Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Ανθολογία ποιημάτων για τα Σκυλιά


Ποιήματα ξένων ποιητών για τα σκυλιά
     Tant ayme on chien qu’ on le nourrist.
                                                   Francois Villon


TYMOTEUSZ KARPOWICZ-(Τιμότεους Καρπόβιτς)
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΠΟΥ ΓΑΒΓΙΖΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Ο σκύλος γάβγιζε τον εαυτό του
στο σπιτάκι του
Απ’ το κεφάλι
μέχρι ουρά
Θα συνέχιζε να γαβγίζει
αλλά σταμάτησε κάποτε
μετρώντας τέσσερα πέλματα
απέναντι

Τώρα κρύβεται
στο φεγγάρι
όχι ένας σκύλος
αλλά ένα κιβώτιο
με το γάβγισμα
βγαλμένο έξω

η αλυσίδα
δίπλα του
έχει ένα δαχτυλίδι
ειρωνείας
--
VLADIMIR HOLAN-(Βλαντιμίρ Γόλαν)
ΑΝΑΜΕΣΑ
Ανάμεσα στην ιδέα και τη λέξη
υπάρχει πιο πολύ απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε.
Υπάρχουν ιδέες που γι’ αυτές δεν βρίσκονται λέξεις.
Η σκέψη χαμένη στα μάτια ενός μονόκερου
εμφανίζεται ξανά στο γέλιο ενός σκύλου.
--
RUPERT BROOKE
Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
  Όλοι κοιμόντουσαν στην πόλη ακόμα,
  Σαν βγήκ’ ο ήλιος με σάλτο στον αιθέρα.
  Στους άδειους δρόμους, αθέατος από κάθε βλέμμα,
  Χορεύει ένας μικρός σκύλος. Κι άρχισ’ η μέρα.

Όλη τη ζωή του ήταν καλό, όσο μπορούσε αυτό
Κι είχε κάνει το ζώο το φτωχό κάθε τι πούτανε σωστό.
Μά όρκο πήρε κείνο το πρωϊ στη Σκυλήσια Βαλχάλλα
Στον Οντίν και στον Θόρ-δεν θα δεχόταν άλλα!

Δεκτή έτσι η προσευχή του να κάνει ό,τι τραβά η όρεξή του,
Κανείς μη τον εμποδίσει, όσο κρατάει μια μέρα.
«Τώρα θα προσπαθήσω, όλους να τους ξυπνήσω,»
Είπε σκυλο-Λατινικά, “Euge! Sophos! ούρρα!»

Τσακωνόταν με τους σκύλους κι έκλεινε μάτι στις σκύλες,
Κάτι πού πρωτύτερα δεν είχε ποτέ ακουστεί.
«Για της λαιμαργίας το στίγμα δεν δίνω ούτε δραχμή!»
Φώναξε και κατάπιε ό,τι μπορούσε-κι ακόμα πιο πολύ.

Πετσόκοψε για τα καλά γριών στριμμένων τα κανιά,
Ξέσκιζε τους πιτσιρίκους-να τους πιάσει σαν μπορούσε.
Λυσσασμένος τάχα για καλά, δάγκωνε όλα τα μωρά,
Γάτες κυνήγαγε στα δέντρα και τις καταβροχθούσε!

Τον πήρανε για τον διάβολο σ’ άγριο μεθύσι
Κι έστειλαν για τον παπά να τον στείλουν μακριά ΄
Γιατί τέτοιο ποτέ δεν γνώρισε η πόλη σαματά
Σαν αυτόν του μικρού σκύλου- έως η μέρα του να κλείσει.

  Σαν ο ήλιος μεσ’ στις φλόγες είχε δύσει
  Κι είχαν τα φώτα ανάψει στην πόλη τη μιρή,
  Στού γκρίζου σύθαμπου τη θλίψη, έξω εκεί,
  Πέθαν’ ο σκύλος, αφού τη μέρα του είχε ζήσει.
--
ISSA
Τα σκυλιά ευγενικά
δίνουν προτεραιότητα
στο χιονισμένο μονοπάτι
--
ISSA
Επίσκεψη στο νεκροταφείο
ο γεροσκύλος
προπορεύεται
--
EDGAR LEE MASTERS
BENZJAMIN PANTIER (ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΠΑΝΤΙΕ)
Μαζί σ’ αυτόν εδώ τον τάφο κείτονται ο Μπέντζαμιν Παντιέ,
   ο δικηγόρος,
Κι ο Νίγκ, ο σκύλος του, πιστός σύντροφος, φίλος και παρήγορος.
Κάτω στον γκρίζο δρόμο, φίλοι, παιδιά, άντρες και γυναίκες.
Περνώντας ένας-ένας στη ζωή την άλλη, μ’ άφησαν έρμο και μονάχο
Με το Νίκ για σύντροφο, σύγκλινο και συμπότη.
Στην αυγή της ζωής μου ένιωσα φιλοδοξία κι είδα τη δόξα.
Τότε εκείνη, που επέζησε, μου παγίδεψε την ψυχή
Με μια θηλειά που με πλήγωσε ως το θάνατο.
Ώσπου εγώ, ο κάποτε δυνατός της θέλησης, κατάντησα ξεπεσμένος
Να ζω παρέα με το Νίγκ σ’ ένα δωμάτιο πίσω από ένα βρόμικο γραφείο.
Κάτω από το σαγόνι μου είναι κολλημένο του Νίγκ το κοκαλιάρικο
    μουσούδι-
Και η ιστορία μας είναι χαμένη στη σιωπή.
Χάσου, τρελέ κόσμε.
--
Charles Bukowski
ΣΚΥΛΟΣ
Ένας σκύλος που περπατά
κατάμονος
σε κάποιο ζεστό, καλοκαιρινό πεζοδρόμιο,
φαίνεται να έχει
τη δύναμη
10.000 θεών!
Γιατί;
--
ΣΤΗΝ REXULA
Άρχισες να μου δίνεις σήματα κόπωσης και απελπισίας 
από το Πάσχα
μου έδειχνες την απογοήτευσή σου για την ζωή
με έσπρωχνες με την μικρή σου μουσούδα να σε χαϊδέψω
και με κοίταγες με απορία στα μάτια
ο γιατρός που σε εξέτασε,
διαπίστωσε όγκο στο αριστερό σου πόδι και αρχή νεφρικής ανεπάρκειας,
πρότεινε φαρμακευτική αγωγή.
Τ’ άσπρα σύννεφα της ελπίδας υποχωρούσαν σταδιακά πάνω από το κορμάκι σου
μια σκοτεινιά είχε αρχίσει να φαίνεται στις  κόρες των ματιών σου.
Είχαν περάσει πάνω από 14 χρόνια που κοίταζες τον ήλιο και δεν φοβόσουν.
Μικρό κουταβάκι όταν σε πήραμε κοντά μας
από τον δρόμο
τρελούτσικη χαρά
ατίθαση παιχνιδιάρα
καβγατζού.
Είχες πάντα σηκωμένη την ουρίτσα και γάβγιζες για να δηλώσεις την παρουσία σου
ή μάλλον, σωστότερα, την κυριαρχία σου
Στιγμές-στιγμές στεκόσουν ασάλευτη χωρίς αίσθηση προσανατολισμού
η φωνή σου άρχισε να βραχνιάζει (τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες πριν της Παναγίας)
με ξυπνούσες τα βράδια για να πιεις νερό
με κόπο ανέβαινες τα σκαλιά για να ξαπλώσεις.
Χανόσουν στον νέο κόσμο που απειλητικά πλησίαζε.
Αμίλητη με κοίταζες ίδιο με τους ανθρώπους,
τους ανθρώπους που αγαπούν την φυλή των τετράποδων αγγέλων που σε γέννησε
και είναι η ζωή τους όνειρο μονάχο.
Ο χρόνος περνούσε αρμενίζοντας Εσύ, τον θάνατο
και, ίσως να τον ένιωθες.
Δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση
Δεν θέλω να δώσω απάντηση
Σε αυτό που χάνεται μέσα στην αιωνιότητα δίχως σκοπό.
Σε φρόντιζα στοργικά όπως όφειλα να κάνω
καθώς εσύ αργά και σταθερά, μοναχικά, αναχωρούσες για το μεγάλο ταξίδι.
Δεν χρειαζόσουν τον οβολό όπως οι άνθρωποι που σε αγάπησαν
όταν θάρθει και η δική τους ώρα
Μια φλούδα μόνο συμπόνιας και περιποίησης.
Τα μάτια σου έπαιζαν όταν σε πλησίαζα να σε δροσίσω τις θερμές μέρες του καλοκαιριού
άνοιγες χωρίς αντίσταση το στόμα σου καθώς σου έδινα γάλα με μεγάλη σύριγγα, νερό που έπινες συνέχεια.
Ω΄! μη μου χαμογελάς από κει που τώρα βρίσκεσαι και με κοιτάς πικραμένα
δεν το αντέχω
πως μπορεί η θλίψη της αγάπης να χωρέσει μέσα σε ένα στίχο
ποια λέξη μπορεί να εκφράσει το νέο σου όνειρο στον βαθύ αιώνιο ύπνο σου
Η δική σου μελαγχολία είναι ακόμα παρούσα στο δωμάτιο
ορισμένες στιγμές νιώθω την σκιά σου να τρέχει προς τα πού,
έως πότε,
άλλοτε είναι σαν ακούω από μακριά την φωνούλα σου
και τρομάζω
βιάστηκες να φύγεις
Το βουητό της ζωής δεν σπαρταρούσε μέσα σου πια
Άκουγα τον στεναγμό σου μέχρι τα χαράματα
και έπειτα κατάκοπος άφηνα ανοιχτό τα παραθύρι των ονείρων μου για να με βλέπεις
Κανένας δεν μάντεψε τον καημό μου
Κανένας δεν άκουγε το κλάμα μου
Δεν ήθελες
Ήθελες το φεγγάρι να φωτίζει μόνο εσένα που έφευγες και μένα
που σε έβλεπα να φεύγεις
Γερνούν οι φίλοι μας τα ζώα, οι Σκύλοι, όπως και οι άνθρωποι
Γέρνουν μέσα σε έναν καθρέφτη παρελθόντων στιγμών
Rexula
δίχως επιστροφή
Ο θρίαμβος και η δόξα της ζωής εξίσου μάταιος με την ήττα και τον χαμό της.
Μπροστά στο παραθύρι μου στέκομαι κάτω από τον λύχνο των καλοκαιριάτικων άστρων
βλέποντας το χώμα που σε σκεπάζει και σε αναπαύει
αισθάνομαι την σκιά σου να σβήνει
μέσα σε μια νέα ίσως παρουσία ζωής ταραγμένη, ξένη
ακατανόητη για μένα
επανάληψη του ίδιου ελπιδοφόρου δράματος
Το αχνάρι του νέου τετράποδου συντρόφου Σκύλου
αναμένει να βαδίσει πάνω στα δικά σου χνάρια
στην αυλή και τα δωμάτια
που μέχρι πριν λίγο φτερούγιζε η καρδούλα σου
Rexula
απαιτώντας πεισματικά να είσαι η μόνη κυρίαρχος μέσα στον χώρο.
Μοσχοβόλησε γαβγίσματα.
Χαμοπετά ο θάνατος καθώς σε δέχτηκε.
Χαμογελάς εσύ καθώς ξεμακραίνεις  

Σημειώσεις:
-Ο στίχος-μότο “Tant ayme on chien quon le nourrist”- «Το σκυλί του όποιος πονάει, πεινασμένο δεν τ’ αφήνει». Είναι από «ΙΙ Τα αδιάφορα άλλα ποιήματα του Φρανσουά Βιγιόν, ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΙΙ-ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ-II. Balade B. Des Proverbes, σ. 109, από τον τόμο Collection de l’ Institut Francais d’ Athens. ΣΠΥΡΟΥ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ, FRANCOIS VILLON (Ballades et Autres Poemes)- ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Εισαγωγή, Γαλλικό κείμενο, Έμμετρη μετάφραση και Σχόλια. Αθήνα 1947. Έμμεση ποιητική εικόνα για τα ευγενή τετράποδα υπάρχει και στην ΙΙ Μπαλάντα της σελίδας 159.
Και, τούτου δοθέντος, ποιητική εικόνα και στίχους συναντάμε και στο «ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ» (“LE CIMETIERE MARIN”) Paul Valery. «Σκύλα λαμπρή, απομάκρυνε τον λάτρη των ειδώλων!/ Όταν, με το χαμόγελο φιλέρημου ποιμένα,/ Βόσκω, ώρες ατέλειωτες, μυστηριώδη πρόβατα,/ Το ποίμνιο το κατάλευκο των ήσυχών μου τάφων,/ Τις φρόνιμες απόδιωξε περιστερές ετούτες,/ Τα μάταια οράματα, τους περιέργους αγγέλους!» - “Chienne splendid, ecarte lidolatre!/ Quand solitaire qu sourire de patre…”, σ. 133, από τον τόμο Ιωάννη-Ανδρέα Γ, Βλάχου, Ο ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ & Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ. Η κρυφή αρχιτεκτονική δομή του Θαλασσινού κοιμητηρίου. Μετάφραση: Κατερίνα Κολλέτ. Πρόλογος του ακαδημαϊκού Ευάγγελου Μουτσόπουλου, εκδόσεις Ίνδικτος 2000.  
-Το ποίημα «Ο ΣΚΥΛΟΣ ΠΟΥ ΓΑΒΓΙΖΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ», του Πολωνού ποιητή Τιμότεους Καρπόβιτς, είναι από τον τόμο «ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ» Σύγχρονοι ξένοι ποιητές του Βασίλη Καραβίτη, εκδ. «ΓΝΩΣΗ»-ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ11, Αθήνα 1988, σ.216-217
-Το ποίημα «ΑΝΑΜΕΣΑ», του Τσεχοσλοβάκου ποιητή Βλαντιμίρ Γόλαν, είναι από τον ίδιο τόμο «ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ», σ. 270.
Ο Σκύλος εμφανίζεται και σε στίχο του πολωνού ποιητή Ταντέους Ρουζέβιτς στο ποίημά του “PRECIS”, σ.212, «γι’ αυτό δάγκωσε/ έπρεπε να την πνίξει σαν τυφλό/ σκυλάκι/ γι’ αυτό καταδίκασε σε θάνατο/ένα αθώο κορίτσι». Το ποίημα αναφέρεται στον δανό πρίγκηπα «ΑΜΛΕΤ» από το ομώνυμο έργο του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Το πρόσωπο του «ΑΜΛΕΤ» διαπραγματεύεται και το ποίημα «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΩ» του Πολωνού ποιητή Άνταμ Ζαγκαζέβσκι από την ίδια ανθολογία. Και, ο Σκύλος εμφανίζεται και σε στίχο του αμερικανού ποιητή Τσαρλς Μπουκόβσκι στο ποίημά του, «ΟΙ ΔΙΔΥΜΟΙ», «ένας σκύλος γαβγίζει κάπου ανόητα, οι γείτονες κρυφοκοιτάζουν πέσω απ’ τα παντζούρια των παραθύρων:».
-Το ποίημα «Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΥΛΟΥ» του άγγλου ποιητή, Rupert Brooke, είναι από την συλλογή RUPERT BROOKE, AN ENGLISH POET IN SKYROS ISLAND- ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΚΥΡΟ. Σελ.77-79. Μετάφραση- πρόλογος- σημειώσεις, Κώστας Ιωάννου-Translation: Costas Ioannou, εκδόσεις ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΣΚΥΡΟΥ- CULTURAL CENTRE OF SKYROS MUNICIPALITY 1998. Η έκδοση είναι δίγλωσση. Στον κολοφώνα αναφέρονται και τα εξής: Το βιβλίο Rupert Brooke, «ΕΝΑΣ ΑΓΓΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΚΥΡΟ»… τυπώθηκε σε 2000 αντίτυπα με τη φροντίδα των εκδόσεων Γαβριηλίδης για λογαριασμό του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Σκύρου τον Ιούλιο 1998. Την επιμέλεια της έκδοσης έκανε ο Κώστας Ιωάννου.
THE LITTLE DOGS DAY
  All in town were still asleep,
  When the sun came up with a shout and a leap.
  In the lonely streets unseen by man,
  A little dog danced. And the day began…….
Από την σελίδα 200 των σχολίων του μεταφραστή και ποιητή Κώστα Ιωάννου, διαβάζουμε τα εξής: Οντίν και Θόρ: Θεοί της Σκανδιναβικής μυθολογίας. Βαλχάλλα: η «Κατοικία των Πεσόντων» ηρώων στα παιδία των μαχών… Ο στίχος 11 στο πρωτότυπο  στα Λατινικά είναι “Jam incipiebo, sedere facebo”. Ο 12 στίχος λατινική γραφή των ελληνικών λέξεων «Εύγε! Σοφώς!» δηλαδή καλώς. Γράφει επίσης ο ποιητής και μεταφραστής: «Ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει ότι ο ποιητής επέτυχε και εσωτερικές ρίμες στον πρώτο και τον τρίτο στίχο των έξι κεντρικών στροφών. Στην μετάφραση προσπάθησα να τον ακολουθήσω, όσο αυτό ήταν δυνατό». Το ποίημα ανήκει στην ποιητική περίοδο του ποιητή 1905-1911. Τα ποιήματα που μεταφράζονται στην παρούσα συλλογή, είναι μια επιλογή από 46 ποιήματα  από το σύνολο corpus του άγγλου ποιητή. Τα ποιήματα είναι εξαιρετικά. Ανάμεσα στα άλλα ξεχωρίζουν και τα δύο αρχαιόθεμά του «ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ».
-Τα δύο Χαϊκού του ιάπωνα ποιητή Issa, σ. 10 και 102, τα ερανίστηκα από τον καλαίσθητο τόμο «ΧΑΪΚΟΥ», μετάφραση-απόδοση στα ελληνικά: Χρήστος Καφτεράνης σκηνοθέτης-συγγραφέας και Ηλίας Γκούμας ιστορικός τέχνης-ζωγράφος, εκδόσεις Cigale-Θεσσαλονίκη 1997.  Διαβάζονται με ικανοποίηση οι μεταφράσεις των χαϊκού στα ελληνικά. Μικρές πυκνές εικόνες κοκχλάζουσας ζωής της φύσης και των εναλλαγών των εποχών. Οι πυκνωμένες αυτές στιγμές ποίησης-ορισμένες είναι στιγμιαίες, εικονίζουν συνήθως φυτά, δέντρα, οικόσιτα ζώα, βλέπε σκύλους, γάτες σ. 12 και πάρα πολλά πτηνά και μικρά πουλιά του φυσικού χώρου, που συμπεριφέρονται και πράττουν ανάλογα με τους κύκλους των εποχών του χρόνου. Για όσους αγαπούν και διαβάζουν Ιαπωνική, Κινέζικη ή ποίηση της Άπω Ανατολής, γνωρίζουν ότι η ζωγραφική ποιητική των «Χάϊκου», εστιάζεται στην πανίδα και χλωρίδα της φύσης. Στην στιγμιαία αίσθηση της ζωής. Πλείστα συγγενεύουν με τα αρχαία ελληνικά επιγράμματα λυρικών ποιητών που στο διάβασμά τους, ακούς και αισθάνεσαι εκατοντάδες φωνούλες και κελαϊδίσματα πουλιών, ιδιαίτερα αηδονιών ή κούκων, συρσίματα εντόμων και κολεοπτέρων, σιγαλόφωνους ήχους φτερών από πετάγματα πολύχρωμων πεταλούδων που σχηματίζουν βεντάλιες χρωμάτων και σχημάτων στον ορίζοντα, τζιτζικοσυναυλίες που έρχονται από τα βάθη των στοών του χρόνου, κελαρίσματα νερών που κυλούν πάνω στο χώμα και τις πέτρες, σιωπηλούς ήχους ανοίγματος μπουμπουκιών, λουλουδιών που χαιρετίζουν την ανατολή του ήλιου, ερωτικά γουργουρίσματα πουλιών, ψιθύρους φλερτ ζουζουνιών, σφυρίγματα ανέμου και μυστικούς κρωγμούς του χώματος που στενάζει από ζωογόνες σταγόνες βροχής, εκστάσεις ανθρωπίνων βλεμμάτων καθώς αφουγκράζονται αυτό που δεν μπορεί να λεχθεί με τα σήματα της γλώσσας, με φθόγγους λογικής, με δυό λόγια, μας αποκαλύπτεται όλος αυτός ο μυστικός κόσμος της φύσης που μας έλαχε τυχαία, απρόβλεπτα, ακατάληπτα, από το πουθενά, να ζήσουμε ένα απειροελάχιστο στιγμιότυπό της αιωνιότητάς του. Ο Κόσμος ο Μικρός ο Μέγας μέσα σε ένα Χάϊκου.
-Το ποίημα του αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Λη Μάστερ, BENJAMIN PANTIER
Together in this grave Benjamin Pantier, attorney at law,
And Nig, his dog, companion, solace and friend.
Down the gray road, friends, children, men and women,
Passing one by one out of life, me till I was alone
With Nig for partner, bed-fellow, comrade in drink.
In the morning of life I Knew aspiration and saw glory.
The she, who survives me, snared my soul
With a snare which bled me to death,
Till I, once strong of will, lay broken, indifferent,
Living with Nig in a room back of a dingy office.
Under my jaw-bone is snuggled  the bony nose of Nig-
Our story is lost in silence. Go gy, mad world!
    το αντέγραψα από την πρώτη συλλογική έκδοση στα ελληνικά της ποιητικής αγροτικής εικονογραφίας της Ανθολογίας του Σπούν Ρίβερ, δίγλωσση έκδοση, σε μετάφραση, εισαγωγή, παράρτημα κριτικογραφίας, Βιοεργογραφικά Χρονολόγια, Επίμετρο του ποιητή και δημάρχου πρόωρα χαμένου Σπύρου Αποστόλου, που εκδόθηκε σε έναν ογκώδη τόμο από τις εκδόσεις GUTENBERG 1995, σελ.31. Το αγροτικό αυτό έπος της αμερικάνικης ζωής, που τόσο όμορφα και εμπεριστατωμένα εικονογράφησε στο δικό του φρέσκο ο αμερικανός ποιητής Edgar Lee Master, μιμούμενος ή αντιγράφοντας αν θέλετε, την ποιητική φόρμα των αρχαίων ελληνικών επιτύμβιων επιγραμμάτων, οικοδομώντας τα προσωπικά του της γενέθλιας πόλης ατομικά επιτύμβια των αμερικανών της υπαίθρου, για πρώτη φορά μετάφρασε στα ελληνικά ο Σπύρος Αποστόλου κατά την διάρκεια της αυτοεξορίας του την περίοδο της τελευταίας δικτατορίας στην Ελλάδα. Ένας τεράστιος άθλος, που ανακαλεί στην μνήμη μας τον παρόμοιο μεταφραστικό του Παύλου Ζάννα να μεταφέρει στα ελληνικά το μυθιστορηματικό έπος του Μαρσέλ Προύστ, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Η μετάφραση του Σπύρου Αποστόλου είναι εξαιρετική. Με μικρές ποιητικές πινελιές, καθαρή σκέψη και ύφος απλό, με εμπλουτισμένο ελληνικό λεξιλόγιο στην απόδοση του το αμερικάνικο αυτό έπος γίνεται αποδεκτό από τον έλληνα αναγνώστη σαν ένα ακόμα «θαύμα» του αμερικάνικου ποιητικού λόγου που, εκφράζει τα συν και τα πλην των ανθρώπων και των συνειδήσεων και των κοινωνικών συμπεριφορών της μεγάλης και αχανούς αυτής ηπείρου. Το ποιητικό αυτό έπος του Έντγκαρ Λη Μάστερ, το γνώρισε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό της ποίησης ο ποιητής Νικήτας Ράντος, ένα από τα πλέον δυνατά και θαρραλέα μυαλά του ελληνικού ποιητικού λόγου. Ο αριστερόφρων και αναρχικός ποιητής Νικόλαος Καλαμάρης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Νικόλαου Κάλλας στις αρχές του μεσοπολέμου, το 1932 στο περιοδικό «Κύκλος» που εξέδιδε ο ποιητής Απόστολος Μελαχρινός μεταφράζει κομμάτια από την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ. «συνοδευόμενα από κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα του μεταφραστή…, ένα από τα πιο ανήσυχα  και φιλέρευνα πνεύματα της εποχής» όπως γράφεται στο Σημείωμα για την ελληνική έκδοση. Ποιήματα του Έντγκαρ Λη Μάστερ στα ελληνικά έχουν επίσης μεταφράσει ο ποιητής Κλείτος Κύρου, ο ποιητής Ιάσωνας Δεπούντης, ο ποιητής και μεταφραστής Άρης Δικταίος, η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη Παππά στην ανθολογία της, ο ελληνοαμερικανός ποιητής Νικόλαος Σπάνιας και αρκετοί άλλοι. Αν το μυθιστόρημα «Όσα παίρνει ο άνεμος» μας δείχνει την ζωή στον αμερικάνικο νότο σε όλο της το μεγαλείο, αν η «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» μας δηλώνει την αμερικάνικη περίοδο της δουλείας και της σκλαβιάς των μαύρων, η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ που δημοσιεύτηκε την δεύτερη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, μας δείχνει όλες τις αρνητικές κοινωνικές παραμέτρους της αμερικάνικης ζωής. Το «κούφιο» και πουριτανικό όραμα του αμερικάνικου ονείρου. Η Ανθολογία είναι μια σκοτεινή, σκουρόχρωμη τοιχογραφία της ζωής στην αμερικάνικη επαρχία. Όσα αναλύουν για την αμερικάνικη ζωή και συμπεριφορά οι διάφοροι κοινωνιολόγοι, ο ποιητής Έντγκαρ Λη Μάστερ μας το αποκαλύπτει μέσα από τις απλές και πυκνές του εικόνες καταγραφής των γεγονότων. Είναι μια ποιητική κοινωνιολογική ορθότητα της αμερικάνικης ζωής μέσα από λέξεις που έχουν την μοναδική τους σημασία και ίσως, και πολιτική βαρύτητα. Τα ποιήματά του είναι οι προβολείς της άρνησης της ψεύτικης εικόνας της Αμερικής, πριν τους ποιητικούς φωτισμούς της γενιάς των Μπητ. Είναι η ποιητική κριτική και αμφισβήτηση πριν την αμφισβήτηση των ποιητών της Μπητ γενιάς. Η Ανθολογία είναι θα μπορούσαμε να σημειώναμε, αν δεν κάνουμε λάθος, το άλλο πρόσωπο της Αμερικής στον καθρέφτη του έργου τα «Φύλλα της Χλόης» του πατριάρχη της αμερικάνικης ποίησης Γουώλτ Ουίτμαν. Τα δύο αυτά έπη είναι το κοινό πρόσωπο του Αμερικανού Ιανού μέσα στην ιστορία του, μετά την ανεξαρτησία του. Η Αμερικάνικη ζωή χωρίς μάσκα. Δίχως τον μύθο της προπαγάνδας της. Η απογοήτευση που έγινε πολιτική παγκόσμια πράξη. Είναι η «Γέννηση ενός Έθνους» χωρίς τα θετικά ψιμύθια της κατοπινής της ιστορίας. Αν και, κάθε Έθνος της υφηλίου χωρίς Μάσκα, προσομοιάζει με το αμερικάνικο έθνος για να είμαστε δίκαιοι ιστορικά. Φοβερό το τόλμημα του μεταφραστή και ποιητή Σπύρου Αποστόλου να αποτολμήσει την απόδοση στα ελληνικά ενός τόσο κοινωνικά πολυπρισματικού έπους. Είναι σαν να μεταφράζει κάποιος καρέ-καρέ την χωρίς δόξα και πέπλο απομυθοποιημένη πορεία μιας ολάκερης κοινωνίας, που, έμελλε να κυριαρχήσει στην παγκόσμια σκηνή. Σπουδαία δουλειά.
-Το ποίημα του ποιητή και συγγραφέα Τσαρλ Μπουκόβσκι, ο «ΣΚΥΛΟΣ» είναι από την ποιητική του συλλογή «Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ» Ποίηση 1960-1980, σε επιλογή-μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, σελ.56, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Απόπειρα» 1986. Εκφέροντας την αναγνωστική μου γνώμη-αν έχει για κανέναν σημασία- ο ποιητής Μπουκόβσκι- ο Charles Bukowski, είναι σκάλες ανώτερος από τον βαρετό μυθιστοριογράφο, που διαβάζαμε παλαιότερα από τις εκδόσεις «Οδυσσέας» που ήταν της μοδός ο αμερικανός συγγραφέας. Ποιήματά του κυκλοφορούν και στην σειρά «Αμερικανοί Ποιητές» των εκδόσεων ‘Ηριδανός» σε μετάφραση Γιάννη Λειβαδά μεταξύ άλλων αποδόσεών του στα ελληνικά.      

     Στην αντιγραφή αυτή των ξένων ποιημάτων για τα Σκυλιά, που είναι και πάλι αφιερωμένα στην μικρή σκυλίτσα Ρεξούλα, που έφυγε πλήρης ημερών στις 14 Αυγούστου, προσπάθησα να μην συμπέσουν οι ποιητικές αυτές μονάδες με άλλα ποιήματα της παγκόσμιας ποίησης που συνάντησα στο διαδίκτυο, και είναι αφιερωμένα στα συντροφικά και ευγενή αυτά τετράποδα, καθώς σερφάριζα και διαπίστωνα με ευχαρίστηση, ότι είναι πάμπολλοι οι φιλόζωοι που έπραξαν ανάλογα. Προσπάθησα να μην είναι μια απλή ελεγειακή μεταφορά ποιημάτων παρατιθέμενα το ένα κάτω από το άλλο, ή με χρονολογική σειρά, ή αξιολογικά, τα συμπληρώνω όμως με ενδεικτικές πληροφορίες για τις πηγές τους από όπου τα άντλησα, έτσι ώστε ο όποιος αναγνώστης αυτής της μικρής ιστοσελίδας, να μπορεί αν το επιθυμεί να ανατρέξει στα βιβλία, να δει τις πηγές, τις συλλογές ή ανθολογίες και να διαβάσει ενδεχομένως το σύνολο των ποιημάτων που δημοσιεύονται σε αυτά. Προτίμησα να μην κατατάξω τα ποιήματα ούτε κατά σειρά επιθέτων των συγγραφέων μια και δεν κάνω αξιολογική μνημόνευση. Ο στόχος είναι οι ποιητικές εικόνες του παγκόσμιου ποιητικού λόγου που φέρουν μέσα τους περιπέτειες ζωής ή το όνομα Σκύλου. Εξάλλου, και αυτό το σημείωμα, είναι μια μικρή ανθολογία ποιημάτων εις μνήμη της δικής μου Ρεξούλας. Η γλώσσα ζωής και τέχνης είναι κοινή μέσα στον βιολογικό κύκλο της φύσης, και ας μην θέλουμε να το παραδεχτούμε, εμείς, οι έχοντες «όψη θεϊκή» Στην αρχαία Αίγυπτο, αν θυμάμαι καλά, ο θεός της γνώσης είχε κεφάλι πιθήκου;
.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 7 Αυγούστου 2019
ΥΓ.
Σκηνή πρώτη:
Τα πρωινά που ξεκινώ για την δουλειά μου, στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Πειραιά, στο στενό δρομάκι πίσω από τον «τοίχο», το περίφραγμα που έχουν υψώσει με τα πλαστικά φύλλα  που εκτελούνται τα έργα του ΜΕΤΡΟ, συνήθως την ώρα που περνάω, κάθονται χαμαί διάφορα άτομα που ζητιανεύουν, παραδίπλα στέκονται ακοίμητη φρουροί της πίστης τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, μεγάλης ηλικίας άτομα και όχι μόνο, περιμένοντας κάποιος να σταματήσει και να ξεφυλλίσει τα περιοδικά που πωλούν ή να ανοίξουν συζήτηση μαζί τους. Μπορεί να μην πιστεύω στα λεγόμενα της πίστης των Μαρτύρων αλλά, θαυμάζω την τόλμη και το κουράγιο τους να στέκονται εκεί ακοίμητοι βράχοι της όποιας πίστης τους, όρθιοι πάντα σε όποιες καιρικές συνθήκες. Πολλές φορές, καθώς περνώ από μπροστά τους, ακούω να τους μιλούν παράξενα, εννοώ άπρεπα άλλα άτομα του χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος, και αυτά με γαλήνη και σεμνότητα να προσπαθούν να υποστηρίξουν τις θρησκευτικές τους θέσεις. Πόσο μακριά ακούγονται όλες οι σιωπηλές αυτές φωνές της όποιας πίστης τους από τις άλλες της κρατικές Ιερεμιάδες του άμβωνα. Σε αυτό λοιπόν το μικρό δρομάκι που μυρίζει τσίκνα και κατρουλίλα, κάθεται χάμω ορισμένες ημέρες της εβδομάδας ένας κύριος, σίγουρα άνεργος, με μια μεγάλη τσάντα ανοιγμένη και πάντα δίπλα του να ακουμπά πάνω του ένα  μαύρο μεγαλόσωμο κάπως σκυλί. Το μαύρο αυτό σκυλί συνήθως ή κοιμάται πάνω στα πόδια του κυρίου ή κάθεται με την μουσούδα του τεντωμένη πάνω στα πόδια του και εκείνος το χαϊδεύει απαλά. Για εμένα που αγαπώ τους φίλους μας τα τετράποδα-ιδιαίτερα τα Σκυλιά-είναι μια πολύ τρυφερή εικόνα, ζωγραφισμένη όχι μόνο από τα χρώματα φημισμένου ζωγράφου αλλά από τα χρώματα του ανθρωπισμού της ίδιας της ζωής. Όποτε τους βλέπω και μπορώ, πηγαίνω και αγοράζω τυρόπιτες ή κουλούρια και τα προσφέρω και στους δύο χωρίς να περιμένω να μου πει οτιδήποτε ο άνθρωπος με τον μαύρο σκύλο. Ακόμα και την επιθυμία μου να σκύψω και να χαϊδέψω το μαύρο σκυλί την συγκρατώ για να μην ταράξω την τρυφερή αυτή εικόνα που βλέπω μπροστά μου. Το τελευταίο διάστημα δεν τους βλέπω, ίσως άλλαξαν πόστο. Η αλληλένδετη σχέση ζωής ανθρώπου και ζώου-σκύλου σε όλες της τις σωματικές και συναισθηματικές παραμέτρους.
Σκηνή δεύτερη:
Στους συρμούς του Ηλεκτρικού ορισμένες φορές οι άνθρωποι κουβαλούν μαζί τους και τα τετράποδα τους ή, βάζουν μέσα και τα ποδήλατά τους. Διάφοροι πλανόδιοι μουσικοί παίζουν με τα όργανα που κουβαλούν μουσικά κομμάτια ξένου ή ελληνικού ρεπερτορίου. Σουλατσάρουν ενίοτε και ορισμένοι μικροπωλητές γραφικής ύλης ή είδη καπνίσματος. Μετά τους σταθμούς της Αττικής, συνήθως έχουμε άλλη σύσταση ανθρώπων που επαιτούν. Σε κάποιον από τους σταθμούς πριν το Ηράκλειο, συνήθως έμπαινε μέχρι πρόσφατα ένας ταλαιπωρημένος γεράκος, κυρτός και σεμνός κρατώντας ένα μικρό άσπρο μαλλιαρό σιωπηλό σκυλάκι στην αγκαλιά του και ένα μικρό ποτήρι στο ένα χέρι. Μια ευαίσθητη και συγκινητική εικόνα. Μεγαλύτερη όμως σημασία έχει το ότι νεαρά σε ηλικία άτομα, είτε κατά μόνας είτε με παρέα, όπως και ο γράφων, σηκώνονται από την θέση τους και ρίχνουν ότι μπορεί ο καθένας μέσα στο μικρό ποτηράκι ταυτόχρονα, χαϊδεύοντας το μικρό άσπρο σκυλάκι που κάθεται ήσυχο και αμίλητο μέσα στην αγκαλιά του γεράκου. Δεν ξέρω τι νιώθει το μικρό αυτό ίσως και νηστικό σκυλάκι αλλά, η Εικόνα αυτή της συντροφικότητας της ζωής δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει θετικά συναισθήματα. Νομίζω ότι οι δύο αυτές δημόσιες σκηνές που συναντώ τα πρωϊνά, δηλώνουν μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα που ακόμα αντιστέκεται στην καταναλωτική διαφημιστική μανία, την κραιπάλη των σελέμπριτοι διακοπών, την οικονομική νόμιμη ή παραβατική ασυδοσία, τον ωχαδερφισμό ελλήνων και ξένων, που στέκεται αλληλεγγύη στους έλληνες και τους αλλοδαπούς εσωτερικούς και εξωτερικούς πρόσφυγες και μετανάστες, τους πραγματικά έχοντας ανάγκη, και όχι τις δήθεν ανθρωπιστές φωνές, που φωνασκούν στα κανάλια, κάτοικοι που ζουν σε αυτήν την πατρίδα και που επιθυμούν να την ξαναστήσουν από την αρχή. Στους φορολογούμενους κατοίκους αυτής της χώρας, που είχαν την ατυχία όπως έγραψε ο γερμανός Μπέρτολτ Μπρεχτ σε ποίημά του το 1946:
Από τους καρχαρίες γλύτωσα
τις τίγρεις τις εσκότωσα
και με καταβροχθίσαν
οι κοριοί.
Μπέρτολτ Μπρέχτ, Ποιήματα, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, εκδόσεις Θεμέλιο 1977, σ. 95.                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου