Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Αντώνης Καλογιάννης, Η Φωνή της αντιστασιακής μνήμης μας

                   ΑΝΤΩΝΗΣ   ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

      Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΜΑΣ

«Μά, πάλι, αν λείπουμε και μείς θα σεργιανίσουν τα τραγούδια μας

γιατί ό,τι μας χρωστάει η ζωή εμείς το δώσαμε στον κόσμο.».

       Κάθε γενιά φυλά για ιερό φυλαχτό του μέλλοντος  χρόνου της τα είδωλά της. Κάθε γενιά εμπλουτίζει τις εμπειρίες και αισθήσεις της με φωνές, ακούσματα, διαβάσματα, ήχους, ψιθύρους, δειλά αγγίγματα, λαχανιάσματα αγωνίας, ιδρώτες πόνου του έρωτα, άγνωστων αναζητήσεων και περιπετειών. Φτερουγίσματα ανάσες του σώματος της ψυχής πληγές. Συλλείτουργα εξάρσεων της άγουρης αγάπης.  Διανοικτικές πνευματικές αναζητήσεις κόκκινων οριζόντων της πολιτικής διαδρομής της Ιστορίας του γενέθλιου τόπου σου. Εμψυχωτικές της μνήμης αδιαμόρφωτες νεανικές καταστάσεις υπαρξιακών δονήσεων, απλόχερων παντοειδών και πολύχρωμων ευαισθησιών. Συνοδείες πρωτόγνωρες των νιάτων,-μας- αγωνιστικά αθλήματα, επαναστατικές χαρές ανοιξιάτικων πολιτικών οραμάτων. Εύοσμες κοινωνικές περιπέτειες που σπονδύλωναν ασυναίσθητα την ιστορική διαδρομή του μέλλοντός μας. Κάθε γενιά κουβαλά μέσα της τις δικές της εισαγωγές ζωής και μνήμης. Πιθανότητες πολιτικής καταξίωσης, ατομικής σταδιοδρομίας προκλήσεις πάθους των εποχών της αγωνίας των ανθρώπων της. Απλήρωτες λυτρώσεις οραμάτων και διαψεύσεων, του μόχθου ελπίδες και ανθρώπινων αντοχών. Κάθε γενιά σημαδεύεται από τα δικά της χαρακτηριστικά, τα ημερονύκτια σημάδια που άλλοι επέλεξαν για αυτήν ή, η ίδια χάραξε με το «σταυρουδάκι του ήλιου» στα στήθη της, και το «κόκκινο λάβαρο» στο χέρι. Η Ιστορία και η Μνήμη δεν λησμονεί- συγχωρεί τα λάθη της ευδόνητης συνείδησής σου που σε συνοδεύουν στον Χρόνο. Και ας πονάει φριχτά, να το αποδεχτείς. «Αργά, πολύ Αργά μέσα στη Νύχτα».

     Ακοίμητος  χορηγός της μνήμης της δικής μου γενιάς το πολιτικό τραγούδι. Η ακμαία και θαρραλέα εμψυχώτρια ακόμα και σήμερα επαναστατική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Του διαχρονικού Έλληνα της μουσικής ευψυχίας μας. Του μοναδικού ίσως Έλληνα μουσικοσυνθέτη, που αφουγκράστηκε όσο κανένας άλλος, τα μυριάδες θροίσματα της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας του τελευταίου αιώνα στην πατρίδας μας. Των αγώνων του ελληνικού λαού που πλημμύριζε τις πλατείες, τα γήπεδα και τα στάδια και διονυσιάζονταν αγωνιστικά, οραματικά, επαναστατικά για να ακούσει, ενθαρρυνθεί, χαρεί τροφοδοτήσει το ατομικό του πολιτικό φρόνημα και δράσεις, με τις μουσικές του εκτελέσεις. Οι περιπετειώδεις πτυχές της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής ιστορίας και των αγώνων της γίνονταν γνωστές, περνούσαν, διοχετεύονταν, μέσα στους στίχους που μελοποιούσε, την μουσική που συνέθετε ο Θεόρατος Μίκης. Αυτός του δικού του Χρέους και ίσως ορισμένων του πολιτικών λαθών. Του πατριώτη Μίκη που μαζί με τον Μεγάλο Ερωτικό της ζωής μας, τον Μελωδό των Ονείρων μας τον Μάνο Χατζιδάκι, διέπλασαν, χειραγώγησαν, διαφώτισαν τις ευαισθησίες και  το ιδιαίτερο ήθος ενός ολόκληρου λαού στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Για να μείνω μόνο στα της δικής μου γενιάς, και να μην αναφερθώ στα χρόνια της δεκαετίας του 1960 που ο απόηχός της ακούγονταν μέσα στο σκοτεινά λαγούμια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας.

Άκουσα για πρώτη φορά την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, από το ραδιόφωνο που είχαμε σπίτι από έναν σταθμό του εξωτερικού. Τον γερμανικό σταθμό της Ντόιτσε Βέλε. Όταν αργά την νύχτα προσπαθούσαμε με την βελόνα του, να ακούσουμε την φωνή του Παύλου Μπακογιάννη να μας μιλά για τον αντιστασιακό αγώνα που έκαναν οι έλληνες και ελληνίδες του εξωτερικού εναντίον της χούντας. Τότε, μέσα στον φόβο του μισοσκότεινου μικρού δωματίου ακούσαμε για πρώτη φορά την ιερή αγωνιστική φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Το «τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ». Αυτός ο συνθηματικός θούριος λόγος των νέων απελευθερωτικών αγώνων του λαού μας, που, μας έφερνε σε επαφή με το «σφαγείο» ενός άγνωστού μας έλληνα αγωνιστή ποιητή, τον Ανδρέα Λεντάκη. Η πινδαρική φωνή του «υποδηματοποιού» μας κοινώνησε για πρώτη-όχι ευτυχώς  για τελευταία- με το μουσικό αγωνιστικό πνεύμα της πατρίδας μας.  Αντώνης Καλογιάννης, μια ελληνική ρωμαλέα αντρίκεια φωνή, πεντακάθαρη, σοβαρή, επιβλητική, ερμηνευτικά επιμελημένη,  χαρακτηριστική, μεγαλόπνευστη. Μια φωνή που δήλωνε το ήθος του φρονήματος του έλληνα, που καθρέφτιζε ότι ο γραπτός λόγος της κατοπινής Ιστορίας δεν μπορεί να αποτυπώσει εν τη γενέσει του. Ενός άγνωστού μας τραγουδιστή που ανάβλυζε από τους επαναστατικούς αναβαθμούς ελευθερίας, αντίστασης,-την περίοδο εκείνη-στην χώρα μας. Ακούγαμε μαγεμένοι την φωνή του και ξεσηκωνόμασταν με ιερό πάθος. Μέναμε καθηλωμένοι μπροστά στο ραδιόφωνο και αφήναμε να αναρριπίζει τις ψυχές μας η αντρική αυτή φωνή που συγκεφαλαίωνε-όπως πιστεύαμε-τον δίκαιο αγώνα της Ελλάδας, την επαναστατική πυρετική έξαψη ενός ολόκληρου λαού που πάλευε ενάντια-κρυφά και φανερά-στην δικτατορία των συνταγματαρχών. Μια φωνή που μας γέμιζε παιδικές ευθύνες, μας υπενθύμιζε το χρέος μας, μας τόνιζε τις πολιτικές μας υποχρεώσεις, στον δρόμο προς την μελλοντική της ελλάδος δημοκρατία. Σε αυτές τις πικρές στιγμές των παιδικών μας πολιτικών χρόνων, ακούγαμε για πρώτη φορά την ιερή των ελληνικών αγώνων φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Αυτήν την λιτή, δωρική, αισθαντική, εκφραστική, επικοινωνιακή, ενεργητική, αποτιμητική φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Που με απλή πάντα ενδυμασία, ορθό ανάστημα, δίχως εξωτερικά ψιμύθια που θα αλλοίωναν την αλήθεια της φωνής του, την σεμνότητα της τραγουδιστικής του εμφάνισης και εκτέλεσης, της δημόσιας παρουσίας του πάνω στην εξέδρα, την ατομική του ποιότητα, την θα σημειώναμε αυτοπειθαρχία των φωνητικών του εκτελέσεων, μας λειτούργησε για δεκαετίες. Μας καλλιέργησε με τις ερμηνείες του τόσο την διοίκηση του πολιτικού μας φρονήματος όσο και των μουσικών μας ευαισθησιών. Ο Αντώνης Καλογιάννης, είτε τραγουδούσε τα Τραγούδια του Αγώνα, είτε ερμήνευε τόσο εκπληκτικά την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Επιφάνεια, είτε σαν ντουέτο με την Μαρινέλλα μας μελωδούσε στιγμές του έρωτα, «Σε λίγο ξημερώνει…» ήταν ο ίδιος, ατόφιος, αυθεντικός, αληθινός, ατσαλάκωτος καλλιτεχνικά, πηγαίος. Η γενιά μου, ευτύχησε να τον ακούσει στο κατάμεστο από κόσμο στάδιο Καραϊσκάκη, αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Σε ένα Στάδιο γεμάτο παλμό, αγωνιστικό ενθουσιασμό, πολιτικών προσδοκιών, έναν μουσικό συνεορτασμό των ελλήνων και ελληνίδων που θα μας μείνει αξέχαστο, αυτό το πολιτικό παλλαϊκό πανηγύρι. Οι εποχές εκείνες φιλτράριζαν τον πολιτικό μας αγώνα μέσα από τους στίχους ποιητών και την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Φωνές όπως της Μαρίας Φαραντούρη, του Πέτρου Πανδή, (στην άλλη μεγαλειώδη συναυλία με το Κάντο Χενεράλε, του χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα), στα παλλαϊκά γηπεδικά μουσικά ακούσματα της ερμηνείας της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου, με την αειθαλή φωνή του Γιώργου Νταλάρα, την αρχαιοελληνική παρουσία και απαγγελία του Μάνου Κατράκη στο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, είναι μουσικά βλαστήματα ποίησης και μουσικής ενός ολόκληρου λαού, όχι μόνο της δικής μας γενιάς. Είναι φωνές, ήχοι και ακούσματα μετουσιώσεις του φρονήματος ενός λαού με ιστορία, παράδοση, πολιτισμό. Τα ακούσματα αυτά, τα Τραγούδια αυτά, οι μουσικοί ρυθμοί αυτοί είναι η ελληνική τοιχογραφία μεγαλοσύνης και άχραντης ανθρωπιάς ενός πανάρχαιου λαού, του Ελληνικού. Σε αυτό το της γενιάς μας-της κοινής μας μνήμης φρέσκο-σημαντική θέση κατέχει η παρουσία και η φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Που ο ήχος της πότισε τις φλέβες χιλιάδων Ελλήνων και Ελληνίδων-και αυτών ακόμα των Ελλήνων, που δεν ακολουθούσαν τον πολιτικό σχηματισμό που εκείνος ακολουθούσε και διακονούσε με την φωνή του. Ο Αντώνης Καλογιάννης ήταν αγαπητός και σεβαστός από τους φιλόμουσους έλληνες, και αυτό, είχα την τύχη να το διαπιστώσω όταν για μία και μοναδική φορά στην ζωή μου τον συνάντησα και τον άκουσα σε συζήτηση μέσα στο βιβλιοπωλείο Θεμέλιο στην οδό Ακαδημίας στην Αθήνα. Ο Αντώνης Καλογιάννης είχε συγγενική σχέση με τους ιδιοκτήτες και εκδότες (οικογένεια Μαλικιώτη, του Θόδωρου και της Φωφώς) του Θεμέλιου. Σε αυτόν τον ζεστό του βιβλιοπωλείου χώρο άκουσα για μία και μοναδική φορά τον Αντώνη Καλογιάννη να συζητά με σεμνότητα και άνεση με πελάτες του βιβλιοπωλείου που του ζητούσαν αυτόγραφο. Η αγάπη των ανώνυμων, καθημερινών ανθρώπων ήταν συγκλονιστική, όπως και η συμπεριφορά του στρατευμένου αυτού καλλιτέχνη προς τα άτομα που τον πλησίαζαν. Ήταν τόσο οικεία και θερμή η παρουσία του όσο θα τολμούσα να γράψω η μουσική του ακτινοβολία.

     Στην μνήμη αυτού του Ωραίου Έλληνα που ταξιδεύει πλέον για το βουβό κόκκινο ουρανό, το κελί της ιστορίας του τόπου μας, αντιγράφω ένα Μοιρολόι του κόκκινου ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, που γράφτηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1947. Και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 26 Ιούνη 1947, σελ. 2.

                ΜΟΙΡΟΛΟΪ

Το γαίμα, γιέ μ’, το γαίμα σου που ‘βαψε τα λιθάρια,

το γαίμα σου που χύθηκε κι ορφάνεψε η καρδιά μου,

ποτίζει τις μικρές ελιές και τα μεγάλα ελάτια,

βάφει τον κάμπο κόκκινο, κόκκινα τα σκουτιά μας,

βάφει τα σπίτια κόκκινα και την καρδιά μας μαύρη,

κι ένας αητός που στάθηκε να πιεί, να ξεδιψάσει

βάφει τα νύχια κόκκινα, κόκκινα τα φτερά του

και λάμπει μες στον ουρανό σαν ήλιος, σα φεγγάρι

και μου φωτάει τη στράτα μου και μου φωτάει τον κόσμο.          

 Α) ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου, «Μα, πάλι, …» είναι από την ποιητική του σύνθεση «ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙ», σελ. 71 γραμμένο στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 1953 και είναι αφιερωμένο στον ποιητή Φώτη Αγγουλέ.

Β) Το δημώδες Μοιρολόι, σελ. 63 που έπλεξε ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, είναι από τον τόμο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981.

Γ) ο δε στίχος «ήρθαμε….» είναι από την ίδια συλλογή και την μεγάλη του ποιητική σύνθεση για τον Πάμπλο Νερούντα σελίδα 97

«ήρθαμε στον κόσμο για να τραγουδήσουμε

και για να τραγουδήσουν και οι άλλοι μαζί μας»

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Παρασκευή 12/2/2021

   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου