Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Ποίηση του Έρωτος

Love Poetry

«Γράφω όπως ανοίγει κανείς τις φλέβες του.
Γράφω για ν’ αναβάλω μιαν ομολογία, κάθε γραφή πρέπει να ήταν για μένα κάτι σαν την αναστολή μιας πνοής.
Κανένας δεν ομολογεί, γιατί δεν μπορεί να το θέλει. Η πιο δυνατή θέληση σταματά στο σύνορο της ουσιαστικής ομολογίας…..
                                                             Γιώργος Σεφέρης
Μνησιπήμων πόνος ο Έρωτας, λιοστάσι των παθών του βίου του καθενός και καθεμιάς, αλέθει σώματα και ψυχές, οδηγεί τα άτομα στο φιλιατρό των ονείρων, αιχμαλωτίζει συνειδήσεις, φυλακίζει επιθυμίες, οδηγεί σε αμάχη τους ερωτευμένους, δημιουργεί παθιασμένες αντιζηλίες, αναιρεί συνήθειες, μεταβάλλει καταστάσεις, πυρώνει τα σώματα μέχρι να τα κάνει στάχτη. Θαλάσσια της τύχης πλοία πλέωσι γέμοντα έρωτος τα ερωτευμένα άτομα, αναζητούν στα μανικά σπλάχνα της Αφροδίτης-Αφροσύνης τα χαμένα τους λογικά. Την ανήλικη αθωότητά τους, την ψευδαίσθηση της αιωνιότητάς τους, τα γκέμια της αδαμιαίας γύμνια τους. Ερωτευμένα πρόσωπα, αστερισμοί νοτισμένου πάθους ονείρων, οι καρδιές τους “Nos deux coeurs seront deux vastes flambeaux/ Qui reflechiront heurs doubles lumieres…”, που τραγουδά ο Baudelaire, καθρεφτίζονται στον καθρέφτη της ηδονής. Πεινασμένοι λύκοι οι ερωτευμένοι, κατασπαράσσουν την σάρκα που ποθούν, τσακάλια βακχικής μανίας που οδηγούν τα ερωτευμένα πρόσωπα σε ευτυχισμένες απέραντης συμφοράς λιβάδια. Ο έρωτας μας τιμωρεί γιατί δεν μάθαμε να αγαπάμε την ερημιά μας, μας στιγματίζει γιατί αρνούμαστε να αποδεχτούμε την μοναξιά μας, τα κορμιά μας λυγίζουν εμβληματικά μέσα στη λήκυθο του χρόνου, γερνούν θριαμβικά ενώ αρνείται πεισματικά να γεράσει η σκρόφα ψυχή μας. Το είδωλο, το είδωλο, το είδωλο της ομορφιάς ποιος θα το θρυμματίσει, ποιος θα το κηλιδώσει, ποιος θα ξορκίσει τον οφθαλμό της αναγέννησης, αυτό που μας στοιχειώνει, αυτό που μας καταστρέφει, αυτό που μας καταθλίβει. Επιθυμίες οιακισμοί κεραυνών, εκσφενδονίζονται αενάως από τα ροζιασμένα και πληγωμένα κορμιά μας. Χαλεύει ο νους μου το Σώμα-Σήμα του Άλλου. Και ο Άλλος, περιπλέκεται στις συμπληγάδες του δικού μου κορμιού, στο αιώνιο και αέναο σκευοφυλάκιο του Έρωτα.
Αυγάζει ο θάνατος με έρωτα, αυγάζει ο έρωτας με θάνατο και μπουμπουκιάζει η ζωή των θνητών όντων.    
Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς
--
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί
--
κι είχες στο νού σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό
--
μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.
                   ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ    
Gay Boys
Those two young men, dancing quietly together in a corner
To the slow fox of ‘Moonlight on the Ruined Castle’
Are nice to watch-I don’t  Know why-in this gay but ghastly bar.
Something in their close embrace’s calm
Neutrality than moving a perfect unconcern, their bodies
Innocent conspiracy, appears to make them twins,
Their pale monkey faces mischievous and pure
Beneath the hairs’ is black tomboy fringe.
--
Image of an ideal that in not only Greek,
The preserve an oriental poise, involuntary ignorance
Of  private misery. Behind the sooty fans of their tilted lids
Paculiar inclinations, their eyes dark ellipses-slightly
Shift, like leaves glimpsed through holes in a paper screen.
Their pale mouths curve, flowers of blotted ink,
Into each other’s cheeks. At the tips of their fine hands
The brown fingers make their nails bright pink.
--
Neither guilt not passion moves them, neither do they think
Of happiness, a concept unnecessary to enjoyment.
Untroubled creatures of the spirit’s jungle,
They neither smile nor weep, but turn their open masks
To look no further than the moment and each-other.
Mirroring the long, cool record’s easy play.
Knowing no reason why they should not be so.
They dance together, and are truly gay.
                JAMES KIRKUP
PENSIEROSO
Η νύχτα δεν είναι πιά νύχτα. Ένα
διάφανο κάλυμμα τη σκεπάζει
κάτι σαν πάχνη ή σαν αγιάζει:
Γεροντοκόρη με λυμένα
--
μαλλιά. Η επίχρυση καδένα
που της ξεκόλλησε το τοπάζι.
Κλειστό παράθυρο που μπάζει
από παντού. Σπασμένη αντένα.
--
Σ’ αναζητώ καθώς βραδιάζει
όπως το πρόβατο τον ποιμένα.
Κι είναι η ψυχή μου κόκκινη αρένα.
Ή μάλλον ταύρος που σφαδάζει.
                   ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ
Όλα μπορείς να τα σωπάσεις,
όμως ποτέ τον έρωτα
την ώρα που ανοίγουν τ’ άστρα,
όταν αρχίζει στην καρδιά η μουσική
και κόβονται γλυκά τα γόνατα.
--
Τότε σε οδηγούν τα βήματά σου.
                   ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω τον σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.
--
Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
--
Δεν περνούν από δώ ξυλοκόποι.
                   ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
LESBIAN
Your petals open wet
to cradle my fingers
and I think tomorrow
I will scrawl
In red paid
On the town hall
that behind the word lesbian
stinking in men’s mouths,
rhyming with perversion and revulsion,
was always this word
with a soft I like in laughter and lilac
and an’ s’ that  tenderness dissolves into
as your petals open wet
to cradle my fingers.
                   PAULA JENNINGS
Η ΑΙΩΡΑ
Κι όμως μπορώ ακόμα ν’ αγαπώ την Ιοκάστη
να λαχταρώ τα χάδια της, την τρυφεράδα
όταν ορμηνεύει τις θυγατέρες της
ή σκυθρωπή μαλώνει για τις τρέλες τους
τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
--
Την βλέπω τώρα
να κρέμεται από την αναπότρεπτη αιώρα
κι όμως εξακολουθώ να τη γυρεύω
όπως την έβλεπα στα όνειρά μου
και νιούτσικο με λίκνιζε στην αγκαλιά
και τα φιλιά της.
--
Κρέμεται στην αιώρα
κι έτσι πάντα θα κρέμεται στα όνειρά μου
θα κατεβαίνει ανάλαφρη πριν κοιμηθώ τη νύχτα
για να μου χαϊδέψει τα μαλλιά
να μου επαναλάβει ότι μ’ αγάπησε
όπως ποτέ δεν αγάπησε το Λάιο
κι ύστερα θα τυλίγει ξανά το βρόχο στο λαιμό της
για να ‘ρθει πλάι μου στο επόμενο όνειρό μου.
                   ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
(άτιτλο)
Εσείς, ναύτες του απομεσήμερου
Δύτες που βγάλατε το οξυγόνο στις παραλίες
αν τον δείτε πείτε του, το ξενοδοχείο
κείνο που ήξερε-σκάλα και δωμάτια ριγμένα στη σιωπή
γίνηκε μπορντέλο.
--
Εγώ υπάλληλος σε μαγαζί με κλεισμένα τα βιβλία.
                   ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
CLING TO ME
Cling to me, love and dare not let me go;
Kiss me as though it were our time to die,
And all our comradeship had drifted  by
Who knows what face tomorrow’s dawn may show?
All the night opens round us, dear, and Io,
Mysterious deeps wherefrom the unseen eye
Of formless dread is gazing sleeplessly!
Over our love what shelter can I throw?
--
How long have we been seeking, and how far,
With time and space betwixt us, till at last
Our instant life makes glory of my pain?
That awful Night is round us. Star on star
Calls us to wander, when our moment’s past,
-Perchance upon that desolate quest again.
                    JOHN LE GAY BRERETON
ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ
Τίποτα δεν είναι πιο πικρό
από το γυρισμό του Σαββατόβραδου
ανάμεσα σε λάγνους εραστές
και σε χυδαίες ερωμένες.
--
Σταυρωμένος από κάποια χειρολαβή
του τελευταίου λεωφορείου
--
και η μοναχική αξιοπρέπεια
κατάστικτη
από την περιέργεια του νυσταγμένου εισπράκτορα
και του γενειοφόρου νεανίσκου
που αλλοίμονο παριστάνει
τον προοδευτικό προλετάριο.
--
Τίποτα δεν υπάρχει πιο πικρό.
                    ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ     
ΥΦΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΙΧΤΥ
Χέρια τον παρατούν
ξένα χέρια τον παίρνουν
στον Κιθαιρώνα
-χέρια του οίκτου
--
Και τ’ άκληρα χέρια
τις πληγές φρόντισαν
στην αγκαλιά τον κανάκεψαν
-χέρια της αγάπης.
--
Βασιλικός γιός
στην Κόρινθο.
                   Πρώτος
στα όπλα στ’ αθλήματα
στα λόγια τα αινίγματα.
Σκοτεινός κάποτε παράφορος
μ’ ένα κακό όνειρο συχνά:
τα σφυρά που οι ουλές
ο τόπος, στενός
τα λόγια που πληγώναν
ποιος είμαι
ρωτιόταν η φωνή,
--
Ήταν έτοιμος πια
να ξεκινήσει
-μη ξέροντας για πού.
                   ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΠΑΡΘΕΝΗΣ           



Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμίν άρειον μη γνώναι; Μετ’ αγνοίας γαρ των οικείων κακών αλυπότατος  ο βίος, ανθρώποις δε και πάμπαν ουκ εστί γίγνεσθαι το πρώτον άριστον, ουδέν μετασχείν της του βελτίστου φύσεως, το μέντοι μετά τούτο και το πρώτον των άλλων ανυστόν, δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα.
                                       Προς Απολλώνιον
Σημειώσεις. Χρησιμοποιήθηκαν τα εξής βιβλία:
•Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α΄,16/2/1925-17/8/1931, Ίκαρος 1975
•Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος 1972
•HOMOSEXUAL VERSE, edited by Stephen Coote, The Penguing Books 1983
• Νάσος Βαγενάς, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ποιήματα 1974-2014, Κέδρος 2015
•Γιώργος Ιωάννου, ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ και κάποια άλλα ποιήματα 1954-1963, Ερμής 1973
• Μανόλης Αναγνωστάκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971, Πλειάς 1975
•Τάσος Γαλάτης, Ο σημειωμένος, Τυπωθήτω 2005
•Γιώργος Χρονάς, Τα ποιήματα 1973-2008, Οδός Πανός 2008
•Μιχάλης Πετρίδης, Ο ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, Μυτιληναίος 1980

• Άγγελος Σ. Παρθένης, Άτης ή οι Λαβδακίδες, Τυπωθήτω 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου