Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Το Αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εστία, τεύχος 1667/ Χριστούγεννα 1996 στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο

ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ

                    (1902-1986)

Περιοδικό ΝΕΑ  ΕΣΤΙΑ  Έτος Ο΄- 1996. Τόμος Εκατοστός Τεσσαρακοστός. Τεύχος 1667. Χριστούγεννα 1996

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

-Ε. Ν. ΜΟΣΧΟΣ, ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ. 1-2

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

     Το φετινό χριστουγεννιάτικο τεύχος της «Νέας Εστίας», αφιερωμένο στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από την εκδημία του (γεννήθηκε στην Πάτρα το 1902 και πέθανε στην Αθήνα το 1986), επιθυμεί να τιμήσει έναν εξαίρετο λογοτέχνη και πνευματικόν άνθρωπο που φιλοδόξησε σ’ ολόκληρη τη ζωή του να συνδυάσει την πολιτική και το πνεύμα, πού τα υπηρέτησε και τα δύο με αποστολική αφοσίωση και παραδειγματική αυταπάρνηση. Και οφείλουμε εδώ προεισαγωγικά να τονίσουμε ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έγραψε ως πολιτικός μερικές αξιοπρόσεχτες και αξιοσπούδαστες σελίδες στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων πενήντα-εξήντα ετών, αλλά και ως λογοτέχνης και πνευματικός άνθρωπος χάραξε σταθερά το όνομά του στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και του ελληνικού πνεύματος γενικότερα.

     Το αφιερωματικό τούτο τεύχος της «Νέας Εστίας» φιλοδοξεί επίσης, με την όλη συγκρότηση και εμφάνισή του, να παρουσιάσει και μία ολόκληρη εποχή που ξεκινά από τα μεσοπολεμικά χρόνια και φτάνει έως τις μέρες μας περίπου, στην οποία εδέσποσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ως πολιτική και ηθική φυσιογνωμία πρώτου μεγέθους.

     Ο Παν. Κανελλόπουλος υπήρξε πανεπιστημιακός διδάσκαλος με γερές σπουδές στο εξωτερικό και με απήχηση στη νεολαία της εποχής του, πνευματικός άνθρωπος ευρύτερης ακτινοβολίας και στον τόπο μας και έξω από τα περιορισμένα του πλαίσια, με διαρκείς προβληματισμούς και συνειδησιακές συγκρούσεις, εκλεκτός λογοτέχνης και στοχαστής και μαχητής και ακόμα πολιτικός με έντονη πολιτική δραστηριότητα, τα μεταπολεμικά ιδίως χρόνια έως την έξοδό του από τούτη τη ζωή, και με αμφιλεγόμενες ίσως κατά καιρούς και εποχές πρωτοβουλίες, αλλά με σπάνιο ήθος και με πανθομολογουμένην αρετή, που κανένας ποτέ δεν αποπειράθηκε να του τα αμφισβητήσει. Με αυτήν την πανοπλία πρόσφερε πολλά στον τόπο μας και συνέβαλε αποφασιστικά στο να διαμορφωθεί μιά εποχή-η μεταπολεμική-πού στάθηκε από τις δραματικότερες, τις κρισιμότερες και αποφασιστικότερες στην ιστορία του νέου ελληνισμού.

     Η «Νέα Εστία» είχε αφιερώσει με το τεύχος της  τής 1ης Οκτωβρίου 1986, δηλαδή ευθύς μετά το θάνατό του, πολλές σελίδες στον άνθρωπο και στη δράση του. Αλλά δεν είχε εκπληρώσει ολόκληρο το χρέος της απέναντί του, αφού δεν είχε μελετηθεί και αναλυθεί, όπως θα έπρεπε, ολόκληρο το τόσο εκτεταμένο άλλωστε έργο του, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι υπήρξε επί σειρά ετών εκλεκτός συνεργάτης και ένθερμος φίλος του περιοδικού τούτου.

     Το σημερινό αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» φιλοδοξεί όχι απλώς να συμπληρώσει το μικρό εκείνο αφιέρωμα, αλλά με την όλη πολύπλευρη συγκρότησή του-με εκλεκτά μελετήματα, με κριτικές θεωρήσεις και αποτιμήσεις, γύρω στη μορφή και το έργο του, με κείμενα δικά του αλλά και με μιά πλούσια εικονογράφηση-να συμβάλει στο να διατυπωθεί ο οριστικός και ψύχραιμος λόγος για το έργο του και τη μορφή του με νηφαλιότητα και-όπως πάντα-με ψυχραιμία και κριτική διάθεση.

                        Ε. Ν. ΜΟΣΧΟΣ, σελ. 1-2 

-ΒΙΟΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ – ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, 3-11

(Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ’ 17 «Τετράδιο Ευθύνης» με τον τίτλο «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο» και το είχε θεωρήσει ο ίδιος. Ξαναδημοσιεύεται εδώ με την συγκατάθεση του κ. Κ. Ε. Τσιρόπουλου, συμπληρωμένο για τα επόμενα χρόνια από το  1982.)

1902. Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου (30 Νοεμβρίου-εορτή του Αγίου Ανδρέου, πολιούχου της Πάτρας-με το Ιουλιανό ημερολόγιο). Πατέρας του ο Κανέλλος Κανελλόπουλος, φαρμακοποιός, καταγόμενος από τη Φτέρη Αιγίου, μητέρα του η Αμαλία, αδελφή του Δημητρίου Γούναρη. Ο πρεσβύτερος αδελφός του Αναστάσιος Κανελλόπουλος είχε γεννηθεί στις αρχές του 1900. (Η κόρη του Αναστασίου Αμαλία παντρεύτηκε, το 1952, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και σε δεύτερο γάμο, το 1973, τον ιατρό Επαμεινώνδα Μεγαπάνο).

1908. Γεννήθηκε η αδερφή του Μαρία. (Παντρεύτηκε, το 1928, στην Αθήνα, τον δικηγόρο Αλέξανδρο Ζήση. Κόρη τους η Εύη Μελά, συγγραφέας πολλών γερμανικών βιβλίων, που αναφέρονται κυρίως στην ελληνική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στη νεοελληνική ζωή).

1918. Δημοσιεύεται ποίημά του στο «Νουμά», πρωτοποριακό τότε περιοδικό του δημοτικισμού.

1920. Αρχές Σεπτεμβρίου αναχωρεί για την Ιταλία. Παραμένει εκεί ένα μήνα μαζί με τον θείο του Δημήτριο Γούναρη, πού είχε δραπετεύσει από την Κορσική όπου ήταν εξόριστος από το 1917. Τέλη Σεπτεμβρίου αναχωρεί από την Ιταλία και εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης ως φοιτητής του τρίτο εξαμήνου, παρακολουθώντας και μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής.

-«Ρυθμοί στα Κύματα» (ποιήματα)

1923. Αναγορεύεται τον Φεβρουάριο διδάκτωρ του Δικαίου του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Συνεχίζει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου.

-«Η λυτρωμένη από το σόϊ που χάθηκε». (μυθιστορήματα που τυπώθηκε ελληνικά στο Μόναχο).

1925. Δημοσιεύει την πρώτη κοινωνιολογική πραγματεία του στο «Αρχείον των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών», του Δ. Καλλιτσουνάκη και γίνεται μέλος της «Εταιρείας των Κοινωνικών Επιστημών», με πρόταση  του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Καλλιτσουνάκη και του Αριστοτέλη Σίδερη.

1926. Τον Οκτώβριο διορίζεται Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαϊμη.

-«Η Κοινωνία των Εθνών».

1927. «Κοινωνιολογία των ιμπεριαλιστικών φαινομένων».

1928.

1992-1996 «Άπαντα Κοινωνιολογικά», τόμοι 5. Επιμέλεια: Μελέτης Η. Μελετόπουλος

-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ. Προέδρου της Δημοκρατίας, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 12-14

(Προσφώνηση του κ. Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ημερίδα για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο της 19ης Οκτωβρίου 1996 στη μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών)

-ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΡΑΛΛΗ. τέως Πρωθυπουργού. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ο γενναίος πνευματικός άνθρωπος, πατριώτης και πολιτικός, 16-22

-ΙΩΑΝΝΗ ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ. Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 23-25

(Προσφώνηση του κ. Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών στην Ημερίδα για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στις 19 Οκτωβρίου 1996 στη μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών)

-ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ. ΕΝΑ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ  ΓΕΓΟΝΟΣ. (Η Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου), 26-31

-ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ. Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΤΟΥ, 33-34

-ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗ., τ. Υπουργού. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ  ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, 35-39

(Σημ. της «Νέας Εστίας» Το κείμενο που ακολουθεί ήταν μία από τις ομιλίες που έγιναν στα πλαίσια της Ημερίδας Παν. Κανελλόπουλου η οποία πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 19 Οκτωβρίου 1996)

-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ι. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 41-47

(Ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου στην Ημερίδα για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο  της 19 Οκτωβρίου 1996, στην μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών)

-C. M. WOODHOUSE. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ο λόγιος, ο πολιτικός ηγέτης, ο φίλος, 48-51

(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Το κείμενο που ακολουθεί ήταν μία από τις ομιλίες που έγιναν στα πλαίσια της Ημερίδας Παν. Κανελλόπουλου, η οποία πραγματοποιήθηκε στην μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 19 Οκτωβρίου 1996.)

-ΑΝΑΣΤ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Προσωπικές αναμνήσεις και αξιολόγηση, 53-56

-ΤΕΡΕΖΑΣ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ  ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, 57-62

(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Η κ. Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών)

-ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. Μητροπολίτη Περγάμου. ΤΑ «ΕΡΧΟΜΕΝΑ» ΚΑΙ «Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ». Η συνταρακτική επικαιρότητα του βιβλίου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας», 63-67

(Διαβάστηκε στην Ημερίδα για τον Παν. Κανελλόπουλο της 19ης Οκτωβρίου 1996 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

-ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ» ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, 68-80

-ΚΩΣΤΑ ΣΑΡΔΕΛΗ. Η ΠΑΤΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, 82-88

-ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ,  Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΤΆ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ. 89-104

-Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Ή η χρησιμότητα της δοκιμασίας, 106-110

-ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΒΙΩΜΑ. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέσα από το βιβλίο του «Γεννήθηκα στο 1402». 111-116

-Ε. Ν. ΜΟΣΧΟΥ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» ΤΟΥ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. 117-123

-ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ. Ένα βιβλίο του Π. Κανελλόπουλου για το σήμερα, τις επερχόμενες γενιές και τα επερχόμενα. 124-127

-ΖΕΡΜΑΙΝ ΜΑΜΑΛΑΚΗ. ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. «Το τέλος του Ζαρατούστρα», ο αγώνας για τον ανθρωπισμό. 128-133

-ΚΩΣΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ. Ο ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Μελέτη. 135-137

-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Μ. ΚΑΛΛΙΑ., τ. Υπουργού. ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. 138-141

-ΔΗΜΗΤΡΗ Ν. ΚΙΤΣΙΚΗ. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. (R) 142-158

1.-Δύση και Ευρώπη. 2.-Ο Διχασμός: Η Ελλάς μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Παρατάξεως. 3.-Η πορεία του Π. Κανελλόπουλου από τον γερμανικό αυταρχισμό στον αγγλικό κοινοβουλευτισμό. 4.-Η ευρωπαϊκή σκέψη του Π. Κανελλόπουλου μέσα από το συγγραφικό του έργο. 5.-Ένας Βησσαρίων της παρακμής του ελλαδικού κράτους του Κ΄αιώνος. Σημειώσεις.

(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Ο Δημήτρης Ν. Κιτσίκης είναι καθηγητής της Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οττάβας (Καναδά).

(R) Η μελέτη αυτή παρουσιάζεται στο γλωσσικό ύφος του συγγραφέως, το οποίο δεν είναι ούτε η τυποποιημένη δημοτική αλλά και ούτε η τυποποιημένη καθαρεύουσα. Επί πλέον ο υποφαινόμενος ακολουθεί μίαν προσαρμοσμένη παραδοσιακή ορθογραφία της καθαρευούσης και είναι σφόδρα πολέμιος της μονοτονικής γραφής. Φυσικά εσεβάσθη την όποια ορθογραφία των κειμένων εντός εισαγωγικών.)

-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ. 159-167

-ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΟΖΩΝΗ. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑΣ. 168-177

-ΑΝΝΑΣ  ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΑΜΑΣΚΟ. Παναγιώτη Κανελλόπουλου,  «Μεταφυσικής Προλεγόμενα». 178-186

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Ι..ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ. 1. Ο άνθρωπος ο μικρός και μέγας. 2. Ο κόσμος και ο άνθρωπος.3. Φιλοσοφικές θέσεις και υποψίες για τον χρόνο. 4. Το πνεύμα. Ο θάνατος. Ο πόνος. 5. Ο Θεός. 6. Η υπερβατική ουσία της αλήθειας. ΕΠΙΛΟΓΟΣ. Σημειώσεις.

(Σημ. της «Νέας Εστίας»: Η κ. Α. Κελεσίδου είναι διευθύντρια του Κέντρου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών.)

-ΒΑΣΙΛ. Κ. ΣΤΑΘΑΚΗ. ΟΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. 188-201

-ΟΡΕΣΤΗ ΒΙΔΑΛΗ. Αντιστρατήγου ε. ά. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Πρόμαχος της Ελευθερίας της Ελλάδος και των Ελλήνων. 202-205

(Ομιλία στην Ημερίδα για τον Παν. Κανελλόπουλο της 19ης Οκτωβρίου 1996 στη μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών.)

-ΝΟΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Στη ζωή και το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, 206-216.

-ΓΙΟΥΛΑ ΖΩΝΑ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, 217 (Ποίημα)

-ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Και ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, 219-225

(Ο Ε. Σουλογιάννης είναι καθηγητής και Ερευνητής Κέντρου Ερεύνης του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του στην Ημερίδα για τον Παν. Κανελλόπουλο της 19/10/96 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.)

-ΠΑΥΛΟΥ ΜΑΡΙΝΑΚΗ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. Το πάθος για Ενότητα. 226-231

(Ομιλία στην Ημερίδα για τον Παν. Κανελλόπουλο της 19ης Οκτωβρίου 1996 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

-Γ. Β. ΚΑΒΒΑΔΙΑ. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, 233-245

-ΔΡ. ΣΑΒΒΑ ΠΑΡ. ΣΠΕΝΤΖΑ. Ο Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. 246-264

«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 17 Σεπτεμβρίου 1986. ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ Ανάμνηση μιάς γνωριμίας. Σημειώσεις. ΠΡΩΪΑ 14/8/1932. ΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (-Η Μορφή του νομοσχεδίου. –Ο ιδρυθησόμενος οργανισμός. –Η κάλυψις των δαπανών. (Τρία άρθρα του κ. Παν. Κανελλόπουλου υφηγητού εν Πανεπιστήμιω Αθηνών). ΠΡΩΪΑ 15/8/1932. –Ο αντίκτυπος των κοινωνικών ασφαλίσεων επί της εθνικής οικονομίας. – Η ασφάλισις κατά της ασθενείας και οι κίνδυνοι των καταχρήσεων.. ΠΡΩΪΑ 17/8/1932-Ανάγκη προσδιορισμού ανωτάτου ορίου μισθού.- Ο «ταξικός» χαρακτήρας του νομοσχεδίου.

-ΜΑΡΙΑΣ ΜΕΝΕΓΑΚΗ-ΚΙΝΤΗ. Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ. 265-274

-Ε. Ν. ΜΟΣΧΟΥ. Ο ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ, 275-282

-ΡΟΥΛΑΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ. ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, 283-286

-ΚΩΣΤΑ Ν. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ. ΜΝΕΙΑΣ ΧΑΡΙΝ. Μια άγνωστη περιπέτεια του Παν. Κανελλόπουλου, 287-289

-ΡΕΒΕΚΚΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ. ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ. 290-291

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ. ΚΕΙΜΕΝΑ

ΑΠΟ ΤΙΣ «ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ», 292

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ» -Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ, 293-297

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «Ο ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ», 297-300

ΑΠΟ ΤΟ «Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ», 300-302

ΑΠΟ ΤΟ «ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ», 302-306

ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΠΕΝΤΕ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ» «Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, 355 μ. Χ., 306-309

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ», 309-313

ΑΠΟ ΤΟ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ 1402», 314-317

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1939-1944)» ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ  ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ, 317-320

ΑΠΟ ΤΑ «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ» ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ, 320-324

ΑΠΟ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» (1942-1945), 324-328

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ    Ή  η  χρησιμότητα της δοκιμασίας

    Ο πόλεμος πλησίαζε. Το καλοκαίρι του 1940, παραθερίζαμε στην Κάρυστο. Η συνηθισμένη μας εξοχή, το πατρογονικό της μητέρας μοο στην Κέρκυρα, παρουσίαζε τον ορατό κίνδυνο ενός αποκλεισμού στο νησί, οπότε αποφασίσαμε να πάμε κάπου, που θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε οδικώς. Στην Κάρυστο με περίμενε μιά μεγάλη ευτυχία της ζωής μου, η γνωριμία μου με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ήμουν δεκαεφτά χρονών και εκείνος βρισκόταν εκεί, εξόριστος του δικτάτορα Μεταξά, παραμονές της εισόδου της Χώρας μας στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

     Παραδόθηκα ολόψυχα στην πολύπλευρη γοητεία του. Είχε το φωτοστέφανο του πολέμιου στη δικτατορία, την πολύ εδραιωμένη καλή φήμη ενός πρωτοποριακού επιστήμονα μιάς νεόκοπης τότε επιστήμης, της κοινωνιολογίας, την αίγλη ενός σοφού μελετητή σχεδόν όλων των εκφάνσεων του δυτικού πολιτισμού, από τη μουσική μέχρι τη λογοτεχνία’ τέλος, ήταν ο στοργικός φίλος των νέων. Μοίραζε αφειδώλευτα την ευρυμάθειά του. Ο μήνας του καθημερινού μου συγχρωτισμού μαζί του έχει απομείνει στη μνήμη μου σαν κάτι το μυθικό. Εκτυφλωτικά παράθυρα και πόρτες άνοιξαν μονομιάς και ταυτόχρονα στην ψυχή μου. Γνώρισα τον Max Weber, τον, μεσαιωνικό γλύπτη Tilman Riemenschneider, τον Rilke, τον John Donne και τον Malraux μονοκοπανιάς, μαζί με άπειρους άλλους, εξ ίσιου διαφορετικούς. Η παρουσία βλοσυρού χωροφύλακα, που τον παρακολουθούσε αδιάλειπτα ό,τι και να έλεγε, δεν εμπόδιζε αυτή την πνευματική πανδαισία πού μου επιφυλασσόταν: ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν πάντα ιδιαίτερα άφοβος και εγώ πολύ ανυποψίαστα νέος. Προσηνής όσο και ομιλητικός, είχε τα πάντα, ένα διανοούμενος πολιτικός, ένας φιλόσοφος, ένας μάρτυρας, ένας άγιος. Και ένας πάνσοφος.

     Το χρέος που έχω μέσα μου συσσωρεύσει απέναντι στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο είναι τεράστιο. Και με την πάροδο του χρόνου, η κεφαλαιοποίηση αυτού του χρέους διογκώθηκε. Δεν θα μιλήσω για το πολύπλευρο έργο του, φιλοσοφικό και ιστορικό, πού μας κατέλειπε. Αυτό, μπορεί να κάνουν πολλοί άλλοι. Εγώ προτιμώ να μιλήσω προσφέροντας μιά μαρτυρία διαχρονική. Ήταν μιά τόσο εξαιρετικής ποιότητας άνθρωπος, που να αποκλείεται να μην μιλήσεις για αυτόν με επίθετα υπερθετικού βαθμού. Ακόμα και εκείνοι που δυσκολεύονταν να πιστέψουν στην ευγένεια της ψυχής του, στην αγάπη του προς την αλήθεια, την αφοσίωση προς την Ελλάδα και τον λαό της, άρχισαν να πείθονται (δύσκολα, αργά, με αγκυλώσεις καχυποψίας, με δύσκαμπτη και ελλειπτική την καλή τους πίστη) πώς ο άνθρωπος αυτός ήταν στ’ αλήθεια έντιμος, πράγματι σωστός, ολοκληρωμένα δίκαιος, ειλικρινά αφιλόκερδος και άγρυπνα ενάρετος.

      Σε μιά εποχή εντατικής ρευστότητας, ιδίως ρευστότητας συνειδήσεως και εντιμότητας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος απέμεινε, ακόμα μέσα σε πολιτικούς κυκεώνες και κομματικές χάβρες, ένα αταλάντευτα προσαγκυρωμένο σημείο αναφοράς. Έτσι ώστε, όταν αποφάσιζε να λύση τη σιωπή του, ένιωθες πώς μιλούσε, με το στόμα του, το ίδιο το γένος των Ελλήνων.

      Βασικό στοιχείο του υπήρξε κάτι που εντελώς σπανίζει στον τόπο μας: η παρρησία της μεταμέλειάς του για τα τυχόν λάθη του, καθώς και η σεμνότητα της δικαίωσης των αποφάσεών του. Σφάλματα στην πολιτική όλοι κάνουν. Και ο Περικλής και ο Καίσαρας, και ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος’ λίγοι ωστόσο έχουν το απέραντο θάρρος να ομολογήσουν τα σφάλματά τους. Ακόμα λιγώτεροι μπορούν να μεταμεληθούν για αυτά και έμπρακτα να προσπαθήσουν να τα επανορθώσουν, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Με μιάν εξαγνιστικήν αθωότητα και μιάν ανθρωπιά πού εκπλήσσει, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γνώρισε το δρόμο προς τη Δαμασκό. Ωστόσο η τεράστια τούτη αρετή, θα ήταν μονόπλευρη, αν δεν συνοδευόταν και από μιάν άλλη, πού την συμπληρώνει. Όταν αυτή η  αρετή δεν συνοδεύεται και από το παραπλήρωμά της, παρά την ομορφιά ενός ασυνήθιστου ιπποτισμού, μένει μέσα σε έναν μετέωρο ρομαντισμό. Και ποιά είναι η δεύτερη τούτη αρετή; Το ότι, όταν-τόσο συχνά- τα πράγματα δικαίωναν τις προβλέψεις του και τις απόψεις του, ο Κανελλόπουλος δεν μας ξεκουφαίνει, όπως το κάνουν, και πολύ ανθρώπινα άλλωστε, οι άλλοι πολιτικοί άνδρες, ξεφωνίζοντας: «βλέπετε, νάτο, εγώ είχα δίκιο!» Όχι, ο Κανελλόπουλος δεν επαίρεται’ η δικαίωση των θέσεών του, η απόδειξη της ορθότητας των χειρισμών του, δεν αποτέλεσε ποτέ αφορμή θριαμβολογίας. Με μια σεμνότητα γεμάτη ανδρισμό, αντιπαρέρχεται τις τεκμηριώσεις της πολιτικής του οξυδέρκειας, θάβει τις επιτυχίες του, προτιμάει να μήν τις αναφέρει κάν. Δεν νομίζω πώς έχουμε άλλο παράδειγμα στην πολιτικήν ιστορία του τόπου ενός ανθρώπου, πού να αντέχει τόσο πεισματικά στον πειρασμό να πεί: «κοιτάξτε με, δικαιώθηκα!». Έτσι, η  αθωότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις: και στην έπαρση της ανάληψης της ευθύνης του σφάλματος, όχι στην έπαρση της ικανοποίησης του δικαιωμού. Αυτού του είδους την ηθική νηστεία, μόνο ένας άγιος μπορεί να την αντέξει.

     Πάντοτε, και αυτό είναι το σημαδιακό, αποκαλύπτουμε με έκπληξη τούτη την διπολική αρετή, που φωτίζει πολλές πτυχές του χαρακτήρα και της πολιτείας του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Επειδή εμείς, οι άλλοι, είμαστε λωβιασμένοι από την ιδιοτέλεια, την οποία και εκπέμπουμε και μας περιτριγυρίζει, δεν μπορούμε κάν να διανοηθούμε πώς υπάρχει τόση αφιλοκέρδεια, ώστε να παρασιωπάται από τον ίδιο ακόμα και το πιό ολοφάνερο από τα επιτεύγματά του. Αυτό τον κάνει να προκινδυνεύει όταν οι άλλοι σιωπούν φοβισμένα, και αυτό τον κάνει να σωπαίνει όταν οι άλλοι εκ του ασφαλούς κορυβαντιούν. Ένας βασικός ιπποτισμός τον υποχρεώνει να μη συντάσσεται με το άδικο ή το απρεπές.

     Από πού αντλεί τη δύναμη να έχει ένα τέτοιο ηθικό ανάστημα; Είναι άτρωτος από κάθε διαβολή. Τα βέλη των άλλων δεν τον τραυματίζουν, μιά που πρώτος ο ίδιος είναι ο πρώτος που με ευγένεια ψυχής προσφέρει για στόχο των εαυτό του. Η αφειδώλευτη παραδοχή των λαθών του με τέτοια ανδρεία, όχι μόνο παρόπλισε πάντα τους εχθρούς του, αλλά εξάγνισε και τον ίδιο. Αφ’ ετέρου, η έλλειψη κάθε θριαμβολογίας όταν αποδείχνεται άσφαλτος, τον κάνει αβίαστα παραδεκτό, ηθικά, και μάλιστα σαν κάτι το απόλυτα φυσικό, στα κατορθώματά του.

     Ποτέ ένας φίλος δεν τον έκανε να ξεχάσει τη δικαιοσύνη, ή ένας εχθρός να απαρνηθεί την προσήνεια. Η φύση τον είχε προικίσει με το χάρισμα της απέραντης μνήμης, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησε αυτό το χάρισμα σε φιλέκδικες τριβές. Στο θέμα της μνησικακίας ήταν ένας αμνήμων, αυτός ο τόσος σοφός. Του δόθηκε επίσης ένα άλλο θείο δώρο, που είναι η δυνατότητα της τέλειας προφορικής έκφρασης (πού κάνει την κάθε του φράση υπόδειγμα λογοτεχνικού λόγου) αλλά αυτή την ευγλωττία του δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ ούτε σαν όπλο δημαγωγίας, ούτε για την εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφερόντων ή για την εξαπάτηση του λαού. Μοίρασε απλόχερα την ευρυμάθειά του στον τόπο, και η «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» αποτελεί ένα μνημείο εθνικό, δυστυχώς ημιτελές στην οριστική του μορφή. Από λεπτούς και άρτια επεξεργασμένους στίχους του, μεταδίδονται τόνοι ευγενέστατων συγκινήσεων για όποιον τους εισδέχεται, αλλά αν τον έλεγες δόκιμο ποιητή, η μετριοφροσύνη του ενοχλούνταν. Τα θεατρικά του  έργα και τα μυθιστορήματά του θα περιποιούσαν τιμή σε οποιονδήποτε άλλο λογοτέχνη, πού θα τα θεωρούσε επαρκή για να στοιχειοθετήσει μιάς κατάφασης ζωής καταξιωμένης. Για κείνον, τον αγαθότατο, ήταν έργα συμπαρομαρτούμενα. Η συμβολή του στη φιλοσοφική σκέψη στον τόπο μας ήταν πολλαπλά προσδιοριστική. Αλλά αν τον χαιρετούσες σαν αποκλειστικό φιλόσοφο, κινδύνευες να τον θυμώσεις. Πράος όσο και σεμνός, υποβάθμιζε ο ίδιος θεληματικά την πνευματική του προσφορά σε όρια απαραδέκτως σκληρά για κάθε δημιουργό, στο όνομα μιάς τελειότητας, πού ωστόσο ο ίδιος είχε από καιρό κατακτήσει.

      Δεν ήταν αφύσικο, μιά τέτοια στάση ζωής να εξοργίζει αρχικά πολύν κόσμο, και μάλιστα νέους, πού, αβασάνιστα, όσο και καχύποπτα, αντικρίζουν τον άλλον άνθρωπο πάντοτε σαν να τους αποκρύπτει κάτι. Και την αθωότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αρκετοί την είδαν είτε σαν κάτι το επίπλαστο είτε σαν αποτέλεσμα σκοτεινών μηχανορραφιών. Αποτέλεσμα αυτής της άρνησης ήταν να θεωρείται από άλλους σαν αφελής poseur είτε σαν πανέξυπνος υποκριτής’ αλλά όχι αυτό που ήτανε, ένας άνθρωπος που πάντοτε έλεγε την αλήθεια όπως αυτός την ένιωθε, χωρίς ψιμύθια, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς υποταγές σε σκοπιμότητες. Ένα πολιτικό του βιβλίο έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: «Θα σας πω την Αλήθεια»-και ελπίζω να μην είναι δυσεύρετο. Η προβληματική που εξετάζει αυτό το βιβλίο, εκδομένο το 1945, ίσως να έχει ξεπεραστεί, η τόλμη του και η αθωότητα της ματιάς, όχι.

     Είπα τη λέξη «τόλμη», και ξαφνικά ένα ολόκληρο κεφάλαιο της προσωπικότητάς του Παναγιώτη Κανελλόπουλου άνοιξε διάπλατα μπροστά μου και υπερχείλισε τα πάντα με το περιεχόμενό του. Μιά ξάγρυπνη συνείδηση, που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, δεν μένει ποτέ αδιάφορη μπροστά στα γεγονότα. Τα σχολιάζει, τα μάχεται, τα διαμορφώνει. Αλλά η συνείδηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν σταματάει με τόλμη, τα μάχεται αψηφώντας τον κίνδυνο, τα διαμορφώνει αναλαμβάνοντας ευθύνες. Η αφοβία του, είναι ώρες-ώρες σχεδόν αυτοκτονική. Δίπλα στον Άγιο, υπάρχει ένας Πρίγκιπας. Δίπλα στον μετριόφρονα, ένας γενναίος. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί οι αρετές δεν είναι ποτέ μοναχοπαίδια, πηγαίνουν συντροφιαστά, πολλές μαζί.

     Νομίζω πώς όλα αυτά συνέβησαν επειδή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εννοούσε πάντα να παραμένει με αλώβητο τον εφηβικό του ανθρωπισμό, προϊόν μιάς ευψυχίας και μιάς αληθινής φροντίδας για τον συνάνθρωπο. Ακόμα κι αν βρίσκεται πνιγμένος στις βαριές φροντίδες και έγνοιες του πολιτικού μες στις ευθύνες των κρισιμότερων ωρών, αυτή η αγάπη για τους συνανθρώπους του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Θα αναφέρω, από τα πολλά πού θα μπορούσα, ένα μόνο παράδειγμα που αφορά τον ποιητή και φιλόσοφο, άδικα σήμερα αποξεχασμένο, Δημήτρη Καπετανάκη. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναφέρει αυτό το επεισόδιο, με αφοπλιστική βιασύνη, στο προσωπικό του ημερολόγιο που εκδόθηκε μετά το 1977. Πρόκειται για τούτο. Βρισκόμαστε στο χειμώνα του 1942/3, εποχή όπου ο τότε υπουργός των Εξωτερικών της Αγγλίας, ο Άντονυ Ήντεν ( η δεύτερη μετά τον Τσώρτσιλ προσωπικότητα της μαχόμενης Μεγάλης Βρετανίας), κάνει μιάν εντελώς άστοχη δημόσια δήλωση για την αγγλική εγγύηση των συνόρων της Αλβανίας, πού προδικάζει έτσι τον παραμερισμό των ελληνικών διεκδικήσεων πάνω στη Βόρειο Ήπειρο, πού μόλις πρίν λίγο, και για προσωρινά, ο στρατός μας είχε με τόσο αίμα απελευθερώσει. Η δήλωση προκάλεσε σάλο στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καϊρου, και ο τότε πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, μέσα στη γνωστή του εξαρτησιακή ατολμία, δεν θέλει ο ίδιος να αντιμετωπίσει την κρίση, και στέλνει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως και πανυπουργό της, στο Λονδίνο για να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Το πρόγραμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου εκεί είναι εφιαλτικά υπερφορτωμένο: συσκέψεις με τον άγγλο Βασιλιά, τον έλληνα Βασιλιά, τον Τσώρτσιλ, τον Ήντεν, τους στρατιωτικούς της Αγγλίας, με τους συμμάχους, με κάθε διάβολο και τρίβολο, μέσα σε ακατάπαυστους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Μιά ένταση, μια βαβούρα, μιά ατμόσφαιρα κυκεώνος, όπου παίζονται τα σημαντικά συμφέροντα του ελληνισμού. Ο Κανελλόπουλος δεν έχει στιγμή να πάρει ανάσα, ακόμα και ο ύπνος του λείπει, η ατμόσφαιρα στις διαπραγματεύσεις βαραίνει ολοένα, καθώς οι Άγγλοι, με βρετανικό πείσμα, αρνούνται να υπαναχωρήσουν από την αρχική επιπόλαιή τους δήλωση. Το στρες γίνεται αφόρητο, η εργασία ακατάπαυστη. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μαθαίνει ότι ένας μαθητής του πού βρίσκεται από προπολεμικά στην Αγγλία, ο Δημήτρης Καπετανάκης, έχει κάνει μιάν απόπειρα αυτοκτονίας και νοσηλεύεται σε κλινική. Αμέσως, ο Κανελλόπουλος τα παρατάει όλα, για να βρεθεί στο προσκέφαλο του συντριμμένου του φίλου που δοκιμάζεται, βρίσκοντας μάλιστα και τα πιό κατάλληλα λόγια για να του πει και να τον ενθαρρύνει.

      Ένας τέτοιος άνθρωπος, που σε κείνες τις ώρες προτάσσει τις επιταγές του ανθρωπισμού πάνω από το κάθε τι, ακόμα και την ίδια του την κόπωση της σωματικής του κατάρρευσης, ακόμα τα καθήκοντά του ή την πολιτική του συνείδηση, για να συμπαρασταθεί σε ψυχικά ανήμπορο φίλο, ένας τέτοιος άνθρωπος, θα πρέπει να το ομολογήσει κανείς, δεν είναι σαφώς τυχαίος. Είναι ένας άνθρωπος υπέροχος. Άνθρωπος που απορρίπτει το άτεγκτο της σκοπιμότητας, τη σπουδαιότητα του «επείγοντος», την παγερότητα και το απροσωπόληπτο των «διαπραγματεύσεων», για να θυμηθεί πώς πρίν απ’ όλα, πάνω απ’ όλα, είναι άνθρωπος και θέλει να παραμείνει τέτοιος, είναι σπάνιος. Και μένει απελευθερωμένος, πέρα από οτιδήποτε άλλο, από τη σκληρότητα που κάνει τον άνθρωπο στείρο υπολογιστή. Και ίσως το μυστικό του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι το ότι μπορεί να είναι εύψυχος και ανδρείος στις δοκιμασίες του, δίχως ποτέ να γίνεται σκληρός.

     Τυχαίνει να ανήκω σε μιά γενιά πού, απέναντι στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, πέρασε πολλές αμφιθυμικές διακυμάνσεις. Το 1939/40 τον θαυμάζαμε, το 1941 στρατευθήκαμε στην αντίσταση κάτω από την καθοδήγησή του, τον επόμενο χρόνο τον απαρνηθήκαμε για τον «μαχητικότερο» Ζέρβα. Ταυτόχρονα, άλλοι συνηλικιώτες και φίλοι μας διάλεξαν το διαφορετικό μονοπάτι, και εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αντιστασιακό κίνημα, άλλοτε μας τον κατηγορούσαν για φασίστα και άλλοτε μας έφερναν νέα πώς προσχώρησε και ο ίδιος στο ΕΑΜ. Από το 1945 και ύστερα, οι πολιτικοί σχηματισμοί, στους οποίους εντάχθηκε, έκαναν πολλούς από μας να σαστίσουν. Θυμάμαι τον ήδη ομότιμο καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Γκόφα να μου λέει: «Εγώ ψηφίζω πάντα Κανελλόπουλο, μα πρέπει κάθε φορά να ψάχνω να τον βρίσκω σε διαφορετικά ψηφοδέλτια». Ήτανε οι εκλογές του 46, του 50, του 51, του 52, όταν πολλές τέτοιες μεταστάσεις-κι όχι μόνο του Κανελλόπουλου-είχαν σημειωθεί. Μετά, ενσωματώθηκε στη Δεξιά, αλλά παραμένοντας αδιάλλακτα ανεξάρτητος. Και στον καιρό της Χούντας έγραψε την εποποιϊα του θάρρους του και το δράμα της καρτερίας του με την καθημερινή του συμμετοχή, στην δίχως ενδόσιμο αντίσταση κατά των επίορκων απριλιανών’ άλλο εάν άλλοι καρπώθηκαν τους κόπους και τις θυσίες του. Κάθε φορά πάντως η στάση του γεννούσε θαυμασμό, κατάφαση, ενδιαφέρον.

     Η γενιά μας που ήτανε ενθουσιώδης, στη χωρίς όρους παραδοχή της σαν τον ηγέτη της, θύμωσε όταν είδε πώς εκείνος δεν συμβιβαζόταν με τα δικά της φατριαστικά όνειρα, τα δικά της πάθη, τη δική της μισαλλόδοξη οπτική. Φιλοκατήγορη όπως ήταν, η γενιά αυτή, στην οποία κατά δυστυχίαν ανήκω και εγώ, ήταν η ίδια πού και τον λάτρεψε και τον απαρνήθηκε. Με συγκατάβαση, πραότητα και αταραξία, ο Κανελλόπουλος δεχόταν τόσο τους παράφορους ενθουσιασμούς μας για το άτομό του, όσο και τις άδικές μας καταφορές εναντίον του. Για όλα τούτα ο γράφων έχει ιδιαίτερη προσωπική πείρα.

     Αλλ’ αυτή η γενιά δυστυχώς άγγιξε και πέρασε το κατώφλι του γήρατος με τη σειρά της. Οι «νέοι» του 1940, τώρα, το 1997, είναι στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους. Και, επί τέλους, έμαθαν να ξεχωρίζουν το εφικτό από το επιδιώξιμο, το όνειρο από το επίτευγμα, έχοντας στο μεταξύ κάνει, αυτοί οι άλλοτε ονειροπόλοι ασυμβίβαστοι, τους ειδεχθέστερους και χειρότερους συμβιβασμούς από όσους οι προγενέστεροί τους, πού τότε ήταν οι στόχοι των κατηγοριών τους. Ξέρουν πιά, τούτα τα αλλοτινά νιάτα, τα σημερινά γερόντια, πώς στη ζωή ο κάθε εκτροχιασμός είναι πιθανός. Με τη σοφία τούτης της πείρας, τόσο αφόρητα, μυκτηριστικά πικρής, είναι πλέον σε θέση να εκτιμήσουν το αταλάντευτο των γηραιοτέρων τους, μέσα σε κλυδωνισμούς πού οι νεώτεροι εγεύθησαν. Κάτω από το φώς αυτών των διαπιστώσεων, η εκτίμηση της γενιάς του 45 προς το πρόσωπο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ολοένα μεγάλωσε, αυξήθηκε, και εμπεδώθηκε. Ίσως αυτή η εκτίμηση να ήταν που του προσέδωσε μια καθολική και πανελλήνια προσκύρωση. Διάστικτοι οι ίδιοι από τα τραύματα των συνειδησιακών τους δοκιμασιών., βλέπουν σε κείνον τον Αλώβητο, επειδή αυτός ακριβώς είχε τη δύναμη και το σθένος να παραδέχεται τα λάθη του, που εμείς οι άλλοι δεν θελήσαμε ποτέ να τα ομολογήσουμε, και για τούτο η γενιά μας (η γενιά που έχυσε άφθονο αίμα αδελφικό, άς μην το ξεχνάμε!) τυραννιέται αιχμάλωτη ενός παρελθόντος πού μόνο να τιμωρεί ξέρει. Βλέπουμε σε κείνο τον Αλώβητο, πού δεν ξέρει (ή μάλλον καλύτερα: δεν καταδέχθηκε) να περηφανευτεί για τις δικαιώσεις του από τα πράγματα (σε πολλές περιπτώσεις), τις δικές μας αδελφοκτόνες ευθύνες πού προσπαθούμε με ένα σωρό άλλοθι να ανακαλύψουμε μιά δικαίωση τους εκεί ακριβώς όπου είναι οι βαρύτατες καταδίκες μας. Βλέπουμε σε τούτο τον Αλώβητο, επειδή αυτός είναι σεμνός όσο και ακαταδάμαστος αγωνιστής των ιδεών του, να υψώνεται η φτηνή γελοιογραφία μας, βεβαρημένη από αηδείς ίντριγκες, προδοσίες και αποκηρύξεις, πού πάντα στους άλλους, και όχι στον εαυτό μας, επιχειρούμε να επιρρίψουμε.

     Για να βρούμε επί τέλους (στην έσχατη δεκαετία της ζωής που μας απέμεινε), εμείς οι αλλοτινοί «νέοι του ‘40» κάποιο αντίβαρο των αμαρτημάτων μας μέσα στη νηφαλιότερη και καταφατικότερη ματιά των επιγιγνομένων, πού θα μας κρίνουν, είναι καιρός να προβάλλουμε την ισόδικη προσωπικότητα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου όχι μόνο απλώς σαν ένα αξιομίμητο πρότυπο, αλλά κυρίως σαν μιά προυπόθεση χρηστού, επιτέλους, βίου.

     Ωστόσο, μέσα σε τούτο το πρότυπο, το αξεπέραστο στοιχείο θα παραμείνει η ιδιότητα της αθωότητας ενός θάρρους, που υπήρξε το άγιο προζύμι της ζωής.

ΘΕΟΦΙΛΟΣ  Δ.  ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ,  σ. 106-110            

     Ο  ΤΕΧΝΙΤΗΣ  ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ  ΚΑΙ  Η  ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ  ΚΑΤΑΤΟΜΗ  ΤΟΥ

      Κάποτε, σε συζήτησή μας, ο αείμνηστος διδάσκαλος με είχε ρωτήσει , ύστερα από πόσες γραφές του κειμένου μου καταλήγω στην οριστική. Ανέφερα έναν ασύμμετρο αριθμό. Χαμογέλασε. «Εγώ με μιά μόνο», απάντησε. «Μα είναι φυσικό, παρατήρησα. Το κείμενό σας μοιάζει  με μαγνητοσκοπημένη ομιλία. Είναι ένας λόγος ευφραδής, ρυθμικός, καθόλου ρητορικός. Ξανασχηματίζει καμπύλη, όπου η αρχική πρόταση, αφού ακολουθήσουν παρεμπίπτουσες, κλείνει μελωδικά σα να απηχεί ομοιοκαταληξία. Ρεύμα ενός μαιάνδρου, πού ανακόπτουν…. τον παφλασμό του παύλες και παρενθέσεις. Έτσι εκφράζετε την ευψυχία σας». Χαμογέλασε σα να του έκανα αντιληπτό κάτι πού δεν το είχε ως τότε συνειδητοποιήσει.

     Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε παρουσιαστεί στην πνευματική ζωή μας με ποιήματα και πεζά. Ήταν απ’ τη φύση του λυρικός-ο λυρικότερος απ’ τους άλλους δυό με κοινές σπουδές στη Χαϊδελβέργη, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο. Μου άρεσε την πνευματική αυτή τριανδρία, με την κοινή πίστη στα ίδια πνευματικά ιδανικά, να την παραλληλίζω με τους τρείς Καππαδόκες για την κοινή πίστη τους στην Ορθοδοξία. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εκμυστηρευθεί επιγραμματικά: «Με τους κλασικούς αγάπησα το φως’ με τους ρωμαντικούς τη νύχτα. Με τους λογικούς αγάπησα την ορθογώνια σκέψη’ με τους μυστικούς την άδηλη αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα που ν’ αγαπήθηκε πολύ, και που να μην τ’ αγάπησα κ’ εγώ. Μονάχα αυτό μου έδωσε το δικαίωμα (ή έστω τη σφαλερή εντύπωση πώς έχω το δικαίωμα) να μιλήσω για όλα». Και πραγματικά, μίλησε για όλα χάρη στην καταπληκτική του ευρυμάθεια. Κατείχε την ιστορία των λαών,-απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας,-πού είχαν διαδραματίσει κύριο λόγο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, τόσο στο χώρο των πολεμικών γεγονότων όσο και της πολιτιστικής προσφοράς. Η Δύση, ιδιαίτερα, υπήρξε ο βιότοπος του πνεύματός του, με επίκεντρο τη γερμανική κουλτούρα και ιδανικό εκπρόσωπό της τον Γκαίτε. Στο μνημειώδες έργο του, «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»-μνημειώδες για κάθε χώρα-αποκαλύπτεται συγχρόνως και αριστοτέχνης προσωπογράφος. Στο χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της Λογοτεχνίας, της Εικαστικής, εκτιμούσε το αυθεντικό στοιχείο, είτε σε αριστούργημα, είτε σε ήσσον έργο. Είχε την αξιοθαύμαστη ικανότητα να εκλαϊκεύει μιά θεωρία φιλοσοφική. Να ερμηνεύει ένα έργο τέχνης. Να αναλύει ένα επιστημονικό πείραμα. Αφιέρωνε δεκάδες σελίδες για να κάνει κατανοητή τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, μιά συμφωνία του Μότσαρτ, ένα ποίημα του Βαλερύ. Αισθανόταν ιδιαίτερη χαρά να τονίζει σε ένα δημιουργό τη συνύπαρξη ιδιοφυίας και αρετής, Πίστευε πώς ακόμη και ένας αμαρτωλός έχει απωθημένο στην ψυχή του κάποιο στοιχείο αγνότητας. Αισθανόταν συγκίνηση, όταν ανακάλυπτε σε συκοφαντημένους της Ιστορίας κάποιο απόθεμα αρετής.

     Στους τρείς συμβολικούς τύπους, που είχε αναδείξει η ελληνική αρχαιότητα,-τον Αχιλλέα, για τον ηρωισμό’ τον Οδυσσέα, για την επινοητικότητα τον Προμηθέα, για την ανταρσία κατά της δυναστείας των Θεών,-αντιπαράθεσε στους νεώτερους χρόνους τον Άμλετ, ως προβληματιζόμενον άνθρωπο’ τον Δον Κιχώτη, για την τάση του να συγχέει μέσα στη ρομαντική αυταπάτη του το πραγματικό με το φανταστικό’ τον Φάουστ, για την τόσο  ανθρώπινη δίψα του για αιώνια νεότητα.

     Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε γεννηθεί όταν ο αιώνας μας ήταν νήπιο. Έφυγε από τη ζωή εγκαταλείποντας έναν αιώνα γέρο, να παραδέρνει σε μιά ηθική ασυναρτησία. Άφηνε διακριτικά να μαντέψουμε πώς δεν είχε συνδιαλλαγεί με την πολιτιστική προσφορά του αιώνα μας. Υπήρξε λάτρης των κλασικών κάθε εποχής. Σε όσους υποστήριζαν ότι πάντα οι πρωτοπόροι αντιμετώπιζαν την αντίδραση  του κοινού τους, αντέταξε τον Μπετόβεν, πού υπήρξε αποδεκτός και αγαπητός στην εποχή του. Στο χώρο της πολιτικής-απιστώντας στην παράδοση της οικογένειάς του-υπήρξε ένας μαχόμενος δημοκράτης. Στα τελευταία χρόνια του, ανεξίκακος πάντα Χριστιανός,-υποστήριξε θέσεις  ακομμάτιστου, πιστεύοντας πώς κάθε αντιφρονών αγωνίστηκε για το καλό της πατρίδας του. Η θέση του όμως αυτή κατά της πολιτικής μισαλλοδοξίας δεν είχε γίνει αρεστή.

     Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έφυγε σπ’ τη ζωή πικραμένος.

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ,  σ. 33-34. 

       Ο  ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

                    Μελέτη

     Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπήρξε-κι εξακολουθεί να είναι, εφ’ όσον ένας συγγραφέας υπάρχει όσο ζούν τα έργα του-ένας διαλεχτός λογοτέχνης μεγάλης φιλοσοφικής εμβέλειας. Τόσο στην πολύτομη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», όπου αφηγείται με κριτική αξιολόγηση κεφάλαια του πολιτισμού της ηπείρου μας και συνεπακόλουθα του κόσμου ολόκληρου, όσο  και στο έμμεσα αυτοβιογραφικό έργο του «Γεννήθηκα στο 1402» καθώς και σε άλλα βιβλία του, όπως κι αν ορίζεται η γραφή τους απ’ το εκάστοτε θέμα, μένει πάντα γραφή διπλής ανάγνωσης. Ο αναγνώστης καλείται πάντα, όχι μόνο να παρακολουθήσει την αφηγηματική εξέλιξη του θέματος, αλλά και να διεισδύσει μαζί του κάτω από την επιφάνεια της αφήγησης στη φιλοσοφική διάθεση του συγγραφέα, αυτή που κινείται από την αφορμή της θεματογραφικής έμπνευσης και σκοπεύει τελικά σε μιά γενικότερη στάση ζωής.

     Το ίδιο συμβαίνει και με τον «θεατρικό» συγγραφέα Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Μπορούμε όμως να πούμε ότι υπάρχει «θεατρικός» Παναγιώτης Κανελλόπουλος;  Και το ερώτημα τίθεται όχι μόνο από το λόγο που έγραψε όλο κι όλο ένα δράμα, τον «Όλιβερ Κρόμβελ», και συνεπώς δεν ασχολήθηκε εκτεταμένα με το είδος αυτό, αλλά και γιατί αυτό το μοναδικό έργο χαρακτηρίζεται από ορισμένες ιδιαιτερότητες, πού δεν το ανάγουν ισάξια στο επίπεδο των άλλων δημιουργιών του Κανελλόπουλου.

     Θα επιχειρήσουμε να αιτιολογήσουμε αναλυτικά την άποψή μας αυτή. Ωστόσο, πρίν, επιθυμούμε να τονίσουμε ότι παρά τις όποιες επιφυλάξεις για την απόλυτη αξία αυτού του δράματος, ο δημιουργός του γίνεται να χαρακτηρισθεί ένας πνευματικός άνθρωπος «θεατρικός».  Όσοι είχαν την τιμή και τη χαρά να συνδέονται μαζί του-και ο γράφων συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών των τυχερών-γνωρίζουν και μπορούν να καταθέσουν πώς ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον και γνώσεις τη θεατρική ζωή της χώρας μας, ήταν τακτικός θεατής σε «πρεμιέρες» θεάτρων, συνδεόταν φιλικότατα μ’ εκλεκτούς ηθοποιούς μας-την Παξινού, τον Μινωτή, τον Μυράτ, τη Βεργή και με ομότιμους καλλιεργημένους σκηνοθέτες-και πώς  αυτή η αγάπη του για πρόσωπα και για πράγματα του θεάτρου μας τον έφερε για κάποια χρόνια μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Εθνικού», τότε βέβαια που η διοίκηση της Κρατικής μας Σκηνής είχε σύσσωμη περιωπή και κύρος. (Άς αναλογιστούμε ποιοί καταξιωμένοι επιφανείς αποτελούσαν άλλοτε το Δ. Σ. του Εθνικού Θεάτρου, ακόμη και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, και ποιοί κατέλαβαν τις θέσεις τους στα πρόσφατα χρόνια των πνευματικών συγκαταβάσεων…)

      Τώρα στο συγκεκριμένο μοναδικό δράμα του συγγραφέα Παν. Κανελλόπουλου, τον «Όλιβερ Κρόμβελ». Θέμα του η ζωή του νικηφόρου αυτού αρχιστράτηγου της Αγγλίας και ζηλωτή του «Ενωμένου βασιλείου» της Μεγάλης Βρετανίας, και ειδικότερα οι τελευταίοι μήνες της ένδοξης ζωής του, όταν οι πολιτικές συνθήκες ύστερα από την καταδίκη και τον αποκεφαλισμό του βασιλιά Καρόλου Στιούαρτ στα 1654, του έδιναν την ευκαιρία να φορέσει το στέμμα της χώρας του. Ουσιαστικό θέμα το πάθος της αρχής, οι σφετεριστές της εξουσίας και οι καταπατητές τα δημοκρατικής νομιμότητας. Θέμα διαχρονικό που επαναλαμβάνεται κατά καιρούς- και δυστυχώς πρόσφατα συχνά σε πολλά σημεία της γης. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι το έργο αυτό γράφτηκε κατά τη περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά κι όταν ο Παν. Κανελλόπουλος βρισκόταν εξόριστος στην Κάρυστο. Ολοκληρώθηκε σε λιγότερες από εννιά ημέρες, από τις 23 Φεβρουαρίου ως τις 2 Μαρτίου 1940, «εν βρασμώ ψυχής» θα λέγαμε για όσα τεκταίνονταν την εποχή εκείνη στη χώρα μας και για τη χώρα μας. Ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει «βιογραφικό χρονικό»-δεν το αποκαλεί δράμα-σε πράξεις πέντε. Ίσως γιατί και ο ίδιος να αντιλαμβανόταν  τις ιδιαιτερότητές του. Και λέγοντας «ιδιαιτερότητες» εννοούμε βέβαια τα «τρωτά» του ως δράματος.

       Άς αρχίσουμε λοιπόν, αφού έτσι το έφερε ο λόγος, από αυτά. Είναι κατά την κρίση μας τ’ ακόλουθα: Κυρίως η δραματική του στατικότητα. Οι πράξεις των ηρώων περιέχονται μόνο σε λόγους χωρίς να περικλείουν μιά δυναμική φόρτιση πού θα τους ωθούσε σ’ επί σκηνής συναρπαστικές ενέργειες. Η εξέλιξη της πλοκής γίνεται έτσι δράση μέσ’ από αλλεπάλληλες αφηγήσεις και υπενθυμίσεις και όχι ως αλληλουχία δρωμένων με συγκρούσεις δυναμικές μπροστά στα μάτια του θεατή ή στη σκέψη του αναγνώστη. Πρόσωπα πολλά εμφανίζονται, τα περισσότερα σωστά και αναγκαία και κάποια, κυρίως προς το τέλος του δράματος, απροετοίμαστα και συμβατικά. Συχνά οι διάλογοι-και πρώτιστα οι μονόλογοι-πλατειάζουν. Παρά ταύτα όμως όλη η γραφή έχει σαιξπηρική υφή κι αν θα θέλαμε αυτό το μοναδικό θεατρικό έργο του Παν. Κανελλόπουλου να το συσχετίσουμε με κάποια του αιώνα μας θα μπορούσαμε-κυρίως λόγω θέματος ιστορικού, ιδεών και δόμησής του-να το πλησιάσουμε σε κάποια μεγαλόπνευστα δράματα του Αμερικανού νεοκλασικού Μάξουελ Άντερσον («Ιωάννα της Λωραίνης») και του Γάλλου Ανρύ ντέ Μοντερλάν («Η νεκρή βασίλισσα»).

Η συσχέτιση αυτή σίγουρα το τιμά. Ωστόσο, πέρα από την υφή της γραφής και τη δομή του δράματος, υπάρχουν κι άλλες αρετές που εξουδετερώνουν τις ελαττωματικές του ιδιαιτερότητες και του δίνουν ξεχωριστή και ουσιαστική αξία. Είναι πρώτιστα η ηθικότητα σχεδόν όλων των βασικών προσώπων, πού τα θέτει μπροστά σε μεγάλα ηθικά διλήμματα για να διακηρύξουν με παρρησία τις ιδέες τους, να ορθώσουν ανάστημα σωστών ανθρώπων και να αντιμετωπίσουν με αλήθεια τη ρέουσα, καυτή αλήθεια των ιστορικών δρωμένων. Είναι πρόσωπα με συναίσθηση ευθύνης, παραδειγματικά πάντα, και κυρίως για τις ημέρες μας, ημέρες ψυχικών ταλαντεύσεων και ηθικών αποστασιών. Όλ’ αυτά τα πρόσωπα εμφορούνται και συγκλίνουν τελικά, χωρίς αντίπαλο εκφραστή αντιθέτων ιδεών, από το πνεύμα του ηθικά αναγκαίου και ορθού. Πνεύμα θεοσέβειας και σεβασμού στις δημοκρατικές αξίες καθοδηγεί τα πρόσωπα και κυρίως τον ίδιον τον Όλιβερ Κρόμβελ, έτσι που να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με το δράμα τούτο αυτοψυχογραφείται ο συγγραφέας του και τοποθετείται ιδεολογικά μέσα σε όσα συμβαίνουν πολιτικά και κοινωνικά γύρω του.

     Έργα σαν και τούτο με τις δικές του ιδεολογικές παροτρύνσεις δεν βρίσκονται εύκολα στο ρηχό και πεζό σύγχρονο ελληνικό δραματολόγιο. Κι έστω και γι’ αυτόν τον λόγο μόνο αξίζει να παρουσιαστεί στη σκηνή και ειδικότερα στο Εθνικό Θέατρο. Πιστεύουμε μάλιστα πώς αν θα έπεφτε στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη που γνωρίζει να ενεργοποιεί τα κείμενα και να τα περικόβει με σεβασμό και σύνεση-«Χρυσό ψαλίδι» για εκτεταμένα κλασικά έργα ο πανάξιος Αλέξης Σολομός-θα μπορούσε να φτιάξει μιά μεγαλειώδη ελκυστική παράσταση. Είναι αυτό μιά οφειλόμενη πράξη τιμής από την πολιτεία στην πολυδιάστατη πνευματική μεγαλοσύνη του Παν. Κανελλόπουλου. Και γι’ αυτό ακριβώς είχα πρόσφατα την ιδέα να προτείνω το ανέβασμά του στον φίλο Νίκο Κούρκουλο, καλλιτεχνικό διευθυντή της πρώτης Κρατικής μας Σκηνής. Μακάρι η ιδέα αυτή να πραγματοποιηθεί.

     Το έργο είναι γραμμένο μέσα στην άπλα γνώσεων, που χαρακτηρίζει όλα τα βιβλία του Παν. Κανελλόπουλου, και θα μπορούσε ίσως, εάν δεν είχε τη θεατρική του υφή, ν’ αποτελέσει ως θέμα εν’ ακόμη κεφάλαιο της περίφημης «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Αυτή η άπλα των γνώσεων καταδεικνύεται τόσο από τη σωστή χρησιμοποίηση μέσα στους διαλόγους αυθεντικών φράσεων, ιστορικών εξακριβωμένων, πού ειπώθηκαν από τον ίδιο τον Κρόμβελ, όσο και από την αναφορά ή και την παρουσία μεσ’ στο «μύθο» μεγάλων καλλιτεχνικών μορφών της εποχής’ συγκεκριμένα υπάρχει ως δρών πρόσωπο ο ποιητής Τζών Μίλτον-σχολιάζει μάλιστα και το σονέτο του για τον Κρόμβελ-και κρίνεται ο Ολλανδός ζωγράφος Βάν Ντάϊκ για το πορτραίτο που φιλοτέχνησε του τυραννικού και άτυχου βασιλιά Κάρολου Στούαρτ. Με δύο λόγια η σφραγίδα των πολλαπλών ιστορικών και καλλιτεχνικών γνώσεων του Παν. Κανελλόπουλου, πού πιστοποιεί πάντα τη συγγραφική του υπευθυνότητα, υπάρχει και στο έργο του αυτό.

     Τελικά, κλείνοντας αυτή τη μελέτημα μας, έχουμε όλα τα στοιχεία για να υπογραμμίσουμε πώς ο Παν. Κανελλόπουλος, μολονότι δεν υπήρξε ένας συστηματικός δραματουργός με τη χάρη του ειδικού ταλέντου, έκανε στο νεότερο ελληνικό δραματολόγιο μιά σημαντική κατάθεση τιμής’ και πώς τούτη η κατάθεση εκφράζει τη βιωμένη πίστη του στις αξίες της δημοκρατίας και στις αναγκαίες ψυχικές αρετές του ανθρώπου.

     ΚΩΣΤΑΣ  ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, σελ. 135-137

 ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ»

       του Παναγιώτη Κανελλόπουλου

     Αν κοιτάξει κανείς στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες, θα βρει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στις σελίδες τους, να καταλαμβάνει αρκετό χώρο με τα βασικά βιογραφικά του στοιχεία. Θα παρατηρήσει να τον χαρακτηρίζουν πολιτικό με πρωθυπουργική θητεία, κοινωνιολόγο, ιστορικό, φιλόσοφο και ακαδημαϊκό. Όχι ποιητή, Κάπου μόνο, προς το τέλος της εργογραφίας του, θα πληροφορηθεί ότι έχει δημοσιεύσει και τέσσερις συλλογές ποιημάτων: «Ρυθμοί στα κύματα» (1920), «Απλοί Φθόγγοι» με το ψευδώνυμο Αίμος Αυρήλιος (1939), «Ο Κύκλος των Σονέττων» (1945), και «Πικροδάφνες» (1955), καθώς επίσης και το μυθιστόρημα «Η Λυτρωμένη από το σόϊ που χάθηκε» (1923).

     Κρατώ στα χέρια μου την τελευταία συλλογή ποιημάτων του, «Πικροδάφνες», και σ’ αυτήν θα ήθελα ν’ αναφερθώ, τιμώντας τη μνήμη του. Οι «Πικροδάφνες», είναι ένα μικρό μπλε δερματόδετο βιβλίο, πολυτελέστατης έκδοσης που μπορεί αν το δει κάπου ακουμπισμένο, να το περάσει και για κάτι άλλο. Δεν γράφει τίποτα στο μαλακό σουέτ που παίζει το ρόλο του εξώφυλλου, και ο όγκος του είναι τόσος, που επίσης ξεγελάει. Έχει όμως μέσα 44 υπέροχα ποιήματα και μιά θαυμάσια εικαστική έγχρωμη διακόσμηση σ’ ένα παιχνίδισμα με το πρώτο γράμμα του καθενός. Το πρώτο φύλλο , έχει μόνο μιά διακόσμηση σαν κάδρο, και μέσα τη λέξη «ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ». Πουθενά όνομα συγγραφέα. Πουθενά εκδότης, πουθενά χρόνος έκδοσης. Τα ποιήματα, όμως, όλα τα ποιήματα, έχουν στο τέλος τους μιά χρονολογία. Και στο τέλος όλων των ποιημάτων, σ’ ένα πρόσθετο λευκό φύλλο, κάτω χαμηλά, μιά διακόσμηση πάλι και η φράση «Τους στίχους έγραψε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος». Στο πίσω μέρος του ίδιου φύλλου, στη μέση, η τυπωμένη λέξη «αντίτυπο» και δίπλα με το χέρι ο αριθμός. Το 10 είναι το δικό μου, με την αφιέρωση του μπροστά, κάτω από τον τίτλο της συλλογής.

     Οι στίχοι ενός ανθρώπου πού δεν διεκδίκησε τις δάφνες του ποιητή, αλλά προτίμησε να μείνει με τις «πικροδάφνες» του, ένας ιδιώτης της ποίησης, μιά και οι τόσες δημόσιες ιδιότητές του, θα πρέπει να τον βάραιναν ήδη τόσο, ώστε ν’ αναζητά στην ποίηση το καταφύγιο μάλλον παρά την πλατιά επικοινωνία.

     Αυτό, είναι κάτι που θεωρώ τόσο σεβαστό, όσο και ωραίο, ώστε να μη διανοούμαι να δω τα ποιήματα αυτά με ματιά κριτική. Όχι γιατί δεν την αντέχουν, αλλά γιατί την υπερβαίνουν.

     Πρίν αποκτήσω τις «Πικροδάφνες» με την αφιέρωση του δημιουργού τους, είχα διαβάσει τα ποιήματα, και είχα κρατήσει στις σημειώσεις μου το τελευταίο, με κάποιες αλλαγές, πού δεν μπορώ να τις εξηγήσω τώρα, και πού δεν θυμάμαι πώς το σκέφτηκα ή πώς το πήρα τότε. Το ποίημα, που είναι εντυπωσιακό από πολλές απόψεις, έχει το εξής:

Θα περιμένω ως πού ν’ ανθίσουν πάλι

τα δέντρα… Και θα πώ στο διπλανό μου:

-Τώρα πιά η μέρα είναι αρκετά μεγάλη,

κι έτσι , όπου ο δρόμος κι αν μας βγάλει,

χαράζει αυγή στο τέρμα κάθε δρόμου.

                                                          (1955)

Κι εγώ, το είχα καταγράψει ως εξής:

Θα περιμένω ν’ ανθίσουν τα δέντρα και πάλι.

Και θα πω στο διπλανό μου:

Τώρα η μέρα είναι αρκετά μεγάλη.

Χαράζει αυγή στο τέρμα κάθε δρόμου.

                       Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1955)

     Σίγουρα, δεν είχα καμία πρόθεση να παρέμβω διορθωτικά σε μιά τέτοια αξιόλογη ποίηση. Ήταν, προφανώς, μιά παράξενη διεργασία της μνήμης, γιατί δεν το αντέγραψα αμέσως. Το κατέγραψα πολύ αργότερα. Φαίνεται όμως, πώς είχε λειτουργήσει ένα ένστικτο γενικότερης αντίληψης της ποίησης που είχα βρει σ’ αυτό το βιβλίο, η οποία είχε να κάνει με την επικρατούσα παραδοσιακή φόρμα, τον συμβολισμό και την υπερβολική για την εποχή του οικονομία λόγου. Οι λίγες όμως λέξεις που έχουν αφαιρεθεί, παρά το ότι δεν το ζημίωναν, κατά τη γνώμη μου, στην καθαρά ποιητική του διάσταση, αφαιρούσαν κάτι το πολύ ουσιαστικό απ’ αυτό, πού είναι επίσης ουσιαστικό για όλες τις ποιητικές προσεγγίσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, οι οποίες κάνουν και τη διαφορά, και προσδίδουν σ’ αυτές τη μοναδικότητά τους. Γιατί ναι μέν ο φιλόσοφος, ο κοινωνιολόγος, ο ιστορικός και ο πολιτικός Κανελλόπουλος, δεν κάνει φιλοσοφία ή οτιδήποτε άλλο πέρα από την ποίηση, με την ποίησή του, πλην όμως, αυτή, με τη δική της θέληση, μέσα από τις ίδιες τις διεργασίες της, περιέχει τον ποιητή που τυχαίνει να είναι και φιλόσοφος, και κοινωνιολόγος, και ιστορικός, και πολιτικός, και άνθρωπος με τις γνωστές ιδιότητες του Κανελλόπουλου, οι οποίες δεν μπορούν να ξεφύγουν από την αμείλικτη «αποκαλυπτική», συν τοις άλλοις, λειτουργία της.

     Οι λέξεις που παρέλειψε η δική μου διεργασία μνήμης και καταγραφής αυτού του σπουδαίου κατά τη γνώμη μου ποιήματος, το οποίο υπερηφανεύομαι ότι το πρόσεξα και το ξεχώρισα παρά το νεαρό της ηλικίας μου τότε, ήταν εκείνες που προσδιόριζαν αυτήν ακριβώς τη διαφορά, την οποία αδυνατούσα να κατανοήσω ή να σκεφτώ κάν τότε. Το «ως πού» το οποίο είχε παραληφθεί από τον πρώτο στόχο, και «τα δέντρα» πού είχαν μεταφερθεί σ’ αυτόν από τον δεύτερο, χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία φαινομενικά εκτός από την «αποκατάσταση» του παραδοσιακού στίχου, για τον οποίον δεν κοπτόταν ο δημιουργός του ποιήματος, στερούσαν στην ποιητική ουσία, ορισμένους από τους βασικούς πυρήνες του. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ήταν αρκετά καλλιεργημένος σε κάθε τι πού είχε σχέση με την αισθητική, και αρκετά ενημερωμένος στα θέματα της λειτουργίας των λέξεων και των στίχων σ’ ένα ποίημα, ώστε, ν’ απομείνει στον αναγνώστη του, πρώτα να το νιώσει, κι ύστερα να κατανοήσει, τόσο τις τυχόν «παρεκτροπές» του από τη βασική φόρμα πού χρησιμοποιεί, όσο και άλλες τυχόν «ελευθεριότητες» στο ύφος και τη σύνθεση του κάθε στίχου.

     Τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε μέσα στα 35 χρόνια (1920-1935), από τα 18 μέχρι τα 43 χρόνια της ζωής του, και η παντελής έλλειψη συνέχειας μετά, στα υπόλοιπα άλλα τόσα περίπου χρόνια μέχρι να την εγκαταλείψει κι εκείνη, αυτός ο πολυγραφότατος κατά τα άλλα, είναι μιά απόδειξη, αλλά όχι η μόνη. Τα ίδια τα ποιήματα, προσφέρουν την καλύτερη μαρτυρία. Μόνο, πού για να την αναλύσει κανείς, χρειάζονται πολλές σελίδες, και μιά αναφορά σ’ όλους τους τομείς του ανθρώπινου πνεύματος, των ιδεών, των αρχών και των πολύπλευρων ερωτημάτων του ανθρώπου, ή καλύτερα του «καθένα», που σύμφωνα μ’ έναν στίχο του από τους «Απλούς Φθόγγους», γεννήθηκε για τη στερνή του μόνο πνοή.

Γεννήθηκε ο καθένας

για τη στερνή του μόνο πνοή.

     Θα γυρίσω λοιπόν στους στίχους με τους οποίους ξεκίνησα, κι εκεί μόνο θα περιοριστώ.  Λένε άλλωστε τόσα πολλά, πού είναι ικανοί να καλύψουν κι ένα ολόκληρο βιβλίο, πολύ περισσότερο ένα κείμενο σε περιοδικό και μάλιστα αφιέρωμα, πού σίγουρα θα φιλοξενήσει πολλά και αξιόλογα κείμενα, αρμόδιων και έγκυρων μελετητών του έργου του και ενήμερων της ζωής και της δράσης του σ’ όλους τους τομείς.

     Αυτό λοιπόν το «ως πού», στον πρώτο στίχο του ποιήματος (θα περιμένω ως πού ν’ ανθίσουν πάλι), πού σπάει τον παραδοσιακό ρυθμό στη συνέχεια του ποιήματος και στέλνει «τα δέντρα» στον δεύτερο στίχο, δεν μπορεί, παρά να έχει σχέση με τη λειτουργία του χρόνου και τη διάρκειά του, σε σχέση τόσο με την αναμονή, όσο και με την άνθηση, αλλά και με το «πάλι», που κατανέμει όλη αυτή τη λειτουργία προσδίδοντας τη σημασία των φάσεων και των εποχών που τους αναλογούν σ’ αυτή την αέναη εναλλαγή του σκηνικού της ζωής, από τη γέννηση, ως τη στερνή πνοή του καθένα. Μά και «στα δέντρα», και ό,τι αυτά συμβολίζουν ή πολύ περισσότερο εννοούν με την περιουσία τους σ’ αυτό το σκηνικό, άξιζε πράγματι ένας δικός τους στίχος, γι’ αυτό ίσως και οι σιωπές πού παρεμβάλλονται με τις τρείς τελείες, ανάμεσα σ’ αυτά και την ενεργητική κίνηση του ποιητή [… και θα πώ στο διπλανό μου], πού δεν χάνει τίποτε από την ποιητική της υφή, με το να περιέχει ολόκληρη την ηθική και τη φιλοσοφική αντίληψη του δημιουργού της, ο οποίος ξέρει να κυοφορεί τη μοναξιά και να γεννάει την κοινωνικότητα, στον επίμονο, για αυτό και εξωτερικά γαλήνιο αγώνα του προς την αναζήτηση και του Θείου και του Θεού, πέρα από τα σύνορα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας.

     Πιο δύσκολο μου φαίνεται ωστόσο, να δεχθώ τον τέταρτο από τους πέντε στίχους, τον οποίο και έχω παραλείψει ολόκληρο στις σημειώσεις μου. [Κι έτσι, όπου ο δρόμος κι αν μας βγάλει]. Ανεξάρτητα από αυτή την ίδια την παράλειψη, που είναι σίγουρο ότι δεν βασίζεται σε καμία συνειδητή απόρριψη από τη μεριά μου, την εποχή που έγινε τουλάχιστον, προβληματίζομαι τώρα, για το αν πρέπει ή όχι να τον χαρακτηρίσω «επεξήγηση» που πρέπει να αποβληθεί από τον ποιητικό λόγο, ή αν πρέπει να βασανίσω λίγο περισσότερο τη σκέψη, πώς είναι μέσα στη συνολική υφή του συγκεκριμένου ποιήματος, που έτσι κι αλλιώς είναι όχι φορτωμένο, αλλά σίγουρα φορτισμένο από τη φιλοσοφική και τη μεταφυσική διάθεση του δημιουργού του, ώστε να είναι απαραίτητος για να εκφράσει, όχι μόνο το τί μέλλει να συναντήσει ο γράφων [το εγώ] και ο διπλανός του [το εσύ] «στο τέλος κάθε δρόμου» πιθανόν ως αποτέλεσμα μιάς επιλογής ή μιάς πορείας με αίσιο [πάντοτε τελικά και κάπως μεταφυσικά] πέρας, αλλά και για να πείσει. Δεν θα ήθελα να δώσω μιά εύκολη απάντηση. Όχι τουλάχιστον, πρίν βασανίσω και μιά άλλη σκέψη, στην οποία με σπρώχνει το γεγονός, ότι σε πέντε μόνο  στίχους, βρίσκει κανείς τόσα στοιχεία έρευνας, ερμηνείας και μαζί τοποθέτησης απέναντι στη ζωή, με μιά ποιητική ενσάρκωση, πού προκαλεί, ακόμα και αυτήν την ίδια την εξονυχιστική αναζήτηση της ποιητικότητας κάθε λέξης και κάθε στίχου. Τη σκέψη, ότι όπως και να θελήσει να χαρακτηρίσει κανείς αυτήν την φράση, η ποιητικότητα της περισσεύει ώστε να μπορεί να χωρέσει κι άλλους προσανατολισμούς ή και, σε τελευταία ανάλυση, για να δηλώσει το δικαίωμα μιάς υπέρβασης με σκοπό, στο πλαίσιο της ποιητικής πρότασης ενός πνευματικού ανθρώπου με την ευρύτητα του συνολικού έργου και της ζωής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά και την ανάγκη ποιητικής επένδυσης για την ευθύνη μιάς «μεγάλης κουβέντας», πού είναι ο προσδιορισμός της αναμφισβήτητης ποιητικής φράσης [άλλη μεγάλη κουβέντα κι αυτή], «χαράζει αυγή στο τέλος κάθε δρόμου» με την ποιητική επεξήγηση «όπου ο δρόμος κι αν μας βγάλει». Αλλά από πού έρχεται αυτή η αισιοδοξία, αυτή η θετική στάση απέναντι στη ζωή και στους δρόμους που ανοίγει μπροστά στον «καθένα»; Μιά ζωή, πού όπως ίδιος ομολογεί στις «Πικροδάφνες», δεν είναι παρά «κενό και θλίψη»;

Του Θεού παράλειψη μοιάζει η ψυχή μου.

Και μοιάζει νάν ένα κενό στη φύση.

Μα η ζωή και το κενό τόχει γεμίσει

μέ θλίψη…. Ώ, τί θλιμμένη είναι η ψυχή μου!

                                        Ιούλιος 1955

     Έρχεται από εκεί πού τελειώνουν όλ’ αυτά, περνώντας μέσα απ’ αυτά και φτάνοντας σε μιά πνευματικότητα, πού συνεπάγεται την πλήρη απελευθέρωση και την οικειοποίηση της διαχρονικότητας των στιγμών μιάς ζωής πού τείνει και καταφέρνει να ενταχθεί στο αέναο άπειρο, πού μπορεί να το πεί και το λέει, με μοναδικό τρόπο στις «Πικροδάφνες», συνάντηση με τον Θεό.

Τράβηξε πέρα από το κάθε τί

πού ο νούς μας ορίζει,

και πέρ’ από τη γή την ορατή

πού ο ήλιος τη φωτίζει.

 

Και πάτησα σε χώμα, κ’ ήταν γη

κ’ εκεί που είχαν τα πάντα λείψει.

Και γνώρισα κ’ εκεί μιά χαραυγή

πού ο ήλιος εδώ κάτου μου είχε κρύψει.

                                             [1955]

ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ, σελ. 283-286     

ΕΛΑΧΙΣΤΑ:

    - Στο προηγούμενο-πρώτο σημείωμα, αντέγραψα τα Περιεχόμενα και δύο από τα «πολιτικά» κείμενα του Αφιερώματος των Τετραδίων Ευθύνης τόμος 17ος/11, 1982, «ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ»-ΤΙΜΗ ΣΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ, στον πολιτικό και στοχαστή, δημοκράτη και αντιστασιακό, πρωθυπουργό και διοικητή του ΙΚΑ, ακαδημαϊκό και συγγραφέα, φιλόσοφο και ιστορικό, κοινωνιολόγο, ποιητή Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλο. Στο δεύτερο μικρό αυτό σημείωμα, αντιγράφω τα Περιεχόμενα και τρία από τα κείμενα του πλούσιου Αφιερώματος του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εστία τεύχος 1667/ Χριστούγεννα 1996. (Είναι το δεύτερο αφιέρωμα που κάνει το περιοδικό στον συνεργάτη της πολιτικό). Το ογκώδες τεύχος διανθίζεται  και με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από στιγμές της ζωής του πρώην πρωθυπουργού. Από τις δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που δημοσιεύονται υπάρχουν και δύο, που ο πρώην πρωθυπουργός συνομιλεί ή βρίσκεται με την συντροφιά δύο γυναικών συγγραφέων που προέρχονται από την πόλη του Πειραιά. Η μία φωτογραφία είναι της σελίδας 81 όπου ο πολιτικός συνομιλεί «Ο Παν. Κανελλόπουλος και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μπόχουμ της Γερμανίας κ. Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα στο σπίτι της». Η δεύτερη φωτογραφία της σελίδας 134 παρουσιάζει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο-Πάσχα 1965 «στον κήπο του ανιψιού του Διονύση Λιβανού στο Στροφύλι της Κηφισιάς». Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους διακρίνουμε και την πειραιώτισσα μυθιστοριογράφο Μαρία Περ. Ράλλη. Την «Μαρίτσα μας» όπως αποκαλεί σε κείμενό του ο πατρικός πολιτικός. Να υπενθυμίσουμε ακόμα, ότι στο Αφιέρωμα μετέχουν και δύο γνωστοί και καταξιωμένοι συγγραφείς από τον Πειραία. Ο δοκιμιογράφος, συγγραφέας και διευθυντής την περίοδο εκείνη της Νέας Εστίας Ευάγγελος Ν. Μόσχος, ο οποίος μας έχει δώσει αρκετές μελέτες που αφορούν την λογοτεχνική και ιστορική δημιουργία του Κανελλόπουλου. Τα εποπτικά άρθρα του Ευάγγελου Ν. Μόσχου διακρίνονται για την επιμέλεια και την αγάπη προς το έργο του Π. Κ. Το δεύτερο πρόσωπο, είναι η ποιήτρια και δικαστικός από τον Πειραιά Ρούλα Κακλαμανάκη, η οποία όπως δηλώνει το κείμενό της, με αφορμή ορισμένους στίχους από την τελευταία ποιητική συλλογή του Π. Κ. αναλύει ένα ποίημα. Μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτική πρόταση που οφείλεται στο τι και πως διασώζει η μνήμη της στίχους της ποίησης και πως τους επεξεργάζεται. Να αναφέρουμε έναν ακόμα Πειραιώτη τον μουσικό Μενέλαο Παλλάντιο, ο οποίος συμμετέχει στους μνημόσυνους λόγους για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, βλέπε τον τόμο «ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ», νούμερο 2, εκδόσεις Γιαλλελής, Αθήνα 1988.  Να υπενθυμίσουμε ακόμα ότι, την χρονιά που διάβηκε τα σκαλοπάτια της Ακαδημίας Αθηνών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο τιμόνι της βρίσκονταν ο μυθιστοριογράφος και θεατράνθρωπος Σπύρος Μελάς που συνδέθηκε στενά με την πόλη μας. Η πόλη του Πειραιά, σκόρπια, και όπου το απαιτεί η συγγραφική του εξιστόρηση και ιστορική του αφήγηση, αναφέρεται στα έργα του Π. Κανελλόπουλου. Όσον αφορά την ποιητική πλευρά του, που θίγει η ποιήτρια Ρούλα Κακλαμανάκη είναι μάλλον ελάχιστες οι μελέτες που έχουν γραφτεί σε σχέση με τις εργασίες και τα άρθρα άλλων του δημιουργιών. Ο Κανελλόπουλος έχει ασχοληθεί ακόμα, και με τον πειραιώτη παιδαγωγό και συγγραφέα Ευάγγελο Παπανούτσο. Βλέπε το αφιέρωμα στον Παπανούτσο των Τετραδίων Ευθύνης, και τον τρίτο τόμο «ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ ΤΟΥ» έκδοση Εταιρείας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αθήνα 2002.

-Τα κείμενο του δοκιμιογράφου Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου, «ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ  Ή  Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ», δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά- παραλλαγμένο ελάχιστα- από τον κριτικό, στο αφιέρωμα των «ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ ΕΥΘΥΝΗΣ» «ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ» -ΤΙΜΗ ΣΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ, νούμερο 17/11, 1982, σελ. 145-150.

-Να υπενθυμίσουμε ξανά, ότι πολύτιμο και απαραίτητο βοήθημα για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν και να εμβαθύνουν, να εντρυφήσουν, να ανακαλύψουν την σκέψη, την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και το πολιτικό ήθος του δημοκράτη αντρός, αντιστασιακού και ευπατρίδη πολιτικού, διανοούμενου και συγγραφέα, την πολιτική και κοινοβουλευτική του δράση, οφείλουν να διαβάσουν, να μελετήσουν, την εμπεριστατωμένη, εξονυχιστική εργασία του ιστορικού Μελέτη Η. Μελετόπουλου, «ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ» Ο πολιτικός, ο διανοούμενος και η εποχή του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΑΠΟΝ-Αθήνα 2020. Ένα βιβλίο που φωτίζει την διαδρομή της ζωής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μέσα από την εποχή του, τα εκατοντάδες ελληνικά και ξένα πολιτικά και άλλα άτομα με τα οποία συνδέθηκε, συνεργάστηκε και έδωσε τους πολιτικούς και πνευματικούς του αγώνες. Η πολιτική πορεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι η εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής τον προηγούμενο ταραγμένο αιώνα.  Είθε τέτοιας ποιότητας εμπεριστατωμένες και εξονυχιστικές εργασίες να εκδοθούν και για άλλες ελληνικές πολιτικές φυσιογνωμίες πέρα από τον συντηρητικό χώρο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου