Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον
Γουσταύο Φλωμπέρ.
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ
«ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ»
Η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι ένα από τα
αρτιότερα έργα της παγκόσμιας φιλολογίας. Η ψυχή της Ηρωίδας, η τραγική, η
λαχταρισμένη και πολυσάλευτη, ξετυλίγεται με άφθαστη τελειότητα και αρμονία από
γκρεμό σε γκρεμό ζητώντας το ανύπαρκτο. Είναι η ίδια η ψυχή του Φλωμπέρ που
σπαράσσει κάτω από μιά τρυφερή αρρώστεια, την δυσαρμονία της εσωτερικής
επιθυμίας και του εξωτερικού άκαμπτου κόσμου.
Η δυσαρμονία αυτή υψώνεται σε παγκόσμιο
νόμο, που αργότερα ο σύγχρονός μας Ιούλιος Γκωλτιέ θα ονομάσει Μ π ο β α ρ ι σ
μ ό. Η επιθυμία του κάθε ανθρώπου κυματίζει μπρός του σαν τον κεντημένο πέπλο
της «Τανίτ» που είναι γαλαζωπός σαν την νύχτα, κροκοβαφής σαν το ξημέρωμα, πορφυρός
σαν τον ήλιο, διαφανής, λαμπερός και ανάερος… «Ωσότου απλώνεις τα μπράτσα σου και
δεν μπορείς να τον αγγίξεις, τον λαχταράς και τον ποθείς… Ευθύς σαν τον
αγγίξεις, η πίκρα ανεβαίνει σαν ναυτία στο στόμα σου και πεθαίνεις από αηδία».
Κοιτάξτε τα πρώτα ονειροπολήματα της
Έμμας Μποβαρύ. Τί ευγένεια προδίδει η νοσταλγία της να ζήσει μιά ζωή γεμάτη
τρυφερότητα και αίσθημα! Με τί αγάπη συλλογίζεται και μαζεύει όλες τις μικρές
χαριτωμένες λεπτομέρειες της πολυπόθητης ευτυχίας, πώς η φαντασία της γόνιμη
χαίρεται πλάθοντας την σκηνοθεσία, την αρχή και την θέση και την απροσμέτρητη
χαρά της ερωτικής περιπέτειας! Με τί αφέλεια και τί υπομονή πλέκει γύρω τριγύρω
της με τα χρυσά νήματα της ονειροπόλησης τον μεταξωτό βόμβυκα ενός χιμαιρικού
γλυκύτατου κόσμου!
Κι έπειτα, «σαν πληγωμένα χελιδόνια» όλα
αυτά τα όνειρα πέφτουν μέσα στο βόρβορο της αληθινής ζωής.
Η ηλίθια καλωσύνη και πεζή χονδροκοπιά του
συζύγου, το στενό, το ταπεινό περιβάλλον της μικρής κοινωνίας ρίχνουν την αθώα
φαντασιόπληκτη στην αγκαλιά ενός εραστή που την διαφθείρει, την εξευτελίζει και
την αφήνει στο τέλος. Απελπισμένη από το πρώτο αυτό χτύπημα της πραγματικότητας
πλάθει, ακατανίκητη ανάγκη ψυχική, μιά δεύτερη χίμαιρα τριγύρω της. Και
ρίχνεται για δεύτερη φορά στη μανιώδη αναζήτηση της ευτυχίας.
Ο δεύτερος εραστής, ευγενής, λεπτός και
άρχοντας, χάνει γρήγορα το προσωπείο του και γυμνώνεται μπροστά στην Έμμα μ’
όλη την προστυχιά και την αθλιότητα της ψυχής του. Ο πέπλος της Τανίτ, ο
κεντημένος με όλες τις ηδονές και τις γοητείες της πολυθέλγητρης ζωής, σάλευε
πάντα μπρός της’ μόλις όμως την άγγιζε την γέμιζε απογοήτευση, ναυτία και
φρίκη.. Τίποτα στον κόσμο τούτο δεν μπόρεσε να χορτάσει την δίψα της ψυχής της.
Και αν έβρισκε την μεγάλη και ευγενή αγάπη που λαχταρούσε και αν η ζωή ήταν
ανώτερη και τιμιότερη, πάλι η καρδιά της Έμμας θα πέθαινε από την δίψα μιάς
ανύπαρκτης απόλαυσης. Γιατί ζητούσε περισσότερο απ’ ότι μπορούσε να δώσει η
ζωή’ γιατί δεν ήξερε να βρει και ν’ αναγνωρίσει με εγκαρτέρηση τα όρια της
ηδονής’ γιατί ήταν ένα αθώο και εύπιστο πλάσμα που η καρδιά του είχε ανάψει από
πάθος μιάς τέλειας ευτυχίας κι αυτή ζητούσε από έρωτα σ’ έρωτα και από ξεπεσμό
σε ξεπεσμό. «Εκοίταξε στον καθρέφτη και παραξενεύτηκε όταν είδε το πρόσωπό της.
Ποτέ τα μάτια της δεν ήταν τόσο μεγάλα, τόσο μαύρα και τόσο βαθιά. Κάποια
λεπτότητα είχε σκορπισθεί στο πρόσωπό της και την μετεμόρφωνε.
»Επαναλάμβανε μέσα της. «Έχω έναν εραστή!
Έχω έναν εραστή!» και ευφραίνονταν με την ιδέα αυτή, σαν να ‘χε αποκτήσει μιά
νέα παρθενία. Θα απολάμβανε λοιπόν κι αυτή επιτέλους τις ηδονές της αγάπης, τον
πυρετό της ευτυχίας! Έμπαινε σε κάποιο θαύμα που όλα ήταν πάθος, έκταση,
παραλήρημα! Ένα γαλάζιο άπειρο την στεφάνωνε, οι κορυφές του αισθήματος
λαμποκοπούσαν κάτω από την σκέψη της και η συνηθισμένη ύπαρξη εφαίνονταν
μακριά, εκεί κάτω, στην σκιά ανάμεσα στις λάμπουσες κορυφές.
»Και θυμήθηκα τότε τις ηρωίδες των βιβλίων
που διάβασε, και η λυρική λεγεώνα των μοιχαλίδων γυναικών, άρχισε να τραγουδεί
στην μνήμη της με θελκτικές αρμονισμένες μαζί της φωνές…»
Η
απάτη διαρκεί λίγο. Η ένταση της Έμμας ξεθυμαίνει. Δεν αντέχει πια να κυνηγά
χίμαιρες, τα πόδια της, τα χέρια της, η καρδιά της πληγώθηκαν απάνω στα σκληρά
γεγονότα. Μέσα στο όνειρό της απομονώνεται το ευλύγιστο άνθος της ζωής της’ του
κακού θέλησε με το γλυκό άρωμά του να μεταμορφώσει τον κόσμο. Η Μποβαρύ είναι,
για να μεταχειρισθώ μιά παρομοίωση του Μαντζόνι, το φαρφουρένιο βάζο που
ταξιδεύει μαζί με τις μπρούτζινες χύτρες. Ύστερα από εξευτελισμούς, αγωνίες,
και πικρίες αβάσταχτες βρήκε τέλος τη γαλήνη από κεί που ποτέ δεν περίμενε-από
τον θάνατο. Ο θάνατος της Έμμας έχει τόση τραγική γαλήνη που είναι μοναδικός
στην ιστορία της Τέχνης.
«Ανάσκελα πεσμένη, ακίνητη, με απλανή
μάτια, θαμπά διέκρινε τα πράγματα αν και τέντωνε την προσοχή της με ηλίθια
επιμονή. Κοίταζε τα ξεφτίσματα του τοίχου, δυό δαυλιά πού κάπνιζαν με ενωμένες
τις κορφές τους, και μιά μεγάλη αράχνη που περπατούσε πάνω από το κεφάλι της,
στην οροφή. Τέλος συγκέντρωσε τις ιδέες της, θυμότανε Μιά μέρα με το Λέοντα…..
Ώ πόσους αιώνες τώρα, ο ήλιος έλαμπε πάνω στον ποταμό, κληματίνες μοσκομύριζαν.
Τέλειωσα πιά, συλλογιζόταν, τέλειωσαν όλες οι προδοσίες, οι προστυχιές, οι
απεριόριστες επιθυμίες.».
Η Έμμα, η απλοϊκή χωρική που πήρε μόρφωση
ανώτερη του περιβάλλοντός της, υψώνεται ολοένα μέσα στις σελίδες του θαυμαστού
τούτου βιβλίου σε σύμβολο παγκόσμιο.
Αδελφή μικρότερη και αθωότερη του
Ιουλιανού Σορέλ (…) φλέγεται κι αυτή από αισθηματικές φιλοδοξίες, χίμαιρες
ανικανοποίητες. Η ανάλυση και η φαντασία σπαράζει τις ψυχές των δύο αυτών
αδελφών και πεθαίνοντας αφήνουν πίσω τους αθάνατο τον τύπο τους και η
ατομικότητά τους υψώνεται σε φρικιαστική γενικότητα. Ό,τι προδίδει την
ακαταμάχητη γοητεία στο βιβλίο τούτο είναι η πλατειά, ηχηρά και όμως σφιχτόδετη
και πολυδουλεμένη φράση του Φλωμπέρ. Οι περιγραφές του εξωτερικού κόσμου είναι
γεμάτες λεπτομέρειες, ακρίβεια, οραματικότητα και φώς’ τελειώνουν συχνά σε μιά
ασήμαντη, ταπεινή λεπτομέρεια, τόσο όμως ακριβολογημένη και αληθινή, ώστε το
σύνολο παίρνει μιά ζωή φρικιαστική και απροσδόκητη και αναδεικνύεται ακόμα πιό
εντατικά ή πλούσια μεγαλοπρέπεια της επίλοιπης επιγραφής.
Όταν ο Φλωμπέρ επισκέφθηκε την Αθήνα,
έμεινε εκστατικός μπροστά στους γυμνούς και απλούστατους τοίχους του Παρθενώνα,
ώστε έλεγε, και στη φιλολογία το ύφος μόνο αρκεί, η φύση, η ουσία είναι
αδιάφορη. Και μόνον αργότερα διατύπωσε ακριβέστερα την σκέψη του λέγοντας ότι:
«Ο καλλίτερος όρος είναι και ο ακριβέστερος, η φόρμα και η ουσία είναι δυό
ολότητες που ποτές τους δεν χωρίζονται…»
Και αληθινά ένας μόνον τρόπος υπάρχει για
να εκφράσουμε μιά σκέψη, ένα μόνο επίθετο, ένα μόνο ρήμα, όλα τ’ άλλα είναι
ακυριολεξία, τεμπελιά και ανικανότητα.
Νίκος Καζαντζάκης,
Εφημερίδα «Νέα Ελλάς»
10 Σεπτεμβρίου 1913. σ.3.
--
ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ 1821-1880
Ο περίφημος συγγραφέας της «Μαντάμ
Μποβαρύ», του «Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου», της «Σαλαμπό» κ.λ.π. ο Γουσταύος
Φλωμπέρ, είναι ο μεγαλύτερος πεζογράφος της Γαλλίας.
Γεννήθηκε κι ανατράφηκε μέσα στη θολή και
θυελλώδη ατμόσφαιρα μιας πνευματικής επανάστασης. Το πέρασμα του Ναπολέοντα
ανέσκαψε και γονιμοποίησε τη Γαλλική γη. Η οπτασία η εκθαμβωτική της θρυλικής
εποποιίας είχε γοητεύσει παράφορα και είχε πλατύνει τις ψυχές κι αμέσως
εξαφανίσθηκε σ’ ένα απότομο γύρισμα της τύχης, αφήκεν ένα κενό αβάστακτο στα
παιδιά της μεγάλης γενιάς.
Τους έμενεν η νοσταλγία των μεγαλείων,
αόριστη ανάμνηση του υπερανθρώπου αυτοκράτορα με την κρίζα ρενδικότα, η
ολόχρυση συνοδεία των στραταρχών, το απέραντο ανοιγόκλεισμα των συνόρων και
τέλος το γολγοθαϊκό ύψος του βράχου της Αγίας Ελένης.
Όταν ο Φλωμπέρ στην επαρχιακή του
πολιτεία σπούδαζε, η Γαλλική ψυχή είχε κουραστεί να είναι τεντωμένη προς τα
αφύσικα αυτά ύψη και είχε παύσει να ζει το ρομαντικό μυθιστόρημα της
Ναπολεοντείου μυθολογίας. Είχε γυρίσει πάλι στην συνηθισμένη φυσιολογική της
ζωή, στην αστική μικροψυχία και την αγοραία μικροσυμφεροντολόγα αρπακτικότητα.
Ο φυσικός αυτός ξεπεσμός είχε γεννήσει
απαρηγόρητη απογοήτευση και μελαγχολία στις ψυχές των φλογερών εφήβων. Ό,τι οι
πατέρες έζησαν με έργα, με αλήθεια, με το το αίμα και με τη σάρκα τους, τα
παιδιά βάλθηκαν να ζήσουν με την φαντασία, με τα ειρηνικά και παράλογα ταξίδια,
με το χαρτί και το μελάνι και με την πολύχρωμη σκηνοθεσία μιάς θεατρικής
αυθυποβολής.
Έτσι γεννήθηκε ο Ρομαντισμός. Η λέξη αυτή
στην αρχή σήμαινε την εντύπωση που μας κάνουν τα ομιχλώδη τοπία και η γεμάτη
ασάφεια και μουσικότητα ποίηση του Βορρά κατ’ αντίθεση προς τις στέρεες και
απλές γραμμές της κλασσικής γης.
Κατά το 1830 Ρομαντισμός σήμαινε
επανάσταση στα φιλολογικά ιδεώδη, σπάσιμο των παλιών καλουπιών και αγάπη μιάς
ζωής εξογκωμένης από πάθη φλογερά και περίλυπα. Κανένας χαλινός στην φαντασία,
κανένας κανόνας τέχνης, φράσεις πομπώδεις και επιθυμίες τόσο μεγάλες που η
δυστυχής ζωή ήταν ανίκανη να τις εκπληρώσει. Είχαν χάσει τα όρια των δυνάμεων
του Ανθρώπου και της ζωής. Το παραφουσκωμένο «μισητόν εγώ» του συγγραφέα γέμιζε
με λόγια ρητορικά και αδειανά όλες τις σελίδες των βιβλίων’ είχαν θυσιάσει τη
ζωή στη χίμαιρα, την υγεία στην αρρώστεια, τον ρυθμό στην αναρχία. Είχαν
λησμονήσει πώς αν οι παλιοί κανόνες πεθαίνουν, όμως η ανάγκη των κανόνων είναι
αθάνατη. Εσύγχυσαν την σκέψη με το αίσθημα, την θρησκεία με τον έρωτα, την
αρετή με το πάθος’ την στιγμιαία εντύπωση την ανύψωσαν σε γενική κρίση και
θεωρία και την επιθυμία την εσύγχυσαν με την πραγματικότητα, την ιστορία με το
όνειρο, την φιλοσοφία με την ρητορική, με την ποίηση ή με την θεολογία.
Ο Φλωμπέρ, παιδί ακόμη, στο γυμνάσιο όπου
σπούδαζε, δεχόταν όλες τις θερμές πνοές του καιρού του και ζούσε όλα τα
παράβολα όνειρα των συγχρόνων του. Κάπου γράφει: «Δεν ξέρω ποιά είναι συνήθως
τα όνειρα των μαθητών στο Γυμνάσιο. Τα δικά μας όμως είναι υπέροχα για την
τρέλλα τους, τελευταία ξεσπάσματα του ρομαντισμού, που εξ αιτίας του επαρχιακού
περιορισμού, έβραζαν ακράτητα μέσα στο μυαλό μας. Δεν είμαστε μόνο τροβαδούροι,
αντάρτες, ανατολίτες, είμαστε προπάντων καλλιτέχνες. Διαβάζαμε μυθιστορήματα,
φορούσαμε «εγχειρίδια» στην ζώνη μας. Ένας αυτοκτόνησε «μη μπορώντας να
υποφέρει την αηδία της ζωής», κάποιος άλλος κρεμάστηκε με την γραβάτα του.»
Σε
τέτοια ανίατη δυσαναλογία ονείρου και πραγματικότητας, επέρασε ο Φλωμπέρ την
νεότητά του. Βαθύτατη θλίψη και απελπισία πίεζε την ύπαρξή του. Υπόφερε όλα τα
συμπτώματα της ρομαντικής αρρώστιας και να τι γράφει στα 1842 σε ηλικία
εικοσιδύο ετών. «Κάποτε δεν μπορούσα πιά να υποφέρω, με κατέτρωγαν πάθη
απέραντα, πνιγόμουν μέσα στη φλέγουσα λάβα που εξορμά από την ψυχή μου,
αγαπούσα με μανιακό έρωτα πράγματα ανύπαρκτα, ορμούσα προς όλες τις ποιήσεις,
προς όλες τις αρμονίες και συντριβόμουν από το βάρος της καρδιάς μου και της
αλαζονείας μου κι επέφτα εξουθενωμένος…».
Και στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο της
Βρεττάνης, αναφωνεί: «Αέρα, αέρα ν’ αναπνεύσω! Αφού οι ψυχές μας πνίγονται και
πεθαίνουν στην άκρα του παραθύρου, αφού οι διάνοιες μας κλεισμένες σαν αρκούδες
μέσα στο λάκκο, περιστρέφονται τριγύρω από τους εαυτούς τους και καταχτυπούν
στον τοίχο, δώστε τουλάχιστο στην όσφρησή μας το άρωμα όλων των ανέμων της γης!
Ας χαρούν τα μάτια μας όλους τους ορίζοντες!».
Δυσαρμονία μεταξύ της εσωτερικής του ζωής
και του εξωτερικού κόσμου, να η πηγή όλης της φρικτής ψυχικής οδύσσειας του
Φλωμπέρ. Σε τέτοιες ψυχές η Τέχνη απομένει σαν μια σωτηρία. Όπως αργότερα είπε
ένα άλλος Μεγαλομάρτυς της Τέχνης, ο Νίτσε, «Μπροστά στον επικείμενο κίνδυνο
της βούλησης, η τέχνη προβαίνει Λυτρωτής Θεός κρατώντας το σωτήριο βάλσαμο’
αυτή μόνη έχει τη δύναμη να μετατρέψει την αηδία που μας προκαλεί η φρίκη και ο
παραλογισμός της ύπαρξής, σε ιδεώδεις εικόνες και μόνον αυτές μπορούν να μας
κάνουν υποφερτή τη ζωή».
Κι όμως για τον Φλωμπέρ και η παρηγοριά
αυτή στάθηκε μάταιη. Η Τέχνη υπήρξε γι’ αυτόν μαρτύριο. «Άχ! τις γνωρίζω,
αναφωνεί, τις θανάσιμες αγωνίες του ύφους». Υπόφερε από το αθεράπευτο μαρτύριο
της τελειότητας. Τρελαμένος για τη μουσική της φράσης και την ιερή εκλογή των
λέξεων, για τον αριθμό και την ηχηρότητα των συλλαβών, πηγαινοερχόταν μέσα στο
γραφείο του με αγωνία ζητώντας να διατυπώσει και να σκλαβώσει μέσα στο μαγικό
δίχτυ των λέξεων τις ασύλληπτες αποχρώσεις της ευαισθησίας του.
Αφάνταστης τρομερότητας πάλη μεταξύ του
δημιουργικού νου που αισθάνεται και ζει την ιδέα που θέλει να εκφράσει και την
υλική ακαμψία των λέξεων που αρνούνται να λυγίσουν και να πάρουν το άυλο σχήμα
που ζητούμε.
Η Τέχνη για την Τέχνη! Περιφρονεί κάθε
πρακτική και ωφελιμιστική αποστολή της Τέχνης. Ένας μόνο είναι ο σκοπός του
καλλιτέχνη’ να δημιουργήσει έργα ωραία. Τίποτε άλλο. «Η Τέχνη, λέει, δεν πρέπει
πιά να χρησιμοποιείται σά μέσον. Όση μεγαλοφυϊα και αν σπαταλήσουμε για να
αναπτύξουμε ένα μύθο, για να υποστηρίξουμε μια θέση, ένας άλλος μύθος μπορεί να
χρησιμεύσει για ν’ αποδείξει την αντίθετη θέση. Οι λύσεις δεν είναι
συμπεράσματα. Μιά ατομική περίπτωση δεν πρέπει να υψώνεται σε συμπεράσματα
γενικά». Γι’ αυτό ο Φλωμπέρ απομάκρυνε όσο μπορούσε το εγώ από τα έργα του. «Ο
άνθρωπος, έλεγε, δεν είναι τίποτα’ το έργο είναι το πάν». Αποφεύγει τους ήρωες
που αντιγράφουν την ζωή του, περιγράφει ψυχές αντίθετές του, μισητές του, που
δεν ενδιαφέρονται ποτέ τους για τα προβλήματα που τον σπαράζουν. «Άχ!, πόσο θα
ήθελα, λέγει να φωνάξω ό,τι σκέπτομαι και ν΄ αλαφρώσω με φράσεις τον εξοχώτατο
Φλωμπέρ! Μά τί σημασία έχει ο εξοχώτατος αυτός; Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα, το
έργο είναι το πάν».
Σ’ αυτό έγκειται η βασική πλάνη της ζωής
του Φλωμπέρ. Όπως η λέξη είναι αχώριστη από την έννοια, όπως το σώμα είναι
αχώριστο από τη ψυχή, έτσι και το έργο είναι αχώριστο από τον καλλιτέχνη. Με
τις εικόνες, με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τα επίθετα που διαλέγει, με το
ρυθμό που ομιλεί, ο συγγραφέας θέλει δεν θέλει, εξομολογείται την ίδια του την
ψυχή. Η Μαντάμ Μποβαρύ είναι η ίδια η ψυχή του Φλωμπέρ πληγωμένη και
νοσταλγική, ακόρεστη και αηδιασμένη, εμπαθής και φαντασιόπληκτη, τρυφερή,
απελπισμένη, στριμωγμένη σε φυλακή και που λαχταρά το γαλάζιο που δεν υπάρχει.
Νίκος
Καζαντζάκης
Εφημερίδα «Νέα Ελλάς»
11 Σεπτεμβρίου 1913, σ.3.
--
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ
του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ
Η πρώτη συγγραφική περίοδος του Ν.
Καζαντζάκη ανήκει στον αισθητισμό. Το λυρικό ερωτικό πεζογράφημα «Όφις και
κρίνο», «Τα ποιήματα» και το μυθιστόρημα του «Σπασμένες ψυχές», που
πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Νουμά» το 1909- 1910 έχουν όλα τα γνωρίσματα της
ηδυπάθειας, της ωραιολογίας και της μουσικής των φράσεων του αισθητισμού.
Μας ξαφνιάζει σήμερα, ο συγγραφέας του
«Καπετάν Μιχάλη» και του «Ζορμπά», ο ακαταπόνητος εραστής της ελευθερίας και ο
ατρόμητος θιασώτης της αβύσσου, με τη θρησκευτική του προσήλωση στο ρεύμα του
αισθητισμού.
Το δόγμα «Η Τέχνη για την Τέχνη» ταιριάζει
περισσότερο στον Κ. Χρηστομάνο, τον Πλ. Ροδοκανάκη, τον Π. Νιρβάνα, παρά στο Ν.
Καζαντζάκη-όμως στις αρχές του αιώνα το ουαλδικό πρότυπο πού διακήρυσσε πως «η
τέχνη είναι ανωφελής και δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική και την ιστορία»
είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς και μιμητές.
Ο Καζαντζάκης πέρασε από το κίνημα του αισθητισμού
και υπήρξε ένας ταλαντούχος εστέτ: ποτέ εξάλλου δεν αρνήθηκε τη θητεία του στις
γραμμές του αισθητισμού και θα μπορούσα να προσθέσω πώς η γλωσσική αρμονία, το
μεθύσι των λέξεων και η μουσικότητα της καζαντζακικής γραφής οφείλουν πολλά
στις επιρροές του δυτικοευρωπαϊκού αισθητισμού.
«Η μεταγενέστερη νεοελληνική λογοτεχνική
κριτική» γράφει ο Απ. Σαχίνης (Πεζογραφία του Αισθητισμού Εστία 1982, σελ. 318)
«αγνόησε την χαρακτηριστική αυτή ωραιολατρική πλευρά στο ξεκίνημα του
Καζαντζάκη: δεν τη μελέτησε ούτε προσπάθησε να την εντάξει στο ρεύμα και το
γενικό πνεύμα του νεοελληνικού αισθητισμού της εποχής’ αν εξαιρέσουμε τις πέντε
πρώτες σύντομες βιβλιοκρισίες για το «Όφις και Κρίνο» και ένα άρθρο του Ψυχάρη
για τις «Σπασμένες ψυχές» τα έργα αυτά δεν έχουν κριθεί ούτε ιστορικά
τοποθετηθεί στα γράμματά μας».
Ο πολυμαθέστατος βιβλιοφάγος Καζαντζάκης
γνώριζε καλά τη γαλλική λογοτεχνία. Στάθηκε περισσότερο στο έργο του Φλωμπέρ
και προσπέρασε το νοσηρό αισθητισμό του Όσκαρ Ουάϊλντ για να σταθμεύσει στη
σκέψη του Νίτσε, πού τον σημάδεψε σ’ όλο το κατοπινό έργο. Από τ’ άρθρα του στο
περιοδικό «Πινακοθήκη» το 1906 καθώς και στην εφημ. «Νέον Άστυ» το 1909
αποδεικνύεται πώς ο Καζαντζάκης είχε αυτομυηθεί στον αισθητισμό (Βλ. Σαχίνη,
όπ. παρ. σελ. 318 επ.)
Σε μιά
ταξιδιωτική του αφήγηση, στην εφημερίδα «Νέον Άστυ» το 1909, για την Ιταλία δεν
λησμονεί να παραθέσει μιά κολακευτική σκιαγράφηση για το έργο του Νταννούντσιο.
«Φύσις εξαιρετική και θαυματουργός,
επικαλούμενος όλας τας ηδονάς και τάς ιστορικάς φωνάς του πάθους και τάς
λεπτεπιλέπτους απολαύσεις της σκληρότητας και της αρρώστειας».
Οι σχέσεις Νταννούντσιο- Καζαντζάκη ακόμα
δεν έχουν εξαντλητικά ερευνηθεί. Πολύτιμα στοιχεία και μιά πρώτη τοποθέτηση του
Ν. Καζαντζάκη σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό αισθητισμό αποτολμά ο Απ. Σαχίνης
στο λαμπρό βιβλίο του «Η πεζογραφία του αισθητισμού», σελ. 316.
Αξίζει να σημειωθεί πώς ο Νικόλαος
Επισκοπόπουλος, γνωστός ως Νικόλας Σεγκούρ, ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος του
αισθητισμού, επεσήμανε στην κριτική παρουσίαση του «Όφις και Κρίνο» του
Καζαντζάκη, τις Νταννουντσιακές επιδράσεις και σημείωσε στην εφημ. «Εμπρός» το
1906 τα εξής:
«Εκείνος όστις έγραψε το ημερολόγιον αυτό
έχει αναγνώσει Δανούτσιον πολύ ή ολίγον, απ’ ευθείας ή διά του Έλληνος συγγραφέως
των διηγημάτων του δειλινού και του Άσματος των ασμάτων’ και εις τον Δανούτσιον
ανεκάλυψε το συγγραφικόν του ιδεώδες και μιάν συγγένειαν αισθημάτων και ιδεών,
ήτις τον έρριψεν εις την τροχιάν του Ιταλού ποιητού, όπως οι διάττοντες
παρασύρονται εις την τροχιάν των μεγάλων αστέρων εις τα οποία πλησιάζουν» (Νέα
Εστία 63 (1958) σελ. 614, Απ. Σαχίνης, όπ. παρ. σελ. 317)
Περισσότερο φαίνεται να εντυπωσίασε το
νεαρό Καζαντζάκη ο Γουσταύος Φλωμπέρ. Τον ονόμασε Μεγαλομάρτυρα της Τέχνης και
τον τοποθέτησε στα δυό καλογραμμένα άρθρα του δίπλα στον Φρ. Νίτσε. «Η Τέχνη
υπήρξε για τον Φλωμπέρ μαρτύριο» γράφει ο Καζαντζάκης. «Υπόφερε από το
αθεράπευτο μαρτύριο της τελειότητας. Τρελαμένος για τη μουσική της φράσης και
την Ιερή εκλογή των λέξεων…. (Καινούργια Εποχή, 1960, σελ. 9).
Το πιό πιθανό είναι πώς τα δύο άρθρα που
ακολουθούν γράφτηκαν από αφορμή τη δημοσίευση σε συνέχειες της μετάφρασης του
μυθιστορήματος του Γ. Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ. Δεν αποκλείεται, κατά τον Απ.
Σαχίνη (Βλ. παρ. σελ. 320 υποσ. 1) η μετάφραση του μυθιστορήματος να οφείλεται
στον Ν. Καζαντζάκη. Λίγα χρόνια αργότερα το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ, το
μετέφρασε ο Κ. Θεοτόκης, με τίτλο «Η Κυρία Μποβαρύ» (1923-24).
ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΡΚΑΚΗ
ΤΑ
ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ ΚΑΙ ΔΥΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το γεγονός ότι φέτος συμπληρώνονται
ογδόντα χρόνια από το θάνατο του Γουσταύου Φλωμπέρ, πέθανε στα 1880, επιβάλλει
σαν χρέος στην «Κ. Ε.» να τιμήσει την μνήμη του μεγάλου αυτού Γάλλου
πεζογράφου, κι έτσι η ξαναδημοσίευση των δυό άγνωστων μελετών του Νίκου
Καζαντζάκη, γι’ αυτόν και το αριστούργημά του, την «Μαντάμ Μποβαρύ» αποκτούν
ένα επικαιρικό ενδιαφέρον.
Μα και αυτά καθ’ αυτά τα δύο αυτά κείμενα
έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί συμβάλλουν στην συμπλήρωση των γνώσεών μας για
την πνευματική προσφορά του Καζαντζάκη, κατά την πρώτη του περίοδο, την
νεανική, την πρίν από το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τους ελληνικούς πολέμους του 1912-13,
η Κοινωνιολογική ομάδα-πού το 1907 με 1908, μ’ επικεφαλής τον Αλέξ.
Παπαναστασίου, ίδρυσε την «Κοινωνιολογική Εταιρία» -θέλησε κι αυτή να συμβάλει
ουσιαστικά με πρωτοποριακές ιδέες, στην ανόρθωση του λαού μας, σ’ όλους τους
τομείς, πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό. Έτσι δύο από τα ιδρυτικά της μέλη,
ο Θαλής Κουτούπης και ο Π. Αραβαντινός εκδίδουν στις αρχές του Σεπτέμβρη του
1913, μιά καινούργια εφημερίδα, την «Νέα Ελλάδα». Είναι μιά εφημερίδα με
ριζοσπαστικές αρχές για την εποχή της. Ενδιαφέρεται ουσιαστικά και για την
πνευματική ανάπτυξη του τόπου, και από το πρώτο της φύλλο έχει συνεργάτες της
τους πιό αξιόλογους νέους τότε λογοτέχνες, όπως τον Καζαντζάκη, τον Ουράνη, τον
Άριστο Καμπάνη κ. ά. Δημοσιεύει φιλολογικά άρθρα, χρονογραφήματα και μελέτες
για την δική μας και ξένη λογοτεχνία, ανώτερης ποιότητας. Και το σπουδαιότερο
αρχίζει την έκδοσή της, με επιφυλλίδα της το μυθιστόρημα του Γουσταύου «Μαντάμ
Μποβαρύ». Αυτό ήταν πραγματικά ένα τόλμημα. Γιατί το αναγνωστικό κοινό των
εφημερίδων της εποχής εκείνης ήταν συνηθισμένο να παρακολουθεί απ’ αυτές
περιπετειώδη μυθιστορήματα τύπου του Εννερύ, του Δουμά, του Πανσόν ντέ Τεράϊγ,
του Σύη ή απίθανα γλυκανάλατα αισθηματικά αφηγήματα και για την «Μαντάμ
Μποβαρύ» και τον Φλωμπέρ, φυσικά να μην έχει καμιά είδηση. Αυτό άλλωστε
αναγκάζει την εφημερίδα, μετά τις πρώτες της συνέχειες, και φιλοξενεί τα δυό
άρθρα του Καζαντζάκη. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1913, δημοσιεύει το άρθρο του
«Μαντάμ Μποβαρύ» και την άλλη μέρα, το «Γουσταύος Φλωμπέρ». Δημιουργείται όμως
μιά απορία. Ποιός είναι ο μεταφραστής του μυθιστορήματος; Η εφημερίδα δεν
αναφέρει. Ωστόσο φυσικό είναι, εκείνος που μετέφρασε το μυθιστόρημα, νάναι κι ο
αρμόδιος να μιλήσει γι’ αυτό και τον συγγραφέα του. Κι αφού για τα δύο
τελευταία μιλάει ο Καζαντζάκης, τίποτα δεν μπορεί να μας κάνει να αμφιβάλουμε
πώς κι ο μεταφραστής του μυθιστορήματος είναι ο ίδιος. Εξάλλου την περίοδο
εκείνη, ο Καζαντζάκης ασχολιόταν αποκλειστικά σχεδόν με τις μεταφράσεις.
Αν λοιπόν πάρουμε σαν δεδομένο, πώς η
μετάφραση της «Μαντάμ Μποβαρύ» που δημοσιεύεται στην εφημ. «Νέα Ελλάς» στα 1913
είναι η πρώτη που γίνηκε στα ελληνικά, τότε μπορούμε να αποδώσουμε στον Ν.
Καζαντζάκη κι ένα ακόμα τίτλο, πώς είναι ο πρώτος μαζί με τον Βάρναλη
(μετάφρασε τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου») που γνώρισαν στην Ελλάδα τον
Φλωμπέρ και το έργο του. σελίδες 247-250.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ
«Ζούμε στα κουτουρού, πεθαίνουμε στα κουτουρού χωρίς τιμόνι,
με κάργα τα πανιά. Φυσάει αγέρας, όπου φυσάει πάμε. Κάνουμε νερά, δουλέβουμε
τις τρούμπες μέρα νύχτα, μα όλο κι ανεβαίνουν τα νερά, σκουριάζουν οι τρούμπες,
δε δουλέβουν πιά οι αφιλότιμες και πάμε στο φούντο. Αφτή ‘ναι η ζωή του
ανθρώπου κι όσο θες φώναζε λόγου σου».
Ν. Καζαντζάκης «Καπετάν Μιχάλης»
Στην συνέχεια των Καζαντζακικών διαβασμάτων
και σημειωμάτων μου, διαβάζω εκ νέου τα άρθρα και τα βιβλία του νομικού και
συγγραφέα Γεώργιου Εμμ. Στεφανάκη για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο γεννημένος στην
Αθήνα το 1945 διακεκριμένος δικηγόρος, υπήρξε ένα αρκετά δραστήριο συγγραφικά
και καλλιτεχνικά άτομο μετά την επταετία. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών
συνέχισε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Σχολή του Φράιμπουργκ της Ελβετίας και
στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης της Γερμανίας. Μετά το 1974 ανέλαβε με
επιτυχία υπεύθυνες διοικητικές θέσεις στην δημόσια διοίκηση, σε διάφορους
πολιτιστικούς φορείς. Η θητεία του ως γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1979-1981)
κατά γενική ομολογία υπήρξε επιτυχημένη και οργανωτικά ορθή στην προσπάθεια να
αποκτήσει η δημόσια τηλεόραση την ταυτότητά της, την ακηδεμόνευτη φωνή της, τον
δημοσιογραφικό της χαρακτήρα. Ο Γεώργιος Εμμ. Στεφανάκης υπήρξε επίσης πρόεδρος
της Ορχήστρας των Χρωμάτων που ιδρύθηκε από τον μελωδό των ονείρων μας, τον
αλησμόνητο Μάνο Χατζιδάκι. Διετέλεσε ακόμα πρόεδρος του Ινστιτούτου Βυζαντινών
και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου
του Εθνικού Θεάτρου το 2014, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης το
2011, μέλος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής», της Ένωσης
Ελλήνων Ποινικολόγων, της Διεθνούς Ένωσης Ποινικολόγων και σε άλλες σημαντικές
και υπεύθυνες διοικητικές θέσεις τις οποίες υπηρέτησε επάξια. Πέρα από την
πολιτική του προσφορά, ο Γεώργιος Εμμ. Στεφανάκης υπήρξε και ένας καλός
συγγραφέας. Τα δημοσιεύματά του, η αρθρογραφία του και τα βιβλία που
κυκλοφόρησε- στην συγκεκριμένη περίπτωση για τον Κρητικό συγγραφέα Νίκο
Καζαντζάκη-, μόνος του η με την συνεργασία της πεζογράφου Έλλης Αλεξίου,
διακρίνονται για την ευστοχία τους, την νοηματική τους σαφήνεια, το λαγαρό ύφος
του συγγραφέα, την στρωτή του γλώσσα, τον εμπλουτισμό με νέα στοιχεία και
πληροφορίες των Καζαντζακικών σπουδών. Η γλώσσα του συγγραφέα και η κατά ταχτά
διαστήματα αρθρογράφου του Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκη είναι μεν δημοσιογραφική, δεν
χάνει όμως ούτε τον λυρισμό της, ούτε την ποιότητά της, ούτε την λογοτεχνική
της υφή και γλαφυρότητα, ούτε την επιστημονική της εγκυρότητα. Είναι ένας βατός
λόγος με την ιδιαίτερη βαρύτητά του. Από όσο μπορώ να γνωρίζω, τα βιβλία που
κυκλοφόρησε δεν είναι πάρα πολλά, είναι όμως απαραίτητα στους αναγνώστες και
τους φίλους της Καζαντζακικής δημιουργίας. Αν προσπεράσουμε τα ξενόγλωσσά του
και αυτά της καθαρά νομικής του επιστήμης, τα άλλα έχουν σχέση κυρίως με την
περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και άλλους έλληνες παλαιότερες και νεότερες
λογοτέχνες. Δίνω τίτλους που γνωρίζω και έχω διαβάσει:
-Γιώργος
Στεφανάκης, Επαναγνώσεις, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ.
Κολλάρου 1987, σ.152.
Ο
σπονδυλωτός αυτός τόμος που περιλαμβάνει Δεκαπέντε κείμενα, ο συγγραφέας τον
αφιερώνει «Στον γιό μου Αλέξη Εμμανουήλ». Περιλαμβάνει κείμενα για τους:
Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον
Τέλλο Άγρα, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γιώργος Σεφέρη, τον Κωνσταντίνο Π.
Καβάφη, τον Άρη Δικταίο, τον Θράσο Καστανάκη, τον Μάρκο Αυγέρη, τον Παναγιώτη
Κανελλόπουλο, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, την Έλλη Αλεξίου, τον Τριαντάφυλλο
Πίττα κ. ά. Τα Δεκαπέντε αυτά μελετήματα προέρχονται από την συγγραφική
παρουσία του Γεωργίου Εμμ. Στεφανάκη στις εφημερίδες «Το Βήμα», «Η Καθημερινή»,
το λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη».
-Γιώργος
Στεφανάκης, Αναφορά στον Καζαντζάκη, εκδόσεις Καστανιώτη 1997, σ.597
Ο τόμος που
είναι και πάλι αφιερωμένος «Στον γιό μου Αλέξη Εμμανουήλ» επανακυκλοφόρησε σε
Νέα Έκδοση Συμπληρωμένη από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2007, σ.653 και
προσφέρθηκε με την εφημερίδα «Το Βήμα» για τις εκδόσεις ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ το 2017.
Το βιβλίο
υποδέχθηκαν επαινετικά ο ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας Σαράντος
Καργάκος στην εφ. Ελεύθερος Τύπος 28/6/1998, ο Ηλίας Λογοθέτης στην εφ. Η Βραδυνή 25/1/1998 ο Γιώργος Δ. Σαρηγιάννης
στην εφ. Τα Νέα 25/8/1988 η Ελένη Μπίστικα, στην Καθημερινή 6/9/2007.
-Γιώργος
Εμμ. Στεφανάκης, E- Mail στην
οδό Αγίου Όρους, εκδόσεις Καστανιώτη 2003
-Έλλη
Αλεξίου/ Γιώργος Στεφανάκης, Για τον Νίκο Καζαντζάκη, Είκοσι χρόνια από το
θάνατό του, εκδόσεις Κέδρος 1977, σ.158
-Έλλη
Αλεξίου/ Γιώργος Στεφανάκης, Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε για τη δόξα, εκδόσεις
Καστανιώτη 1983, σ.370
Στον ετήσιο τόμο της Φιλολογικής
Πρωτοχρονιάς τ.41/ 1984, ο συγγραφέας Δημήτρης Σιατόπουλος στην ανασκόπηση του
1983, μιλά για επαινετικά για το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου και Γιώργου
Στεφανάκη. Επαινετικές είναι και οι κρίσεις των Βασίλη Καλαμαρά και Βαγγέλη
Χατζηβασιλείου στην Βιβλιοθήκη 2007 της Ελευθεροτυπίας.
Έχοντας μπροστά μας τα βιβλία του Γιώργου
Εμμ. Στεφανάκη, διαπιστώνουμε ότι πολλά από τα άρθρα και τα κείμενά του έχουν
δημοσιευθεί παλαιότερα σε διάφορα έντυπα και συμπεριλαμβάνονται επεξεργασμένα ή
και συμπληρωμένα. Κείμενα, άρθρα, συνεντεύξεις ή συμμετοχές του σε συνέδρια για
τον Νίκο Καζαντζάκη του Γ. Ε. Στεφανάκη συναντάμε στον τόμο Κατάθεση 1973 των
εκδόσεων Μπουκουμάνη. Σε τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη τχ. 12, 13,
/1982, 22/2,1983 Στην εφ. Το Βήμα
11/4/1976, στην εφ. Η Καθημερινή 1 και 5/1/1982, 25/5/1997, στις Επτά Ημέρες
2/11/1997, εφ. Ελευθεροτυπία 18/12/1997. Στο περιοδικό Νέο Επίπεδο 28-29/Ανοιξη
1998 συνέντευξη με τον Θεόδωρο Γραμματά, στο περιοδικό Ελίτροχος 15/ Καλοκαίρι
1998 και σε διάφορα άλλα στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Διαβάζοντας τα κείμενα του Νίκου
Καζαντζάκη για τον Γουσταύο Φλωμπέρ, διαπιστώνουμε για άλλη μία φορά ότι ο
Κρητικός Μονιάς, με αυτά που μας λέει είναι σαν να σκιαγραφεί τον εαυτό του, να
φωτογραφίζει τον τρόπο της γραφής του, την φιλοσοφία και τις ιδέες του, την
πάλη του με την γλώσσα, τις λέξεις, την κυριολεξία τους, τους συμβολισμούς του,
το ιστορικό πλαίσιο και την κοινωνική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κυοφόρησε και
συνέθεσε τα έργα του. Μία μυθιστορηματική και ποιητική γραφή άμεσα συνδεδεμένη
με τα ιστορικά συμβαίνοντα και τεκταινόμενα της ταραχώδους και θυελλώδους
εποχής του. Δεν είναι τυχαία ούτε η αναφορά του Καζαντζάκη στην περίοδο της
αυτοκρατορικής κυριαρχίας, άνοδος και πτώσης-του Μεγάλου Ναπολέοντα, και των
αρνητικών μομφών που αφήνει ενάντια στην αστική τάξη της Γαλλίας και της
κοινωνικής και άλλων συμπεριφορών της. Την περίοδο αυτή οι ελπίδες του
Καζαντζάκη σωτηρίας της ανθρωπότητας προέρχονταν από το σοσιαλιστικό και
κομμουνιστικά κινήματα της εποχής. Ας μην λησμονούμε και την συγγραφική συμβολή
του Νίκου Καζαντζάκη, μεταγενέστερα στο «Σοσιαλιστικό μανιφέστο του 1945» και
το τι εκφράζει στα τρία κείμενά του στο περιοδικό Φιλολογικά Χρονικά. Φυσικά,
γνωρίζουμε, ότι ο Νίκος Δ. Πουλιόπουλος και ο Άγγελος Προκοπίου είναι αυτοί που
καθοριστικά συνέβαλαν στην συγγραφή του «Σοσιαλιστικού Μανιφέστου». Αλλά για το
ζήτημα αυτό και το βιβλίο με τα προλεγόμενα του Μεσεβρινού, Λευκωσία/ Lund 1974 σε επόμενο σημείωμα.
Η πρώτη δημοσίευση των δύο Καζαντζακικών
κειμένων που αντιγράφω παραπάνω αλλάζοντάς τους την σειρά με την οποία μας τα
δίνει ο Πέτρος Μαρκάκης στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» και ο Γεώργιος Ε.
Στεφανάκης στις δικές του μεταφορές στα βιβλία του,-της βιβλιοκριτικής του
μυθιστορήματος του γάλλου πεζογράφου Γουσταύου Φλωμπέρ (Gustav Flauber 12/12/ 1821-8/5/1880) «Μαντάμ
Μποβαρύ» (1857) και της παρουσίασης του μυθιστοριογράφου στο ελληνικό κοινό- έγινε
στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» τον Σεπτέμβριο του 1913, όπως δείχνουν οι σχετικές
ημερομηνίες των πηγών που στηρίζονται οι προγενέστεροι. Τα δύο αυτά κείμενα και
άλλα ενδέχεται αθησαύριστα, εντάσσονται στα «πρωτόλεια» που δημοσίευσε ο Νίκος
Καζαντζάκης την πρώτη περίοδο της δημόσιας συγγραφικής του εμφάνισης με το
όνομά του ή ψευδώνυμο ή ανωνύμως, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον
επονομαζόμενο Μεγάλο (28/7/1914- 11/11/1918). Την περίοδο που όπως μας λένε οι
μελετητές και κριτικοί, κυρίως ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Απόστολος
Σαχίνης, στην αξιόλογη και σημαντική μελέτη του «Η Πεζογραφία του Αισθητισμού»,
εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ»- Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας, Αθήνα 1981,
σελ. 468, δρχ. 480, βλέπε το τρίτο κεφάλαιο του τόμου «Οι Νεοέλληνες Πεζογράφοι
του Αισθητισμού» (Νικόλαος Επισκοπόπουλος/ Περικλής Γιαννόπουλος/ Παύλος
Νιρβάνας/ Σπήλιος Πασαγιάννης/ Νίκος Καζαντζάκης316-349/ Κωνσταντίνος
Χρηστομάνος/ και Πλάτων Ροδοκανάκης), ο Κρητικός νομικός, ποιητής, συγγραφέας
και στοχαστής, πολύγλωσσος μεταφραστής Νίκος Καζαντζάκης, «ερωτοτροπούσε» με το
κίνημα του Αισθητισμού. Βλέπε τα δύο νεανικά του βιβλία «Όφις και Κρίνο» και
«Σπασμένες Ψυχές», τα σκόρπια Ποιήματά του, τα οποία εμφορούνται από την
ατμόσφαιρα, το κλίμα, την φόρμα, την θεματολογία, τις γλωσσικές καταθέσεις, την
εικονοποιία και τις αρχές του Αισθητισμού και φυσικά του ιταλού πρωτεργάτη συγγραφέα
Γκαμπριέλ Ντ’ Αννούτσιο (Gabriele D’ Annunzio 12/3/ 1863- 1/3/1938). Είναι ένα από
τα σκαλοπάτια της συγγραφικής τέχνης που στάθηκε και ανέβηκε ο έλληνας
πολυμαθέστατος λογοτέχνης. Μας λέει ο Απόστολος Σαχίνης στο ξεκίνημα της
μελέτης του: «Και ο Νίκος Καζαντζάκης (1883- 1957), στην πρώτη του περίοδο,
ανήκει στον αισθητισμό. Το λυρικό και ωραιολατρικό του αφήγημα Όφις και κρίνο
(1906), τα πεζά ποιήματά του, που δημοσιεύτηκαν κυρίως στο περιοδικό Πινακοθήκη
από το 1906 ως το 1907, ακόμα και το μυθιστόρημά του Σπασμένες ψυχές, που
παρουσιάστηκε το 1909 και το 1910 στο Νουμά, έχουν όλα τα γνωρίσματα της
ωραιοπάθειας και του ωραιολογικού αισθητισμού’ κι επιπλέον μαρτυρούν τη φανερή
και άμεση επίδραση που άσκησαν οι εκπρόσωποι του δυτικοευρωπαϊκού αισθητισμού, και
ιδιαίτερα ο D’ Annunzio, στον είκοσι δυόμισι χρόνων νέο, τότε, Καζαντζάκη και στις
πρώτες προσπάθειές του με την αφηγηματική πεζογραφία….» σ.316. Μάλιστα, ο
Απόστολος Σαχίνης, στην πρώτη σημείωσή του, αποκαθιστά χρονολογικά την
κυκλοφορία του νεανικού μυθιστορήματος «Όφις και κρίνο», μία λανθασμένη χρονική
εκδοτική αναφορά του συγγραφέα και δοκιμιογράφου, φίλου και μαθητή του
Καζαντζάκη Παντελή Πρεβελάκη στο σχεδιάγραμμα «Συμβολή στη χρονογραφία του βίου
του» στο περιοδικό Νέα Εστία 1959 δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη. Η
μελέτη αυτή του Απόστολου Σαχίνη όπως και τα άλλα του βιβλία που
συγκεντρώνονται οι κριτικές του παρουσιάσεις ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων
εκδόσεων, είναι πολύτιμοι σύμβουλοι στον όποιον ενδιαφερόμενο ή ενδιαφερόμενη
αναγνώστη και αναγνώστρια. Είναι βιβλία που άνετα μπορούμε να τα εντάξουμε στα
κλασικά, της ελληνικής γραμματείας.
Από όσο
γνωρίζω, δεύτερη αναδημοσίευση των δύο Καζαντζακικών κειμένων, έχουμε από τον
λογοτέχνη και φίλο του Νίκο Καζαντζάκη, τον Πέτρο Μαρκάκη με διευκρινιστική
εισαγωγή στο περιοδικό του εκδότη του Καζαντζάκη Γιάννη Γουδέλη, «Καινούργια
Εποχή» Άνοιξη 1960. Δεν γνωρίζω αν ο Πέτρος Μαρκάκης έχει σχέση με την
οικογένεια του συγγραφέα Μανώλη Μαρκάκη. Το βιβλίο που έχω υπόψη μου: Κλειώ
Λούμου-Μαρκάκη, «Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη γραφίδα του Μανώλη Μαρκάκη και
εφηβικές θύμησες», εκδ. Δρόμων, Αθήνα 2017, σ.94, 7,50 ευρώ, δεν αναφέρεται
τίποτα από την αδερφή του συγγραφέα Μ. Μαρκάκη. Το όνομα του Πέτρου Μαρκάκη, το
συναντάμε στο περιοδικό «Πινακοθήκη» αλλά κυρίως, σε τεύχη του περιοδικού
«Καινούργια Εποχή» σε κείμενα για το Νίκο Καζαντζάκη, όπου διαβάζουμε και μία
βιβλιοκριτική του για την αντικαζαντζακική μελέτη της συγγραφέως Λιλής
Ζωγράφου, και την δημόσια επιχειρηματολογία με την Φ. Χατζηδάκη. Ανατρέχω
λοιπόν στις σελίδες της συγκεκριμένης χρονιάς 1960 του περιοδικού και αντιγράφω
τα δύο Καζαντζακικά κείμενα (μην παραβλέποντας και το τι μας λέει ο Γ. Ε.
Στεφανάκης). ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΡΚΑΚΗ, ΤΑ ΟΓΔΟΝΤΑΧΡΟΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ
ΚΑΙ ΔΥΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. Στο περιοδικό «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ»
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ. ΤΡΙΜΗΝΗ ΕΚΔΟΣΗ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ, ΑΘΗΝΑ, ΑΝΟΙΞΗ 1960, τ. 17, σελ. 7-12. Την
αυλαία της ύλης του περιοδικού ανοίγει η μελέτη της Σοφίας Λαφφίτ: «Ο ΤΣΕΧΩΦ.
Ιστορημένος από τον ίδιον» μετάφραση Διονυσίας Σκουλούδη. Ακολουθεί η
παρουσίαση του Πέτρου Μαρκάκη, και έπονται δύο ποιήματα της ποιήτριας Κικής
Δημουλά με τίτλο «Πως έρχομαι σ’ επαφή το πρωί με τον δρόμο μου» και «Επτά
εργάσιμες μελαγχολίες». Ενώ μετά τα ποιήματα της Κικής Δημουλά ακολουθούν οι
σελίδες με τα «ΔΕΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ». Όπως και τα άλλα τεύχη του
περιοδικού «Καινούργια Εποχή» η ύλη του είναι πλούσια, ενδιαφέρουσα και μας
φέρνει σε επαφή με σημαντικούς λογοτέχνες έλληνες και της παγκόσμιας παράδοσης.
Εξαιρετικές είναι και οι μεταφράσεις των συνεργατών του περιοδικού.
Μία ακόμα αναδημοσίευση (να επαναλάβω
σύμφωνα με τα δικά μου επαρκή διαβάσματα και φιλολογικά κριτήρια) έχουμε από
τον νομικό και συγγραφέα Γιώργο Στεφανάκη φίλο της οικογένειας Καζαντζάκη και
της πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, με την οποία έχει συνεργαστεί, συγγράψει διάφορα
άρθρα και κείμενα για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο Γιώργος Στεφανάκης δημοσιεύει μία
κατατοπιστική εισαγωγή πριν την αναδημοσίευση, στηριζόμενος και επεξεργαζόμενος
στα όσα μας είπαν ο καθηγητής Απόστολος Σαχίνης και ο Πέτρος Μαρκάκης στις
δικές τους παρουσιάσεις. Ο τόμος έχει τίτλο: Ε. ΑΛΕΞΙΟΥ- Γ. ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΣ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Γεννήθηκε για τη δόξα. Επιμέλεια της έκδοσης: Θανάσης Θ. Νιάρχος,
εκδόσεις Θ. Καστανιώτη, Αθήνα 1983, σελ.374, τιμή 600 δραχμές. Έχοντας μπροστά
μου τις αναδημοσιεύσεις των κειμένων του Νίκου Καζαντζάκη για τον
μυθιστοριογράφο Γουσταύο Φλωμπέρ διαβάζω τις πληροφορίες και τις αναδημοσιεύω
Ηλεκτρονικά «συγχωνεύοντας» τα στοιχεία, τις δύο Εισαγωγές και τις συμπληρώνω.
Για τους φίλους αναγνώστες του Καζαντζακικού έργου αλλά και της άλλης ελληνικής
φιλολογικής γραμματείας, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα κείμενα του
Γιώργου Ε. Στεφανάκη, όπως πχ. η επιρροή του Καζαντζάκη από το φιλοσοφικό
πνεύμα της Παρακμής της Δύσης για την οποία μας μίλησε ο φιλόσοφος Όσβαλντ
Σπέγκλερ, (το δίτομο ογκώδες έργο έχει μεταφραστή στα ελληνικά). Την συνάντηση
του Καζαντζάκη με τον «Άγιο του Λαμπαρένε» του ανθρωπιστή ιατρού Άλμπερτ
Σβάιτσερ. Να συμπληρώσουμε και το καλογραμμένο βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη, Την
σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τον φιλόσοφο Α. Μπέρξον του οποίου ο Κ. υπήρξε
μαθητής του, μεταφραστή έργων του στα ελληνικά και θιασώτης των ιδεών του στην
Ελλάδα. Ευχάριστα διαβάζονται και τα κεφάλαια για την Πολιτική διάσταση του
Νίκου Καζαντζάκη, ο Καζαντζάκης και η Γλώσσα, Οι Γυναίκες στη ζωή του Καζαντζάκη,
κλπ.
Μέσα στον ανοιχτό κύκλο των επαναληπτικών
διαβασμάτων μου των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, των άρθρων και των βιβλίων που
έχουν δημοσιευτεί για αυτά, παλαιότερων και νεότερων εκδόσεων, επανήλθα στα
βιβλία του συγγραφέα Γιώργου Στεφανάκη. Τις μελέτες του διακεκριμένου δικηγόρου
Γιώργου Ε. Στεφανάκη τις είχα πρωτοδιαβάσει-όπως όλοι μας-που αγαπάμε τα έργα
του Κρητικού όταν κυκλοφόρησαν. Δημοσιεύω πρώτο το παλαιό άρθρο του
«πολυμαθέστατου» Νίκου Καζαντζάκη για τον γάλλο συγγραφέα Γκουστάβ Φλωμπέρ και
κατόπιν, την κρίση του για το πασίγνωστο και εμβληματικό μυθιστόρημά του
«Μαντάμ Μποβαρύ». Το έργο, όπως φαίνεται, ενδέχεται να πρωτομεταφράστηκε στα
ελληνικά από το Νίκο Καζαντζάκη. Αυτό όμως ενδέχεται να είναι ένα ακόμα
αινιγματικό κεφάλαιο στην μεταφραστική ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Στο
ποιος είναι δηλαδή ο πρώτος έλληνας μεταφραστής της Μαντάμ Μποβαρύ στην Ελλάδα.
Το μυθιστόρημα του γάλλου συγγραφέα Μαντάμ Μποβαρύ που κυκλοφόρησε το 1857,
μεταφράστηκε από τον επτανήσιο πεζογράφο «επίσημα» το 1923-1924 από τον
Κωνσταντίνο Θεοτόκη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Βασιλείου. Ενώ, όλοι
μνημονεύουν και μιλούν με βεβαιότητα για την μετάφραση του έργου «Ο Πειρασμός
του Αγίου Αντωνίου» κυκλοφόρησε στα γαλλικά 1903, και στα ελληνικά από τις
εκδόσεις του Γεωργίου Φέξη το 1914 σε μετάφραση του ποιητή Κώστα Βάρναλη.
Τέλος, όπως μας πληροφορεί στο «Προλογικό
Σημείωμά» του, σ.9-10, ο Γιώργος Ε. Στεφανάκης: «Η νέα έκδοση είναι ένα
καινούργιο βιβλίο με μιά μικρή προϊστορία. Το 1977 θελήσαμε με την Έλλη Αλεξίου
να τιμήσουμε τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Συγκεντρώσαμε
σ’ ένα τόμο τις εντυπώσεις μας από μιά περιδιάβαση στους κρητικούς χώρους του
Καζαντζάκη, μαζί με δημοσιεύματα και πολλά στοιχεία γύρω από τη ζωή και το έργο
του. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τίτλο για τον
Καζαντζάκη γρήγορα εξαντλήθηκε.
Και κάτι που προκαλεί θλίψη αν αληθεύει η
είδηση. Καθώς αναζητούσα πληροφορίες για τον Γιώργο Ε. Στεφανάκη, είδα μία
ανακοίνωση του Εθνικού Θεάτρου για την χθεσινή απώλεια του Γ. Ε. Στεφανάκη
(1945-6/6/2024), στο διαδίκτυο. Κάτι που με έκανε να επισπεύσω την ανάρτηση.
Μεταφέρω την είδηση με σχετική επιφύλαξη. Αν αληθεύει, ας είναι αιωνία η μνήμη
του.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή
7/6/2024
ΥΓ. έφυγε
από κοντά μας και ο σημαντικός τηλεοπτικός σκηνοθέτης των μεγάλων και
πολυπληθών πολιτικών Παπανδρεικών συγκεντρώσεων και του περιβόητου νεύματος,
Τάσος Μπιρσίμ. Τα τηλεοπτικά πλάνα του, οι γωνιώδεις λείψεις του και φωτισμοί
του, η σκηνοθετική του μαγεία-χώρων και προσώπων- δεν άφηναν αδιάφορους ούτε
τους υποστηρικτές του Ανδρέα Παπανδρέου και του Πασοκ ούτε και των πολιτικών
του αντιπάλων για πολλά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου