κοκκινιάς, της περιοχής των Καμινίων και, φυσικά, την Νίκαια, και την περιοχή του Περάματος και της Δραπετσώνας(περιοχές που αυτονομήθηκαν από τον ευρύτερο Δήμο του Πειραιά και έγιναν ανεξάρτητοι Δήμοι) ακόμα και από την πρωτεύουσα, κλπ, δημιουργικά άτομα που εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην Πόλη-σε αυτό το πρώτο λασποχώρι του 1835-από την ίδρυσή του σε δήμο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, και εντεύθεν και την διαμόρφωσαν δίνοντάς της την σημερινή της φυσιογνωμία. Άτομα φτωχά αλλά εργατικά, άτομα σχεδόν αγράμματα αλλά με μεγάλο ενθουσιασμό και έφεση στην παιδεία, και με πλούσια σε πολιτιστικές και εθιμικές αναφορές οικογενειακή παράδοση. Καθημερινοί μεροκαματιάρηδες, οικογενειάρχες βιοπαλαιστές, ψαράδες και καραβοκύρηδες, λαϊκοί τεχνίτες και εμπειρικοί πολυεπαγγελματίες, μάστορες και ναυτικοί, προκομμένοι καραβοκυραίοι και καλαφάτηδες, εργάτες και ρεμπέτες, και μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές της ελληνικής παλιγγενεσίας, έλληνες με φρόνηση και όραμα για τον νέο τόπο εγκατάστασής τους, με την προσωπική τους σφραγίδα και ατομική αρχοντιά που κουβαλούσαν μέσα στο οικογενειακό τους δισάκι από τον τόπο καταγωγής τους που αργά αλλά σταθερά, επιμονή και υπομονή, με εργατικότητα και προσωπικό ιδιαίτερο μεράκι, που με την πολυμήχανη ατομικότητά τους, πρόσφεραν στον νεοσύστατο Δήμο του Πειραιά, αυτήν την ελώδη και πετρώδη περιοχή, την ικμάδα της αρχοντιάς και της εργατικότητά τους, και εκείνος,-ως νέος σύγχρονος Ξένιος Δίας-τους το ανταπέδωσε, προσφέροντάς τους την μετέπειτα Πειραϊκή τους ακμάζουσα συνείδηση. Μια Πειραϊκή συνείδηση που μπόλιασε και εξακολουθεί να μπολιάζει ακόμα, τους δημότες της πόλης, από όποιο γεωγραφικό διαμέρισμα της ελλάδος και αν προέρχονται. Έστω και αν, τις τελευταίες δεκαετίες, η Πόλη με αργό ρυθμό, ακολουθεί και αυτή όπως και η υπόλοιπη χώρα μια πτωτική πορεία.
     Πρώτος δήμαρχος του Πειραιά, υπήρξε ο Υδραίος την καταγωγή Κυριακός Σ. Σερφιώτης(23/12/1835-18/1/1837) και(30/6/1837-22/3/1841), ο οποίος ορίστηκε με τον νόμο περί δημοτικών αρχών της περιόδου της Οθωνικής Βασιλείας στην χώρα. Με την ορκωμοσία του δημάρχου, διορίστηκε και ο πρώτος δημαρχιακός πάρεδρος ο Κωνσταντίνος Σκυλίτσης, μαζί τους ορκίστηκαν και έξι τακτικοί δημοτικοί σύμβουλοι οι: Εμμανουήλ Δεικτάκης, Εμμανουήλ Μεσθενεύς, Γεώργιος Λαμπρινίδης, Βασίλειος Ν. Αργαστηριάρης, Γεώργιος Παπαδόπουλος και Ισίδωρος Δράκος, την πρώτη δημαρχιακή περίοδο, την δεύτερη οι εξής δημοτικοί σύμβολοι: Κωνσταντίνος Παππάς, Αντώνης Θεοχάρης, Ιωάννης Α. Μπαρμπαρέσος, Θεόδωρος Κουτσούκος, Β. Αργαστηριάρης, Ε. Δεικτάκης, Ιωάννης Αποστόλης και Παντελής Χατζησωτηρίου.
Πολύτιμη συμβολή στην πολιτική διαδρομή και την παράλληλη ιστορική εξέλιξη της πόλης και των προσώπων που διετέλεσαν Δήμαρχοι του Πειραιά, των δημαρχιακών τους πεπραγμένων και των πολιτικών τους δραστηριοτήτων, είναι το πρώτο μελέτημα που εξεδόθη στον Πειραιά το 1939, σελίδες 211(τύχη αγαθή που κατόρθωσα να το φωτοτυπήσω και αυτό), του δικηγόρου Δημητρίου Θ. Σπηλιωτόπουλου, «Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της Α΄ Εκατονταετηρίδος», και το βιβλίο του σύγχρονου ιστορικού του Πειραιά Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, «Οι Δήμαρχοι του Νεότερου Πειραιά», Πειραιάς 2002. Συνοδευτικά, χρήσιμα βοηθήματα είναι τα βιβλία του συγγραφέα Δημήτρη Φερούση, οι εργασίες της ιστορικού Λίτσας Μπαφούνη, το σημαντικό παλαιό μελέτημα «Πειραϊκά» του Ιωάννη Μελετόπουλου, η εργασία του Αντώνη Μαρμαρινού για την Εκπαίδευση στον Πειραιά, ορισμένα απομνημονεύματα που μας άφησαν ελάχιστοι δυστυχώς δήμαρχοι, και τα κατά καιρούς αυτόνομα εγχειρίδια που εξέδωσε ο Δήμος και το Ιστορικό Αρχείο της πόλης, στο οποίο φυλάσσονται τα Πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων. Από τους νεότερους ηλικιακά ερευνητές της πόλης, οφείλουμε ακόμα να αναφέρουμε και τα εξής πρόσωπα, χωρίς πρόθεση αξιολόγησης και ούτε πλήρης αναφορά,  μια και η «Βιβλιογραφία του Πειραιά» που συνέταξε ο γράφων και έχει εκδοθεί, αναφέρει τα σχετικά πρόσωπα και το έργο τους: τον ιστορικό Βάσια Τσοκόπουλο, την καθηγήτρια Μαριάνθη Γ. Κοτέα, τον Δημήτρη Κρασονικολάκη, τον Γιώργο Χ. Μπαλούρδο, τον παλαιότερο(σε ηλικία) δικηγόρο Μιχάλη Βλάμο και ορισμένους πολύ νεότερους ημών, που είτε με τα βιβλία τους είτε με τις μελέτες τους είτε με τα δημοσιεύματά τους στον πειραϊκό τύπο, ή σε επιστημονικά έντυπα, συνέβαλαν και εξακολουθούν να συμβάλουν στην έρευνα, την καταγραφή και την χαρτογράφηση της ιστορικής, πολιτικής και πολιτιστικής πορείας της πόλης στις μέρες μας, φωτίζοντας διάφορες σκιασμένες ακόμα πτυχές της. Επίσης, το Πανεπιστήμιο του Πειραιά το γνωστό «ΠΑΠΙ» διοργανώνει κατά καιρούς «Συμπόσια» και «Ημερίδες» σχετικά με την Πειραϊκή Ιστορία. Όπως ακόμα, μεμονωμένα άτομα, εκδίδουν εργασίες τους, βιβλία τους ή «απομνημονεύματά τους», που συμβάλλουν και αυτά στην καλύτερη και αρτιότερη διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν τον Πειραιά.        
     Ο συγγραφέας Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, αναφέρει σχετικά στο κεφάλαιο «Η ίδρυση του Δήμου» του βιβλίου του σ. 28-
«Γύρω στα μέσα του 1835 είχε, όπως είδαμε σχηματιστεί ο αρχικός οικισμός, το «χωριό» και ανάμεσα στους πρώτους κατοίκους, τους ξενόφερτους εκείνους «εποίκους», άρχισε να ωριμάζει η ιδέα της συγκρότησης του Πειραιά σε δήμο. Ο σχετικός νόμος της Αντιβασιλείας (Ν. της 27/12/1833 «περί συστάσεως των Δήμων») όριζε ότι κάθε χωριό που είχε 300, τουλάχιστον, κατοίκους, μπορούσε να σχηματίσει ιδιαίτερο δήμο. Για μικρότερους οικισμούς ο ίδιος νόμος προέβλεπε τη συγκρότηση δήμου με συνένωση είτε μεταξύ τους είτε με άλλο, μεγαλύτερο γειτονικό τους δήμο. Οι δήμοι κατατάσσονταν σε τρείς τάξεις, ανάλογα με τον πληθυσμό τους……» και συνεχίζει «Το 1835 ο πληθυσμός του Πειραιά μπορεί να πλησίαζε αλλά δεν ήταν βέβαιο πως ξεπερνούσε τους 300 κατοίκους. Η αμφιβολία όμως αν ο Πειραιάς διέθετε ή όχι την απαραίτητη «τυπική» προϋπόθεση για να συγκροτηθεί σε δήμο, δεν φαίνεται να επηρέασε τους δραστήριους κι αποφασιστικούς εκείνους πρώτους οικιστές στην πρόθεσή τους να ζητήσουν από την κυβέρνηση την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού: της σύστασης δήμου. Έτσι, μετά τη δημοσίευση του Βασιλικού Διατάγματος της 1/10/1835 «περί σχηματισμού των δήμων της επαρχίας Αττικής» ορισμένοι κτηματίες και άλλοι κάτοικοι του Πειραιά υπέβαλαν στη Βασιλική Γραμματεία(δηλαδή το υπουργείο) επί των Εσωτερικών σχετική αίτηση, με την οποία ζητούσαν να ανακηρυχθεί ο Πειραιάς ιδιαίτερος Δήμος, ακόμα και αν δεν διέθετε τον πληθυσμό που απαιτούσε ο νόμος(δηλαδή 300 κατοίκους) ως «νεωστί σχηματιζόμενος», περίπτωση για την οποία υπήρχε σχετική πρόβλεψη.(Η αίτηση αυτή έχει δικαίως χαρακτηρισθεί ως ιστορικό έγγραφο).
     Το αίτημα έγινε τελικά δεκτό και ο Πειραιάς ανακηρύχτηκε σε δήμο γ΄ τάξεως. Οι πρώτες «δημαιρεσίες» ορίστηκαν για τις 14 Δεκεμβρίου 1835. Και σε λίγες μέρες, στις 23 Δεκεμβρίου, είχε συγκροτηθεί κιόλας η πρώτη δημοτική αρχή, που ανέλαβε τα καθήκοντά της…..» και κλείνει ο νεότερος ιστορικός του Πειραιά γράφοντας τα εξής: «Με την ίδρυση του Δήμου και την ανάδειξη της πρώτης δημοτικής αρχής, έπαιρναν πλέον άλλες διαστάσεις οι έως τότε αγώνες και προσπάθειες για τη δημιουργία της νέας πόλης του Πειραιά, διαστάσεις ευρύτερες, που έμελλε να οδηγήσουν, παρά τις αντίξοες, πολλές φορές, συνθήκες, στον τελικό στόχο: Στην ανάδειξη του «χωρίου Πειραιεύς» του 1835 στην πόλη των 50.000 κατοίκων του 1896 και στο πρώτο λιμάνι της χώρας μας. Και το γεγονός ότι αυτή η εκπληκτική εξέλιξη πραγματοποιήθηκε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εξακολουθεί-νομίζω-να αποτελεί μοναδική περίπτωση στα ελληνικά και ίσως στα παγκόσμια χρονικά.»
     Αυτό είναι το πρώτο πειραϊκό άνυδρο και φτωχό τοπίο που συνάντησαν στην πρώτη τους αυτή εγκατάσταση οι πρώτοι άγνωστοι μεταξύ τους οικιστές, ένα άγνωστο λησμονημένο λασποτόπι, με την αγριάδα των κυμάτων να σπάζει πάνω στα απόκρημνα και ερημικά βράχια των πειραϊκών ακτών και των μικρών κολπίσκων, και να αφήνουν την θαλάσσια αρμύρα τους πάνω στα ιστορικά του Μακρά Τείχη. Ένα λασποχώρι, γεμάτο έλη και βουρκάρια που σκέπαζαν την ιστορική του πέτρινη αρχαιότητα και αρχαιολογική μνήμη της πόλης. Αρχαία αγάλματα και ιεροί ναοί, κυκλώπεια τείχη και παλαιά θέατρα, φυλαγμένα για αιώνες μέσα στην πειραϊκή λάσπη του χρόνου. Ένα άνυδρο άσπαρτο και έρημο τοπίο, που κάθε σχισμή της πέτρινης ομορφιάς του, έκρυβε χυμούς μνήμης του αρχαίου Πειραιά. Ενός Πειραιά, που ήκμασε αλλά και παρήκμασε, με ρακένδυτη αρχοντιά αλλά και μεγαλοπρέπεια. Μια επική πορεία μέσα στον χρόνο και την ιστορία βρακοφόρων νησιωτών εμπόρων και ψαράδων, πολυπραγματευτών γυρολόγων, που πίστεψαν και επένδυσαν στο έρημο αυτό τοπίο, και αυτό, τους αποκάλυψε τα σκληρά αλλά ονειρικά μυστικά του.
     Ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, είναι ο δεύτερος δήμαρχος της πόλης του Πειραιά. Γόνος πλούσιας και ιστορικής οικογένειας, της οικογένειας των Σκυλίτζηδων ή Σκυλίτσηδων, που οι ρίζες της οικογένειάς του ανάγονται στην περίοδο των Βυζαντινών χρόνων, γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1784, υιοθέτησε σε όλον του τον βίο το επώνυμο Ομηρίδης, θέλοντας να τιμήσει τον παππού του-από την μεριά της μητέρας του-Ιωάννη Ομήρου, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε. Ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, σε όλη του την πολιτική, εμπορική και κοινωνική σταδιοδρομία, δεν υπέγραψε ποτέ με το επίθετο Σκυλίτσης, μάλιστα, προέτρεψε τα ανίψια του Αριστείδη και Δημοσθένη-κατοπινούς Δημάρχους της πόλης-να προσθέσουν δίπλα στο πατρογονικό τους επίθετο Σκυλίτσης και το Ομηρίδης πράγμα που και έγινε για τους μετέπειτα κληρονόμους του. Ας δούμε τι γράφει ο ίδιος ο δεύτερος δήμαρχος της πόλης, στην «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ» του σχετικά με την καταγωγή του:
«Εγεννήθην εις Σμύρνην, εμπορικήν πόλιν της Ιωνίας, κατά το 1784, υιός πρωτότοκος από γονείς ευπατρίδας τον Κωνσταντίνον Πέτρου Σκυλίτζη εκ Χίου, έλκοντος την καταγωγήν από του εν Κωνσταντινουπόλει Ιωάννη Σκυλίτζη του και Κουροπαλάτου, ανδρός πολιτικού διαπρέψαντος κατά τον ενδέκατον αιώνα μ.χ. επί βασιλείας των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνού και Παλαιολόγου, ός και χρηματίσας εις διάφορα αξιώματα, επί τέλους ανηγορεύθη ανθύπατος της μικράς Ασίας, ότε συνέγραψε και Βυζαντινήν ιστορίαν από το 811 μέχρι του 1057 επιγραφομένην Επιτομή Ιστοριών.
     Μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, οι απόγονοι αυτού Πέτρος και Ιωάννης κατέφυγον εις Χίον, οι έγγονοι των οποίων επέζησαν άχρι της τελευταίας καταστροφής της νήσου, επί της Ελληνικής Επαναστάσεως, παρά των αγρίων Οθωμανών, ως αποδεικνύεται εκ των σωζόμενων μαρμάρινων αυτών οικοσήμων, επί της προσόψεως των εν τη πόλει ταύτη διοκτησιών της γενεάς αυτών. Από δε της καταγωγής του Ιωάννου εγεννήθη ο πατήρ μου Κωνσταντίνος, υιός Πέτρου του Ιατρού, όστις μεταβάς εις Σμύρνην δι’ εμπορικάς επιχειρήσεις, ενυμφεύθη την θυγατέραν του Ιωάννου Ομήρου Ζωήν, ανδρός πολυκτήμονος και πεπαιδευμένου, όστις εχρημάτισε δια το πολύγλωσσον και την ευφυϊαν αυτού πρώτος διερμηνεύς του Δανικού και Αγγλικού εις Σμύρνην προξενείου. Εις τας συμβαίνουσας διενέξεις μεταξύ των υπηκόων αυτών και της Υψηλής Πύλης διέλυσεν αυτός τας διαφοράς δια πολλής φρονήσεως, και πάντες οι κάτοικοι εσέβοντο αυτόν ως αγαθοεργόν φύσει προς τους συμπολίτες του, διο και ενυμφεύθη την μονογενή ανεψιάν του μεγάλου διερμηνέως της Υψηλής Πύλης Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του και εξ απορρήτων κληθέντος, Μαρίαν. Ο Μαυροκορδάτος ήν λίαν χρήσιμος τότε εις τους Οθωμανούς, δια την εξεδιασμένην παιδείαν του και την μεγάλην γλωσσομάθειάν του. Τούτου ο εξάδελφος μετώκησεν εις Σμύρνην, επικληθείς αντί Μαυροκορδάτος, Σαρή Παντελής Μαυρογορδάτος, εξ ου υπήρξεν έκτοτε η γενεά των Μαυρογορδάτων εις τε την Σμύρνην και την Χίον αγνοώ τους λόγους της μετατροπής του κ εις γ…..» Και παρακάτω γράφει για τον πατέρα και τον παππού του: «Ο δ’ αγαθός πατήρ μου μετερχόμενος ανέκαθεν το εμπόριον, και ένεκα του υπερβάλλοντος φίλτρου της μητρός μου, δυστυχώς ημέλησε την οικιακήν ανατροφήν και παιδείαν μου, εν ώ απεναντίας ο μεγαλοφυής και ευσεβής πάππος μου Ιωάννης Όμηρος, εφρόντισε μετά ζήλου να με διδάξη καθό πρώτον αυτού έγγονον τας αναγκαίας αρχάς του κοινωνικού καθήκοντος και χρηστοηθείας, πρό πάντων δε τον φόβον και το σέβας του Θεού, την αγάπην του πλησίον, ιδίως δε της πατρίδος, ής κατά τον Πλάτωνα ουδέν τιμιώτερον αγαθόν’ ώστε αφού έφθασα εις την έφηβον ηλικίαν των 18 ετών ανεπτερώθην από τα ηρωικά άσματα του Ρήγα του Φεραίου, και τα προλεγόμενα του αειμνήστου Κοραή, κεντώμενος απαύστως από την ακοίμητον επιθυμίαν του να ιδώ απηλλαγμένην την πατρίδαν μου εκ της αισχράς δουλείας των αγαρηνών δια της συμπράξεώς μου, καθ’ οίον δήποτε τρόπον, ώστε κατέπεισα τους γονείς μου, δια των μεσιτειών του πάππου μου, να με αποστείλωσιν εις τον πολιτισμένον κόσμον της Ευρώπης, όπως διδαχθώ εκεί της ελευθερίας τα μυστήρια και συντελέσω κατά το δυνατόν εις της κοινής πατρίδος την αναγέννησιν. Όθεν δια οικιακού συμβουλίου, γενομένου επί προεδρεία του ιδίου πάππου μου, απεφασίσθη ν’ αποπλεύσω διά Μασσαλίαν, κατά το 1804, και ανεχώρησα με διαφόρους πραγματείας της Ανατολής, τας οποίας μοί ενεπιστεύθησαν με τας συγχρόνους συστάσεις προς τους εκεί φίλους των εμπόρους…..»
     Όπως βλέπουμε από το σχετικό απόσπασμα, ο ώριμος πλέον και σε μεγάλη ηλικία Πέτρος Σ.  Ομηρίδης, έχοντας εγκαταλείψει την πολιτική, μετά την αναγκαστική και άδικη παραίτησή του από τον δημαρχιακό θώκο της πόλης-εξαιτίας της «Ξένης», ο Γάλλος Ναύαρχος Τινάν, τον θεώρησε αποκλειστικό υπεύθυνο, γιατί δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την μη εξάπλωση της επιδημίας της χολέρας στην πόλη, που είχε πρωτοεκδηλωθεί στα πληρώματα του γαλλικού στόλου κατά την διάρκεια της Αγγλογαλλικής Κατοχής του 1854, και είχε ολέθριες συνέπειες για τον τότε μικρό πληθυσμό της νεοσύστατης πόλης, αλλά και της πρωτεύουσας,-έπειτα από παράκληση και παρότρυνση του ανιψιού του Αριστείδη, πείθεται και αποφασίζει να γράψει την μικρή αυτή αυτοβιογραφία του, που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1871 ένα χρόνο πριν τον θάνατό του. Γράφει σχετικά ο ίδιος σε επιστολή προς τον ανιψιόν του Αριστείδη με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1870 που προηγείται της αυτοβιογραφίας:
«Πολλάκις μ’ εζήτησες να σοί εξιστορήσω τας περιπέτειας του βίου μου δια γραφής, ίνα βλέπωσι τα τέκνα σου πως οι πρόγονοί των γεννηθέντες εις δούλιον ήμαρ, αποτίναξαν τον βαρύν κλοιόν της δουλείας και ανέπνευσαν το ζωογόνον φως της ελευθερίας…..».
     Το κείμενο αυτό του δεύτερου δημάρχου της πόλης του Πειραιά, είναι ένα μνημείο ηθικού πολιτικού λόγου, θα τολμούσαμε να γράφαμε, με λόγο στρωτό αλλά προπάντων χωρίς εμπάθεια, πίκρα ή μνησικακία τόσο προς τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια, που τον έπαυσε από τα πολιτικά του καθήκοντα, όσο και μεταγενέστερα, προς τον Κατοχικό Γάλλο Ναύαρχο Τινάν, που τον θεώρησε προσωπικά υπεύθυνο για την φοβερή και θανατερή εξάπλωση της χολέρας, και του στέρησε ένα μέρος της δημαρχιακής του θητείας, ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, θυμάται και καταγράφει τους σταθμούς της προσωπικής, της εμπορικής και της πολιτικής του κυρίως σταδιοδρομίας, χωρίς ίχνος κακίας ή μεμψιμοιρίας. Το ύφος της γλώσσας του αντικατοπτρίζει το ήθος του ανθρώπου, ενός καλοκάγαθου ευπατρίδη και φιλάνθρωπου έλληνα, που από όποιο πολιτικό ή διοικητικό μετερίζι πέρασε, άφησε το ευγενές στίγμα του και την διορατική του πρακτική δραστηριότητα, στην επίλυση των προβλημάτων που του ανατέθηκαν να λύσει. Ο λόγος του είναι παραινετικός προς τις επόμενες από αυτόν νέες γενεές, θέλοντας να τους εμπνεύσει το αίσθημα της ελευθερίας, της φιλοπατρίας της δικαιοσύνης της φιλανθρωπίας της αγωνιστικότητας, της ατομικής του κάθε έλληνος ξεχωριστά αξιοπρέπεια. Είναι το καταστάλαγμα και η εμπειρία ζωής ενός πολιτικού άντρα, που στα βαθειά του γεράματα, έχοντας ολοκληρώσει τον επίγειο πολιτικό και κοινωνικό του κύκλο-και κατ’ επέκταση και τον βιολογικό, ώριμος και σοφός, κατασταλαγμένος και γεμάτος αγωνιστικές προθέσεις και σημαντικά αξιώματα, ένας σοφός γέροντας, έτσι όπως μας τον φωτογραφίζει με την τέχνη της ποιήσεώς του ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, γράφει, όχι για να λυτρωθεί από παλαιές της νιότης του ενοχές, όχι για να δικαιολογήσει πολιτικές του ενέργειες ή διοικητικές του αστοχίες, όχι για να καταδικάσει αυτούς που πολιτικά και κοινωνικά τον πολέμησαν και δεν τον άφησαν δύο φορές να ολοκληρώσει την πολιτική του διαδρομή, αλλά σαν μια συμβουλευτική παρακαταθήκη, μας αφήνει τα πεπραγμένα του βίου ενός ατόμου με πείρα και εμπειρία διορατικότητα και σοφία, και ο οποίος έχοντας ολοκληρώσει την εικόνα του κύκλου της ζωής του, μπορεί πλέον ήσυχα, γαλήνια και με καθαρή συνείδησή, να αφήσει τα εγκόσμια. Η Πόλις θα σε ακολουθεί μέχρι τα εσχατιά της ζωής όπως γράφει και πάλι ο Αλεξανδρινός. Πρόσωπα της εποχής του και τοποθεσίες του εξωτερικού που εμπορικά δραστηριοποιείται και επισκέπτεται, περνούν μπροστά στα μάτια μας με γλαφυρότητα και ειρηνικό έως σιγαλόφωνο τρόπο. Ο Ομηρίδης, υπήρξε και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, γράφοντας τις προσωπικές του υποθήκες, δεν καυτηριάζει τα τεκταινόμενα των άλλων, δεν στηλιτεύει πρόσωπα, δεν τα εξοβελίζει από τις σελίδες της Ιστορίας, ούτε μας αφήνει καν την υποψία ότι επιδιώκει να τα αμαυρώσει. Αντίθετα το βλέμμα παραμένει νηφάλιο, το ύφος του λόγου του είναι ειρηνικό, η γραφή του εκπνέει μια καταλαγή περιγραφών. Στο ολιγοσέλιδο αυτό αυτοβιογραφικό κείμενο, δεν θα συναντήσουμε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης Πειραϊκής ιστορίας, ανδραγαθήματα πολιτικών ανδρών που έτυχε στο διάβα του δικού του πολιτικού βίου να συναντήσει και να συναναστραφεί. Ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, έχει το «απλό» ήθος και φρόνημα του παλαιού έλληνα, που έρχεται από τα αγωνιστικά χρόνια της απελευθέρωσης των ελλήνων από την οθωμανική κατοχή, και με όλες του τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις, μέσα από τις πολιτικές του διοικητικές του θέσεις που του ζητήθηκε να αναλάβει ονειρεύεται μια Ελλάδα ελεύθερη και ισχυρή, έναν Δήμο αυτάρκη και ακμαίο που θα μπορεί να ανταπεξέλθει στις δύσκολες ιστορικές συνθήκες που ιστορικά διανύει. Μια Ελλάδα που αγωνίζεται ακόμα και πολεμικά να απελευθερώσει σκλαβωμένα εδάφη της και νησιά της. Ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, προσπαθεί να στεριώσει την στα σπάργανα ακόμα, ταυτότητα του Πειραιά. Μετά την εκλογή του ως δημάρχου, μεριμνά για καλύτερες συνθήκες ζωής των κατοίκων της μικρής αυτής πόλης που είναι ο Πειραιάς, δίνει αρχαιοελληνικά ονόματα σε καινούργιους δρόμους που κατασκευάζει ούτως ώστε να αφυπνίσει το φρόνημα των νέων οικιστών, κατασκευάζει σε κομβικά σημεία της πόλης σταθμούς-βρύσες για να μπορούν οι κάτοικοι να προμηθεύονται το απαραίτητο νερό τόσο για τις λάτρες τους όσο και για προσωπική τους χρήση, μεριμνά για την οικοδόμηση σχολείου, του αλληλοδιδακτικού, πράγμα που μας φανερώνει την επιθυμία του Ομηρίδη, για μόρφωση των νέων φτωχών παιδιών, και την αγάπη του προς τα γράμματα.  Και λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων του Δήμου, ζητά την αρωγή του πλούσιου ευπατρίδη ευεργέτη Κ. Ιωνίδου, δελεάζοντάς τον μάλιστα με την πρόθεση να ανακηρυχθεί σαν ο πρώτος ευεργέτης του νεοσύστατου Δήμου, πράγμα που το πετυχαίνει, προκαλώντας του όπως γράφει, την «φιλογένειαν και μεγαλοδωρίαν». Συνδράμει στον καλλωπισμό και την συντήρηση τόσο του παλαιού μοναστηρίου του Αγίου Σπυρίδωνος, που βρίσκεται στο κέντρο του λιμανιού όσο και της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος, αλλά και την κοντά στη Δογάνα εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και ακόμα θέτει τις βάσεις για την εκκλησία της καθολικής κοινότητας, τον Άγιο Παύλο. Μεριμνά για την ανεύρεση χώρου και την δημιουργία Κοιμητηρίου που δεν είχε ο Πειραιάς, στην περιοχή κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Το Νεκροταφείο αυτό εξυπηρέτησε τις ανάγκες των κατοίκων μέχρι να μεταφερθεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Ανάσταση, στο τέρμα της οδού αναπαύσεως, και στις μέρες μας, στο νέο νεκροταφείο του Πειραιά που «συστεγάζεται» στην περιοχή του Σχιστού, μαζί με αυτά, άλλων δύο όμορων δήμων. Δημιούργησε πλατείες, και έστησε διάφορες μαρμάρινες προτομές για να τονίσει την σημασία της αγάπης που όφειλαν να έχουν οι νέοι δημότες προς την παλαιά ιστορία της πόλης, και να θυμίζει τα αγωνιστικά τους ανδραγαθήματα. Έστησε την προτομή του αρχαίου Θεμιστοκλή στο λιμάνι(θεωρώντας από πολλούς-μέχρι πρόσφατα-ότι ο τάφος με τα οστά του ήταν θαμμένα σε εκείνο το σημείο), για να δείξει στους συμπατριώτες του την κοινή τους καταγωγή και ιστορική συνέχεια. Δεν εξαίρεσε ούτε τον αρχαίο Θεό Απόλλωνα, για να υπενθυμίζει την σοφία και την αρμονία σκέψης των αρχαίων προγόνων, αλλά και ο Ρήγας Φεραίος στήθηκε σε περιοχή του Πειραιά, για να τονισθεί το αγωνιστικό φρόνημα και η ελπίδα ελευθερίας των αγωνιζόμενων ακόμα ελλήνων. Φρόντισε να κατασκευασθεί η προκυμαία του λιμανιού για το καλύτερο και ασφαλέστερο αγκυροβόλιο των τότε ιστιοφόρων και καϊκιών. Αλλά και η οικονομική του Δήμου πολιτική επί δημαρχίας του υπήρξε χρηστή, όχι μόνο εξόφλησε τα χρέη των προηγούμενων δημαρχιακών αρχών, αλλά άφησε και οικονομικό υπόλοιπο στα ταμεία του Δήμου,(19.000 δραχμές) όπως ο ίδιος σημειώνει. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μετά την πρώτη δημαρχιακή του θητεία, αναλαμβάνει δήμαρχος της πόλης ο Αντώνης Θεοχάρης(13/8/1845-6/10/ 1848), ο οποίος ακολούθησε τον σχεδιασμό του Δήμου των προηγούμενων δημάρχων, χωρίς να αφήσει πίσω του έργο. Γενικά, οι δημαρχιακές θητείες του Πέτρου Σ, Ομηρίδου υπήρξαν χρηστές και εποικοδομητικές για την πόλη του Πειραιά, γιαυτό και δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δύο τρείς φωτισμένους και σημαντικούς δημάρχους του νεότερου Πειραιά, από όλους ανεξαιρέτως τους ιστορικούς και ερευνητές της Πειραϊκής ιστορίας. Η δε Αυτοβιογραφία του, είναι ένα κλασικό κείμενο καλλιέπειας λόγου και ύφους, νηφάλιας σκέψης και γραφής, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες-έστω και ως μνεία-σε σχέση με άλλες σημειώσεις που μας έχουν αφήσει άλλοι δήμαρχοι του Πειραιά, πχ. του Στρούμπου, που είναι χρήσιμη για τα στοιχεία που μας δίνει για την αποχέτευση του Δήμου.
     Γράφει ο Δημήτριος Θ. Σπηλιωτόπουλος μεταξύ άλλων στο βιβλίο του:
«…μετά την έλευση του Κυβερνήτου διωρίσθη ο Π. Ομηρίδης Ειρηνοδίκης Σπετσών μέχρι της οργανώσεως των Δικαστηρίων, ότε διωρίσθη Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Βορείων Κυκλάδων, παρητήθη δε εκ ταύτης και επανήλθε εις Σπέτσας, αλλά εξωρίσθη εκείθεν παρά του Κυβερνήτου εις Σμύρνην, διότι συνέταξε αναφοράν, κατ’ αίτησιν Υδραίων και Σπετσιωτών, παρ’ ών και υπεγράφη προς τον Ιωάννη Καποδίστριαν, δι ής εζητείτο η σύγκλησις Εθνικής Συνελεύσεως, και Συνταγματικόν πολίτευμα.
     Μετά την έλευσιν του Βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον κατήλθε και ο Π. Ομηρίδης εις Ναύπλιον, προκειμένου δε να μετατεθή η πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους εις Αθήνας διωρίσθη και ο Π. Ομηρίδης μέλος της Επιτροπής προς εξακρίβωσιν των ζημιωθέντων κατοίκων Αθηνών εκ του πολέμου και αποζημίωσιν αυτών, λαβών δε άδειαν παρά του αρμοδίου Υπουργού μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν δια να ενεργήση και αποζημιωθή δια την υπό των Οθωμανών δήμευσιν των ουκ ευκαταφρόνητων κτημάτων του, ληξάσης δε της αδείας του εζήτησε παράτασιν αυτής, ήτις δεν τω εδόθη, και λόγω βραδύτητος επανόδου απελύθη της υπηρεσίας, επανήλθε όμως βραδύτερον εις Ναύπλιον, μη επιδιώξας πλέον να διορισθή εις Δημόσιαν θέσιν.
     Ενώ δε έμενεν εν Ναυπλίω, ο Δήμος του Πειραιώς εξ εκτιμήσεως προς τον Πέτρον Ομηρίδην τον υπέδειξεν μετ’ άλλων δύο ως Δήμαρχον αυτού την 19 Απριλίου 1841 και ο Βασιλεύς τον διώρισεν ως τοιούτον, διότι έλαβεν υπόψη τας ως άνω υπερτάτας και πολυσχιδείς υπηρεσίας αυτού και ως μέλους της Φιλικής Εταιρίας και ως ατόμου προς την Πατρίδα, με θυσίας περιουσιακάς πολλάς.
      Όταν ο Πέτρος Ομηρίδης αποδεχθείς την εκλογήν του Βασιλέως ανέλαβεν την Δημαρχιακήν εξουσίαν η πόλις του Πειραιώς εστερείτο των πάντων, πόρους δε προς θεραπείαν των αναγκών της είχε λίαν περιωρισμένους. Η ανάγκη του τόπου αφ’ ενός και η άκρα φιλοτιμία του, ως γράφει αφ’ ετέρου, ήσαν δύο κέντρα τόσον οξέα ώστε ούτε να κοιμηθή ήσυχος τον άφινον….»
     Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα της «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ» που αφορά την πόλη. Και συμπληρωματικά καταγράφω τους δημοτικούς συμβούλους των δημαρχιακών του θητειών:
Δημαρχιακή περίοδος γ΄ Δήμαρχος Πέτρος Ομηρίδης 2/4/1841-10/8/1845
Δημοτικοί Σύμβουλοι:
Βασίλειος Αργαστηριάρης,
Παναγιώτης Γιουρδής,
Δημήτριος Δεσποτόπουλος,
Βασίλειος Δασκαλόπουλος,
Σταμάτιος Ιωάννου,
Θεόδωρος Κουτσούκος,
Αναστάσιος Μπόνης,
Λουκάς Ράλλης,
Ιωάννης Σέρρος,
Δημαρχιακή περίοδος ε΄ Δήμαρχος Πέτρος Ομηρίδης 24/11/1848-16/1/1952
Δημοτικοί Σύμβουλοι:
Βασίλειος Αργαστηριάρης,
Παναγιώτης Γιουρδής,
Θεόδωρος Κουτσούκος,
Γεώργιος Λέλης,
Δημήτριος Μουτζόπουλος
Ιωάννης Μουτζούρας,
Δημήτριος Μπαρούς,
Παναγιώτης Οικονομίδης,
Ιωάννης Παπαϊωάννου.
Ανδρέας Περίδης,
Εμμανουήλ Πολίτης,
Παντελής Χατζησωτηρίου
Την περίοδο αυτή με την παραίτηση του Πέτρου Σ. Ομηρίδη, αναλαμβάνει Δημαρχών ο  Σ. Ρετσινόπουλος.
Σημειώνει ο Σπηλιωτόπουλος: «Επί της Δημαρχιακής ταύτης περιόδου του Πέτρου Ομηρίδη επεξετάθη το σχέδιον της πόλεως επί μικρόν αναλόγως της εγκαταστάσεως νέων κατοίκων και των εντεύθεν δημιουργούμενων αναγκών δια την ανοικοδόμησιν νέων οικιών αλλά και των πόρων του Δήμου Πειραιώς οι κάτοικοι του οποίου κατά την Δημοτικήν ταύτην περίοδον ανήρχοντο εις 4237, συνέδραμε δε και δια τον ευπρεπισμόν του Αγίου Σπυρίδωνος, και την δυνατόν επέκτασιν της δεντροφυτείας της πόλεως. Και εν γένει ο Πέτρος Ομηρίδης ανέπτυξεν όλην αυτού την δραστηριότηταν εις όλους τους κλάδους της Διοικήσεως του Δήμου, και έδωκε μεγάλην ώθησιν εις την πρόοδον και ανάπτυξιν του Πειραιώς».
Δημαρχιακή περίοδος στ΄, Δήμαρχος Πέτρος Ομηρίδης 2/2/1852-18/3/1855
Δημοτικοί Σύμβουλοι:
Γεώργιος Αναστασόπουλος,
Αθανάσιος Ζωγράφος,
Πέτρος Καρακλής,
Νικόλαος Μελετόπουλος,
Δημήτριος Μουτζόπουλος,
Ιωάννης Μουτζούρας,
Δημήτριος Μπαρούς,
Παναγιώτης Οικονομίδης,
Ιωάννης Παπαιωάννου,
Ανδρέας Περίδης,
Εμμανουήλ Πολίτης.
                   
   (Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ)
     «…..Διαμένων εν Σμύρνη και απρακτών έμαθον μετά μεγίστης θλίψεως της ψυχής μου την απροσδόκητον δολοφονίαν του Κυβερνήτου!
     Μετά δε την έλευσιν του βασιλέως Όθωνος και της Αντιβασιλείας αυτού εις την Ελλάδα κατήλθον κ’ εγώ εις Ναύπλιον, την τότε έδραν τη; Αντιβασιλείας.
     Εν τω μεταξύ τούτω η πόλις Αθηνών ωρίσθη ως μέλλουσα πρωτεύουσα του Κράτους, εφ’ ώ διωρίσθη επιτροπή ίνα εξετάση επιτοπίως και εκτιμήση τα ερείπια, ίνα αποζημιωθώσιν οι κύριοι αυτών και οι παλαιοί κάτοικοι, της επιτροπής ταύτης μέλος εδιώρισε και εμέ η Κυβέρνησις.
     Μετά την ακριβή εκπλήρωσιν της εντολής ταύτης, οργανισθέντων δε ήδη των δικαστηρίων παρά της Βασιλικής Κυβερνήσεως διωρίσθην παρ’ αυτής μέλος του δικαστηρίου των Εφετών.
     Μετά παρέλευσιν ικανού καιρού, αφού πλέον ίσχυεν η ελληνική σημαία εν Τουρκία, επειδή οι Οθωμανοί κατά τας αρχάς του αγώνος εζήτουν να με κακοποιήσωσιν, ως είπον προλαβόντως, ως επαναστάτην, εγώ δε κατόρθωσα να διασωθώ από της απειλουμένης ταύτης καταστροφής, εδήμευσαν τα ουκ ευκαταφρόνητα πατρικά μου κτήματα, νομίσας κατάλληλον την περίστασιν του να ελευθερώσω αυτά, έλαβον τρίμηνον άδειαν και μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν. Μη δυνηθείς δε εντός της δοθείσης μου προθεσμίας να κατορθώσω τι εζήτησα παράτασιν της αδείας μου’ αλλ’ ο τότε υπουργός αντί να παρατείνη αυτήν επ’ ολίγον επροκάλεσε την εκ της θέσεώς μου παύσιν μου.
     Επανελθών μετά ταύτα εις την φίλην Ελλάδα, ουδενί εξέφερα ουδέν παράπονον δια την άδικον παύσιν μου, ουδέ εθήρευσα θέσιν’ η μόνη ευχαρίστησίς μου ήτο να μένω ιδιωτεύων. Ενώ δε έμενον ούτως εν Ναυπλίω, ο Δήμος του Πειραιώς εξ ιδίας προς εμέ υπολήψεως και αγάπης με εψήφισε, και τοι απόντα, Δήμαρχον αυτού τη 19 Απριλίου 1840, την δε εκλογήν μου, επειδή ήτο νενομισμένων να κυρώνται οι εκλογαί υπό του Βασιλέως, επεκύρωσεν η Α. Μ. ο αοίδιμος Όθων άνευ τινός παρατηρήσεως.
     Η εκλογή του Δημάρχου επανελήφθη μετά οκτώ έτη, και πάλιν μετά τέσσερα έτη’ οι καλοί Πειραιείς εκτιμήσαντες την πατρικήν μου υπέρ αυτών μέριμναν, αυθορμήτως, χωρίς ποτέ να καταδεχθώ ή ψήφους να θηρεύω υπέρ εμαυτού, ούτε ευνοίας να προσελκύω ισχυρών, μ’ εψήφισαν Δήμαρχον αυτών και εις την δευτέραν και εις την τρίτην περίοδον, ο δε Βασιλεύς επεκύρωσε την εκλογήν μου, την 17 Νοεμβρίου 1848 και πάλιν την 23 Ιανουαρίου 1852.
     Γνωστόν τοις πάσιν ότι η πόλις του Πειραιώς, ούσα τότε αρτισύστατος, τα πάντα εστερείτο, πόρους δε προς θεραπείαν των αναγκών της είχε λίαν περιωρισμένους’ η ανάγκη του τόπου εξ’ ενός και η άκρα φιλοτιμία μου εκ του άλλου μέρους ήσαν δύο κέντρα τόσον οξέα, ώστε ούτε να κοιμώμαι ήσυχος με άφιναν’ ησχολήθην κατά πρώτον εις την συμπλήρωσιν του σχηματισμού των οδών, εις την αύξησιν του ποσίμου ύδατος, του οποίου η έλλειψις ήτο λίαν επαισθητή εις τον τόπον, κατασκεύασα τας αναγκαίας βρύσεις, ενήργησα την οικοδομήν του αλληλοδιδακτικού σχολείου, ωφεληθείς εκ την ενταύθα παρεπιδημίας του παλαιού φίλου μου του αείμνηστου Κ. Ιωνίδους, τον παρέστησα την μεγάλην ανάγκην του να ανεγερθή Ελληνικόν σχολείον, και ότι ήθελεν απαθανατισθή το όνομά του ως πρώτου ευεργέτου του Δήμου τούτου, αν ήρχετο εις γενναίαν τινά συνδρομήν αυτού, και διαφόρων άλλων πειστικών λόγων εκέντησα την γνωστήν του ανδρός φιλογένειαν και μεγαλοδωρίαν προς ανέγερσιν του Ελληνικού σχολείου, το οποίον είναι εκ των ωραιοτέρων και εις θέσιν υγιεινήν της πόλεως ωκοδομημένων κτιρίων. Συνέδραμον εις την μόρφωσιν και τον ευπρεπισμόν των δύο εκκλησιών της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σπυρίδωνος, εν μέρει δε και του Αγίου Νικολάου. Νεκροταφείον δεν είχεν η πόλις όνειδος και εντροπήν των κατοίκων, ενήργησα τον σχηματισμόν και τον καλλωπισμόν του νυν υπάρχοντος τελευταίου ασύλου του φθαρτού ανθρώπου. Επί της εμής δημαρχίας ετέθησαν τα κατάλληλα ονόματα εις τας οδούς της πόλεως και ερρυθμίσθησαν, εσχηματίσθησαν αι πλατείαι, εγένοντο δάφοροι δεντροφυτείαι καθόσον εδέχετο η πόλις’ ανηγέρθησαν μαρμάριναι προτομαί εις διάφορα μέρη της πόλεως, η προτομή του Θεμιστοκλέους δια να σώζηται απέναντι του αρχαίου τάφου αυτού η μνήμη της καταγωγής των Ελλήνων, η του Απόλλωνος, του θεού της σοφίας και της φρονήσεως, και η του αθανάτου Ρήγα Φερραίου του αναγεννητού και του πρώτου ιερού θύματος της ελληνικής παλιγγενεσίας και ελυθερίας’ επ’ εμού κατασκευάσθη η προκυμαία του λιμένος, έργον μεγάλης σημασίας. Και ταύτα όλα ενεργήθησαν μετ’ άκρας οικονομίας. Ενταύθα οφείλω να εκφράσω την βαθείαν ευγνωμοσύνην μου και προς τα έντιμα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και των τριών περιόδων της Δημαρχίας μου, διότι εις όλα τα δημωφελή έργα τα οποία εξετελέσθησαν εύρον εις αυτούς την αυτήν φιλοπατρίαν, τον αυτόν ζήλον μ’ εμέ και την αγαθήν θέλησιν του να έρχωνται προθύμως εις την αρωγήν μου.
     Πόρους, ως είπον, είχε λίαν περιωρισμένους ο Δήμος του Πειραιώς, ως μόλις τότε εκ του μη όντος εις το είναι παραχθείς, και όμως αφού εξετελέσθησαν όλα τα ειρημένα έργα μετά μεγάλης μεν οικονομίας ουχί όμως και γλισχρότητος, και αφού επλήρωσα όλα τα υπό των προκατόχων μου καταλειφθέντα χρέη του Δήμου, ότε απεχώρησα και απεξεδύθην του αξιώματος του Δημάρχου αφήκα εις το ταμείον του Δήμου και δεκαεννέα περίπου χιλιάδες δραχμών προς χρήσιν των διαδόχων μου Δημάρχων’ εκ των πλείστων και ποικίλων έργων Δημάρχου πόλεως νεοσυστάτου εν τω μακρώ διαστήματι της δωδεκαετηρίδος ηρκέσθην να μνημονεύσω μόνον ταύτα τα πίπτοντα εις την όρασίν μου.
     Ενώ δε ησχολούμην εις τα του Δήμου, επειδή οι εταίροι της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας μ’ εψήφισαν και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, από δε της καθιδρύσεως του ιερού τεμένους της εκκλησιαστικής Ριζαρείου σχολής διατελώ μέλος του Συμβολίου αυτής, δεν έλειψα εφ’ όσον μοι επέτρεπον οι ασθενείς μου δυνάμεις από τας τακτικάς εν Αθήναιας συνεδριάσεις αυτών, και συνετέλεσα το κατά δύναμιν εις την πρόοδον και ευημερίαν των καταστημάτων τούτων»………
     Αυτή είναι η μικρή περιήγηση σε μια παλαιά χρονική ιστορική περίοδος της πόλης του Πειραιά, με οδηγό την «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟΣ», ενός προικισμένου και φιλότιμου ατόμου, που στην πολιτική του σταδιοδρομία ωφέλησε τόσο την υπόδουλη-τότε-χώρα του, όσο και τον Δήμο του Πειραιά.
Ο Πέτρος Σ. Ομηρίδης, είναι ένα από τα ζωντανά ιστορικά σημεία της πόλης και της πολιτικής της και δημαρχιακής της παράδοσης.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 10 Δεκεμβρίου 2016

Πειραιάς, χωρίς πυξίδα;       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου