ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Τ’ αστέρι μου
Τ’ αστέρι που ατενίζω
δεν είναι ο πολικός’
τ’ αστέρι που ατενίζω
τ’ ορίζω
και του χαρίζω εγώ το φώς.
Τ’ αστέρι που ατενίζω
δεν είναι ο πολιτικός’
στα μάκρη που αρμενίζω
δεν το γνωρίζω
των ουρανών το φώς.
Τ’ αστέρι που ατενίζω
τ’ ορίζω
κι όλο περσότερο του οφείλω φώς.
Περίμενα…
Περίμενα καιρό, πολύν καιρό…
Δεν είπα σε κανέναν λέξη.
Δεν ήθελα κανένας να προσέξη
ότι διψούσα κ’ ήθελα νερό.
Κ’ ήρθε από πάνου η εντολή να βρέξη…
Τα βήματα
Τα βήματα ενός άγνωστου (ποιανού;)
δικά μου γένηκαν…. Παντού
μ’ έχει προλάβει…. Ως πότε
θάμ’ ενός άγνωστου το θύμα;…
(Θαρθή η σειρά μου, άγνωστε πρώτε…
Θα κάνω πρώτος το στερνό μου βήμα!)
Για να επιμένουν…
Με παίδεψαν-και τους χρωστάω και χάρη’
με σταύρωσαν-και τους χρωστάω τη ζωή’
μού φόρτωσαν τα βάρη,
πού σπάζουν των νεφρών την αντοχή-
και τους χρωστάω τ’ ολόισο σώμα,
το βήμα μου το ελεύθερο και το αλαφρό…
Για να επιμένουν,
κάτι ακόμα
θα τους χρωστώ!
Το ρήγμα βαθύ…
Το ρήγμα βαθύ κι απέραντο είναι. Μα σε μένα
ταιριάζει-όπως ταιριάζει και στη γη
πετρώματα να κρύβη ραγισμένα
και τραύμα νάναι η κάθε της πηγή.
Αρκέστηκα στο κατακάθι
Σε τόπους άγνωστους τη γης ετρύπησα-
νερό ξεπήδησε απ’ τα βάθη!
Σε τόπους ξένους όσες πόρτες χτύπησα
μου ανοίξαν και γεμίσαν τ’ άδειο μου καλάθι.
Στον τόπο μου όλους, φαίνεται, τους λύπησα
και κατιτί από φταίσμα μου θα εχάθη…
Στον τόπο μου τη γης γι’ αγνό νερό δεν τρύπησα,
μα αρκέστηκα, όπως μου άξιζε, στο κατακάθι.
Ο μέγας ερχομός
Σαν αποκάλυψη το καθετί
μού μοιάζει απόψε… Κάτι πάει να γίνη!
Κ’ ετοίμασα το μάτι μου, το αφτί,
κ’ έχει κ’ η αφή μου ετοιμαστή
τον ερχομό να διευκολύνη…
(Ποιανού;… Μήπως ο μέγας ερχομός
δε χρειάζεται τα βήματα κανενός;…)
Ο αιώνας μου
Ποιός είν’ ο αιώνας μου;… Τα χρόνια
κ’ οι μέρες κ’ οι μικρές στιγμές τον ετυλίξανε’
με τα μικρά τους δάχτυλα τον πνίξανε’
μ’ αλαλαγμούς και τύμπανα έκπτωτο τον εκηρύξανε.
Φύγε από μπρός μας, του φωνάξαν’ τα κοτρώνια
τα μπούχτισε-καιρός της ήταν-η Ιστορία!
Φύγε από μπρός μας-για να μείνη αιώνια
πέρα απ’ τον άχαρο όγκο σου η δική μας παρουσία!...
Παρήλθε η ώρα των μεγάλων διαστημάτων,
παρήλθε η ώρα των αιώνιων!...
Δε σε χωράει, ωκεανέ μου, η χώρα των υδάτων’
την πλημμυρίσανε οι ζωές των άπειρων σταγόνων,
που πήρανε συνείδηση, κι απ’ την αφάνεια
και τη δουλεία
σκαρφάλωσαν στην επιφάνεια.
Με ιδιαίτερη ημερομηνία
προβάλλει η κάθε μιά σταγόνα…-
δε σε χρειαζόμαστε, φύγε από μπρός μας, αιώνα!
…..Σάν το μελίσσι βουϊζουνε,
στής Ιστορίας τα ορθάνοιχτα τ’ αφτιά,
τα γεγονότα και τα ονόματα…
Στριγγλίζουνε
και σκούζουν τόσο δυνατώτερα, όσο πιό μικρά!... []
Στάσου όπου βρίσκεσαι…
Στάσου όπου βρίσκεσαι!... Σε κάθε θέση
χαίνει ένα βάραθρο, κ’ υπάρχει μιά κορφή!
Για όποιονε ξέρει να μην πέση,
παντού είναι κέντρο και παντού είναι μέση!... []
Ζυγίσου όπου κι αν βρίσκεσαι… Το βάρος
δε σπρώχνει κάτω’ πρός τ’ απάνω πάει!...[]
Θα προφτάσουμε ν’ ανοίξουμε τις πύλες…
Δεν αγρυπνούν πιά οι φύλακες… Τα τείχη
τα παρατήσανε σε χέρια γυναικών.
Τα προστατεύει, λένε, η τύχη-
και η αλλαγή τα προστατεύει των καιρών…
Άς έρθη ο Αττίλας πάλι-και χτυπάμε
την ώρα εκείνη το συναγερμό…
(Ναι! Θα προφτάσουμε να πάμε
ν’ ανοίξουμε τις πύλες στον εχθρό!...)
Το Τίποτα
… Το Τίποτα, πού πιό πολύ μας συγκρατεί
κι από το τάδε κι απ’ το δείνα
κι από το καθετί-
κι από τον έρωτα κι από την πείνα
κι από τ’ αμάρτημα κι από την αρετή!...
Προς την έξοδο
Κουράστηκε κ’ η γης από τα βήματά μας!...
Σα νύφη ερχόταν άλλοτε μεσοστρατίς
να προϋπαντήση τον ερχόμενο… Κανείς
δεν έρχεται…- όλοι φεύγουν… Τα παιδιά μας
για τη φυγή γεννιούνται, τη μεγάλη…[]
Όλοι τους παίρνουν,… παίρνουν…-
και προς την έξοδο έχουν στρέψει το κεφάλι.
Ο Σταυρός
…Καρφωμένα πάνω του θα μείνουν
τα δικά μας τα κορμιά, ως την ώρα
πού θα πάψουν οι άνθρωποι να κρίνουν,
να δικάζουνε, να δένουν και να λύνουν…[]
Το σόι τους όλοι!...
Το σόι τους όλοι αναζητούνε
σε θρύλους που έχουν σβήσει’
και δεν τους φτάνει πιά ό,τι ζούνε,
μα θέλουν, πιό πολύ απ’ τη λύση,
την πρώτη αρχή να βρούνε.
Δεν ξέρουν, οι άφρονες, πώς είναι ψέμμα
και πειρασμός ο πύργος της Βαβέλ… Το στόμα
του πόνου μιά έχει γλώσσα… Το αίμα
που χύνεται έχει το ίδιο πάντα χρώμα!
Και του άφωνου η φωνή!...
Και του άφωνου η φωνή, και του έρμου η κοινωνία,
και του περαστικού η αιώνια παρουσία,
κι όσα απ’ τ’ αδύνατα πιό πέρα,
θα γίνουν όλα αλήθεια!...Και θα κλάψη η βία
τα δάκρυα της συγγνώμης… Και θα χάση η μέρα
το δρόμο προς τη νύχτα… Ώ, φτάσε αρχή μεγάλη!...[]
Νικήθηκαν…
Νικήθηκαν-στη Ζάμα ο ένας
στο Βατερλώ και στην Πολτάβα οι άλλοι…
Οι νικημένοι, τάχα, ειν’ όλοι τους μεγάλοι;
Ώ, δε μπορεί να νικηθή ο καθένας!
Χρειάζεται τύχη και καρδιά μεγάλη-
και πρέπει ο τόπος όνομα να βγάλη!
….Νικήθηκαν-στη Ζάμα ο ένας,
στο Βατερλώ και στην Πολτάβα οι άλλοι…
Η τελευταία μάχη
Βάρβαροι, αγροίκοι εικονομάχοι
τον κόσμο αδειάσανε από τ’ άσκοπα, τα περιττά’
κι αν τύχη κάποιος φυλαγμένο νάχη
κάτι από τ’ άγια κι απ’ τα μυστικά,
τον περγελούν… Μα η τελευταία η μάχη
δε δόθηκε-κάποιες στρατιές θα συγκρουσθούν’
στη μιά, θάναι όσοι ζήσανε μονάχοι’
στην άλλη, οι «δίκαιοι», που αγοράζουν και πωλούν!
Το σώμα πιά δε φτάνει
Μέσα στο κάποτε και στο περίπου
θα γίνη η πράξη η οριστική.
Και τ’ άρωμα ενός άυλου κήπου
θα γίνη η φράση η πιό ρυτή.
Κι ο γιός ακόμα του Φιλίππου
το γόρδιο με το ξίφος πιά δε θα τον λύση.
Και το αίμα Του δε θα το χύση
του ανθρώπου ο Υιός από πληγή ανοιχτή.
Το σώμα πιά το χρέος του τόχει κάνει.
Για ό,τι απομένει να συμβή, δε φτάνει.
Τον ήρωα τον γνωρίζεις…
Τον ήρωα τον γνωρίζεις απ’ την πτώση
και τον δειλό απ’ τ’ ανέβασμα πού δεν του αξίζει.
Του πρώτου τ’ όνομα το ψιθυρίζει
στ’ αφτιά του λαού ένας άγνωστος με πλούσια γνώση.
Τ’ όνομα του άλλου να σαλπίζει
και με τα τύμπανα το διαφημίζει
στην αγορά ο εσμός των εργολάβων!
Τον ήρωα ειν’ οι ελεύθεροι πού τον τιμάνε.
Τ’ όνομα του άλλου χείλη σκλάβων
σαν είδος αγοραίο το διαλαλάνε.
Ρήσεις που χαθήκαν
Και το ρηθέν θα πληρωθή,
κι ό,τι έχει κάποτε ειπωθή
θα γίνη!
Μα υπάρχουν ρήσεις που έχουν μείνει
μισοειπωμένες-ή χαθήκαν…
Κι αν κάποιοι κάπου τις ευρήκαν,
για ιδιωτική τους μόνο χρήση
τις έχουν μ’ άδεια σκέψη ορίσει…
Υπάρχουν ρήσεις πού χαθήκαν…[]
Από τους Απλούς φθόγγους
5. Στού χρόνου τα όρια ο θεός όλο αρχινάει…
26. Κυλάει ο χρόνος-μά κι ο χώρος ρέει…
7. Φοβάμαι [] τη στιγμή πού ο πόνος/ θα λείψη από τον κόσμο.
21. Την ώρα τούτη, ο άξιος όλο φταίει…
24. ….Καί υψώθηκα, για να δεχθώ το πλήγμα…
25. Δεν την κερδίσανε οι αθώοι τη δίκη.[]
Του αθώου η δύναμη δεν είναι η νίκη.
30. Το θάνατο δεν τον φοβόνται τα παιδιά.
Μαζί του παίζουνε και τον πειράζουν.
57. Η ανδρεία/ [] είν’ άσημη-και για όλους ίδια, μ ί α…
70. Και το δικό μου βάρος πάνου τους σηκώσανε;…
Δε μ’ αλαφρώσανε, δε μ’ αλαφρώσανε!
74. … Σ’ ολόκληρη τη χώρα/ δε θα ευκαιρή για όσους πεθαίνουν ούτε ο Χρόνος!
91, Ώ, τι μεγάλος είναι ο φόβος! Εκουκούλωσε/ τη χώρα πέρα ως πέρα!....
96. Σε μιά στιγμή χιλιάδες σήμερα σκοτώνονται-
κ’ είν’ ελαφρότερες απ’ τον αέρα οι ζωές που σώνονται…
Κανένας θάνατος δεν έχει βάρος…
97. Τα λιγόπνοα χρόνια/ τον πλημμυρίσανε τον αιώνα [] σαν κύματα,/ και
βούλιαξε η μεγάλη αναμονή στην άμμο…
68. Στο Τίποτα ο Χρόνος γυρίζει
και χαίρεται που ήταν ταχύς!
Σελίδες 500-505.
Από
ΡΕΝΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ. – ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ- ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ.
Η ΠΟΙΗΣΗ. ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. ΕΚΔ. ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ-ΑΘΗΝΑΙ 1970 ΈΚΔΟΣΗ ΔΕΚΑΤΗ.
Σε κάτι φταίω…
Δεν είναι λάθος μου αν την Ατλαντίδα
η γη κι η θάλασσα την καταπίνει.
Δεν είναι: -κι ας το λεν-δική μου ευθύνη
αν χάνει κάθε σωτηρίας ελπίδα
στους πάγους ο Τιτανικός. Δεν είδα
να σείεται με το χέρι μου η Μεσσήνη.
Μα μήτε η Πομπηία δε με βαρύνει
Δεν φταίω αν δοκιμάζεται η Φλώριδα.
Μα ναι, θα φταίω κ’ εγώ. Με κάποιο βλέμμα
θα λύπησα έναν άγνωστο… Κι αν αίμα
δεν έχυσα, σε κάτι θάχω φταίξει.
Ώ, δε χωρίζονται στη φύση οι ευθύνες…
Σε κάτι αν φταίω-ναι, φταίω και που θα βρέξει
και που χτυπούν συναγερμού σειρήνες…
Απλοί φθόγγοι
Κουράστηκε και η γης από τα βήματά μας.
Σα νύφη ερχόταν άλλοτε μεσοστρατίς
να προϋπαντήσει τον ερχόμενο. Κανείς
δεν έρχεται, όλοι φεύγουν! Τα παιδιά μας
για τη φυγή γεννιούνται τη μεγάλη.
Και τίποτα μαζί τους πια δε φέρνουν.
Όλοι τους παίρνουν… παίρνουν
και προς την έξοδο έχουν στρέψει το κεφάλι.
Μια δύσκολη ώρα είναι χαρά μου.
Για κάποιον άλλον θάτανε γραμμένη
και την κερδίζω εγώ. Χαμένη
δεν πάει ποτέ στα χέρια τα δικά μου.
Δεν θέλω ν’ αδικιέται
σε αδέξια χέρια η δύσκολη ώρα.
Την θέλω να κρατιέται
σαν εσοδεία και σαν πληθώρα.
Δεν είναι ακέρια η πίστη
που την εμπνέουν οι κόσμοι, τ’ άστρα και το φώς.
Του Μηδενός τον Κτίστη
λατρεύω το ίδιο όπως τον Κτίστη του Παντός.
Στο Θεό θα πίστευα κι αν ήταν
διωγμένος απ’ τη βασιλεία των ουρανών.
Στο θεό θα πίστευα κι αν ήταν
ο πανταχού απών.
(Απόσπασμα)
Μια μακρινή καμπάνα
Μια μακρινή καμπάνα-ακούς; -χτυπάει.
Ποιος κάθε βράδυ πέρα εκεί πηγαίνει,
στον ήχο της χωρίς σκοπό με δένει
και στ’ άγνωστο εκκλησάκι με τραβάει;
Το χρέος του ποιος ποτέ του δεν ξοφλάει
και στ’ άχτιστο καμπαναριό ανεβαίνει;
Με τα ίδια Του τα χέρια ο Θεός σημαίνει
τον άγιο εσπερινό που ο νους ξεχνάει.
Πιο αιώνια κι απ’ τον όρθρο μοιάζ’ η εσπέρα.
Τα βράδυα έρχεται πάντα από πιο πέρα
το κάθε μήνυμα… Και πάει η καμπύλη
του κόσμου κάθε νύχτα σ’ άφταστα ύψη…
Πανύψηλη είναι του θανάτου η πύλη.
Δε χρειάζεται ούτε ο ταπεινός να σκύψει.
Δεν έχουμε το χρόνο που τους πρέπει
Δεν έχουμε το χρόνο, που τους πρέπει
για να πληρώσουνε της ζωής το χρέος.
Πεθαίνει ο ένας (πρίν το μάθει) νέος…
και τόσο γέρος ο άλλος που δε βλέπει.
Ποιος θάμπει πρώτος στων νεκρών την πόλη,
και ποιος νωρίτερα στη ζωή… ξεχνιόνται
και δεν ρωτούν. Ποιος ξέρει, ίσως φοβόνται
μην τύχει κι άκοσμοι ειν’ οι εγκόσμιοι ρόλοι.
Νεκροί και μελλογέννητοι, όλοι αντάμα
στην έρημο προσμένουν το ίδιο θάμα.
Το προσκεφάλι το ίδιο τους ενώνει.
Μα τι είναι τάχα, νεκρικό ή γαμήλιο,
το κάτασπρο, για όλους κοινό, σεντόνι;
Στο Νου του Πλάστη ζώντας, βλέπουν ήλιο;
Ω, τρέμω… κάτι λείπει πέρα ως πέρα
Ω, τρέμω… κάτι λείπει πέρα ως πέρα,
και τόσο που έχει σβύσει από τη μνήμη
κι αυτού του Θεού. Στου λόγου Του τη ρύμη,
σαν έπλαθε τη νύχτα, την ημέρα,
στεριές, νερά και ζώα και τον αιθέρα,
θα εχάθη κάτι. Μέσα μου κάτι. Μέσα μου μια φήμη
λέει πως το κάτι αυτό θάταν η ζύμη
για έναν ακόμη πιο καθάριο αέρα.
Για σκέψου το: να λείπει κάτι (ω φρίκη!)
πέρα για πέρα, απόλυτα. Ν’ ανήκει
σ’ ό,τι ούτε γέννησε κι ούτε θα γίνει…
και νάναι ο κόσμος όλος-ποιος ξέρει-
χαμένος, αν το κάτι εκείνο μείνει
μηδέν! Ω Θεέ μου, κράτα με απ’ το χέρι.
(Απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Παν. Κανελλόπουλου)
Σελίδες 327-329
Από
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ, τόμος Β΄, εκδόσεις «Η ΒΙΒΛΙΕΜΠΟΡΙΚΗ» ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ.
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΣΟΝΕΤΤΩΝ»
Α΄
Δεν τους χρωστώ τους στίχους μου στη Μούσα.
Δεν της αρέσουν της φωνής μου οι ήχοι.
Τη νιώθω ν’ αντιστέκεται. Κ’ οι στίχοι
κρυφά στο νου μου ερχόνται όσο είναι απούσα.
Κι αν ακόμα αν μ’ ευνοούσε, θα σιωπούσα.
Το πνεύμα μου δε θέλω νάχει τύχη.
Το θέλω φύλακα άτυχο στα τείχη
πού τα γκρεμίζει εχθρός. Και θα μπορούσα-
το ξέρω, θα μπορούσα να το σώσω
και τυχερή μιά σκέψη να του δώσω.
Τη θέση μου όμως άλλος πιά κανένας
δε θα δεχόταν να την πάρει. Κ’ έχει
γραφεί (κάπου το διάβασα) πώς Ένας
θα την δεχτεί. Κι ο νούς μου εμένα αντέχει.
Γ΄
Σε σέ χρωστάω την ώρα μου την πρώτη,
τη γνωριμία μου με όσα ζουν στο νου μου.
Σε σέ χρωστάω το θέλημα του Θεού μου
και το ότι ζω, και το ότι κλαίω, και το ότι
την ώρα, που όλοι αδιαφορούν, στρατιώτη
μ’ έταξε η ζωή μπρός στη ματιά του εχθρού μου.
Σε σέ χρωστάω το λόγο του εαυτού μου,
τη νίκη και την ήττα μου την πρώτη.
Μα μήτε μόνος μου (πόσο είμαι μόνος!)
δε θάμουνα χωρίς εσέ. Κι ο πόνος
βουβός, μα κ’ η χαρά μου φλύαρη, στείρα
χωρίς εσένα θάταν. Κι όταν πλούσια
θα μούδινε και μένα η ζωή την πείρα
την ύστατη…. Κι αυτή θάταν ανούσια.
Δ΄
Όσοι νεκροί-κι όσοι θα ζήσουν-όλοι
στο Νου του Πλάστη αντάμα ζούν. Κοιμόνται
στο προσκεφάλι το ίδιο. Κι αγαπιόνται.
Δεν τους χωρίζουν ζήλειες, μήτε δόλοι.
Ποιός θάμπει πρώτος στων νεκρών την πόλη,
και ποιος νωρίτερα στη ζωή… ξεχνιόνται
και δε ρωτούν. Ποιός ξέρει, ίσως φοβόνται
μην τύχει κι άκοσμοι ειν’ οι εγκόσμιοι ρόλοι.
Νεκροί και μελλογέννητοι, όλοι αντάμα
στην έρημο προσμένουν το ίδιο θάμα.
Το προσκεφάλι το ίδιο τους ενώνει.
Μα τι είναι τάχα, νεκρικό ή γαμήλιο,
το κάτασπρο, για όλους κοινό, σεντόνι;
Στο Νου του Πλάστη ζώντας, βλέπουν ήλιο;
ΚΑ΄.
Ώ, γι’ άκου (μη μιλάς) τη βουή του ανέμου.
Ποιός λες πώς πάσχει και βογγάει; Λες νάναι
του ανέμου του ίδιου κλάμα ή, λες, βογγάνε
τα δέντρα, η γης, τα ζώα; Ποτέ… ποτέ μου
δεν άκουσα ένα τέτοιο πράμα. Θεέ μου.
στην τελευταία του κατοικία τον πάνε
τον άνεμο θαρρώ. Μοιρολογάνε
τα δέντρα, η γης, τα ζώα. Ξεδιάλυνέ μου
το μυστικό του ανέμου, πού έχει απόψε
ξεσπάσει απάνω μου. Για λίγο κόψε
τη φόρα του για νάρθει ο ψίθυρός Σου
στ’ αυτιά μου. Απόψε μοιάζ’ η βουή του ανέμου
σα νάν’ εντός μου και σαν νάν’ εντός Σου
και ή θα Σ’ ακούσω σήμερα ή ποτέ μου…
ΚΒ΄.
Ο γελαστός κι αξένιαστος περσεύει
στον κόσμο. Δάκρυα μόνο κ’ αίμα ξέρει’
να πίνει η γης. Το ζώο δεν υποφέρει
το γέλιο, κι όποιονε χαρά γυρεύει
στο νόημα που του ζώου τη ζωή παιδεύει.
Και ο ήλιος, ποιός σου τόπε ότι προσφέρει
τη ζεστασιά του για νάχεις καλοκαίρι;
Μιά τέτοια σκέψη είναι βρισιά και χλεύη.
Περσεύουν και στα εφήμερα όσοι ζήσαν
χαρούμενοι, Βαρύθυμοι αν δεν ήσαν
ο Ναπολέων, ο Κρόμβελ και ο Αττίλας
τις μάχες που εκέρδισαν θα είχαν χάσει.
Δεν θ’ αποσύρονταν εκούσια ο Σύλλας.
Και… ώ πές: είχε ποτέ ο Ιησούς γελάσει;
ΚΖ΄.
Δική σου πρέπει η κάθε σου ώρα νάναι.
Στη διάθεσή της-άκου με- ν’ αφήνεις
καιρό πολύ. Το πλάτος να της δίνεις,
που είν’ απαραίτητο για να χωράνε
μαζί της όλες οι ώρες που χτυπάνε
σε ζωές αγνώστων. Ξένης γίνου ευθύνης
φορέας αθέατος, έμπιστος. Να γίνεις
(ώ, μόνον έτσι η κάθε σου ώρα θάναι
δική σου) ο μουσαφίρης του εαυτού σου
ο μόνος που ήρθε ακάλεστος. Το νου σου-
μη δείξεις, ότι ο ένας μουσαφίρης
γνωστότερος από τους άλλους είναι.
Μεσ’ στην ψυχή σου αν είσαι ο νοικοκύρης,
τους άλλους ξένιζε κι απόξω μείνε….
ΚΘ΄.
Μιά μακρυά καμπάνα-ακούς; -χτυπάει.
Ποιός κάθε βράδυ πέρα εκεί πηγαίνει,
στον ήχο της χωρίς σκοπό με δένει
και σε άγνωστο εκκλησάκι με τραβάει;
Το χρέος του ποιός ποτέ του δεν ξοφλάει
και στ’ άχτιστο καμπαναριό ανεβαίνει;
Με τα ίδια του τα χέρια ο Θεός σημαίνει
τον άγιο εσπερινό που ο νους ξεχνάει.
Πιό αιώνια κι απ’ τον όρθρο μοιάζει η εσπέρα.
Τα βράδυα έρχεται πάντα από πιο πέρα
το κάθε μήνυμα…. Και πάει η καμπύλη
του κόσμου κάθε νύχτα σ’ άφταστα ύψη….
Πανύψηλη είναι του θανάτου η πύλη.
Δε χρειάζεται ούτε ο ταπεινός να σκύψει.
ΛΑ΄.
Τις ώρες όλες τις μετράς. Ρολόϊ
του νου κανένα-ωιμέ-τον ωροδείχτη
δεν έχει, που να λέει το μεσονύχτι.
Τις ώρες όλες η ώρα αυτή τις τρώει,
γιατ’ είναι απ’ άλλο, απόκοσμο, άγριο σόϊ.
Στης όμορφης Σειρήνας τ’ άυλο δίχτυ
κι ο Ζαρατούστρας έπεσε. Μα εδείχτη
πώς είχε, απ’ όλους μόνος, τ’ άξιο μπόϊ
για να σταθεί (και πέφτοντας) κοντά της
ορθός, του θανάτου άξιος σκοινοβάτης.
Ακούς; Ο Ζαρατούστρας αντιγράφει
τα όσα του λένε τα βαθιά μεσάνυχτα.
«Υπάρχει Ανάσταση όπου υπάρχουν Τάφοι».
Τα μάτια, σαν πεθάνεις, κράτα ορθάνοιχτα…
ΛΓ΄.
Η γη της Ανθρωπότητας μονάχη,
μονάχη κι έρμη, ανόργωτη και στείρα.
Μια χούφτα χώμα, σκύβοντας, επήρα
και τόφερα στον τόπο μου. Κι αστάχυ
μεγάλο φύτρωσε. Ποιός ξέρει, θάχει
βαθιά, παλιά της γνωριμιάς την πείρα
με την πατρίδα μου η κλαμένη χήρα,
πού λέγεται Ανθρωπότητα. Τη ράχη.
που σήμερα έρμη, μαύρη έχει απομείνει
τη φώτισε άλλοτε ένας ήλιος. Πίνει,
ναι, πίνει ακόμα από το φώς του η δόλια.
Για σκέψου, αν σμίξουνε, τι πρασινάδα
θα βγει, τι θεία θ’ ανθίσουνε περιβόλια,
αν σμίξουν η Ανθρωπότητα κ’ η Ελλάδα!
ΛΘ΄.
Οι νύχτες ήρθαν όλες. Και περσεύουν.
Δεν έλειψε καμιά. Κι ολονυχτία
μοιάζ’ η ζωή μου μοιάζει κ’ η ιστορία.
Και τ’ άστρα, ιδές-κι αυτά συγκατανεύουν
σα φωτεινές πηγές νυχτός. Παιδεύουν
το νου μου οι νύχτες. Τάχα ποιά είν’ η αιτία
πού τις καλεί να υπάρχουν; Ποιά βιβλία
πού είν’ άγραφα το νόημα το μαντεύουν;
Κι αυτοί που εμίσησαν, μα κι όσοι αγάπησαν,
ώ, ναι… Κι αυτοί τον Κύριο εράπισαν.
Η νύχτα μας ακούει. Ο ήλιος κουφός.
Σκοτάδι είναι κι η αγάπη και το μίσος.
Δε βλέπω, Θεέ μου, πώς θα ρθεί το φώς.
Αν «γεννηθήτω σκότος» πείς, τότε ίσως…
ΜΒ΄.
Στη ζωή μου γνώρισα άγνωστους και ξένους
πολλούς. Κι ανάμεσά τους τον εαυτό μου.
Στη ζωή μου γνώρισα το διπλανό μου.
Κι’ ανάμεσα στους τόσους αγνοημένους
κι ανήμπορους και μόνους και θλιμμένους
γνώρισα κάποιο δειλινό το Θεό μου.
Τον γνώρισα-, και χάθηκε στου δρόμου
το βάθος…. κι από τότε στους χαμένους
μετριέται. Μα στου ορίζοντα τα χείλη
σαν ήλιος ο ίσκιος του μεσ’ στ’ άγιο δείλι
ανέτειλε. Κ’ εντός η γης εσείσθη.
Τα πάντα όπως τα λέει και το βιβλίο
γενήκανε ξανά. Κ’ εντός μου εσχίσθη
το καταπέτασμα του ναού εις δύο.
ΜΔ΄.
Στην Πάτρα-στα εννιακόσια δυό-γεννήθηκα.
Τα μάτια μου στο σκότος και στο φώς
εκεί πρωτάνοιξα. Βαρύς, στιφός,
υγρός ο αέρας. Ταιριαχτός του κρίθηκα.
Μεγάλωσα στην Πάτρα. Εκεί φοβήθηκα
πρώτη φορά. Κι ο φόβος μου, σοφός,
μου μίλησε για όσα ήμουν πρίν κουφός.
Κ’ εκεί (χθές νύχτα το ξαναθυμήθηκα)
σα σκιά από σύννεφο πεσμένη απάνω μου
πρωτόειδα (ακούσια ή σε στιγμή ενός άνομου
καταραμένου πόθου) την αλήθεια.
Και μούπαν τόσα, κι άλλα τόσα διάβαζα
παράξενα και σπάνια παραμύθια.
Μα εγώ με την αλήθεια τάβαζα.
ΝΑ΄.
Με ψεύτικες ταυτότητες (τις δείξαμε
στους Γερμανούς στον όρμο της Ραφήνας)
αφήσαμε την άγια γη της πείνας
και της σκλαβιάς. Και τις καρδιές μας σφίξαμε.
Μπρός μας κ’ εντός μας στ’ άγνωστο τραβήξαμε.
Βροχή, φουρτούνα, θύελλα-Μάρτης μήνας.
Την παγωμένη εικόνα της Αθήνας
στο νου μας μ’ ό,τι πιό ζεστό τυλίξαμε.
Μεγάλη Τρίτη του Σαρανταδυό.
Μεσ’ στην ψυχή μας έκαν’ ένα κρύο
παράξενο… Η πατρίδα είναι μεγάλο,
πελώριο πράμα! Η θάλασσα βογκούσε,
κ’ η βάρκα μας μεσ’ στον παγκόσμιο σάλο
με λεβεντιά ρωμέϊκη ισορροπούσε.
ΑΠΟ ΤΙΣ «ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ»
Φυσάνε αγέρηδες…
Φυσάνε αγέρηδες που πρώτη
φορά διαβαίνουν απ’ τη χώρα.
Πρωτάκουστοι είν’ απόψε οι κρότοι.
Κλείνει τ’ αυτιά της έντρομ’ η ώρα.
Τα δέντρα, ενώ βογκούν και βουίζουν,
φριχτά μηνύματα από ρίζα
σε ρίζα στέλνουνε-και τρίζουν.
Κ’ η Μοίρα, ωσάν τη Μόνα Λίζα,
μυστήρια και ψυχρή, χαμογελάει.
Ποιόν τάχα απόψε ο θάνατος ζητάει;
Και
ψιθυρίζει η νύχτα…
Και ψιθυρίζει η νύχτα στην αυγή:
Δεν είσαι ακόμα η μέρα…
Πρίν ο ήλιος βγει
δική μου εσύ ‘σαι θυγατέρα.
Σκοτάδι μέσα σου έχεις πιό πολύ
παρ’ ό,τι εσύ νομίζεις…
Δεν είσαι ακόμα η ανατολή.
Κι αν θέλω, δε φωτίζεις.
Μα μήτε ο ήλιος τ’ άγια σκότη
να τα διαλύσει δε μπορεί.
Στον κόσμο η δύναμη είμαι η πρώτη
πού και στη μέρα ως ίσκιος εισχωρεί.
Γέμισαν άνθη οι πικροδάφνες…
Γέμισαν άνθη οι πικροδάφνες. Λένε
πώς τ’ άστρα όλη τη νύχτα τις ποτίζουν
με δάκρυα. Κ’ έτσι θρέφονται κι ανθίζουν.
Μα τ’ άστρα γιατί κλαίνε;
Χλωμών πριγκίπων και ποιητών φώς
που πρίν απ’ της ζωής το καλοκαίρι
χάθηκε, δίχως η ιστορία να ξέρει
γιατί και πώς,
το πήραν τ’ άστρα κ’ έγινε δακρύων
ακένωτη πηγή…
Δακρύζουν ο Τοξότης και ο Ωρίων
κι ανθίζει η γη…
Στον
δέκατο έβδομον αιώνα…
Στον δέκατο έβδομον αιώνα
δε χρειάστηκε ο Ιάπων ποιητής
να γράψει στίχους παρά μόνο τρείς:
«Αρχαίο πεδίο μάχης’ η άνοιξη το ζωντανεύει
ξανά με τ’ άνθη της’ απ’ τ’ όνειρο είκοσι χιλιάδων
νεκρών πολεμιστών αυτό πιά είν’ όλο που περσεύει».
Μα και στον εικοστό αιώνα
δε χρειάζεται ο Ιάπων ποιητής
να γράψει στίχους παρά μόνο τρείς:
«Μεσάνυχτα μεσ’ στο χειμώνα’
δε μοιάζει ο ήχος της φωνής μου
σαν της δικής μου».
Στην
πόλη μου ένα κάστρο…
Στην πόλη μου ένα κάστρο υπάρχει
πού κάποτ’ έχτισαν οι Βενετσιάνοι.
Μού είπαν πώς εκεί μέσα κάποιος άρχει
και σήμερα με σκήπτρο ή με δρεπάνι.
Όλους πού κάποτ’ έπεσαν στα τείχη
του κάστρου-κάποια νύχτα, κάθε χρόνο-
τους προσκαλούν σαλπίγγων ήχοι
τα πόστα τους να ξαναπιάσουν. Μόνο
μιά θέση-η θέση εκείνου που άρχει-
μένει αδειανή. Τί να τους κάνει
ο Χάρος τους νεκρούς σαν έχουν πιά πεθάνει;
…………
Στην πόλη μου ένα κάστρο υπάρχει….
Στην
τελευταία σταυροφορία….
Στην τελευταία σταυροφορία
δυό ιππότες πήγαιναν πλάϊ-πλάϊ…
Ο ένας τον άλλον με αγωνία
Κοιτούσε’ «ο δρόμος που μας πάει»;
Ξεκίνησαν από πατρίδες
που έχουν καιρό πιά ξεχαστεί…
«Μα υπαρχ’ η Ιερουσαλήμ; Την είδες;
Γιατί δε φτάνουμε; Γιατί»;
Ψάχνουμε ο ένας μεσ’ στα μάτια
του άλλου το δρόμο και το τέλος…
Βουλιάζουν κουρασμένα τ’ άτια
πότε στην άμμο πότε στο έλος…
Και προχωρούν όλο πιό πέρα
και γίνονται όλο και πιό νέοι…
Τους έχασε η ιστορία μιά μέρα
και πού έχουν φτάσει δε μας λέει…
Στο θέλημά σου…
Στο θέλημά Σου, Θεέ μου, να υπακούω
ζητάς χωρίς να το γνωρίζω.
Και δίχως τη φωνή Σου κάν ν’ ακούω
Προστάζεις να την ξεχωρίζω.
Το αδύνατο για Σένα θα το κάμω.
Σε ακούω. Σε βλέπω, θα σε αγγίσω…
Και της ερήμου εγώ την άμμο
θα τη μετρήσω…
Θα
περιμένω…
Θα περιμένω ως πού ν’ ανθίσουν πάλι
τα δέντρα…. Και θα πω στο διπλανό μου:
-Τώρα πιά η μέρα είναι αρκετά μεγάλη
κ’ έτσι, όπου ο δρόμος κι αν μας βγάλει,
χαράζει η αυγή στο τέρμα κάθε δρόμου.
Σελίδες 106-110
(Άτιτλο ;)
Σύρματα, θραύσματα, λιωμένο ατσάλι.
Φτερά σπασμένα που επιπλέουν στην άμμο.
Και τανκς εδώ κι εκεί ριγμένα χάμω
Σαν άτια χτυπημένα στο κεφάλι.
Εγγλέζοι, Ινδοί, Νοτιοαφρικανοί, Γάλλοι.
Ρωμιοί, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί-το γάμο
γιόρτασαν των εθνών μ’ αίμα και με άμμο.
Στων ουρανών το απέραντο ακρογιάλι,
στην έρημο, όσοι πέφτουν στέκουν ίσια.
Σταυροί παντού, και πλάι τους κυπαρίσσια
ορθώνονται αμμοστρόβιλοι. Εδώ πέρα,
που η φύση δέχθηκε να ‘ναι μηδέν,
εγράφηκε ιστορία, θα λεν μιά μέρα:
Εδώ είναι το πεδίο του Αλαμέιν.
Σελίδα 303
ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (1902-1986)
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΣΟΝΕΤΤΩΝ»
ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ, 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941
Στο Πόγραδετς. Η πόλη απόψε λείπει.
Στο προσκλητήριο που δειλά σημαίνει
δε λέει «παρών» το Πόγραδετς. Σωπαίνει.
Τα βήματά σου της καρδιάς οι χτύποι
τα διασταυρώνουν. Όλοι οι δρόμοι κήποι
γενήκαν, που έντεχνα είναι σκαλισμένοι
Το νου σου, μην πατάς, ό,τι ανασαίνει…
Ω, πόσο ουδέτερη, άχρωμη είν’ η λύπη
που δείχνει για το Πόγραδετς η Αχρίδα.
Μπροστά μας είν’ ο εχθρός. Πίσω η Πατρίδα.
Κ’ εδώ… τι να’ ναι τάχα εδώ;- Κανένας
απ’ όσους ζουν δω μέσα δε ρωτάει…
Η πόλη λείπει…. Σέβεται ο καθένας
την απουσία της κι αλαφρά πατάει….
ΚΟΡΥΤΣΑ, 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
Οι δρόμοι αλλάξανε-πώς να το πω;-
κατεύθυνση. Και οι κάτοικοι περνάνε
μπροστά μας…. σαν να λείπουμε…, σα νάναι
υπόλειμμα από χθες (βέβαια νωπό,
μα δίχως βάσιμο και απτό σκοπό)
η παρουσία μας. Όλοι μας σφαλάνε
την πόρτα. Ούτε καπνό δε μας πουλάνε.
Μα ακόμα κ’ έτσι-ω, ναι-την αγαπώ
την πόλη που σε καθεμιά της άκρη
βρυσούλες τρέχουν (ίσως κ’ ένα δάκρυ).
Και κάποιες βλέπεις που και που κουρτίνες
δειλά ν’ ανοίγουν. Τάχα εμάς ακόμα
φοβάστε ή τον εχθρό; Κ’ ευθύς εκείνες
αντίς γι’ απάντηση σφαλούν το στόμα.
ΑΘΗΝΑ
20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944
Ποιός τάχα απ’ όλους μας την τέτοιαν ώρα
τη δέχτηκε σα δώρο ή σαν καρπό;
Χωρίς σπορά και ρίζα και σκοπό
βλασταίνει το κακό στην έρμη χώρα.
Ποιός τάχα απ’ όλους μας την τέτοια μπόρα
κατάρα Θεού θα πει; Δε θα την πω.
Στο νόημα του τρανού κακού να μπω
δε θέλω. Ο νους μου αργεί την τέτοιαν ώρα.
Αργεί,-και στη βαθειά σιωπή των πάντων,
ορθός, των μυστηρίων των αχράντων
της άγιας μου φυλής μεταλαμβάνω.
Μεσ’ στο βυθό του Χρόνου γαληνεύουν
οι ρίζες της γερές,-κι απάνω-απάνω
μόνο τα φύλλα οι άνεμοι παιδεύουν.
Σελίδες 270-274
ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (1902-1986)
Ω ΚΥΡΙΕ
Ω Κύριε! Της Αγάπης θρίαμβος είν’ η σταύρωσή Σου!
Ποτέ ως την ώρα τη δική Σου
Δεν κλάψανε Νεκρόν ωσάν και Σένα!
Δεν ήταν ξέσκισμα σαρκών, μανία,
Δεν ήταν μήτε της Σπαρτιάτισσας η υπεροψία
Μα δάκρυα Αγάπης ήταν, φυσικά χυμένα,
που Σε συνόδεψαν στην τελευταία Σου κατοικία.
Σαν είδες της Μαγδαληνής τα μάτια τα κλαμένα
της φώναξες (και Σ’ αναγνώρισε) «Μαρία!»
Τα δάκρυα τ’ αναστήσαν το κορμί Σου.
Ώ Κύριε! Της Αγάπης θρίαμβος ειν’ η σταύρωσή Σου.
(Μεγάλη Παρασκευή 1939)
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ
Η ΨΥΧΗ
Θα ξαναρθεί η ψυχή να βρει το σώμα.
Δε θάναι απλή φιλοφροσύνη ή τύπος.
Και πώς,,, πώς θ’ ακουστεί απ’ το σώμα ο χτύπος
στην πόρτα απάνω που το υπόγειο δώμα
των πεθαμένων προστατεύει, αν λιώμα
το σώμα έχει γενεί: Νομίζεις μήπως
ότι, αν για σένα είναι το σώμα ρύπος,
για την ψυχή είναι το ίδιο και το πτώμα;
Ώ, τί μεγάλη η πλάνη σου… Αν χωρίζουν
για λίγο σώμα και ψυχή, γνωρίζουν
πως η ψυχή την ύλη είχε ρυπάνει
και πάει η ψυχή που φταίει, να καθαρθεί
πρίν τη Δευτέρα παρουσία της κάνει.
Και ξέρει ο Αιγύπτιος πως ξανά θα ‘ρθει.
(Κάρυστος 9 Αυγούστου 1940)
Σελίδες 198-199
(ΑΠΟΨΕ ΕΙΝ’ Η
ΣΙΩΠΗ…)
Απόψε είν’ η σιωπή μεγάλη…
Λες κ’ η ίδια η ζωή αμφιβάλλει
αν ζούμε ή έστω αδιαφορεί.
Τέτοια βραδυά δε γνώρισα άλλη’
στο νου σου αν έχεις βάλει
κάτι το αδύνατο μπορεί
και να συμβεί… Φοβάμαι μήπως
τη νύχτα απόψε ο πρώτος χτύπος
που θ’ ακουστεί δε βρει
κανένα πλάσμα ζωντανό.
Τέλειο ειν’ απόψε το κενό’
δεν πέθαναν ούτε οι νεκροί…
(ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΝΕΚΡΗ…)
Μια πολιτεία νεκρή, σκαρφαλωμένη
στα βράχια του Μυστρά, κάποτε ζούσε…
Και λένε πως ακόμα περιμένει
τον όμορφο άρχοντα που αν δεν αργούσε
να φτάσει-και ποτέ δε φτάνει-
στα χέρια εχθρών δε θα ‘πεφτε, κι ως τώρα
θα ζούσε σαν αγέραστο πλατάνι,
τη σκιά της ρίχνοντας σ’ όλη τη χώρα.
Και τον προσμένουν το νεαρό δεσπότη
τα ερείπια και τ’ ανύπαρκτα παλάτια…
Και τον προσμένουν, αιώνιο τους δεσμώτη,
κάποια πιστά, κάποια θλιμμένα μάτια.
(ΜΕ ΠΡΟΛΑΒΕ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ…)
Με πρόλαβε ένας άλλος.
Με πρόλαβε ο Αλέξανδρος στο Γρανικό.
Με πρόλαβε ένας πιο μεγάλος
στο δρόμο προς τη Δαμασκό.
Με πρόλαβε κι ο Καίσαρ στους Φιλίππους.
Κ’ έτσι ούτε τη σκιά μου πρώτη
δε θα χτυπήσει τον προδότη.
Κ’ η σκέψη μου αν δεν έχει ειρμό
δε φταίω. Με πρόλαβαν στη σκέψη
μυριάδες. Κ’ έχει πια η πηγή στερέψει.
ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
Σε σε χρωστάω την ώρα μου την πρώτη,
τη γνωριμία μου με όσα ζουν στο νου μου.
Σε σε χρωστάω το θέλημα του Θεού μου
και το ότι ζω, και το ότι κλαίω, και το ότι
την ώρα, που όλοι αδιαφορούν, στρατιώτη
μ’ έταξε η ζωή μπρος στη ματιά του εχθρού μου.
Σε σε χρωστάω το λόγο του εαυτού μου,
τη νίκη και την ήττα μου την πρώτη.
Μα μήτε μόνος μου (πόσο είμαι μόνος!)
δε θα ‘μουνα χωρίς εσέ. Κι ο πόνος
βουβός μα κ’ η χαρά μου φλύαρη, στείρα,
χωρίς εσένα θα ‘ταν. Κι όταν πλούσια
θα μου ‘δινε και μένα η ζωή την πείρα
την ύστατη… κι αυτή θα ‘ταν ανούσια.
Σελίδες 160-162
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Σημείωμα 4ο για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (πρώτο 25/1/, δεύτερο 3/2/, τρίτο 10/2/2021)
Στις περιδιαβάσεις μου σε παλαιοπωλεία και σε ορισμένες βιβλιοθήκες, δεν κατόρθωσα να βρω να αγοράσω, ή διαβάσω ή να φωτοτυπήσω τις ποιητικές συλλογές, το θεατρικό έργο και το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Όπως δεν κατόρθωσα να προμηθευτώ το 5τομο έργο με τα Φιλολογικά του Δοκίμια, που επιμελήθηκε ο πειραιώτης δοκιμιογράφος Ευάγγελος Ν. Μόσχος. (Η έκδοση εξαντλήθηκε σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα). Ορισμένα από τα φιλολογικά του δοκίμια τα διάβασα-διαβάσαμε, από τα αφιερώματα των λογοτεχνικών περιοδικών πχ. (Νέα Εστία, Δ. Καπετανάκης κλπ.) και άλλα έντυπα, όπως τα Αφιερώματα των Τετραδίων Ευθύνης.( Άγγελος Σικελιανός, Ευάγγελος Παπανούτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος) που συμμετείχε με κείμενά του ο Π. Κ. Το καλογραμμένο ιστορικό κείμενό του πχ. για τον Μέγα Αλέξανδρο, το διαβάζουμε στον Α΄ τόμο του Παγκόσμιου Βιογραφικού Λεξικού της Εκδοτικής Αθηνών. Ενώ διάφορες συνεντεύξεις του, πχ. (περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά), δηλώσεις του και επικήδειους του, έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες της εποχής και ποικίλης ύλης περιοδικά. Δεν μιλώ για τις πολιτικές του και άλλες δηλώσεις σαν αρχηγός κόμματος, ηγέτης της ΕΡΕ ή πρωθυπουργός, γιατί το εύρος των πληροφοριών είναι τεράστιο, πολύπλευρο και πολυθεματικό. Ένα σκόρπιο διάσπαρτο των εφημερίδων βιβλιογραφικό υλικό που ίσως, σε μια ενδεχόμενη έκδοση των Απάντων του να υπήρχε η δυνατότητα να συγκεντρωθεί-εν μέρει- να ταξινομηθεί, να οργανωθεί, να σχολιασθεί, κατά χρονικές της σταδιοδρομίας του περιόδους. Υπάρχουν όπως γνωρίζουμε και τα δημοσιεύματα των ξένων εντύπων της εποχής που συμμετείχε ο έλληνας διανοούμενος και πολιτικός στα κοινά. Ως πρωθυπουργός, υπουργός, βουλευτής, αρχηγός κόμματος, αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης, σαν ακαδημαϊκός, καθηγητής Κοινωνιολογίας, συγγραφέας, στοχαστής, μεταφραστής, αρθρογράφος. Το ανοιχτό αυτό ζήτημα, αποτελεί πεδίο ερευνητών και ιστορικών, όχι μόνο των κατά διαστήματα αποτελούντων τους ακολούθους των Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά, και ευρύτερα ελλήνων και ξένων ιστορικών, κοινωνιολόγων, που ασχολούνται για την ελληνική ιστορία και πολιτική τον προηγούμενο αιώνα στην χώρα μας. Τον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής και την στάση τους απέναντι στα διπλωματικά και άλλα δίκαια των ελλήνων. Μια και το σύνολο των ιστορικών και σχολιαστών του Κανελλόπουλου, του αναγνωρίζουν ομοθυμαδόν ότι,-ανεξάρτητα αν συμφωνούν ή διαφωνούν σε επιμέρους σημεία και στιγμές της πολιτικής του σταδιοδρομίας και επιλογές, και τον ψέγουν-, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πολυσχιδείς προσωπικότητες, σπουδαιότερες ελληνικές πολιτικές φυσιογνωμίες του προηγούμενου αιώνα. Το ενδιαφέρον για το πρόσωπό του, την διάσταση της συναινετικής του πολιτικής, τον προσεγμένο και μετριοπαθή δημόσιο κοινοβουλευτικό του λόγο. Ιδιαίτερα εξαίρεται η αντιστασιακή του στάση ενάντια της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974, και στα της μεταπολίτευσης κατοπινά χρόνια, όπου ο πολιτικός του μετριοπαθής και διαλλακτικός λόγος, οι πολιτικές του παραινέσεις, για καταλαγή των εμφύλιων παθών και εχθροτήτων μεταξύ των ελλήνων του προσέδωσαν δικαίως τον ρόλο του Νέστορα της σύγχρονης πολιτικής σκηνής και ιστορίας. Το πολύτομο και πολυθεματικό επίσης συγγραφικό του έργο παραμένει στην ερευνητική και αναγνωστική επικαιρότητα τριανταπέντε χρόνια μετά την βιολογική του απώλεια. Η σκέψη και το πνεύμα του, οι ιδέες και ο στοχασμός του, εξακολουθεί να είναι αναμμένος φάρος του ελληνικού μας πολιτισμού. Και μόνο το πολύτιμο έργο του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» να μας είχε κληροδοτήσει, οφείλαμε εμείς οι Έλληνες-των νεότερων γενεών- να κρατήσουμε ζωντανή την παρουσία του στο ελληνικό σεντούκι της διαχρονικής μας παράδοσης.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εκτός από πολιτικός,- γόνος πολιτικής πατρινής οικογένειας, ανιψιός του εκτελεσθέντος πρωθυπουργού στην Δίκη των Έξι, Δημητρίου Γούναρη-, ιστορικός, στοχαστής, καθηγητής κοινωνιολογίας, λόγιος «διαφωτιστής» ήταν και ποιητής. Διακόνησε από νεαρή ηλικία τον ποιητικό λόγο. Εξέδωσε τις εξής συλλογές: Ρυθμοί στα κύματα, εκδόσεις Τύποις Καλλέργη 1920. Απλοί φθόγγοι σε στίχους, εκδόσεις Πυρσός 1938 με το ψευδώνυμο Αίμος Αυρήλιος. Ο Κύκλος των Σονέττων, έκδοση του περιοδικού Φιλολογικά Χρονικά 1945. Τέλος, το 1955, εκδίδει την ποιητική συλλογή Πικροδάφνες. Θεωρώ, ότι αν εξετάσουμε συνολικά το ποιητικό του έργο, το θεατρικό και το μοναδικό του μυθιστόρημα, ότι ούτε οι τίτλοι των έργων του ούτε ο χρόνος έκδοσής τους, ούτε τα θέματα που διαπραγματεύεται είναι τυχαίοι. Είναι οι λογοτεχνικές απαντήσεις (όπως και τα φιλολογικά του δοκίμια) του Πατρινού ποιητή σε προβληματισμούς και θέματα, σε έργα της εποχής του. Μια συσχέτιση με τους Σονετογράφους εκείνων των χρονικών περιόδων δεν θα ήταν άστοχη και μη χρήσιμη στους ερευνητές της ελληνικής γραμματείας. Αναφέρομαι στο έργο του επτανήσιου Λορέντζου Μαβίλη, του ηγέτη της Αθηναϊκής Σχολής δασκάλου και ποιητή Κωστή Παλαμά, του εξαιρετικού Γιάννη Γρυπάρη με τις μεταφράσεις του των αρχαίων τραγωδιών και πολλών άλλων ποιητών που συνέχισαν την παράδοση του είδους. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ήταν ποιητής, όχι μόνο γιατί μας κληροδότησε τις τέσσερεις ποιητικές του συλλογές, ( μία με το ψευδώνυμο Αίμος Αυρήλιος, όνομα που παραπέμπει στον αρχαίο ρωμαίο στωικό αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ούτε αυτό είναι τυχαίο) αλλά το κυριότερο, διότι ο αδέκαστος και δίκαιος αυτός έλληνας πατριώτης πολιτικός, έβλεπε, ερμήνευε, κατανοούσε και αντιμετώπιζε τα προβλήματα και τις υποθέσεις που τον απασχόλησαν με βλέμμα ποιητικό. Όποιος έχει διαβάσει έστω εν τάχει τα βιβλία του, τις αναμνήσεις του, (ακόμα και αυτά της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής και ιστορίας που υπήρξε ένας από τους κυριότερους συνδιαμορφωτής της) ανακαλύπτει εύκολα ότι ο έλληνας πατριώτης πολιτικός, εμφορείται από μια βαθειά, πηγαία και αυθεντική ποιητική αίσθηση των γεγονότων, των συμβάντων της ελληνικής και παγκόσμιας κοινωνικής πραγματικότητας. Μια ποιητική αίσθηση και αισθαντικότητα θα γράφαμε βιωματική. Ένα ερμηνευτικό βλέμμα ποιητικής ποιότητας και υφής, ανεξάρτητα αν έγραψε και εξέδωσε στο διάβα του βίου του ποιητικές συλλογές.
Ο λόγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν έχει την σκληράδα, την λουστραρισμένη μεταλλικότητα που έχει ο λόγος συνήθως των πολιτικών των διαφόρων κομμάτων, και του δεξιού κόμματος που υπηρέτησε. Δεν έχει την αψάδα του ύφους πολικών γόνων, που θεωρούν επιβεβλημένη της εκλογής τους από το κοινωνικό σώμα, είτε στην συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση. Ο παγερός, κυνικός, ο λεγόμενος «ξύλινος λόγος» των πολιτικών (να επαναλάβουμε ανεξαρτήτου κομματικής προέλευσης). Ο λόγος του είναι στοχαστικός, διορατικός, οραματικός, έχει κόμβους φιλοσοφικής ενατένισης, αυτοβιογραφικός με αρκετά σημεία αυτοκριτικής, χωρίς να αγιοποιεί το υποκείμενο που εξομολογείται τα γραφόμενα. Μια σκέψη ήπια, μια γραφή πράα, ένας λόγος ελεγχόμενα συγκινητικός, συγκρατημένος στον λυγμό του, καθόλου από καθέδρας διδακτικός ή διχαστικός, αντίθετα, έντονα παιδαγωγικός, προορατικός στις επισημάνσεις του, διαλλακτικός στις προθέσεις του. Σε αυτό το γενικό υπαρξιακό κλίμα αφηγηματικής γραφής και αναφοράς κινείται και ο ποιητικός του λόγος. Μια ποίηση που εκφράζει όχι τον προσωπικό του αισθησιασμό αλλά, τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, τις ερωτηματικές του αγωνίες, τον ατομικό του λαβωμένο στοχασμό, την υπαρξιακή του ερημία και μοναξιά, της σκέψης του το ποιητικό ύψος. Ο ποιητικός του λόγος προέρχεται από την αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση όπου ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος εξέφραζε τα διανοήματά του και τους στοχασμούς του με ποιητική φόρμα, μέσω της Ποίησης. Ο ποιητικός λόγος των αρχαίων ήταν ένα είδος διδαχής στα νάματα της αρχαίας φιλοσοφίας, των οικουμενικών και διαχρονικών ερωτημάτων των ελλήνων, της αισθητικής τους, των ιστορικών και πολεμικών πεπραγμένων τους. Ανάλογη περίπτωση σύγχρονου έλληνα, έχουμε και στον πνευματικό και πολιτικό ομοιδεάτη σύντροφό του, φιλόσοφο Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ο ποιητικός όμως λόγος του Κωνσταντίνου Τσάτσου, είναι περισσότερο περίκλειστος μέσα σε μια φιλοσοφικού ατμόσφαιρα. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος περισσότερο μάλλον διανοείται, στοχάζεται, συλλογίζεται παρά αισθάνεται και εκφράζεται σαν ποιητής. Είναι πρωτίστως φιλόσοφος. Αντίθετα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι πρώτα ποιητής. Διανοούμενος ναι, πολυμαθέστατος λόγιος σίγουρα αλλά ποιητής. Και αυτό το αναγνωρίζουμε διαβάζοντας ακόμα και τις σκόρπιες ποιητικές του μονάδες που βλέπουμε στην ανθολόγηση που προέβησαν των συλλογών του παλαιότεροι ανθολόγοι. Έχουμε την μοναχική πορεία, την υπαρξιακή ερημία, την μοναχικότητα του ατόμου. Μια κοινωνική ίσως ερημία που αναπληρώθηκε από τις χιλιάδες ατέλειωτες νυχθημερών μελέτες του και συγγραφή έργων που ξεφεύγουν από τα κράσπεδα των ελληνικών ενδιαφερόντων διαχρονικά. Ποιος έλληνας στοχαστής θα μπορούσε ίσως να απαντήσει καλύτερα στα Νιτσεϊκά ερωτήματα στην εποχή του. (Ας παραλληλίσουμε θέσεις του Κωστή Παλαμά, του Παύλου Νιρβάνα και άλλων ελλήνων συγγραφέων σχετικά με τον γερμανό φιλόσοφο του μηδενισμού). Ποιος θα επαναξιολογούσε με τόσο απλό καθημερινό κατανοητό τρόπο τις διαχρονικές αξίες της παγκοσμιότητας του ελληνικού πνεύματος; Ποιος έθεσε ορθότερα (;) επί των τύπων των ήλων το ζήτημα του χριστιανικού ανθρωπισμού, από έναν μη κλασικό θεολόγο και χριστιανό ποιητή. Η επιλογή του άγγλου δημοκράτη πολιτικού Όλιβερ Κρόμγουελ, ως ήρωα του θεατρικού του έργου, δεν είναι η δική του απάντηση ενάντια στον θεσμό της βασιλείας που κράτησε μέχρι τας δυσμάς του βίου του; Οι κοινωνιολογικές του μελέτες δεν είναι οι προσωπικές του απαντήσεις στα κοινωνικά και πολιτικά, φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του; Ας διαβάσουμε τι μας λέει για τον Μαρξ και την μαρξιστική ιδεολογία, που φέρνουν στο νου σύγχρονους έλληνες πολιτειολόγους. Τι παραπάνω έκανε ο θεατρικός ιρλανδός συγγραφέας Μπέρναρντ Σω με το βιβλίο του για τα πολιτικά συστήματα και το σοσιαλιστικό σύστημα του προηγούμενου αιώνα, για να τον μνημονεύουμε περισσότερο από τον έλληνα πολιτικό. Ο ευρωπαίος-έλληνας λόγιος ήταν από τους πρώτους καθηγητές της κοινωνιολογίας στην χώρα μας, με την «βοήθεια» του δημοκράτη πολιτικού Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Οι Ημερολογιακές καταγραφές του Κανελλόπουλου δεν ανήκουν στην συγγραφική ημερολογιακή παράδοση του γάλλου μυθιστοριογράφου Αντρέ Ζίντ που αναπτύχθηκε εκείνες τις δεκαετίες; Ή κάνω λάθος. Οι ιστορικές του αναμνήσεις και αξιολογήσεις, για πολιτικά και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα και γεγονότα, καταστάσεις και διπλωματικά διλήμματα που μας διέσωσε στα βιβλία του, δεν είναι ένα πανόραμα συμπαθητικής ανθρώπινης αξιολόγησης, ακριβοδίκαιης κριτικής ελλήνων πολιτικών και κυβερνητικών ή στρατιωτικών παραγόντων, μια τοιχογραφία της προσωπικότητας των ξένων ηγετικών φυσιογνωμιών, της πολιτικής και των διπλωματικών τους ενεργειών, (που έβλεπε ο έλληνας πολιτικός ότι αδικούσαν την χώρα του;) Με ξένους ηγέτες που συνάντησε, συνομίλησε, συνέφαγε, συνδιαλέχθηκε, συμφώνησε ή διαφώνησε από την πλευρά όχι απλά του έλληνα διπλωμάτη και πολιτικού, αλλά θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε του συνόλου της Ελλάδος εκείνες τις δύσκολες περιόδους. Καιροί θυελλώδεις και επικίνδυνοι για την δίκαιη και ισότιμη κατοχύρωση του ρόλου της ελλάδος στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι, μετά την ήττα του άξονα και τους πολεμικούς αγώνες και θυσίες εκ μέρους του συνόλου του ελληνικού λαού. Μια ευρωπαϊκή σκοπιά του προηγούμενου αιώνα, ένα πανόραμα του 20ου αιώνα βλέπουμε στο έργο του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ. Ίσως η ελληνική γλώσσα-που δεν μιλιέται από μεγάλο πλήθος ευρωπαίων πολιτών να είναι το «εμπόδιο» της γνωριμίας του ευρωπαίου-δυτικού πολίτη με το έργο του έλληνα Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Αν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ ο πατέρας της Νίκης άγγλος πολιτικός Ουίνστων Τσώρτσιλ που έγραψε τα Απομνημονεύματά του, τότε γιατί θα ήταν υπερβολικό αν γράφαμε ότι άξιζε ενός ανάλογου βραβείου ο έλληνας συγγραφέας της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Δεν υπάγεται σε «εθνικιστικές υπερηφάνειες», «πατριωτικές εξάρσεις» η θέση αυτή ενός νεοέλληνα αναγνώστη της τρίτης χιλιετίας. Η πνευματική κληρονομιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι ελληνική και παράλληλα οικουμενική διαχρονικά. Ίσως η ασφυκτική και συνεχής εμπλοκή του με την πολιτική τα αδιέξοδά της και τα προβλήματά της, (μιάς μικρή και φτωχής χώρας που τον τελευταίο αιώνα αύξανε σταδιακά τα γεωγραφικά της σύνορα, ενώ βίωσε ταυτόχρονα δύο παγκόσμιους πολέμους, μια μικρασιατική καταστροφή, έναν εμφύλιο σπαραγμό και αρκετές δικτατορίες και κινήματα) ίσως, να του στέρησε την παγκόσμια αναγνώριση που ο ευρωπαίος- δυτικός άνθρωπος του όφειλε. Αναγνώριση που είχαν άλλοι σύγχρονοί του έλληνες στοχαστές και φιλόσοφοι, ιστορικοί, όπως είναι ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κώστας Αξελός, ο Νίκος Σβορώνος και ορισμένοι άλλοι αξιοσημείωτοι Έλληνες. Όμως η μοίρα της Ιστορίας κάθε λαού και κάθε προσώπου, δεν επαναγράφεται. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρέμεινε ο ένδοξος και φημισμένος δεύτερος της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ο λόγιος που πολιτικά πρόσωπα της εποχής του δεν κατανόησαν ή δεν αποδέχθηκαν τον συμφιλιωτικό και κοινωνικό του οραματισμό. Τις παιδαγωγικές κοινοβουλευτικές του διδαχές. Την σημαίνουσα θέση που έδινε στον ρόλο του έλληνα βουλευτή, των υπουργών, του πολιτικού εν γένει της κοινοβουλευτικής αντιπροσωπευτικής σύγχρονης δημοκρατίας. Της φιλελεύθερης δημοκρατίας των εκλογών, των κοινοβουλευτικών ζυμώσεων και δημοκρατικών αντιπαραθέσεων. Μια δημοκρατική διακυβέρνηση της ελλάδας που δεν στηρίζεται σε διχαστικές στενά κομματικές ή ταξικές αντιπαραθέσεις, που αλλοιώνουν την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Του αστικού σίγουρα. Μια σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία που θα βασίζεται σε ένα πλέγμα πολιτιστικών αναφορών, πνευματικών αξιών, αξιοκρατίας στην υπηρεσία του λαού ( της άμεσης πνευματικής παιδαγωγίας και καλλιέργειάς του λαού). Και όχι από την διακυβέρνηση μιας ηγεσίας πεφωτισμένης, δεσποτικής που θα προέρχεται είτε από πανεπιστημιακές έδρες και σοϊλήδες γόνους, κατεστημένους πολιτικά κληρονόμους, ή από το φλέγων πάντα καμίνι της μαρξιστικής ιδεολογίας και ταξικής αντιπαλότητας με τις ρηγματικές της πάντα προθέσεις και φιλοδοξίες ανατροπής. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπήρξε περισσότερο Πλατωνιστής πολιτικός ηγέτης στις ιδέες του παρά σύγχρονος Μακιαβελιστής. Κάτι που δεν του συγχώρεσε το ελληνικό αλλά και ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο της εποχής του, γιαυτό δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει την πρωθυπουργική του θητεία, ή αρνήθηκαν να του δώσουν τα ηνία του πρώτου της χώρας του ώστε να κατορθώσει να πετύχει τον πολιτικό του οραματισμό για την Ελλάδα. Την Ελλάδα της συμφιλίωσης και της δημοκρατικής προόδου. Περατώνοντας αυτήν την γενική εισαγωγή, ίσως να μην είναι και πάλι παράτολμο αν γράφαμε την προσωπική μας θέση ότι ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος ομοιάζει μάλλον (;) με τον ευρωπαίο έλληνα πολιτικό την περίοδο της Επαναστάσεως Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αλλά αυτό, είναι μιας άλλης κατηγορίας σημείωμα για το πολιτικό και πνευματικό του στίγμα.
Τα Ποιήματά του και τα Σονέτα του, τα συναντώ, φαντάζομαι όπως και δεκάδες άλλοι ενδιαφερόμενοι, σε παλαιές και νεότερες Ανθολογίες (θεματικές ή μη) λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία. Σε αυτά ανέτρεξα, αρχινώντας από την τρίτομη Ανθολογία Ποίησης του Ρένου Η. Αποστολίδη, που στον πρώτο τόμο της, δημοσιεύεται η ποιητική του ανθοδέσμη, ενώ στον τρίτο, στις μπλε σελίδες του ευρετηρίου, δημοσιεύονται οι ποιητικές συλλογές του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από όπου ερανίστηκε τα ποιήματα και τα σονέτα ο θρυλικός Ρένος. Βλέπε σελίδες 1670, (α.500-505) και σελίδα 1703, παραπομπή 429 «Απλοί φθόγγοι» ’38, με το ψευδώνυμο Αίμος Αυρήλιος. 430 «Πικροδάφνες» ’56. Κατέφυγα και στην Ανθολογία του πατέρα του Ρένου, Ηρακλή Αποστολίδη-που έχει προηγηθεί- αλλά δεν συνάντησα ποιήματά του.
Σημειώνουμε ότι, αντιγράφω τα ποιήματα,-από βιβλία και ανθολογίες-χωρίς να τα αντιπαραβάλλω με τις ίδιες της συλλογές του, πράγμα που σημαίνει ότι εμπιστευόμενος τους συγγραφείς και ανθολόγους, διατηρώ τους τίτλους των ποιητικών μονάδων, την ορθογραφία με την οποία δημοσιεύονται, την οργάνωση του υλικού, ή την αποσπασματικότητα της αναφοράς. Η επιθυμία μου να απολαύσω τον ποιητικό λόγο του ενωτικού και διαλλακτικού, διανοούμενου πατρινού πολιτικού, με κάνει να παραβλέψω τις ενδεχόμενες προβληματικές αντιγραφές προγενέστερων, ευελπιστώντας να βρεθεί εκδότης και να επανεκδώσει το φιλολογικό έργο ενός από τους αξιολογότερους αν όχι του αξιολογότερου έλληνα πολιτικού. Ενός πολιτικού ανδρός ακοίμητου φρουρού στις επάλξεις των αγώνων του Ελληνισμού. Για την ποίηση του πολυμαθέστατου και πολυγραφότατου κοινωνιολόγου της συντηρητικής παράταξης πολιτικού έχουν δημοσιευθεί κείμενα (που γνωρίζω) τα οποία θα αντιγράψω για την καλύτερη κατανόηση του ποιητικού του λόγου.
Η Μεγάλη Πελοποννησιακή Λογοτεχνική Ανθολογία. Πεζογραφία-Ποίηση, εκδόθηκε το 1995. Αναφέρονται 17 άτομα (συγγραφείς, δημοσιογράφοι, εκδότες) σαν «Τιμητική Επιτροπή Έκδοσης του Έργου». Ο δημοσιογράφος και επιμελητής εκδόσεων Διονύσης Ι. Τσουράκης αναγράφεται ότι είχε την γενική εποπτεία της έκδοσης καθώς και το Copyright της Ανθολογίας. Διεύθυνση Μαυρομιχάλη 49 Αθήνα. Των ανθολογημένων ποιημάτων προηγείται μικρό εισαγωγικό σημείωμα, επίσης, εκτός από τα Ποιήματα που αντιγράφω, η Πελοποννησιακή Ανθολογία, τόμος Β΄, δημοσιεύει και τους εξής ακόμα τίτλους ποιημάτων (που δεν μεταφέρω για δεύτερη φορά) «Περίμενα», «Τον ήρωα τον γνωρίζεις», «Θα προφτάσουμε ν’ ανοίξουμε τις πύλες…». Επίσης ,δημοσιεύονται απόσπασμα από κείμενο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «Ευρώπη» σ. 326-330 και « Η Πάτρα» σ. 331-333.
Η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (από τον 10ο αιώνα μ. Χ. μέχρι σήμερα) των εκδόσεων Χάρη Πάτση, τόμοι 12, Αθήνα (1968) Σταδίου 61, είναι ένα πολύτιμο και πολύτομο έργο που μας παράσχει ακόμα και σήμερα, μισόν αιώνα μετά την πρώτη του κυκλοφορία, χρήσιμες και χρηστικές πληροφορίες, στοιχεία και χρονολογίες για πρόσωπα, έργα και ζητήματα που άπτονται του χώρου της ελληνικής γραμματείας. Από τον 10 αιώνα έως τις μέρες μας. Ένα συγγραφικό επίτευγμα, άθλος στην καθόλου ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το πολυσέλιδο αυτό Βιογραφικό Λεξικό κυκλοφόρησε εκ νέου, συμπληρωμένο και εμπλουτισμένο με νέα λήμματα, προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 αρχές του 2000 αν δεν λαθεύω στις ημερομηνίες. (Μαύρο δέσιμο περισσότεροι τόμοι). Στην πρώτη έκδοση της κυκλοφορίας του-που προμηθεύτηκε η γενιά μου-αναγράφονται τα εξής: «Συντάσσεται από επιτελείο κορυφαίων Ελλήνων φιλολόγων και λογοτεχνών και ξένων ελληνιστών». Πρόεδρος Εποπτικού Συμβουλίου Γεώργιος Θ. Ζώρας, καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου. Διευθυντής Σύνταξης ο φιλόλογος και συγγραφέας, μέλος του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης. Την επιμέλεια της ύλης είχε ο καθηγητής δημοσιογραφικής σχολής Αθηνών συγγραφέας Δημήτρης Γιάκος, την επιμέλεια της σύνταξης είχε ο αιγυπτιώτης συγγραφέας Μανώλης Γιαλουράκης, και τις διορθώσεις Μ. Κουμανταράκη. Στον όγδοο τόμο του έργου (Καλλίμαχος-Κοραής) και από τις σελίδες 102 έως 138 ο Ιωάννης Μ. Χατζηφώτης υπογράφει το πλούσιο λήμμα για τον πολιτικό, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Το λήμμα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι από τα επαρκέστερα που έχουν γραφτεί για το έργο του πατρινού παλαιού πρωθυπουργού και διανοούμενου. Όπως και άλλα λήμματα λογοτεχνών, ποιητών ή λογίων, χωρίζεται σε «τρία μέρη: σελίδες 102-106 δημοσιεύται το κύριο άρθρο του Ι. Μ. Χατζηφώτη, ακολουθούν οι σελίδες 106-110 με αποσπάσματα και ποιήματα ή σονέτα από δύο συλλογές του ενώ από την σελίδα 110 μέχρι πέρας του λήμματος, δημοσιεύονται αποσπάσματα από πεζά έργα του Π. Κ. Σελίδες 110-115 ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΑ ΧΙΛΙΑ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΔΥΟ. Σελίδες 115-138 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Δεύτερη έκδοση, πρώτος τόμος) Κεφάλαιο πρώτο. Κεφάλαιο εικοστό τέταρτο. Το καλογραμμένο λήμμα δεν συνοδεύεται από την ανάλογη βιβλιογραφία, όπως άλλων.
Το (Άτιτλο ;) Σονέτο, «Σύρματα, θραύσματα,…» το ερανίζομαι από το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «Ημερολόγιο Κατοχής» 31 Μαρτίου 1942-4 Ιανουαρίου 1945. Εισαγωγή ΘΑΝΟΣ ΒΕΡΕΜΗΣ. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2003, (σειρά, πολιτική και ιστορία)έκδοση τρίτη σελίδα 303. Ο αντιπρόεδρος-τότε-της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης του Εμμανουήλ Τσουδερού (1943), διαπιστώνουμε ότι μέσα στην λαίλαπα των πολεμικών γεγονότων, μέσα στην θύελλα του πολέμου της μέσης ανατολής και των συνεχών διπλωματικών συζητήσεων, τις συναντήσεις του με στρατιωτικούς ηγέτες (Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ), ξένους και έλληνες πολιτικούς ηγέτες, διπλωμάτες του Φόρεν Όφις, τον έλληνα βασιλιά και άλλους διεθνείς παράγοντες, τον πρωθυπουργό της Τσεχίας ο λόγιος πολιτικός ποιητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος, βρίσκει το χρόνο, την ψυχική διάθεση, το πνευματικό σθένος να γράψει ποίηση. Εκτός από τα συνεχή του διαβάσματα, ο επιφορτισμένος από τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό αντιπρόεδρος και υπουργός να διεξάγει τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της αγγλικής, πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ, υπουργός Ήντεν, (για το αλβανικό, -βορειοηπειρωτικό ζήτημα), όχι μόνο σπεύδει να επισκεφτεί, κατά την διαμονή του στην Αγγλία,-όταν πληροφορείται-τον μαθητή και φίλο του Δημήτριο Καπετανάκη στο νοσοκομείο, για να τον εμψυχώσει στην προσωπική του περιπέτεια, (δύο φορές) μα και κρατά επισταμένως Ημερολόγιο και γράφει Σονέτα. Οι σωματικές και πνευματικές αντοχές και καθημερινές δραστηριότητα αυτού του έλληνα πολιτικού, και μέσα σε τέτοιες αντίξοες συνθήκες, είναι αφάνταστη και αξιοθαύμαστη. Οι πάνω από 700 σελίδες του Ημερολογίου του μας φανερώνουν έναν έλληνα πολιτικό υπεύθυνο, σοβαρό, συναινετικό, τολμηρό, ευρυμαθή, πολύγλωσσο, άοκνο, σεμνό, διορατικό όσον αφορά όχι μόνο τα ελληνικά ζητήματα αλλά και τις διεθνείς, παγκόσμιες πολεμικές και διπλωματικές εξελίξεις αλλά πάνω από όλα γεμάτο αγάπη για τη Ελλάδα και τα διεθνή δίκαιά της. Δεν παύει συνέχεια να μιλά για τα δίκαια-εδαφικά και διπλωματικά-του Ελληνικού λαού. Να τονίζει τις θυσίες και μέγιστη προσφορά του στον αγώνα του ενάντια στις κατακτητικές δυνάμεις του άξονα. Οι σελίδες του Ημερολογίου μυρίζουν Ελλάδα, τον πολιτισμό της, τους αγώνες της, τα δίκαιά της, τις θεμιτές διεκδικήσεις της, ενώ παράλληλα, παρελαύνουν μπροστά μας δεκάδες ελληνικά και ξένα πολιτικά πρόσωπα και κυβερνητικοί παράγοντες, που ο πανεπιστημιακός καθηγητής κοινωνιολογίας τα σχολιάζει και τα κρίνει (τα λόγια και τις πολιτικές και διπλωματικές πρακτικές του) ακριβοδίκαια, υπεύθυνα, χωρίς εμπάθεια, δίχως πολιτική εχθρότητα. Το βλέμμα του, αν και γράφει τις Ημερολογιακές του σελίδες (εν θερμώ, δηλαδή, την ώρα που συμβαίνουν τα σοβαρά και σκληρά πολεμικά γεγονότα και διεργασίες) είναι αποστασιοποιημένο, καθαρό, ήρεμο, διαλλακτικό. Ο Έλληνας πολιτικός, λειτουργεί με προϋποθέσεις διεθνούς ηγέτη, παγκόσμιας εμβέλειας. Αυτό φαίνεται από την πρώτη στιγμή που ανοίγουμε τις σελίδες του Ημερολογίου, και μάλιστα, αναγνωρίζουμε επίσης ότι και οι ξένοι πολιτικοί και διπλωμάτες, στρατιωτικοί και πολιτικοί, τον αντιμετωπίζουν σαν ίσο προς ίσο. Συνομιλούν μαζί του-με τον επίσημο εκπρόσωπο μιας μικρής χώρας όπως είναι η Ελλάδα-σεβόμενοι την σκέψη του, ακούγοντας τις θέσεις του, διαπραγματευόμενοι ορισμένες από τις ιδέες του. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σαν πολιτικός και διπλωμάτης λειτουργεί με την πολιτική υπευθυνότητα ενός εκπροσώπου όχι μιας κυβέρνησης αλλά μιας χώρας. Της Ελλάδας, που τόσο αβίαστα και τολμηρά υμνεί διαρκώς στις σελίδες των έργων του, σε σχέση με άλλα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Το σονέτο γράφεται την 10 Ιανουαρίου του 1943 κατά την διαμονή του στην Αγγλία. Γράφει πριν μας παραθέσει το Σονέτο.
«10 Ιανουαρίου. Είμαι
μόνος, μόνος, πάρα πολύ μόνος. Νιώθω μεγάλη ερημιά γύρω μου. Όχι μόνο γύρω μου.
Νιώθω ερημιά γύρω από την Ελλάδα, ίσως μάλιστα γύρω από ολόκληρη την
ανθρωπότητα. Τώρα έχει περάσει το μεσημέρι, αλλά εδώ στο Λονδίνο η μέρα δεν
είναι μόνο πολύ μικρή, αλλά είναι και λίγη, πολύ λίγη. Ομίχλη, ένα παράξενο
σκοτάδι ημέρας. Από το πρωί με ζήτησαν μερικοί στο τηλέφωνο. Δεν μπόρεσα να
δεχθώ κανέναν. Πετάχτηκα μόνο για λίγο στο Westminster Hospital, είδα τον Καπετανάκη που πάει
πολύ καλύτερα, και γύρισα πάλι στο δωμάτιό μου. Χθες το βράδυ είχα καλέσει σε
γεύμα-εδώ στο Ritz-τον Τσουδερό και την κυρία του. Μου
ομολόγησε κι ο Τσουδερός ότι ο Σμάτς έκανε ένα τηλεγράφημα στο Φόρειν Όφις, κακίζοντας
τη δήλωση περί Αλβανίας. «Του έστειλα», λέω στον Τσουδερό, «με τον Κόλλα τα
αντίγραφα των δύο δικών μου τηλεγραφημάτων προς τον Ήντεν και τον κατατόπισα».
Ήταν πολύ καλή η σκέψη του Σμάτς. Σε μια άλλη στιγμή μου λέει ο Τσουδερός:
«Ξέρετε, ο Σπάακ μου έλεγε ότι έξι ολόκληρους μήνες ζητούσε να ιδεί τον Ήντεν,
και ο Ήντεν έλεγε πώς είναι απασχολημένος και τον παράπεμπε σε υπαλλήλους του
Φόρειν Όφις». «Αυτά είναι ακατανόητα», λέω στον Τσουδερό, «τελείως ακατανόητα.
Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω και τ’ άλλο. Εδώ στο Λονδίνο είστε τόσοι πρωθυπουργοί
συμμαχικών κρατών. Δεν έπρεπε τάχα μία φορά το μήνα ή στους τρείς έστω μήνες να
σας καλεί ο Τσώρτσιλ σε μιά σύσκεψη, για τα μάτια τουλάχιστον του κόσμου;
Επάψαμε τάχα και για τους Άγγλους να είμαστε κράτη, επειδή κατέχονται οι χώρες
μας;». «Όσο για μας», μου λέει ο Τσουδερός, «ο Τσώρτσιλ βλέπει συχνά τον
βασιλέα, γιατί σας λέω εμπιστευτικά ότι ανήκουν στην ίδια στοά». «Αυτό δεν
αφορά διόλου την Ελλάδα. Εγώ θεωρώ ακατανόητη αυτή την τακτική, που ακολουθούν
οι Άγγλοι απέναντι των συμμάχων.»
Μόλις σήμερα αναγγέλλεται στις εφημερίδες του
Λονδίνου η εδώ άφιξή μου. Από το ραδιόφωνο ειπώθηκε ήδη στις 2 Ιανουαρίου. Την
Πρωτοχρονιά διαβάστηκε, στην ελληνική εκπομπή του σταθμού του Λονδίνου, η
ημερήσια διαταγή πού πρίν φύγω από το Κάϊρο διατύπωσα κι έστειλα προς τις ένοπλες δυνάμεις για το Νέο Έτος. Η δεύτερη
φράση μου λέει: «Έξι μήνες κρατήσαμε το μόνο στην Ευρώπη ηπειρωτικό μέτωπο
πολέμου κατά των εχθρών της ανθρωπότητας. Το μέτωπο αυτό ήταν η Αλβανία, και ο
μόνος στρατός στο μέτωπο ήταν ο ελληνικός». Ελπίζω να καταλάβει ο ελληνικός
λαός γιατί του το θυμίζω αυτό το πράγμα σήμερα. Άλλωστε, δεν το ‘γραψα για να
θυμίσω στους Έλληνες, πού ποτέ δεν το ξεχνούν. Το ‘γραψα για να θυμίσω σ’
άλλους που το ξέχασαν λιγάκι.
Τ’ απόγευμα από τις τρείς ως τις
τεσσερισήμισι, είχα στο δωμάτιό μου τον στρατηγό Μπότσαρη. Έξυπνος, ευφυολόγος,
ευφραδής, αλλά τα χαλάει όλα με το να δίνει σημασία στους βαθμούς και στα
παράσημα. Θέλει να γίνει αντιστράτηγος και να πάρει τον ανώτερο Ταξιάρχη. Στις
τεσσερισήμισι έκαμα μ’ το αυτοκίνητό μου μιά βόλτα στο Λονδίνο. Πέρασα από
πολλά κατεστραμμένα τετράγωνα. Πέρασα κι από τη γέφυρα του Tower. Ο Τάμεσης στο σούρουπο με ομίχλη. Τίποτα το μαγευτικό,
αλλά κάτι το μαγικό. Δεν είναι θόλος ο Τέρνερ. Θολή είναι η πραγματικότητα που
ο Τέρνερ ολοκάθαρα έχει παραστήσει. Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο μου, εκάθισα κι
έγραψα κάτι που ήθελε να βγει από μέσα μου από καιρό, δηλαδή αφότου επισκέφθηκα
το Αλαμέιν μετά από τη μεγάλη μάχη και νίκη. Έγραψα ένα σονέτο που το είχα
αρχίσει στην έρημο στις 12 Νοεμβρίου. Το τελευταίο μου το είχα γράψει στην
Κορυτσά, όταν αδειάζαμε την πόλη, δύο μέρες πρίν μπει ο εχθρός. Το σημερινό
σονέτο είναι το ακόλουθο:».
Μετέφερα τις ημερολογιακές εγγραφές της 10ης Ιανουαρίου, για να γνωρίσουμε το ποιόν της σκέψης και το πατριωτικό πολιτικό ήθος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Μετά την παράθεση του παραπάνω Σονέτου αρχινάν οι Ημερολογιακές καταθέσεις της επόμενης 11ης ημέρας. Ο ποιητής και στοχαστής Δημήτριος Καπετανάκης μνημονεύεται και στις ημερολογιακές καταγραφές της 8ης και της 9ης Ιανουαρίου 1943, σελίδες 298-300. Όπου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μετά την ενημέρωση του-από την συγκάτοικο του Δημήτρη Καπετανάκη «δεσποινίς Ζαφειρίου», ότι ο ποιητής «αποπειράθηκε ν΄ αυτοκτονήσει» και νοσηλεύεται στο Westminster Hospital, έσπευσε να τον επισκεφθεί. Από τις ημερολογιακές του καταγραφές εκείνης της περιόδου βλέπουμε ότι συνάντησε και τον Πειραιώτη πολιτικό και ιστορικό Παναγιώτη Πιπινέλη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συνομιλίες του με τον γάλλο στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ, καθώς και οι συζητήσεις του με τον τότε έλληνα τέκτονα βασιλιά. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος,-παρά την πολιτική παράδοση της οικογένειάς του- από πολύ νωρίς τάχθηκε κατά του πολιτεύματος της βασιλείας στην χώρα μας. Μια στάση που κράτησε μέχρι τέλους. Ξεκάθαρη είναι η θέση του και για τον ηγέτη της αριστεράς Άρη Βελουχιώτη. Παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές τους, δεν αρνήθηκε να τον συναντήσει, να συνομιλήσει με τον Βελουχιώτη, με σκοπό να αποτρέψει τις εμφύλιες σφαγές στην Πελοπόννησο.
Το 1987, ο Πειραιώτης δημοσιογράφος και ανθολόγος (γεννήθηκε στην Φρεαττύδα το Μάρτη του 1956) Κάρολος Μωραΐτης, κυκλοφορεί την «ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΟΝΕΤΟΥ» από την παλιότερη Ελληνική και Κυπριακή ποίηση μέχρι σήμερα. Η ογκώδης αυτή πρώτη ανθολογία ελληνικού σονέτου 690 σελίδων, περιέχει περί τα 1200 σονέτα που ανήκουν σε 210 νεοέλληνες ποιητές. Η πρώτη αυτή Ανθολογία διακρίνεται για την ευρύτητα του υλικού της που προέρχεται από ένα πλήθος δημιουργών των τελευταίων τετρακοσίων χρόνων στην χώρα μας. Ένα ποιητικό είδος ιδιαίτερα αγαπητό σε άντρες και γυναίκες ποιητές και ποιήτριες. 56 στην σειρά των περιεχομένων, σελίδες 270-274, έχουμε την παρουσία του ποιητή Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Στον Πρόλογό του ο ανθολόγος Κάρολος Μωραΐτης, σελίδα 54, «Γ΄ ΤΟ ΣΟΝΕΤΤΟ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ» σημειώνει: «Τέσσερεις ποιητές ξεχωρίζουν στην πρώτη εικοσαετία της μεταπολεμικής εποχής για την προσφορά του στο ποιητικό αυτό είδος. Ο πρώτος από αυτούς-που είναι και ο παλαιότερος-είναι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986) διαπρεπής διανοούμενος, στοχαστής και ποιητής που χρημάτισε δύο φορές Πρωθυπουργός της χώρας και πολλές φορές Υπουργός. Βουλευτής και Βουλευτής Επικρατείας. Η σημαντικότερη προσφορά του στα γράμματα υπήρξε ασφαλώς η πολύτομη «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Σαν ποιητής εξέδωσε τρείς συλλογές από το 1939 μέχρι το 1955. Το 1945, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, κυκλοφόρησε την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο κύκλος των σονέττων» που είναι γραμμένος με ημερολογιακό χαρακτήρα.. Πολλά από τα σονέττα αυτά είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της τετράχρονης γερμανικής σκλαβιάς, τότε που ο Κανελλόπουλος υποχρεώθηκε-για να μη συλληφθεί-να διαφύγει στη Μέση Ανατολή». Οι άλλοι τρείς έλληνες δημιουργοί που ακολούθησαν τον δρόμο του ηγέτη της Αθηναϊκής Σχολής, ποιητή και δασκάλου Κωστή Παλαμά, του επτανήσιου Λορέντζου Μαβίλη με τα κλασικά Σονέτα του, και του Γιάννη Γρυπάρη, κλασικού μεταφραστή αρχαίων κειμένων και Σίφνιου ποιητή, τρείς Ποιητές που μας άφησαν εξαιρετικής ποιότητας και ομορφιάς ποιητικές αισθήσεις και εικόνες που τις απέδωσαν με τις δεκατετράστιχες ποιητικές τους μονάδες, είναι ο ποιητής, μεταφραστής και ανθολόγος Άρης Δικταίος, (υπήρξε για ένα διάστημα υπεύθυνος των παλαιών εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη), ο ποιητής και πολιτικός μηχανικός Άθως Δημουλάς, (σύζυγος της ποιήτριας Κικής Ράδου-Δημουλά) και ο ποιητής και κριτικός, θεωρητικός μέντορας της Γενιάς του 1930 Ανδρέας Καραντώνης. Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε ότι μέσα στις δύο εκατοντάδες των ελλήνων σονετογράφων συναντάμε και ποιητές που προέρχονται από την πόλη του Πειραιά. Διατηρώ και τους δύο ορθογραφικούς τύπους της λέξης Σονέττο και Σονέτο, όπως τις χρησιμοποιεί και ο ανθολόγος. Στην σελίδα 271 της Ανθολογίας του Κάρολου Μωραΐτη, δημοσιεύται το Σονέτο με τίτλο ΕΛ ΑΛΑΜΕΙΝ, 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1942, ΤΟ Σονέτο είναι το ίδιο με αυτό που δημοσιεύεται στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, το οποίο δημοσίευσα παραπάνω γράφοντας την λέξη («Άτιτλο»). Πέρα από τον τίτλο που έχει το Σονέτο στην Ανθολογία του πειραιώτη ανθολόγου, υπάρχουν και ορισμένες λεκτικές και της στίξης διαφορές. Τις επεσήμανα και τις αντιγράφω, μια και δεν έχω τις πρωτότυπες ποιητικές συλλογές του Κανελλόπουλου για να παραβάλλω τα Σονέτα. Α) ο τίτλος του Σονέτου. Β) στον όγδοο στίχο «Στων ουρανών το απέραντο ακρογιάλι στον Κάρολο Μωραΐτη αντί για κόμμα έχουμε ερωτηματικό. Στον 11 στίχο «ορθώνονται αμμοστρόβιλοι. Δω πέρα». Ο Μωραϊτης αντιγράφει «Εδώ πέρα». Τέλος, το τελευταίο τρίστιχο του δεκατετράστιχου σονέτου στον Μωραϊτη η εκδοχή είναι: «που η Φύση δέχτηκε νάναι Μηδέν,/ εφούντωσε Ιστορία. Θα πουν μια μέρα;/ Του κόσμου η τύχη εκρίθη Αλαμέϊν.». Τα Σονέτα ΚΒ΄, ΛΑ΄, και ΝΑ΄ μεταφέρονται και από τον Κάρολο Μωραΐτη, πράγμα που μάλλον σημαίνει, ότι ανθολόγος πήρε τα Σονέτα από την ανθολόγηση του Ιωάννη Μ. Χατζηφώτη, μια και έχει προηγηθεί χρονολογικά. Στον τελευταίο στίχο του ΚΒ΄ στον Κ. Μωραϊτη έχουμε «Και ω λες:», ενώ στο σονέτο ΛΑ΄ ο όγδοος στίχος «πως είχε, απ’ όλους μόνος, τ’ άξιο μπόϊ» στον Κ. Μ. γράφετε «τ’ άγιο μπόϊ».
Τον Μάϊο του 1993 στην Αθήνα, ο εκδοτικός οίκος «ΠΛΕΙΑΣ» (αρχαίος εκδοτικός οίκος Σέργιου Ραφτάνη) σαν εκδότης αναγράφεται το όνομα του ποιητή Μιχάλη Μεϊμάρη, εκδίδει έναν πολυσέλιδο τόμο 1100 σελίδων. Ο τόμος είναι μία Ελληνική Ανθολογία Ποιήσεως. Συγγραφέας και ανθολόγος της είναι ο πεζογράφος και πολιτικός Βασίλης Βασιλικός, «ΛΥΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ» Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΡΗΓΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ. Η ογκώδης αυτή ανθολογία περιλαμβάνει εκτός από το ευρετήριο ποιητών και ευρετήριο πρώτων στίχων. Οι ποιητές ανθολογούνται με αλφαβητική σειρά. Στους 49 ποιητές και ποιήτριες που περιλαμβάνει το γράμμα Κ, στον αριθμό 14 συναντάμε το όνομα του πολιτικού και στοχαστή Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο Βασίλης Βασιλικός ανθολογεί τον Π. Κ. με τρείς ποιητικές μονάδες. «ΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ», λείπει το τελευταίο τρίστιχο, το «ΘΑ ΠΡΟΦΤΑΣΟΥΜΕ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ» και «ΠΕΡΙΜΕΝΑ». Και τα τρία ποιήματα δημοσιεύονται παραπάνω. Έτσι απλά τα καταγράφω. Όπως και πάλι διαπιστώνουμε, ο ανθολόγος (και οι συνεργάτες του) δανείστηκαν τους τίτλους από προηγούμενες καταγραφές.
Στην επιμελημένη και προσεγμένη «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» του Δημητρίου Σ. Χατζηπέτρου, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1996 από τις εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, εισαγωγικό κείμενο: Ευάγγελος Ν. Μόσχος, «Το Θρησκευτικό βίωμα στη Μεταπολεμική μας ποίηση». Για την Κυπριακή ποίηση: Αντώνης Πιλλάς, «Ορθόδοξα χριστιανικά βιώματα στην Κυπριακή ποίηση». Ο ποιητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανθολογείται με δύο του ποιήματα. Σελίδες 198-199. Το α΄ είναι το «Ω ΚΥΡΙΕ» γραμμένο (Μεγάλη Παρασκευή του 1939) και το β΄ «ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ Η ΨΥΧΗ», γραμμένο στην (Κάρυστο 9 Αυγούστου 1940). Ποιήματα που σύνθεσε ο πολιτικός Κανελλόπουλος όταν βρίσκονταν εξόριστος από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά. Μετά την ελευθερόφρονη πολιτική επιστολή που έστειλε ο Π. Κ. στον Βασιλιά. Τα δύο ποιήματα είναι από την συλλογή του «Απλοί Φθόγγοι». Η Θρησκευτική αυτή ανθολογία περιλαμβάνει 259 ποιητές ενώ το σύνολο των ποιημάτων αριθμεί 808 ποιήματα. Στο εισαγωγικό σημείωμα του πειραιώτη δοκιμιογράφου Ευάγγελου Ν. Μόσχου δεν αναφέρεται το όνομα του Π. Κ. Να υπενθυμίσουμε ότι, ο Ε. Ν. Μόσχος έχει επιμεληθεί την 5τομη έκδοση των Φιλολογικών Δοκιμίων του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γιαλλελή.
Ο Κορίνθιος συγγραφέας και ερευνητής Κώστας Μιχ. Σταμάτης, μας έχει προσφέρει μέχρι σήμερα εξαιρετικές εργασίες σε πολλά είδη της γραφής. Διηγήματα, Νουβέλες, Δοκίμια, Μεταφράσεις, Ιστορία της νήσου Αίγινας, Σύντομες βιογραφίες Αιγινητών Αγίων, μελέτη για τον Όμηρο, Ανθολογίες, και πολλές άλλες μελέτες. Σημαντικό του έργο είναι η τρίτομη Ανθολογία της Βουκολικής Ποίησης από την αρχαιότητα μέχρι των ημερών μας. Όμως, ο γεννημένος στο Βραχάτι Κορινθίας νομικός και πολιτικός επιστήμονας, (σταδιοδρόμησε και συνταξιοδοτήθηκε από το Λιμενικό Σώμα) μας πρόσφερε και μια άλλη σειρά βιβλίων του. Την οκτάτομη «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» από το 529 μ. Χ. μέχρι σήμερα. Το χρήσιμο αυτό έργο, περιλαμβάνει Βιογραφίες, Εργογραφίες, Βιβλιογραφία, Κριτικές και Ανθολόγηση Πελοποννήσιων δημιουργών. Κάθε τόμος περιλαμβάνει τους συγγραφείς κάθε νομού της Πελοποννήσου. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει την Ιστορία της Πελοποννησιακής λογοτεχνίας, το Δημοτικό τραγούδι, και αρχαίους συγγραφείς μέχρι το 529. Ο δεύτερος τόμος ερευνά την λογοτεχνία της Αργολίδος, ο τρίτος της Αρκαδίας, ο τέταρτος της Αχαϊας, ο πέμπτος της Ηλίας, ο έκτος της Κορινθίας, ο έβδομος της Λακωνίας και ο όγδοος της Μεσσηνίας. Ανάμεσα στους 136 λογοτέχνες του νομού Αχαϊας, δίχως να προσμετρήσουμε και τους λογοτέχνες που αναφέρονται στο Επίμετρο, περιλαμβάνονται και οι σελίδες 155-162 που αναφέρονται στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Οι σελίδες περιλαμβάνουν Βιογραφικά στοιχεία για τον Π. Κ. 155-157, Εργογραφία 157-158, Βιβλιογραφία 158-159, Κρίσεις για το έργο του 159-160 και Ανθολογία ποιημάτων του.
Στην δική του Ανθολογία ποίησης ο φιλόλογος και ποιητής Σωκράτης Σκαρτσής, «Η Νεότητα της Ποίησης». Μια ποιητική αγωγή, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999, σελίδα 260, περιλαμβάνει το ποίημα «ΠΕΡΙΜΕΝΑ». Να συμπληρώσουμε ότι στην Ανθολογία με «ΠΑΤΡΙΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ» του Διονύση Α. Καρατζά, με πρόλογο του Σωκρ. Λ. Σκαρτσή, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Όστρακα 1978, δεν έχουμε ποίημα του Π. Κ.
Το 1971 στην Αθήνα, οι εκδόσεις «ΜΑΡΗ» Ασκληπιού 3 Αθήνα, εκδίδουν την θεματική Ανθολογία της Μάγδας Κ. Τσάκωνα, «Για τον πατέρα» Ανθολογία, σελίδες 472. Στις σελίδες της 134-137 περιλαμβάνει μικρό απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Π.Κ. «ΟΛΙΒΕΡ ΚΡΟΜΒΕΛ» Βιογραφικό χρονικό σε πέντε πράξεις. Το απόσπασμα είναι από την Α΄ και την Ε΄ Πράξη. Η Ανθολογία αυτή, δεν είναι αμιγώς ποιητική, περιλαμβάνει ποιήματα, πεζά, θεατρικά, αυτοβιογραφίες (Ιωάννης Καποδίστριας) αποσπάσματα από Δημοτικά Τραγούδια, Κύπριους ποιητές, (Γλαύκος Αλιθέρσης/ Νίκος Κρανιδιώτης/ Κύπρος Χρυσάνθης) ποιητές από την Καλαβρία, Σαλεντιανά και Κρητικά τραγούδια. Βυζαντινά και υστεροβυζαντινά αποσπάσματα, (Άννα Κομνηνή/ Μιχαήλ Ψελλός/ Ιωάννης Κυριώτης/ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός/ Αλέξιος Κομνηνός) αποσπάσματα από λόγιους της τουρκοκρατίας (Αδαμάντιος Κοραής/ Ηλίας Μηνιάτης) και τέσσερα αποσπάσματα από αρχαίους ποιητές (Όμηρος/ Ευριπίδης/ Σοφοκλής/ Πλούταρχος). Πέρα από τους έλληνες, περιλαμβάνει και, Λατίνους ποιητές (Βιργίλιος/, Κικέρων/, Οράτιος/, Μάρκος Αυρήλιος). Δημιουργούς από την ευρωπαϊκή ήπειρο, (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία κλπ.) την αφρική, (Αίγυπτος, Αιθιοπία) την νότιο αμερική (Βραζιλία, Χιλή), Βιετνάμ, Ινδίες, Αρμενία Κορέα. Ιαπωνία κλπ.
Ο Γεώργιος Εμμ. Αυλωνίτης, στην Ανθολογία του «ΕΚΛΟΓΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΏΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ» εκδόσεις Λιθογραφείον & Τυπογραφείον Αδελφών Ζωγραφίδου, Αθήνα 1924, στα περιεχόμενα «ΠΟΙΗΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στις σελίδες 321-322 ανθολογείται με τα ποιήματα «Σύγνεφα μαύρα» και «Μεσοστρατίς». Δυστυχώς, το αντίτυπο που βρήκα στο παλαιοβιβλιοπωλείο του κυρίου Λάμπρου στην Αθήνα και αγόρασα, είναι κακέκτυπο. Λείπουν σελίδες. Προτίμησα όμως να το προμηθευτώ παρά να το αγνοήσω. Οι σελίδες που περιέχουν τα ποιήματα του Π. Κανελλόπουλου λείπουν).
Μιχάλης Περάνθης, «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ» (Από την άλωση ως σήμερα), έκδοση 7η, τόμος 3ος, έκδοση Εκδόσεις Έργων Περάνθη ηπείρου 3, Αθήνα χχ. Ο γνωστός ανθολόγος και συγγραφέας Μιχάλης Περάνθης, στην Ποιητική του Ανθολογία, και στις σελίδες του ΕΠΙΜΕΤΡΟΥ, στην σελίδα 434 δημοσιεύει το ποίημα «ΣΕ ΚΑΤΙ ΦΤΑΙΩ…» που έχω μεταφέρει. Μετά το ποίημα του Π. Κανελλόπουλου, ακολουθεί το ποίημα «Παλαιά Ωροσκοπία» του κριτικού Αντρέα Καραντώνη. Στο τέλος της σελίδας δίδονται από τον ανθολόγο οι εξής πληροφορίες: «Παράλληλα με την πολιτική του σταδιοδρομία του (αρχηγός κόμματος, υπουργός, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, πρωθυπουργός) ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα 1902), προωθεί επίσης το συγγραφικό του τάλαντο με φιλολογικές μελέτες, φιλοσοφικά δοκίμια και ιστορικές πραγματείες. Μεταξύ των ποιητικών του βιβλίων καταλέγονται: «Απλοί φθόγγοι σε στίχους» (1939), «Ο κύκλος των σονέττων» (1945), «Πικροδάφνες» (1955).». Η πρώτη έκδοση της Ανθολογίας δεν περιλαμβάνει το ποίημα του Π.Κ.
Η «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΠΥΡΟΥ» που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς το 1971, το 100 ΒΙΠΕΡ, σελίδες 214-215, περιλαμβάνει τα ποιήματα «ΘΑ ΠΡΟΦΤΑΣΟΥΜΕ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ», «ΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ» όπου παραλείπεται το τελευταίο τρίστιχο. Και το ποίημα «ΠΕΡΙΜΕΝΑ».
Το Φθινόπωρο του 1987 οι εκδόσεις Μπαρμπουνάκη στην Αθήνα, εξέδωσαν την Ανθολογία, «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ». Την ανθολόγηση έκανε ο ποιητής Δημήτρης Αλεξίου. Που μας έχει δώσει κάτι ανάλογο για την γενιά του 1970. Η ενδιαφέρουσα αυτή ανθολογία περιλαμβάνει 32 άντρες και γυναίκες ποιητές. Πριν την παράθεση των ποιημάτων υπάρχει λιλιπούτειο βιογραφικό και ασπρόμαυρη φωτογραφία των ανθολογούμενου. Ανάμεσα στους ανθολογούμενους διακρίνουμε τον Βασίλη Ρώτα, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Γιάννη Κοντό, την Μαρία ΛαΪνά, τον Νίκο Καρούζο, τον Φώντα Λάδη και άλλους δημιουργούς. Τις σελίδες 59-66 καταλαμβάνουν άτιτλες ποιητικές μονάδες του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι υπάρχει ένα τυπογραφικό lapsus, στα Περιεχόμενα, όσον αφορά τις σελίδες. Τα άτιτλα ποιήματα είναι τα εξής: «Απόψε είν’ η σιωπή μεγάλη». «Μια πολιτεία νεκρή, σκαρφαλωμένη», «Με πρόλαβε ένας άλλος», «Στο Πόγραδετς. Η πόλη απόψε λείπει», (στη γυναίκα μου) «Σε σε χρωστάω την ώρα μου την πρώτη», και «Ποιος τάχ’ απ’ όλους μας την τέτοιαν ώρα».
Στο τέταρτο αυτό σημείωμα για τον πολιτικό και λόγιο, ποιητή Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έκανα μια σύντομη περιδιάβαση σε τίτλους βιβλίων και ανθολογιών που περιέχουν την ποιητική του παραγωγή. Μια και δεν έχω τις ποιητικές του συλλογές. Έστω όμως και με τον έμμεσο αυτόν τρόπο,-την ανθολόγηση από τρίτους- μπορούμε να απολαύσουμε και να χαρούμε τα ποιήματα και τα σονέτα του. Σίγουρα ο Κανελλόπουλος δεν θα μείνει στην ιστορία των ελληνικών και ευρωπαϊκών γραμμάτων σαν ένας ποιητής που έγραψε και εξέδωσε ποιητικές συλλογές στα πρώτα χρόνια της πνευματικής του δημιουργίας αλλά, σαν ένας από τους πλέον μορφωμένους και καλλιεργημένους έλληνες πολιτικούς και διανοούμενους, ένας συγγραφέας και πολιτικός ευρωπαϊκού βεληνεκούς ο οποίος σε όλη την διάρκεια του βίου του, έζησε μια ζωή ασκητική προς χάριν της πατρίδας του και της συγγραφής. Θήτευσε με την ίδια προσωπική αυταπάρνηση τόσο τον χώρο της πολιτικής όσο και τον χώρο των γραμμάτων. Υπήρξε δίκαιος και ειλικρινής, έντιμος και υπεύθυνος, συνεπής και ακέραιος. Μπορεί σε ορισμένες περιόδους του πολιτικού του βίου να ξεστράτισε από τις ηθικές και αξιολογικές του αρχές, όμως η σύνολη παρουσία του στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και πολιτική σκηνή έμεινε γραμμένη με θετικό πρόσημο και δικαίως.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου