ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ και Πειραιάς
Συμπληρώνονται
φέτος εκατόν είκοσι χρόνια από την γέννηση του αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας
Κώστα Γ. Καρυωτάκη(Τρίπολη 30/10/1896-Πρέβεζα 21/7/1928) και ογδόντα οκτώ
χρόνια από τον θάνατό του. Έχοντας κατά νου την επίδραση που άσκησε το έργο του
Καρυωτάκη στην δική μου γενιά, την μεταπολιτευτική γενιά του 1980, σκέφτηκα να
γράψω και να δημοσιεύσω διάφορα κείμενα και πληροφοριακά στοιχεία για τον ίδιο
και το έργο του, αρχινώντας πρώτα, από το μικρό κείμενο που είχα γράψει για τον
ποιητή με τίτλο ο «μελαγχολικός πιερότος» και είχε δημοσιευτεί πριν χρόνια,
στην τοπική εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς»(τώρα και στο μπλοκ μου), και
συνεχίζοντας με την ενδεικτική βιβλιογραφία για το έργο του, και τον Καρυωτάκη
μέσα από τις φωτογραφίες του, σαν μια μικρή οφειλή της γενιάς μου προς τον
πάντα σύγχρονο και παρόντα ποιητή. Το τέταρτο κείμενο που δημοσιεύω, είναι το
μικρό γενικό μελέτημα για τρεις συγγραφείς του Πειραιά, που ασχολήθηκαν σε
διαφορετικά χρονικά διαστήματα με το έργο του ποιητή και από διαφορετική ο καθένας
τους σκοπιά και ερμηνεία, και συμπληρωματικά, καταθέτω και ποιοι άλλοι
Πειραιώτες, ασχολήθηκαν μαζί του.
Φίλος
δραστήριος Πειραιώτης, παλιός και καλός, ο Δημήτρης Κρασονικολάκης, που
καταγίνεται με την ιστορία της πόλης, και διασώζει λησμονημένες ιστορικές και
κοινωνικές στιγμές και συμβάντα της, με τα άρθρα και τα κείμενά του, στο
προσωπικό του μπλοκ-το ασχολούμενο πάντα με Πειραϊκά θέματα-με πληροφόρησε ότι
ο Δήμος Πειραιά γιόρτασε τα 180 χρόνια του, διοργανώνοντας διάφορες πολιτιστικές
εκδηλώσεις, όπως εκείνη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πειραιά, όπου διαβάστηκαν
διάφορα κείμενα για την Πόλη. Δεν γνωρίζω, ούτε ποιοι συμμετείχαν, ούτε τι
διαβάστηκε. (σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πειραιώτη συγγραφέα Δημήτρη
Φερούση, μου ανέφερε ότι η υπεύθυνη του πολιτισμού του Δήμου, του
τηλεφώνησε-πριν καιρό- να διαβάσει κείμενό του). Θεωρώ όμως, ότι οι αρμόδιοι
φορείς πολιτισμού της Πόλης, καθώς και ο Δήμαρχος και οι πολιτιστικοί
συνεργάτες του, όφειλαν να στείλουν μερικές προσκλήσεις ή να γνωστοποιούσαν το
γεγονός και σε εμάς τους εναπομείναντες συγγραφείς Πειραιώτες, δεν θα τους
κόστιζε τίποτα, στο κάτω-κάτω, κάτι προσέφεραν και αυτοί στον Πειραιά, με τα
γραπτά τους, τις έρευνές τους, τις μελέτες τους, τα άρθρα τους, τα βιβλία τους,
που αφορούν την Πόλη εδώ και αρκετές δεκαετίες, ακόμα, και με την διαρκή
παρουσία τους στα πολιτιστικά κοινά του Πειραιά. Και το κυριότερο, δεν ζήτησαν «ποτέ»,
ούτε οφίτσια, ούτε βραβεία, ούτε άλλου είδους δημοτικά ανταλλάγματα από τους
εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους ή τους κατά καιρούς Δημάρχους, ούτε καν να
αγοράσουν βιβλία τους που αφορούν την πολιτιστική ιστορία του Πειραιά, που
διοίκησαν την Πόλη, μετά την μεταπολίτευση. Δυστυχώς, τέτοιου είδους πρακτικές,-αγνόησης-από
τους κατ’ εξακολούθηση ημετέρους, έφεραν αυτήν την πνευματική παθογένεια στην
Πόλη, πέρα από την οικονομική κρίση της χώρας. Σίγουρα πάντως, όπως αυτοί ή
αυτές μπορούν να κάνουν χωρίς εμάς τους συγγραφείς του Πειραιά, και εμείς-όσοι
ηλικιακά έχουμε απομείνει και δημιουργούμε ακόμα, μπορούμε να ζήσουμε και να
δραστηριοποιούμεθα πνευματικά και συγγραφικά, και χωρίς αυτούς ή αυτές, και
χωρίς την παρουσία της γενέθλιας Πόλης. Γνώρισα τα τελευταία χρόνια, νεότερους
και νεότερες από εμένα συγγραφείς και δημιουργούς,-άτομα δραστήρια στον
καλλιτεχνικό τους χώρο, που δεν υπήρξαν παρατρεχάμενοι κανενός πολιτικού
σχηματισμού ή δημοτικού άρχοντα-οι οποίοι γεννήθηκαν μεν στον Πειραιά, αλλά
ούτε έχουν, ούτε θέλουν να έχουν καμία σχέση με αυτήν την Πόλη,
δραστηριοποιούνται εκτός των γεωγραφικών της ορίων και πετυχαίνουν θαυμάσια
πράγματα. Ας μαζεύονται λοιπόν μεταξύ τους πάλι και πάλι-όπως εδώ και χρόνια
γίνεται και ας διοργανώνουν εκδηλώσεις. Το φταίξιμο όμως, μάλλον, δεν είναι
αποκλειστικά δικό τους, το έχει πρωτίστως και η νέα Δημαρχιακή αρχή, που δεν
φρόντισε τουλάχιστον, να γνωρίσει από κοντά τα άτομα αυτά, να ενδιαφερθεί για
το συγγραφικό ή καλλιτεχνικό τους έργο, που έχουν καταθέσει διαχρονικά στον
Πειραιά, διατηρώντας ζωντανή την
συγγραφική την πολιτιστική και ιστορική μνήμη της πόλης. Φαίνεται όμως, όπως υπάρχουν πολιτικοί ανακόλουθοι,
και ιδεολογικά ψεύτες, ιδιοτελή άτομα στην αριστερή, δεξιά και κεντρώα πολιτική
κεντρική σκηνή της χώρας,-με τα γνωστά σε όλους μας οικονομικά αποτελέσματα,
έτσι συμβαίνει, και στις κατά τόπους τοπικές δημοτικές πολιτικές σκηνές,
κυριαρχούν διαχρονικά παρόμοιες πρακτικές τους. Δυστυχώς, ούτε τα ανθρώπινα της
αγωνίας λιμάνια, θέλησαν να αλλάξουν αυτές τις πρακτικές, τις υιοθέτησαν, τώρα
που έχουν την κυβερνητική εξουσία. Τελικά, τυχεροί Έλληνες και Ελληνίδες, είναι
μόνον αυτοί που ξενιτεύτηκαν από την χώρα. Το ίδιο θα μπορούσαμε να λέγαμε και
για τους Πειραιώτες που άφησαν την πόλη, και έγιναν δημότες σε άλλους δήμους,
και ούτε επιθυμούν να γυρίσουν ξανά σε αυτήν, ούτε καν για την εξόδιο ακολουθία
τους-όπως εύστοχα μου ανέφερε κάποιο άτομο. Μόνο που δυστυχώς, σε αυτήν την
επιλογή τους, τους ώθησε η ίδια η γενέθλια πόλη τους και οι πρακτικές ορισμένων
δημοτών της, που είχαν και έχουν διάφορους βαθμούς διοικητικής ή άλλου είδους
εξουσία εδώ και χρόνια, τόσο σε δημοτικό όσο και σε σωματειακό επίπεδο. Όμως
στα άτομα αυτά, με αυτήν την καθεστωτική
νοοτροπία, διαφεύγει κάτι, πολιτισμός δεν είναι μόνο θεωρία, αλλά και εμπόριο,
οικονομία, κοινωνική και επαγγελματική δραστηριότητα. Όταν η πόλη του Πειραιά,
διώχνει τους δημότες της, ή αγνοεί επιδεικτικά άλλους, τότε, μακροπρόθεσμα
χάνει και η οικονομία της.
Ας έρθουμε
τώρα, στο θέμα του παρόντος σημειώματος. Τι σχέση έχει ο σημαντικότερος ποιητής
της γενιάς του, ο Κώστας Γ. Καρυωτάκης, με την πόλη του Πειραιά, αβίαστα θα
γράφαμε καμία. Δεν συναντάμε στα «Άπαντά» του, ποιήματα, που ν’ αναφέρονται
στην πόλη, όπως συναντάμε στο έργο άλλων δημιουργών της εποχής του μεσοπολέμου,
ούτε έχουμε αφιερωμένα ποιήματά του στην Πόλη ή για την Πόλη του Πειραιά, όπως
συμβαίνει παραδείγματος χάρη για την πρωτεύουσα, δες το ποίημά του «Αθήνα», ή
για ξένους τόπους, δες το ποίημα «Βενετία» ούτε αφιερώνει στίχους του, σε
ιστορικά ή πνευματικά πρόσωπα του Πειραιά, όπως κάνει για πρόσωπα της ελληνικής
ιστορίας, δες τα ποιήματα για τον «Διάκο», τον «Κανάρη» ή τον Λόρδο Μπάιρον. Δεν
μας έχει διασωθεί φωτογραφικό υλικό από το πέρασμά του στην Πόλη μας,(εκτός από
μία- με φιλική του συντροφιά στο Παλαιό Φάληρο) ή με τον ίδιο, να επισκέπτεται
την πόλη, όπως έχουμε την γνωστή φωτογραφία του ποιητή Γιώργου Σεφέρη στο
Πασαλιμάνι, ή την φωτογραφία με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη και την παρέα του, να
γευματίζουν σε ταβέρνα του Μικρολίμανου, αλλά και άλλων, γνωστών πνευματικών
ανθρώπων και καλλιτεχνών της πρωτεύουσας, που συνήθιζαν να διασκεδάζουν ή να
επισκέπτονται την πόλη κατά καιρούς, όπως ο Μάριος Βαϊάνος, ο Τζούλιο Καϊμη, ο
Μάνος Χατζιδάκις, Μωρίς Μπεζάρ, και αρκετοί φημισμένοι έλληνες και ξένοι
καλλιτέχνες. Δεν περιδιάβηκε την πόλη και τους κεντρικούς της δρόμους, όπως ο
Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, καταγράφοντας την εμπειρία του σε
ταξιδιωτικό του κείμενο. Δεν εργάστηκε στην πόλη μας, όπως ο πεζογράφος και
θεατρικός κριτικός, Μ. Καραγάτσης, ή εργάστηκε-για ένα διάστημα(ως δάσκαλος) ο
ποιητής Κώστας Βάρναλης, η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο συγγραφέας
Μένης Κουμανταρέας,(σε Ασφαλιστική Ναυτιλιακή Εταιρεία) και αρκετοί άλλοι. Δεν
περιδιάβαινε την πόλη μας για ερωτικές περιπέτειες όπως ο συγγραφέας Κώστας
Ταχτής. Δεν έμεινε-έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, ως φοιτητής στον
Πειραιά, όπως ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο εξαίρετος ηθοποιός Διονύσης
Παπαγιανόπουλος,(στην οδό Καραίσκου) ή δεν πέρασε ως μαθητής, σαν τον κυρ
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στην Ιωνείδιο Σχολή. Δεν διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος,
όπως ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Δεν έχουμε αναφορά μέσα στο έργο του, σε καταξιωμένους
Πειραιώτες δημιουργούς της εποχής του, όπως είναι ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο
ποιητής και δημοσιογράφος Νίκος Χαντζάρας, ο ιατρός και συγγραφέας Παύλος
Νιρβάνας κλπ, παρά το ότι, σε αρκετά περιοδικά της εποχής, υπάρχουν κοινές τους
δημοσιεύσεις. Δεν υπάρχουν πεζά κείμενά
του για περιοχές του Πειραιά, όπως του πεζογράφου Μιχαήλ Μητσάκη, (Το
Περιβολάκι) ή βιβλία που να αναφέρονται σε περιοχές του, όπως το γνωστό έργο
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.(Το τάμα της Ανθούλας). Δεν έχουμε αρνητικές κρίσεις
για την πόλη, όπως αυτές του συγγραφέα Γιάννη Ψυχάρη. Δεν συναντάμε στο
ποιητικό του έργο, ήρωες του, που να κατάγονται από τον Πειραιά, όπως στον
ποιητή Νάσο Βαγενά, ή να δραστηριοποιούνται σε αυτόν, όπως συμβαίνει με μυθιστορήματα
του πεζογράφου Μενέλαου Λουντέμη, του μυθιστοριογράφο Ζήσιμου Σκάρου κλπ. Με
δύο λόγια, ο Τριπολιτσιώτης ποιητής, που τόσο επηρέασε με την ποιητική του
φωνή, τους κατοπινούς δημιουργούς, δεν συνδέθηκε με την Πόλη του Πειραιά και το
λιμάνι της, άμεσα ή έμμεσα. Γνωρίζουμε μόνο, ότι μεταξύ των ποιητών και
συγγραφέων, που έστειλε αντίτυπα της ποιητικής του συλλογής «Ελεγεία και
Σάτιρες» ήταν οι Πειραιώτες: Λάμπρος Πορφύρας, Παύλος Νιρβάνας, και αν δεν κάνω
λάθος και ο Θεόδωρος Βελλιανίτης. Προσθετικά σημειώνω, ότι ο Πειραιάς σαν
όνομα, αναφέρεται καταχρηστικά μόνο, σε μία επιστολή του. Δες πχ. επιστολή του
ποιητή 22/11/1926, στον επιστήθιο φίλο του Χ. Σακελλαριάδη, στο, Γιώργος Π.
Σαββίδης-Ν. Μ. Χατζηδάκη-Μαριλίζα Μητσού, «Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη», εκδ.
ΜΙΕΤ 1989.
Τότε, προς τι αυτό το σημείωμα με τίτλο Καρυωτάκης
και Πειραιάς;
Το σημείωμα,
φέρει αυτόν τον τίτλο, για τον εξής λόγο. Στην Καρυωτακική βιβλιογραφία,
υπάρχουν τρία μελετήματα για τον ποιητή, που εκδόθηκαν από Πειραιώτες επιφανείς
δημιουργούς, ή γεννήθηκαν στην πόλη μας, και ορισμένα κριτικά σημειώματα για το
έργο του.
Το πρώτο,
είναι το βιβλίο του Αλεξανδρινού συγγραφέα Τίμου Μαλάνου,(Πειραιάς 1897-Λοζάνη
1984) ο οποίος έχει γεννηθεί στον
Πειραιά, ένα χρόνο μετά την γέννηση του Καρυωτάκη. Είναι το «ΕΝΑΣ
ΗΓΗΣΙΑΚΟΣ»-Συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη. Σχέδιο., που εκδόθηκε στην
Αλεξάντρεια το 1938, δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του ποιητή, και χρονιά που
εκδίδονται για πρώτη φορά τα Άπαντά του, σε επιμέλεια του επιστήθιου φίλου του
Χ. Σακελλαριάδη. Έχει διαστάσεις 14,5Χ20 σελίδες 80, κόστιζε όταν εκδόθηκε 20
δραχμές, τυπώθηκε στα τυπογραφεία Κασιμάτη και Ίωνα σε πεντακόσια αντίτυπα
αριθμημένα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο, «Του Νάνη Παναγιωτόπουλου». Ο Μαλάνος,
έχει ήδη εκδώσει δύο μελέτες για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, αυτή με τίτλο «Ο
ποιητής Κ. Π. Καβάφης» από τις εκδόσεις Γκοβόστη το 1933, και «Περί Καβάφη»
Αθήνα 1935, τρία χρόνια πριν την μελέτη του για τον Καρυωτάκη. Επίσης,
αναφέρεται στον ποιητή, και σε άλλα του
βιβλία, δες το μελέτημά του «Είναι ποιητής ο Καρυωτάκης;», «Κριτικά δοκίμια» Αλεξάνδρεια
1943. Δες και την παράθεση κομματιών από τον Γιώργο Π. Σαββίδη, στα «Ποιήματα
και πεζά», της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης, ΠΟ 21, εκδ. Ερμής 1975.
Ο Τίμος
Μαλάνος, είναι ο πρώτος που αναφέρεται στην αρρώστια του ποιητή Κώστα
Καρυωτάκη, παρά το ότι μας αναφέρει στην σελίδα 46, «Την αρρώστειαν αυτή ο κ.
Σακελλαριάδης τη διαψεύσει, ο κ. Άγρας τη μισοπαραδέχεται, ο κ. Καμπάνης τη
συμπεραίνει απτά στοιχεία που βάζει στη διάθεσή μας το ίδιο το έργο του ποιητή,
και μονάχα ο φίλος του μιας εποχής ο κ. Κουράκος, σε σχετική μου ερώτηση έδωκε
μια καθαρή απόκριση. «Ναι ήταν άρρωστος. Συχνά μαζί αγοράσαμε φάρμακα γι αυτή
του την αρρώστεια». Και παρακάτω: «Μα υπάρχουν και οι υπερευαίσθητοι, όπως ο Καρυωτάκης,
που όχι μόνον δε μπορούν κάποτε, να συνέλθουν, μ’ απεναντίας νοιώθουν το κακό να περισφίγγει,
σαν ένας δαίμονας αμείλικτος, το ίδιο το μυαλό τους. Από το 1920, είχε
παρατηρηθεί σ’ αυτόν, με πληροφορεί ο κ.
Κουράκος πάντοτε, μια νευρασθένεια εκδηλωμένη με την απόλυτη ευθιξία του. Ο
πεσιμισμός του επιδεινώνεται απτήν αρρώστεια του». Έχει ελάχιστους φίλους. Μα
και σε αυτούς ακόμα δεν ανοίγει την καρδιά του όντας από φυσικού του κλειστός.
Μοιάζει μ’ έναν υπερήφανο καταδικασμένο που βρίσκει μάταιο να μιλήσει. Πονάει
ολομόναχος….».
Πάνω σε αυτή την θεωρία, ο Μαλάνος οικοδομεί τις
θέσεις του για τον Κώστα Καρυωτάκη. Δεν μυθιστορηματοποιεί την ζωή του, δεν την
κάνει λαϊκό εύπεπτο ανάγνωσμα για το φιλοθεάμων αναγνωστικό κοινό της εποχής
του, δεν τον ηρωοποιεί για να γίνει αρεστός στους δεκάδες αναγνώστες και
μιμητές του, αναζητά τα στοιχεία εκείνα και τις πληροφορίες που θα τον
βοηθήσουν να μην κάνει αυτό που ο ίδιος ο μελετητής ονομάζει «συγκινητική
φιλολογία», αλλά συναντώντας από κοντά, προσωπικούς στενούς φίλους του ποιητή,
να μας δώσει μια εικόνα ενός υπερήφανου και αξιοπρεπούς ατόμου, που βρίσκεται
μπλεγμένος στα δίχτυα μιας μοίρας που
δεν την επέλεξε ο ίδιος, αλλά την αποδέχτηκε με στωικότητα και
εγκαρτέρηση, διανύοντας μια πορεία ζωής μέσα σε ένα εχθρικό από πολλές πλευρές
κοινωνικό περιβάλλον, που δεν κατόρθωσε να το πολεμήσει. Τα δημοσιευμένα του
γράμματα, μας δείχνουν ένα άτομο που πασχίζει να βρει λύσεις εποικοδομητικές
στα επαγγελματικά του, ακόμα και λίγο πριν την αυτοκτονία του μας μιλά για τραπεζικές
μετοχές, μπορεί να μην σταδιοδρόμησε σαν δικηγόρος, αλλά δεν παύει να διαθέτει
ένα εμπορικό μυαλό. Μια θέληση να ξεφύγει από τα μίσθια δημοσιοϋπαλληλικά
δεσμά. Ενώ άλλοι, της εποχής του, εργαζόμενοι νέοι, θα ήσαν ευχαριστημένοι με
την θέση τους και την απραξία τους, με τις 3000 δραχμές μισθό που εκείνος
αμείβονταν, ο Καρυωτάκης δεν χωράει μέσα σε αυτά τα φτηνιάρικα και επαρχιώτικα
καλούπια. Αυτός ο «γεροπαράξενος» όπως είναι ένα από τα ψευδώνυμά του, πράγμα
οξύμωρο για έναν νέο της εποχής του που είχε την δυνατότητα να ταξιδέψει στο
εξωτερικό και να θαυμάσει τα πολιτιστικά αξιοθέατα της εποχής του, κατά βάθος
τον διακατέχει ένα αίσθημα προσωπικής μειονεξίας, μια ηττοπάθεια, ένας
νιχιλισμός που μόνον ο πνευματικός ρόλος του ποιητή θα μπορούσε να του τον
αναιρέσει, να τον κάνει να ισορροπήσει έστω και πρόσκαιρα. Σημειώνει στην
σελίδα 28 ο Τίμος Μαλάνος, «Ήθελε ν’ ανέβει στη συνείδηση των άλλων με την
πνευματική του ανωτερότητα αυτός που μειονεκτούσε αλλού κι αλλοιώς, ο
παραπεταμένος κι αποτυχημένος της ζωής». Έτσι, για τον Κώστα Καρυωτάκη, ο
δρόμος της ποίησης είναι αυτό το αναγκαίο κακό που φθονούμαι αλλά είμαστε
υποχρεωμένοι αν θέλουμε να αυτό επιβεβαιωθούμε και να ισορροπήσουμε εσωτερικά,
και να καταξιωθούμε στις συνειδήσεις των άλλων, οφείλουμε να
ακολουθήσουμε. Ο Τίμος Μαλάνος, εντάσσει
τον Καρυωτάκη στην ομάδα των καταραμένων ποιητών, και ιδιαίτερα των Γάλλων, με
προεξάρχοντα ηγέτη αυτόν του Σαρλ Μπωντλαίρ και του “Spleen”, που ο Καρυωτάκης μετέφρασε
ικανοποιώντας μάλλον τις ιδιοσυγκρασιακές του ανάγκες, ανακαλύπτοντας τις
ψυχικές του συγγένειες, τους κοινούς μαρασμούς των συνειδήσεών τους. Τα Άνθη
του κακού, αυτά τα τόσο εγκόσμια και διαχρονικά Pieces condamnes tirrees des Fleurs du mal, όπως είναι ο γαλλικός τους
τίτλος, μπορεί να χρεώνονται ιστορικά και λογοτεχνικά στον ποιητή Charles Baudelaire, αλλά είναι ποιητικές
καταθέσεις που ταιριάζουν σε κάθε καταραμένο ποιητή ανεξαρτήτου εθνικότητος ή
εποχής. Είναι το κοινωνικό σύμπαν μέσα στο οποίο αμετάκλητα επέλεξε να κινηθεί
ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι η προσπάθειά του μέσα σε ένα πεδίο πνευματικό να
υπάρξει κοινωνικά ή τουλάχιστον η προσωπική του φροντίδα να υπάρξει και να
επιβεβαιωθεί μπρος σε αυτό που του επιτάσσει η οικογενειακή του συνείδηση. Το
πνευματικό έργο, ίσως για τον Καρυωτάκη να μην είναι αντικείμενο λατρείας, ή
αφιέρωσης, ούτε πάλι μια αφηρημένη πνευματική προσταγή, αλλά ένας τρόπος
ύπαρξης λιγότερο καταστροφικός από την ίδια του την ύπαρξη και τα βάσανά του.
Είναι ίσως, μια αντιστροφή της πραγματικότητας μέσω της οποίας του δίνεται η δυνατότητα
να ξεπλύνει τις παιδικές του πληγές, την μειονεξία που οι άλλοι του φόρτωσαν. Ο
Καρυωτάκης, αφέθηκε στην κρίση των κοινών και ποταπών μέτρων των άλλων και αυτό
τον παγίδεψε, του έκαψε τα φτερά των ελπίδων της ζωής, τους τροφοδότες της
πίστης σε αυτήν την ίδια την ύπαρξη, την γυμνή και αγγελικά καταραμένη, που δεν
χρειάζεται τα ανελέητα μαστιγώματα των άλλων για να υπάρξει. Ίσως, μια στροφή
της σκέψης, μια κίνηση αποφυγής από το δεσμευτικά αρνητικά παρελθόν, μια
ονειροπόληση έστω και ανεδαφική, ένα αδιόρατο βλέμμα του κατά πρόσωπο πάνω στον
καθρέπτη των σκοτεινών ειδώλων των άλλων, να του πρόσφερε την απαραίτητη
παρηγοριά και γαλήνη, να του εξουδετέρωνε τις ενοχές, τις εσωτερικές του
αυτομαστιγώσεις. Το υπερευαίσθητο βλέμμα του Καρυωτάκη, περιγράφει ότι
απεχθάνεται περισσότερο και το αντικρίζει στην συμπεριφορά των άλλων,
εστιάζεται με πάθος σε ένα πληβείο σύμπαν που απεχθάνεται και μισεί. Ένα βλέμμα
που του επιτείνει την εσωτερική διχοστασία, ίσως και να του εξάπτει ένας είδος
τραγικού «δανδισμού», όμως η πεμπτουσία της ζωής, είναι πιο βίαιη, από την βία
που εξασκούν πάνω στους άλλους, τα ίδια
τα κοινωνικά υποκείμενά της. Η άρνηση της ηθικής κατανόησης των γύρω του, εκ
μέρους του ατόμου Καρυωτάκη, επισφράγισε και την διατήρηση του προσωπικού του
αδιεξόδου, παγίωσε και τον ατομικό του εγκλωβισμό, στα ούτως ή άλλως προσωπικά
αδιέξοδα του ανθρώπινου ζώου από τις απαρχές του είδους του πάνω στον περιστρεφόμενο
τυχαία και μηχανικά περί τον άξονά του, πλανήτη γη. Η λατρεία της ατομικότητας
σαν κοινωνική επιταγή πάντα επιφέρει την κλήση του ατόμου προς τον θάνατο, όπως
και η απάθεια προς την πνευματικότητα του μεγάλου πλήθους, τροφοδοτεί την κλίση
του προς την γενικευμένη παρακμή, πετρώνει το δημιουργικό πάθος των ιδεολόγων
και υπερευαίσθητων υπάρξεων σε αναισθησία, σε παρασιτικές κοινωνικές σχέσεις,
σε εξευτελιστικές πρακτικές. Μεταμορφώνει σε απάτη το αισθητικά ωραίο, το
καλλιτεχνικά άρτιο, καταργεί την σφραγίδα της μοναδικότητας της ατομικής
επιλογής, την σπανιότητα της εκφραστικής στιγμής και της προσωπικής σφραγίδας
του κάθε ειλικρινούς δημιουργού σε όποιον χώρο και αν ανήκει. Ο ποιητής Κώστας
Καρυωτάκης, δεν διεκδίκησε το μερίδιό του στη ζωή, γιατί προτού του διεκδικήσει
το σκιάχτηκε. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος, άφησε να κερδίσουν μέσα του οι
αρνητικές δυνάμεις που οι άλλοι με τον τρόπο τους του εμφύσησαν. Ο Καρυωτάκης,
δεν επεξεργάστηκε τις σατιρικές δυνάμεις που τον αναζωογονούσαν αλλά
αυτοκατηγορήθηκε, για αυτό, ούτε το ίδιο αυτό καθ’ αυτό το ποιητικό γεγονός δεν
του αρκούσε για να καλύψει τα τραυματικά κενά που ένιωθε μέσα και έβλεπε στις
ζωές των άλλων. Δεν μπορούμε να πούμε εκ των υστέρων, και μάλιστα για έναν
αυτόχειρα, και μάλιστα μετά το πέρασμα τόσων δεκαετιών εάν ο Καρυωτάκης σαν
άτομο και σαν δημιουργός απολάμβανε έστω και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα,
την πλασματικότητα ενός φανταστικού πορτρέτου που σχημάτισε για τον εαυτό του.
Και αυτό το διακρίνουμε ακόμα και στην πνευματική του περιπέτεια, στον τρόπο
που αντέδρασε όταν το περιοδικό της εποχής του, ο γνωστός μας «Νουμάς», δεν
ανακοίνωσε την έκδοση της ποιητικής του συλλογής. Δηλαδή η αβεβαιότητα που τον
κατάτρεχε ακόμα και της ποιητικής του αξίας, ή η επιβολή μέσω αυτής, της
υπεροχής της ατομικότητάς του, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον σαθρό. Τα
κείμενά του τα ποιητικά, σου δίνουν την αίσθηση ότι αισθάνεται στόχος των γύρω
του, σε αντίθεση με την αλληλογραφία του, ή άλλα του κείμενα, που σου δίνουν
αυτήν την ανθρώπινη αίσθηση αισιοδοξίας, της ηλικιακής του ωρίμανσης, της
φιλοτέχνησης της ζωής του πάνω σε ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, και όχι πάνω στο
σκοτεινό και άναρχο αμόνι του θανάτου. Ενώ ο επιστολικός του λόγος βγάζει μια
δυναμική, ο ποιητικός του αποπνέει μια επαναστατική παθητικότητα, και αυτό
εφόσον η σατιρική του διάθεση υπερβαίνει την πεσιμιστική του. Ο ποιητής Κώστας
Καρυωτάκης, κατόρθωσε με την ολιγόχρονη πνευματική του δυναμική πορεία να
διασώσει στον χρόνο το ποιητικό του σώμα, την ίδια στιγμή όμως, δεν κατόρθωσε
να θέσει σε ασφάλεια την σάρκα του. Σπάνια, μέσα στην ελληνική τουλάχιστον
γραμματεία, έχουμε δημιουργούς αναπασχόλητους και ετεροσυντηρούμενους, η
πλειονότητα πάσχισε και ακόμα πασχίζει να βγάλει τα προς το ζην, τόσο των ίδιων
όσο και των οικογενειών τους. Να θυμίσουμε το παράδειγμα του εργαζόμενου κυρ
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυτό του ποιητή Ανδρέα Κάλβου, του ποιητή Κώστα
Κρυστάλλη, και από τι πέθανε; Του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, του εργαζόμενου ως
διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη, και
εκατοντάδων άλλων, δεν είχαν όλοι οι έλληνες δημιουργοί, την οικονομική μάλλον
τύχη, ενός Διονυσίου Σολωμού, ενός Οδυσσέα Ελύτη, ενός Λάμπρου Πορφύρα. Ούτε
όλες οι εποχές βοηθούσαν τους διάφορους δημιουργούς και ιδιαίτερα τους ποιητές,
να ζήσουν από το έργο τους.
Ο Μαλάνος,
επανερχόμενος, σημειώνει ότι «Γι’ αυτόν η ποίηση είν’ ανάγκη, είν’ έκφραση ενός προσωπικού πόνου
που όσο δριμύτερος γίνεται τόσο σπαραχτικότερα ακούγεται το τραγούδι της» σ.
62, και παρακάτω, «Γι’ αυτό το λόγο κι ο
ποιητής αυτός, όταν αποφασίζει να βάλει τέλος στο δράμα του, έχει πεισθεί πιά
πως είναι μάταιο επίσης να εξακολουθήσει να ζει τη ζωή του μονάχα για να γράφει.
Η αλήθεια είναι ότι γι μιαν εποχή πίστευε κάπως σ’ ένα τέτοιο πράγμα. Μ’ αυτό δεν εξακολούθησε
πολύ. Το τραγούδι του θα τέλειωνε μαζί με την ζωή του…».
Και
πράγματι, ο αυτόχειρας ποιητής, και ο δημόσιος υπάλληλος από την Τρίπολη Κώστας
Καρυωτάκης, εμφανίζεται στα γράμματα με την συλλογή του που έχει τίτλο «Ο πόνος
του ανθρώπου και των πραμάτων», και κλείνει τον βιολογικό του κύκλο με την
συλλογή που έχει τον τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες». Τυχαίο; δεν νομίζω.
Το
δεύτερο, είναι του σύγχρονού μας Πειραιώτη θεατρικού συγγραφέα,
μυθιστοριογράφου και δοκιμιογράφου Άγγελου Βογάσαρη, με τίτλο «Ένας άνθρωπος,
μια ζωή, ένας θάνατος»-Κώστας Καρυωτάκης, Αθήνα 1968. Το μελέτημα έχει
διαστάσεις 14,5Χ21,5 σελίδες 88, και τιμάται 100 δραχμές, το βιβλίο κυκλοφόρησε
από τις εκδόσεις Σαμουράϊ, Χαριλάου Τρικούπη 23. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο
στον συγγραφέα Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, που παρεμπιπτόντως, έχει γράψει εξαίρετες
αναλύσεις για το έργο του Καρυωτάκη, δες Λυρικός Βίος τόμος Ε΄. Ο Πειραιώτης
κυρός πλέον συγγραφέας και παλαιός φίλος, Άγγελος Βογάσαρης,
(6/5/1925-27/4/2006) έχει πριν την μελέτη αυτή, εκδώσει μια ποιητική συλλογή με
τίτλο «Χαύνωση» και μια ψυχολογική κριτική βιογραφία για τον ποιητή Ανδρέα
Κάλβο.
Ο
Πειραιώτης συγγραφέας Άγγελος Βογάσαρης, υπήρξε ένα μορφωμένο άτομο, ένα
άτομο ευκατάστατο που του δόθηκε η δυνατότητα να σπουδάσει τόσο στο εσωτερικό,
όσο και στο εξωτερικό. Οι σπουδές του, περιλαμβάνουν και τον τομέα της
ψυχολογίας. Και κάτω από αυτό το πρίσμα στην δική του εργασία, εξετάζει και το
άτομο Κώστας Καρυωτάκης. Χρησιμοποιώντας τις θεωρητικές αρχές και επιστημονικές
αναφορές των ψυχολόγων της εποχής των αρχών του προηγούμενου αιώνα,
προσπαθεί να ανακαλύψει τα στοιχεία εκείνα και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας
του ποιητή, τόσο από το οικογενειακό του περιβάλλον, όσο και από την
συμπεριφορά του ίδιου, που χρόνια αργότερα, αφού συνέχισαν να βασανίζουν τον
ποιητή, τελικά τον οδήγησαν στην αυτοκτονία Ο Καρυωτάκης κατά τον Βογάσαρη, λόγω της υπερβολικής του ευαισθησίας,
αλλά και βασανιζόμενος από τα παιδικά του τραύματα, δεν κατόρθωσε να
προσαρμοστεί στο άμεσο περιβάλλον του, τόσο το επαγγελματικό, όσο και στο
κοινωνικό. Γράφει στην σελίδα 50:
«Γιατί η υπερειαίσθητη ψυχή του Καρυωτάκη δεν μπορεί
να κάμει συμβιβασμούς. Οι συμβιβασμοί τούτοι έπρεπε να γίνουν με τους
προϊσταμένους του. Ο Καρυωτάκης σαν καθαρά πνευματικός άνθρωπος, τίμιος,
ειλικρινής, δε μπόρεσε μα προσαρμοστεί στην κατωτερότητα που τους διακρίνει.
Δεν είχε προετοιμαστεί για τούτο. Αυτοί πάλι ανίδεοι στο πως πρέπει να φερθούνε
στον καθένα, ρουτινιέριδες, μαθημένοι να μεταχειρίζονται όλους με τον ίδιο
τρόπο, κάνοντας κάθε τι για να επιτύχουν τις ταπεινές επιδιώξεις τους, του
ματώνουν την καρδιά. Τον γεμίζουν αηδία.
Σκέφτομαι αλήθεια, πόσο λανθασμένες είναι κάποτε οι
σχέσεις των ανθρώπων. Πόσοι πνευματικοί άνθρωποι χάθηκαν γιατί δεν μπόρεσαν να
προσαρμοστούν στην εξισωτική μανία του αντιπνευματικού πλήθους. Γιατί δεν είχαν
την δύναμη ν’ αντισταθούν εσωτερικά. Πόσοι δεν έχασαν τον προσανατολισμό τους! Πόσοι
δεν ρήμαξαν κάτω απ’ τα στόματα των λύκων που τους ξέσκισαν το στήθος. Τους
ξερρίζωσαν την καρδιά!
Πως είναι
δυνατόν ένας άνθρωπος που, σαν ήταν ακόμα παιδί, μεσ’ τα παιδιά, δε μπόρεσε να
ξεπεράσει την κατάσταση της άρνησης, πως θα ήταν δυνατόν να το κάμει τούτο,
τώρα που αρχίζει το μεγάλο πανηγύρι!...»
Ο Άγγελος
Βογάσαρης, δεν εξετάζει τον ποιητή, αλλά τον άνθρωπο Καρυωτάκη, τον πληγμένο
εσωτερικά χαρακτήρα, που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να φορέσει την αναγκαία
πανοπλία για να προστατευτεί από τα βέλη των γύρων του. Ο Βογάσαρης, μας μιλά
ακόμα και για την δυσπροσαρμοστικότητα του ποιητή απέναντι στις γυναίκες, και
ιδιαίτερα την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που όπως φαίνεται χειραφετημένη από
πολύ νωρίς, «σπατάλησε» ή θέλησε να γλεντήσει την ζωή της πέρα από κοινωνικές
νόρμες και απαγορεύσεις, έχοντας μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα που δεν
αντιπροσώπευε ούτε την άποψη των αντρών για τις γυναίκες εκείνη την εποχή,
αλλά, ούτε και την θέση της γυναίκας που ο ρόλος της ήταν καθαρά μηχανιστικός,
δηλαδή, μέσα στον οικογενειακό οίκο ή τον γυναικωνίτη, να γεννά
παιδιά και να τα μεγαλώνει. Τα δεσμά και τις απαγορεύσεις της πατριαρχικής
κοινωνίας, όπως μας δείχνουν τα γραπτά του Καρυωτάκη, ούτε και εκείνος
κατόρθωσε να τα σπάσει, ή να τα ξεπεράσει.
Ο Άγγελος Βογάσαρης, ελάχιστα και σχεδόν αμελητέα
αναφέρεται στην ποιητική κατάθεση του Καρυωτάκη, σέβεται τις απόψεις του Ι. Μ.
Παναγιωτόπουλου για τον ποιητή, γνωρίζει τις απόψεις του κριτικού Τέλλου Άγρα,
φαίνεται να έχει μπροστά του την πρώτη έκδοση των Απάντων του 1938, με την
εισαγωγή του φίλου του ποιητή, αλλά τον ενδιαφέρει η προσωπικότητα του
Καρυωτάκη, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του, η πληγωμένη του ατομικότητα, η
θρυμματισμένη του υπερηφάνεια. Τον αντιμετωπίζει σαν τον ιδεαλιστή διανοούμενο,
που οφείλει να ξεκόψει από την μάζα την αγράμματη και ανθρωποβόρα, την
εκδικητική και υστερόβουλη, την αδιάφορη σε κάθε ιδιαίτερη ευαισθησία, την
εχθρική σε υπερευαίσθητες ψυχές όπως αυτή του Κώστα Καρυωτάκη. Ο Βογάσαρης
ρίχνει το βάρος της ερευνητικής του ματιάς στην παιδική ηλικία, και πως αυτή
στάθηκε ο μεταγενέστερος καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη του ποιητή, εκεί
εστιάζει και την αιτία της αυτοκτονίας του, και όχι στην σεξουαλική του
αρρώστια.
Είναι ενδιαφέρον πάντως, ότι 30 χρόνια μετά την
έκδοση των Απάντων του Κώστα Καρυωτάκη, ξεκινά ένα νέο ενδιαφέρον για τον
ποιητή και το έργο του. Ας μην ξεχνάμε, ότι δύο χρόνια νωρίτερα, το 1966,
επανεκδίδονται τα Άπαντά του, σε επιμέλεια του καθηγητή Γιώργου Σαββίδη, και
ουσιαστικά, από εκείνη την χρονιά, αρχίζει η νέα ενασχόληση με τον αυτόχειρα
ποιητή της Πρέβεζας, που εξετάζει τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του κάτω από
μια νέα οπτική και ερμηνευτική, τόσο του ιδίου, όσο και των άλλων ποιητών του
μεσοπολέμου-δες Ναπολέοντα Λαπαθιώτη-που σημάδεψαν την εποχή τους, και που η
φωνή τους άλλοτε ασθμαίνοντας και άλλοτε όχι, προσπαθεί να βρει νέους δρόμους
επικοινωνίας με τους σύγχρονους αναγνώστες, τώρα πλέον, που ο παραδοσιακός
στίχος έχει σε ένα μεγάλο μέρος των δημιουργών λησμονηθεί, και η μοντέρνα
εποχή, με τον κάθε είδους μοντερνισμός της έχει απομαγεύσει τον κόσμο, και κατ΄
επέκταση και την τέχνη που τον καθρεφτίζει στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Το κατοπινό μελέτημα που έπεται, είκοσι δύο χρόνια
μετά, του Πειραιώτη ποιητή, Στέλιου
Γεράνη, φαίνεται ότι αγνοεί πανηγυρικά την μελέτη του Άγγελου Βογάσαρη. Αυτά
συμβαίνουν πάντα καθ’ άπασαν την ελληνική επικράτεια, και ουχί μόνον στην
Μακροτειχισμένη πόλη μας.
Το τρίτο
μελέτημα, είναι αυτό του Πειραιώτη ποιητή, δοκιμιογράφου και βιβλιοκριτικού
κυρού Στέλιου Γεράνη, με τίτλο «Κώστας Καρυωτάκης»-Χωρίς αυθαιρεσίες και
παραμορφώσεις, εκδόσεις Παν. Γ. Σοκόλη 1990, οδός Γραβιάς 10-12 Αθήνα. Το
σχέδιο που κοσμεί το πορφυρού χρώματος εξώφυλλο του βιβλίου, είναι του ηθοποιού
και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου που συνδέθηκε με την πόλη μας και τους
πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του.-Τον Μάριο Νικολινάκο, αυτόν τον
πανέμορφο άντρα και καλλιτέχνη, μου τον γνώρισε από κοντά ο Άγγελος Βογάσαρης,
και τον επισκεφτήκαμε αρκετές φορές στο ατελιέ του που ζωγράφιζε και σχεδίαζε
ακόμα.- Έχει διαστάσεις 14Χ21και 96 σελίδες. Οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι οι
διορθώσεις και η τυπογραφική επιμέλεια του βιβλίου, έγιναν από τον ποιητή Θωμά
Γκόρπα. Ο επιφανής Πειραιώτης ποιητής και κριτικός Στέλιος Γεράνης, ψευδώνυμο
του Στέλιου Παναγιωτόπουλου (5/12/1920-3/2/1993) που παρουσιάστηκε στα ποιητικά
γράμματα με την συλλογή «Μεταπτώσεις»(1944), έχει εκδώσει εκτός από την μελέτη
του για την ποίηση του «Νικηφόρου Βρεττάκου» Θερμοπύλες 1962 και αρκετές
ποιητικές συλλογές, πριν το μελέτημά του για τον Κώστα Καρυωτάκη. Είχα την τύχη
να τον γνωρίσω από κοντά, τόσο τον ίδιο όσο και την φιλόξενη πάντα σύζυγό του
κ. Νανά Γεράνη και την αδερφή της στην οικία του ποιητή στο Φάληρο. Θυμάμαι
όταν μου αφιέρωσε το βιβλίο μιλήσαμε και για τον ποιητή και την επίδραση που
άσκησε στους ποιητές της γενιάς του, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σημεία
Καρυωτακικής ποιητικής επιρροής, συναντάμε και στον ποιητικό έργο του Στέλιου
Γεράνη. Ο επιμελητής των Απάντων του ποιητή καθηγητής και συγγραφέας Θεοδόσης
Πυλαρινός, στις σημειώσεις της εισαγωγής του στον πρώτο τόμο, σ.49 σημείωση 79,
αναφέρει τα εξής:
«Καρυωτακικές επιδράσεις μπορεί να διαπιστώσει
κανείς στο ποίημα «Μπορείς», σ. 7 (Κι ακόμα-πες μου-πως εσύ ν’
αδιαφορείς/γράφοντας στίχους άρρωστους αντίκρυ στο φεγγάρι), και
«Αποτελμάτωση», σ.22 (Θα τη φθείρεις την πικρή ζωή σου/στα που δεν μπορείς να
τ’ αγαπήσεις...) Από τον Κώστα Βάρναλη, στο ποίημα «Χωρίς σαλπάρισμα», σσ.
18-19, και «Μπορείς», ό.π. Από τον Νίκο Καββαδία….» Οι σελίδες που παραπέμπει ο
επιμελητής δεν αναφέρονται στην έκδοση των Απάντων του Στέλιου Γεράνη, των
εκδόσεων Σοκόλη 1998, αλλά στις πρώτες εκδόσεις του ποιητή. Σίγουρα, ο ποιητής
Στέλιος Γεράνης έχει επηρεαστεί από τον αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας, η
προσεκτική μελέτη των ποιητικών συλλογών του Γεράνη, θα μας φανερώσει πολλές
ενδοκειμενικές ποιητικές συνομιλίες, εικόνες ποιητικές που θυμίζουν έντονα τις
αντίστοιχες του Καρυωτάκη, ορισμένες φορές η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ορισμένων
ποιημάτων του, το ύφος τους κλπ. Μια εκτενέστερη όμως μελέτη επί του θέματος
των διαφόρων επιρροών-ιδιαίτερα στις πρώτες του συλλογές-θα ξέφευγε από τα όρια
του παρόντος σημειώματος. Αξίζει να σημειώσουμε όμως, ότι στον δεύτερο τόμο των
Απάντων του ποιητή Στέλιου Γεράνη, στο ποίημα «Χαρτοπαιξία ‘87» σελίδα 312, της
τελευταίας του συλλογής «Ξαναβρήκα την ποίηση», εκδ. Σοκόλης 1991, υπάρχει
ψήγμα Καρυωτακικού στίχου. «…κι ο ήλιος/θάνατος μέσα στους θανάτους», που μας
δείχνει ότι, στον ποιητή αυτόν της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, η συζήτηση με
το έργο του Καρυωτάκη είναι συνεχής. Ας μην μας διαφεύγει ακόμα ότι, ο Γεράνης,
πριν εκδώσει αυτοτελώς το μελέτημά του για τον Κώστα Καρυωτάκη το 1990, έχει
δημοσιεύσει δύο άρθρα του για τον ποιητή. Το ένα είναι ένα χρόνο πριν στο
παραδοσιακό περιοδικό Νέα Εστία τχ.1488/1-7-1989, με τον τίτλο «Κώστα
Καρυωτάκης, ανθρώπινες και ποιητικές ανιχνεύσεις», και το δεύτερο, στον ετήσιο
τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς 1990 του Μαυρίδη, «Ο Καρυωτάκης ο τραγικός
αυτόχειρας της Πρέβεζας», χρονιά που κυκλοφορεί και το μελέτημά του. Σαν
δηλαδή, τα δημοσιεύματά του, να προαναγγέλλουν το κύριο μελέτημα.
Η αγάπη
για το έργο του Κώστα Γ. Καρυωτάκη, από τον ποιητή Στέλιο Γεράνη, είναι εμφανής
σε όλο το βιβλίο. Ο Γεράνης, μιλά επιτιμητικά για τις αρνητικές κρίσεις τόσο
του ιστορικού της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαρά, όσο και για εκείνες του πεζογράφου
Γιώργου Θεοτοκά, μιλά με έναν τρόπο απαξιωτικό για τις κρίσεις τους και κάπως
υπερβολικό για το έργο των ίδιων. «Βέβαια δε γίνεται λόγος για δύο, πεθαμένους
πνευματικά κριτικούς και λογοτέχνες, τον Κ. Θ. Δημαρά και τον Γιώργο Θεοτοκά,
που παρ’ αξίαν υπερεκτιμήθηκε το έργο τους, σε σχέση με άλλους ενταφιασμένους
στις καλένδες της Γραμματολογίας…» σ.12. Απορριπτική είναι η στάση του Γεράνη και για
τις κρίσεις των αριστερών κριτικών όσο και των αστών, όπως αναφέρει, που δεν
εκτίμησαν ορθά το Καρυωτακικό έργο. Δεν ενστερνίζεται ακόμα, τις κρίσεις του
Μαλάνου για την αρρώστα του Κώστα Καρυωτάκη, που πρώτος αυτός αναφέρει στο
μελέτημά του, και ίσως συνέβαλε, στην αιτία θανάτου του. Βασισμένος πάνω στη
σπονδυλική στήλη των πολλών κρίσεων για το έργο του Καρυωτάκη, αλλά και στο ίδιο
το έργο, μας δίνει μια εικόνα αισιόδοξη και κάπως υπερβολική για τον ποιητή,
χωρίς να τον αδικεί ή να τον αγιοποιεί.. Από τα αρνητικά πυρά του Γεράνη δεν
ξέφυγε ούτε ο Αλέξανδρος Αργυρίου δες σ. 53. «Το ζήτημα «αν οι εκφραστικοί
τρόποι του Καρυωτάκη γονιμοποίησαν άλλες ποιητικές συνειδήσεις» το έθιξε ο
Αλέξανδρος Αργυρίου σε μια «Αναψηλάφηση Καρυωτάκη» (Το Βήμα 20/11/1971) με
μειωμένης οξυδέρκειας συλλογισμούς…».
Ασχολούμενος με το «ματωμένο φάντασμα του Καρυωτάκη που ξαναεμφανίζεται
μπροστά μας, που σε μια περίοδο της ζωής μας το παρακολουθήσαμε να μας γνέφει
από μακριά…» όπως γράφει στην αρχή της μελέτης του σ. 9, ο Στέλιος Γεράνης,
ξεφεύγει ορισμένες φορές από τους καθαρούς στόχους της κριτικής και κερδίζει
την γραφίδα του, η αριστερή ιδεολογική του «σκοπιμότητα». Συνεπής αγωνιστής
στον χώρο της κομμουνιστικής ιδεολογίας ο πειραιώτης συγγραφέας, αφήνεται
μάλλον να τον κερδίσει ο επαναστατικός ελπιδοφόρος οίστρος του παρά η νηφάλια
σε πολλά της σημεία γραφίδα του. Έστω όμως και με αυτόν τον τρόπο, το «ματωμένο
φάντασμα» του ποιητή βρίσκει την δικαίωσή του, και παραμένει δημιουργικά παρόν
και επίκαιρο, και στις μέρες μας. Ας συμπληρώσουμε ακόμα, ότι στις μέρες μας εν
έτη 2016, υπάρχει ακόμα μια πνευματική διαμάχη όσον αφορά, την αντιμετώπιση του
ποιητή Κώστα Καρυωτάκη τόσο από τους ποιητές της αριστεράς, με προεξάρχοντα την
αρνητική κριτική του Βασίλη Ρώτα, όσο και από την πλευρά της γενιάς του 1930,
με αντίστοιχη αρνητική κρίση του ιστορικού της Λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Θ.
Δημαρά. Ο ομότιμος πλέον καθηγητής πανεπιστημίου, ποιητής και κριτικός Νάσος
Βαγενάς, εξέδωσε πρόσφατα την συλλογή των μελετημάτων του, συμπληρωμένη, που
απαντά αρνητικά στις απόψεις του κριτικού της λογοτεχνίας Κώστα Βούλγαρη που
μιλά σε κείμενά του και εκείνος απαξιωτικά για πρόσωπα της γενιάς του 1930,
θέσεις που έχει καταθέσει τόσο στο μελέτημά του για τον Καρυωτάκη, όσο και σε
άλλα του δημοσιεύματα. Το βέβαιο είναι πάντως, ότι ο Καρυωτακικός ποιητικός
λόγος, παραμένει παρών, μέσα στο ποιητικό σώμα των σύγχρονων ποιητών και
δοκιμιογράφων. Δυστυχώς, η αριστερή διανόηση στην Ελλάδα, έθαψε πολλές
αξιόλογες ποιητικές φωνές, χωρίς να σημαίνει ότι και από την άλλη πλευρά, της
αστικής ματιάς και ερμηνευτικής, δεν έγινε το ίδιο. Σήμερα όμως, εν έτη 2016
που τα ιδεολογικά τείχη έπεσαν, και οι κοινωνίες δεν έχουν ανάγκη τα ιδεολογικά
δεκανίκια των προηγούμενων αιώνων, ατόφιο το ποιητικό σώμα των ποιητών
συνομιλεί μαζί μας, σε όσους ελάχιστους θιασώτες του ποιητικού λόγου. Δεν
σημειώνω ξανά τα κριτικά σημειώματα για το βιβλίο του Στέλιου Γεράνη που έχουν
δημοσιευτεί στον τύπο στην εποχή του, μια και τα έχω αναφέρει στην γενική
βιβλιογραφία για τον Κώστα Γ. Καρυωτάκη.
Αυτές είναι οι τρείς μελέτες που εκδόθηκαν
αυτοτελώς, από Πειραιώτες δημιουργούς για τον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη.
Προσθετικά αναφέρω, ότι από τον Πειραιά, σε μια
γρήγορη έρευνα που διεξήγαγα, εκτός από
εμένα, που έχω δημοσιεύσει το κείμενο στην Φωνή του Πειραιώς, και έγραψα τα
σημειώματα για τον Καρυωτάκη, στο μπλοκ, στο περιοδικό της Φιλολογικής Στέγης,
έχουν δημοσιευτεί ποιήματα του ποιητή, δες πχ. τχ. 17/7,8,9,2008, καθώς και ο
Πειραιώτης κριτικός και συγγραφέας και διευθυντής για ένα διάστημα, του λογοτεχνικού
περιοδικού Νέα Εστία, Ευάγγελος Ν. Μόσχος, στα εξής βιβλία του αναφέρει το
όνομα του Καρυωτάκη, μιλώντας για βιβλία και μελέτες άλλων που αναφέρονται σ’
αυτόν.
Α) Αποτιμήσεις-Δοκίμια και μελετήματα, εκδ. Ίκαρος
1978, σ.104
Β) Μύρο και Δάκρυ-Δοκίμια και μελετήματα, εκδ.
Ίκαρος 1988, σ.167,238
Γ) Θέματα και Μορφές-Ανιχνεύσεις Ιστορίας,
Λογοτεχνίας και Κριτικής, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων 1989, σ.44,45,57,92
Δ) Οράματα και Θεωρήσεις-Λογοτεχνικά Δοκίμια, εκδ.
Τάσος Πιτσιλός 1995, σ.37
Η ΖΩΗ ΤΟΥ
«Ξυπνώντας,
ένιωθε γύρω του μια καθαρότητα, κάτι σαν ατμόσφαιρα νοσοκομείου, μια εντύπωση
ευχάριστη, σα να είχε βαθιά
αναστενάξει-‘ενιωθε πάντα μια σύντομη χαρά, όση χαρά του είχε απομείνει.
Καθώς κάποιο αόρατο χέρι να κρατούσε στο
βυθό τα φύλλα και τα νεκρά ξύλα και τον πηλό που θ’ ανέβαιναν σε λίγο στην επιφάνειά
της, η σκέψη του μπορούσε τώρα να λαμποκοπά, στραμμένος προς τον ουρανό καθρέπτης,
λίμνη όπου πράσινες και χρυσές πλάκες φωτός απλώνονταν κι έσβηναν ασύλληπτες, χωρίς
να πάρουν σχήμα, μπαίνοντας σαν γενιές η μία στη θέση της άλλης, βιαστικά-βιαστικά,
με το φόβο της πετριάς που θα τις διέλυε. Η εντύπωση εκείνη διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα.
΄Υστερα
ερχόταν η μνήμη κρατώντας στο ένα χέρι τα φίδια του παρελθόντος και στο άλλο τη
σκοτεινή απαντοχή.
(Εδώ υπάρχει
μια σιωπή μεγάλη, ένα κενό που θα μπορούσε να χωρέσει όλες τις πλαδαρές φιγούρες
της πραγματικότητος).
Κάποιο πρωί, στην ατμόσφαιρα αληθινού ίσως νοσοκομείου,
αφού ανέπνευσε βαθιά, καθώς άλλοτε, δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει.
Κι αυτό ήταν η ζωή και ο θάνατος του φίλου μου.»
Κώστας Καρυωτάκης, «Τα τελευταία κείμενα»
Και
κλείνοντας το σημείωμα αυτό, αναφέρω τέσσερεις ακόμα τίτλους βιβλίων που
συναντάμε το όνομα του Κώστα Γ. Καρυωτάκη.
-Στάθης Μάρας, Η Εφτανησιώτικη Σχολή. Στον τόπο της
και στην εποχή της, εκδ. Καστανιώτη 1998
-Ανδρέας Μπελεζίνης, Εύσημοι και Άσημοι Λόγοι
Κριτικά Μελετήματα,
εκδ. Θέμα 1988
-Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά
Ψευδώνυμα 1800-2004, εκδ. Εστία 2005
-Γιάννης Χατζίνης, Πρόσωπα και Ψυχές
(Καρυωτάκης/Νιρβάνας/ Περικλής Γιαννόπουλος/Φώτος Πολίτης/Ελισσαίος Γιαννίδης/
Νίτσε/ Ντ’ Αννούντσιο/Μαίτερλιγκ), Αθήνα 1939.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα, Κυριακή, 7 Φεβρουαρίου 2016
Πειραιάς, 7/2/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου