Η παρουσία του ποιητή και κριτικού Γιάννη
Κουβαρά στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
Μνήμη καθηγητών και καθηγητριών
Γ΄ Λυκείου Πειραιά
Τα παιδικά μας χρόνια είναι η μοναδική παραδείσια περίοδος της ζωής μας, μας λένε οι παιδοψυχολόγοι. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι μέχρι την ηλικία των 6 ετών έχει τελεσθεί το «θαύμα της ενηλικίωσης» μας. Την περίοδο αυτή διαμορφώνεται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μας. Και χαριτολογώντας, όπως λέει η σεναριακή γραφή ενός σύγχρονου σήριαλ, «τα αγόρια μέχρι τα 6 τους ωριμάζουν μετά απλά ψηλώνουν». Δύο είναι τα περιβάλλοντα τα οποία επιδρούν και καθορίζουν την μετέπειτα εξέλιξή μας, το οικογενειακό και το σχολικό. Δηλαδή οι γονείς μας, τα αδέρφια μας αν έχουμε, τα διάφορα συγγενικά μας πρόσωπα, οι παιδικές παρέες και φιλικές συντροφιές. Είναι το πρώτο σκαλί κοινωνικοποίησής μας καθώς εξερευνούμε τον χώρο έξω από την πατρική μας εστία, την αυλή μας, το παιδικό μας δωμάτιο. Όταν βγαίνουμε από την κούνια και αρχίζουμε να μπουσουλάμε στα χώματα του νέου κόσμου που μας έτυχε από το τίποτα να ζήσουμε, να περπατήσουμε, να μεγαλώσουμε. Το δεύτερο περιβάλλον με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή από μικρή ηλικία και κοινωνικοποιούμαστε είναι το σχολικό. Και στις τρείς βαθμίδες του Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο. Ίσως πριν το Δημοτικό θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και το μεταβατικό διάστημα των χρόνων του Νηπιαγωγείου, αν και εδώ, το εκπαιδευτικό παιχνίδι, οι τρόποι επαφής με τους άλλους μπόμπιρες, έχει μάλλον λιγότερο σχέση με τη γνώση και περισσότερο με την επαφή και επικοινωνία μας μέσω των διαφόρων παιχνιδιών και ασκήσεων με τα άλλα παιδάκια στην απαγκίστρωσή μας από το «φουστάνι της μαμάς». Προσπερνώντας την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αναφέρουμε ότι η τριτοβάθμια, το Πανεπιστήμιο, συμπεριλαμβάνεται ίσως συμπληρωματικά στην πρώτη τριμερή κατηγορία, (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο) γιατί τουλάχιστον, θεωρητικά, ο χαρακτήρας μας έχει κατά κάποιον τρόπο διαμορφωθεί, γνωρίζουμε μέσες άκρες ποιά θα είναι τα αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών ή άλλων συναφών επιλογών μας. Αν στο διάστημα αυτό δεν έχει μεσολαβήσει η περίοδος του στρατού ή κάποια επαγγελματική μας υποχρέωση. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές και ασφαλώς οι συμμαθητές-συμμαθήτριες, οι παρέες, οι φιλικές συντροφιές που καλλιεργούμε σε αυτά τα δύσκολα και ταραγμένα, άγνωστα της ενηλικίωσης, ξένοιαστα και ανέμελα κάπως χρόνια, (όχι για όλους) διαμορφώνουν και επηρεάζουν τον χαρακτήρα και διαπλάθουν αργά και σταθερά την προσωπικότητά μας. Οι γονείς μας πρώτα,-τα πρώτα πρότυπά μας- και τα μεγαλύτερης ηλικίας κατόπιν άτομα που ερχόμαστε σε γνωριμία είναι τα πρώτα «είδωλά» μας, τα στηρίγματά μας, από αυτά αντλούμε ψυχικά και συναισθηματικά, υλικά εφόδια και άλλα στηρίγματα. Τα πρόσωπα που θαυμάζουμε, αντιγράφουμε, μιμούμεθα, ζηλεύουμε και κατά την διάρκεια της ενηλικίωσής μας ίσως αμφισβητούμε, απορρίπτουμε ή απομυθοποιούμε. Ο κύκλος των κοινωνικών επαφών μας διευρύνεται καθώς μεγαλώνουμε, η κοινωνικοποίησή μας επέρχεται σταδιακά, παιδαγωγικές θεωρίες μας μιλούν για την σημασία τον καταλυτικό ρόλο που παίζει η σχολική αγωγής μας, στην προσαρμογή μας στο εκάστοτε κρατικό σύστημα εξουσίας. Σίγουρα πάντως τα διάφορα σχολικά περιβάλλοντα και οι «υποχρεωτικές» συμμετοχές μας σε αυτά συμβάλλουν δραστικά. Δεν είναι τυχαία η παγκόσμια κινηματογραφική επιτυχία της ταινίας “The Wall” και των τραγουδιών του ροκ συγκροτήματος Pink Floyd. Αλλά και στην δική μας μικρή ελληνική κινηματογραφική επικράτεια οι δύο «σχολικές» ταινίες του εμπνευσμένου σκηνοθέτη Αλέκου Σακελλάριου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε μουσική του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι. Και μια που είμαστε σε κινηματογραφικά χωράφια να θυμίσουμε δύο ακόμα ταινίες διαφορετικής ιδεολογικής και διδακτικής σκοποθεσίας και κοινωνικών μηνυμάτων, την ταινία «Ο Κύκλος των χαμένων ποιητών» και η πολύ παλαιότερη «Στον κύριό μας με αγάπη» με τον μαύρο ηθοποιό Σίντνευ Πουατιέ, αλλά και την ελληνική «Μάθε παιδί μου γράμματα». Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι ο παγκόσμιος και ελληνικός κινηματογράφος έχει ασχοληθεί πλειστάκις με ζητήματα και θέματα που έχουν σχέση με τα σχολικά περιβάλλοντα, την σχέση καθηγητών και μαθητών, τους παιδαγωγικούς τρόπους διδασκαλίας. Το ίδιο και η θεατρική τέχνη , να αναφέρουμε ένα μόνο έργο το «Δεσποινίς Μαργαρίτα». Ερχόμενοι ως παιδιά με το σχολικό περιβάλλον, οι ορίζοντες μας διευρύνονται, οι γνώσεις μας πλουτίζονται, η σκέψη μας απλώνεται η λογική μας κωδικοποιείται. Ένα οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα μιάς συντεταγμένης Πολιτείας, σαν ατομικό ή συλλογικό παιχνίδι μάθησης και εκπαίδευσης απαιτεί την ενεργή μετοχή μας στα διάφορα πολιτιστικά πεδία μιάς Πολιτείας, συμμετοχή μας στο κοινό ταμείο γνώσεων της παράδοσης, κανόνων συμπεριφοράς μας ώστε να γίνουμε αποδεκτοί από το κοινωνικό σώμα. Το σχολικό περιβάλλον μας βοηθά στην προσαρμογή μας, μας προετοιμάζει στην ένταξή μας, να αποδεχτούμε τον «ρόλο» μας σαν κοινωνικά και πολιτικά όντα. Μας δείχνει δρόμους συμμετοχής μας, ζητά από εμάς να σεβαστούμε τους θεσμούς, να τηρούμε τους νόμους της συντεταγμένης κοινωνίας, τους κανόνες ως «ακαδημαϊκοί πολίτες» στους μετασχολικούς μας χρόνους. Έστω και αν η κλασική ταινία «Φράουλες και αίμα» ζητούσε από τους νέους ειρηνικά να εξεγερθούνε ενάντια και στο εκπαιδευτικό τότε σύστημα. Ή ένα από τα συνθήματα του Μάη του 1968 ήταν «τα πτυχία είναι τα διαπιστευτήρια της άρχουσας τάξης». Το σχολικό μας περιβάλλον είναι η ενδιάμεση γέφυρα μεταξύ ημών των μαθητών- πολιτών και της κοινωνίας. Αν σταθούμε τυχεροί και ο εκπαιδευτικός- δάσκαλος, δεν επιτελεί απλά το εκπαιδευτικό του καθήκον που του έχει ανατεθεί από τους φορείς της επίσημης Πολιτείας, δεν ακολουθεί το «γράμμα του νόμου» αυστηρά και τυπικά, σχολαστικά, και δεν παρεκκλίνει από τα ωρολόγια προγράμματα του υπουργείου παιδείας αλλά τυγχάνει να έχει το μεράκι, την έφεση, την διάθεση, σωστότερα το πάθος, να αγαπά πέρα από τα μαθήματα που διδάσκει και την λογοτεχνία, την ποίηση, τις τέχνες και τα γράμματα, να έχει καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, να είναι μουσικόφιλος, φιλαναγνώστης, θεατρόφιλος, τότε ο μαθητής ή οι μαθητές/ μαθήτριες έχουν κερδίσει ας μας επιτραπεί η λέξη το «τζακ ποτ» στην διάρκεια των εκπαιδευτικών τους χρόνων και άλλων μαθησιακών τους δραστηριοτήτων. Η τάξη μετατρέπεται σε ένα μικρό «πολιτιστικό εκπαιδευτήριο» αγάπης, έφεσης, παρότρυνσης των μαθητών και μαθητριών για την καλλιτεχνία, διευρύνεται και διαμορφώνεται ανάλογα το αισθητικό μας κριτήριο, αποκαλύπτονται τα λεγόμενα καλλιτεχνικά «κρυφά ταλέντα» των μαθητών της τάξης. Εμψυχώνονται οι τολμηρότεροι μαθητές από τον ή τους συγκεκριμένους καθηγητές-δασκάλους να ανακαλύψουν τις δεξιοτεχνίες τους, την αδιαμόρφωτη ακόμα έφεσή τους, να φέρουν στην επιφάνεια το τάλαντό τους, να μοιραστούν την φιλοτεχνία τους με τους άλλους συμμαθητές τους μέσα και πέρα από την τάξη. Υπάρχουν μαθητές οι οποίοι γράφουνε καλές εκθέσεις και ίσως από έμφυτο γνωρίζουν να αφηγούνται ωραίες και συναρπαστικές ιστορίες στους άλλους. Υπάρχουν μαθητές οι οποίοι γράφουν από ποιήματα, στίχους. Άλλοι έχουν ταλέντο στα εικαστικά, είναι φοβεροί καλλιγράφοι. Υπάρχουν μαθητές οι οποίοι αγαπούν τις θετικές επιστήμες, τα μαθηματικά, την φυσική, την χημεία. Άλλοι δείχνουν έφεση στον αθλητισμό, στα τεχνικά επαγγέλματα. Κάθε τάξη όπως και κάθε σχολική μονάδα, κάθε γενιά και σχολική περίοδος κυοφορεί τα δικά της των καθηγητών και των μαθητών ταλέντα. Ευχάριστες είναι οι αναμνήσεις, εποικοδομητικές είναι οι μαθητικές στιγμές που συνοδεία των δασκάλων-καθηγητών οι μαθητές και οι μαθήτριες μίας τάξης παρακολουθούν μία θεατρική παράσταση, μία κινηματογραφική ταινία, επισκέπτονται έναν αρχαιολογικό χώρο, ένα μουσείο και μετά το πέρας των επιμορφωτικών αυτών επισκέψεων, δάσκαλοι και μαθητές συνομιλούν και εκφράζουν τις εντυπώσεις τους ή διατυπώνουν γραπτά τις εμπειρίες τους. Αυτές οι ημερήσιες εκπαιδευτικές εκδρομές είναι μικρές ανάσες χαράς στο βαρύ συνήθως σχολικό πρόγραμμα εντός των αιθουσών. Το σύνολο του εκπαιδευτικού δυναμικού της χώρας μας είναι ευσυνείδητο, επιτελεί στο ακέραιο τις εκπαιδευτικές του υποχρεώσεις και καθήκοντα με επάρκεια και διδασκαλικό ζήλο, αρκετές φορές και πέρα των σχολικών ωραρίων. Είναι κατηρτισμένο, διαθέτει γνώσεις, έχει καλλιέργεια, ενημερώνεται στους επιστημονικούς τομείς που διδάσκει, ορισμένοι μάλιστα από το εκπαιδευτικό δυναμικό είναι και συγγραφείς. Εκδίδουν ποιητικές συλλογές, γράφουν μυθιστορήματα, δημοσιεύουν διηγήματα, μεταφράζουν αρχαίους συγγραφείς, δημοσιεύουν βιβλιοκριτικές, δοκίμια για έλληνες και ξένους λογοτέχνες, παρακολουθούν διαλέξεις, συμμετέχουν σε συνέδρια, δίνουν ομιλίες κλπ. Οι έλληνες και οι ελληνίδες εκπαιδευτικοί δεν υστερούν σε τίποτα στα καθήκοντά τους από τους ξένους-ευρωπαίους και άλλους συναδέλφους τους, παρά τις δύσκολες οικονομικές, κτηριακές, εκπαιδευτικές συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζονται, οι οποίες προέρχονται συνήθως από την εκάστοτε αβελτηρία της επίσημης πολιτείας και τις επιλογές της στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι διαχρονικές αυτές παθογένειες οφείλονται και στο γεγονός ότι επικρατούν ενίοτε και ορισμένες υπερβολές οι οποίες προέρχονται από τον έντονα κομματικοποιημένο συνδικαλισμό, όπως συναντάται και σε άλλους εργασιακούς κλάδους των δημοσίων και ιδιωτικών επαγγελματικών χώρων. Ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις όπως συμβαίνει σε κάθε εργασιακό κλάδο, δεν είναι όλα καλά και ρόδινα, υπάρχουν και οι επίορκοι εκπαιδευτικοί, οι κακοί δάσκαλοι, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γενικό διαχρονικά συλλογικό κανόνα και αντίληψη που έχουμε για τους εκπαιδευτικούς και δασκάλους μας και το εκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας εμείς οι μαθητές. Και τις ευχάριστες και νοσταλγικές αναμνήσεις από τις σχολικές τάξεις μας. Ένα από τα προβλήματα-κατά την ταπεινή μου γνώμη, όπως το έζησα και η μνήμη το κρατά μέσα της ζωντανό, είναι η έντονη πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση που εισήλθε μετά την επτάχρονη δικτατορία, τα χρόνια της μεταπολίτευσης στις σχολικές αίθουσες. Φυσικά το γεγονός αυτό το επέβαλαν οι τότε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και εξελίξεις εξαιτίας ότι βγαίναμε από μία χούντα, αλλά επεκράτησε μία υπερβολή, μία ανεξέλεγκτη ισοπέδωση που έφερε και αρνητικά αποτελέσματα. Ανέδειξε πολύμορφες αγκυλώσεις στους εκπαιδευτικούς χώρους σε βάρος αρκετές φορές της διαπαιδαγώγησης των μαθητών. Εμείς οι Έλληνες συνήθως μιλάμε για το «μέτρο» για να έχουμε την δυνατότητα να το υπερβούμε και όχι για να το τηρήσουμε. Μιμούμεθα ανεξέλεγκτα ότι το μη ελληνικό από μία κρίση ταυτότητας που μας ταλανίζει ως λαός εδώ και αιώνες. Για το αν είμαστε πολυπολιτισμική κοινωνία ή επαρχιώτικη-βαλκάνια, αν έχουμε ένδοξους προγόνους ή προερχόμαστε από ποιμένες και αγρότες αγράμματους και κατσαπλιάδες. Φορούσανε φράκα οι πρόγονοί μας ή φουστανέλες, και ποιους δρόμους εκσυγχρονισμού επιβάλλεται να ακολουθήσουμε στους σύγχρονους καιρούς. Είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί μονοθεϊστές ή εθνικοί πολυθεϊστές. Θέλουμε να μετατραπούμε σε ένα λαϊκό κράτος ή να παραμείνουμε στενά συνδεδεμένοι με την θρησκευτική και εκκλησιαστική χριστιανική παράδοση και ιστορία. Ένας λαός με πολιτισμικό ευρωπαϊκό κέντρο αναφοράς ή ένα λαός μεταναστών, ταξιδευτής στις πέντε ηπείρους διαχρονικά μέσα στην Ιστορία. Ένας λαός γκαρσονιών και τουριστικών και μόνων εξυπηρετήσεων για ευκατάστατους ευρωπαίους και αμερικανούς. Διάσπαρτο το ελληνικό στοιχείο σε όλες τις ηπείρους από αιώνες. Έλληνες μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Από την άλλη, επανερχόμενος, δεν μπορεί να διδάσκεις και να διδάσκεσαι τον «Επιτάφιο» του Περικλέους, τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, την «Ελληνική Νομαρχία», την «Χάρτα» του Ρήγα, τον αντιστασιακό και αγωνιστικό ποιητικό λόγο των ελλήνων ποιητών, την πολιτική ρητορική των ελλήνων στοχαστών και διαφωτιστών λογίων και σαν πολιτικά όντα-δάσκαλοι και μαθητές, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι και να μένεις αμέτοχος, ανεπηρέαστος, να μην μεταφέρεις τον πολιτικό ενθουσιασμό σου και τις πεποιθήσεις σου μέσα στην τάξη μέσω ορισμένων μαθημάτων, την αυλή του σχολείου, το σχολικό περιβάλλον σου, τους χρόνους διδασκαλίας της εκπαίδευσής σου. Εδώ γεννάται ένα ζήτημα περί του βαθμού των ορίων κάθε εκπαιδευτικού ξεχωριστά και ατομικά μέσα στην τάξη. Γιατί όπως και οι μαθητές προέρχονται από ένα οικογενειακό περιβάλλον, έτσι και οι δάσκαλοι- καθηγητές δεν προέρχονται από παρθενογένεση αλλά ζουν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, αποτελούν ενεργά μέλη του κοινωνικού σώματος, υφίστανται τις ίδιες θετικές ή αρνητικές πολιτικές επιρροές, κουβαλούν ανάλογα φορτία ατομικών ή οικογενειακών τους αδιεξόδων και προβλήματα. Μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται από κανόνες και αντιλήψεις προϋπάρχοντες, εμφορούνται από συγγενικές ιδέες όπως και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Ίσως η ορθή «αγωγή του πολίτου» είναι ένα ανοιχτό και ακόμα άλυτο μάθημα-προβληματάκι για διδάσκοντες και διδασκόμενους, μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στο χρόνο και τις πολιτικές και εκπαιδευτικές καταστάσεις.
Σταθήκαμε τυχεροί όσοι από την γενιά μου στα σχολικά μας χρόνια μαθητεύσαμε κοντά σε φωτισμένους και ευσυνείδητους έλληνες εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης-και ας μην ήσαν οι «άριστοι», καθηγητές και δάσκαλοι οι οποίοι όμως δεν κοίταζαν διαρκώς το ρολόι του χεριού τους περιμένοντας βαριεστημένα το τέλος της διδακτικής ώρας, τον ήχο του κώδωνος. Δεν ενδιαφερόντουσαν παρά μόνο για το μισθολόγιό τους. (έχουμε ακούσει καθηγητές να λένε φανερά ότι: «ανάλογα με το τι μισθό μου δίνει το κράτος δουλεύω…»). Υπήρξαμε τυχεροί που μαθητεύσαμε κοντά σε εκπαιδευτικούς οι οποίοι μας εμφύσησαν την αγάπη και τον σεβασμό για τα ελληνικά γράμματα, για την ποίηση, την πεζογραφία, τις τέχνες, το διάβασμα, τους κάθε είδους και κατηγορίας δημιουργούς, την ελληνική παράδοση. Πρόσωπα άξια που στάθηκαν οδοδείχτες στην μετέπειτα ζωή μας και ας μην τους το είπαμε ποτέ, ας μην το έμαθαν. Το εκφράζαμε μεταξύ μας, όταν συναντιόμασταν καθώς μεγαλώναμε και φεύγαμε από τις σχολικές αίθουσες στους παλαιούς συμμαθητές μας και φυσικά, τους «στολίζαμε» με διάφορα χαρακτηριστικά και γελάγαμε με καλοσύνη. Πώς να λησμονήσεις παραδείγματος χάριν την καλοκάγαθη και «αγνή» μορφή ενός φιλολόγου ο οποίος όλες τις γραμματικές και συντακτικές εργασίες που μας έβαζε ως άσκηση, τις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, τις είχε γράψει σε μικρά χαρτάκια και τις κουβαλούσε μαζί του κάθε χρόνο. Άνοιγε την τσάντα του, τις έβγαζε έξω τις άπλωνε πάνω στο γραφείο και μας εξέταζε. Ούτε ο αρχαίος Απολλώνιος ο Δύσκολος δεν είχε τέτοια αυστηρότητα. Αν όμως μπερδεύονταν ή χάνονταν τα χαρτάκια κάναμε πάρτι-οι μαθητές, γιατί αναβάλλονταν η εξέταση στον πίνακα, και τσατίζονταν ο καλοκάγαθος εκπαιδευτικός. Το τι καζούρα έπεφτε μεταξύ μας δεν περιγράφεται, όμως η αγάπη και ο σεβασμός μας προς το πρόσωπό του δημοκράτη και ευγενέστατου εκπαιδευτικού είναι ακόμα και σήμερα μεγάλη, γιατί μας δίδασκε μεταξύ άλλων την ευγένεια, το ήθος, την μετριοπάθεια που ο ίδιος διέθεται σαν άτομο, την αξιοπρέπεια. Μας εμψύχωνε και ήταν σχεδόν πάντα δίκαιος απέναντί μας. Να θυμηθούμε την καθηγήτρια η οποία ήταν διαρκώς με μια κούπα καφέ στο χέρι-και στα διαλείμματα με τσιγάρο- η οποία αφού μας γνώριζε μας προσκαλούσε στο φιλόξενο σπίτι της να γνωρίσουμε τα άλλα μέλη της οικογένειά της ανοίγοντας συζητήσεις για τον πολιτισμό, τις τέχνες, την κοινωνία. Μας εμφύσησε την αγάπη μας για την Ιστορία έστω και από την μαρξιστική της εκδοχή. Να θυμηθούμε τον αυστηρό ψηλό καθηγητή μαθηματικών με το σλόγκαν στα χείλι, «να φοράτε τσίγκινα σοβρακάκια». Τον ήρεμο και όμορφο επίσης μαθηματικό που μας δίδασκε τριγωνομετρία, που έφυγε νωρίς. Την καθηγήτρια των αγγλικών, τον γυμνασιάρχη, τον συμπαραστάτη λυκειάρχη; Τον γυμναστή ο οποίος και αυτός έφυγε νωρίς, σε νοσοκομειακή αίθουσα του «Μεταξά» στον Πειραιά. Όλες αγνές και αξέχαστες μορφές καθηγητών και καθηγητριών του Γ΄ Λυκείου Πειραιά. Στην μνήμη τους, αυτών που είχαμε και αυτών που δεν είχαμε καθηγητές αφιερώνω αυτό το σημείωμα.
Από νεαρή ηλικία ήρθαμε σε επαφή με αυτό που λέγεται ελληνική και ξένη λογοτεχνία, άνοιξαν αργά και σταθερά τα φτερά της φιλαναγνωσίας μας, οι αναγνωστικές προοπτικές μας. Γνωρίσαμε-έστω μπουσουλώντας-την τέχνη της ανάγνωσης. Οι πιο «χαρισματικοί» από την γενιά μας μάλιστα, κατόρθωσαν να κατακτήσουν μία μικρή θέση στην ελληνική γραμματεία ως δημιουργοί. Έτσι η ανέμη του χρόνου γυρνούσε και η παράδοση συνεχίζονταν σε εποχές δύσκολες, φτωχιές οικονομικά και ταραγμένες πολιτικά στην πατρίδα μας. Η εκπαιδευτική και εγκυκλοπαιδική μόρφωσή μας ακολουθούσε άλλοτε ευθύγραμμη πορεία άλλοτε όχι, εξαρτιόταν αρκετές φορές από τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας.
Σε αυτήν την εκπαιδευτική μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων και ελληνίδων δασκάλων και καθηγητών συγκαταλέγεται και ο εκπαιδευτικός, ποιητής και κριτικός Γιάννης Κουβαράς. Δίχως να παραγνωρίζουμε άλλες εκπαιδευτικές των ελλήνων φυσιογνωμίες που δεν ήρθαμε σε επαφή μαζί τους ή συνομιλήσαμε μαζί τους, όπως πχ. η εκπαιδευτικός εκπαιδευτικός Ιωάννα Βλάχου-Πετροπούλου, ο φιλόλογος και μεταφραστής Ηλίας Κυζηράκος, ο φιλόλογος συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, ο καθηγητής και ποιητής Σταύρος Βαβούρης, ο καθηγητής της θεολογίας Στέλιος Ντάντης, η εκπαιδευτικός Πετρούλα Κασίμη, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Αδάμ, η ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη, ο ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, ο καθηγητής Παναγιώτης Μητροπέτρος, ο καθηγητής και τεχνοκριτικός Μανώλης Βλάχος, ο φιλόλογος Σαράντος Σγουράκης, ο μαθηματικός Κώστας Στεφανουδάκης, ο μαθηματικός Γιώργος Μπάμπας, η φυσικός Αλεξοπούλου, ο γυμναστή Οικονομόπουλος, ο φιλόλογος Αντώνης Νικολόπουλος, ο Γιώργος Βελουδάκης, η Φωτάκου, ο μεταφραστής του Φάουστ Ιωάννης Παυλάκης, ο συγγραφέας Άγγελος Βογάσαρης και άλλα πρόσωπα της εκπαίδευσης από την πόλη του Πειραιά και όχι μόνο που τίμησαν το λειτούργημά τους και στάθηκαν παράδειγμα στους μαθητές τους. Επέμενα περισσότερο στην αναφορά μου σε πρόσωπα και ονόματα της Πόλης μας, ας μου συγχωρεθεί αυτή μου η εντοπιότητα.
Η εκπαιδευτική διαδρομή του Γιάννη Κουβαρά υπήρξε γόνιμη, πολύχυμη, καρποφόρα, τίμησε τις σχολικές αίθουσες, αγάπησε το «διδασκαλίκη» και το υπηρέτησε με σεβασμό και εντιμότητα μέχρι την συνταξιοδότησή του. Δεν είδε την διδασκαλική του έδρα ως επαγγελματική αγγαρεία, αλλά ως μέσο διάδοσης και μεταλαμπάδευσης του ελληνικού και όχι μόνο πολιτισμού, τα ελληνικά και ξένα γράμματα . Το ίδιο έπραξε και η εκπαιδευτικός και συγγραφέας μητέρα των παιδιών του η Αλεξάνδρα Μπουφέα. Ο Γιάννης Κουβαράς είναι άτομο με στέρεα και ευρεία παιδεία και μόρφωση. Ψαγμένο, διαβασμένο, ανήσυχο ερευνητικό πνεύμα, ενημερωμένο. Καλλιέργησε και υπηρέτησε εξίσου με θετικά αποτελέσματα τα ελληνικά γράμματα και την δημόσια εκπαίδευση. Η συγγραφική του πορεία σημαντική, ουσιαστική, μεγάλο το άνοιγμα της κριτικής και δοκιμιακής του βεντάλιας, ευαίσθητος ο ποιητικός του λόγος, ακριβοδίκαιη η δοκιμιακή και βιβλιογραφική του γραφή. Συγγραφέας με άποψη, θέση, βάθος σκέψης, ταυτότητα και κριτική διορατικότητα. Από τους σοβαρούς κριτικούς της γενιάς του. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές, έγραψε δοκίμια για έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, συμμετείχε σε σύμμεικτες εργασίες, αφιερώματα, δημοσίευσε εμπεριστατωμένα κείμενα, βιβλιοκριτικά σημειώματα για έλληνες και ξένους συγγραφείς και καλλιτέχνες στα πλέον έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του. Περιοδικά όπως το «Διαβάζω», η «Ομπρέλα», «η γραφή», «ο Σίσυφος», ο «Μανδραγόρας», η «Παρέμβαση», η «Ποιητική», στις εφημερίδες «Η Αυγή», η «Ελευθεροτυπία», η «Καθημερινή», η «Εφημερίδα των Συντακτών» κλπ. Τα βιβλία του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, Καστανιώτη, Πλέθρον, Περί Τεχνών, Σοκόλη. Ξεχωριστή αγάπη του ο θρησκευτικών αποχρώσεων αριστερός ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ο ψηλός της ποίησης, καταδικασμένος σε θάνατο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, ο ρεμπέτης Θωμάς Γκόρπας, η ποδοσφαιρική του ομάδα. Μετείχε σε λογοτεχνικά αφιερώματα συμβάλλοντας με τις δημοσιεύσεις του στην διάδοση και κατανόηση του έργου του τιμώμενου συγγραφέα. Η γραφή του στρωτή, ευθύβολη, απαλά στοχαστική όχι αιχμηρή, εξετάζει σε βάθος τα βιβλία που διαβάζει και μας τα προτείνει. Τα κριτικά του σημειώματα τα εμπλουτίζεται από ανάλογες ρήσεις, συγγενικά αποσπάσματα άλλων συγγραφικών φωνών, στίχους ποιητών, λόγια αρχαίων συγγραφέων, ομοτέχνων του ποιητών φωνές οικείες με αυτές των συγγραφέων. Ο λόγος του νηφάλιος, ήρεμος, καθόλου επιθετικός ή ακανθώδης στις γενικές ή επιμέρους κριτικές του διαπιστώσεις πάντα εύστοχος. Συνηθίζει να εμπλουτίζει τα κείμενά του με εύηχους στίχους, λέξεις ωραίες, λησμονημένες, οι οποίες προέρχονται από τους παλαιότερους χρόνους της ποιητικής, πεζογραφικής παράδοσης, από γλωσσικά πεδία και πλέγματα της ελληνικής αρχαίας, μεσαιωνικής και σύγχρονης γλώσσας, εκκλησιαστικής γραμματείας. Ίσως και να κατασκευάζει λέξεις, χωρίς όμως οι λέξεις αυτές να διακόπτουν την ροή του λόγου του, να αλλοιώνουν το στρωτό του ύφος. Είναι σαν ένα ωραίο και εύοσμο λουλούδι στην κριτική του μπουτουνιέρα, ας μου επιτραπεί η παρομοίωση. Οι παρουσιάσεις του δεν εξετάζουν μόνο το βιβλίο –ποιητικό ή πεζό, ιστορικό, αυτοβιογραφικό- που έχει μπροστά του και διαβάζει, μας δίνει το ευρύτερο πλαίσιο που κινείται ο συγγραφέας, τις ιδεολογικές του παραμέτρους, τις εξακτινώσεις των ιδεών πού φτάνουν μέχρι τον λόγο των αρχαίων ελλήνων κλασικών συγγραφέων ή των βυζαντινών, σκιαγραφεί τον συγγραφέα και τα πνευματικά ενδιαφέροντά του. Εντάσσει το έργο στην καθόλου συγγραφική παράδοση του είδους του, το φέρνει σε μία ανοιχτή συνομιλία με άλλες φωνές κεντρίζοντας το ενδιαφέρον μας. Οι κριτικές του διακρίνονται για την ευθυβολία τους, την ισορροπία των συμπερασμάτων τους, τις καλές προθέσεις των στόχων του, ακόμα και όταν η γραφή του έχει εμφανή ειρωνικά στοιχεία, λεπτό σαρκασμό. Ή είναι κάπως διφορούμενη, δηλαδή δεν φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση αν μέμφεται, αν ειρωνεύεται ή αν επαινεί τις θεματικές επιλογές και προτιμήσεις των συγγραφέων που μας παρουσιάζει. Προσεγγίζει τα κείμενα με συμπάθεια και κατανόηση αναζητά τις θετικές προθέσεις και πλευρές του συγγραφέα. Η σκέψη του ανοιχτή στις καινούργιες συγγραφικές και κριτικές φωνές και προκλήσεις. Μεγάλη σχετικά η γκάμα των αναγνωσμάτων του. Ο λόγος του απλός, κατανοητός, ήρεμος, ευρηματικός όπου απαιτείται. Μέσα στα κείμενά του διαβάζουμε και τις δικές του θέσεις περί της ποίησης, τα είδη της, την λειτουργία της, το συγγραφικό ύφος με λεπτότητα όχι με καμπανιστό λόγο. Ενδέχεται οι εσωτερικές του παρατηρήσεις να αρθρώνουν μία ενδεικτική θεωρία περί της λειτουργίας και της σημασίας της ποίησης, μιάς ποίησης η οποία δεν αυτονομείται ούτε από την παράδοση ούτε από τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι γενικοί του τίτλοι οι οποίοι στεγάζουν κάτω από το υπόστεγό τους τα βιβλία, προέρχονται από όμορα θέματα της επικαιρότητας, πχ. κινηματογράφος, ή προέρχονται από λατινικές λέξεις έντονου ιστορικού συμβολισμού. Ορισμένα του κριτικά σημειώματα συνεξετάζουν δύο και τρείς συγγραφείς μαζί, ενώ αναγνωρίζουμε και συγγραφείς στους οποίους επανέρχεται για δεύτερη και τρίτη φορά σε βιβλία τους που φανερώνουν τις δικές του αναγνωστικές προτιμήσεις. Πρόσωπα και έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας συνυπάρχουν αρμονικά με ποιητικά και άλλα αποσπάσματα της εκκλησιαστικής παράδοσης, ψιθύρους σύγχρονων ποιητικών φωνών της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Η γνώμη του μετράει, ακούγεται. Άτομο ευγενή με κουράγια και αντοχές όταν έχεις να φροντίσεις μάλιστα την πολυμελή οικογένειά σου. Έθεσε αφιλοκερδώς το γόνιμο κριτικό λιθαράκι του τόσο στον εκπαιδευτικό χώρο που εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους όσο και στα ελληνικά γράμματα.
Μεγάλο μέρος των βιβλιοκριτικών και των δοκιμιακών του εργασιών συμπεριελήφθησαν στο δίτομο έργο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σοκόλη. «Επί πτερύγων βιβλίων» Κριτικά σχεδιάσματα 1987-1994, τόμοι δύο, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1995, και σε άλλα του βιβλία. Ορισμένες από τις βιβλιοκριτικές του, όπως και μικρά του κείμενα, βλέπε πχ. για τον συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω» κ. ά. βρίσκονται ακόμα διάσπαρτα, ασυγκέντρωτα εκδοτικά. Επέλεξα το γνωστό καλό τριμηνιαίο περιοδικό «Εντευκτήριο» που εκδίδεται στην συμπρωτεύουσα, διευθυντής Γιώργος Κορδομενίδης, ιδιοκτησία-έκδοση Μακεδονική Εταιρεία Τεχνών και Πολιτισμού, στο οποίο υπήρξε συνεργάτης ο φιλόλογος και κριτικός Γιάννης Κουβαράς, σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του. Αποδελτίωσα τον αριθμό των τευχών που είχα αγοράσει, στα οποία συναντάμε κείμενά του και αντιγράφω ενδεικτικά ορισμένα από αυτά, αφιερώνοντας το σημείωμα αυτό στους ζώντες και τεθνεόντες δασκάλους μας του Πειραιά και αυτούς του Γ΄ Λύκειου Πειραιά που αποφοιτήσαμε. Ευχόμενος επίσης, όσοι δεν έχουν συναντήσει μέχρι σήμερα και κατ’ επέκταση διαβάσει τα κριτικά σημειώματα του φιλόλογου και κριτικού Γιάννη Κουβαρά, να τα βρουν ενδιαφέροντα όπως και εγώ. Κείμενα που άντεξαν στον χρόνο και πρόσθεσαν στην σύγχρονή μας βιβλιοκριτική παρουσία.
ΤΕΥΧΗ
-4/9,1988 σ.132
Σημείωση:
Στο 4 τεύχος του τριμηνιαίου καλλιτεχνικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης ΕΝΤΕΚΤΗΡΙΟ, διευθυντής Γιώργος Κορδομενίδης, ιδιοκτησία-έκδοση: Μακεδονική Εταιρεία Τεχνών και Πολιτισμού, το οποίο αφιερώνει σελίδες του στον «άγνωστό μας» Γιάννη Σβορώνο, δεν συνεργάζεται με βιβλιοκριτική του ο ποιητής και κριτικός Γιάννης Κουβαράς, η συγγραφέας όμως Μαρία Στασινοπούλου, γράφει σ. 132 για την συλλογή του «ΔΩΡΗΤΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ» τελειώνοντας με τα λόγια: «Ποίηση τρυφερή και παρήγορη, ποίηση ευανάγνωστη.».
Σημείωση:
Ξεχωρίζουν από την ύλη του τεύχους το φιλολογικό άρθρο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, «ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»-ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ. Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ- ΤΙΜΟΥ ΜΑΛΑΝΟΥ», το άρθρο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, «ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ (1915-1950)» συνέχεια από το προηγούμενο τεύχος. Ενώ από τις σελίδες της Κριτικής, ο ποιητής Γιάννης Καρατζόγλου κρίνει την συλλογή του Κλείτου Κύρου, «Τα πουλιά και η αφύπνιση» εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987. Ο πεζογράφος Τόλης Καζαντζής, μας μιλά για τις μεταφράσεις του Κλείτου Κύρου στο «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ» με αφορμή την μετάφραση έργων του άγγλου Τόμας Στερν Έλιοτ. Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου κρίνει «Τα χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας» του Τάσου Ρούσσου, εκδ. Εστία, 1988. Ο Παναγιώτης Μουλλάς γράφει το «ΑΠΟ ΤΟ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ» Ο Γ. Μ. ΣΗΦΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ». Ενώ η Μαρία Κουγιουμτζή στο «Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΩΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ» μιλά για την συλλογή της ποιήτριας Μαρίας Κέντρου- Αγαθοπούλου, «Μετανάστες του εσωτερικού νερού», εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985.
-14/3,1991, σ.101-103 Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. β/κη -Νίκου Βασιλειάδη, «ΑΓΑΘΟΣ», Αθήνα, εκδ. Νεφέλη 1989, σ.σ. 255-του ίδιου « Άγημα τιμών», Αθήνα, εκδ. Νεφέλη 1990, σ. 100
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ
«Ποιητής! Από μιά λέξη
κρέμεται
η ζωή του»
Γ.
Πατίλης
Όχι από μία λέξη, αλλά από κάθε λέξη, θα τολμούσα να πω ότι κρέμεται η ζωή (κυριολεκτικά άλλωστε, αφού βιογραφείται) του Νίκου Βασιλειάδη-καίτοι πεζογράφος μάλιστα κι όχι ποιητής (αν είναι πάντα ευδιάκριτα τα όριά τους). Κι εξηγούμαι: Όλη η γοητεία που αναδίδει το μυθιστόρημα στηρίζεται στην με μεράκι παλιού τεχνίτη συναρμολόγηση των λέξεων. Πρόκειται για ένα ψηφιδωτό που η κάθε του ψηφίδα έχει μπει με μαστοριά και με υπομονή στη θέση της, και με δυσκολία σταυρόλεξου, παρά την φαινομενική ευκολία σμίλευσης του λόγου.
Πρωταγωνιστής, λοιπόν, του μυθιστορήματος-ή, αν προτιμάτε, της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας-δεν είναι ο Αγάθος, ο κεντρικός ήρωας, ούτε ο ενήλικας αφηγητής που διηγείται τα μαθητικά του χρόνια, ούτε η ασήμαντη μακεδονική κωμόπολη. Αυτά είναι, απλώς, η αφορμή, το φόντο, για να ξετυλιχθεί το εργόχειρο της γλώσσας’ αυτή κατ’ ουσίαν, είναι το κύριό του θέμα.
Όσοι έχουν χαρεί το ύφος και το χιούμορ του Κονδυλάκη, όσοι θαυμάζουν την ειρωνική και σαρκαστική διάθεση του κορυφαίου Ροϊδη, την γλαφυρότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη, θ’ απολαύσουν ασφαλώς και τον Αγάθο. Γιατί αυτή είναι η γενεαλογία της γλωσσικής του διαστρωμάτωσης, μιά γλώσσα που αρδεύεται και από τα δύο ρεύματα της γλωσσικής παράδοσης, τη δημοτική και τη λογία, και συχνά διανθίζεται από την παιγνιώδη μείξη του λόγιου και λαϊκού στοιχείου.
Παραθέτω ένα ελάχιστο απάνθισμα, με όλους τους κινδύνους αποδυνάμωσης πού συνεπάγεται η αποκοπή του από το όλον: «(…) εμοίραζον τα 5 ετήσια «Αριστεία Γραμμάτων» του Δήμου στις κόρες τους (Δήμαρχος και Αντιδήμαρχος), στην κόρη του κυρίου Νικολακόπουλου, του φαρμακοποιού, και το πέμπτο σε κάποιον κοινό θνητό, διότι ο ιατρός κύριος Αντωνιάδης ήταν άτεκνος». Αυτά για την αξιοκρατία της ελληνικής επαρχίας του ’50. Και αλλού διαβάζουμε: «Με την παρότρυνσιν δε και του πατρός του, ο οποίος συνεπλήρωνε το ειδόδημά του ως χαφιές της Αστυνομία και ήταν ένα ανυπόληπτο τομάρι», συμπαθητικά δηλαδή επαγγέλματα που στις μέρες μας τείνουν δυστυχώς να εκλείψουν. Κι ένα ακόμη δείγμα της μαθητείας του συγγραφέα «Δεν ήταν γέλιο αυτό (…), ήταν κραυγή συνεχής και αδιάπτωτος, σε τόνον εξόχως υψηλόν, σαν κάποιος να εκάλει βοήθειαν ενώπιον κινδύνου φρικτού. Ήταν σάλπισμα εγερτήριον ημέρας θριαμβευτικής, συριγμός τραίνου διασχίζοντος ολοταχώς ασήμαντον επαρχιακόν σταθμόν».
Ήδη ο τίτλος ΑΓΑΘΟΣ, με την επάλληλη αμφισημία του-μπορεί να διαβαστεί και Αγάθος αλλά και Αγαθός, όπως λχ. το ΕΛΕΥΣΙΣ του Εγγονόπουλου, αλλά και με την διαμετρικά αντίθετη σημασία της λέξης αγαθός άλλοτε (στην αρχαία), και σήμερα (υποδηλώνεται μήπως έμμεσα ή γενικότερη χρεωκοπία κάποιων αξιών στις μέρες μας;)- ερεθίζει την όρεξη του αναγνώστη. Δυό λόγια για το περιεχόμενο τώρα. Εξιστορούνται αναδρομικά από τον ώριμο αφηγητή οι εμπειρίες και γενικώς η ζωή των εφηβικών του χρόνων. Ο έφηβος Ιερεμίας ανδρώνεται στο ζοφερό κλίμα της δεκαετίας του ’50, το οποίο σκιαγραφείται έμμεσα με επιδέξιες πινελιές από τον συγγραφέα. Εποχές διώξεων, απαγορεύσεων, αντικομουνιστικής υστερίας, κατάσταση εσωτερικής πολιορκίας γενικώς, και για τους γυμνασιόπαιδες πηλίκιο, κυκλοφορία μέχρι τη δύση του ήλιου κτλ. Κι ενώ ο χρόνος που εκτυλίσσεται η δράση είναι σαφής, αντίθετα ο τόπος είναι στο μεταίχμιο συγκεκριμένου και υποθετικού. Το τρίγωνο Αργυρούπολη- Χρυσούπολη-Νεάπολη, όπου ζει ο ήρωας, μπορεί να είναι υπαρκτές κωμοπόλεις της Μακεδονίας, αλλά από τα στοιχεία που παρέχει η περιγραφή, δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα για ποιες συγκεκριμένες πόλεις πρόκειται. Έτσι δεν δεσμεύεται ο αναγνώστης και οικειοποιείται ευκολότερα ως δικές του εμπειρίες του συγγραφέα. Λίγο-πολύ αυτά συνέβαιναν σε κάθε ελληνική κωμόπολη της δεκαετίας του ’50, ο καθένας έχει τη δική του Αργυρούπολη με «τους λερούς και ασήμαντους δρόμους».
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει καλειδοσκοπικά όλο το πάνθεον των ηρώων της μικρής κωμόπολης, από τους τυπικούς εκπροσώπους της εξουσίας (Δήμαρχο. Υπομοίραρχο, Μητροπολίτη, Γυμνασιάρχη-η έμπρακτη δηλαδή εκδοχή του τρίπτυχου «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια», που τότε θάλλει αλλά, δόξα τω Θεώ, αναβιώνει και στις μέρες μας’ Ελλάς, το μεγαλείο σου!) μέχρι την πόρνη του χωριού και άλλους περιθωριακούς τύπους’ Ο προβολέας του αφηγητή καταυγάζει κυρίαρχα τις μορφές των δύο φίλων του, του Αγάθου από τη μιά, με τις πνευματικές ανησυχίες και τις ατελέσφορες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, που είναι ο απολλώνειος μέντοράς του κατά τι νεότερου έφηβου αφηγητή, και του Στέργιου από την άλλη, που είναι ο αντίποδας του Αγάθου, ο διονυσιακός σύντροφος του ενδοστρεφούς κεντρικού ήρωα- αφηγητή. Ο Στέργιος, ρωμαλέος σωματικά, ανύπαρκτος πνευματικά, μελαχρινός «μέχρι παρεξηγήσεως», γοητεύει αλλά και απογοητεύει στο τέλος τον αφηγητή με τις ανορθόδοξες ερωτικές του κλίσεις. Με τους Αγάθο- Στέργιο έχουμε ένα αντιθετικό δίδυμο τύπου Ζορμπά- Καζαντζάκη, ο δε αφηγητής Ιερεμίας, Ιησούς εν μέσω δύο ληστών.
Εκτός της τριανδρίας και της διαλάμπουσας φιλίας της, σκιαγραφούνται κι άλλες φιγούρες, όπως εκείνη του δηλωσία καθηγητή που διδάσκει Σικελιανό και Μπεράτη, του συνοδοιπόρου Γυμνασιάρχη αλλά και του ανανήψαντος νέου Γυμνασιάρχη που παίρνει τη θέση του εκδιωχθέντος συναδέλφου του, του στιγματισμένου και εν διωγμώ ομοφυλόφιλου, του κυνηγημένου κομμουνιστή σε όλες τους τις εκδοχές, είτε την ανθρώπινη είτε του φόβητρου-σκιάχτρου που επέσειε η νικητήρια παράταξη. Οι ίδιοι δηλαδή ήρωες για τους οποίους γράφει ένας άλλος της γενιάς του Βασιλειάδη, ο Χριστιανόπουλος, «σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέρφια μου/ κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι/ αυτοί για το ψωμί-εμείς για το κορμί/ αυτοί για λευτεριά- εμείς για έρωτα/για μιά ζωή δίχως φόβο και χλεύη// σαν τους αριστερούς σας αγαπώ αδέρφια μου/ παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν».
Ο ΑΓΑΘΟΣ με τη άρτια αφηγηματική του τεχνική, το λαγαρό κράμα της γλώσσας του- ανθηρά ελληνικά-με τους σάρκινους και αιμάτινους χαρακτήρες του, με το χιούμορ και τη σαρκαστική του ειρωνεία που διαβρέχει τις περισσότερες των σελίδων του, (στόχος του είναι συχνά και ο ίδιος ο εαυτός του, πέραν των πατριδοκαπηλικών ελληνοχριστιανικών αξιών και άλλων τινών)και με τις συνακόλουθες υπόκωφες μικροεκρήξεις μειδιάματος που συνοδεύουν όλη σχεδόν την ανάγνωση, με το θέμα του καθαυτό τέλος, τα γυμνασιακά χρόνια-όλοι δα έχουμε να θυμηθούμε οικεία κακά από τα γυμνασιακά (καψόνια) των πάλαι ποτέ Γυμνασίων και νυν Λυκείων μας-, (το ίδιο μυστικό είχε και η εμπορικά επιτυχημένη ταινία, «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών)- έχει όλα τα εχέγγυα να εξελιχθεί στο σπάνιο εκείνο είδος μπέστ- σέλλερς που στηρίζεται όχι στην εμπορική συνταγή ή την πληρωμένη διαφήμιση αλλά αποκλειστικά στη δική του αισθητική αλήθεια και την συνακόλουθη δωρεάν, διά ζώσης, διαφήμισή του από αναγνώστη σε αναγνώστη.
Το δεύτερο βιβλίο του Ν.Β., Άγημα τιμών, είναι ομόκεντρο, τρόπον τινά, του πρώτου. Μετά το σχολείο (ΑΓΑΘΟΣ), ο στρατός, το σχολείο της ενηλικίωσης (να περιμένουμε τριλογία της ζωής του αφηγητή;) Ο συγγραφέας-αφηγητής υπηρετεί τη θητεία του ως έφεδρος αξιωματικός στις Ελευθερές της Ανατολικής Μακεδονίας. Κρανίου τόπος, κλειστός, λιθοβριθής, όπου «εφύοντο αποκλειστικώς κοτρώνες και θειάφι», σε ένα τάγμα ημιονικόν (μουλαράδων), σώμα το οποίο «διετέλεσε πάντοτε το κολαστήριον των υπόπτων, των δυστρόπων, των ιδιορρύθμων και των κομμουνιστών» Βιβλίο ατμοσφαιρικό, μεταδίδει θαυμάσια την ιδιαιτερότητα του τόπου και του χρόνου, περιγράφοντας την κλειστή τοπική κοινωνία-αντανάκλαση του ευρυτέρου φυσικού τοπίου-που σπάνια δέχεται στους κόλπους της επήλυδες, συνήθως κανένα φαντάρο που «ξελόγιασε μέχρις εγκυμοσύνης» θυγατέραν τινά, «της οποίας όμως αποκατέστησε αμέσως την τρωθείσαν τιμήν με παπά και στεφάνι». Σκιαγραφεί τους ανθρώπινους χαρακτήρες της, τους φαντάρους που επιδίδονται στο αγαπημένο τους άθλημα, «την οδοντόπτωσιν της φρικτής τσατσάρας», δενδροφυτεύσεις, ναρκοθετήσεις, ασκήσεις κ.ά. Ο ίδιος επιπλέον με τον συνάδελφο και φίλο του Αλέκο (το αντίστοιχο δίδυμο Αγάθου- Ιερεμία) επιδίδονται σε καβαλερίες ρουστικάνες με τα υποστατικά της μονάδας, σε αρχαιολογικές αναδιφήσεις, σε εξερευνήσεις του φυσικού και ιστορικού τοπίου με διάσπαρτες νύξεις στις ανέκαθεν σοβούσες σχέσεις της τοπικής κοινωνίας με το τουρκικό στοιχείο και αρχές, «με την Απελευθέρωσιν, πλην του ονόματος και της αντικαταστάσεως του τζανταρμά υπό του χωροφύλακος και του Αγά υπό του Κοινοτάρχου, τίποτε δεν άλλαξε στη ζωή και το ήθος των Κεχροκαμπιτών» (τί Ζαϊμης, τί Μπραϊμης δηλαδή).
Στο κύριο κι ακροτελεύτιο επεισόδιο της νουβέλας ο συγγραφέας αφηγείται την εμπειρία της ταφής ενός φαντάρου που σκοτώθηκε (;) και ο ίδιος επιφορτίζεται, στα πλαίσια των καθηκόντων του, να εκφωνήσει τον επικήδειο ως επικεφαλής του αγήματος τιμών και με το πρόσθετο άχαρο «καθήκον» να μνημονεύσει, ευφήμως οπωσδήποτε, στο λόγο του «το έργον της Επαναστάσεως, της Εθνικής Κυβερνήσεως» (διάβαζε: σκύλευση νεκρού). Ο αφηγητής δράττεται της ευκαιρίας να σατιρίσει την επίσημη ιδεολογία της μετεμφυλιακής και χουντικής Ελλάδας, την εθνικο (παρα) φροσύνη, την θυματοκαπηλεία της («Η Πατρίς, ευγνωμονούσα!»). Ο ρήτορας κάνει λόγο για ακριτομύθιες που κυκλοφορούσαν στην ομήγυρη «ψιθυριστά από καιρό, για κάτι περίεργες εξαφανίσεις, για κάποια ύποπτα ατυχήματα», ή όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης για κάθε αντιφρονούντα και ύποπτο στο καθεστώς των Τριάκοντα τυράννων, «εκ τρόπου τινός επιτηδείου ετεθνήκει». Προσπαθεί να συντάξει έναν επικήδειο την τελευταία στιγμή, για έναν εντελώς άγνωστό του στρατιώτη από άλλη μονάδα αλλά καταγόμενον από τις Ελευθερίες, που δεν γνώριζε μήτε το όνομά του. Αξιοποιεί τις εγκύκλιες σπουδές του επιστρατεύοντας την μνήμη του και αντλώντας, κατά περίπτωση, από τον Ηρόδοτο, τον Περικλέους Επιτάφιο και ρητά από τον Λυσία. Έχουμε τη γνώμη ότι, κρυπτομνησιακά τουλάχιστον, ο Ν.Β. πατάει στον Επικήδειο του Κονδυλάκη, με την κύρια διαφορά ότι ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, χωρίς να διολισθαίνει ποτέ τελικά στο δεύτερο, όπως συμβαίνει στο έργο του Κρητικού.
Κι εδώ η αρετή του βιβλίου βρίσκεται κυρίως στην σαρκαστική διάθεση, στην απόδοση της ατμόσφαιρας στη γλώσσα. Στο πρώτο μέρος αδιόρατο μπορεί να εντοπίσει κανείς ανταύγειες από περιγραφές του Παπαδιαμάντη, σε ορεσίβια όμως εκδοχή τους. Στη συνέχεια ο λόγος αποκαθαίρεται πλήρως. Ο Ν. Β. είναι στυλίστας. Κάποτε εξωθεί το λόγο σε όρια εκζήτησης. Γλώσσα του μιά γλαφυρή και ήπια καθαρεύουσα με ανάμιξη συχνά λόγιου και λαϊκού στοιχείου (όχι πάντοτε εύστοχα) και με εμβόλιμους διαλόγους σε άπταιστη γρεβενιώτικη ή νταβαρίτικη, κατά περίπτωση, διάλεκτο’ πάντα υφέρπουν η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα και ένας συγκαλυμμένος αντιμιλιταρισμός.
Το Άγημα τιμών σίγουρα θα πάρει την τιμητική του θέση στη λογοτεχνία για το στρατό (για το θέμα δες πρόχειρα, περ. Διαβάζω τχ. 146) και θα διαβαστεί άπληστα από «σειρές» και «σειρές» πραγματικό εγκόλπιον σαρκασμού και ενθύμιον στρατού.
Σημείωση:
Από την ύλη του περιοδικού ξεχωρίζουμε την εισήγηση του Τόλη Καζαντζή, «ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ: ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ». Από το συμπόσιο με θέμα «Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αναγνωστάκης- Αλεξάνδρου-Κατσαρός» (Γιάννενα 7-9 Σεπτεμβρίου 1990). Το άρθρο του Θάνου Διδασκάλου για «ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΣΤΗΝ ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ». Του Ντίνου Χριστιανόπουλου «ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΜΠΑΡΑ (Ένας χρόνος μετά τον θάνατό του). Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου γράφει για το βιβλίο του Νίκου Μπακόλα, «Καταπάτηση». Η τραγωδία των νεότερων κλώνων. Εκδ. Κέδρος 1990. Ο Μισέλ Φάις γράφει για τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του Σωτήρη Παστάκα, «Η μάθηση της αναπνοής», εκδ. Πλανόδιον 1990, σ.55. Ο Ευριπίδης Γαραντούδης στο «ΕΝΑΣ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΣΥΝΔΙΑΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ Της ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ», μας μιλά για τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του ιταλού ποιητή Giuseppe Ungaretti, μετάφραση, σημειώσεις, βιβλιογραφία, χρονολόγιο: Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Αθήνα Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1990, σ.289. Τέλος, η Μαρία Στασινοπούλου στο «ΔΥΟ ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΕΣ ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ» παρουσιάζει τα Αφηγήματα του Δημητρίου Γ. Κολινιάτη, «Ο ερχομός της» και Αγγέλα Καστρινάκη, «Φιλοξενούμενη» και τα δύο εκδόθηκαν από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1990. Ενώ ο Ξενοφών Α. Κοκόλης, γράφει στο «Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΡΕΤΟΣ», Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγάλος Ανατολικός», μέρος πρώτο, τόμ. Α΄σελ.322 και τομ. Β΄σελ.313. Φιλολογική επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1990.
-15/6,1991, σ.84-85. Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. β/κη Βασίλη Μπούτου, Ο Ιωάννης Μαρία του φθινοπώρου, Μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης 1990 σ.243
Απαραίτητη
διευκρίνηση:
Όπως φαίνεται από παράλειψη στις αντίστοιχες σελίδες του περιοδικού δεν δημοσιεύεται η βιβλιοκριτική του Γιάννη Κουβαρά αλλά διαφημίσεις με βιβλία των εκδόσεων Καστανιώτη. Ενώ στις σελίδες 146-147 του περιοδικού «Οι Συνεργάτες/ Συγγραφείς του τεύχους» δεν αναγράφεται το όνομα του κριτικού όπως σε άλλα τεύχη.
-27/ Καλοκαίρι 1994, σ.73-75 ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΝ β/κη Θανάσης Βαλτινός. Ορθοκωστά: Μυθιστόρημα. Αθήνα, εκδόσεις Άγρα 1994, σ.338
-36/Φθινόπωρο 1996, σ.90-92 Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ β/κη -Αντώνης Κάλφας: Ωδή στην ευρύτερη απώλεια. Θεσσαλονίκη. Τα τραμάκια, 1995
Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Πρόκειται για εκτενή σύνθεση πού μπορεί να διαβαστεί και ως παλίμψηστο, η γνωστή δηλαδή πανουργία της τέχνης, μέσα από το καινούργιο να διαβάζουμε ταυτόχρονα και το παλιό. Την τοποθετώ (όχι αξιολογικά)από άποψη κλίματος και, εν μέρει, τρόπων στο κέντρο ενός νοητού τετραγώνου, όπου τις δύο κορυφές κατέχουν η «Άνοιξη» του Ελύτη και το «Μεγαλυνάρι» του Βρεττάκου, και τις άλλες η «Ωδή στη σελήνη» του Βαγενά (πού, ως γνωστόν, συνομιλεί με την ομώνυμη, προγονική της του Φιλύρα) και ο «Ύμνος δοξαστικός» του Εγγονόπουλου (σε αχνότερο φόντο και το «Γλωσσάρι των ανθέων» του ίδιου, με τη διαφορά ότι τα διλήμματα εδώ υπερβαίνονται με δημιουργικές ανασυνθέσεις). Και με αυτό το τετράγωνο υπαινίσσομαι λιγότερο επιδράσεις-αναχωνεμένες ούτως ή άλλως- περισσότερο για λόγους συνεννόησης και για να δώσω το στίγμα της και με την έννοια ότι θα μπορούσε να συστεγαστεί σε μιά ομόθεμη με τα παραπάνω ποιήματα ανθολογία.
Ωδή λοιπόν στην ευρύτερη απώλεια, την Αγάπη δηλαδή, με την έννοια ότι αγαπάς πραγματικά μόνο αν είσαι διατεθειμένος να χάσεις, να προσφέρεις ανυστερόβουλα άνευ ορίων, άνευ όρων. Αυτό το ξόδεμα συνιστά και το νόημα της ύπαρξης, η χωρίς αντάλλαγμα προσφορά, η εξαφάνισή μας μέσα στον Άλλον. «Μακροθυμεί, χρηστεύεται, ού ζητεί εαυτής, πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, ουδέποτε εκπίπτει», για να θυμηθούμε μια άλλη αξεπέραστη ωδή στην Αγάπη (Αποστόλου Παύλου, Προς Κορινθίους). Ευρύχωρη απώλεια, καθότι η αγάπη τα εμπεριέχει όλα, είναι το μόνο μέσον κατανόησης, οικείωσης του Σύμπαντος. Ο ποιητής μεγαλύνει την αγάπη στην πιό διεσταλμένη έννοιά της, αινεί τη δύναμή της σε μιά ατέρμονη προσπάθεια ορισμού της. Ο πρώτος ορισμός της διευρύνεται από τον αέναο, σε μιά αέναη σειρά αλλεπάλληλων ομόκεντρων κύκλων’ έτσι, από ορισμός γίνεται απερι-όριστος, διαχεόμενος για να συμπεριλάβει εν τέλει τα πάντα, αφού η αγάπη είναι το έν, το πάν, παντάνασσα πηγή αναβλύζουσα, εκχεομένη σε αλλεπάλληλα ζείδωρα κύματα. Λόγος δοξαστικός, άστικτος-κατακρουνιστικός. Η αγάπη αυτοαναφλέγεται από την πυρακτωμένη της ενέργεια, ακραγγίζεται με τον θάνατο, αφού πεθαίνουμε από αγάπη, πεθαίνουμε για αγάπη, πεθαίνουμε χωρίς αγάπη, είναι εν τέλει μελέτη θανάτου, «Ο θάνατος είναι το πυροτέχνημα που σου αρμόζει» (ο Καρούζος τη θέλει εφάμιλλη του θανάτου, ο Ελύτης καιόμενο ποίημα και ηχείο θανάτου).
Η αγάπη είναι η ίδια η ζωή που χωνεύει τις αντιθέσεις. Παλινδρομική η φύση της, ισορροπεί τα αντίρροπα, τα υπερβαίνει προχωρώντας σε γόνιμες συζεύξεις: «συντριμμένη ολότητα/ φεύγοντας επιστρεφομένη/ αγάπη σβησμένη και καίουσα». Η αγάπη είναι η άκαυτος βάτος, αινείται ως «φωτεινή τυφλότητα/ χωνεμένη τρέλα/ δυναστεύουσα γλυκύτητα,/ ολιγομαθής και τα πάντα γνωρίζουσα» (πρ. τα ελύτεια «κορίτσια που τίποτα δεν ξέρουν κι όλα μας τα μαθαίνουν»). Η βάση των τρόπων της Ωδής είναι η αντιθετική σύζευξη, γνωστή κυρίως από την εκκλησιαστική υμνογραφία (Νύμφη ανύμφευτος). Η αγάπη συμβολοποιείται με το δένδρο της ζωής και τους εγγεγραμμένους στην τομή του κορμού του επάλληλους κυματισμούς του χρόνου. Δοξάζεται ως «ουρανογράφημα του έρωτος», ως «πρόσχημα του θαύματος», «συμφωνημένης προθεσμίας ολοκαύτωμα/ της φοβερής θαλάσσης ολάνθιστο φρικίασμα/ ανεμοσκόρπιστη τρυφερότητα/ αγύριστη πολυτέλεια/ το άθυρμα των στεναγμών». Αποθεώνεται ως ταυτόσημη της Θεοτόκου με στιλπνά αναθήματα-επίθετα: «απηδαλιούχητη, αυτοσύστατη, ενεδρεύουσα, πολυεύσπλαχνη κι εκδικητική, νήπια» (ακυρώνει τον χρόνο, μας κάνει βωβούς ή ευτυχισμένα παιδιά). Ο κύκλος των επιθέτων συνεχώς ανοίγει, χωρίς ποτέ να κλείνει. Εν τέλει η αγάπη ορίζει, δεν ορίζεται.
Η κυρίαρχη δομική μονάδα (νείκος-φιλότης, θέση-αντίθεση) διατρέχει αξονικά την Ωδή, με απολήξεις και σε ονόματα-οδόσημα, που ως γνωστόν στο ποίημα σημαίνουν: Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Παπαδιαμάντης, Βλαχογιάννης αλλά και Τσιτσάνης, Κάτος, Γκόρπας, κλαρίνο Καρακώστα κ.ά. Άξονας που οι προβολές του ανιχνεύονται εύκολα και στη γλώσσα, μίγμα λαϊκής και λόγιας, θύραθεν και κοσμικής. Γλώσσα διάστικτη από ίχνη Κάλβου, Εμπειρίκου, με φωλιές μνήμης από ευρύτατα στρώματα της γραμματείας μας. Διευρυμένη ιδιαίτερα προς τις περιοχές της λόγιας. Η ωδή ως είδος επιβάλλει επισημότητα ύφους, ρητορικό κώδικα, στίλβη, τελετουργική γλώσσα, ύφος αναστάσιμο. Αισθητός εδώ ο απόηχος της βυζαντινής υμνογραφίας (πάμφωτη, άσπιλος, ανέσπερος, περίβλεπτος, συναθλήτρια, αλιεύς, χαρμολύπη, μεμυρωμένον, λύτρον αγάπης, εύκτιστος κ.ά.) και του Άξιον εστί του Ελύτη (τα κατ’ αντιμετωπίαν δίστιχα, αποφατικό το πρώτο, καταφατικό το δεύτερο, λ.χ. «Χαίρε η καιομένη και χαίρε η χλωρή»). Η γλώσσα της Ωδής του Αντώνη Κάλφα καταφεύγει συχνά στη χρήση συντελικών χρόνων, στη διατήρηση του αναδιπλασιασμού, ρέπει στα σύνθετα επίθετα (κυριαρχεί το επίθετο με το στερητικό-α- όπως στις βυζαντινές ακροστιχίδες ή τις ευχές της Πεντηκοστής: «Αγάπη αναμάρτητη/ χαροπαλεύουσα κι ανθούσα/ ακυβέρνητη/ αφρούρητη/ ανελέητη» (πρβ. το «Άσπιλε, αμόλυντε, άχραντε…» του τέλους της Ακολουθίας του Ακάθιστου Ύμνου, κοινή κληρονομιά άλλωστε της ποιητικής γραμματικής της Ωδής (λ.χ. «Αρετή, μόνη, αμάργαρος, αυτάγγελτος», Κάλβος’ «άχραντη, ανεξιχνίαστη/ άναρχη/ αρμονική». Φιλύρας΄ «προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία» Βαγενάς). Αρέσκεται επίσης στη μετατροπή αμετάβατων ρημάτων σε μεταβατικά (κατά το καλβικό προηγούμενο), στην συχνότατη χρήση μετοχής (για να μεθέξουν τα του σύμπαντος πάντα, αφού η Αγάπη ως το παν διαχέεται επί παντός), ενίοτε σωρηδόν, όπως οι πολλές αντωνυμίες και προσωνυμίες της Θεοτόκου.
Ο εσωτερικός ρυθμός που συνέχει την όλη σύνθεση ενισχύεται από σύστημα παρηχήσεων, συνεκδοχών, ψευδοομοιοκαταλήξεων, από την απροσδιόριστη δύναμη της καταλογράφησης, τις εύτολμες εικόνες, τον λεκτικό καταιονισμό, την εκφραστική θαλερότητα (φτάνει και σε νεοπλασίες). Ο ποιητής έχει επωφεληθεί και από τους συντακτικούς και άλλους τρόπους της Κικής Δημουλά (λ.χ. «πηγαίνει ωραία μεσημέρια βόλτα την εγγύτητα», «επιμένει πραότητες», «εύχημα κοσμήματα». Ένταση θα διατύπωνα ως προς την έκταση της Ωδής και την τυπογραφική διάταξη. Ίσως έπρεπε να σταθεί τολμηρότερος στο «ψαλίδισμα» της. Η Ωδή είναι κατορθωμένος λυρισμός. Παρά τον κίνδυνο να εκληφθεί φαινομενικά ως προϊόν εργαστηρίου, είναι απαύγασμα γνήσιας ποιητικής συνείδησης, εξαίσιο παλίμψηστο που ωστόσο παραμένει πεισματικά ο εαυτός του.
«Στείλε μου ένα λουλούδι/ από εκείνα τα κίτρινα της φούστας σου», έγραφε ο Κάλφας στις Σημειώσεις του. Με την Ωδή του μας φέρνει ο ίδιος μιά αγκαλιά λουλούδια, ανθοδέσμη μυρόεσσα, που έδρεψε τόσο από τους λειμώνες της ποιητικής κοινοκτημοσύνης, όσο-κυρίως- κι από αυτοφυή δικά του. Αναντίρρητα ο ποιητής κερδίζει θέση στον λυρικό Κανόνα των ψαλτών της Αγάπης.
Σημείωση
Το τεύχος αφιερώνει ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ. Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Γράφουν οι: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μανόλης Ξεξάκης, Ε.Α. Χεκίμογλου, Αλέξανδρος Ίσαρης και η Κατερίνα Καριζώνη. Ενώ στις σελίδες των ΤΕΧΝΩΝ διαβάζουμε το άρθρο του σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι, «ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΤΟ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΖΩ» Εισαγωγή, μετάφρααση: Θωμάς Λιναράς. Ενώ ο μεταφραστή υπογράφει και το άρθρο «ΟΙ ΠΥΛΕΣ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΎ» για την ταινία του Τζίμ Τζάρμους, «Ο Νεκρός».
38/ Άνοιξη 1997, σ. 86-88. DIES IRAE β/κη Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου. Έσχατη Υπόσχεση. Ποιήματα 1958-1992. Αθήνα, Νεφέλη 1996, σελ.203.
Dies
Irae
Το έργο τέχνης όσο περισσότερο βυθισμένο
βρίσκεται σαν ουσία, μέσα στις ρίζες και τις πηγές ενός τόπου συγκεκριμένου […]
τόσο καλλίτερα κερδίζει το έπαθλο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, τόσο
αποτελεσματικότερα καταφέρνει ν’ αντισταθεί στις ιδιοτροπίες του χρόνου.
Οδυσσέας
Ελύτης
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (Καβάλα,
1935) πρωτοεμφανίζεται με την ποιητική συλλογή Έγκλειστοι (1962). Τίτλος
φορτισμένος, υποβάλλει αίσθηση αδιεξόδου, απότοκου του μετεμφυλιακού άγους και
του συνακόλουθου ασφυκτικού κλίματος των μωλωπισμένων χρόνων φθινούσης της δεκαετίας του ’50. Παραπέμπει
σε κατάσταση πολιορκίας ή σε αίσθημα «τιμωρημένου παιδιού» (η γενιά του ποιητή-
δεύτερη μεταπολεμική-στάθηκε αποπαίδι της Ιστορίας, αφού, λόγω ηλικιακής
συγκυρίας, εγκλωβισμένη υπέστη τις οδυνηρές συνέπειες των δραματικών γεγονότων
που δεν προκάλεσε η ίδια, βιώνοντας στο έπακρο τις παρενέργειες αφενός του
ομότροπου κλίματος. Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952) του Μίλτου Σαχτούρη κι
αφετέρου τους επιγραμματικούς στίχους από τη Συνέχεια (1954) του Αναγνωστάκη.
Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε./ Αλλά ο καλύτερος τρόπος να
κρύψουμε το πρόσωπό μας. Με τους δύο αυτούς ποιητές θα συνομιλήσει ο Μάρκογλου,
εποικώντας τον ενδιάμεσο χώρο (για τον διάλογό του με τον ποιητή του Στόχου βλ.
και το κείμενό μας. «Αναγνωστάκης και Επίγονοι», περιοδικό Ελί-τροχος, τχ.7
[1995], σ.67). Ο ίδιος ο Μάρκογλου άλλωστε σπεύδει να νεύσει, καταθέτοντας
αναφανδόν τα εύσημα της καταγωγικής του αφετηρίας: προτάσσει ως μότο στους
Έγκλειστους τον «Ελεγκτή» του Σαχτούρη (Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός
[…]/ εγώ/ κληρονόμος/ πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω-η
υπογράμμιση δική μας). Αργότερα στη συλλογή Συνοπτική διαδικασία (1980)
προτάσσει αντίστοιχα το «Έστω/ Ανάπηρος δείξε τα χέρια σου, κρίνε για να
κριθείς» από τον Στόχο του Αναγνωστάκη (κι εδώ η υπογράμμιση δική μας), και να
πάρει τη θέση του στο προσκλητήριο αντιστασιακής «ορθο-στασίας» του δεύτερου.
«Όμως/ εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα» (Η Συνέχεια) [Πρβλ. τους στίχους του
Μάρκογλου: «Ο καθένας είναι κι ένα οδόφραγμα/
Πού πέφτει και στήνεται/ που πέφτει και στήνεται/ μέχρι το θάνατο/ έως την
ελπίδα/ Ένα οδόφραγμα/ που ο ήλιος το βρίσκει/ πάντα να μάχεται»].
Αν ο Σαχτούρης «διψάει για ουρανό», αν για
τον Αναγνωστάκη «Κι ήθελε ακόμη πολύ φώς να ξημερώσει», ο Μάρκογλου ως
έγκλειστος διψάει για φώς «έχω ανάγκη από φώς» γράφει στο ποίημα «Χωρίς φώς στη
βόρεια πόλη». Η αναζήτηση φωτός, διεξόδου, είναι κυρίαρχο μοτίβο των
Εγκλείστων, όπου εύκολα ψηλαφούνται οι προβολές των ιστορικών συνθηκών, με τις
δυσπλασίες και τις τερατογονίες σε κοινωνικό και ηθικό επίπεδο. Το σκοτάδι
σκοτώνει κάθε ελπίδα φωτός. Ο ποιητής μηχανάται το τέλος της μακριάς νύχτας,
αναζητώντας ένα κλειδί, έναν διακόπτη, να το υψώσει σε σύμβολο: «Και ταξιδεύαμε
μέσα στη νύχτα/ Κι ενώ λέγαμε πώς κάπου θα τελειώνει, αυτή γύριζε/ και πάλι
γύριζε χωρίς ν’ αφήνει ελπίδα φωτός […] Θα αναγνωρίσω από το μικρό διακόπτη του
φωτός πού/ κουβαλάς στο λαιμό σου […] Αυτή η ελιά στο λαιμό σου είναι
διακόπτης». Δεν παραιτείται από το φώς, το φώς ενανθρωπίζει, ταυτίζεται με την
ουσία της έννοιας άνθρωπος. Στον Όμηρο άλλωστε η λέξη φώς σημαίνει τον άνθρωπο,
τον γενναίο άνδρα.
Ένας κόσμος εν διωγμώ αναστρέφεται στο
εφιαλτικό τοπίο του Μάρκογλου με τους ανθισμένους κάκτους, τους παράλογους
θανάτους σε πλατείες. Συνωθείται άπελπις αφού «Τα γραφεία ταξιδίων/ η ακτοπλοϊκή
εταιρεία/ οι υπεραστικές γραμμές/ δεν εκδίδουν εισιτήρια…», έγκλειστος από
ξηράς, αέρος, θαλάσσης, στερημένος και από το απεγνωσμένο δικαίωμα να
ξεριζωθεί. Κάνει σλάλομ θανάτου πάνω στην «Πολιτεία που είναι ναρκοπέδιο»,
προχωρώντας με το ένα πόδι.
Κάποια υποβολή του Σαχτούρη, υποδόρεια και
καθόλα μετουσιωμένη, ανιχνεύεται σε λίγους, συγγενικού τροπισμού, στίχους («οι
βρύσες μας ποτίζουν αίμα», «τις νύχτες φυσάει ένας άνεμος/ πέφτουν οι σοβάδες»,
«Όμως η αγάπη μένει/ μιά σπιθαμή αίμα στη μέση του δρόμου». Πρβ. τη σαχτουρική
εικόνα «αφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινο»). Επίσης, στη σύγκλιση της χρωματικής
κλίμακας (κυρίαρχο το μαύρο, άσπρο, κόκκινο και σπάνιο το κίτρινο), στη χρήση
λέξεων-κλειδιών («σαρκοβόρα άνθη», «σαρκοβόρο φώς») κι ευκρινέστερα στη χρήση
του συμβόλου του φεγγαριού («το φεγγάρι είναι μιά πληγή», «Χρόνια τώρα αυτό το
φεγγάρι,/ κάθε νύχτα/ ξεκλειδώνει την πόρτα/ ουρλιάζει σαν σκύλος»- Πρβ.
«φεγγάρια ουρλιάζουν», «το σκύλο ουρανό», «το άγριο περιστέρι σα σκύλος
ούρλιαξε μέσα στη νύχτα», «ένα λυσσασμένο/ κόκκινο φεγγάρι/ ούρλιαξε δεμένο/ σα
σφαγμένο βόδι» (Σαχτούρης). Η επενέργεια του Αναγνωστάκη, μικρότερη, λανθάνει
ίσως στην καταγγελία του ενδοτισμού, στην επίμονη απόρριψη κάθε κίβδηλου, στην
αναζήτηση του αυθεντικού προσώπου. Χαρακτηριστική στο ποίημα «Έσοπτρον» (πρβ.
το «Αντί να φωνασκώ»). Ο ισότιμος διάλογος του Μάρκογλου με το έργο του
Αναγνωστάκη θα πυκνώσει κυρίως στις μετέπειτα συλλογές του.
Η ποίηση του Μάρκογλου έχει τονισμένες
χωροχρονικές συντεταγμένες Αν στους Έγκλειστους η έμφαση δινόταν στον χρόνο,
τον ιστορικό κι εκείνον της μνήμης, στον κοσμικό, τη μέρα και τη νύχτα, στην
επόμενη συλλογή. Χωροστάθμιση (1965), η εστίαση επικεντρώνεται στη γενέθλια
πόλη, την Καβάλα, η οποία (μαζί με τον Πύργο- ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος τις
έχει ιδεατώς αδελφοποιήσει) παρουσιάζει την ευρωστότερη λογοτεχνική παράδοση
επαρχίας (ο όρος εδώ με γεωγραφική, αποκλειστικά σημασία). Ο Μάρκογλου συνθέτει
ένα χορικό και χρονικό (Dies Irae) σε πολλές πράξεις της φθινούσης
πορείας της άλλοτε (στον μεσοπόλεμο) σφύζουσας οικονομικά μητρόπολης του
καπνεργατικού, μπολιασμένης τότε με το σφριγηλό προσφυγικό στοιχείο. Η φυσική
ομορφιά της αμφιθεατρικής εργατούπολης («Η πολιτεία/ πέταλο καρφωμένο στο
μέτωπο της θάλασσας/ Με πράσινο σάλι/ ριγμένο στους ώμους…») βρίσκεται τώρα σε
πλήρη αντίθεση με τον οικονομικό μαρασμό του παρόντος, τον πληθυσμιακό
αποδεκατισμό της από τον λιμό της ανεργίας (τη συνεπακόλουθη αιμορραγία της
μετανάστευσης) που φουσκώνει τη ζύμη της οργής. Ο ποιητής ανεβάζει επί σκηνής
ημιχόρια ανδρών και γυναικών που διεκτραγωδούν την εξαθλίωσή τους. Οι στυγνοί
νόμοι της εκμετάλλευσης οδηγούν στην ηθική και σωματική εκποίηση («οι φωνές
εξαγοράζονται/ ή πέφτουν σα σκοτωμένα πουλιά στον αγέρα»). Περισσεύει ο πικρός
σαρκασμός («Ο επόμενος χειμώνας τη βρήκε σε οίκο ανοχής/ η εργασία εδώ
τουλάχιστον ήτανε συνεχής», σε αντίθεση με τα καπνομάγαζα, όπου «Η ευτυχία
είναι λίγα μεροκάματα/ σχεδόν ό,τι χρειάζεται να μην πεθάνεις»).
Στη συλλογή Τα κύματα και οι φωνές (1971)
φυσάει άνεμος βιβλικής οργής, το τοπίο σκληραίνει, ο λόγος γίνεται
αιχμηρότερος, για να εκφράσει τις «χάλκινες μέρες, τις οξειδωμένες».
Ενδεικτικοί οι τίτλοι ποιημάτων («Γάντζος», «Θηλιά» κ.ά.) Στη ζοφερή νύχτα της
ανελευθερίας ο Μάρκογλου θα καταφύγει στο διάλογο με τον κατεξοχήν τυραννομάχο,
τον ποιητή της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, τον Κάλβο. Στο Δόντι της πέτρας
(1975) έκτυπες οι ουλές από την ιστορική περιπέτεια αλλά και ο αριβισμός των
επαναστατών καριέρας, οι ανακρίσεις τρίτου βαθμού κ.ά. Στη Συνοπτική Διαδικασία
(1980) οξύς ο σαρκασμός για τα νέα ήθη που εμπεδώνονται, για τον μακιαβελισμό
της εξουσίας, για την έκπτωση, τη συναλλαγή, ενώ η Πάροδος Μοναστηρίου (1989)
εμπλουτίζεται με τις εμπειρίες του ποιητή ως εσωτερικού μετανάστη στο ομώνυμο
εμπορικό δρόμο της Θεσσαλονίκης, όπου «δούλεψε δεκαέξι χρόνια», όπως μας
πληροφορεί μια υποσημείωση.
Στον ποιητικό κόσμο του Μάρκογλου
συνυπάρχει η τραχύτητα με την τρυφερότητα, ο νατουραλισμό με τα έξοχα λυρικά
ανοίγματα («κι όμως είσαι γαλαξίας ολόφωτος/ Στον ύπνο μου λάμπεις/ Ενδοφλέβια
ρέεις στην καρδιά μου»), η καταγγελία με την εξομολόγηση. Μια ποίηση ώριμη
ευθύς εξαρχής, με έκτυπη εικονοποιία («Στο στόμιο που χάσκει/ ανοιξιάτικες
μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους»), με κατακτημένη τεχνική, με λόγο λιτό,
κύρια ρηματικό, χωρίς ακκισμούς’ ποίηση που δονείται από εσωτερική ένταση μιάς
εμπύρετης κοινωνικής συνείδησης. Ο Μάρκογλου έδωσε έξοχα δείγματα και
εκτενέστερες συνθέσεις, λχ. τον «Δύσκολο τοκετό», όπου αξιοποιεί την
κινηματογραφική τέχνη (όπως έχει επισημάνει ο Βύρων Λεοντάρης. Επιθεώρηση
Τέχνης, τχ. 94-95, 1962), την «Οικογενειακή συγκέντρωση», έναν δικό του
νεκρόδειπνο (από τα κορυφαία ποιητικά επιτεύγματα της δεύτερης μεταπολεμικής
γενιάς), και το μοναδικό (κι όχι μόνο ως θέμα) «Αυτή η γυναίκα», έναν ύμνο στη
γονιμότητα και την ιερότητα της μητρότητας, την κιβωτό της νέας ζωής.
Μέσα από τα κάδρα των ποιημάτων τον
φαντάζομαι με σηκωμένο πέτο στη βορεινή του πόλη, «Μες στο χιονόνερο δέντρα
γυμνά/ να κατεβαίνει μαζί με τα σπουργίτια το λιθόστρωτο», να βουρκώνει περνώντας
μπροστά από τα ερειπωμένα καπνομάγαζα, ν’ αγναντεύει τη θάλασσα που «καλπάζει
στον κυματοθραύστη» (σαν τον Κάλβο τους αλβιονείους βράχους), να καπνίζει το
τελευταίο του τσιγάρο «να παρακολουθεί / Τα μεγάλα κύματα:/ Μ’ ορμή περνάνε
πάνω απ’ τον κυματοθραύστη». Κι αργότερα τις νύχτες, σε χαμηλοτάβανο μαγαζί με
μαγκάλι, στην πάροδο Μοναστηρίου, να μονάζει ξεκουκίζοντας λέξεις, «Γράφοντας
ποίηση κλέβοντας το χρόνο», άγρυπνο πρωτομάστορα να στεριώνει γεφύρι ολονυχτίς
με αίμα, να περάσει το ποίημα, να φτάσει σ’ εμάς («Ένα ποίημα που γκρεμιζόταν
το πρωί/ Ενώ τη νύχτα το σφήνωνα με λέξεις»),πιστός στην έσχατή του υπόσχεση,
αγρυπνώντας για όλους μας. Εγκάρδια τον ευγνωμονούμε.
Σημειώσεις:
Το περιοδικό αφιερώνει σελίδες του στον πεζογράφο και μεταφραστή Μένη Κουμανταρέα. Διαβάζουμε απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, «Βασίλκα». Το κείμενο «Οι χώροι στην πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα» του Θανάση Θ. Νιάρχου και «Η μυρωδιά τους τον κάνει να κλαίει ή Ήρωες παρενθετικών ερώτων» του Διαμαντή Αξιώτη. Από την υπόλοιπη ύλη, έχουμε την εισήγηση που έγινε στο «Πολύεδρο» της Πάτρας του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, «Ενός δ’ εστί χρεία» για το βιβλίο της Κλαίρης Μιτσοτάκη Flora Mirabilis εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 1996. Ποιήματα του Κυριάκου Ευθυμίου, «Μυροφόρες Μαρτίου». «Τέσσερα ποιήματα» του Γιάννη Γκούμα. Το κείμενο του Βασίλη Βασιλικού «Πως διαβάζεται μια ποιητική συλλογή;» για την συλλογή «Η σκέψη ανήκει στο πένθος» του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη κλπ. Το «Εικαστικό πανόραμα» για τις εκθέσεις του διμήνου στη Θεσσαλονίκη υπογράφει ο Γιάννης Μπόλης. Και το «Θεοδώρα η αναβίωση της διδαχής και η διδαχή της αναβίωσης» η Ευφροσύνη Ρούπα. Ενώ με ενδιαφέρων ερευνητικό διαβάζονται και οι σελίδες «αλληλογραφία», σελ.139-143.
51/7,8,9,2000, σ.123-125. ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑΒΑΣΙΣ Ή ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ β/κη. Θανάσης Βαλτινός. Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο Δεύτερο: Βαλκανικοί –’22. Αθήνα, Ωκεανίδα 2000, σελ. 290
53/1,2,3,2001, σ.124-128. ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ β/κες,
-Αλίκη Γιατράκου-Fossi, Ποιήματα: Επιλογή εκδόσεων 1973-1933. Αθήνα. Πανδώρα 2000. 245 σελ. -Στέλλα Αρκάδη, Η νίκη της Σαμοθράκης. Αθήνα. Π. Καραμίτσας 2000. 78 σελ. -Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Παρακαταθήκη ηδυπάθειας. Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2000. 42 σελ. -Ελευθερία Μπέλμπα, Έαρος νυχτερινό κατευόδιο. Αθήνα. Νέα Σύνορα 2000. 28 σελ.
ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Υπάρχουν βιβλία εκτός «λίστας», που καμιά επιτροπή βραβείων δεν τα πρόσεξε’ βιβλία που δεν θα τα βρούμε σε προθήκες βιβλιοπωλείων-μονίμως αγκαζέ από βιβλία των «εκλεκτών»-και που ίσως ούτε καν στις αποθήκες τους υπάρχουν’ βιβλία που δεν χάρηκαν το χάδι έστω του ξεφυλλίσματος, αφού ως γνωστόν διαβάζουμε και με τις ρόγες των δαχτύλων. Η μισή ποίηση φυγοδικεί μέσω ταχυδρομείων, κι απ’ αυτήν πάλι είναι ζήτημα αν διαβάζεται η μισή. Μισεροί καιροί για τη βασιλίδα των τεχνών (ή και βασιλεύουσα με τη διπλή έννοια; μήπως εν τέλει αναδύεται με μορφή που ακόμη δεν συνειδητοποιούμε;).
Παρά την αισιοδοξία φερέλπιδος ποιητή, ότι η νεόκοπη «Γενιά του ‘80» είναι απολύτως εφάμιλλη της Γενιάς του ’30 (ποιητική αδεία σίγουρα στέκει), ο γράφων-παρακμιακά απαισιόδοξος-βλέπει κεκλιμένο επίπεδο μετά το ’30 (νοσηρή νοσταλγία; έλλειψη προοπτικής; ο καιρός θα δείξει).
Οι συγγραφείς των βιβλίων αυτών συχνά δεν έχουν το στοιχειώδες δικαίωμα απλής αναφοράς του βιβλίου τους στις στήλες των εφημερίδων. Καταναλώνονται σελίδες επί σελίδων για τα ίδια περίπου πρόσωπα, ανακυκλώνονται ετήσιοι-λίστες με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, όπου φυσικά επαναλαμβάνονται τα βιβλία πού ήδη έχουν κριθεί από τους ίδιους τους διαμεσολαβητές και τα ξέρουμε, ενώ θα ήταν εντιμότερο και ουσιαστικότερο οι εν λόγω κατάλογοι-οδοιπορικά να αναφέρονται σε βιβλία που διέλαθαν της προσοχής τους από τη σοδειά του προηγούμενου έτους. Για τέσσερα βιβλία αυτής της κατηγορίας εδώ ο λόγος.
*Η Αλίκη Γιατράκου- Fossi, αν και κλείνει 40ετία στην «πόλη του Φωτός», εκτίοντας τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, εξακολουθεί ως ηλιοτρόπιο να είναι αταλάντευτα (γλωσσικά και ψυχολογικά) στραμμένη στο πρώτο φώς, το ανελέητο και καταυγαστικό του γενέθλιου τόπου της Λακωνικής, κρησαρισμένο από το φίλτρο των διόσκουρων της μέσα Μάνης (Ρίτσου- Βρεττάκου) αλλά κι από αυτό της δεσπότισσας της μείζονος περιοχής του Μυστρά, Μαρίας Σερβάκη.
Στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα (το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί το έργο «Μνήμες» του Γιώργου Ρωμανού) επιλέγει αυστηρά τα ανθεκτικότερα κομμάτια από τις επτά μέχρι τώρα συλλογές της, οι οποίες καλύπτουν όλες τις αποχρώσεις ενός προσωπικού ουράνιου τόξου.
Ενδεικτικοί οι τίτλοι, Άφθαρτες ουσίες, Εκτός σχεδίου, Το προφίλ του βράχου, Το σπίτι και οι αυλές κ.ά., προσημαίνουν το στίγμα μιάς γαιόφρονης ποίησης, που ακουμπά στο ζωντανό δέρμα των πραγμάτων. Εδώ τα αρχαϊκά υλικά δημιουργίας του κόσμου, το χώμα και το νερό, έχουν την τιμητική τους. Ποίηση ανοιχτού χώρου, με εμβληματικό φόντο το παραβάν του αγέρωχου Ταϋγέτου, βουνού με ισχυρή προσωπικότητα. Πάνω σ’ αυτό το φόντο προβάλλεται η ατελεύτητη ταινία της παιδικής μνήμης, που κόβεται κάθε τόσο από τον καιρό. Έκτυπες εικόνες από την πολυσχέδια ομορφιά του πού είχε αποθησαυρίσει η παιδική φαντασία, πετρωμένους δεσποτάδες με άμφια της Πεντηκοστής πρίν από την ενθρόνιση της λογικής. Παγανισμός, θρησκευτικός συγκρητισμός, δεσποτάδες, αρχαίοι θεοί χωράνε στο περιβόλι της φαντασίας. Έφευγε κατά τις ροδακινιές/ να δει/ αν γίναν οι μαστοί της Αφροδίτης.
Αναγνωρίσιμο τοπίο, με ιθαγένεια, καθώς με το ξεφύλλισμα των σελίδων ξυπνούν μυρωδιές της ρίγανης και της πικροδάφνης, κολλάει στον δείχτη η γύρη του εμιγκρέ ιβίσκου (έξοχο χλοερό επιτύμβιο το ομόθεμο ποίημα). Στην ποιητική ενδοχώρα θάλλουν και οι πορτοκαλιές, αλλά περισσότερο οι οδοδείκτες της ματαιότητας, τα κυπαρίσσια με το άφατο πένθος τους και οι λιπόθυμες φραγκοσυκιές της έσχατης αντίστασης. (Τα φύλλα της φραγκοσυκιάς/ κρέμονται βυζιά ρουφηγμένα). Την ποιήτρια την καταβάλλει το βάρος που κουβαλάει (ενώ το σύμπαν ήτανε μέσα μου θαμμένο/ το στήθος μου μνήμα του κόσμου/ που δε χωράει μια καρέκλα λύπης).
Εδώ πρωτοκαθεδρεύουν τα ταπεινά, που τους δίνει το δικό τους ύψος, λ.χ. ο σκίουρος, το άκρως συμβολικό θηλυκό τζιτζίκι, ο κατιφές- σε αντίστιξη με τα μεγαλόπρεπα παρισινά. Πύργο του Άιφελ κ.ά.-, οι οβριές κι όχι τα σπαράγγια-κεριά στον ναό της φύσης.
Στον αποπνικτικό μέσα χώρο, φιμωμένον’ πρόσθετα από τον κανονισμό της ησυχίας (τι διάολο πολιτισμένοι, θα ήμασταν!), αντιπαραθέτει το αίθριο της υπαίθρου που την κυματίζουν ριπές από τον λίβα της νοσταλγίας. Ο έρωτας υπομνηματίζεται ως ο γιός του καθενός’ η φιλέρημη ποιήτρια οιστρόζα θησαυρίζει αγαπημένες λέξεις (ανθρωπίλα, φείδιζε η σκιά μου στο νερό κ.ά.), για ν’ αντιμετωπίσει τον επερχόμενο χειμώνα, να τις αποστάξει σε θυσάνους-ποιήματα:
Έχω τις λέξεις
Για τασάκι επαιτείας
Για αστυνομική ταυτότητα
Για χημικές ενώσεις
Κρυστάλλους οργής
Και υγρό καυστικό
Για πράξεις φαντασίας
Έχω τις λέξεις
Στο μαξιλάρι μου
Και ονειρεύομαι
*Η Στέλλα Αρκάδη διακονεί ταυτόχρονα δυό αφεντάδες. Την υποκριτική ως ηθοποιός, γλύπτρια δηλαδή που σκαλίζει στο χιόνι, και την ποίηση με το καλέμι του λόγου, για το γλυπτό της απουσίας που καλείται ο αναγνώστης, αν δεήσει, να το εποικίσει.
Στο πρώτο μέρος. «Λόγος ερωτικός», με το ανατρεπτικό μότο Επειδή μόνο το σώμα/ έχει ιδεολογία, πρώτο κινούν ο Έρωτας. Άτιτλα, σύντομα κομμάτια, όσο κρατά μια αναπνοή, άστεγα, για να απεκδύονται τα πράγματα το νόημά τους. Ποιήματα- μονοκοντυλιές παροξυσμού, απολογισμού, αναστοχασμού, επωασμένα μακρόσυρτα και γεννημένα στις λίγες αλκυονίδες της νύχτες. Διευρύνουν τη συνείδηση, στοχεύοντας ταυτόχρονα νόηση κι ευαισθησία. Λόγος καρτερίας κι αξιοπρέπειας. Προς ψυχήν αυτοπαραμυθητικός. Ελέγχει τη συναισθηματική φόρτιση δια της αποστασιοποίησης. (Οι κραυγές ευτελίζουν το πένθος.) Ξέρει από την άλλη τέχνη της ότι ο ηθοποιός, σκεύος επιλογής του λόγου, δεν πρέπει να κλάψει ο ίδιος, αν θέλει να κάνει τους άλλους να κλάψουν (αυτός κλαίει μονίμως ενδοκρινώς και κατακρουνηδόν, από λύπη και σπανιότερα από ομορφιά). Λόγος κόμπος, εκκρέει εξ εγκάτων, νιώθω χιώτικο μαστιχόδεντρο, γράφει κάπου.
Νεορεαλιστικές, υπερρεαλιστικές πινελιές δένουν με μετασυμβολικές εικόνες. Αχνίζει η ευγνωμοσύνη από το μαγικό άγγιγμα του ραβδιού του έρωτα, Ά, τι ωραία με φιλοξένησεν ο Παράδεισος/ όταν σε αγάπησα.
Το δεύτερο μέρος, «Λόγος θεατρικός» (γράφε: εγκαυστικός), πιό φιλόδοξο και οριακό. Με το ασήκωτο βάρος του βιώματος. Σύνθεση πνοής με εμβόλιμα χορικά, ποικίλλει σε κειμενικούς τροπισμούς. Εδώ ακροάται τον σπηλαιώδη πόνο της, γεωγραφεί καθέτως και διαγωνίως την τρισδιάστατη θλίψη της. Καταθέτει σε ράβδους-στίχους το απόσταγμα από την υπαρξιακή αγωνία, τον μνησιπήμονα από τίς ατέλειωτες τελετουργίες, από τη θητεία της σε μια ακόρεστα απαιτητική τέχνη, την πιο εφήμερη και ρευστή. Το χιόνι που λέγαμε. Μας προσφέρει την πιο ολοκληρωμένη παρτιτούρα, απ’ όσο ξέρω, ποιητικής υποκριτικής. Λόγος που θα διαλεγόταν γόνιμα με θεατρικές συνειδήσεις, αν ακουγόταν σε θεατρικό εργαστήρι.
Η Αρκάδη κατορθώνει και καπιστρώνει την αλανιάρα γλώσσα, ηνιοχώντας την στις δικές της απόκρημνες ουτοπίες, φορτώνοντας το φορτίο της, αποφορτιζόμενη πρόσκαιρα από την ένταση, καθώς κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πεθάνει από αυτοανάφλεξη (μήπως, τελικά, είναι ψευδώνυμο το Αρκάδη;) Γλώσσα που αδυνατούν να διαβάσουν οι βραβειολόγοι. Αντιγράψτε ως αναγνώστες το λυγμικής αξιοπρέπειας «Γράμμα στη μητέρα μου» (με κόμπο λύπης που δε λύνεται) και ταχυδρομήστε το πάραυτα στη δική σας, έχετε δεν έχετε.
Η ποιήτρια έρχεται από τον λίβα του Λυβικού, από μιάν άλλη άνω Κρήτη που μόνο συνορεύει με τη συμβατική (Αγία Γαλήνη, Χανιά, Γεωργιούπολη, Ρέθυμνος της θύμησης και του θυμού) ραβδοσκόπος σε άνυδρους τόπους, σταθμεύει επί πηγάς δακρύων (από τα μάτια του κοριτσιού/ τρέχει ένας βουβός θρήνος Μεγάλης Παρασκευής), σέρνοντας και πυκνώνοντας μια αιματηρή παράδοση αιώνων’ κεντάει, χαϊδεύοντας ένα «Μαχαίρι» σε μαλεβιζιώτικους ρυθμούς, που αξίζει να ακούγεται αντικριστά με το πελαγίσιο του Καββαδία σ’ έναν χορό μαχαιριών. Μαχαίρι αρχετυπικό (αφού η ίδια η Κρήτη έχει το σχήμα του μαυρομάνικου σε θήκη) και που η «σπαρτή» ποιήτρια, καλού-κακού, κρατάει πάντα μαζί της, ως άλλη Στέλλα, της δίδυμης αδελφής της.
Ποίηση που στάζει ντέρτι, πείσμα, εύμορφο πένθος και με την υγρασία της σε περνάει ως ο κόκκαλο.
……………………………………………………..
58/7,8,9,2002, σ.123-125. Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ β/κη Γιώργης Παυλόπουλος. Τα Ποιήματα 1971-2001. Αθήνα, Νεφέλη 2002 σελ. χχ.
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Βραδυφλεγούς ενέργειας και αντίδρασης ποιητής ο Γιώργης Παυλόπουλος, ακόμη και εκδοτικά. Κάθε του ποίημα τόκος εν καλώ, απόσταγμα χρόνιων διεργασιών. Εκδίδει την πρώτη του συλλογή σχεδόν 40 χρόνια (!) μετά από τις πρώτες και στάγδην κατά καιρούς εμφανίσεις του σε περιοδικά. Θυμόμαστε εδώ τον Καβάφη, και για τον πρόσθετο λόγο της ολιγογραφίας τους (σχεδόν έχουν τον ίδιο αριθμό ποιημάτων). Ο Παυλόπουλος είναι ο μόνος που μετέχει στο τιμητικό αφιέρωμα για τη Στροφή του Σεφέρη (1961), χωρίς να έχει βγάλει βιβλίο. Έτσι, η πρόσφατη έκδοση του συγκεντρωτικού τόμου των πέντε, μέχρι τώρα, συλλογών του, συνιστά αναμφίβολα γεγονός διπλής τουλάχιστον σημασίας. Αφενός προσφέρει στους κριτικούς την ευκαιρία για αναψηλάφηση και για οριστικότερη αξιολόγηση της προσφοράς του, αφετέρου παρέχει στους νεότερους το έναυσμα να γνωρίσουν την ποίησή του, πού, όπως κάθε γνήσια ποίηση, φέρει το στίγμα της εποχής της αλλά όχι και τις ρυτίδες του χρόνου, αφού αυτή είναι η πεμπτουσία της: η υπέρβαση του χρόνου/ κρόνου.
Ο Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) είναι βιωματικός ποιητής. Οι δύο πρώτες συλλογές του (Το κατώγι, 1971 και Το σακί, 1980) αποτελούν την έντιμη κατάθεσή του για τις μετατραυματικές εμπειρίες και τα βιώματα της κατακλυσμιαίας εποχής 1940-1970 (του ελληνικού Τριακονταετούς, κατά την εύστοχη διατύπωση του Α. Κοτζιά). Ποιήματα που υπομνηματίζουν σε βάθος, λιτά και υπαινικτικά, τα δραματικά γεγονότα, τη διαπλοκή ατομικού και συλλογικού, της μικροιστορίας (όπως την έζησε ο ίδιος) με την Ιστορία. Ποιήματα ιστορικής οπτικής, γειωμένα στον τόπο καταγωγής και στα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσής του (πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος), έχουν τα περισσότερα εκβλαστήσει από το μετεμφυλιακό άγος και τραύμα. Καθημαγμένα πρόσωπα αναδύονται αναζητώντας δικαιοσύνη. Ένα είδος άτυπης νέκυιας των αφανών και κυρίως ανωνύμων, πού προσπαθεί να ξεδιψάσει την άγουρη δίψα για ζωή που δεν πρόλαβε να γευθεί. Βασικά θέματα και σύμβολα: Το μαύρο σκοτωμένο περιστέρι, ο νεκρός, το σακί με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών, το άλογο κ.ά. Το κατώγι με τον βαθύ συμβολισμό του, το κάτω από τη γη δηλαδή, αλλά και ως ταμείον του σπιτιού όπου θησαυρίζονται το λάδι και το κρασί (τα άκρως ζωτικά και για παντοίες χοές), ως κρύπτη πρώτης ανάγκης, κυρίως ως καταπακτή της μνήμης με τα τιμαλφή, όπου συνωστίζονται νεκροί και ζωντανοί σε αδιαίρετη ενότητα (Όλοι χωράμε/ οι ζωντανοί κι οι νεκροί/ σ’ ένα ποίημα). Τοπίο θανάτου, εφιαλτικό ναρκοπέδιο με εκρήξεις που διαμελίζουν τον ύπνο. Σε ακάθιστη εγρήγορση το ολόφωτο «δικαστήριο της μνήμης». «Απομνημονεύματα» ονομάζει το πρώτο συνθετικό ποίημα στο Κατώγι, όπου η γόνιμη μαθητεία του Παυλόπουλου στο Μυθιστόρημα και στη δραματική ρητορική του Σεφέρη και το κλίμα της μυθολογικής μεθόδου στην προσέγγιση της Ιστορίας έχει ήδη τονιστεί από την κριτική (Α. Ζήρας, Κ. Παπαγεωργίου κ. ά.). Ένας κόσμος ανοιχτός και κλειστός ταυτόχρονα, με κυρίαρχο στοιχείο τον φόβο, την οδύνη, τη διάψευση, την αναδίπλωση στην επούλωση του διαμπερούς τραύματος της ύπαρξης και της ιστορίας.
Στις συλλογές Αντικλείδια (1988) και Λίγη άμμος (1992) υποχωρούν-χωρίς να χάνονται- παλιά μοτίβα, οι ιστορικοί και αρχαιοελληνικοί μύθοι αναδιευθετούνται, συνεχίζεται ο διάλογος των νεκρών και επιζώντων, η ανθρακιά της μνήμης σιγοκαίει πάντα ως χρέος τιμής στους πεφιλημένους απόντες/ παρόντες. Αλλά παράλληλα, το τοπίο ξανοίγει σε φωτεινότερους διαύλους, καθώς πυκνώνουν τα αισθησιακά ή ερωτικά ποιήματα, κι ο ποιητής αποδεσμεύεται από τις χρονικές ή τοπικές συμβάσεις. Εδώ αξιοποιούνται τα όνειρα που εισβάλλουν και στην επικράτεια της μέρας κι ο ύπνος ο σκοτεινός θάλαμος όπου τυπώνονται τα αρνητικά των αυθεντικών εικόνων της ύπαρξής μας. Κυρίαρχο σύμβολο τώρα ο καθρέφτης και η τεχνική του καθρεφτίσματος. Πραγματικότητα, φαντασία, μαγικές καταστάσεις, αναπαράσταση, διαπλέκονται αξεδιάλυτα στην αχλύ του ονείρου, αποτελώντας θεμελιακό στοιχείο της ποιητικής σκηνοθεσίας. Πραγματικός κόσμος και κόσμος της τέχνης αλληλοεπιχωρούν, αλληλοχωνεύονται, συντήκονται. Έδαφος επίσης κερδίζουν τα αυτοαναφορικά ποιήματα. Κορυφαίο το καταστατικό «Τά Αντικλείδια» ένα από τα ήδη πιο σχολιασμένα και αεί ερεθιστικά και ωσεί παρθενικά σε κάθε ανάγνωση ποίημα. Γεννά διαρκώς ερωτήματα χωρίς (ευτυχώς) να δίνει απαντήσεις, αλλά και ανατρέπει μέσα από την απροσδιόριστη κι ανεξιχνίαστη δυναμική του κάθε τελεσίδικη ερμηνεία. Ποιήματα μαγικά ανοιχτό. Αρχετυπικό, που θα ήθελε να έχει γράψει κάθε ποιητής. Με παραμυθητική απλότητα, αινιγματικό βάθος, με ανταύγειες από την περί αναμνήσεως θεωρία του πλατωνικού Μένωνος αλλά και την αλληγορία του σπηλαίου, ποίημα εκμαγείο και μήτρα άπειρων σημασιών, που με μαγική διαφάνεια μας διαβεβαιοί από διαφορετική οπτική, λ.χ. από εκείνη του Εμπειρίκου, ότι η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος (τέλος είναι η ίδια, εντελέχεια που εμπεριέχει τα πάντα). Καιομένη βάτος ουδέποτε φθίνουσα η ποίηση. Ανακαλύπτεις στοιχεία συσσωρευμένης σκέψης, εμπειρίας και κατασταλαγμένων αισθήσεων, που αφορούν το μέγιστο όσο και μάταιο ερώτημα για το κλειδί ή τα αντικλείδια που θα ανοίξουν τάχα μιάν από κτίσεως κόσμου ορθάνοιχτη πόρτα, την αχειροποίητη και υπερούσια και αχερούσια πόρτα της ποίησης, γράφει ο Μ. Πιερής, ενώ ο Γ. Παναγιώτου συμπληρώνει: Ο Παυλόπουλος μας χάρισε όχι ένα κλειδί αλλά πολλά κλειδιά αλλά κανένα αντικλείδι πέρα από τη δική μας γνώση και ευαισθησία.
Στο επίσης αντοχής και αντίστασης ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης», εν μέρει αυτοαναφορικό, είδος τρισδιάστατης «έκφρασης», θίγει το αξεδιάλυτο της τέχνης και ζωής. Τεχνίτης, κένταυρος, εραστής, ποιητής ταυτίζονται αλληλοδιαδόχως υπό λυτρωτικό κύμα της συγ-κίνησης, λαξεύοντας ή θωπεύοντας το σώμα της αιώνιας αλήθειας. Πρόσφατα ο Γ. Δάλλας (Η λέξη, τχ. 167) έδειξε το διαφορετικό χειρισμό του θέματος από τον Παυλόπουλο σε σχέση με το ομόθεμο «Κάθε πρωί» του Σινόπουλου.
Ο Παυλόπουλος, προνομιακός και ισότιμος συνομιλητής του Σεφέρη (Με ενδιαφέρει η ποίηση του Παυλόπουλου γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια [….] είναι έκφραση βάθους, καταθέτει σχετικά ο φειδωλός και αυστηρός στις κρίσεις του Σεφέρης), μυθικός ήρωας της αλληλογραφίας και του έργου του Καχτίτση, καθοδηγητική προσωπικότητα σ’ έναν ευρύ κύκλο ποιητών και διανοουμένων, ραβδοσκόπησε τα πράγματα, την ουσία της τέχνης και των ανθρώπινων σχέσεων, μας έδωσε έναν στέρεο σταλαγμίτη ποιημάτων, απόσταγμα ψυχικής και πνευματικής ωριμότητας. Ποίηση βυθοσκοπική, ανθεκτική, σύμφυτη της πραγματογνωσίας που εκφράζει. Όλοι οι τίτλοι των συλλογών και οι περισσότεροι τίτλοι ποιημάτων παραπέμπουν στη στερεότητα των πραγμάτων/ κτερ (ε) ισμάτων, λχ. «Το κουτί», «Το κόκαλο», «Η βάρκα», «Η δαμάλα», «Ο σπασμένος καθρέφτης» κ.ά.
Αντίθετα με τον έτερο Διόσ-κουρο της Ήλιδος, Τ. Σινόπουλο (είμαι ένας άνθρωπος που συνέχεια έρχεται από τον Πύργο), ο σωκρατικά εδραίος Γιώργης Παυλόπουλος ρίζωσε και στοίχειωσε στον Πύργο, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να γίνει οικουμενικός. Λάξεψε σε γρανίτη λέξεων με φειδιακή εμμονή το όνειρο και τον εφιάλτη, την υπερβατικότητα και την πραγματικότητα, αποσπώντας από το εφήμερο της καθημερινότητας το έκπαγλο άγαλμα της αιώνιας ομορφιάς. Η ποίησή του δικαιώνει πανηγυρικά για μιά ακόμη φορά την περίφημη άποψη του Αριστοτέλη, ότι ποίησις φιλοσοφώτερον ιστορίας. Και μόνο το ποίημα «Το σακί» ζυγίζει σε ζυγαριά ευαισθησίας όσο δύο τόμοι νηφάλιας θεώρησης του εμφυλίου.
Αν το όνειρο σώζει τον ύπνο (Freud), η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου σώζει τα όνειρα, διασφαλίζοντας κι εμπλουτίζοντας τη ζωή.
Σημείωση:
Στις σελίδες του «Απουσιολογίου» διαβάζουμε (Για τον Μπάμπη Ρετζεπόπουλο, την Έλλη Σκοπετέα και τον Κωνστανττίνο Λεβέντη). Διαβάζουμε ακόμα «Τέσσερα ποιήματα» του ποιητή της Γενιάς του 1970 Βασίλη Στεριάδη, και τα «Σχόλια πάνω στην ποιητική του Βασίλη Στεριάδη» Η επιστροφή του κ. Ίβο ή Χριστούγεννα της ισοπαλίας, του Σπύρου Μακρή. Ο ποιητής και μεταφραστής Τίτος Πατρίκιος δημοσιεύει το κείμενο που διαβάστηκε «Μανόλης Ανδρόνικος ο αρχαιολόγος, ο τεχνοκρίτης, ο δημιουργός». Ενώ ο Γιώργης Μανουσάκης γράφει το «Ο Γ. Ξ. Στογιαννίδης και η ποίησή του»……
61/4,5,6, 2003, σ.78-80. Θωμάς Γκόρπας: Ένας αιρετικός της αμφισβήτησης
66/7,8,9,2004, σ.79-81. Υδάτων σύναξις: Η θάλλουσα υδρογραφία του Πρατικάκη. ΝΕΡΟΥ ΝΕΡΑΪΔΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΡΑΗΔΥΣΜΑΤΑ
76/,3, 2007, σ.164-166 ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ β/κη Christa Wolf. Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας: Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Κ. Χρυσομάλλη-Henrich. Θεσσαλονίκη. University Studio Press 2006, σελ. 502.
-71/10,11,12, 2005, σ.208. Ο Δημήτρης Κόκορης προτείνει…, Γιάννης Κουβαράς, Του έρωτα… και του έρωτα, Αθήνα, Γαβριηλίδης 2005, σελ. 80. Βιβλιοκριτική.
Σημείωση:
Ο Πειραιώτης κριτικός στις σελίδες «Εις τον τύπον των Σελίδων» βιβλιοκρίνει πέρα από την τέταρτη ποιητική συλλογή του Κουβαρά και τα βιβλία:- Βασίλης Τσιτσάνης, Άπαντα. –Γιώργος Μαρκόπουλος, Ιστορικό κέντρο.- Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 12 Ιουλίου 2023
ΥΓ. Κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα μεταξύ άλλων και τα εξής βιβλία:
Α) Χριστίνα Δημητρακάκη- Μουστακλή, ΣΠΥΡΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΛΗΣ. ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΣ. Εκδόσεις Λειμών, Αθήνα, 2021. Ένας ογκώδης τόμος 757 σελίδων, ένα «καλειδοσκόπιο» αφιερωμένο στον αντιστασιακό και ήρωα Σπύρο Μουστακλή από την γυναίκα του με αγάπη και σεβασμό στην ιερή μνήμη ενός έλληνα στρατιωτικού ήρωα που βασανίστηκε την περίοδο της χούντας.
Β) Χάρολντ Μπλούμ, ΣΑΙΞΠΗΡ Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ. Απόδοση Α. Μπερλής- Θ. Γλυνάτσης. Επιμέλεια-Σχόλια-Μετάφραση παραθεμάτων Κ. Αντωνίου- Σ. Κεφάλας0 Γ. Μαρτσώκας. Απόδοση-Εισαγωγή- Γενική Διαφροντιστή-Σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2023, σελ.990. Μια σπάνια και πολύτιμη εργασία-που διαβάζεται σε βάθος χρόνου, για τον μεγαλύτερο μετά τους αρχαίους έλληνες τραγικούς συγγραφέα, αν όχι τον μεγαλύτερο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γραμμένο από το διεισδυτικό και κριτικό βλέμμα, την πολυπρισματική οπτική του αμερικανού κριτικού Harold Bloom. Μια σπουδαία και σημαντική εργασία πάνω στα θεατρικά έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Μία πεμπτουσία της Σαιξπηρικής σκέψης.
Γ) Μαρία Κούρση, ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΕΡΑΣ, ποιήματα, εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2023, σελ. 182. Ποίηση μέσα στην Ποίηση. Μια συνομιλία του ποιητικού λόγου με τον εαυτό του. Κοφτός λόγος, δωρικός χωρίς σημεία στίξης, θεατρόμορφος. Εξαιρετική δουλειά.
Δ) Βρασίδας Καραλής, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ. Μετάφραση Αχιλλέας Ντελλής, εκδόσεις Δώμα/ βιβλία στην Αθήνα, 2023, σελίδες 445. Θυμάστε το μικρό ποιηματάκι που τραγουδούσαμε: «Τζένη Καρέζη Κώστας Κακαβάς. Αλίκη Βουγιουκλάκη βγες και τα φυλάς». Μία σύγχρονη, μοντέρνα και ρηξικέλευθη και πρωτότυπη αφήγηση της Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου από έναν πανεπιστημιακό της διασποράς τον κύριο Βρασίδα Καραλή. Το ιδιαίτερο στην δομή και την σύνθεσή του αυτό κινηματογραφικό αφήγημα είχε εκδοθεί το 2012 και απευθύνονταν στο αγγλόφωνο κοινό. Σήμερα μεταφράζεται εξαιρετικά και στην χώρα μας. Το υλικό που συγκέντρωσε και ταξινόμησε ο πανεπιστημιακός είναι τεράστιο, πολύχρωμο και πολύπτυχο, πολυσχιδές. Ένα αχαρτογράφητο όπως φαίνεται μέχρι σήμερα κινηματογραφικό υλικό και της ιστορικής του πορείας το οποίο διαχειρίζεται με μαεστρία και έξυπνα ο κύριος Καραλής όχι μόνο για να γίνει κατανοητό στους έλληνες κινηματογραφόφιλους και αναγνώστες αλλά κυρίως, να γνωριστεί από το ξενόγλωσσο κοινό και να φέρει σε συνομιλία τον ελληνικό κινηματογράφο με τον ευρωπαϊκό και διεθνές κοινό. Είναι η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή των Ελλήνων από την προϊστορία της, τα πρώτα της βήματα, την ενηλικίωσή της, το περπάτημά της, τις επιρροές και συμβολισμούς της, το καθρέφτισμά της στον δικό μας αποκλειστικά καθρέφτη αλλά κυρίως στον διεθνή. Από τα ελληνικά μελό έως τα πορνό, από τις ποιοτικές ταινίες έως τις πλέον εμπορικές, από τις βιντεοταινίες ως τις σαχλαμαρίστικες κωμωδίες. Από τα ελληνικά μιούζικαλ του Δαλιανίδη ως τις κουλτουριάρικες αριστερών προδιαγραφών του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ένα πλούσιο, μεστό και διαφωτιστικό απόσταγμα της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης και της ιστορικής της εξέλιξης εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Τα πρόσωπα και οι σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού σινεμά. Ελληνικός Κινηματογράφος μία από τις πλέον λαοφιλείς τέχνες. Ένα καθρέφτισμα της κοινωνίας, των ανθρώπων, των καταστάσεων και των ιδεών. Ψηφίδες τις ψηφίδες του χρόνου περνούν μπροστά από τα μάτια μας σε έναν πυκνό λόγο, σφιχτό, φορτισμένος μάλλον με μπόλικη θεωρία η οποία εξακτινώνεται στις σελίδες του ογκώδους τόμου και τις εκάστοτε περιπτώσεις και κινηματογραφικούς κόμβους που διερευνά και εξετάζει. Ο κύριος Βρασίδας Καραλής διασώζει την ελληνική πολιτιστική μνήμη των ελλήνων μέσω της κινηματογραφικής τους τέχνης η οποία δεν είναι μόνο τέχνη αλλά και το αμεσότερο και πλατύτερο μέρος διασκέδασης και ψυχαγωγίας του λαού. Όσον αφορά του καθενός μας τις κινηματογραφικές επιλογές, ας γράψουμε ότι σε άλλους αρέσει ο Αλέκος Σακελάριος και σε άλλους ο Γιώργος Τζαβέλλας. Σε άλλους ο Μιχάλης Κακογιάννης και σε άλλους ο Δημόπουλος. Σε άλλους ο Ντασέν σε άλλους ο Σκαλενάκης. Όπως και νάχει τελειώνοντας να υπενθυμίσουμε ότι την γενιά μας, δίδαξε αισθητική κινηματογραφική ο Βασίλης Ραφαηλίδης και την Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ο Γιάννης Σολδάτος. Η σύγχρονη, μοντέρνα και ανατρεπτική ματιά του πανεπιστημιακού και συγγραφέα έρχεται να προάγει τον κινηματογραφικό ελληνικό λόγο πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Σαν μία ανοιχτή συνομιλία διαπολιτισμικών σχέσεων και επαφών με άλλες φωνές και βλέμματα που ευελπιστούμε να φέρει θετικά αποτελέσματα. Ο ούριος άνεμος περιμένει την οπτική κινηματογραφική ελληνική γλώσσα στα νέα της ταξίδια.
Ε) Την προηγούμενη Κυριακή η Κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ Βήμα» πρόσφερε στους αναγνώστες της τον τόμο «100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ Συνθήκη της Λωζάννης». Ένας σύμμεικτος τόμος σε εποπτεία Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη και Βασίλη Παναγιωτόπουλο, και Επιστημονική επιμέλεια Σωτήρη Ρίζα.
Τέλος, αξίζει να αναζητήσουν τις ειδήσεις της εβδομάδας που μας πέρασε των Καναλιών όσοι ενδιαφέρονται για να εκπλαγούν ή και σίγουρα να τρομάξουν με αυτά που μας περιμένουν στο Μέλλον. Η Ανθρωπότητα εν κινδύνω. Αναφέρομαι στις ερωτήσεις που έκαναν σε δύο σύγχρονα ανθρωπόμορφα ΡΟΜΠΟΤ σχετικά με το αν στο Μέλλον θα κυριαρχήσουν πάνω στο ανθρώπινο είδος, και αυτά απάντησαν θετικά με ειλικρίνεια. Θα γίνουμε δηλαδή σκλάβοι τους, τα δύο Ρομπότ απάντησαν με μεγάλη ευκολία και ειλικρίνεια. Πόσο μακρινό παραμυθάκι μας μοιάζει η κινηματογραφική ταινία 2001 η Οδύσσεια του Διαστήματος του Κιούμπρικ. Όταν ο άνθρωπος έπαιζε σκάκι με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή όσο ένα μεγάλο δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου