Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Ανθολόγιο κειμένων για τον ποιητή Νίκο Γκάτσο


Ανθολόγιο κειμένων για τον Νίκο Γκάτσο
      Μνήμη προέδρου της Χιλής, Σαλβαντόρ Αλλιέντε

Α) «Αγγέλου γιασεμιά σκόρπισες μέσα στη βρωμιά»
Του Γιώργου Π. Σαββίδη, εφ. Τα Νέα 19/8/1991
     Συχνά συμβαίνει άγνωστοί μου να με παραγνωρίζουν-δηλαδή με μπερδεύουν με κάποιον άλλο, συνήθως διάσημον, που έτυχε να τον έχουν μισοεϊδεί στην τηλεόραση ή δεν ξέρω που αλλού, και με τον οποίο κατά κανόνα δεν μοιάζουμε διόλου. Η πιο εξωφρενική τέτοια παραγνώριση, μου έλαχε όταν, ως οιονεί λαθρεπισκέπτης του εξωτικού κτήματος του τραπεζίτη Δαβίδ Ροκφέλερ, άλλοι λαθρεπισκέπτες με πέρασαν για το «αφεντικό» (ίσως επειδή ήμουν ο πιο παχύς της παρέας που φορούσα πλατύγυρο λευκό καπέλο). Και η πιο κολακευτική, όταν, άλλοτε, κάποια νέα υπάλληλος της ΕΜΙ με ρώτησε αν είμαι ο Κύριος Γκάτσος.
     Κολακευτική, για διάφορους λόγους, από τους οποίους οι κυριότεροι είναι πρώτον, διότι ο Νίκος Γκάτσος ήταν ο γοητευτικότερος άνδρας που είχα δει στην ζωή μου, και δεύτερον, διότι, από όσους ποιητές αξιώθηκα να γνωρίσω προσωπικά, είναι ο μόνος τον οποίο θαυμάζω ανεπιφύλακτα-για τον διάφωτο νου του, την αρρενωπή μαστοριά του, μα και την σεμνή του τόλμη. Και τώρα που η Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος (μόνον Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Χρηστομάνο) έχω πρόσθετο λόγο να καμαρώνω.
     Το ότι μέχρι σήμερα δεν ασχολήθηκα δημόσια με το έργο του, δεν σημαίνει πολλά. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να μου καταλογίσει για τον δαιμόνιο Καββαδία. Πάντως, ο Μάνος Ελευθερίου θυμάται πως έχω γράψει ότι, στην συνείδηση μερικών από εμάς, ο Νίκος Γκάτσος κατέχει θέση ανάλογη με εκείνην που είχε ο Σολωμός στην υπόληψη όσων τον συναναστράφηκαν στην Κέρκυρα. Και σε τούτη την περίπτωση, το δημοσιευμένο ποιητικό έργο του είναι φαινομενικά μόνον ισχνό: ήτοι όλοι θυμούνται την ακατάλυτη «Αμοργό» και ίσως δύο-τρία άλλα μικρότερα ποιήματά του, και βέβαια τις δραματικές και λυρικές του μεταμοσχεύσεις του Λόρκα-αλλά σχεδόν όλοι ζορίζονται να παραδεχτούν ως ισότιμο τον όγκο των πονεμένων, πονετικών τραγουδιών του. Ωστόσο σε αυτά,  πιστεύω βρίσκεται η πιο πρωτότυπη και κρισιμότερη συμβολή του Γκάτσου στην ανανέωση του ποιητικού μας λόγου.
     Το θέμα της έντεχνης στιχουργικής παράδοσης του νεοελληνικού τραγουδιού ακόμη περιμένει τον άξιο μελετητή του. Αυτόν, δηλαδή, που θα είναι σε θέση να διακρίνει και να μας προβάλλει, χωρίς αξιολογικές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις, την εισφορά δημοτικών, εκκλησιαστικών, δυτικών και ανατολικών, λαϊκών και λογίων στοιχείων, ήδη από τα χρόνια του «Βυζαντινού κυκεώνος». Προς την κατεύθυνση αυτήν, νεοελληνιστές μουσικολόγοι-όπως ο αείμνηστος Σαμουήλ Μπω-Μποβύ και ο Φοίβος Ανωγειανάκης-φάνηκαν, θαρρώ, πολύ πιο προχωρημένοι από εμάς τους φιλολόγους. Δίπλα στους πρώτους, μετά τον απέραντο Καισάριο Δαπόντε, δεν θα δίσταζα να τοποθετήσω τον μετρημένο Νίκο Γκάτσο.
     Εδώ, η δικαιοσύνη απαιτεί να μνημονευθεί και ο κυριότερος μουσικός συνεργάτης (και ουσιαστικός μαθητής) του Γκάτσου, ο Μάνος Χατζιδάκις. Τέτοιες ευτυχισμένες συνεργασίες, στον αιώνα μας, είναι σπανιότατες. Σε παλαιότερα χρόνια, και όχι μόνο στην Ελλάδα, ο κανόνας ήθελε τον συνθέτη και τον ποιητή ένα και το αυτό πρόσωπο, εξού και η λέξη «τραγούδι» έφτασε να σημαίνει το κάθε λυρικό ποίημα. Λυρικό-τουτέστιν στίχος τραγουδιστός συνοδευόμενος από λύρα ή (γιατί όχι;) κιθάρα π.χ. όπως στην περίπτωση του Λόρκα και του νεαρού Μπρεχτ, ή ακόμα του Μπρασάνς είτε του τρομπετίστα Μπορίς Βιάν. Από αυτήν την σκοπιά, ο Αττίκ ήταν ο γνησιότερος πρόγονος του Σαββόπουλου.
     Μα, στις μέρες μας, η βιομηχανοποίηση του τραγουδιού τείνει ολοένα και περισσότερο προς φτηνά υποκατάστατα. Και εδώ είναι ο κόμπος-που συνήθως δεν λύνεται, μα κόβεται άτσαλα από αρπακτικούς συνθέτες, προικισμένους μεν, ανίκανους δε να διαβάσουν σωστά έστω και ένα εσκεμμένο απλό ποίημα, που καταργεί το τεχνητό φράγμα ανάμεσα σε κοινούς ακροατές και τάχα μυημένους αναγνώστες.
     Ωστόσο αλήθεια ξεκίνησα τούτη την επιφυλλίδα με την πρόθεση να καταθέσω ένα εγκάρδιο φόρο τιμής στο Νίκο Γκάτσο. Κλείνω, λοιπόν, με την ευχή να ιδούμε θησαυρισμένα σε τόμο όσα τραγούδια του ο ίδιος κρίνει πως δικαιώνουν την σαραντάχρονη αφοσίωσή του στην «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», την οποία ευαγγελίζονταν ο άλλος μείζων λυρικός συμπατριώτης του, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης.
----
Σημείωση των Νέων: Ο Γ. Π. Σαββίδης είναι ομότιμος καθηγητής  στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Β) Νίκος Γκάτσος
Του Λευτέρη Παπαδόπουλου, εφ. Τα Νέα 15/5/1992
     ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ. Όλο και πιο βαθιά βουλιάζουμε. Κι ωστόσο, δείχνουμε αμέριμνοι. Είμαστε αμέριμνοι. Λες και πρόσωπα όπως ο Κουν, ο Τσαρούχης, ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, πιο πριν ο Τσιτσάνης και τώρα ο Γκάτσος, υπάρχουν πολλά σε τούτο τον τόπο, όπου κυριαρχούν οι Κούβελες… Μετρημένοι στα δάχτυλα, πια, οι ξεχωριστοί Έλληνες. Ως το 1970, ως το 1980, ούτε ένας ούτε δύο. Πολλοί. Τους βλέπαμε στους δρόμους, τους συναντούσαμε στα θέατρα, στις εκθέσεις, στα βιβλιοπωλεία, διαβάζαμε γραπτά τους σε εφημερίδες, τους ακούγαμε να λένε τις απόψεις τους στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Τώρα, ερημιά σχεδόν… (Θυμάμαι τον Τσίρκα, που έγραφε σ’ ένα «κομμάτι» του, πως του ήταν αρκετό να κάνει μια βόλτα στα τετράγωνα Αμερικής Σταδίου, Πανεπιστημίου, Όθωνος, Β. Σοφίας, για να πει «καλημέρα» με τον Σεφέρη, τον Μόραλη, τον Γκίκα, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο…)
Έσκυψα σε όσα γράφτηκαν χθες και προχθές για τον Νίκο Γκάτσο. Σελίδες επί σελίδων. Κείμενα, αντιγραμμένα από άλλα κείμενα: του Χατζιδάκι, του Λιγνάδη, του Ξαρχάκου και, βέβαια, του Ελύτη. Μερικές φορές, κάποιοι στίχοι από την «Αμοργό». Κι άλλες, δυο-τρία δίστιχα από τα τραγούδια…. Θέλω να πώ: ελάχιστα απ’ αυτά τα ρεπορτάζ μύριζαν γνώση. Επιδέξια-ή και αδέξια-κολάζ, μόνο.  Κι όμως, ο ποιητής έχει αφήσει μεγάλο έργο. Κι άς ήταν, πρωτίστως, της παρέας και της κουβέντας. Μεγάλο έργο, που πολύ λίγοι και, φοβάμαι, όχι δημοσιογράφοι, θέλησαν ποτέ να προσεγγίσουν. Αυτή είναι η μίζερη εποχή μας.
Γιατί παλιά, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ο Πηλιχός έφευγε από τα «ΝΕΑ» και πήγαινε στου «Φλόκα» και καθόταν ώρες ολόκληρες σε μια καρέκλα, δίπλα στον Γκάτσο, για να τον ακούει. Το ίδιο και ο Λιγνάδης, στο «Πικαντίλλυ». Ποιοι πήγαν από μας, τα τελευταία χρόνια, στο «Τζι Μπι Κόρνερ», όπου σύχναζε-και ήταν πασίγνωστο-ο ποιητής, κάθε μέρα, για να τον γνωρίσουν;
     Σκέφτομαι τον Γκάτσο και τις παρέες του κι ο νους μου τρέχει σε μια άλλη ιστορική παρέα: Μπουνιουέλ, Μπρετόν, Λόρκα, Νταλί, ξενύχτια, κουβέντες, φασαρίες, ποιήματα, ζωγραφιές, ωραία πράγματα. Αλήθεια, πώς ξεφτάει η ζωή μας, πώς ψευτίζει, πώς χάνει, μέρα-μέρα, την ομορφιά της….
     Ο ΓΚΑΤΣΟΣ…. Συντριπτική η απώλεια! Με την «Αμοργό» ταρακούνησε την ελληνική ποίηση. Με τα τραγούδια του, μας έμαθε να τραγουδάμε. Ο πιο σοφός άνθρωπος στην Ελλάδα. Κι έξυπνος, με χιούμορ, με τρυφερότητα, με αγάπη, με αφοσίωση. Και εκατό χρόνια μπροστά απ’ όλους μας! Πώς το λέει ο Λόρκα;
«Νόμισμα που δεν θα ξανακοπεί»…
Γ) Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΦΑΝΗΣ
Του Στρατή Πασχάλη, εφ. Το Βήμα Κυριακή 17/5/1992
     Αυτές τις μέρες τα ελληνικά γράμματα θρηνούν έναν Μεγάλο Αφανή. Ο Νίκος Γκάτσος ήταν, όπως ξέρουμε όλοι μας, μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες που πραγματοποίησαν στα χρόνια του 1930 την αποφασιστική κείνη πνευματική και καλλιτεχνική «στροφή». Ήταν ένας από εκείνους που μας έδειξαν τον σωστό δρόμο για να προσεγγίσουμε εκφράσεις της Ευρώπης και, μένοντας προσηλωμένοι στην παράδοσή μας, να πλάσουμε σύγχρονα αλλά και αυθεντικά νεοελληνικά λογοτεχνήματα.
     Η συμβολή του, όμως, σε αυτή τη «στροφή» που επέτυχε η γενιά του παρουσιάζει μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Ο Νίκος Γκάτσος δεν δημιούργησε κάποιο, μικρό ή μεγάλο, έργο που να δοξάζει και να διαδίδει ένα ατομικό όραμα ή μια ατομική κοσμοθεωρία, αλλά εργάστηκε σαν ένας σκυμμένος, ακάματος και αφανής χειροτέχνης της γλώσσας που θυσίασε τον εαυτό του γι’ αυτό που αποκαλούμε Ύφος. Δύσκολα μπορεί να βρεί κανείς άλλον ποιητή μέσα σε ολόκληρη την νεότερη ελληνική λογοτεχνία που να κατάλαβε τόσο βαθιά το μαλλαρμεϊκό απόφθεγμα «μια ζαριά δεν θα καταργήσει ποτέ το τυχαίο», ένα απόφθεγμα που δεν εκφράζει παρά τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας κάθε ατομικής προσπάθειας. Η αμφιβολία του λοιπόν αυτή για κάθε ατομικό συναίσθημα, σκέψη, πράξη, ιδέα- και κατά συνέπεια για κάθε ποιητική έκφραση που δε βασίζεται σε έναν ατομικό τρόπο αντίληψης και βίωσης του κόσμου και των πραγμάτων-τον οδήγησε όχι σε μια παραίτηση από τον υψηλό αγώνα της λογοτεχνικής έκφρασης, αλλά σε μια ταπείνωση. Έτσι, ο Νίκος Γκάτσος, αφού παρουσίασε με την «Αμοργό» ένα δείγμα του ισχυρού λυρικού ταλέντου του, μετέτρεψε σιγά σιγά τον εαυτό του αφενός σε έναν υπομονετικό σμιλευτή στίχων για τραγούδια και αφετέρου σε έναν ιδιοφυή μεταφραστή ποιητικών έργων για το θέατρο.
Λυρικό ταλέντο
     Δεν ήταν ο Γκάτσος, όπως νομίζουν ίσως πολλοί, ένας ταλαντούχος ποιητής που στράφηκε στο τραγούδι και στη μετάφραση για να επιβιώσει, θυσιάζοντας έτσι το χάρισμά του στον βωμό της ανάγκης. Αντιθέτως, ήταν η εξαιρετικά σπάνια περίπτωση ενός λογοτέχνη, ήδη από πολύ νωρίς, διέκρινε τη ματαιότητα της ατομοκεντρικής δημιουργίας και έκανε σκοπό της ζωής του όχι την έκφραση του εαυτού του, αλλά την ίδια τη λογοτεχνική έκφραση, σβήνοντας εντελώς το άτομό του μέσα σε υπέροχα γλωσσικά κομψοτεχνήματα που λειτούργησαν και ως απλά ψυχαγωγικά άσματα ή ως θεάματα, έξω από τη σύμβαση της όποιας ναρκισσιστικής σοβαροφάνειας ή υπεροψίας.
     Τόσο οι λιγοστοί ποιητικοί του στίχοι όσο και τα άπειρα τραγούδια και οι έξοχες μεταφράσεις του Λόρκα που μας άφησε έναν και μόνο σκοπό έχουν: να μας υποδείξουν όλο το σθένος, όλη την κομψότητα, όλη τη μεταφραστική δύναμη και εκφραστικότητα της γλώσσας μας και μέσα από εκεί να υπαινιχθούν το προς τα πού θα ‘πρεπε να τείνει ένας γνήσιος νεοελληνικός πολιτισμός. Κι αυτό είναι που τον κάνει να διαφέρει απ’ όποιον άλλο συγκαιρινό του στιχουργό ή μεταφραστή. Γιατί τα έργα του αυτά λειτουργούν, πέρα από την όποια εφήμερη χρήση τους, ως θαυμαστά υποδείγματα νεοελληνικού ύφους που το χαρακτηρίζει η σαφήνεια, η απλότητα, η ακρίβεια και η λυρική αλήθεια.
Τεχνίτης της γλώσσας
     Όμως ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε και από τους ελάχιστους ίσως λογοτέχνες που κατάλαβαν τόσο βαθιά τη μεγάλη αισθητική αξία των μεσαιωνικών μας επών, του Κρητικού Θεάτρου, της δημοτικής μας ποίησης και των σολωμικών αποσπασμάτων και που, μακριά, από κάθε φολκλορισμό, ένιωσε όλη τη λεπτότητα που κρύβεται κάτω από την αδρή επιφάνεια της δημώδους παράδοσής μας. Αλλά και ο κόσμος της έμπνευσής του ήταν ο κόσμος ενός μεταβυζαντινού ρομαντισμού και τα ποιήματα ή τα τραγούδια του δεν ήταν άλλο από μια περιδιάβαση μέσα σε θρύλους του ελληνικού Μεσαίωνα, τις αγαθές δοξασίες και τα τραγικά λαϊκά παραμύθια.
     Για όλα αυτά, λοιπόν, το όνομα του Γκάτσου θα είναι πάντα συνυφασμένο, όχι με ένα συγκεκριμένο ποιητικό έργο προορισμένο να κλειστεί σε χρυσόδετους τόμους και να κατατεθεί στα μαυσωλεία των βιβλιοθηκών, διεκδικώντας  έτσι κάποια, μικρή ή μεγάλη, θέση στην υστεροφημία, αλλά θα είναι πάντα συνυφασμένο με μια εντελώς αντικομφορμιστική πνευματική, δημιουργική και βιοτική στάση: τη στάση του σιωπηλού και αφιλόκερδου τεχνίτη της γλώσσας, που γι’ αυτή του τη σιωπή και την αφιλοκέρδεια αναδεικνύεται σε ό,τι πιο υψηλό μπορεί να γίνει ένας δημιουργός. Αναδεικνύεται σε έναν Μεγάλο Αφανή. Ίσως και σε αυτό να οφείλεται που τα ελάχιστα ποιήματα, οι διάσπαρτοι στίχοι των τραγουδιών και οι μεταφράσεις του έχουν κάτι από την αχειροποίητη χάρη και ομορφιά που βρίσκουμε μόνο στα ταπεινά αλλά αμίμητα έργα των Ανωνύμων.
Σημείωση της εφημερίδας: Ο κ. Στρατής Πασχάλης έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και παράλληλα ασχολείται με τη μετάφραση.    
Δ) ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ Σ’ ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, «ΕΞΑΙΦΝΗΣ»
Του Λέανδρου Πολενάκη εφ. Η Αυγή 17/5/1992
     Πρίν μιλήσει κανείς για τις θεατρικές μεταφράσεις του Νίκου Γκάτσου, στην ουσία για την συνάντηση με το θέατρο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι απαραίτητο να μιλήσει για τη συνάντηση του Έλληνα δημιουργού με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Γκάτσος, πράγματι, όπως τόσοι άλλοι, «χρεώνεται κι αυτός στο υπερρεαλιστικό κίνημα στην ελληνική εκδοχή του. Όμως, τι είναι τελικά ο υπερρεαλισμός και πως λειτούργησε στην Ελλάδα;
Μια απάντηση θα μπορούσε να μας δώσει η περιπέτεια της λέξης «μύθος», στη δυτική της περιπλάνηση, περιπλάνηση αντίστοιχη της περιπέτειας του δυτικού πνεύματος, απ’ την αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας. Η λέξη «μύθος» που εσήμαινε για τις αρχαίες κοινωνίες μια «αληθινή ιστορία, μεγάλης αξίας, μάλιστα επειδή ήταν ιερή υποδειγματική και σημαντική», κατέληξε σήμερα συνώνυμη με το παραμύθι, την επινόηση και το ψέμα. Η αντίληψη αυτή, σχετική με το ορθολογιστικό πνεύμα που κατέκτησε τη ζωή, αλλά και με την κλειστή, ερμηνευτική, «ακαδημαϊκή» σύλληψη της τέχνης, δεν έμελλε να σπάσει παρά μόνο με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Πράγματι, το εξωλογικό και υπερβατικό στοιχείο που εισήγαγε ο υπερρεαλισμός στην τέχνη, κι εν μέρει στη ζωή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελούσε πάντα-πριν απ’ την Αναγέννηση- ζωντανό κύτταρο κάθε πρωτογενούς ποιητικής έκφρασης. Στη λαϊκή παραδοσιακή τέχνη π.χ. όλων των χωρών και όλων των εποχών, αυτό το «μαγικό» εξωλογικό στοιχείο εκφράζεται κυρίως μέσα απ’ τις τολμηρές μεταφορές και την παρθενογένεση της ποιητικής εικόνας. Εκφράζεται με μια γλώσσα, τη λαϊκή, που δεν φοβάται τη μεταφορά. Αυτό το εξωλογικό στοιχείο για τ’ οποίο μιλώ, στοιχεία και τέρατα μιας «άλλης» πραγματικότητας,  υφίσταται στη λαϊκή παράδοση, στη λαϊκή τέχνη και στην ποίηση, «εν αναφορά» πάντοτε, και σε σχέση αντιβολής προς ένα δεύτερο επίπεδο πραγματικότητας, όχι λιγότερο υπαρκτής από την «όντως πραγματικότητα», η οποία δεν είναι άλλη απ’ την πραγματικότητα του μύθου, με την έννοια και το περιεχόμενο που του δώσαμε πιο πάνω. Μιας απόλυτης δηλαδή και αναμφισβήτητης, σεβαστής για την κοινωνική ομάδα αλήθειας, και που αποτελεί για την ομάδα μιαν υποδειγματική εκδοχή ιστορίας που «συνέβη κάποτε», «τω καιρώ εκείνω» όπως λέει και το Ευαγγέλιο. (Κάτι αντίστοιχο με το «μια φορά κι έναν καιρό», θα ‘λεγε κανείς, του παραμυθιού των παιδιών). Οι θεοί, πχ. στα Ομηρικά έπη, που κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό, που πιάνουν το κουβεντολόι ή που στήνουν τον καυγά με τους θνητούς δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία του έπους, αλλά τμήμα της καθημερινής, απτής πραγματικότητας που το γέννησε. Το «σύννεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι» του δημοτικού τραγουδιού και η «βολίς αδύτου φέγγους» του Βυζαντινού υμνογράφου, και ολόκληρη η ρωμαλέα εικονοποιία του Αισχύλου, και ο λόγος του Κάλβου και η κρυμμένη φύση του Σολωμού, θα μπορούσαν μ’ αυτή την έννοια να θεωρηθούν ότι ανήκουν σ’ ένα πριν απ’ τον υπερρεαλισμό υπερρεαλιστικό κλίμα, για να περιοριστούμε στο χώρο της Ελληνικής ποίησης. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει βάσιμα ότι ο υπερρεαλισμός, προεκτείνοντας ως τις ακρότατες συνέπειές του το κίνημα του ρομαντισμού απ’ το οποίο προήλθε, ακολούθησε μια εσωτερική διαδρομή στο χώρο της γλώσσας πια καθαρά, διαλύοντας δηλαδή το δομημένο λόγο εις τα «εξ ων συνετέθη», για να τον ανασυντάξει σ’ ένα άλλο επίπεδο, προσπαθώντας να ξαναβρεί τις χαμένες ρίζες της πρωτογενούς λαλιάς του ανθρώπου. Να ξαναπεί το χώμα χώμα, και το νερό νερό, ανακαλύπτοντας ξανά τη χαμένη αρετή της αθωότητας του κόσμου πριν απ’ την αμαρτία της «γνώσης». Να ξαναονομάσει μ’ άλλα λόγια τα πράγματα. Σε χώρες όμως όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, που διέθεταν πολιτιστική συνέχεια χιλιετηρίδων και μια γερή λαϊκή παράδοση, δεν υπήρχε καν ο λόγος μιας τόσο μεγάλης αναδρομής για να ξαναβρούμε την πρωτογενή μας γλώσσα. Δε θέλω να πω μ’ αυτό ότι το υπερρεαλιστικό κίνημα δε χρησίμευσε σε τίποτα, θέλω να πω ότι συντέλεσε, αντίθετα, στην πραγματοποίηση ενός μικρού θαύματος, στη γονιμοποίηση μιας αρχαίας πραγματικότητας από ένα σύγχρονο πολιτιστικό κίνημα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο στην Ελλάδα και στην Ισπανία ο υπερρεαλισμός θα δώσει μονιμότερα αποτελέσματα, οδηγώντας σε μια άνθηση, έκρηξη της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης, και ξανανοίγοντας δρόμους για  να κυλήσει το αρχαίο ποτάμι της. Αν στην Ισπανία μια ποίηση όπως του Λόρκα, γεννήθηκε απ’ το λαϊκό τραγούδι και τους εγχώριους μουσικούς ρυθμούς και τρόπους, για να προσχωρήσει αργότερα με το σπάσιμο της μορφής στον υπερρεαλισμό (Η προσχώρηση του Λόρκα στο υπερρεαλιστικό κίνημα σε στενή έννοια γίνεται αργά, με την ποιητική συλλογή του «Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη»), και με τα όψιμα θεατρικά του έργα, στην Ελλάδα έχουμε το αντίθετο φαινόμενο: μια ομάδα που ξεκινά απ’ τον ορθόδοξο υπερρεαλισμό (Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, αλλά και ο Ελύτης στα πρώτα του σχεδιάσματα, ο Σαχτούρης για μένα δεν ανήκε ποτέ στο κίνημα του υπερρεαλισμού), για να ξαναβρεί τη χαμένη λαϊκή παράδοση και να την «παντρέψει» με τη λόγια. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση του «παντρέματος» αυτού είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να παραθέσω την καίρια παρατήρηση του Τάσου Λιγνάδη: «το μεγάλο δώρο του υπερρεαλισμού υπήρξε ότι αδιαφόρησε για τους γλωσσαμυντορισμούς (δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων) και άφησε την ποίηση ν’ αναπνέει ελεύθερη και αυτεξούσια στην άγρια, αναρχική και πρωτόγονη κατάσταση της γνήσιας δημιουργίας. Το δε δημώδες στοιχείο στον Γκάτσο δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται μόνο στη γλώσσα. Πάει πιο βαθειά: στο ύφος, στη φωνή, στο ρυθμό. Από αυτή την άποψη η «Αμοργός» αναγνωρίζεται ως ένα ελληνικό τραγούδι που επενεργεί μουσικά με το ιαμβικό του μέτρο… Η διαφορά της γλώσσας του Γκάτσου απ’ τη γλώσσα του Εμπειρίκου π.χ. βρίσκεται στο ότι ο ποιητής της «Αμοργού» προσπαθεί να διαχωρίζει και ν’ απομονώνει τα ετερόγλωσσα στοιχεία, ενώ ο δεύτερος χαίρεται να τα συνδυάζει…». Αυτά ως προς την «Αμοργό». Όμως εκείνο που παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον είναι η «συνάντηση» του Νίκου Γκάτσου με τον Λόρκα, όταν ο πρώτος μεταφράζει-μέσα στην κατοχή-έργα του δεύτερου. Συνοψίζει καίρια ο Λιγνάδης, ότι «στη μεταφορά των έργων («Ματωμένος γάμος», «Περλιμπλίν και Μπελίσα», «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), ο Γκάτσος έδωσε ένα ποιητικό ανάστημα ισόρροπο απέναντι στο Ισπανικό. Η μετάφραση, χωρίς να προδίδει το κείμενο δεν ήταν ένας πιστός μεταγλωττισμός. Ήταν μια αναδημιουργία σε μιαν άλλη γλώσσα, σε μιαν άλλη γλώσσα, σε μια άλλη φωνή πραγμάτων. Ο Γκάτσος μπόρεσε αυτό το ξαναγέννημα σε ένα άλλο χώμα. Πρέπει να σταθούμε στο συσχετισμό Λόρκα-Γκάτσου και να διαπιστώσουμε μια ομοειδή λυρική συμπεριφορά. Να δούμε ότι το υλικό και τα όργανα της ποιητικής κατασκευής είναι κοινά. Στον Λόρκα και στο Γκάτσο περισσότερο από άλλους ποιητές, το δημοτικό στοιχείο αναδύεται πιο συχνά και πιο συνειδητά στην επιφάνεια…».
     Ο Τάσος Λιγνάδης στον οποίο οφείλουμε την πρώτη μονογραφία πάνω στον Ισπανό ποιητή («Ο Λόρκα και οι Ρίζες 1964»), η οποία ήδη αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση, έχει σχεδόν εξαντλήσει το θέμα της σχέσεων της ποιητικής του Γκάτσου με την ποιητική του Λόρκα, στο βιβλίο του «Διπλή επίσκεψη σε μα ηλικία και σ’ έναν ποιητή-ένα βιβλίο για τον Νίκο Γκάτσο». Ωστόσο, αν μένει κάτι να ειπωθεί για την απόδοση στους λυρικούς ρυθμούς της γλώσσας μας του Λόρκα απ’ τον Γκάτσο, είναι ίσως, σήμερα που έχοντας αρχίσει να διακρίνουμε καθαρότερα το εντελώς Διονυσιακό και βακχευόμενο πρόσωπο της ποίησης του Λόρκα ν’ αναδύεται μέσα απ’ την ισπανική εκδοχή του δαιμόνιου που καταβασάνισε τον Σωκράτη μέσα από το «Ντουέντε» (Μεταφέρω τα ίδια τα λόγια του Λόρκα: «κάθε βήμα που κάνει προς τον πύργο τελείωσής του ένας καλλιτέχνης ή άνθρωπος είναι η τιμή της συγκρούσεως που κερδίζει μ’ ένα ντουέντε, όχι μ’ έναν άγγελο ή με μια μούσα…», σχεδόν μπορούμε ν’ αγγίξουμε τον πυρήνα από θάνατο και σκοτάδι της ποίησης του Λόρκα που μάταια ο λυρισμός του προσπάθησε να κρύψει, ως το μοιραίο ταξίδι της Αμερικής το 1929.
     Οι μεταφράσεις του Λόρκα απ’ τον Γκάτσο, ναι, είναι κλασικές. Ωστόσο, στους βάρβαρους καιρούς που ζούμε, είμαι σίγουρος ότι αν προλάβαινε ο Νίκος Γκάτσος, θα ξαναδούλευε τουλάχιστον τον «Περλιμπλίν» πάνω σε μια πιο οξεία και κάθετη, λιγότερο λυρική γλώσσα, διχασμένη πάνω στην αιχμηρή σχίζα του «ξύλου της ζωής» που σε όλους μας εδόθη, από εδώ τα φωνήεντα κι από κει τα σύμφωνα. Από εδώ τα επίθετα της ζωής, από κεί τα ουσιαστικά του θανάτου! Θα ξαναδούλευε και το «Ματωμένο Γάμο» σαν «Γάμο του αίματος», που όντως είναι, (έτσι, με ετερόπτωτο επιθετικό προσδιορισμό να μπαίνει βαθιά στη σάρκα της γλώσσας και να βρίσκει «τη μαύρη ρίζα της κραυγής μας»). ΄Ετσι, αιφνίδια. «Εξαίφνης», όπως θα ‘λεγε ο Πλάτωνας.
Ε) ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ. Λοπέ δε Βέγα και Στρίντμπεργκ από έναν αθόρυβο αλλά πολύ προικισμένο δημιουργό.
Από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, περ. Η Τέχνη της Ζωής τχ.17/10-3-2002. Ένθετο περιοδικό της εφημερίδας Ελευθεροτυπία
     Είναι ιδιαίτερα παρήγορο το γεγονός πως οι θεατρικές μεταφράσεις και διασκευές του Νίκου Γκάτσου συγκεντρώνονται εδώ και καιρό από τον οίκο «Πατάκη» σε μια σειρά ομογενοποιημένων και πολύ προσεγμένων τυπογραφικά εκδόσεων. Κοιτάζω τους πρόσφατους καρπούς, «Φουέντε Οβεχούνα» (1618) του Λοπέ δε Βέγα, με εμπεριστατωμένο πρόλογο της Αγαθής Δημητρούκα, και «Ο πατέρας» (1887) του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, με σύντομο, αλλά διεξοδικό (ανυπόγραφο),ενημερωτικό σημείωμα. Ο Δε Βέγα γράφει ένα πολυφωνικό πολιτικό δράμα, με θέμα τη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Ο Στρίντμπεργκ παρασταίνει επί σκηνής μια τιτάνια συζυγική σύγκρουση, όπου το θρησκευτικό πνεύμα έρχεται να εξοντώσει την ελευθερία και τη γνώση.
     Οι ήρωες του Δε Βέγκα είναι προσχηματικοί και φανερά τυποποιημένοι. Ο συγγραφέας δεν θέλει να πλάσει ένα θέατρο χαρακτήρων, αλλά να δημιουργήσει ένα είδος ορχήστρας συμφωνικής μουσικής, όπου όλα τα όργανα υπηρετούν έναν και μοναδικό σκοπό, την ερμηνεία της σύνθεσης. Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι στη «Φουέντε Οβεχούνα» αγωνίζονται με έναν κοινό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την εκδίωξη των διεφθαρμένων αξιωματούχων και  την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της βασιλικής ισχύος. Το έργο δέχθηκε συχνά κριτική, μετά την αναβίωση του στα τέλη του 19ου αιώνα, για φιλομοναρχικές θέσεις, αλλά εξίσου θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς στη δραματουργία και το περιεχόμενό του ένα ευθέως επαναστατικό αίτημα –την ανάγκη απομάκρυνσης κάθε μορφής πολιτικού αυταρχισμού.
     Με τον Στρίντμπεργκ περνάμε, ασφαλώς, σε ποιο οικείο έδαφος. Η ένταση που συγκλονίζει τη σχέση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού παραπέμπει σε έναν πολύ σύγχρονο και εντελώς χειροπιαστό ψυχισμό, που ακόμη κι όταν χάνει κάτι από τη φυσικότητά του, με τη διόγκωση της αντίθεσης θρησκείας και επιστήμης, διατηρεί ολοζώντανη την ενέργειά του σε ό,τι έχει να κάνει με το παιχνίδι της ηγεμονίας και της τελικής επικράτησης μέσα σε έναν σπαρακτικό ανταγωνιστικό γάμο.
     Οι μεταφράσεις του Γκάτσου επιτρέπουν και στα δύο θεατρικά κείμενα να διαβάζονται σαν λογοτεχνία. Με μιαν αεικίνητη εφευρετική γλώσσα, ο Γκάτσος δίνει τόσο στο επικό Δε Βέγα όσο και στον προσωποκεντρικό Στρίντμπεργκ έναν άμεσο και βαθιά εκφραστικό λόγο, βοηθώντας τις φωνές των ηρώων τους να ακουστούν πολύ κοντά μας- σαν να τους παρακολουθούμε από τις πρώτες σειρές της θεατρικής αίθουσας, με τεντωμένα τα αφτιά και διάπλατα ανοιχτά τα μάτια.
ΣΤ) ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ- «Ήταν του Μάη το πρόσωπο…»
Της Έλενας Χουζούρη, περ. ΈΝΑ τχ. 21/20-5-1992, σ.104-108
Ο ποιητής της «Αμοργού» Νίκος Γκάτσος έφυγε στα 81 του χρόνια. Το έργο του παραμένει κοντά μας, το ποιητικό, το μεταφραστικό, το στιχουργικό. Για να θυμίζει τι σημαίνει ποιητικό και γλωσσικό ήθος. Και για να δροσίζει και να παρηγορεί τις ψυχές μας.
     ΄ Αν στη χώρα που εγέννησε την ποίηση και την έκανε ν’ ανθοβολήσει, οι ποιητές ονομάζονται λαπάδες από τους σύγχρονους-ελάχιστους στο μέγεθος-πολιτικούς «άνδρες», η περίπτωση του Νίκου Γκάτσου έρχεται να υπενθυμίσει με αναμφισβήτητο τρόπο, το πόσο η ποίηση είναι από τις τελευταίες μας παραμυθίες και παρηγοριές που δροσίζει και ταϊζει τις ψυχές μας, σε αντίθεση με τους υβριστές που την απομυζούν και την κατατρώνε. Έρχεται να υπενθυμίσει και κάτι άλλο. ότι οι ποιητές μπορεί να φαίνεται ότι φεύγουν, στην ουσία όμως είναι πάντοτε παρόντες, οι μόνοι ικανοί να νικούν το χρόνο και τον θάνατο. Ο Νίκος Γκάτσος έφυγε στα 81 του πριν λίγες μέρες. Αυτό όμως είναι απλώς μια είδηση. Μια πληροφορία ανάμεσα στις τόσες άλλες. Γιατί η αλήθεια είναι ότι ο Νίκος Γκάτσος είναι παρών. Σιωπηλός όπως πάντα αλλά και λαλίστατος μέσα από το έργο του. Αυτός που δεν επόθησε τα μάταια φώτα, τις κούφιες επιδείξεις, τα κίβδηλα χαμόγελα των παντοειδών κοινωνικών συναθροίσεων, αλλά εδίδαξε την ποίηση και τη γλώσσα. Εδίδαξε ποιητικό και γλωσσικό ήθος. Και πέθανε κατά πως πρέπει να πεθαίνει ένας ποιητής. Γεννημένος το 1911 στα Χανιά της Φραγκόβρυσης Αρκαδίας, θα ‘ρθει για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, στα δεκαοχτώ του, «τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος… με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση που αυτή κυκλοφορούσε στο αίμα και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή» θυμάται ο Οδυσσέας Ελύτης. Όταν το 1943 ο εικοσιδυάχρονος Νίκος Γκάτσος δημοσιεύει την «Αμοργό», οι Έλληνες υπερρεαλιστές ήταν ήδη παρόντες στη νεοελληνική μας ποίηση. Εμπειρίκος, Ράντος, Εγγονόπουλος, Ελύτης. Ο νεαρός Γκάτσος θα προστεθεί σ’ αυτούς, αλλά μ’ έναν εντελώς δικό του τρόπο. «Τι έπαινο να βρω να πω για την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου», αναρωτιέται ο Τάκης Παπατσώνης τον Ιούλιο του 1943 στο περιοδικό «Νεοελληνική μούσα», για να δώσει αμέσως την απάντηση: «Εδώ μου ήρθε ολοκληρωτικό το Μεγάλο Απρόοπτο». Φαίνεται λίγο περίεργο για όποιον δεν γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο, αλλά όχι για τους δικούς του ανθρώπους, το πώς ένας ποιητής που έδωσε τέτοιο ποίημα σαν την «Αμοργό» στην πρώιμη νιότη του μετά εσιώπησε. Βέβαια μίλησε πολύ και πάντα ποιητικά- κι αυτή ήταν η πλήρης διαφοροποίηση του από τους κοινούς στιχουργούς-μέσα από το τραγούδι. Ποίημα όμως άλλο τέτοιου είδους δεν ξανάγραψε. Μια απάντηση δίνει ο Μάνος Χατζιδάκις, φίλος καρδιακός και συνεργάτης του ποιητή, στο περιοδικό «Η λέξη» τον Φεβρουάριο του ’86. «Σ’ έναν μεγάλο ποιητή, ξέρετε, υπάρχουν δύο στοιχεία που πρέπει να είναι απόλυτα ισοβαρή για να μπορέσει να υπάρξει το στοιχείο της τόλμης του οράματος, και το στοιχείο της κριτικής, της κρίσης. Πρέπει το ένα να μην υπερβαίνει το άλλο. Αν το στοιχείο του οράματος υπερβαίνει το στοιχείο της κρίσης, δεν είναι μεγάλος ο ποιητής. Αν πάλι η κριτική υπερβαίνει τη διάθεση του οράματος, τότε αναστέλλει το γράψιμο. Στον Γκάτσο, από ένα σημείο και μετά, συνέβη αυτό: η κριτική υπερέβη το όραμα. Η βαθύτατη αυτή κριτική σκέψη που τον χαρακτηρίζει και που τον έκανε πολύτιμο δάσκαλο για όσους ξέραν να δεχτούν τα μαθήματά του, στάθηκε ανασταλτική για τον ίδιο στη συνέχιση του γραψίματος. Τη μια φορά που κατάφερε να ισοφαρίσει τις δύο ικανότητές μας έδωσε ένα μεγάλο έργο, την «Αμοργό».
Μίλησα πιο πάνω για ποιητικό και γλωσσικό ήθος. Ο Γκάτσος συνταίριαξε και τα δύο-όπως το έκανε με τον υπερρεαλισμό και τη δημοτική μας παράδοση-τόσο στην «Αμοργό» αλλά και στις μεταφράσεις του. Κι εδώ γεννάται ένα άλλο ερώτημα. Τι θα ήταν για μας ο Λόρκα αν δεν υπήρχε ο Γκάτσος; Τον «Ματωμένο γάμο» δεν τον μετέφρασε ειδικά για να παιχτεί στο θέατρο, Τον μετέφρασε γιατί αγαπούσε τον Λόρκα, γι’ αυτό κι έμαθε ισπανικά, για να κουβεντιάσει πρόσωπο με πρόσωπο με τον μεγάλο ισπανό. Ο Μάνος Χατζιδάκις λέει ότι ο Γκάτσος έθεσε τα ελληνικά της «Αμοργού» στην υπηρεσία του Λόρκα. Και μας έδωσε μεταφραστικά διαμάντια. Ο Γκάτσος όμως παραμένει ποιητής κι όταν στιχουργεί. Μέσα από το τραγούδι φτιάχνει αριστουργήματα. Κι έτσι συνομιλεί με τον κόσμο όντας ο ίδιος πίσω απ’ ό,τι φθείρει. Η στιγμή του θανάτου του δεν σημαίνει- το είπα ήδη-πολλά πράγματα. Χαιρόμαστε και θα χαιρόμαστε τον Λόρκα του, θα δροσιζόμαστε πάντα μέσα στους κυματισμούς της «Αμοργού» του, τραγουδάμε και θα τραγουδάμε τους στίχους του.
Ζ) ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ
Της Μαριάννας Τζιαντζή, εφ. Πριν 17/5/1992
     Η «Αμοργός», που εκδόθηκε το 1943, χάρισε στον Νίκο Γκάτσο τον τίτλο του ποιητή. Με την «Αμοργό» μπορεί να μην κατέκτησε τον έπαινο του δήμου, την εφήμερη ίσως δόξα  που φέρνει η αναγνώριση των πολλών, αλλά κέρδισε τον έπαινο των «σοφιστών», των επαϊόντων. Με αυτό το ολιγοσέλιδο, αλλά με έντονη προσωπική σφραγίδα έργο, ο Γκάτσος δεν μπήκε στο λεγόμενο πάνθεον των ποιητών, με την παγερή ακαδημαϊκή έννοια, αλλά καθιερώθηκε ως επίλεκτο μέλος μιας «αφανούς» ίσως, αλλά δυναμικής, πνευματικής ολιγαρχίας. Ο Γκάτσος, όπως και ο Τσαρούχης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος υπήρξαν οι πνευματικοί ταγοί του τόπου επί πολλές δεκαετίες και, μολονότι δεν άφησαν «επιγόνους με τη βούλα», η επίδρασή τους συνεχίζεται σχεδόν αδιατάρακτη ακόμα και στις μέρες μας.
     Ο Νίκος Γκάτσος ήταν ένας ισχυρός, και ταυτόχρονα διακριτικός, διαμορφωτής γνώμης της μεταπολεμικής περιόδου, της προ της έκρηξης των μέσων μαζικής ενημέρωσης εποχής. Χωρίς να φθαρεί με την ενασχόληση με τη φιλολογική επικαιρότητα, χωρίς να τον κατατρύχει το άγχος της καθημερινής επιβεβαίωσης μέσα από τις σελίδες του Τύπου ή τις τηλεοπτικές οθόνες, πέτυχε να επηρεάσει αυτούς τους λίγους που με τη σειρά τους επηρέασαν τους πολλούς, που διαμόρφωσαν τάσεις, ρεύματα, σχολές. Ο Νίκος Γκάτσος ήταν δάσκαλος που επέλεγε τους μαθητές του. Λίγοι ήταν αυτοί που είχαν την ευκαιρία να συνομιλούν σε πρώτο πρόσωπο μαζί του, όμως αυτοί οι λίγοι συνομίλησαν σε πρώτο πρόσωπο με τους πολλούς.
      Ο Νίκος Γκάτσος, με το γραπτό έργο του με την προσωπικότητά του, δεν υπήρξε μόνο καθοδηγητής μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά έπαιξε ευρύτερο ιδεολογικό οργανωτικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτιστικού τοπίου της χώρας μας. Κατάφερε να εξισορροπήσει τα αντιφατικά στοιχεία που κουβαλούσε η γενιά του 1930, να τα εκσυγχρονίσει και να τα διασώσει. Η επιτυχημένη, κατά γενική ομολογία, χρήση υπερρεαλιστικών στοιχείων στην «Αμοργό» τον απάλλαξε από τη ρετσινιά του εθνοκεντρισμού, της μίζερης επαρχιώτικης ελληνικότητας, που κουβαλούσε, μεταξύ άλλων, στις αποσκευές της η γενιά του 1930. Χωρίς να φορτωθεί την άχαρη και περιοριστική ταμπέλα του υπερρεαλιστή ποιητή, ο Νίκος Γκάτσος πέτυχε με αυτό το ποίημα να πολιτογραφηθεί «βαθιά Έλληνας και βαθιά Ευρωπαίος». Από κει και πέρα και ο μύθος της ελληνικότητας και ο μύθος της κοινής ευρωπαϊκής πατρίδας βάδισαν πλάι πλάι, συντροφιά και με τα άλλα ιδεολογήματα της γενιάς του 1930.
     Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Νίκος Γκάτσος ήταν γρανάζι ενός σατανικού πολιτιστικού μηχανισμού της άρχουσας τάξης που επέβαλε νόρμες και κανόνες, που έπνιγε ό,τι λαϊκό, πρωτότυπο, επαναστατικό στοιχείο επιχειρούσε να σηκώσει κεφάλι. Ο Ν. Γκάτσος δεν ήταν «γραφέας» ή πολιτιστικός χωροφύλακας (τέτοια αναλώσιμα είδη υπάρχουν πολλά): ήταν πάνω από όλα δημιουργός, ακόμα και όταν δε δημιουργούσε άμεσα ο ίδιος, ήταν παραγωγός ιδεολογίας χωρίς να πιάνει στο χέρι του χαρτί και μολύβι, χωρίς να ασχολείται με τα τετριμμένα και καθημερινά. Ήταν εκπρόσωπος του πνευματικού δεινοσαυρισμού, που είναι πανταχού παρών  ακόμα και σήμερα, χωρίς ο ίδιος να μπει στο σκονισμένο μουσείο των δεινοσαύρων: αντίθετα, στο «Κατά Μάρκον», την τελευταία του συλλογή στίχων, καλεί τους νέους να γκρεμοτσακίσουν τα γερόντια που σκαρφάλωσαν στης πατρίδας τα σκαλιά. Πράγματι, ποιοι πιο κατάλληλοι από τους νέους να συνεχίσουν το δεινοσαυρικό έργο; Να μπολιάσουν τη σύγχρονη «ελληνικότητα» με το άρωμα της νέας δορυφορικής εποχής;
     Αν στην δικτατορία μας ένωνε το όραμα της ελευθερίας, με τις πολλαπλές ερμηνείες που έδινε ο καθένας στον όρο, σήμερα μας απειλεί να μας ενώσει το όραμα της «πατρίδας», ο μύθος της μικρής Ελλάδας που οι ξένοι την πουλούν και οι ντόπιοι δυνάστες τη μισούν, αφού την καταστρέφουν. Και αυτό το όραμα, ανεξάρτητα από την προσωπική θέληση του νεκρού πια ποιητή, το υπηρετεί πιστά η ποίηση και η μυθολογία του Νίκου Γκάτσου. Σ’ αυτό το όραμα δεν χωρούν «αστείοι» αναχρονιστικοί διαχωρισμοί όπως αριστερά και δεξιά, πρόοδος και αντίδραση, αστικό και λαϊκό: πάνω απ’ όλα Ελλάδα, αλλά Ελλάδα που διεκδικεί μια θέση στον ευρωπαϊκό ήλιο, «Ελλάδα που αντιστέκεται, Ελλάδα που επιμένει», Ελλάδα του Καραμανλή και του Μεγαλέξανδρου.
Η) ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ- ΓΚΑΤΣΟΣ
Του Ηλία Ανδριόπουλου εφ. Τα Νέα 27/12/1994
     Αν εκτιμούσα και αγαπούσα κάτι, πέρα από το ταλέντο και την αξία τους, στον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο, ήταν η αρχοντιά τους. Υπήρξαν στην ζωή τους γνήσιοι, καθαροί, πέρα από κάθε κακομοιριά, φτήνια, και μιζέρια.
     Ίσως έπαιξε ρόλο προς αυτό και η καταγωγή τους. Γεννήθηκαν και πέρασαν και οι δύο τα παιδικά τους χρόνια στην επαρχία. Ο ένας στην Ξάνθη και ο άλλος στα βουνά της Αρκαδίας. Κουβαλούσαν μέσα τους μια περηφάνια και μια παιδεία βαθιά λαϊκή, με όλα τα συναισθήματα, τις εντυπώσεις και τις εικόνες που τους δημιούργησε η μικρή κοινωνία των παιδικών τους χρόνων. Αργότερα, έπαιξε ρόλο η καλλιέργεια, οι γνώσεις, σε σχέση με την εποχή και τα γεγονότα που γνώρισαν. Εκτός από αυτά, όμως, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος έζησαν τη ζωή τους με τα ελάχιστα υλικά αγαθά, που τους ήσαν απαραίτητα. Δεν έχω γνωρίσει άλλους με αυτήν την ωραία αρχοντική στάση, απέναντι στα μικρά και τα μεγάλα.
    Ο Χατζιδάκις, όταν τύχαινε να κάνει δηλώσεις, λειτουργούσε σαν συνείδηση του μέτρου απέναντι στα φαιδρά και τα παράλογα των καιρών μας, βάζοντας πολλές φορές κάθε θρασύ κατεργάρη στη θέση του.
     Είχα την τύχη, γύρω στα 1975, να τους γνωρίσω πολύ νέος, όταν σύχναζαν στο καφενείο του Φλόκα επί της οδού Πανεπιστημίου. Μου έκαναν την τιμή να με δεχτούν στην συντροφιά τους, που τις μεσημεριανές ώρες πύκνωνε και από άλλους φίλους της  εποχής, για να κρατήσει έως αργά το απόγευμα και να συνεχίσει πάλι την επομένη μέρα, με πρώτο τον Γκάτσο που έφτανε στου Φλόκα γύρω στις 11 το πρωί.
     Ήταν απίθανα ωραία αυτά τα μεσημέρια και τα απογεύματα, που κράτησαν, αν δεν κάνω λάθος, μέχρι το 1981. Και όπως έλεγε κάποιος φίλος τότε, και γελούσε ο Χατζιδάκις, «εκεί είχε μεταφερθεί η Μεγάλη του Γένους Σχολή».
     Ξαναβρεθήκαμε πάλι, αρχές του 1984, μια μεγάλη παρέα και δημιουργήσαμε την ΕΔΕΤ, όπου με το ζήλο νεοφώτιστων συνδικαλιστών φιλοδοξήσαμε να θεραπεύσουμε τα στραβά του χώρου μας. ήταν θυμάμαι εκτός από τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Χριστοδούλου, ο Γεωργουσόπουλος, ο Νεγρεπόντης, ο Μπουρμπούλης, ο Ζαμπέτας και πολλοί άλλοι. Βέβαια, οι συνδικαλιστικές μας προσπάθειες δεν έφεραν θεαματικά αποτελέσματα. Έμειναν, όμως, οι ωραίες συζητήσεις, που κατέληγαν σε ταβερνάκια, με πρωταγωνιστή πάντα τον Χατζιδάκι. Ύστερα από αυτό, τέλος τα καφενεία, τα στέκια, η επικοινωνία.
     Οι μεγάλοι μας φίλοι έφυγαν. Με τους άλλους, που και που κανένα τηλέφωνο. Κλεισθήκαμε και οχυρωθήκαμε στα σπίτια μας, ενώ κάποιοι εξαργυρώνουν τη μικρή ή τη μεγάλη τους φήμη, με θέσεις και αξιώματα. Ωστόσο, έμειναν να μας συντροφεύουν τα λόγια και τα έργα των δύο σπουδαίων ξεχωριστών ανθρώπων, στις μοναχικές νύχτες ενός ατέλειωτου πνευματικού χειμώνα.
Σημ. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος είναι μουσικοσυνθέτης.
Θ) 10 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ
Του Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη, περ. Δίφωνο τχ. 80/5, 2002, σ.90-91
            Στην πλημμύρα του κούφιων και αζήτητων υπερθετικών βρίσκεσαι σε πλήρη αδυναμία να γράψεις λέξη ταιριαστή για τον ευπατρίδη της παρέας που εξακολουθεί να ντύνει όμορφα τα πανάκριβα συναισθήματά μας.
ΕΛΛΑΔΟΓΡΑΦΙΑ
     Πότε κιόλας πέρασε δεκαετία από την αποδημία και του Νίκου Γκάτσου! Τόσοι πολλοί και συγκλονιστικοί του εφήμερου οι δραπέτες που μας λείπουν σφόδρα, καθώς σε στεγανές εποχές μετράμε πια το χρόνο με απουσίες. Στην πλημμύρα των κούφιων και αζήτητων υπερθετικών βρίσκεσαι σε πλήρη αδυναμία να γράψεις λέξη ταιριαστή για τον ευπατρίδη της παρέας που εξακολουθεί να ντύνει όμορφα τα πανάκριβα συναισθήματά μας. Ο ίδιος σιωπηλός απεχθάνετο την κοσμική ματαιοδοξία. Προτιμούσε ίσια στην ψυχή να μιλά η τέχνη του. Της διαχρονικότητας η πεμπτουσία, παντοτινά να τα λέει όλα μόνο του το έργο χωρίς μεσολαβητές. Ειλικρινείς μόνο εραστές που λαχταράνε μέθεξη.
     Νέος του τραγικού μεταίχμιου. Από τη λιγόψυχη γενιά του 1930, που κλαίει στο αραχνιασμένο σπίτι, χωρίς να τολμά να ανοίξει τα παράθυρα, στην ηρωική της αντίστασης, της αναπάντεχης ήττας και του ταπεινού  συμβιβασμού. Δεν ξέρω αν θα έφτανε τη φωτεινή εξαίρεση του Γιώργου Σεφέρη, αλλά έκανε δική του πνευματική ρήξη. Αμοργός, μια και μόνη συλλογή, αρκετή για να τον πολιτογραφήσει στης ποίησης την πολιτεία. Άγνωστο γιατί έσπευσε να… εκπατριστεί. Ένιωσε ότι τα έδωσε όλα και ότι είναι άσκοπο να φλυαρεί. Βρέθηκε υπό τον εκτυφλωτικό ήλιο του διά βίου φίλου του, Μάνου Χατζιδάκι, και άλλαξε ρότα; Υπέκυψε εν μέρει στις εύκολες σειρήνες του βιοπορισμού; Τον κυνηγά το φάντασμα του κύκλου των αγνοημένων, στην ψάθα διαβιούντων και μετά θάνατον δοξασμένων ποιητών; Ποιος το ξέρει και τι σημασία έχει; «Ποτέ ο ίδιος δεν άφηνε να καταλάβει κανείς τίποτα. Συνήθως έλεγε ότι αναγκάστηκε να γράφει τραγούδια για βιοποριστικούς λόγους»: η μαρτυρία της Αγαθής Δημητρούκα.
     Αντιστροφή όρων: ξεκινά από την ποίηση για να ακμάσει ως στιχουργός, παραμένοντας ποιητής. Όλοι οι άλλοι συνάδελφοί του αρχίζουν με τη στιχουργία και προσπαθούν να γίνουν ποιητές, χωρίς κατά τεκμήριο επιτυχία. Δυο-τρείς μάλιστα έχουν το ψώνιο να αυτοαποκαλούνται ποιητές, λες και ο χρόνος παίρνει από λόγια όταν αξιολογεί. Την εποχή που μελοποιούνται σπουδαίοι ποιητές, μετατρέπει την ποίηση σε στιχούργημα για τραγούδι ή μήπως το στιχούργημα σε ποίηση; Ο Γκάτσος δείχνει ότι ο στίχος δεν είναι δευτερεύων, περίσσευμα της ποίησης, για όποιον δεν έχει φόντα να γίνει ποιητής και συμβιβάζεται με την ιδιότητα του στιχουργού. Ανανεώνει την τράγων-ωδή, το αειθαλές προϊόν αυτού του τόπου, σε εποχή φορμαλισμού, όπου οι ποιητές κοιτάζουν πώς επινοήσουν το πιο παράξενο, το πιο σοκαριστικό και οι στιχουργοί στύβουν το μυαλό τους για άπαιχτες προκλητικές ομοιοκαταληξίες ή εγκαινιάζουν το διαδεδομένο σήμερα φαινόμενο: τραγούδια ριμαρισμένα στο λεξικό της ελληνικής γλώσσας.
     Η ρίμα συνιστά στον Νίκο Γκάτσο οργανικό μέρος της υπόθεσης του τραγουδιού. «Ξεχείλισμα ψυχής», για να θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό. Επιμένει ωστόσο στην σχεδόν απόλυτη ομοιοκαταληξία, με τα θετικά και τα αρνητικά. Μπορεί να θυσιάζονται νοήματα και συναισθήματα, αλλά αποκτά πειθαρχία και ενότητα ο στίχος, σφρίγος και μελωδικό βάρος. Αρχίζει ο μεγάλος μπελάς του συνθέτη να σιάξει μελωδία για ένα στιχούργημα που από μόνο του… σονάρει. Συνήθως ο συνθέτης έχει το πάνω χέρι και βάζει τις προδιαγραφές και στο στιχουργό για την τελική μορφή του άσματος. Ο Γκάτσος, όταν δεν συμπίπτουν-όπως με τον Μάνο Χατζιδάκι- οι προθέσεις, αναλαμβάνει επαυξημένο ρόλο, όχι πατερναλιστικά αλλά με τη δύναμη του στίχου. Πολύ αμφιβάλλω αν θα ήταν σπουδαίο το Ρεμπέτικο του Σταύρου Ξαρχάκου χωρίς την ποιητική έξαρση του Γκάτσου.
     Στον καλπάζοντα κατακερματισμό του τραγουδιού στα συστατικά του, παρά το τεράστιο βάρος και τη λαμπρότητα του στίχου, ο Γκάτσος επιμένει στη σύνθεση: όχι το όμορφο στιχάκι με μέτρια μουσική υπόκρουση και αμφιλεγόμενη ερμηνεία. Σαν τον κυκεώνα, που οφείλει την ύπαρξή του στη διαρκή κίνηση των συστατικών του, του λόγου, της ενορχήστρωσης, του χορού, της ερμηνείας, της ατμόσφαιρας και όλα αυτά μαζί το πλούσιο συναίσθημα που κουρδίζει τις χορδές της ψυχής μας.
     Οι ακμαίοι στίχοι του Γκάτσου γεφυρώνουν πρωτότυπα, με παλαιά δωρικότητα και σύγχρονα συναισθήματα, τη δημοτική παράδοση, την ποίηση μικρής εμβέλειας δημιουργών του Μεσοπολέμου και πρότερων γενεών [που ωστόσο κατεργάζονται το στίχο, τη ρυθμική και την ελληνική γλώσσα], το ρεμπέτικο και το σημερινό τραγούδι. Εμπνευσμένη επιλογή απλών καθημερινών λέξεων που ζωγραφίζουν κάθε φορά μια πλήρη και ελκυστική ιστορία. Στίχος, εικόνα, θεατρικότητα και δράση. Διόλου τυχαία ο Κάρολος Κουν τον θεωρούσε βασικό σύμβουλο και μαζί του εξέταζε κατά πόσον θα ήταν χρήσιμο να ανέβει μια παράσταση. Χαράσσει άλλωστε δρόμο και με τις μεταφράσεις του. Δεν στέργει τη συνήθη φτήνια των ελληνοποιήσεων ξένων έργων και τραγουδιών. Με ό,τι καταπιάστηκε το έκανε μεγάλο έργο στη γλώσσα του, όπως πρέπει κάθε μετάφραση να είναι.
     Η αγάπη του για τη φύση, τα δέντρα, τα πουλιά, τα δάση δένει με τα σημερινά θέματά του, είναι το σκηνικό που παίζει απρόβλεπτα η ίδια η ζωή. Τρίλεπτη θεατρική παράσταση, μάλλον μονόπρακτο, η πιο εύστοχη λέξη. Επαναφέρει πατρώα σύμβολα της ελληνικής γενιάς, για παράδειγμα, Διγενή, Περσεφόνη, Κολοκοτρώνη, Άννα Κομνηνή, χωρίς εθνικιστική χροιά. Εκεί που δεν περιμένεις, πετάει το όνομα του ήρωα εναρμονισμένο με την υπόθεση του τραγουδιού, σαν να παίζει κι αυτός μαζί μας. Ο στιχουργός των επιπέδων. Ακούς πρώτη φορά το άσμα και λες: «Τι ωραία, καθημερινή ιστορία!». Όσο όμως εμβαθύνεις με την επανάληψη, σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο επίπεδο, ανακαλύπτεις νέα εξαίσια πλάνα της τρίλεπτης, τετράλεπτης… κινηματογραφικής ταινίας.
     Δεν θα κοπιάζουμε ούτε θα καινοτομούσαμε για να τιτλοφορήσουμε την ποίηση-στιχουργία του Νίκου Γκάτσου. Φρόντισε ο ίδιος:  Ελλαδογραφία, ο επίλογος στο Παράλογο.
Ι) ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου, εφ. Τα Νέα, Τετάρτη 20 Μαΐου 1992.
    Η ΣΤΗΛΗ οφείλει να καταθέσει τη γνώμη της για την προσφορά του Νίκου Γκάτσου σε έναν τομέα που φαινόταν να υπακούσει στους μηχανισμούς του βιοπορισμού αλλά δεν ήταν παρά μια επέκταση των αυστηρών κριτηρίων περί τέχνης του Γκάτσου.
     Πρόκειται για τις μεταφράσεις του για το θέατρο και πρώτα τα δύο σημαντικά έργα του Λόρκα, το «Ματωμένο Γάμο» και το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Ο Γκάτσος κυριολεκτικά μετέγραψε στον Έλληνα λόγο το ισπανικό ντουέντε με μια βαθιά χορδή τραγικότητας, που τολμώ να πω ότι δεν είναι πρυτανεύουσα εντύπωση στο πρωτότυπο. Η ελληνική γλώσσα, φορτισμένη με την περιπέτεια του τραγικού, πράγμα που λείπει από την ισπανική λυρική φύση, έδωσε στον Γκάτσο το δικαίωμα να γράψει στίχους και ομιλία που πηγαίνει το θέατρο μέχρι τον Ευριπίδη, μέχρι τον Χορτάτζη.
     Γι’ αυτό ο Λόρκα αγαπήθηκε στην Ελλάδα και παίχτηκε πιο πολύ και πιο πειστικά παρ’ όσο σ’ όλη την Ευρώπη και τολμώ να πω και στην ίδια την Ισπανία.
     Κάτι παραπλήσιο συνέβη με την τραγική διάσταση που έδωσε στον πρωτογενώς προτεσταντικό λόγο του «Στρίντμπεργκ στον «Πατέρα».
Κ) ΤΙ ΠΙΚΡΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ!
Της Εύας Κοταμανίδου, εφ. Τα Νέα, Σάββατο 16 Μαΐου 1992
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Νίκος Γκάτσος πέθανε και, ω της υποκρισίας και της αναλγησίας, κυβερνητικοί και αντιπολιτευτικοί παράγοντες έσπευσαν να κλαυθμυρίσουν για… τη μεγάλη δυσαναπλήρωτη απώλεια…
     Δεκαπέντε μέρες πριν, ο «ρεαλιστής», «στιβαρός», ανεκδιήγητος κ. Κούβελας, πρώην υπουργός Πολιτισμού (ή μήπως Σκοταδισμού και Βαρβαρότητας;) του είχε απονείμει δημοσίως τον τίτλο του «λαπά» και ουδείς εκ των νυν θλιβομένων έως θανάτου δεν διεμαρτυρήθη ή ζήτησε την καταδίκη και αποπομπή του βλάσφημου.
     Στον εν πολλοίς χριστιανικές διασυνδέσεις κ. Κούβελα απάντησε ο ταπεινός ιερέας της Ασέας: «Αν ο ποιητής είναι το στόμα του Θεού, τότε η δημιουργία του είναι ο Λόγος του Θεού».
     Κι αυτός ο Λόγος, ο αληθινός, ο διακριτικός, ο υπερήφανος στη μοναξιά του, ο διαυγής και διορατικός δεν περιμένει βέβαια εύσημα από τους ωσάν σε διαρκή διούρηση ομιλούντες. Τους προσπερνά και τους εκθέτει.
     Ο λόγος του ποιητή, αιμάτινος, σπαραχτικός, ευαίσθητος δέκτης και πομπός των γύρω του τεκταινομένων, μελαγχολικός εκφραστής του αύριο,  σιωπά και αποσύρεται όταν δεν έχει κάτι σημαντικό να πει.
     Μακάρι να το καταλάβαιναν αυτό και κάποιοι άλλοι.
Λ) Ο ΟΛΥΜΠΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Γράφει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, εφ. Έθνος 3-9 Οκτωβρίου 1999
     Δεκαετία του 1960, δεκαετία ανατροπών και εξεγέρσεων… Μια αληθινή πολιτιστική επανάσταση κυκλοφορεί στις φλέβες των νέων παιδιών. Και πριν απ’ όλους οι Ποιητές, και πάλι μπροστά… Μέσα σ’ όλους τους Ποιητές όμως, υπάρχει και ο Δάσκαλος! Ένας αληθινός Δάσκαλος , που μιλάει τόσο πολύ, σε όλους και σε όλα, για όλους και για όλα, σεβαστός κιόλας από τη νεαρή του ηλικία, για την τρομακτική του μόρφωση και το ελληνοκεντρικό του ήθος.
     Είναι ο Νίκος Γκάτσος! Που δίπλα του θα διδαχθούν τη λατρεία της ποίησης και την ποίηση της λατρείας στον άνθρωπο και τους εσωτερικούς του κραδασμούς, όλοι οι κατοπινοί μεγάλοι ποιητές του τόπου μας.
     Ο Γκάτσος δεν πήρε ποτέ του Νόμπελ. Όμως «δίδαξε» κυρίως τον Ελύτη πάντα στο ποιητικό δρώμενο, ενώ ζωντανές και ιδιαίτερες ήταν και οι πληροφορίες που αποκόμισε και ο μέγας Σεφέρης από αυτόν.
     Ο ίδιος έγραψε μόνο ένα έργο την κλασική «Αμοργό» και μόνο στα χρόνια της Κατοχής, ένα σχετικά ολιγόστιχο ποίημα, τον «Ιππότη με το σιδερένιο χέρι» θέλοντας να θυμίσει στους Γερμανούς τον μύθο του κλασικού Τευτονικού ήρωα, του περίφημου Γκαιτς φον Μπέρλινκιγκεν, του Ιππότη με το σιδερένιο χέρι όπως αποκλήθηκε.
     Η «Αμοργός» του ήταν ένα εκπληκτικό σύνθεμα νέου ελληνικού λόγου και παραδοσιακής υποθήκης, δημοτικού τραγουδιού. Κατόπιν, κυρίως με τον αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι, ο Νίκος Γκάτσος, μας έδωσε τον κύριο κορμό του νεότερου έντεχνου ελληνικού τραγουδιού μας.
     Ένας Δάσκαλος, ένας πρωτοπόρος, ένας Πατριώτης… Και ένας υπέροχος, σεμνός και ιδιαίτερος άνθρωπος, με ένα πλατύ χαμόγελο στο μεγάλο του πρόσωπο, ψηλός, επιβλητικός, αληθινά Ολύμπιος, ο Νίκος Γκάτσος, δεν έπαψε να συμβουλεύει και να παροτρύνει τους νεότερους ποιητές, για ποίηση, φως και Ελλάδα.
     Ζήτησε να είναι εντελώς απέριττη η κηδεία του και θέλησε να ενταφιαστεί στην κωμόπολη της Ασέας στη γενέτειρά του την Αρκαδία.
     Τον άγγιξα όσο ζούσε και είχα την ύψιστη τιμή να με συμπαθεί και να με συμβουλεύει, όποτε τον συναντούσα. Τώρα, με το δικαίωμα της διαχρονικής μας έρευνας, τον αντάμωσα για λίγο στα μυστικά τοπία του ενστίκτου και ζήτησα απ’ αυτόν, με τον αλλιώτικο τρόπο επαφής που πραγματεύομαι τούτα τα χρόνια με όσους πέρασαν στην Άλλην Όχθη, μια λέξη , ένα μήνυμα, κάτι για να κρατηθούμε, μέσα στον δύσκολο καιρό μας.
     Και ο Ποιητής, μου «μίλησε» ξανά, με εκείνη την ήρεμη φωνή του, που καθόταν πάνω στις λέξεις και σ’ τις μετέφερε αυτεξούσιες για να ανοίξει το μυαλό σου…
     «Ό,τι είναι καλό να γίνει, και ό,τι καλό είναι να γίνει, θα γίνει μόνο από τους νέους. Οι παλιοί, ποτέ δεν έκαναν κάτι σημαντικό ως παλιοί, παρά μόνο στον καιρό που και αυτοί υπήρξαν νέοι…»
ΔΙΔΑΓΜΑ. Το πρόσωπο της Σίβυλλας  είναι διάφανο για όσους ξέρουν να διαβάζουνε τα Γραμμένα.    
   
ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», Τετάρτη 13 Μαϊου 1992, σ.33.
Φωτεινή συνείδηση της ελληνικής γλώσσας, οδηγό, δάσκαλο, μεγάλο ποιητή, μεταφραστή και στιχουργό, ονομάζουν τον Νίκο Γκάτσο οι προσωπικότητες της διανόησης και της πολιτικής που δηλώνουν με αφορμή το θάνατό του:
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ:
«Επί μισόν αιώνα εστάθηκε ο πιο στενός και πιστός φίλος. Στα πρώτα μου βήματα με βοήθησε με την κριτική του σκέψη. Στη δική μας γενιά υπήρξε η πιο φωτεινή συνείδηση της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης. Γνώριζε βαθιά τη σύγχρονη λογοτεχνία και αν έγραφε κριτική, θα είχαμε μια διαφορετική εικόνα της νεοελληνικής γραμματείας. Με τους στίχους του δημιούργησε μια νέα, διαφορετική αντίληψη για το ελληνικό τραγούδι. Στη σύντροφό του συμπαρίσταμαι ολόψυχα».
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ:
«Δεν αντέχω πια. Αυτός ο κλοιός των θανάτων σφίγγει σαν σεισμός. Για μένα ήταν οδηγός μου. Ήταν αυτός που θαύμαζα περισσότερο. Η «Αμοργός» για μας ήταν η Βίβλος, ήταν τα νιάτα μας. Ο Νίκος Γκάτσος είναι αυτός που έκανε τη μετάφραση της Μπλανς και τα περισσότερα τραγούδια μου. «Χάρτινο το φεγγαράκι», «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», «Τα παιδιά του Πειραιά». Αυτό  που θαύμαζα περισσότερο στον Γκάτσο, ήταν η φιλοπατρία του. Μάταια προσπαθήσαμε να τον κάνουμε να βγει από την Ελλάδα. Καθόλου κοσμικός, καθόλου κοινωνικός, ήταν της σφιχτής παρέας.
«Δεν ήθελε να γνωρίσει πολύ κόσμο. Είχε κάνει τις επιλογές του πολύ νωρίς. Ήταν μεγάλος ποιητής, μεγάλος άνθρωπος, πολύ αξιοπρεπής, γλυκύτατος, πολύ της μοναξιάς».
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ:
«Εύχομαι να ιδούμε γρήγορα θησαυρισμένα σε τόμο όσα τραγούδια του ο Γκάτσος έκρινε πως δικαιώνουν τη σαραντάχρονη αφοσίωσή του στην «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», την οποία ευαγγελίζονταν ο άλλος μείζων λυρικός συμπατριώτης του, ο Κώστας Γ. Καρωτάκης».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ:
«Δεν ξέρω γιατί δεν γιορτάστηκαν πέρσι και τα 80χρονα του Νίκου Γκάτσου. Μολονότι δεν υπήρξε αδιάλειπτη η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα με πρωτότυπα έργα, η «Αμοργός» υπήρξε ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά γεγονότα. Επηρέασε αρκετούς μεταπολεμικούς ποιητές επειδή εκόμιζε στη νεωτερική μας ποίηση μια διαφορετική αντίληψη. Να μην ξεχνάμε και τον μεταφραστή Γκάτσο που υπήρξε επίσης σημαντικός, ενώ και πολλά απ’ τα τραγούδια του είναι μικρά κομψοτεχνήματα».
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ:
«Ο Νίκος Γκάτσος, πέρα από ποιητής ή τραγουδοποιός, ήταν ένας δάσκαλος. Δάσκαλος αισθητικής, δάσκαλος καλώς εννοούμενου πατριωτισμού και δάσκαλος όλων των νεώτερων ποιητών. Ο Γκάτσος είχε μια βαριά και ευλογημένη σκιά. Όποιοι κάθησαν κάτω απ’ αυτή τη σκιά άνοιξαν τα μάτια τους και την ψυχή τους. Ανακάλυψαν καινούργιους δρόμους και αποκρυπτογράφησαν ερμητικά κλεισμένους κώδικες της ζωής και της τέχνης. Ειδικά στο τραγούδι, που το παρακολουθώ από πολύ κοντά, ο Γκάτσος έβαλε καινούργια στοιχεία, ποιητικά, που το καθιστούν διαχρονικό, αιώνιο. Και βέβαια είναι ο  άνθρωπος που έμαθε και μένα να γράφω τραγούδια, όπως και πολλούς άλλους της δικής μου γενιάς και νεώτερους».
--
Σημειώσεις:
     Μεσολάβησαν ορισμένα απρόοπτα γεγονότα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και στην χώρα μας -μια αλυσίδα ξαφνικών θανάτων: ποιητών, μουσικών, ηθοποιών, εκδοτών, δημοσιογράφων, ακόμα και της μικρής σκυλίτσας, της Ρεξούλας-πού με έκαναν να μην συνεχίσω «πακέτο» την αντιγραφή παλαιότερων δημοσιευμένων κειμένων για τον ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο. Τον ευαίσθητο και σοβαρό, έμπειρο και ταλαντούχο γραφιά της ελληνικής ποίησης, δάσκαλο της στιχουργικής και ποιητικής τέχνης, αιώνιο πειραχτήρι των φίλων του και σαρκαστή, αθυρόστομο αριστοκράτη ( όποιος έχει διαβάσει την εκπληκτική «Μυθιστορηματική Αυτοβιογραφία» «πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο» της ποιήτριας και στιχουργού Αγαθής Δημητρούκα, κατανοεί τι θέλω να πω) όταν δημοσίευσα ορισμένα από τα Τραγούδια του που αναφέρονταν ή είχαν θέμα τους το πρόσωπο της Παναγίας. Σκόπευα να κάνω ένα «τριπλό» αφιέρωμα στην μνήμη του, πέρα από επετειακά αφιερώματα θανάτου ή γέννησης, με κείμενα διαφόρων που μιλούν για την ποιητική και στιχουργική του παρουσία, τα τραγούδια του, τις μεταφράσεις του. Κείμενα συγγραφέων, στιχουργών, θεατράνθρωπων, ηθοποιών, ποιητών, μεταφραστών, καθηγητών πανεπιστημίου, καλλιτεχνών-συνεργατών που τον έζησαν από κοντά έγραψαν και μίλησαν για την ευρεία παιδεία του, το ήθος του ανθρώπου, την ανοιχτοχεριά του στις προσωπικές του σχέσεις. Το διαρκές ενδιαφέρον του για την ελληνική γλώσσα και τα μυστικά της, την ουσιαστική φροντίδα του για την λαϊκή παράδοση του τόπου του, την υγιή του πατριδολατρεία, τις στιχουργικές του εμπνεύσεις. Έλληνες ποιητές και άνθρωποι του πνεύματος που αγάπησαν την ποίησή του, σιγοψιθύρισαν τους στίχους του, τραγούδησαν τα τραγούδια του, κατέφευγαν στην παρουσία για να ακούσουν τις διδαχές του, να ασπαστούν τις συμβουλές του, να δεχτούν αβίαστα τις υποδείξεις του στην στιχουργική τέχνη, την μελοποίηση του ποιητικού λόγου, την σοφή και αρμονική σύνθεση των τραγουδιών. Πάμπολλοι οι έλληνες συνθέτες που συνεργάστηκαν μαζί του, μελοποίησαν τους εξαιρετικής υφής και ποιότητας στίχους του, οι έλληνες αναγνώστες που διάβασαν την «Αμοργό» του. Σημαντικές αντρικές και γυναικείες ελληνικές φωνές τραγούδησαν τα τραγούδια του, ορισμένοι-οι πιο τυχεροί- πρόλαβαν (χρονολογικά) τις παλαιότερες δεκαετίες να παρακολουθήσουν τις θεατρικές του μεταφράσεις στη θεατρική σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Σταθμός στα καλλιτεχνικά και πνευματικά πράγματα της χώρας μας το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, τα έργα που μετέφρασε από τα ισπανικά και οι στίχοι που συνέθεσε για τις ελληνικές παραστάσεις του ισπανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, και η μελοποίηση των τραγουδιών από τον Μελωδό των Ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι. Σταθεροί φίλοι και συνεργάτες ανάδειξης της ελληνικής αισθαντικότητας και ευαισθησίας, τρυφερότητας και ονειρικής ατμόσφαιρας.
     Τα κείμενα που μεταφέρω-αντιγράφω, δεν ήθελα όσο αυτό ήταν δυνατόν, να συμπέσουν θεματικά το ένα με το άλλο, ούτε να είναι πάλι, εξαντλητικά χρησιμοποιημένα τα μεταγενέστερα χρόνια μετά την αποδημία του. Είναι κείμενα σύγχρονων δημιουργών προσβάσημα στο ευρύ κοινό που μπορούν να βρεθούν στα αρχεία νεότερων τίτλων ημερήσιων εφημερίδων και περιοδικών, χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου την πολιτική ταυτότητα του εντύπου. Γιαυτό, και ορισμένα, έχουν μια αρνητική  μάλλον θέση όσον αφορά την προσέγγιση της δημιουργικής του παρουσίας και την συμβολή του στα ελληνικά γράμματα. Βλέπε το κείμενο της συγγραφέως Μαριάννας Τζιαντζή, στην εφημερίδα «Πριν», που παρότι, δεν συμφωνώ ερμηνευτικά με την ιδεολογική μαρξιστική προσέγγισή της και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζει την παρουσία του Νίκου Γκάτσου, και την περιβόητη πιά Ποιητική Γενιά του 1930, το μεταφέρω σαν ένδειξη πλουραλισμού που προσπαθεί να έχει αυτή η μικρή ιστοσελίδα αποφεύγοντας τις κάθε είδους και μορφής ιδεολογικές ή καλλιτεχνικές μονομέρειες. Μονοσήμαντες ερμηνείες και αποδοχές. Με την ευκαιρία του συγκεκριμένου κειμένου να σημειώσουμε ότι η αριστερή διανόηση στην ελλάδα αντιμετώπισε στα κείμενά της τις μελέτες και τις προσεγγίσεις της με επιφύλαξη το έργο τόσο των ελλήνων υπερρεαλιστών, όσο και το έργο του Νίκου Γκάτσου. Η ποιητική παρουσία του Νίκου Γκάτσου αντιμετωπίζεται αρνητικά στις ιστορίες της λογοτεχνίας του Νίκου Παππά, του Γιάννη Κορδάτου. Βλέπε Νίκος Παππάς, σ. 251, «Η αληθινή ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας 1100-1973, εκδ. Τύμφρη 1973, που ο Παππάς αναφέρει ότι ο Γκάτσος «Γεννήθηκε στον Πειραιά και ένα διάστημα ανήκε στις φιλολογικές συντροφιές του. …Η παρέα όμως των Σεφερικών, βρήκε την ευκαιρία να προσκολλήσει έναν ακόμα οπαδό της κι εταίρο και παρέσυρε προς στιγμή κι εμάς, τον Τάκη Παπατζώνη κι άλλους να εκφραστούν μ’ ενθουσιασμό για την περίπτωση της «Αμοργού». Η συνέχεια όμως μιας τριακονταετίας, δείχνει πως η μεταφορά ενός τάχα νέου κειμένου, δεν ήταν παρά μια κατασκευή. Ο Νίκος Γκάτσος δεν έδωσε τίποτε άλλο. Κι ολόκληρες δεκαετίες, γράφει ελαφρά και χαριτωμένα τραγουδάκια για να τα μελοποιούν οι επιχειρηματίες «μουσουργοί» μας…». Στους αφελείς αυτούς χαρακτηρισμούς,  αναφέρω ενδεικτικά μια άλλη κρίση για τον ποιητή, του σύμφωνα πάντα με τις δικές του θέσεις κομμουνιστή ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικού, κυρίου Μιχάλη Μερακλή, ομότιμου καθηγητή πανεπιστημίου από το βιβλίο του «Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970)-Ι Ποίηση, εκδ. Κωνσταντινίδη σ. 87-88,  Οι Νεουπερρεαλιστές:
« Μια άλλη προσπάθεια η οποία, κατά την γνώμη μου εξαντλείται, και αυτή στο πρόβλημα της γλώσσας εκφράζει η παλαιότερη δουλειά του Νίκου Γκάτσου, την οποία άλλωστε δε θέλησε ο ίδιος να συνεχίση. Ο Γκάτσος ζήτησε να συγκεράση τη νεοελληνική παράδοση και συγκεκριμένα το δημοτικό τραγούδι, με τους νεώτερους ρηξικέλευθους ποιητικούς τρόπους. Όμως ο συγκερασμός αυτός περιέχει το ενδόσιμο μιας νοθείας΄ της σύζευξης δύο στο βάθος αταίριαστων κόσμων, έστω και αν και στη δημοτική ποίηση ανακαλύπτουμε κάποτε γοητευτικές στιγμές ενός αυθόρμητου υπερρεαλισμού. (Ο υπερρεαλισμός όπως το σημειώσαμε επανειλημμένα, είναι στο βάθος μια διαχρονική ανθρώπινη διάθεση). Κανονικά όμως η δημοτική ποίηση είναι κάτι απόλυτα διαφορετικό: απηχεί κοινωνικές καταστάσεις ξεπερασμένες και φυσικά, εθνικά συγκινητικές και ιερές, που δεν είναι δυνατό να βγούν από το ιστορικό πλαίσιό τους, για να συναντήσουν τον υπερεθνικό, απότοκο, μιας έκφρονης εξέλιξης, της αστικής κοινωνίας, Υπερρεαλισμό».
Προσπάθησα να ομαδοποιήσω κατά την ανάγνωσή τους τα δημοσιεύματα, και να συμπεριλαμβάνουν αυτά, κάθε κριτική πτυχή της παρουσίασης του διδαχού Ποιητή. Δηλαδή, τα εξαιρετικής ποιότητας κείμενα του συγγραφέα-δημοσιογράφου και κριτικού Ευγένιου Αρανίτση που δημοσιεύτηκαν στην δημοκρατικών πολιτικών προδιαγραφών παλαιά εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» βλέπε: Τετάρτη 29 Αυγούστου 1990, «Ένα μεγάλο ποίημα. (Μόνον ένα!), 13 Μαϊου 1992, «Ο Ιππότης και ο Θάνατος», και στο περιοδικό της Κυριακάτικης Έκδοσης, Η Τέχνη της Ζωής τχ. 28/26-5-2002, σ. 29 στην σελίδα «Παράδοξα», «Ο Νίκος Γκάτσος στο ‘G. B.”,   που μας παρουσιάζουν μια σφαιρική ματιά ενός νεότερου σύγχρονου δημιουργού -σκοπεύω να τα δημοσιεύσω μαζί, αφού σίγουρα έχουν μια υφολογική και «τεχνική» ενότητα ερμηνείας και ανάλυσης ενός ποιητή και του έργου του, προσθέτοντας σε αυτά, και το κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση στο αφιέρωμα του περιοδικού «Οδός Πανός» και την εισαγωγή σε έκδοση έργου του ποιητή και σε σκόρπιες αναφορές του σε άλλα του δημοσιεύματα. Στην ανάγνωσή τους επέλεξα αυτά που θα μπορούσα και ηλεκτρονικά τεχνικά να μεταφέρω, μια και είναι αρκετά κοπιαστική η αντιγραφή-μεταφορά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, όταν μάλιστα δεν έχεις την χρήση και των κατάλληλων τεχνικών εργαλείων υποστήριξης. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Και φυσικά, πρόσεξα να μην είναι μακροσκελές- σαν διπλό σεντόνι- τα κείμενα που παραθέτω. Κείμενα γυμνά, χωρίς φωτογραφίες ή άλλο υποστηρικτικό καλλιτεχνικά υλικό που θα βοηθούσε τον ενδεχόμενο αναγνώστη αυτής της μικρής προσωπικής ιστοσελίδας να διαβάσει ευχάριστα τα κείμενα, και κυρίως, να αποφασίσει αν το επιθυμεί να ανατρέξει στο έργο των ποιητών και συγγραφέων και να το διαβάσει, το μελετήσει, και επίσης, να εργαστεί και ο ίδιος πάνω στο έργο ενός από τους πλέον σημαντικούς ποιητές της εποχής μας, όπως είναι ο Νίκος Γκάτσος. Άφησα «απέξω» κείμενα αμιγώς ποιητών όπως είναι του ποιητή Γιάννη Κοντού, στην στήλη που διατηρούσε «Ποιητική αδεία» βλέπε εφημερίδα «Το Βήμα» 18/7/1999, «Το σκοτεινό δωμάτιο του έρωτα και των στίχων» (Νίκος Γκάτσος) που είναι αφιερωμένο στο Λευτέρη Παπαδόπουλο. Το κείμενο του ποιητή Διονύση Καψάλη στην στήλη της εφημερίδας «Η Αυγή» Κυριακή 12/1/1997, σ.22, «Λόγος και Τέχνες»-ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ το «Εγκώμια στον αέρα». Το εκτενές κείμενο του ποιητή Γιώργου Κοροπούλη στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» Τρίτη 19 Μαϊου 1992, σ. 10, «Η «σιωπή» του ποιητή Νίκου Γκάτσου. ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ (1943-1992) «ΑΝΑΚΟΠΗΣ»: ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΑΜΟΡΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ. Τα σκόρπια κείμενα της συντρόφου του ποιητή ποιήτριας και στιχουργού, μεταφράστριας Αγαθής Δημητρούκα, βλέπε συνέντευξή της στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 9/11/1997, σ.44. «Ο δικός μου Γκάτσος», την συνέντευξη που παραχώρησε η σύντροφος του ποιητή στον Βασίλη Αγγελικόπουλο στην εφημερίδα «Νέα Μεσημβρινή» Δευτέρα 7/11/1994, σ. 46, «Μια σχέση ζωής που κράτησε μισόν αιώνα» κλπ..Το μελέτημα π.χ. του Ανδρέα Πανταζόπουλου στο περιοδικό «Ο Πολίτης» τχ. 114/7, 1991, σ.46-49, «Έλληνες, οι γιοί της βροντής» τα «κατά Μάρκον» του Νίκου Γκάτσου, που μαζί με το κείμενο του Γιώργου Φλωράκη «ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΓΚΑΤΣΟ» στο περιοδικό «Θεατής» Αύγουστος 2002,  σ.35-37,  το κείμενο του Βασίλη Αγγελικόπουλου «Πως τραγουδάει ο Νίκος Γκάτσος την Ελλάδα», βλέπε εφημερίδα «Η Καθημερινή» Μεγάλο Σάββατο 4-Κυριακή Πάσχα 5 Μαϊου 2002, τις απόψεις του στιχουργού και ποιητή Μάνου Ελευθερίου στο βιβλίο του «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», σ.26-44, «Ο Γιάννης….», εκδ. Καστανιώτη 2002, κείμενα που αν προσμετρηθούν με το άρθρο του Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη που παραθέτω, τις θέσεις του στενότερου συνεργάτη του ποιητή του Μάνου Χατζιδάκι και άλλων, έχουμε μια επαρκή εικόνα για τον στιχουργό Νίκο Γκάτσο. Όπως μια άλλη ενότητα κειμένων για τον Νίκο Γκάτσο αποτελούν τα δημοσιεύματα του ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη. Βλέπε: «Ο Νίκος Γκάτσος των τραγουδιών», εφημερίδα «Το Βήμα» 6/12/1992. Το δεικτικό- και πολύ σωστά- κείμενο της ηθοποιού Εύας Κοταμανίδου που έχει σχέση με την θέση που εξέφρασε ο παλαιός δήμαρχος της Θεσσαλονίκης κ. Κούβελας, μπορεί να συσχετιστεί και με το κείμενο του μυθιστοριογράφου Μιχάλη Φακίνου, «κ. Κούβελα, ένας «λαπάς» πέθανε… βλέπε εφημερίδα «Τα Νέα» 15/5/1992. Στους ποιητές δεν συμπεριέλαβα το κείμενο «Σκοποί στο ένα δάχτυλο για τον Νίκο Γκάτσο» του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, στην εφημερίδα «Το Βήμα» 23/2/1986. Η κριτικός και δοκιμιογράφος Έλενα Χουζούρη, υπογράφει επίσης το κείμενο «Και πάλι «Αμοργός»» στο περιοδικό που συνεργαζόταν το «ΕΝΑ» τχ. 28/9-7-1987.  Για την επανέκδοση της «Αμοργού» από τις εκδόσεις «Πατάκη» βλέπε και κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στην σελίδα «τυπογραφείο» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα». Για την σχέση του ισπανού ποιητή Federico Garcia Lorca με τον Νίκο Γκάτσο ενδιαφέρον παρουσιάζει μεταξύ άλλων συγκριτικών κειμένων και αυτό του Κώστα Μπουρναζάκη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» τχ. 1752/1,2003, σ.118-123. Ευχάριστα διαβάζεται και το δισέλιδο κείμενο του συγγραφέα Ιωάννη Μ. Χατζηφώτη στο αφιέρωμα της εφημερίδας «Η Βραδυνή» Σάββατο 11 Μαϊου 2002, σ.26-27, «Η σύζευξη μοντέρνου και παραδοσιακού στην υπερρεαλιστική ποίησή του». Και αναφερόμενος στον Υπερρεαλισμό ο πρόσφατα χαθείς ποιητής και μεταφραστής Νάνος Βαλαωρίτης στα θεωρητικά του κείμενα μας μιλά για τον ποιητή και στιχουργό, και υπάρχει και ένα ποίημά του αφιερωμένο σε αυτόν. Η Αγαθή Δημητρούκα στο βιβλίο της αναφέρει ότι όταν έρχονταν στην Ελλάδα ο Νάνος Βαλωρίτης, επισκέπτονταν τον ποιητή.                                                                                               Οι ενότητες αυτές των άρθρων και των κειμένων σύγχρονών μας ελλήνων δημιουργών, (του καιρού μας) μας φανερώνουν την ποιότητα των κειμένων και των λεγομένων των συγγραφέων, τα ενδιαφέροντά τους τις κατά καιρούς επιρροές στην δική τους εργασία και εκλεκτικές συγγένειες άμεσες ή έμμεσες με τον ποιητή της Αμοργού. Αυτό προσπάθησα να δώσω και με τις πληροφορίες που δίνω στις Σημειώσεις. Μια άλλη ενότητα, όπως προανέφερα, είναι οι απόψεις των ελλήνων στιχουργών και τραγουδοποιών που τραγούδησαν τα τραγούδια του. Με δύο λόγια, βλέπουμε ότι η παρουσία του Νίκου Γκάτσου ήταν διαρκή, φανερή ή μη, αλλά πάντα δραστική και λειτουργική. Εμπλούτιζε συνειδήσεις, ανανέωνε σκέψεις, στήριζε καινούργιους πειραματισμούς, από το εκάστοτε ποιητικό του ερημητήριο, και μέσα στην κοινή μας Εστία που ήταν η Ελληνική Πατρίδα και η Φύση της, οι Άνθρωποί της. Όλοι Εμείς οι ανώνυμοι Έλληνες και Ελληνίδες που μας έλαχε ο κλήρος να ακούσουμε και να τραγουδήσουμε τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ κυρίου ΓΚΑΤΣΟΥ.
Τα παλιά τα σπίτια τα κλεισμένα
πάντα κρύβουν κάτι και για μένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά κι αγαπημένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά λησμονημένα
     Νίκος Γκάτσος
Το τρυφερό και συγκινητικό αυτό ποίημα είναι από το βιβλίο της στιχουργού, ποιήτριας και μεταφράστριας Αγαθής Δημητρούκα, «πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο» Μυθιστορηματική Αυτοβιογραφία, εκδ. Πατάκη 2010, β΄ έκδοση, σ. 135.      
Βιβλία
-ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, ΑΜΟΡΓΟΣ, εκδ. «ΑΕΤΟΣ» Α.Ε. ΑΘΗΝΑ- Αύγουστος1943. (τυπώθηκε σε 300 αντίτυπα).
-ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, ΑΜΟΡΓΟΣ, β΄ έκδοση με σχέδιο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Αθήνα 1963
-ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, ΑΜΟΡΓΟΣ, τρίτη έκδοση με τέσσερα σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, εκδ. Ίκαρος  Δεκέμβριος1969/ 1997
-ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε, προμετωπίδα Οδυσσέα Ελύτη, παρτιτούρα Μάνου Χατζιδάκι, εκδ. Ίκαρος Οκτώβριος 1992
-ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο, επιμέλεια-πρόλογος: Ευγένιος Αρανίτσης, εκδ. Ίκαρος 1994
-Νίκος Γκάτσος, ΟΛΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, σχέδια Χρήστος Μαρκίδης, επιμέλεια-(πρόλογος) Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη Ιούλιος 1999
Βιβλία για τον Γκάτσο
- Θοδωρής Γκόνης, ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ, εκδ. Άγρα 1993
-Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ΕΝΑΣ ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΣ. Δοκίμιο, εκδ. Μπιλιέτο Παιανία 1998, αριθ. 18
ΤΟ ΧΙΟΝΙ
Τα καλοκαίρια φύγαν περιστέρια,
λευκά φτερά, και πέπλα απ’ το στημόνι
τ’ αχνό του νου. Μά στα κρινένια χέρια
τα δάχτυλά σου λυώνουν τώρα χιόνι.
--
Του  νού στημόνι ΄ χιόνι. Και στη μόνη
χαρά μας-να σε κλάψει ποιος μπορεί;-
κάποτε φτάσαμε όνειρο κι’ αφιόνι,
και τ’ όνειρό μας-θάλασσα οι καιροί-
--
κερί και λυώνει. Φεύγεις, γαλανή
φλόγα, καπνός στα σύννεφα της σκέψης.
-Στο χιόνι, εκεί, στ’ αδέρφια σου, γυμνή,
τα δάχτυλά σου πάλι θα γυρέψεις.
     Τούτο το ποίημα, δημοσιευμένο, πρωτοσέλιδο, στο περιοδικό του Πειραιά Ρυθμός (τ. 7. Απρίλιος 1933) τη χρονιά και το μήνα που πεθαίνει ο Καβάφης) είναι ένα από τα λιγοστά ποιήματα που μας είναι γνωστά ως ποιητικές απαρχές του Νίκου Γκάτσου. Δε γνωρίζουμε (θα είχε άραγε σημασία;) αν οι μετρημένες στα δάχτυλα δημοσιεύσεις του νεόκοπου τότε ποιητή είχαν σχολιαστεί, συζητηθεί μεταξύ των νέων της εποχής ή αν είχαν επισύρει την προσοχή των πρσβύτερων. Σήμερα, που έχουμε σχολιάσει και αναλύσει κατά κόρον την ποιητική περιπέτεια πού εκτυλίσσεται κατά κόρον την ποιητική περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε σε τούτο το ποίημα τα στιχουργικά και ηχητικά τερτίπια του Γκάτσου, τη συχνή χρήση του διασκελισμού σε δώδεκα όλους κι όλους στίχους. Αν αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα δηλώνουν μια συνειδητή προσπάθεια να υπερβεί ο νέος ποιητής την τότε κατεστημένη και ανιαρά ομοιοκατάληκτη ποίηση του καιρού του, μπορούμε ασφαλώς να κάνουμε λόγο για εκφραστική αναζήτηση που πασχίζει να εκμεταλλευτεί και να εξαντλήσει τις δυνατότητες της παραδοσιακής ποίησης.   
-Αγαθή Δημητρούκα, πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο. ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, εκδ. Πατάκη Οκτώβριος 2010, β΄ έκδοση.
«Το ταλέντο είναι μεγάλη υπόθεση, Μάνο μου. Βέβαια, από μόνο του δεν αρκεί: χρειάζεται καλλιέργεια, ευφυϊα και αφοσίωση. Κι ένας άνθρωπος ταλαντούχος, ευφυής και αφοσιωμένος στην τέχνη του δεν κινδυνεύει από τέτοια πράγματα. Το ξέρεις αυτό καλά.», σ.126
«Όταν μεταφράζουμε τους στίχους ενός τραγουδιού ακολουθώντας την ίδια μελωδία, δεν μπορούμε να είμαστε πιστοί: προσέχουμε να κρατάμε το πνεύμα των στίχων και να αποδίδουμε το αίσθημα της μελωδίας, που πιθανόν εμάς να μας λέει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι λέει στους Ισπανούς για παράδειγμα», σ.141
«Μήπως όλα όμως υπόκειντο στην εποπτεία του Γκάτσου, ο οποίος το μόνο ίχνος που ήθελε να αφήσει επι της γης ήταν το έργο του κι εκείνος να περάσει από τη ζωή «σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη», «σαν ένα δάκρυ της θάλασσας», σ.135
«…Ένα δόσιμο αδιανόητο για τον ίδιο τον Γκάτσο, αφού όχι μόνο δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική, αλλά δε συνήθιζε και να ψηφίζει, ισχυριζόμενος ότι οι ποιητές δεν πρέπει ούτε να κομματίζονται ούτε να παίζουν το παιχνίδι της εξουσίας: οφείλουν να παραμένουν καθαροί κριτές, ώστε να μπορούν να βλέπουν το στραβό και να το καταγγέλλουν-πράγμα που ο Γκάτσος το έκανε μέσα από τους στίχους του. Πασιφανής απόδειξη περί αυτού τις μέρες εκείνες ήταν ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης» καθρέφτης οικολογικής συνείδησης πολύ πρίν από την οικολογία όπως την μάθαμε στη συνέχεια. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αρκαδία, μετέφερε τη φύση της σε στίχους και ποιήματα, πότε σαν τον κηπουρό που απομονώνει τα φυτά για να βρουν χώρο να αναπτυχθούν και πότε σαν φυσιοδίφης που ανακαλύπτει σ’ έναν ξερότοπο ένα ασθενικό βλασταράκι και το μεταφυτεύει σε πιο γόνιμο έδαφος με τη λαχτάρα να το δει ν’ ανθίζει» σ.114
Από τις σελίδες 94-96
«… Τι εμμονή κι αυτή που είχε ο Γκάτσος με τις διαδρομές! Διαμαρτύρονταν οι ταξιτζήδες. «Σε παρακαλώ, θα σου δώσω κάτι παραπάνω» τους έλεγε-κάτι παραπάνω που έτσι κι αλλιώς θα έδινε. Γιατί είχε ως αρχή του «Στους ανθρώπους που μας εξυπηρετούν πάντα δίνουμε κάτι παραπάνω», άλλο αν αυτό το κάτι το μετέφραζε σ’ ένα γενναίο φιλοδώρημα. Μόνο δύο χρόνια μετά-και ποτέ άλλοτε-έτυχε να πέσουμε πάνω σε ταξιτζή πρόθυμο να ακολουθήσει τη διαδρομή που-σημειωτέον-ο Νίκος την υπαγόρευε σταδιακά: «Πάμε Ομόνοια, 3ης Σεπτεμβρίου, κύριε, και μετά θα σας πω».
«Όπου θέλετε, κύριε!»
Κοιταχτήκαμε-και οι δύο στο πίσω κάθισμα-κατάπληκτοι.
«Κυψέλη πάμε… διευκρίνισα από συνήθεια.
-Γεώργιος Ι. Θανόπουλος, Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Ερμηνευτική μελέτη, πρόλογος: Μιχάλης Γ. Μερακλής, εκδ. Αρμός 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μιχάλης Γ. Μερακλής σ.11-13
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ σ.15-17
ΕΙΣΑΓΩΓΗ σ. 19-24
ΚΕΓΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΑΜΟΡΓΟΣ σ.25-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄
ΕΛΕΓΕΙΟ σ.121-127
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ σ.128-138
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ. Για τον Γιώργο Σεφέρη σ.139-145
ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ σ.146-162
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄
ΜΑΝΙΑΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ σ.163-176
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σ.177-180
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σ.181-205
ΓΕΝΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ σ.207-215
ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ σ.216-219
-Τάσος Λιγνάδης, ΔΙΠΛΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΜΙΑ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ, εκδ. Γνώση Φεβρουάριος 1983
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ
-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
-Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΡΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ
-ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ
ΠΙΝΑΚΕΣ ΛΕΞΕΩΝ Της ΑΜΟΡΓΟΥ
Α΄ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Β΄ ΠΟΥΛΙΑ
Γ΄ ΑΛΛΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΕΝΤΟΜΑ
Δ΄ ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ, ΕΠΟΧΕΣ κ. ά.τ.
Ε΄ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
ΣΤ΄ ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ
Ζ΄ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ κ. ά. τ.
Η΄ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Θ΄ ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΣΚΕΥΗ, ΟΠΛΑ
Ι΄ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΥΘΟ
ΙΑ΄ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
ΙΒ΄ ΑΣΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
-ΤΙΤΛΟΣ: ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΟΠΙΟ ΠΟΥ ΔΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
-Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Α΄ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΙΤΛΟΣ: ΑΠΟΣΤΟΛΗ
-Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ Β΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
-ΤΙΤΛΟΣ: ΝΕΚΥΙΑ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
-ΤΙΤΛΟΣ: ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ
-ΑΣΤΙΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
-ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΣΤΙΞΗ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ
-ΤΙΤΛΟΣ: ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ
-ΤΙΤΛΟΣ: ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
-Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΣΤ΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΣΤ΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-Η ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΣΤ΄ ΜΕΡΟΥΣ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
-ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ «Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (1513)»
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ «ΙΠΠΟΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ»
-ΤΟ «ΕΛΕΓΕΙΟ»: ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ
-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟ «ΕΛΕΓΕΙΟ»
«ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ»
-ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ
-ΣΕΦΕΡΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ «ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ»
ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΔΙΑΛΕΓΜΑ
ΚΑΤΑΚΛΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ  
-ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1999, Συγγραφείς στο χρόνο. ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, επιμέλεια Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, φωτογραφίες τοπίων και καλλιτεχνική επιμέλεια Ξανθίππη Μιχα Μπανιά, εκδ. Διάμετρος Οκτώβριος 1998, αρ. 7.
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
-περ. η Λέξη τχ. 52/2,1986
-περ.Οδός Πανός τχ. 66/3,4,1993
-Γιώργος Χρονάς, Δευτέρα (Σελίδες για τον Νίκο Γκάτσο δός μας μούσα της ποιήσεως…) σ.72
-Νίκος Γκάτσος, Μνήμη Θανάτου (ανέκδοτο ποίημα), σ. 2-5
-Ευγένιος Αρανίτσης, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, σ. 6-18
-Χάρης Μεγαλυνός, Νίκος Γκάτσος: ο γκιώνης ενός ελληνικού καλοκαιριού, σ.20-22
-Σταύρος Ξαρχάκος, ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: ΤΑ «ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», σ.23-40
-Διονύσης Παπαδόπουλος, Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΥ. Για την Στιχουργική του Νίκου Γκάτσου, σ.41-44
-Γιώργος Πετρόπουλος, Ταξιδεύοντας στην Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, σ.45-50
-Δημήτρης Ι. Καραμβάλης, Η περίπτωση του Νίκου Γκάτσου, σ.51-60
-Δημήτρης Ι. Καραμβάλης, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, σ.62-63
-περ. Ελί-τροχος τχ. 11/ Χειμώνας 1996-1997
-περ. Ηριδανός τχ. 4/2, 3, 1976
-περ. Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας τχ. 106/9-6-2000
-περ. Μετρονόμος τχ. 41/ 4,6, 2011.
Επιμέλεια αφιερώματος Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης-Θανάσης Συλιβός
-Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη, Βιογραφικό και χρονολόγιο Νίκου Γκάτσου, σ.15-21
-Σπύρου Αραβανή, Ο Γιώργος Χρονάς μιλά για τον Νίκο Γκάτσο, σ.22. Δημοσιεύεται και το ποίημα του Γιώργου Χρονά, «Ο ΠΟΤΑΜΟΣ Ο ΛΟΥΣΙΟΣ» που είναι αφιερωμένο στο Ν.Γ.
-Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη, Τα «σατιρικά γυμνάσματα» του Νίκου Γκάτσου. (Τραγούδια «παράλογα» και παιχνίδια-Μια μικρή ανίχνευση), σ.25-31
-Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη, Δροσουλίτες. Το χρονικό μιας δημιουργίας, σ.33-35
-Αντώνη Μποσκοϊτη, Η «Προσευχή της Παρθένου» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι, σ.37-
-Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη, Κύρια ονόματα στα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου. (Ήρωες, αντιήρωες, μορφές αγαπημένες που σχετίζονται ειδικά και ποικιλότροπα με τον ελλαδικό χώρο), σ.39-41
-Αλέξη Λιόλη, Νίκου Γκάτσου… «Αντικατοπτρισμοί», σ.42
-Αγαθή Δημητρούκα: επιμέλεια, Τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, σ. 47-49
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 21 Σεπτεμβρίου 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου