Ο συγγραφέας και κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης για τον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο
Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ
Un Poete sauvage avec un plomb dans l’ aile-
TRISTAN CORBIERE
Γέροντας πια και πρώην καπνιστής
μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας
από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος,
με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα
στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας
τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα
ο Βαρβαρόσσας το συνήθιζε να λέει: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Έτσι μιλούσε, τίποτ’ άλλο δεν έλεγε,
γλείφοντας με λεπτή συγκίνηση τα χείλη.
Μαύρη μεγάλη τρύπα τον τυραννούσε
στο στήθος που ‘χε τώρα παλιώσει
ξεχειλώνοντας οικτρά το κρέας!
Όλοι τον κλαίγαν αμίλητοι σαν ήμερο κι αξιοδάκρυτο
δράκο παρωχημένο
σαν από αιώνες, αλήθεια, ξαφνιασμένο
και μ’ ευλάβεια κούφια του χαρίζαν οι ψεύτες
ένα κάποιο συμβατικό προσκύνημα.
Εκείνος όμως είχε μια φριχτή σοβαρότητα
δεν έδινε σημασία στον ευχάριστο σεβασμό τους-
άλλωστε ποτέ δεν εξαρτήθηκε-
μα υποφέροντας βαθιά τον εαυτό του
τα οράματα που χτυπιούνται σαν κάποτε
τα φτερά του κόκορα που ‘χε σφάξει τα κρασάτα
τίναξε ξάφνου κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τ’ απάνω
και γινότανε κείνος ο παλιός κι ανελέητος τρόμος
ανοίγοντας το στόμα του στην κατερήμωση
σαν αποτρόπαιο τέρας της χειμωνιάτικης Προϊστορίας
κι αποσπούσε μ’ ένα κρακ τη μασέλα του
την έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό δίχως ευγένεια
δίχως κανένα σύμπλεγμα που τον έβλεπαν ολόγυρα
χτυπούσε τα παλαμάκια κ’ έμπαινε σιγηλή κι αθέατη
μια χανούμισσα δίκοπη στο βαθύ μετάξι θροΐζοντας-
τι θλιβερό το θέαμα η γρήγορη υπόκλιση…-
και έσπρωχνε κοντά του την άσπρη καρέκλα.
Εκείνος τότε καθότανε (με προσπάθεια ολοφάνερη)
κάνοντας αλλόκοτα κινήματα
και στήλωνε τα μάτια του στη μασέλα.
Οι παριστάμενοι φεύγαν ένας-ένας με θεατρίνικους τεμενάδες
οι ώρες περνούσαν ολοένα, κατά την άσχημη
και θλιβερή συνήθεια: την πραγματικότητα.
Εκείνος όμως έμενε να κοιτάζει βοερά τη μασέλα
βουλιαγμένος
απέραντος
αναπόσπαστος…
Κάποτε, βέβαια, ο ύπνος που ξέρει τις αποσβέσεις
έδινε τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
μα την άλλη μέρα τα ίδια πάλι: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Ένα ζωνάρι σύννεφο στη μέση του βουνού με συναρπάζει…
Τα λόγια τούτα του Βαρβαρόσσα
μισο-ηλίθια θα ‘λεγα και πάντως απελπισμένα
μέρα με την μέρα περίτρεχαν τους δρόμους, τα σπίτια,
τους μπαξέδες
κ’ είχαν, αλήθεια, γίνει στην Πόλη κοινή κουβέντα κι αστείο
στου φούρναρη, στο μπακάλικο, στο ζαχαροπλαστείο,
των ηλιόλουστων χοτζάδων που χαίρονταν τη ματαιότητα
του γοερού ντελάλη του παμπόνηρου βεζίρη
των βαρκάδων του Βοσπόρου της Ωραίας του Πέραν
αλλ’ ακόμη και το ίδιου του μυτερού σουλτάνου
καθώς έλεγαν οι ιχθυέμποροι και κάθονταν εύοσμοι
στην πιο αριστοκρατική συνοικία.
Ο Βαρβαρόσσας όμως είχε το δράμα του…
Τιποτένιος απ’ το γήρασμα και γιομάτος από τεφρώδεις
τρόμους και παραισθήσεις ο άλλοτε τροπαιούχος του αίματος
κάθε τόσο κοντοζύγωνε στα πικρά παράθυρα
για να διώξει με τα χέρια του τις ολόσωμες οπτασίες
τα λουλούδια φτύνοντας τ’ ανοχύρωτα στον άκακο μεγάλο κήπο
και τ’ αηδόνια στους κλώνους αναθεματίζοντας
γοερά προς τα έξω γερμένος.
Μάλιστα λένε πως κάποτε φώναξε σ’ έναν υπηρέτη:
«Γερός αντίπαλος η ζωή, σαν το Κοράνι,
το στεφάνι της δόξας μου ‘ρχεται μεγάλο».
Φράση για πέταμα.
Ωστόσο θαν την ένιωθε ο ναύαρχος.
Κι άλλοτε λένε λιποθύμησε μ’ αυτά τα λόγια φρενιάζοντας:
«Άχ να ‘τρωγα το φως! να μην έβλεπα
τα σταυρωτά σίδερα στα ρολόγια…»
Με τέτοιες, αλήθεια, σκέψεις έρημες ωσάν τα σύκα
που χάσκουν έξω στη φύση τον Ιούλιο-
σακαράκα ο φτωχογέροντας ή μάλλον
ολάνοιχτη πόρτα και χειμώνας ο ίδιος
έμπαζε τις αθρόες αντιφάσεις
και ξύλιαζε ο σπαραγμός του-τι παράξενο,
σε πολύ τρυφερά δευτερόλεπτα.
Ο κόσμος δεν τη χωρούσε τέτοιαν απόγνωση
και κανένας θεός δεν έβγαζε σπινθήρα.
Η φύση τώρα του ‘χε γίνει φανταστικότερη
τα φαιά πετρώματα η αγιότητα των θάμνων.
Αλαφιασμένος αποφάσιζε χαμάμ ο τρισάθλιος
δίχως ανάσταση μεσ’ στους ανάερους ατμούς τους ομιχλώδεις
κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη
τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους
την εύκολη στύση του λουτρού με σκλάβες ωσάν κάτασπρα
λαγούτα
χαϊδεύοντας πότε-πότε τ’ αχαμνά του τ’ ανεξήγητα
που τα ‘χε σακκουλιάσει απαίσια το γήρας.
Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση
και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος
δυο-τρείς νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους
όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο
με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης
όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει:
«Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας»
κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Από την ποιητική συλλογή «Χορταριασμένα Χάσματα» 1974.
Εκ των υστέρων
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
25 Σεπτεμβρίου 1998. Βιβλιοθήκη, σ. 2.
Τίθεται, συχνά, το ερώτημα: Γιατί ο Νίκος Καρούζος υπήρξε, αρχικά, αντιδημοφιλής; Γιατί υποτιμήθηκε, για χρόνια, η δύναμη της Ποιητικής του; Έχω ακούσει και διαβάσει πολλές απαντήσεις: όλες είναι, κατά την γνώμη μου, εάν όχι εσφαλμένες ή διαθλαστικές, τουλάχιστον, στην καλύτερη περίπτωση, μεταφορές της σωστής, η οποία διαφεύγει. Τις αναφέρω:
1). Συνήθως λέγεται ότι ο τρόπος της ζωής του δεν χωρούσε στην κραυγαλέα συμβατικότητα της «δημοσιοϋπαλληλικής» λογοτεχνικής παράδοσης, ότι δεν ήταν δυνατόν να εναρμονιστεί με την παροιμιώδη συγκινησιακή φτώχεια των καλλιτεχνικών δημοσίων σχέσεων, πράγμα που ισχύει βεβαίως υπό μίαν έννοια, εφόσον, ακόμη κι αν επιζητούσε, στην απελπισία του, να καρπωθεί στοιχειώδη υλικά οφέλη ή τρέχουσες διευκολύνσεις, χάριν της επιβίωσης, ο χαρακτήρας του, πόσο μάλλον η σταθερή κατάχρηση αλκοόλ, την οποία οι υπόλοιποι θα πρέπει να δούμε σαν μια κλινική όψη της μελαγχολίας του, δεν το επέτρεπαν, πραχτικά, παρά οδηγούσαν αδιάκοπα σε συγκρούσεις. Αυτό, τώρα, υποτίθεται ότι ενέπνεε στους ανθρώπους την πρόνοια να αποφεύγουν ακόμα και την αναφορά του ονόματός του. Από αντιπάθεια (ή μετά από εκτίμηση των προβλεπομένων συνεπειών του να ευεργετήσεις έναν τέτοιο «τρελό»), προτιμούσαν, τάχα, να συμπεριφέρονται σαν να μην υπήρχε. Υπερβολές!
2). Λέγεται, επίσης, ότι υπήρξε ένας ποιητής που τον πολέμησαν τα κυκλώματα, τα οποία προωθούσαν ελαφρών βαρών συναδέλφους του, εφημερίδες, πανεπιστήμια, επιτροπές κλπ. Τέτοιου είδους απόψεις μου φαίνονται αστείες. Όχι μόνον δεν είναι δυνατόν να πολεμήσει κανείς κανέναν, κατ’ αυτήν τη λογική, αλλά όσοι παρασύρονται να νομίζουν ότι μαίνεται κάποιος πόλεμος, το νομίζουν, απλούστατα, προκειμένου, έτσι, να εικονογραφούν, σε μεγέθυνση επικών διαστάσεων, τον μικρόκοσμο των ψευδο-λογοτεχνικών παρασκηνίων στον οποίο ζουν: κανενός σημαντικού έργου η ακτινοβολία δεν είναι δυνατόν να περάσει, μεσοπρόθεσμη, απαρατήρητη, μόνο και μόνο για να γίνει το χατίρι «σκοτεινών κέντρων», όποιες πρόσκαιρες ενδείξεις και να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.
3). Λέγεται, ακόμη, ότι η μυωπική οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της προσωποπαγούς και γεροντόφιλης ελληνικής κοινωνίας, όπου, σχεδόν αταβιστικά, ο σεβασμός παρέχεται μόνον στους υπερήλικες «καταξιωμένους», σαν κατ’ εφαρμογήν ενός είδους επετηρίδας, ίσως ένεκα κάποιας ενστικτώδους άρνησης των θεαματικών διαφορών ανάμεσα στις δημόσιες παρουσίες: αντεστραμμένο χριστιανικό κατάλοιπο, ούτως ώστε η πλήρης αναγνώριση να έρχεται, αυτομάτως, μετά θάνατον, όταν κανείς δεν θίγεται και ο πεθαμένος αγιάζει. Αυτό συμβαίνει όντως, εν μέρει, πρέπει να το παραδεχθούμε (όπως συμβαίνει με τις ασφάλειες ζωής, το κέρδος έρχεται μόλις εκπνεύσεις. Ο ίδιος ο Καρούζος έγραψε: Αν πεθάνω γλύτωσα αν ζήσω, γλύτωσα πάλι), αλλά σίγουρα όχι μέχρι του σημείου να περνάει σχεδόν απαρατήρητος ο σημαντικότερος ποιητής μιας γενιάς. (Θα πείτε: γνώρισε κάποιες τιμές. Αν εννοείτε τα κρατικά βραβεία… Σημασία έχει ότι ζούσε εκλιπαρώντας τους εκδότες για μια προκαταβολή και πληρώνοντας το ποτό του με αυτοσχέδια ποιήματα)….
4). Λέγεται, τέλος, ότι υπήρξε ένας ποιητής υπερβολικά δυσνόητος κι έτσι έμεινε στο περιθώριο. Από μόνο του το επιχείρημα αυτό δεν είναι μεν ανυπόστατο (ο Καρούζος υπήρξε «δύσκολος» ποιητής, ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο), ωστόσο η επίκληση του στερείται νοήματος, εφόσον «δύσκολοι» ποιητές, συχνά κρυπτικοί, υπήρξαν οπωσδήποτε όλοι της λεγόμενης γενιάς του ’30 και οι μισοί τουλάχιστον της επόμενης δεν είχαν όμως την ίδια μοίρα.
Εγώ θα έδινα στο ερώτημα μια απάντηση πολύ πιο απλή: ο Καρούζος με το έργο του «έλεγε» (στους αναγνώστες του και, κατ΄ επέκτασιν, στην κοινωνία)κάτι ιδιαίτερα δυσάρεστο. Μολονότι, στην ουσία, το «θέμα» του δεν υπήρξε διαφορετικό από εκείνο του Ελύτη (το «θέμα» ήταν και εδώ ο χρόνος, ο εσωτερικός χρόνος, η στάση της διάρκειας, ο κλονισμός της υποκειμενικότητας μπροστά στο σταυροδρόμι γραμμικότητα-συνείδηση), η διαπραγμάτευση υπήρξε αντίστροφη: Χρόνος και παράδεισος κατά τον Ελύτη, χρόνος και κόλαση κατά τον Καρούζο. Και του δεύτερου η έμμονη ιδέα ήταν η υποδειγματική ζωή, όμως αντί να υφάνει το άσμα του θαύματος, τραγούδησε την απελπισία εκείνου που ζει αποκλεισμένος απ’ αυτό το θαύμα, παγιδευμένος στην αλλοτριωτική φρίκη του μετρήσιμου χρόνου (την οποία ο Ελύτης ακυρώνει μ’ έναν θετικά «μυστικιστικό» τρόπο, ενώ ο «μυστικισμός» του Καρούζου είναι αρνητικός, σαρκαστικός), κινούμενος ήδη σαν στοιχειό, σε μια ζώνη μεταθανάτιου βίου επί της γης. Από τον Ελύτη της διαφάνειας, το πλατύ κοινό κράτησε την στίλβουσα επιφάνεια του γραφικού: τον αδίκησε μ’ έναν τρόπο πιο ύπουλο. Από τον Καρούζο της εφιαλτικής νύχτας, τι να κρατήσεις; Τον αδίκησαν ευθέως, στρέφοντας το βλέμμα αλλού.
Το «μήνυμα» του Νίκου Καρούζου δεν άρεσε αντηχούσε σαν παράδοξο κύκνειο άσμα όλων των φενακισμών. Δεν έφταιγε η επιθετικότητά του «σε προσωπικό επίπεδο», όπως λένε, αλλά η επιθετικότητα του νοήματος σε βάρος της κοινωνίας των τηλεοράσεων.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
Αντίο,
φίλε!
Εφημερίδα
Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 1990
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Νίκος Καρούζος πέθανε την προπερασμένη Παρασκευή και οι κατάλληλες νεκρολογίες γράφτηκαν ήδη, με το παραπάνω. Ήταν 64 χρόνων, σε μια πολύ σημαντική καμπή της καριέρας του στα ελληνικά γράμματα-ένιωθες ότι κάτι ζωτικό θα γεννιόταν απ’ το λογοτεχνικό αδιέξοδο των πειραματισμών στους οποίους είχε αφοσιωθεί, κι ο ίδιος μου μιλούσε πολύ συχνά για τη σύλληψη ενός έργου που δεν θα έμοιαζε με κανένα απ’ όσα είχε γράψει ως τώρα. Ίσως αυτή η εξομολόγηση να ήταν μια παραίσθηση που διαπέρασε κάποια μεμβράνη της ύπαρξής του, ίσως να ήταν ένα αποχαιρετιστήριο νεύμα στην επίγνωση του ταλέντου, ίσως πάλι το τελευταίο αυτό άγνωστο ποίημα να ήταν ο ίδιος του ο θάνατος, γιατί επρόκειτο πραγματικά για ένα θάνατο ισοδύναμο με τα ποιήματά του: μια αίσθηση μυστηρίου γύρω απ’ το τι θ’ απογίνουν τα βιβλία του, μια νύξη απελπισμένης γνώσης για τις σκιές του ανθρώπινου τέλους που τόσο του άρεσε να μελετάει, κι ακόμη μια νότα παράδοξου (φανταστείτε το ενδιαφέρον του Κράτους! Τελετές, στεφάνια απ’ τους πολιτικούς! Παραλίγο, η Φιλαρμονική του Δήμου!).
Είχε αναμφισβήτητα το χάρισμα των μεγάλων ποιητών, την έμφυτη αρετή να διαισθάνεται ότι το κάθε τι είναι σύμβολο κάποιου άλλου πράγματος, απείρως πιο σημαντικού, που κρύβεται από πίσω. Έτσι έζησε μια ολόκληρη ζωή με το πάθος να εξιχνιάζει νοήματα κρυμμένα στο μισόφωτο- ήταν μια ατέλειωτη μάχη με τους πειρασμούς της διαλεκτικής και της μεταφυσικής, και το κάθε τι που περιείχε αμφιβολία ήταν γι’ αυτόν αντικείμενο έλξης και λατρείας. Ένα οποιοδήποτε φιλοσοφικό ερώτημα μπορούσε να του φτιάξει τη διάθεση γιατί τον βοηθούσε να ζει με την πίστη ότι η ύπαρξή του είχε κάποιο νόημα. Διέθετε μια πολύ βαθιά γνώση των μηχανισμών του παραλόγου, απ’ το οποίο είναι διαποτισμένο όλο του το έργο. Ο Καρούζος ανατράφηκε με το ζεν και τον Κάφκα. Είχε καταλάβει ότι οι ανθρώπινες υποθέσεις αποτελούν μια παρεξήγηση.
ΥΠΗΡΞΕ, άλλωστε, ο μοναδικός σύγχρονός μας για τον οποίο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι έζησε μόνο για την ποίηση. Κατέβηκε τη σκάλα μέσα στα σκοτάδια και τους πυρετούς των λέξεων μέχρι το τελευταίο σκαλοπάτι χωρίς να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο-απείχε πολύ από οποιαδήποτε συμβατική πειθαρχία, πόσο μάλλον απ’ την επιθυμία να μετέχει στην κοινωνία σαν μια μονάδα που σκοπός της θα ήταν να προωθεί τρέχουσες υποθέσεις. Με δυο λόγια, ήταν αυτό που λέμε περιθωριακός. (Κάποτε έγραψε το εξής: «Το έξω δεν μας φταίει σε τίποτα, το προς τα έξω φταίει».) Η εξάντληση απ’ όλους τους μικρούς πρόωρους θανάτους που είχε ζήσει στην προσπάθειά του να καταλάβει τους άλλους (και να τους δώσει να καταλάβουν ποιος είναι) τον ωθούσε σε συγκρούσεις με την πραγματικότητα , που η αληθινή τους αξία έμενε πάντα ανυπεράσπιστη μπροστά στο μηδενισμό του κατεστημένου. Η όψη του πρόδιδε αμέσως τον εσωτερικό αντίκτυπο αυτών των συγκρούσεων: άλλοτε θύμιζε άγιο ή ασκητή και άλλοτε έμοιαζε με πρώην πυγμάχο, με κάποιον που ήξερε ν’ αποθηκεύει την ένταση στους μυώνες.
Είχε λοιπόν τις συνήθειες ενός περιθωριακού, αλκοόλ και ξενύχτι, και μια αληθινά απερίγραπτη οικονομική ένδεια, και ταξίδια στο κέντρο του εαυτού του μέχρι την τελική νίκη. Αλλά θα πρέπει να υπήρχε κάπου στα βάθη αυτής της ιδιοσυγκρασίας, που έμοιαζε με σχιστόλιθο, μια σιωπηρή τρικυμία θλίψης, ένα χαλασμένο κύτταρο πίστης στους άλλους, ένα μεταφυσικό παράπονο για την έλλειψη δυνατοτήτων που περιέβαλε την ποίηση. Η ποίηση, κατά τη γνώμη του, θα μπορούσε να είναι ένας μαγικός τρόπος να μεταμορφώσεις τον κόσμο, μια αντανάκλαση του θαύματος της δημιουργίας, ένα ξόρκι πιο ισχυρό από κάθε χημικό τύπο και κάθε επιστήμη-γιατί λοιπόν οι άλλοι δεν καταλάβαιναν; Ήταν μια χαμένη υπόθεση, βέβαια, και το ήξερε, όμως ήταν μια πολύ δύσκολη παραδοχή που, αν την έκανες, έπρεπε ταυτόχρονα να συμφωνήσεις ότι δεν είχες κανένα λόγο να ζεις. Αυτό το χαλασμένο κύτταρο, αυτό το αποθηκευμένο άγχος του τρόμου μπροστά στον εξωπραγματικό ρόλο του ευαίσθητου ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία, μετατράπηκε σε καρκίνο. Ο καρκίνος ήταν το τελευταίο επιχείρημα του Καρούζου για την απόδειξη της αδυναμίας όλων των αποθεμάτων της νόησης και της αγάπης. Απ’ αυτή την άποψη, ήταν σαν να αυτοκτόνησε.
ΕΓΡΑΨΕ υπέροχα ποιήματα και επηρέασε όσο κανείς άλλος της γενιάς του τα μέτρα της σύγχρονης λογοτεχνικής πραγματικότητας, παρ’ ότι αυτό δεν φαίνεται ακόμη με γυμνό μάτι. Το έργο του είναι ένα κράμα από οσμές θανάτου και ζωής, πολύ δυνατό αλλά όχι αισιόδοξο, διαποτισμένο απ’ τη μελέτη των μεταμορφώσεων του Κακού αλλά και απ’ τη δόνηση κάποιας θεϊκής παρουσίας για την οποία μπορούν να μιλήσουν οι μελαγχολικοί και τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια έφτιαχνε περισσότερο παραδοξολογήματα παρά ποιήματα, γιατί όπως όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς ήρθε κάποτε αντιμέτωπος με την ίδια πλήξη της γλώσσας και τις ποιητικές ανεπάρκειες της λειτουργίας της, όμως το ενδιάμεσο τμήμα του έργου του, ανάμεσα στο ξεκίνημα και το τέλος, ήταν ένα καταπληκτικό ώριμο μήνυμα, απ’ τα ωραιότερα που δόθηκαν ποτέ.
Ο ίδιος δεν έκανε τέτοιες διακρίσεις, ούτε τις αποθάρρυνε. Βρισκόταν διαρκώς σ’ έναν ίλιγγο σκέψης, σαν να τον καταδυνάστευε η έμμονη ιδέα ότι θα μπορούσε να εγκλωβίσει το μυστικό του κόσμου μέσα στις έννοιες και τις λέξεις-οι λέξεις ήταν το μόνο που είχε στη ζωή του, το λέω μετά βεβαιότητος. Δεν εννοώ ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι γύρω του που τον αγάπησαν και τον κατάλαβαν, μόνο που έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, γι’ αυτό και ήταν ουσιαστικά μόνος. Πέρασε περισσότερες δύσκολες ώρες απ’ οποιονδήποτε καλλιτέχνη γνώρισα ποτέ. Αναρωτιέμαι, τι ένιωθε όταν έγραφε ποίηση. Ίσως να είχε χαθεί, μέσα του, και το τελευταίο υπαρξιακό καταφύγιο-η τελευταία φλέβα απόλαυσης μπορεί να είχε σκληρύνει υπερβολικά, κι έτσι να έγραφε απλώς επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ αυτό που ονομάζουμε βολικός άνθρωπος και δεν ήταν εύκολο να τον συμπαθήσουν όσοι τον συναντούσαν, αν δεν ήταν έτοιμοι να ρίξουν μια ματιά στο βάθος αυτού του γκρεμού που αντιπροσώπευε το πάθος του για τις καταιγίδες της απελπισίας και να τους νυχτερινούς περιπάτους ανάμεσα στα ερωτήματα.
Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τον αγαπήσει μόνο και μόνο (αλλά δεν είναι λίγο!) επειδή έδειξε ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, κι αυτό το πέρασμα οδηγεί σ’ έναν κόσμο που σπινθηροβολεί χάρη στη δική του ποίηση, όμως είναι ταυτόχρονα ο δικός μας κόσμος, η πιο παράλογη κοινωνία που φτιάχτηκε ποτέ. Το Κακό φυλάει τα περάσματα και ο Καρούζος το ήξερε.
Είναι αστείο να συζητάμε για το αν το επίσημο Κράτος τον υποστήριξε, κι αν τα στεφάνια ήρθαν πολύ αργά. Τι λόγο είχε το Κράτος να τον υποστηρίξει; Η ποίησή του στρεφόταν εναντίον του Κράτους, στο βαθμό που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο η ποίηση. Ήταν ένας αναρχικός που έφτιαξε μια βόμβα από λέξεις για ν’ ανατινάξει κατ’ αρχάς τον ίδιο του τον εαυτό. Το Κράτος έστησε απλώς εκείνη την απερίγραπτη φάρσα με τις συντάξεις πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Η λογική των υπουργείων αξίζει να μελετηθεί. Πρ’ ότι ο προϋπολογισμός τους ανέρχεται σε δισεκατομμύρια, ο τρόπος που χειρίζονται τα πιο λεπτά θέματα μοιάζει πάντα με ελεημοσύνη.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι, πέρα από έναν πολύ στενό κύκλο, ο Καρούζος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ γι αυτό που ήταν. Και τι ήταν; Ένας άνθρωπος που μελέτησε τα αινίγματα της ψυχής και του νου όσο ελάχιστοι απ’ τους συγχρόνους μας. Υπήρξε μια τάση να τον θεωρούν ευφυολόγο και ρήτορα καφενείων. Η αλήθεια είναι ότι του άρεσε να πίνει και να μιλάει. Στο ποτό τα κατάφερε καλύτερα απ’ ό,τι ο Πόε. Όσο για τις συζητήσεις, η γλώσσα που μεταχειριζόταν ήταν τα πιο πλούσια, συμπαγή και δομημένα ελληνικά που μπορούσες ν’ ακούσεις. Ήταν ένας χείμαρρος ακρίβειας, μια θαυμαστή διαλεκτική μηχανή που σάρωνε τα πάντα. Υπήρχε συνεχώς μια εξαιρετική ένταση στην αυτοσυγκέντρωσή του κι αυτό μετέδιδε γύρω μια αίσθηση ηλεκτρισμού και τραντάγματος, ήταν σαν να δοκιμάζονταν διαρκώς όλα τα μεταίχμια ανάμεσα στη σκέψη και την πραγματικότητα.
Όταν τον παρατηρούσες καταλάβαινες ότι περνούσε πάνω του μια φτερούγα θανάτου-ίσως αυτό να συνέβαινε απ’ την ημέρα που γεννήθηκε. Ολόκληρο το έργο του (ο Βαρβαρόσσα, για παράδειγμα, ένα τέλειο ποίημα, πιθανόν το ωραιότερο που έγραψε ποτέ) ήταν μια πρώιμη αυτοβιογραφία του μελλοθάνατου, μια προφητεία γύρω απ’ τις δυστυχίες και τους απόηχους της κατάρρευσης και του Τέλους. Το έργο του ήταν πραγματικά ο υπέρτατος επικήδειος, μια υπόκλιση στο θάνατο σε μορφή σαρκασμού, μια διείσδυση στο σκοτάδι της πίστης ότι κάθε τι είναι προορισμένο για την παρακμή-και η Σκέψη και η Ποίηση, και ο Θεός και ο Έρωτας, και η Κοινωνία και η Φύση, όλα υπήρχαν μόνο και μόνο για να μπορούμε να αναφερόμαστε στη φθορά τους. Είχε βέβαια πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές αυτή η φθορά, κωμικές λάμψεις και παράλογες συμπτώσεις και ενδοιασμούς που άξιζε να μελετηθούν, και οπωσδήποτε μια ευρυχωρία για να δοκιμάσει η ανθρώπινη ύπαρξη τις διακυμάνσεις της. Αυτό έκανε ο Καρούζος μέχρι το θάνατο. Διασκέδαζε και υπέφερε, εναλλάξ, με τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος περισσεύει.
ΗΡΘΕ ΛΟΙΠΟΝ η ώρα να γραφτούν βιβλία για τον Καρούζο, να γίνουν αφιερώματα σε περιοδικά, να του απονεμηθούν τίτλοι εκ των υστέρων, κτλ. Στην Ελλάδα, το ακραίο σημείο του κύρους είναι το να πεθάνεις-τα συγχαρητήρια ταχυδρομούνται στον Παράδεισο. Είναι προς τιμήν του περιοδικού Λέξη το τεύχος 88/89, χώρια που, πέρα απ’ τη λογοτεχνική αξία του εγχειρήματος, έδωσε στον Καρούζο παράταση έξι μηνών ζωής. Τώρα, εκείνοι που είναι πρώτοι στη γενική πολιτιστική παραλυσία και οπισθοχώρηση, θα επικυρώσουν τη γνώμη του Καρούζου για αυτούς με το να είναι πρώτοι και στους θρήνους για το θάνατό του. Η βαθύτερη απ’ όλες τις πηγές λογοτεχνικού φθόνου, η έλλειψη ταλέντου, κάνει ήδη τα πρώτα βήματα για να μετατραπεί σε στοργή.
ΣΤΟΥΣ υπόλοιπους, που κατανόησαν το έργο του, παίρνω το θάρρος να πω το εξής: μέσα σε κάθε πένθος υπάρχει ένας σπόρος ξεχασμένης χαράς, και μια ανάλαφρη δόνηση απ’ τις ελπίδες των ζωντανών επιδρά στο κενό που δημιούργησε η απώλεια, γιατί οι ζωντανοί νιώθουν ότι θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη λύπη τους σ’ ένα μάθημα αγάπης για τις αλήθειες του κόσμου. Ας είναι τα λουλούδια στον τάφο του Καρούζου τα ίδια του τα ποιήματα. Η διαμάχη για το αν αυτός ο τάφος έπρεπε να βρίσκεται στο Ναύπλιο ή στην Αθήνα δεν σημαίνει τίποτα. Ο Καρούζος θάφτηκε μέσα στα ίδια του τα βιβλία πριν ακόμη πεθάνει. Ήξερε ότι τα βιβλία είναι ο μόνος τρόπος ν’ αντισταθείς σ’ εκείνους που ασχολούνται με μνημόσυνα άλλων, ενώ είναι κιόλας οι ίδιοι πνευματικά νεκροί.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το κείμενο αυτό του συγγραφέα και κριτικού κυρίου Ευγένιου Αρανίτση, είναι κατά την γνώμη μου το καλύτερο κείμενο που έχω διαβάσει εν ήδη αποχαιρετιστήριου «επικήδειου» , ενός φίλου του ποιητή. Είναι συγκρατημένα «σπαρακτικό», συγκινητικό χωρίς να γίνεται μελοδραματικό, δίχως να έχει τον δημόσιο της θλίψης διασυρμό είτε της αποδοχής είτε της άρνησης του έργου, της ποίησης και της ζωής του Νίκου Δ. Καρούζου. Ο Ευγένιος Αρανίτσης στο «εξόδιο» αυτό κείμενό του, πιάνει όλες τις πλευρές του ποιητή. Τις πτυχές του εσωτερικού του κόσμου. Όσο είναι κατορθωτή μια από άλλον ψυχανάλυση ενός προσώπου και ενός έργου. Το πορτραίτο της ύπαρξης πάντα παραμένει με τις αινιγματικές σκιές και τις χαώδεις ρωγμές του. Μας μιλά για τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα του, την φυσιογνωμία του, τις ιδιοτροπίες τους, τις ατέλειές του σαν άτομο, τα θέλω του, τα προτερήματά του σαν πνευματικό δημιουργό, τις παραξενιές του, τις ποιητικές του παραδοξότητες. Διαισθάνεται ορθά τόσο τον ίδιο όσο και το έργο του, εξάλλου, έχει κυκλοφορήσει σε αυτόνομο τόμο ανθολόγιο της ποιητικής του παρουσίας (εκδόσεις Άκμων) και έχει επιμεληθεί ποιητικές του συλλογές. Και είναι ίσως από τους αθηναίους κριτικούς που έχει γράψει τα περισσότερα κριτικά σημειώματα για τις ποιητικές του συλλογές. Ίσως, αν εξαιρέσουμε τους νομπελίστες μας ποιητές, σπάνια ευτύχησε έλληνας ποιητής τέτοιας κριτικής φροντίδας από νεότερό του συγγραφέα. (δεν συμπεριλαμβάνω την περίπτωση του Αλεξανδρινού). Κάθε φορά που δημοσιεύει ο Ευγένιος Αρανίτσης κάτι για τον Καρούζο, είναι και κάτι διαφορετικό. Σαν να αγωνίζεται να τον εξαντλήσει και όλο κάτι τον ελκύει ξανά στο πηγάδι του έργου του, και αντί να τον ξεδιψάσει τον κάνει να διψά ακόμα περισσότερο. Προσεγγίζει την στάση του απέναντι στο φαινόμενο της ζωής, του θανάτου. Κοντοστέκεται στις θέσεις του, ακούει τις αντιλήψεις του, εξετάζει τις ιδέες του, στέκεται στις εμμονές του. Ο Ευγένιος Αρανίτσης όμως, ο κριτικός Αρανίτσης, μέσω του Καρούζου μας μιλά και για την ελληνική διαχρονική παθογένεια τόσο της ελληνικής πολιτείας όσο και των πνευματικών ανθρώπων και ταγών και διαμορφωτών της ελληνικής λογοτεχνίας. Το «Αντίο, φίλε!» είναι ένα κείμενο που αφορά την νοοτροπία και τις δημόσιες αντιλήψεις και συμπεριφορές των πνευματικών ανθρώπων στην χώρα μας, και παράλληλα, είναι ένα σχολιαστικό ρέκβιεμ για την ίδια την σημασία και τον ρόλο της Ποίησης στις μέρες μας. Ο Ευγένιος Αρανίτσης ακολουθώντας τον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο, μας μιλά με λεπτό λυρισμό και ευγενικές πινελιές θλίψης για το τέλος του ποιητικού λόγου. Την αχρηστία του στις συνειδήσεις των σύγχρονων ανθρώπων. Ο Νίκος Δ. Καρούζος το κάνει αυτό με πιο κυνικό τρόπο, περισσότερο σκληρό, παγερό, ακραίο, με περισσότερο σαρκασμό και αυτοσαρκασμό ταυτόχρονα. Σαρκάζει την ίδια του την ποιητική σύλληψη, την γραφή, την γλώσσα που χρησιμοποιεί, προπάντων τις λέξεις που επιλέγει, τις εικόνες καθημερινού θανάτου που φωτίζει. Στην τελική ανάλυση, την ίδια την γραφή που είναι το φαινόμενο της Ζωής με άλλον τρόπο στα μάτια των ευαίσθητων υπάρξεων. Υπάρχουν δύο σημεία που στέκομαι στο κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση, όταν μας μιλά και συνδέει την αρρώστια (τον καρκίνο που έφαγε το σώμα του Καρούζου) με την ποιητική λειτουργία. Και το άλλο σημείο είναι όταν μας λέει, ότι το μόνο που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι είναι να σχολιάζουμε την φθορά των πραγμάτων, εντέλει της ίδιας της ζωής. Είναι σημαντικές οι παρατηρήσεις του Ευγένιου Αρανίτση, είναι κείμενο κριτικής ποιητικής οντολογίας της ίδιας της ύπαρξης. Είναι κείμενο-κατά την γνώμη μου-πολύ πιο ουσιαστικό και καίριο από τις καλογραμμένες και εμβριθείς κριτικές που έχω διαβάσει για το έργο του Νίκου Δ. Καρούζου, αντρών ή γυναικών.
Το ανασύρω από το πρόσφατο παρελθόν και ας είναι γνωστό, ας είναι ίσως δημοσιευμένο ξανά και αλλού και για άλλη αιτία. Θεωρώ μέσα στα αναπάντεχα προβλήματα που αντιμετώπισα σαν άτομο και σαν αναγνώστης αυτό το χρονικό διάστημα, δεν θα μου δινόταν καλύτερη, ουσιαστικότερη, αληθινότερη ευκαιρία να αποχαιρετήσω αυτήν την δύσκολη και τρομακτική χρονιά και ίσως και αυτήν την ιστοσελίδα. Η απαισιόδοξη ματιά του ποιητή Νίκου Δ. Καρούζου και του κριτικού Ευγένιου Αρανίτση κατ’ επέκταση, είναι η ματιά των ελάχιστων σύγχρονων ανθρώπων που δεν θέλουν να ακολουθούν καμία πλέον ψευδαίσθηση ελπίδας, ανθρωπισμού, αγάπης, φιλανθρωπίας, μεταφυσικής βεβαιότητας, με αυτά που βλέπει και ακούει, αισθάνεται, συμβαίνουν γύρω του. Ποίηση, ανέξοδες λέξεις για μελλοθανάτους. Αυτήν την ψευδαίσθηση προσφέρει πλέον ο ποιητικός λόγος, έντρομος μπροστά στην υπαρκτή οντολογία του Κακού που είναι παρών με πολλές μορφές πρόσωπα και προσωπεία. Ένας ποιητικός λόγος που ερωτοτροπεί μόνο με την γλωσσική του αυταρέσκεια, τον ναρκισσισμό των λέξεων που χρησιμοποιεί για να γίνει αρεστός και αποδεκτός όχι στο φαινόμενου της ζωής και του θανάτου, αλλά στους γραμματείς και φαρισαίους της τέχνης, της λογοτεχνίας, της ποίησης, της πίστης, της δημόσιας αποδοχής για επιβράβευση και μεγάλα τιράζ διαφημιστικής κυκλοφορίας.
Ποίηση, μια άχρηστη υπόθεση των καιρών. Εδώ μπορεί να συμφωνήσουνε κάποιοι. Το ζήτημα είναι ίσως, τι ρόλο παίζουν πλέον μέσα στην ιστορία οι παλαιοί Ποιητές.
Διαβάστε ακόμα:
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία 29/3/1981, Τα τελευταία βιβλία του Νίκου Καρούζου.
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία 13/9/1989, Λογική μεγάλου σχήματος
-Ευγένιος Αρανίτσης, περ. Η Λέξη τχ. 88-89/10,11, 1989, σ.893-895, ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΛΟΝΤΑΣ, ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΤΥΡΑΝΝΙΑ.
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 25/9/1991, «Νομίζεις κόκκινα; Βλέπεις λευκά».
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13/11/1991, Τριαντάφυλλο ή ακρίδα;
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 29/6/1994, σ. 48/4, Ταξίδι προς τα άκρα
-Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία 5/11/1997, σ. 34, Ένα κορίτσι ονόματι Μαρία
Γ. Χ. Μ.
Μετά από τι!
Κυριακή, 27 Δεκεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου