Ακολουθώντας τα ίχνη
του Νίκου Καζαντζάκη
και
διαβάζοντας τα βιβλία
του Γιώργου Ε. Στεφανάκη
«Η κατανόηση της
Οδύσσειας ως συνόλου, είναι αδύνατη μέσα στο πλαίσιο ενός πολιτισμικού κύκλου
που δεν προβλέπει τη μετεξέλιξή του, δεν θεωρεί το παρελθόν ως εναλλαγή του
μέλλοντος, ως προστάδιο του μέλλοντος»
Βρασίδας Καραλής, «Ο Νίκος
Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της ιστορίας». Δοκίμιο επί της οντοποιίας και της
καλλιτεχνικής δημιουργίας, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1994, σ. 201
Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε η είδηση της
απώλειας του νομικού και συγγραφέα, αρθρογράφου Γιώργου Εμμανουήλ Στεφανάκη
(1945- 6/6/2024), στην οποία είχα αναφερθεί με επιφύλαξη στο προηγούμενο
Καζαντζακικό σημείωμα. Ο «Νίκος Καζαντζάκης και ο Γουσταύος Φλωμπέρ». Στο
σημείωμα αυτό της 7ης Ιουνίου 2024, είχα δώσει σχετικές πληροφορίες
για την συγγραφική παρουσία και τα βιβλία του Γιώργου Ε. Στεφανάκη που γνώριζα
και είχα διαβάσει. Δημοσιεύματα τα οποία
αναφέρονταν στο έργο, την μυθιστορηματική τεχνική, την φιλοσοφία και τις
επιδράσεις συγγραφέων, στοχαστών, φιλοσόφων όπως ο Μπαρρές, ο απαισιόδοξος και
διαπιστωτικός Όσβαλντ Σπέγκλερ, ο πάντα επίκαιρος και συγκινησιακός ρομαντικός
Φρειδερίκος Νίτσε, ο Ανρί Μπερξόν και οι θεωρίες του, ανατρεπτικοί επιστήμονες όπως ο άγγλος Κάρολος
Δαρβίνος θεμελιωτής της θεωρίας της εξέλιξης και της καταγωγής των ειδών, ο πατέρας
της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, ο κόκκινος πολιτικός επαναστάτης Βλαδίμηρος
Λένιν, ο ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας της αγάπης Ναζωραίος, ο Χριστός, η
φωτισμένη προσωπικότητα της κοινωνικής και πνευματικής φιλοσοφίας του Βουδισμού,
ο Βούδας, ο πατέρας του ελληνικού ποιητικού έπους ο Όμηρος, ο μεσαιωνικός
προφήτης Δάντης Αλιγκέρι, ο ονειροπόλος ταξιδευτής Μιγκέλ Θερβάντες και
ορισμένες άλλες οικουμενικές φυσιογνωμίες, σημαίνουσες ηρωικές προσωπικότητες,
αρχαίες και σύγχρονες φωνές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας
που άγγιξαν την περιπέτεια της ψυχής, σημάδεψαν την πάντα ανήσυχη συνείδηση της
άπληστης αλλά καλής και αγαθής περιέργειας της σκέψης του έλληνα Νίκου
Καζαντζάκη. Ενός έλληνα στοχαστή, ποιητή και συγγραφέα, περιηγητή του κόσμου
των ιδεών από την λεβεντογέννα Κρήτη, πατρίδα του νεφεληγερέτη Δία, του
ερωτικού ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου, του ένθεου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Ποιητής
και φιλόσοφος -από «κούνια»- μαζί όπως το απαιτεί η αρχαία φιλοσοφική παράδοση,
αινιγματικός και σκοτεινός όπως ο Εφέσιος Ηράκλειτος, βυζαντινός χρονικογράφος
όπως ο Μιχαήλ Ψελλός,- των δρώμενων της ιστορίας ως θεατρικής σκηνής, κάτι που
υιοθέτησε στα κατοπινά χρόνια στα έργα του ο άγγλος δραματουργός Ουϊλλιαμ
Σαίξπηρ (μεγάλος θαυμαστής του συγγραφικού του μεγέθους ο Ν. Κ. Τα έργα του
Καζαντζάκη πλησιάζουν σε αριθμό τα έργα του άγγλου δραματουργού). Ταξιδευτής,
σύγχρονος Οδυσσέας, ζούσε και ανέπνεε για κάθε είδους ανθρώπινη γνώση και
περιπέτεια και ακόμη περισσότερο, ένας Χριστόφορος Κολόμβος του παγκόσμιου
πνεύματος. Ένα αγαλήνευτο μυαλό, μία ακόρεστη στοχαστική δίψα, αγωνιστική
ατομική κατάκτηση του Βαβελικού πύργου της ανθρώπινης εμπειρίας στην διαχρονία
της. Κατάκτησης και αφομοίωσης των ιστορικών και πολιτισμικών επιτευγμάτων,
δοξαστικών και καταστροφικών ανδραγαθημάτων, οικουμενικών κληροδοτημάτων της
ανθρώπινης φυλής. Μία σύγχρονη ελληνική ομολογία της αρχής και του τέλους της
ιστορίας, του κόσμου, ένας ανατρεπτικός άνεμος μεγαλοφροσύνης του ανθρώπου που
οργανώνεται σε λόγο, σε ποίηση, εκφέρεται ως κραυγή της γλώσσας. Ο Νίκος
Καζαντζάκης, δίχως διάθεση ελληνικής συγγραφικής υπερβολής θα σημειώναμε, ότι
ήταν ο παγκόσμιος Βιβλιοθηκάριος του Κόσμου σαν γραφιάς-πρίν την εμφάνιση του αργεντινού
δημιουργού-παραμυθά του Χόρχε Λουϊς Μπόρχες. Διαβάζοντας τα έργα του
Καζαντζάκη, έχεις την αίσθηση ότι έχεις μπροστά σου μία θυελλώδη σκέψη τόσο
υπερβολική, τόσο έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, ένα μυαλό πραγματικά ατίθασο, μία
φουρτουνιασμένη ψυχή τόσο «αμαρτωλή» για γνώση, παμφάγα, που η ισχυρή παρουσία
του σου δίνει την εντύπωση ενός πραγματικά αγίου, δίχως αστερίσκους και
δογματικές υποσημειώσεις, όσιας ύπαρξης. Είναι ο νέος Αδάμ ο οποίος διωγμένος από τον θεϊκό παράδεισο
περιδιαβαίνει πάνω στα ερείπια του Καινούργιου ορφανού Κόσμου, όχι πλέον του Θεϊκού
σύμπαντος και της μεταφυσικής εποπτείας του, όπως μας λένε οι αρχαίοι
θρησκευτικοί μύθοι, των απαγορευτικών και δεσμευτικών κανόνων των πανίσχυρων
Θεϊκών εντολών για τους ανθρώπους, αλλά της ντετερμινιστικής τυχαιότητας της
αιματοβαμμένης του Ανθρώπου Ιστορίας. Είναι η μοντέρνα θεολογία της αθεΐας μετά
τον θάνατο του Θεού όπως μέχρι τα χρόνια του σοφού Φρειδερίκου Νίτσε και την
άνθηση της επιστήμης, των υπαρξιστών φιλοσόφων τον κατανοούσαν οι άνθρωποι, τον
αποδέχονταν, τον πίστευαν, τον ακολουθούσαν. Η συνειδητοποίηση του μοντέρνου ανθρώπου ότι η
σκοτεινή και αινιγματική Μοίρα είναι αυτή που καθορίζει και ελέγχει τις ζωές
των ανθρώπων και όχι ο όποιος Θεϊκός σχεδιασμός. Η Αισχύλεια φωνή της που
άρδεψε διαχρονικά το αρχαίο των εθνικών μα και των χριστιανών σύμπαν. Ο
Άνθρωπος γυμνός και τρομοκρατημένος περπάτησε δειλά- δειλά έξω από το Σπήλαιο,
κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Σφίγγας. Ιερές φωνές σαν της ευαγγελικής
αποκάλυψης μόνο ως προφητικός απόηχος ενός Κασσάνδριου μελλοντικού μεσσιανισμού
ακούγονται που όμως, δεν μπορούν να γίνουν πιστευτές, δεν κατανοούνται, δεν
ερμηνεύονται μετά το τέλος του Λόγου της Αρχαίας Τραγωδίας. Ούτε οι επιζήσαντες
εθνικοί πολυθεϊστές ούτε οι επακολουθήσαντες πιστοί του χριστιανικού
μονοθεϊστικού δόγματος, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την προφητική τελεολογία της
Κασσάνδρας, κόρης της Τρωαδίτισσας
Εκάβης, ούτε τις ηχούσες του μέλλοντος σάλπιγγες του ευαγγελιστή. Ο Κόσμος
κατακερματίστηκε από τις πολυφωνικές προφητείες του που δεν αφορούσαν κανέναν. «Σαβανώθηκε»
από τα μοντέρνα επιστημονικά και της τεχνολογίας επιτεύγματα του Ανθρώπου, το
αφιλάνθρωπο και άμετρο, σκοτεινό οικοδομούν από την αρχή τον Κόσμο, μας
δείχνουν την αχρηστία του Ανθρώπου μέσα στη Φύση. Ο παλαιός Κόσμος
προσδιορίζονταν κυρίως, από την οικειοθελή θυσία ηρωικών προσωπικοτήτων,
κοινούς αποδεκτούς πανανθρώπινους συμβολισμούς υπέρβασης της φθοράς, του
θανάτου, της σταύρωσης και της ανάστασης ως προϋπόθεση μοντέλου αναγέννησης της
ίδιας της πανσθενουργού Φύσης και του Ανθρώπου που αναζητά διαρκώς τον
βηματισμό του, την αναγνώρισή του, την ταυτότητά του μέσα στις φωνές της
ετερότητάς του. Η παρουσία των Θεών ή του Θεού, δεν είναι παρά ο ανθρώπινος εφησυχασμός,
παρηγοριά και ελπιδοφορία μέσα στην Ιστορία, η μεταβίβαση του πόνου και της
φθοράς, του θανάτου σε αυτό που είναι αιώνιο και αναλλοίωτο γιατί δεν υπάρχει,
γιαυτό και διαρκώς αναζητούμενο, να προσδιοριστεί η αποκαλυπτική ανυπαρξία του.
Ένας ανερμήνευτος παλμός του θανάτου που ζητά την δικαίωσή του μέσω των λέξεων,
της γλώσσας, του ενανθρωπισμένου Λόγου. Ανθρώπινα σύμβολα σαν και αυτά που
υιοθέτησε ο Νίκος Καζαντζάκης στα βιβλία του, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια και τις
ανθρώπινες αντοχές, τις όποιες φυσικές αναγκαιότητες της ύπαρξης. Αμφισβητούν
κατεστημένες παραδοσιακές αντιλήψεις μας, αποδοχές μας, προλήψεις μας,
σιγουριές μας, επαναπαύσεις μας. Πρόσωπα Σύμβολα προερχόμενα από τους
λαβυρίνθους της μυθικής και θρησκευτικής παράδοσης, λαϊκά ιστορικά μοτίβα
πολλαπλών κοινωνικών ερμηνειών, διαχρονικής αποτελεσματικότητας, στα
«τουριστικά» ταξίδια της ζωής και των ιδεών του Ανθρώπου. Μορφές που
προέρχονται από το πάνθεον της συλλογικής πανανθρώπινης (και ελληνικής) μνήμης
των κατορθωμάτων της ανθρώπινης Ιστορίας. Η ανθρώπινη μεταφυσική αγνωσία των
μηχανισμών και λειτουργιών της Φύσης όπως την φιλοτέχνησε, της έδωσε μορφή η
σκέψη και ο νους του ανθρώπου. Η ανθρώπινη ηρωική περιπέτεια στην εγγραφή της
στις συνειδήσεις ως θυσία, ως απελευθερωτική πάλη, ως άδολη προσφορά μέσα στις
αιματοβαμμένες αρένες και τα λαϊκά ηρωικά ιπποδρόμια, τα επαναλαμβανόμενα
σφαγεία της Ιστορίας. Γιατί τα πεδία της Ιστορίας, ό κόσμος των Ιδεών της και η
πολιτική τους είναι οι σύγχρονοι της εξορίας Κήποι της Εδέμ που όφειλε να
περπατήσει, να αγωνιστεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί η ανθρώπινη φυλή στο εξής.
Στους μοντέρνους, σύγχρονους καιρούς των εξατομικευμένων στοχαστικών και φιλοσοφικών
φωνών και συγγραφικών γραφίδων, της μη συλλογικότητας, της άκρατης ακτιβιστικής
ατομικότητας, της ακοινωνησίας ως μοντέλο βίου, της φυλετικής αφιλίας που
γεννήθηκαν και εμφανίστηκαν ως εθνικά κινήματα και διαμόρφωσαν την πνευματική
ατμόσφαιρα των μεσοπολεμικών χρόνων. Των ημερών που κανείς και καμία δεν
γνώριζε τι του ξημερώνει. Ο Θεός πέθανε γιατί πέθανε πρώτα ο Άνθρωπος και όλα
αυτά που είχε επενδύσει στα μεταφυσικά του ταξίδια, ονειροπολήσεις μυστικών
δείπνων και μυστηριακών φανερώσεων. Ενεργοποιώντας καινούργιες καταστροφικές δυνάμεις
με τα γνωστά αποτελέσματα των δύο φοβερών και αιματηρών παγκόσμιων πολέμων και
άλλων πολεμικών συρράξεων, που, κινδύνευσαν να εξαφανίσουν το ανθρώπινο είδος.
Στους νέους μοντέρνους καιρούς δεν μιλάμε μάλλον για περιπέτεια του ανθρώπου
αλλά για περιπέτεια του Πνεύματος, με ότι αυτό συνεπάγεται στην μετατόπιση των
ιστορικών και μεταφυσικών προταγμάτων. Ο Κόσμος απομαγεύτηκε γιατί ζωές και οι
κοινωνίες των ανθρώπων δεν πίστευαν πλέον στην παλαιά αλήθεια της σύμβασης των
σχέσεων και συνύπαρξης. Το Πνεύμα αυτονομείται και πορεύεται μοναχικά αφήνοντας
πίσω το Σώμα, τη φθαρτή ύλη, στην αναμονή της δικαίωσής του. Το κενοτάφιο των
Θεών ή του Θεού θα παραμείνει πλέον άδειο, κενό, μυρίζει ιστορική μούχλα, δεν
γεμίζει με υπερουράνιες παρακλήσεις, ψαλμωδίες και λιβανιστήρια φόβου και
απόγνωσης. Μια πολυδιάσπαση των σταθερών αξόνων και αξιακών αρμών ερμηνείας της
παλαιάς Ιστορίας της ανθρωπότητας έχει επέλθει. Μία αυτονόμηση του Πνεύματος ως
οικουμενική- (υπέρ) ιστορική οντότητα, υπεράνω των επιμέρους ετεροτήτων του και
εκφάνσεών του (φανερώσεών του) στους οικουμενικούς επαναλαμβανόμενους κύκλους
του Χρόνου. Ο Κόσμος δεν άλλαξε (;), είναι ο αυτός στην αιωνιότητά του, οι
απόψεις και οι θέσεις μας, οι Ιδέες μας για αυτόν άλλαξαν, και αυτό τρόμαζε ενώ
ταυτόχρονα έθελγε, μαγνήτιζε πρόσωπα, ανήσυχα μυαλά, ελευθερόφρονες ψυχές σαν
του Νίκου Καζαντζάκη. Η Ιστορία απαιτούσε να επανερμηνευτεί, να κατανοηθεί ως
τυχαιότητα, πρόσκαιρη ματαιότητα και όχι ως αποκεκαλυμμένη αλήθεια, προερχόμενη
από την βούληση του Θεού και τις σωτηριολογικές του αρχαίες επεμβάσεις. Ο Φρειδερίκος Νίτσε απλά το κραύγασε μέσα
στην απόγνωση της μοναξιάς του με εντονότερο τρόπο. Κωδικοποίησε και εξέφρασε
τις συνειδήσεις των ανθρώπων του καιρού του.
Νίκος Καζαντζάκης, μία ιδιάζουσα, ξεχωριστή
ελληνική προσωπικότητα της εποχής του η οποία φιλοδόξησε να κρατήσει για την
ίδια τον ρόλο του σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού, σκηνογράφου της
συγγραφικής του διαδρομής. Του λαϊκού παραμυθά «νομοθέτη» της ανθρωπότητας στις
μεταφυσικές αναζητήσεις του Ανθρώπου, στα μοντέρνα περιβάλλοντα των Ιδεών.
Επεδίωξε να γίνει ο προάγγελος, ο ιδρυτής μιάς νέας Θρησκείας του παν-Ανθρώπου.
Ο Καζαντζάκης παρά τον απροκάλυπτο αθεϊσμό του, τον άλλοτε φανερό και άλλοτε
συγκαλυμμένο ή παραλλαγμένο πανθεϊσμό του, θα υποστηρίζαμε με αναγνωστική
σιγουριά ότι θα του ταίριαζε η άποψη, ο χαρακτηρισμός του νύχτιου ρομαντικού
γερμανού ποιητή και στοχαστή Νοβάλις,
ότι ο έλληνας αυτός Μονιάς, ο αξεδίψαστος για κάθε είδους γνώσεις και απόλυτης
ελευθερίας υπήρξε σε όλη του την ζωή ένας «μεθυσμένος από Θεό άνθρωπος». Ένας «αλκοολικός-
εξαρτημένος» της ανεξερεύνητης Θείας παρουσίας και ανερμήνευτων ενεργειών της.
Και μόνο το βιβλίο που έγραψε για αυτόν, παρουσίασε και σχολίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «Ο Καζαντζάκης
μιλεί για Θεό», εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα 1971, σελ. 134, να διαβάσει κανείς θα
διαπιστώσει την διαρκή του αγωνία και αγώνα να σώσει τον Άνθρωπο και μαζί τον
συναγωνιστή Θεό του. Ο Θεός δεν σώζεται δίχως τον Άνθρωπο και το αντίστροφο, οι
διαδρομές είναι παράλληλες. Αυτό δηλώνει η λυτρωτική παραμυθία του Μύθου και
των ανάλογων παραδόσεών του, και όχι το δεσμωτήριο του θρησκευτικού και
εκκλησιαστικού όποιου δόγματος. Η διαρκής αγωνία και ο αγώνας του, το
ακαταμάχητο φρόνημά του, το φτερούγισμα της σκέψης του, το άδολο του χαρακτήρα
του, το ανυστερόβουλο πείσμα του, ο ενάρετος και μονήρης βίος του, η ανεξικακία
του απέναντι στους φανερούς και κρυφούς εχθρούς του, τους αρνητές της γραφής του, οι ανθρωπιστικές
του αξιώσεις, το προσωπικό του βίου του στοίχημα μέχρι τέλος να «ανακαλύψει»,
να ενώσει, να φέρει τον Άνθρωπο σε επαφή, σε άμεση σχέση με τον Θεό, να τους
καταστήσει κοινούς συναγωνιστές πάνω στην Ιστορική σκηνή της ανθρωπότητας,
είναι κάτι που σπάνια, σπανιότατα συναντάμε στο διαχρονικό, διαρκές ταξίδι του
παγκόσμιου πολιτισμού και της ανθρώπινης γραμματείας. Και ασφαλώς στα ελληνικά
γράμματα, όπου αρκετοί διανοητές και λογοτέχνες πλέουν σε πελάγη ευτυχίας της
προγονικής τους κληρονομιάς και μόνο. Για την προσωπικότητα του Καζαντζάκη για
φίλους και αρνητές της γραφής του, μάλλον ταιριάζει αυτό που μας λέει ο Γιάννης Ψυχάρης στον ιδανικό
γλωσσοπλάστη ποιητή του: «Να είσαι καλός και γενναίος. Μη φανείς με το παραπάνω
σκληρός για τις κακορίζικές μου αυτές τις δοκιμές, για την προσπάθεια και τον
κόπο μου, γιατί, να σου πω, ό,τι δε μου έδωσε η φύση, δεν το φταίει η καρδιά
μου. Είχα προαίρεση καλή, αν και δεν πέτυχα, σαν που θα πετύχεις». Ο
Καζαντζάκης όμως και σαν άτομο και σαν ποιητής –δημιουργός παρά τις αρνητικές
φωνές του που δεν τον αποδέχτηκαν, πέτυχε περίτρανα. Έγινε όχι δίχως αγώνα και
ατομικές του θυσίες, στερήσεις και αδιέξοδα ένας από τους σημαντικότερους και
επιφανέστερους ποιητής της πατρίδας μας, διαμορφωτής και πλάστης, διδάσκαλος
του λαού του. Έπραξε το χρέος του που είχε βάλει στον εαυτό του, το καθήκον
του, υπήρξε ένας πραγματικός δάσκαλος, ίσως και οδηγός του έθνους του. Η φωνή
ενός παλαιού προφήτη ο οποίος επιμένει να μας μιλά με την παλαιά γλώσσα της
αποκάλυψης και όχι της «λογικής επιχειρηματολογίας και της πολιτικής
προπαγάνδας». Δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Παντελή Πρεβελάκη, στο μελέτημά του «Καζαντζάκης. Ο Ποιητής και το
ποίημα της Οδύσσειας», εκδ. Εστία, χ.χ., σελ. 37: «Ο Καζαντζάκης μου φάνηκε,
από την πρώτη στιγμή, σαν ο μόνος ζωντανός μέσα σ’ έναν κόσμο από ίσκιους. Η
παρουσία η δική του ηχούσε για την ακοή μου σαν πανοπλία.». Είτε στις
συγγραφικές του επιτυχίες είτε στις δημοσιογραφικές «αποτυχίες» του, παρέμεινε
πάντα ο ίδιος. Ένας Salvatores του Θεού και του Ανθρώπου ομού. Ακόμα και οι αντιφάσεις του,
δηλώνουν ξεκάθαρα την ακόρεστη επιθυμία του να κάνει την ύλη πνεύμα, δηλαδή να επανενώσει
τα σκόρπια σπαράγματα του Μύθου σε ενιαίο πορτραίτο της Ιστορίας. Να ταυτίσει
το Πρόσωπο με την Σκιά του. Το κατηγορούμενο με το κατηγόρημα, το σημαίνον με
το σημαινόμενο. Την περιπέτεια της σκέψης με την περιπέτεια των λέξεων. Την
θεωρία με την πράξη, την ύλη με το πνεύμα πάνω από την άβυσσο. Το άφατο
ενεργούμενο μυστήριο της ζωής με την χαρακτηριστική απεικόνιση της μυσταγωγίας της
φανέρωσης της γλώσσας κάθε στιγμή για κάθε ύπαρξη. «Πράξις εστί θεωρία
ενεργουμένη και θεωρία εστί πράξις μυσταγωγουμένη» μας λέει ένας νηπτικός
εκκλησιαστικός ποιητής της ορθόδοξης παράδοσης. Άπειρες, αναρίθμητες οι εγκολπώσεις των παγκόσμιων ιδεών στα βιβλία
και τα γραπτά του. Παγκόσμιες Ιδέες, Σκέψεις δημιουργών, βιβλία, αποκόμματα από
ειδήσεις, φιλοσοφικές περιπλανήσεις, γεγονότα, συμβάντα, άνθρωποι, ζώα, φυτά,
τόποι, δράσεις και στάσεις, γλώσσες πανάρχαιες και σύγχρονες κάθε τι που αφορά
τον Άνθρωπο και την ιστορία του, τα πολιτιστικά επιτεύγματά του περνούν μπροστά
από τα μάτια μας, περιέχονται μέσα στα βιβλία του, τα γραπτά του. Τίποτα δεν
πάει χαμένο στον λόγο του, την φωνή του. Λαλιά πολλών ανθρώπων τα έργα του
συγχώνευση αναρίθμητων ιδεών η «σβούρα» σκέψη του. Άρρηκτη η σχέση του με την Αρχαία
Ελληνική Γραμματεία, ποίηση και φιλοσοφία, δράμα, στενές οι σχέσεις του με την
κοσμοθεωρία και το κοσμοείδωλο του Βουδισμού, έκδηλο το ενδιαφέρον και το
«φλερτ» του, η ερωτοτροπία του (μας λένε οι μελετητές του) με τον Μαρξισμό, (αν
και δίσημες τελικά οι θέσεις του για την ιστορική του εξέλιξη και εφαρμογή στην
τότε Ρωσία. Απογοητεύτηκε γρήγορα από την επίσημη γραφειοκρατία) την Πολιτική
εν γένει ως υλοποίηση της μεταφυσικής μελλοντολογίας της ανθρωπότητας, των
κοινωνικών του οραμάτων και αναμορφωτικών προθέσεών του. Ιδεολόγος και
ονειροπαρμένος σωτήρας του ανθρώπινου γένους, δεν το κρύβει. Πλάσμα με
αντιλήψεις και θέσεις πέρα από τον κοινό καθημερινό νου. Ήθελε όπως αναφέρει σε
γράμματα του, να μάθει την τέχνη του μαραγκού, να μεταβεί στην κομμουνιστική
Ρωσία και να γίνει κήρυκας των νέων εξελίξεων, προπαγανδιστής των καινούργιων
επαναστατικών ιδεών. Και μόνο ότι το αναφέρει, το γράφει και θεωρεί δεδομένη
την εμπιστοσύνη των τότε ηγετικών ομάδων της ΕΣΣΔ στο άτομό του, ότι θα
εμπιστεύονταν έναν άγνωστο και όχι αναγνωρισμένο έλληνα συγγραφέα και θα του
επέτρεπαν να προπαγανδίσει σε χωριά και πλατείες στους ρώσους μουζίκους, και
ρωσικό λαό την κόκκινη επαναστατική ιδεολογία, είναι κάτι που μόνο ένας «σαλός»
όπως τον ορίζει η χριστιανική θρησκευτική παράδοση θα μπορούσε να λογιστεί.
Ένας έλληνας «στάρετς» στις κόκκινες στέπες. Δεν ξέρεις αν πρέπει να τον
θαυμάσεις ή να τον θεωρήσεις ονειροπαρμένο, όταν μάλιστα γράφει: Πώς θα πάω στη
Ρουσία, πώς θα ενεργήσω, πώς θα μιλήσω στους ανθρώπους, δεν ξέρω. Κάποτε
οράματα επικά και παράφρονα γεμίζουν το μυαλό μου». Βλέπε Π. Πρεβελάκης σελίδα
25. Ένας «Θεοφάνης ο Έλληνας» της κόκκινης επαναστατικής διδασκαλίας.
Ακόρεστη η
μεσσιανική του δίψα, ισχυρός ο απαισιόδοξος τόνος και χρωματισμός της φωνής του,
διάχυτος μέσα στην γραφή του ο μηδενισμός του (αρδεύσεις ιδεολογικών, πολιτικών
και των ιδεών κινημάτων, φιλοσοφικών και θεοσοφιστικών ακουσμάτων, θρησκευτικών
δοξασιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο εκείνη
την περίοδο) ξεδιπλώνεται στα δύο σημαντικά του κύρια έργα, την «Ασκητική» ένα είδος απόκρυφου
ευαγγελίου- μανιφέστου του μέλλοντος, και το ποιητικό της άπλωμα, το τιτάνιο έργο
του «Οδύσσεια». Ένας περίπλους της
ανθρωπότητας από την άβυσσο προς το χάος, της ζωής προς τον θάνατο, της σκέψης
προς το μυστήριο της γλώσσας. Την Οδύσσεια, είναι αδύνατον ο αναγνώστης να την
συλλάβει, κατανοήσει στην ολότητά της μας λέει ένας σύγχρονος μελετητής του ο
καθηγητής Β. Καραλής. Η Οδύσσεια δεν είναι απλά ένα ολοκληρωμένο συγγραφικό
επίτευγμα, μία οργανωμένη καλών προθέσεων οχλαγωγία, μέσα στην παντογνωσία της
εικονοποιίας της σιωπής του Κόσμου. Ένας «αλλόκοτος» ποιητικός λόγος που
υπερβαίνει τις προσδοκίες και συγγραφικές του φιλοδοξίες. Η ιχνογράφηση των
ηθικών αρετών του. Είναι αυτό που σε προηγούμενο Καζαντζακικό σημείωμα ανέφερα
διαβάζοντας και εξακολουθώ να διαβάζω σταδιακά τις 24 Ραψωδίες της. Κάθε
Ραψωδία -φέρει και από ένα γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου-, είναι και ένα μικρό
ποιητικό Έπος. Είναι πολλά μικρά ποιητικά έπη μαζί η Οδύσσεια. Κάτι αξεπέραστο
ακόμα και στις μέρες μας, κανείς δεν το επανατόλμησε. Ένας άθλος που θα έκανε
τον αμερικανό ποιητή και πεζογράφο Έντγκαρ
Άλλαν Πόε, να αναθεωρήσει την άποψή του ότι ο κόσμος μας δεν σηκώνει, δεν
γράφει πια ποιητικά έπη, αρέσκεται σε μετρήσιμες ποιητικές λυρικές μονάδες,
σύντομες και ολιγοσέλιδες. Ένας Κόσμος
μαχών, πνευματικών διαξιφισμών, ένα κόσμημα γαϊτανάκι είναι ο κόσμος του Ν.
Καζαντζάκη, ένα ανθρώπινο τσίρκο φυλών, εθνοτήτων, λαών εν δράση, ηπείρων,
μεταφυσικών δοξασιών πάνω στην σκηνή των
επαναλαμβανόμενων και ανανεωνόμενων προσωπείων του Θανάτου. Τα διαδραματιζόμενα
του «Τιτανικού» της γραφής πριν συναντήσει το παγόβουνο της λήθης. Η Οδύσσεια είναι
η σύνθεση μιάς πολύ μυθοπλασίας, μιάς επαναλαμβανόμενης ηρωικής καταστροφής της
ανθρώπινης φυλής, όπως την διασώζει η μνήμη χαρισματικών και χρηστών ατόμων
όπως ο έλληνας γραφιάς Νίκος Καζαντζάκης. Είναι ο πλούτος της οικοδόμησης της
λογογραφικής ψευδαίσθησης της ελπιδοφόρας κατάκτησης της απόλυτης ελευθερίας. Η
έλλειψη φόβου μπροστά στο Φόβο. Ο μυθιστορηματικός του λόγος είναι μάλλον κατά
κύριο λόγο η αυτοβιογραφία της Κρητικής του ράτσας, της οικογένειάς του. Τα
Θεατρικά του έργα είναι τα πρότυπα αγώνων, τα σύμβολα της δικής του ερμηνείας
του Βυζαντινού, του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Τα Ταξιδιωτικά του, αν και φέρουν
την δημοσιογραφική επαγγελματική σφραγίδα είναι αριστουργηματικά, πολύχρωμα
ταμπλό, θαυμάσιες περιγραφές και απεικονίσεις ανθρώπων, τόπων, περιοχών,
ιστορικών μνημείων, κάστρων, περιπετειών του ελληνισμού μέσα στον χρόνο. Τρείς
φορές ταξίδεψε στην Ισπανία. Επισκέφτηκε το θεοβάδιστο όρος του Σινά, την
Κύπρο, τον Μυστρά του Πλήθωνα του Γεμιστού, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Βιετνάμ.
Μια ταξιδιωτική εκπληκτικών διαστάσεων λογοτεχνία που, συναγωνίζεται περιγραφές
του Φώτη Κόντογλου, αφήνει πίσω της μάλλον τις ταξιδιωτικές αναμνήσεις του
ποιητή Κώστα Ουράνη, του Πέτρου Χάρη, του Σωτήρη Σκήπη, της Μαρίας Περικλή
Ράλλη, του Κύρου, και πολλών άλλων. Η Αναφορά του στον Γκρέκο δεν έχει τίποτα
να ζηλέψει από τις Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου. Είναι η δική του οφειλή
στον ζωγράφο πρόγονό του Οι ποιητικές του Τερτσίνες, μιμούνται επιτυχημένα τον
Δάντη. Τίποτα το αποξηραμένο, το λεμφατικό, το στεγνό στον λόγο του, τίποτα το
απλήγωτο στην γραφή του, στην άφθονη λυρικότητα των εικόνων του, έστω και αν
επαναλαμβάνεται πολλές φορές κουραστικά, έστω και αν επικαλύπτουν η μία την
άλλη με μεγάλες της γραφής ταχύτητες οι ιδέες του. Η ματιά του πάντα λαμπερή,
φωτεινή ακόμα και μέσα στην σκοτεινότητά της. Ακόμα και όταν έχασε την όρασή
του από το ένα του μάτι εξακολούθησε να παραμένει στρατευμένος στον στόχο του,
το καθήκον του, την ιστορική του αποστολή όπως ο ίδιος είχε επιβάλλει στον
εαυτό του. Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν γράφει μόνο για το δικό του «εγώ» γράφει για
τα «εγώ» ολάκερης της Ανθρωπότητας και του κάθε Ανθρώπου ξεχωριστά. Είναι η
γλωσσική αυτοβιογράφηση και εξομολόγηση της ανθρώπινης φυλής, όπως δεν το
κατόρθωσε ούτε ο Τζέημς Τζόυς στο βιβλίο του «Οδυσσέας», ούτε το επεδίωξε ο
άγγλος ποιητής Τέννυσσον στο μικρόστιχο ποίημα του «Οδυσσέας». Είναι ο μετά
Ομηρικός άνθρωπος που συνεχίζει το ταξίδι του μετά τον σταθμό της Ιθάκης μέσω
άλλων εξωτικών και παράξενων τόπων, πολιτισμών και ανθρώπων προς την Άβυσσο.
Ενδέχεται, ακόμα, και η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό αλφάβητο στους χιλιάδες
συνδυασμούς του να μην του αρκούσαν, να στένευαν το Κρητικό Μονιά. Ο
Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης συνέχισε το ταξίδι μέσω των
ηδονικών στιγμών, των ομοφυλόφιλων εμπειριών του-εξομολογήσεών του, ο Κρητικός
ποιητής συνέχισε το μοναχικό ταξίδι μέσω της γλώσσας, της μυθοπλασίας, της
γραφής. Από την άλλη, ασφαλώς, ο Θεός του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι ο Θεός των
Χριστιανών, ο ιδεότυπος της Εκκλησίας Χριστός, των ιερέων, μοναχών και των
θεολόγων, από αυτόν ο Καζαντζάκης κράτησε την καθαρότητα της σταυρικής του
θυσίας, του άσπιλου αγώνα του, το άδολο των προθέσεών του, την παραβολική του
διασωθείσα ευαγγελική παρουσία, την διδαχή συγχώρεσης και ελεημοσύνης του Υιού
του ανθρώπου ως παγκόσμια πρόταση, σύμβολο της Νέας Ζωής, της Νέας πορείας του
κόσμου του Θεού μέσα στην Ιστορία. Ο Θεός, μέσω του Ιησού εισβάλει μέσα στην
Ιστορία με την σταύρωση και ανάσταση του γιού του. Όπως τα παλαιά χρόνια ο
θάνατος του Διονύσου έδωσε στην ανθρωπότητα την οργιαστική της χαροποιό και
ελπιδοφόρα διάθεση. Ο Χριστός είναι το σύμβολο της υπέρτατης ασκητικής
τελειότητας ως θυσία, ως σταύρωση νίκης του θανάτου. Η διδασκαλία των
μακαρισμών, το δάκρυ της απόγνωσης στον κήπο της Γεσθημανής, οι τελευταίες
στιγμές πάνω στο σταυρό, ο μητρικός πόνος, ο όξος και η χολή το θρησκευτικό
σκηνικό και εκκλησιαστικό σκηνικό είναι γνωστά και αγαπητά, αρεστά στον
Καζαντζάκη. Γίνηκαν μοτίβα της γραφής του, των μυθιστορημάτων του. Προθέσεις
αναβίωσης και «εκσυγχρονισμού», αναβάπτισης μιάς παλαιότερων θρησκευτικών
μυστηριακών παραδόσεων θρησκεία. Ο Καζαντζάκης υπήρξε ένας μοναχός με μοναστήρι
εγκαταβίωσής του τον Κόσμο όλον. Ένα κελλί ο Κόσμος για τον Καζαντζάκη και
αυτός από το μικρό παραθύρι του προφητεύει. Ο Καζαντζάκης θέλησε να αναβιώσει την
χριστιανική θεολογική παράδοση, να της προσφέρει καινούργια φιλάνθρωπη
ενδυμασία, φωνή και σεβασμό. Να την απαλλάξει από βυζαντινότροπες αγκυλώσεις
και αναφορές, να της μεταδώσει την παγκοσμιότητα που της αξίζει. Να κρατήσει
ζωντανό έναν παραμυθιακό μύθο της δυτικής ιστορίας, της λευκής φυλής που είχε
αρχίσει εδώ και αιώνες να ξεφτίζει, να κακοφορμίζει εκκλησιαστικά, να
αλλοιώνεται πνευματικά από νομικίστικα επιχειρήματα, να παρερμηνεύεται η
αυθεντική του μηνύματός του κοινωνική αλήθεια, στο όνομα διαφόρων αποσχιστικών
ιδεοληψιών, φανατικών δογμάτων, μιάς συνοδικής κανονολογίας της ανθρωπολογίας
της πίστης που υπηρετούσε και εξακολουθεί να υπηρετεί τις δυνάμεις του εκάστοτε
κοσμικού Καίσαρος. Η μετατροπή των λαϊκών παραβολών θρησκευτικής παραμυθίας και
μεταφυσικής παρηγοριάς σε απαγορευτικά μανιφέστα και κακώσεις μιάς μονοδιάστατης
και μοναδικής αλήθειας προβολής στις συνειδήσεις των φοβισμών ανθρώπων. Οι
πολλές μονές ελευθερίας και αυτεξουσιότητας στον οίκο του πατρός μου,- για να
παραλλάξω το του Αποστόλου Παύλου-κατάντησαν άπειρα κελιά και κρεμαστές
αυτοκρατορικές σκήτες μιάς μαυροφορεμένης κρατικής και εξουσιαστικής
προπαγάνδας φόβου και δικαίωση στην άλλη ζωή. Τα μαύρα πέπλα της Ιστορίας
αγνοούνται, παραμερίζονται για να προβάλλουν τα ίδια και τρομερότερα της Μεταφυσικής.
Ο θάνατος μέσα στην Ιστορία για αιώνες αντιμετωπίστηκε σαν απομάκρυνση του
ανθρώπου από το θεϊκό της σωτηρίας σχέδιο, και όχι σαν ένα φυσικό φαινόμενο,
μία συνέχεια της εξέλιξης της ίδιας της ζωής. Μετατονίστηκε η ερμηνεία της
αποδοχής του για να στηθεί το θρησκευτικό οικοδόμημα, όποιου δόγματος και
θρησκείας. Ο Καζαντζακικός Θεός, δεν είναι να επαναλάβουμε, ο χριστιανικός Θεός
των παλαιών γραφών, ο Χριστός έκανε το καθήκον του και ξεχάστηκε σταυρωμένος
πάνω στα κτηριακά ψηφιδωτά των μεγαλόπρεπων ναών, τα βιτρό των εκκλησιών, στις
αγιογραφίες των ναών. Στα αγαλματικά κτερίσματα που, όπως μας έδειξαν οι νέες
συνθήκες της πολιτικής ιστορίας εύκολα σκεπάζονται ακόμα και ως πολιτιστικά μνημεία της ανθρωπότητας.
Παρόλα αυτά οι αναζητήσεις και ο Θεός του Νίκου Καζαντζάκη, είναι ένας νέος
Θεός μέσα σε έναν άθεο Κόσμο, πράγμα που δεν κατανοούν ή αποδέχονται οι
επίσημοι θεολόγοι και χριστιανοί ομολογητές. Είναι ο άσβεστος της ψυχής πόθος
ενός ένθεου μύστη της αγωνίας και του αγώνα του καθόλου Ανθρώπου για λύτρωση
στο ενθάδε και όχι το επέκεινα. Έστω αν θέλετε, είναι η περιπέτεια της αέναης
αναζήτησής του, μια και κατά τις απόψεις του Καζαντζάκη οι άνθρωποι ζούνε
αυταπατώμενοι τόσο από κυβερνητικές- πολιτικές όσο και από εκκλησιαστικές
εξουσίες και μορφές διακυβέρνησης. Δεν είναι θεοκεντρικός ο κόσμος του
Καζαντζάκη είναι ανθρωποκεντρικός, ή μάλλον στεριώνεται πάνω στην δική του
διφυή αξονική αγωνιστική διαδρομή. Φθαρτή ύλη και αιώνιο πνεύμα, μια «μανιχαιστική»
αντίληψη που πρέπει να γεφυρωθεί. Η νέα ιστορική αναγκαιότητα εξαρτάται καθαρά
και μόνο από τι στάση θα κρατήσει ο Άνθρωπος και όχι το αντίστροφο μια και η
θεία ενέργεια έχει συγχωνευτεί με την ανθρώπινη και «απώλεσε» την αυτοτέλειά
της. Ο Μύθος έγινε ένα με την ιστορική πραγματικότητα. Ο Άνθρωπος «σώζει» τον
Θεό και τον Μύθο του στον ανηφορικό του δρόμο και όχι το αντίθετο, και
δυστυχώς, η αναζήτηση της παρουσίας του Θεού μέσα στον Κόσμο, σημαίνει διαρκώς,
επαναβεβαιώνει την διαρκώς παρούσα Απουσία του. Ότι είχαν να μας προσφέρουν το
πρόσφεραν οι παλαιοί Θεοί μέσα από τις φυσικές και κοσμολογικές εμφανίσεις και
μεταλλάξεις τους στην Ιστορική εξέλιξη του Σύμπαντος και των διαφόρων ειδών και
κατηγοριών Ζωής που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε. Το ίδιο και ο Θεός των Ιουδαίων
και των Χριστιανών και η παγκοσμιότητα των μηνύματά του. Ο Πειρασμός πάνω στο σταυρό-έστω
και ως φανταστικό όνειρο-είναι η κατοχύρωση του Τετέλεσται, ότι τώρα όλα Ξανά αρχίζουν.
Η ανθρωπολογική οντολογία του Νίκου Καζαντζάκη δεν περικλείεται μέσα στα
στεγανά καμίας θρησκευτικής δοξασίας και των παραδόσεών τους, είναι ένα άλλου
είδους άθλημα, ένας θρησκευτικός στοχασμός άλλου ανθρωπιστικού βεληνεκούς, μιάς
καινούργιας θέασης της ιστορικής και συμπαντικής πραγματικότητας, του νέου
Κόσμου που γεννιέται πάνω στα χαλάσματα και τις στάχτες του παλαιού. Είναι η
μεταιχμιακή Κραυγή της Ανθρωπότητας όπως την συνέλαβαν οι αντένες του μυαλού και
της σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη στους καινούργιους ιστορικούς σπασμούς της
αλλαγής της. Είναι η μαρτυρία της ελληνικής γλώσσας στο άνοιγμα των διαστάσεών
της και της παγκόσμιας αναμέτρησής της με τον κόσμο των παγκόσμιων Ιδεών τον
προηγούμενο αιώνα. Το ξεπέρασμα του Ορφισμού που δεν πέτυχε ο Άγγελος Σικελιανός, η υπέρβαση της πατριδολατρίας του Κωστή Παλαμά, η διεύρυνση των στοιχείων της Ελληνικότητας του Ίωνος Δραγούμη. Η παγκοσμιότητα του
Ελληνισμού όχι ως πρόταση ηδονής όπως στον Αλεξανδρινό
αλλά ως ελληνικής οντολογίας, ως πνευματική κατάσταση πέρα από αυτοκρατορικά και
εθνικά μόρφωμα μέσα στην πορεία της Ιστορίας. Ο έλληνας λόγος στο παγκόσμιο υφαντό
που υφαίνεται με τις κλωστές του ελληνικού αλφαβήτου. Τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη
σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι είναι ζωή και τι θάνατος, τι γλώσσα και τι άμεση εμπειρία.
Τι διασώζεται στον χρόνο, η μνήμη ή οι λέξεις. Ο θεός αξίζει τον αγώνα και την αγωνία
μας ή η γραφική του αναπαράσταση;
Ο Γιώργος
Ε. Στεφανάκης, στην κατά διαστήματα Καζαντζακική αρθρογραφία και
σχολιογραφία του, καταπιάνεται και με το ζήτημα της Καζαντζακικής γλώσσας, την
ξεχωριστή και ιδιαίτερη χρήση της διευρυμένης Δημοτικής γλώσσας και έκφρασης
στις πανελλήνιες διαστάσεις της, στην διάσωση της ευρύτητας των στρωμάτων του λεξιλογίου
της, κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο για έλληνα συγγραφέα της εποχής του, ακόμα και
των θιασωτών του κινήματος των Δημοτικιστών, του Κρητικού Εκπαιδευτικού Ομίλου
που ο Καζαντζάκης υπήρξε μέλος και υποστηρικτής του. Μία δημοτική γλώσσα με
πολύχρωμες πτυχώσεις, περιφερειακές γεωγραφικές λεκτικές «σούρες», ηχητικές
τσακίσεις, εσωτερικής ρυθμολογίας και μουσικότητά της, ξεχωριστής ορθογραφικής τυπολογίας
και ακριβολογίας των εννοιών της. Προτάσεις ελληνικής γλωσσικής εκφοράς (που,
αμφιβάλω αν κατόρθωσε να ακούσει άλλος έλληνας ή ελληνίδα συγγραφέας) που αλήθευαν-
αυτός ο ανεξάντλητος θησαυρός- ως ομιλούσα πρόταση ζωής και σχέσεων
ιστορικότητας του βίου του έλληνα ανθρώπου και της παράδοσης του Ελληνισμού
στην διαχρονία του. Ένα αλφάβητο (φωνητικό μόνο;) αθησαύριστων ακουσμάτων,
ενδέχεται και αταξινόμητης λαϊκής μεθοδολογίας στην δημόσια χρήση του. Ίσως, θα
αποτολμούσαμε την άποψη, ότι κατά βάθος, ούτε ο Νίκος Καζαντζάκης να μας
απάντησε ξεκάθαρα στην ερώτηση αν ο χαρακτήρας και η ταυτότητα του ανθρώπου
καθορίζει την ομιλούσα γλώσσα του και την όποια καθαρότητά της, την ευκρίνειά της
την συμβολιστική της ή η διασωθείσα μέσα στον χρόνο γλώσσα καθορίζει την
φυσιογνωμία του ανθρώπου και τις διαπροσωπικές και κοινωνικές του σχέσεις,
φιλοτεχνεί την παρουσία του. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο μπορεί να
τεθεί για κάθε κλασικό έλληνα ή μη δημιουργό.
Ο Γιώργος Ε.
Στεφανάκης, όπως και άλλοι ερευνητές του Καζαντζάκη ασχολείται και με την σχέση
του με το άλλο φύλο, τους δύο του γάμους του και τι είπαν για αυτόν, πως τον
σκιαγράφησαν στα βιβλία και τα δημοσιεύματά τους, τον παρεξήγησαν ακόμα και οι
κοντινοί του άνθρωποι. Μας μιλά για την ανεξικακία του, την δημόσια υπερήφανη
στάση που κράτησε απέναντι σε έλληνες λογίους και διανοούμενους της εποχής του
που τον αμφισβήτησαν, τον αρνήθηκαν, τον απέρριψαν, τον πολέμησαν σαν λογοτέχνη,
σε σημείο η χώρα μας να χάσει ένα ακόμα Λογοτεχνικό Νόμπελ, το πρώτο της. Παρόμοια
αρνητική αντιμετώπιση έτυχε από διάφορους κύκλους και ο ορφικός ποιητής Άγγελος
Σικελιανός συνταξιδιώτης του Ν. Κ. στην επίσκεψή τους στον Άθω. Στην σχετική αρθρογραφία
της εποχής αλγεινή εντύπωση μας κάνει και η επίσημη στάση της Εκκλησία της
Ελλάδος, η οποία ζήτησε να αφοριστεί. Συντηρητικοί και ακραίοι φανατικοί
κύκλοι, θεολόγοι καθηγητές και θεολογικές σχολές, έγραψαν και εξέδωσαν βιβλία
εναντίον του. Βλέπε μεταξύ άλλων το πρόσφατο βιβλίο του Κωνσταντίνου Δωρ. Μουρατίδου, καθηγητού πανεπιστημίου προέδρου της
«πανελληνίου ενώσεως Θεολόγων» με τίτλο: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» «Από τον
σιωνιστικό πολιτιστικό υπόκοσμο του Λος Άντζελες», Αθήνα 1988, σ.66. Ανάτυπο
από το περιοδικό της Π.Ε.Θ. «Κοινωνία» τχ.4, έτος ΛΑ, 10, 11,12, 1988.για να
σταθώ παραδειγματικά σε ένα μόνο βιβλίο το οποίο προέρχεται από θεολόγο
πανεπιστημιακό. Σίγουρα πάντως το δακρύβρεχτο Τζεφιρελλικό κινηματογραφικό
κατασκεύασμα συγκινεί περισσότερο από την αριστουργηματική Παζολινική εκδοχή
των Θείων Παθών, ή την ελληνική ταινία Κρανίου Τόπος. Τα κατηχητόπουλα-
χριστιανόπουλα νανουρίζονται με την «προς τη Νίκη» και τις αρές του
«λιβελλοπράγμονος μοναχού» για να θυμηθούμε και το εξαιρετικό «Καταφύγιο Ιδεών»
του Χρήστου Γιανναρά, και να φέρουμε στο νου τις κινηματογραφικές εκδοχές του Ζυλ Ντασέν και του Μιχάλη Κακογιάννη. Ορισμένοι μητροπολίτες των δεκαετιών εκείνων τον
εξέδωσαν (τον αφορισμό) με υπερηφάνεια, εξέδωσαν αχαρακτήριστες εγκυκλίους με
την συνεργασία πολιτικών και κυβερνητικών παραγόντων. Η τότε ηγεσία της
αρχιεπισκοπής της Εκκλησίας της Αμερικής συνυπέγραψε κείμενα για την δίωξή του.
Η δε Καθολική Εκκλησία από την άλλη, συμπεριέλαβε βιβλία του Καζαντζάκη στον
Κατάλογο των απαγορευμένων της. Εκκλησιαστικές πρακτικές και αντιλήψεις που
θύμιζαν ανάλογες περιπτώσεις όπως του πεζογράφου Εμμανουήλ Ροΐδη, του Ανδρέα Λασκαράτου κλπ. Κληρικοί της ελλαδικής
εκκλησίας ζητούσαν να μην μεταφραστούν
μυθιστορήματά του στα ελληνικά που είχαν γραφτεί στα γερμανικά ή τα γαλλικά. Δεν
δέχτηκε η ιερά σύνοδος να συνοδευτεί η σορός του από εκκλησιαστικό εκπρόσωπο,
να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης κατά την μεταφορά
του από το εξωτερικό και την ταφή του στην Κρητική γη. Φωτεινή εξαίρεση ο
οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας,
(που υποστήριζε και υπερηφανεύονταν ότι είχε δίπλα του τα έργα του Ν. Κ.) ο
πρωτοπρεσβύτερος και θεολόγος Γεώργιος
Πυρουνάκης που τον υπερασπίστηκε δημόσια, και ελαχιστότατες εξαιρέσεις
θεολόγων προερχόμενων από τους χριστιανικούς- πολιτικούς κύκλους του
αντιστασιακού και αντιχουντικού Νίκου
Ψαρουδάκη. Το θλιβερό σε αυτές τις αχαρακτήριστες και αφιλάνθρωπες
κληρικαλιστικές ενέργειες και επίσημες εκκλησιαστικές περιπτώσεις είναι το
γεγονός,-όπως και στην κατοπινή συνεργασία της επίσημης ελλαδικής ορθόδοξης
εκκλησίας με το επτάχρονο τυραννικό στρατιωτικό καθεστώς,-ότι ποτέ δεν έκαναν
μία αυτοκριτική οι επίσημοι ταγοί, στις αρνητικές και επικίνδυνες για τον
ελληνικό λαό ενέργειές τους, το ίδιο ισχύει και για τους αγιορείτες μοναχούς, τους
τρείς συνοδικούς μητροπολίτες του Κυπριακού Ελληνισμού που έχουν και εκείνοι το
μερίδιο της ευθύνης τους στο πραξικόπημα εναντίον του προέδρου αρχιεπισκόπου
Μακαρίου και την στρατιωτική τούρκικη εισβολή και κατοχή κατόπιν. Και έπειτα
αερολογούν από άμβωνος περί Χριστού και…. άλλα θεολογικά τινά και τσιτάτα. Οι άνθρωποι
μπορεί να λησμονούν και να συγχωρούν η Ιστορία όμως όχι. Παρενθετικά να
αναφέρουμε έναν σύγχρονο τίτλο σχετικού μελετήματος για την στάση της επίσημης
εκκλησίας κατά την περίοδο της δικτατορίας. Το βιβλίο είναι του κυρίου Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου, γνωστού
ορθόδοξου χριστιανού συγγραφέα: «Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο
της δικτατορίας (1967-1974)», εκδόσεις Ψηφίδα, Αθήνα 2004, σελ. 154. Αυτά για
τους εκκλησιαστικούς μεγαλόσχημους της Κρήτης που αρνήθηκαν να κηδέψουν
χριστιανικά όπως τους ζήτησαν οι γονείς της έφηβης κοπελίτσας που έχασε την ζωή
της δίχως να είναι επιβεβαιωμένο αν αυτοκτόνησε ή παραπάτησε και έπεσε. «Άλαλα
τα χείλη των ευσεβών». Πάντως για την ιστορία της υπόθεσης, υπέρ του Νίκου
Καζαντζάκη και της υπεράσπισής του, αυτού του άπληστου για περιπέτεια και γνώσεις
έλληνα συγγραφέα, του αναζητητή της μεταφυσικής και θρησκευτικής αγωνίας του
ανθρώπου στάθηκε ένα μέλος της τέως ελληνικής βασιλικής οικογένειας, η
ψυχαναλύτρια πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, μαθήτρια του ποιητή Ανδρέα
Εμπειρίκου. Έπειτα από δικές της ενέργειες και παρεμβάσεις ο Νίκος Καζαντζάκης
«γλύτωσε» τα χειρότερα από το επίσημο κράτος και το πνευματικό και
εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του. Από τους έλληνες πολιτικούς της
εποχής ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος
και ο Γεώργιος Παπανδρέου
αντιμετώπισαν θετικά την δημόσια εμφάνιση, την γραφή του, την περίπτωση του
Νίκου Καζαντζάκη και τον υποστήριξαν. Παράξενο ή όχι υπέρ του Καζαντζάκη στάθηκαν,
ο βουλευτής Χανίων Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης, ο πειραιώτης βουλευτής Τάσος
Βουλούδημος και το δημοσιογραφικό επιτελείο της εφημερίδας «Ελευθερία» και διαφόρων Κρητικών
τοπικών εντύπων. Οι ελάχιστοι έλληνες βουλευτές των Φιλελευθέρων της εποχής τον
υπερασπίστηκαν μέσα και έξω από την ελληνική βουλή. Αμφιταλαντευόμενη υπήρξε η
στάση των κομμουνιστών- αριστερών διανοουμένων απέναντι στα βιβλία του. Θετική
η κρίση του Μάρκου Αυγέρη, με
επιφυλάξεις η ματιά του Κώστα Βάρναλη,
με ενστάσεις τα κριτικά σημειώματα της Έλλης
Λαμπρίδη, ας μου επιτραπεί η έκφραση, αχαρακτήριστη η άποψη του ποιητή και
Σαιξπηρικού μεταφραστή κομμουνιστή Βασίλη
Ρώτα στην ανάγνωσή του της «Οδύσσειας», ταλαντευόμενη και η κρίση του
νέστορα κομμουνιστή ηγέτη Ηλία Ηλιού.
Λανθασμένη και μεροληπτική η ματιά του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (στο
βιβλίο του για τον Ν. Κ.) όσον αφορά τις σχέσεις του Καζαντζάκη με τις
γυναίκες, χλωμό το βλέμμα της πρώτης του συζύγου, της πεζογράφου Γαλάτειας Καζαντζάκη στο δικό της
βιβλίο «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι». Σταθεροί και πιστοί υποστηρικτές του, ο
Λευτέρης Αλεξίου, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Αιμίλιος
Χουρμούζιος, ο Πέτρος Χάρης, ο Άγγελος Τερζάκης και άλλοι. Και φυσικά, ο
ελληνοαμερικανός ποιητής και δάσκαλος της αγγλικής ποίησης Κίμων Φράιερ, ο οποίος μετέφρασε το ωκεάνειο ποιητικό του έπος
«Οδύσσεια» στα αγγλικά για το αμερικάνικο- αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό και
διέδωσε τον λόγο και τη φωνή, την σκέψη και τις ιδέες του Νίκου Καζαντζάκη στον
δυτικό κόσμο, πέρα από τα όρια της επικράτειας της ελληνικής γλώσσας. Αντίθετα
από έλληνες λογοτέχνες (όπως συνηθίζεται), ο Νίκος Καζαντζάκης σαν συγγραφέας
και στοχαστής, πρώτα αναγνωρίστηκε, αγαπήθηκε, «δοξάστηκε», συζητήθηκαν τα
βιβλία του στο εξωτερικό και κατόπιν στην πατρίδα του-μας. Η αναγνώριση και
αποδοχή του προήλθε πρώτα από το αναγνωστικό κοινό και τους ανθρώπους των
γραμμάτων του εξωτερικού (Βόρεια και Νότιο Αμερική, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία,
Άπω Ανατολή) και μετά από τους δικούς μας νέους και μεγαλύτερης ηλικίας
αναγνώστες. Παρά την πρώιμη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα ως γραφιάς βλέπε
τα πρωτόλειά του «Όφις και κρίνο», «Σπασμένες ψυχές» κ. ά. ως μεταφραστής σε
διάφορους εκδοτικούς οίκους για καθαρά επαγγελματικούς λόγους, σαν περιηγητής
δημοσιογράφος, την συγγραφή σχολικών βιβλίων ο Καζαντζάκης μόνο όταν διένυσε
την μέση ηλικία της ζωής του κατόρθωσε να αναγνωριστεί και να προσεχθεί η γραφή
του στην χώρα μας. Ακόμα και στα αναγνωστικά χρόνια της γενιάς μου, μετά την
μεταπολίτευση του 1974, παρά του ότι κυκλοφορούσαν ελεύθερα τα βιβλία του από
τις εκδόσεις της Ελένης Ν. Καζαντζάκη, αφήνοντας πίσω τις παλαιότερες εκδόσεις
του Δίφρου του Γιάννη Γουδέλη και του Γεωργίου Φέξη και άλλων, διαβάζαμε
δημοσιεύματα και ακούγαμε φωνές οι οποίες αρνιόντουσαν τα έργα του, τον
πολεμούσαν σαν άθεο ή αντίθεο, αντεθνικό δρώντα και ανθέλληνα συγγραφέα. Τα
κριτήρια πολλών ελλήνων δεν ήταν λογοτεχνικά, αλλά θρησκευτικά, στενάχωρα και
αδιέξοδα πολιτικά και μάλιστα, δίχως να επιθυμούν να τον διαβάσουν ολόκληρο. Να
ξεχωρίσουν είδη της γραφής του. Να εμβαθύνουν στην σκέψη του, να σκύψουν με
προσοχή πάνω στις ιδέες του, να κατανοήσουν την υπαρξιακή του αγωνία και αγώνα,
τις συνειδησιακές του αντιστάσεις, της ψυχής του τα ελεύθερα φτερουγίσματα,
τους κοινωνικούς του οραματισμούς και φιλοδοξίες. Την βαθειά του αγάπη για τον
Ελληνισμό, την Ελλάδα, την ελληνική γλώσσα την ιστορική περιπέτεια του μετά
Ομηρικού ανθρώπου.
Ο νομικός και συγγραφέας Γιώργος Ε.
Στεφανάκης, δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και για
την συγγραφική παρουσία, την σκέψη και
άλλων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων (Πλάτων Ροδοκανάκης, Θράσος Καστανάκης),
παιδαγωγών (Ευάγγελος Παπανούτσος) ποιητών (Άρης Δικταίος, Τέλλος Άγρας),
δοκιμιογράφων (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος), κοινωνιολόγων-πολιτικών (Παναγιώτης
Κανελλόπουλος), κριτικών (Μάρκος Αυγέρης), πεζογράφων (Τριαντάφυλλος Πίττας)
και άλλων, όπως διαβάζουμε στον τόμο του «ΕΠΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ» Δεκαπέντε κείμενα,
εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 1987, σ.152 και όχι μόνο. Δυστυχώς,
μία παράξενη της ανθρώπινης σκοτεινής μοίρας συγκυρία, το χρονικό διάστημα (τις
πρώτες ημέρες του Ιουνίου) που επεξεργαζόμουν και ετοιμαζόμουν να παρουσιάσω
την γραφή και τις ερμηνευτικές θέσεις του Γ. Ε. Στεφανάκη για τον Νίκο
Καζαντζάκη πληροφορήθηκα τον θάνατό του, εντελώς τυχαία. Η είδηση της απώλειάς
του Γ. Ε. Στεφανάκη έφερε διπλή ευθύνη στον γράφοντα, όχι μόνο να δημοσιεύσω
στα Λογοτεχνικά Πάρεργα κείμενά του (να τον γνωρίσουν οι νεότεροι αναγνώστες)
αλλά να διαβάσω για άλλη μία φορά τα σύνθετα βιβλία του. Κατανοητή, καθόλου
δυσνόητη η γραφή του Γ. Ε. Στεφανάκη, απλό και καθαρό το ύφος του μου άρεσε από
τότε που τον πρωτοδιάβασα.
Ο Γ.Ε.
Στεφανάκης υπήρξε ένα κατά κοινή ομολογία πεπαιδευμένο άτομο, ένας
καταρτισμένος επιστήμονας, υπεύθυνος και ενεργός πολίτης, που όποια δημόσια θέση
του ανατέθηκε την «υπηρέτησε» με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και όπως φάνηκε με
επιτυχία. Χωρίς το «τουπέ» του υψηλόβαθμου διανοουμένου, του ανοίκειν σε μία
ελίτ γραμματιζούμενων και ξενοσπούδαστων ελλήνων, πολυπτυχιούχων. Ο δημοκράτης
Γ.Ε. Στεφανάκης, διακόνησε συχνότερα τον χώρο του πνεύματος, της καλλιτεχνίας,
τα ελληνικά γράμματα μετά την πτώση της χούντας, τα χρόνια μετά την
μεταπολίτευση. Η συμμετοχή του στο αντιχουντικό λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Λωτός»
μας λέει πολλά για το δημοκρατικό πνεύμα και τις δραστηριότητες, τις ιδέες και
πολικές αντοχές του. Βλέπε τις σελίδες που αφιερώνει στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (Μικρή ιστορία για Μεγάλη Ιδέα), ιδιαίτερα
τις σελίδες 118-119. Θυμάται σχετικά ο Γ. Ε. Στεφανάκης:
«Η απήχηση του περιοδικού ήταν
απρόβλεπτα μεγάλη. Το πρώτο τεύχος αφιέρωμα στον «υπαρξισμό», εξαντλήθηκε
σχεδόν αμέσως. Το δεύτερο, αφιέρωμα στον «ολοκληρωτισμό», τυπώθηκε, αλλά δεν
πρόλαβε να καλοκυκλοφορήσει. Η χούντα δεν το άντεξε. Αποφάσισε να προβεί σε
κατάσχεση του τεύχους και να μην επιτρέψει την περαιτέρω έκδοση του Λωτού. Το
περιοδικό έκλεισε οριστικά τον Δεκέμβριο του 1971. Αργότερα φάνηκε στον
ορίζοντα Η Συνέχεια, τα Δεκαοχτώ κείμενα που δοξάστηκαν κι άλλες προσπάθειες.
Την ανώνυμη τότε συντακτική επιτροπή του μανιφέστου είχαν αποτελέσει οι
Τριαντάφυλλος Πίττας, Κώστας Στεργιόπουλος, Νάσος Βαγενάς και Γιώργος
Στεφανάκης. Εκδότης ήταν ο Σέργιος Τράμπας….».
Η κύρια
συγγραφική ενασχόλησή του Γ. Ε. Στεφανάκη με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, η
συνεργασία του με την πεζογράφο Έλλη
Αλεξίου (αδερφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτης συζύγου του Ν.Κ.) δηλώνουν
τις αναγνωστικές και συγγραφικές ατομικές του ράγες και πνευματικές
προτιμήσεις. Μπορεί τα βιβλία του να αποτελούνται από αρθρογραφικούς και
κειμενικούς του σπονδύλους, σχετικών δημοσιευμάτων του στον ελληνικό τύπο και
σε λογοτεχνικά περιοδικά,- συμπληρωμένοι και επεξεργασμένοι, -αλλαγές στους
κεντρικούς του τίτλους, στην διάταξη των σελίδων-, επαυξημένες του ερμηνευτικές
προτάσεις, συγκεντρωμένοι σε τόμο (αναφέρομαι αποκλειστικά στα λογοτεχνικά του
και όχι αυτά της νομικής του επιστήμης βιβλία), δεν παύουν θεωρώ ακόμα και
σήμερα να αποτελούν ερευνητικά ερεθίσματα στις Καζαντζακικές σπουδές, να
φωτίζουν πτυχές του έργου του που τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στην χώρα μας
όσο και σε διάφορα κράτη του εξωτερικού ανθίζουν και μας δείχνουν το έντονο
αναγνωστικό ενδιαφέρον του ξένου κοινού της λογοτεχνίας για τον Κρητικό.
Σημαντικές είναι και οι μελέτες που γράφονται και εκδίδονται, όπως του Πήτερ Μπήαν και φανερώνουν το διεθνές
ενδιαφέρον για τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη ακόμα και σήμερα, και ορισμένων
άλλων ερευνητών προερχόμενων από εκπαιδευτικούς κύκλους της νοτίου αμερικής.
Ένα από τα σπονδυλωτά αυτά κείμενα του Γιώργου
Ε. Στεφανάκη είναι και το παρακάτω που αντιγράφω και αφορά την περίπτωση του γερμανού
ιστορικού και φιλοσόφου, εθνικιστή του προηγούμενου αιώνα Oswald Spengler (29/5/1880-8/5/1936), του οποίου το ογκώδες ιστορικό και
φιλοσοφικό σύγγραμμα «Η Παρακμή της
Δύσης» είχε μεγάλη επιρροή,-όταν εκδόθηκε- επίδραση στις συνειδήσεις των
ευρωπαίων ιστορικών και φιλοσόφων, διανοούμενων και λογίων, και φυσικά,
επηρέασε δραστικά και την σκέψη, τις απόψεις, το σύστημα ιδεών του δικού μας
Νίκου Καζαντζάκη. Οι αινιγματικές, προφητικές ιδέες και απαισιόδοξες θέσεις και
απόψεις του Όσβαλντ Σπέγκλερ για το μέλλον του Δυτικού Πολιτισμού, της «ιδέας
της θνησιμότητας των πολιτισμών» είναι διάσπαρτες στα έργα του
Καζαντζάκη και κυρίως, στο τιτάνιο ποιητικό έπος του «Οδύσσεια», την «Ασκητική»
του, ορισμένα θεατρικά του έργα. Για την επίδραση της σκέψης και των απόψεων
του Όσβαλντ Σπέγκλερ και του έργου του «Η Παρακμή της Δύσης» (1923) στην προσωπικότητα και τα έργα του Νίκου
Καζαντζάκη, βλέπε μεταξύ άλλων το βιβλίο του συμπλωρίτη και μαθητή του, ποιητή
και μυθιστοριογράφου Παντελή Πρεβελάκη,
«ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της
Εστίας, Αθήνα 1958-και σε μεταγενέστερες χρονικές επανεκδόσεις του. Ιδιαίτερα
τις ενότητες των σελίδων 105-108, στην θεωρία της «ιστορικής συγκριτικής
μορφολογίας» του Oswald Spengler. Γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης:
«Η ιστορική συγκριτική μορφολογία
θεωρεί τις «κουλτούρες» σα ζωντανούς οργανισμούς, που έχουν νιάτα, γερατιά και
θάνατο. Η γιγάντια ιστορία της κινέζικης κουλτούρας λ.χ. είναι, από μορφολογική
άποψη, το αντίστοιχο της μικρής ιστορίας ενός ανθρώπου, ενός ζώου ή ενός φυτού.
Οι κυματισμοί της Ιστορίας, ξεκινώντας από το άμορφο, σχηματίζουν, κατά Spengler, ένα «λογικόν οργανισμό», που αφού ανθήσει, δέσει τους ανθούς του και
μαδήσει, ξαναγυρίζει πάλι στο άμορφο, για να δώσει τη θέση του σε νέο κύμα, σε
καινούργια κουλτούρα, που έρχεται κι αυτή ν’ αναπτυχθεί σύμφωνα με μιά μοιραία
οργανική αναγκαιότητα. «Μιά κουλτούρα γεννιέται τη στιγμή που μιά μεγάλη ψυχή
ξυπνά, αποσπάται από την πρωταρχική ψυχική κατάσταση της αιώνιας παιδικής
ανθρωπότητας,- μορφή βγαλμένη από το άμορφο, περιορισμός και θνησιμότητα
βγαλμένα από το άπειρο και τη διάρκεια.
Μεγαλώνει πάνω στο χώμα ενός τοπίου, πού μπορείς να το ορίσεις με
ακρίβεια, και του μένει πιστή καθώς φυτό. Μιά κουλτούρα πεθαίνει όταν η ψυχή
έχει πραγματοποιήσει όλες τις δυνατότητές της, πλάθοντας λαούς, γλώσσες,
θρησκευτικά συστήματα, τέχνες, κράτη, επιστήμες’ γυρίζει τότε στην πρωταρχική
ψυχική κατάσταση…».
Και συνεχίζει ο Παντελής Πρεβελάκης ο
οποίος και στο δικό του «Δοκίμιο Γενικής Εισαγωγής στην Ιστορία της Τέχνης»,
Αθήνα 1934 μας δίνει πληροφορίες για το έργο του Σπέγκλερ το οποίο
πρωτοεκδόθηκε στα 1918-1922 και στην επαυξημένη οριστική του έκδοση στο Μόναχο
το 1923. Για την επίδραση των θεωριών του Σπέγκλερ βλέπε ακόμα και τον πολύτιμο
και απαραίτητο τόμο «400 Γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στον Παντελή Πρεβελάκη».
«Η ιδέα της θνησιμότητας των
πολιτισμών είναι το σπουδαιότερο πνευματικό βίωμα του μεσοπολέμου. Ο δυτικός
πολιτισμός είναι ίσως ο πρώτος από τους πολιτισμούς της Ιστορίας που συνειδητοποίησε
το θάνατό του. Πολλοί από τους φιλοσόφους και τους ποιητές της εποχής μας
αφιέρωσαν τη σκέψη τους στο φοβερό θέμα. Ο Καζαντζάκης το έζησε πρώτη φορά στη
Γερμανία, μέσα στην τραγικότητα των χρόνων του νομισματικού πληθωρισμού και της
πείνας, και το κατάκτησε πνευματικά με τη βοήθεια του Σπέγκλερ. Η Παρακμή της
Δύσης (στην έκδοση του 1923) ήταν από τα βιβλία που συναποκόμιζε γυρίζοντας
στην πατρίδα. Όταν η γαλλική σκέψη παράλαβε με τη σειρά της το θέμα, ο
Καζαντζάκης, που παρακολουθούσε τακτικότερα τα Γαλλικά Γράμματα, μπόρεσε να το
δει καθαρότερα, μέσα λ.χ. από τα φωτεινά κείμενα ενός Βαλερύ’ θέλω να πω τον
Πρόλογο στις Περσικές Επιστολές (1926), τις Ματιές στον τωρινό κόσμο (1931) και
τ’ άλλα του “essais quasi politiques”. Αλλά κι εδώ στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης έβλεπε κάπου-κάπου τη ζοφερή
πρόγνωση για το τέλος του δυτικού πολιτισμού να διαχύνεται στην αισθαντικότητα
και στη σκέψη των συγχρόνων του: σε αρκετά ποιήματα του Καβάφη, σε κάποια
κείμενα του Πέτρου Βλαστού. Πολύ πιό ύστερα, στις τραγωδίες του Σικελιανού και
άλλων νεώτερων.
Για την παραστατική φαντασία, ο θάνατος των πολιτισμών σημαίνει
γκρεμίσματα θρόνων και ερείπια που καπνίζουν. Για την ανεικονική λειτουργία της
σκέψης, σημαίνει κάτι λιγότερο φανταχτερό, αλλά πολύ φοβερότερο: σημαίνει το κ
ε ν ό. Οι θεοί πέθαναν, οι μύθοι κι οι θεσμοί κατάντησαν ατελέσφοροι, ο
άνθρωπος βρέθηκε αποσυσχετισμένος από τον κόσμο: δεν υπάρχει μιά πίστη να του
τον ερμηνεύσει, δε βρίσκεται κάν μιά ηθική να κατευθύνει τις πράξεις του. Όλα
μοιάζουν μονομιάς «ξένα» «παράλογα» και, το φρικτότερο, «όλα επιτρέπουνται». Σ’
αυτή την «οριακή κατάσταση», πού βάνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τις έσχατες
πραγματικότητες, δεν υπάρχει παρά ένας λυτρωμός: να πλάσεις καινούργιο Θεό! «Η
αληθινή αναρχία είναι η γωνιακή πέτρα της θρησκείας», κατά τον Novalis. «Η φύση του Θεού το ‘χει, να κάνει κάτι από το τίποτα. Άρα, όποιος δεν
είναι ακόμα τίποτα, απ’ αυτόν ο Θεός δεν μπορεί να κάμει κάτι». Έτσι λέγει κι ο
Λούθηρος στο σχόλιό του στην Επιστολή προς Ρωμαίους. Όμως, αν ο Θεός δε φανερωθεί,
ο άνθρωπος θ’ απομείνει ορφανός: ένας desperado!
Ο μεσσιανισμός του Καζαντζάκη δεν
είναι λοιπόν μιά ψυχική κλίση μονάχα’ είναι και μιά ανάγκη που υπαγορεύεται απ’
έξω. Για να γεμίσει το κενό, ο Καζαντζάκης θα ευχηθεί, αρχή- αρχή, την ανάσταση
του ευαγγελικού Χριστού, ανόθευτου από τα δόγματα των Εκκλησιών. Θ’ αναζητήσει,
πιο ύστερα, μιάν παραδεκτή μεταφυσική και ηθική στο βουδισμό. Τέλος,
αποκαρδιωμένος από το ανέφικτο της παλιγγενεσίας που αποπειράθηκε, θα
ερωτοτροπήσει με το μαρξισμό και θα σχεδιάσει να ενταχθεί στο επαναστατικό
κίνημα. Η τελική του αποτυχία θα τον φέρει-σωστότερο ίσως να πώ: θα τον
ξαναφέρει-στην ποιητική δημιουργία. Όσα όμως προηγήθηκαν σε πνευματικούς αγώνες
θα κάμουν από την Οδύσσεια μιά «θεολογία». Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη θα βγει
στην αναζήτηση του Θεού όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου βγαίνει στην αναζήτηση της
πατρίδας. Η Νοσταλγία τους καίγει και τους δυό! Με τη διαφορά πώς ο ένας
βρίσκει την Ιθάκη, ενώ ο άλλος γίνεται ο φονιάς των θεών, γυρεύοντας τον
αληθινό Θεό. Δε θα τον ανταμώσει τελικώς’ και το μόνο υπερβατικό βίωμα που θ’
αξιωθεί θα ‘ναι μέσα στην αγκάλη του Θανάτου. Ο θάνατος του νέου Οδυσσέα είναι
η μόνη του Μεταμόρφωση.», σελ.105-108.
Στοιχεία
επίδρασης και επιρροής των ιδεών του Όσβαλντ Σπέγκλερ, στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη,
μας δίνει στο καλογραμμένο και πυκνό στο ύφος βιβλίο της, η σφιχτοδεμένη
εργασία της συγγραφέως Κλεοπάτρας Λεονταρίτου:
«Η Νεορομαντική Βιοθεωρία του Καζαντζάκη» Η Ποίηση της Ζωής, εκδόσεις Θεμέλιο,
Αθήνα 1981, σελ. 478, ένα βιβλίο του οποίου και τα 9 κεντρικά κεφάλαια και οι
συνοδευτικές σημειώσεις τους προκάλεσαν αίσθηση όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Είναι
από τις Καζαντζακικές μελέτες που συζητήθηκαν περισσότερο στην εποχή τους και
όχι μόνο. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Η Νεορομαντική βιοθεωρία του Νίκου
Καζαντζάκη αποτελεί μία πολυδιάστατη αλλά οργανικά σφιχτοδεμένη ανάλυση και
διαλεκτική ανασύνθεση της ιδεολογικής δομής του έργου του κατ’ εξοχήν
στοχαστικού λογοτέχνη της σύγχρονης Ελλάδας Νίκου Καζαντζάκη. Με τη βοήθεια της
εντυπωσιακά μοντέρνας κριτικής μεθοδολογίας της συγγραφέως παρακολουθούμε την
κοινωνικοϊστορική γένεση του προβληματισμού του Καζαντζάκη και τις απαντήσεις
που αγωνίστηκε να δώσει σ’ αυτόν με τη φιλοσοφία που διαμόρφωσε για την Τέχνη
και τη Ζωή γενικότερα. Η προβληματική αυτή συνίσταται στην Αγωνία (Angst) για τη χαμένη
ισορροπία ανάμεσα στις συνιστώσες της «φύσης» μας και των επιδόσεών της μέσα
στη μακρά ιστορική της πορεία (αυτό που ο Καζαντζάκης αποκαλεί «Ασκητική»). Με
άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με την αντιμετώπιση της δυσαρμονίας που
παρουσιάζεται στην ανάπτυξη της υλικής και πνευματικής πλευράς του πολιτισμού
του σύγχρονου ανθρώπου και τις ανησυχίες που γεννούν οι επιπτώσεις της πάνω
στην ελεύθερη φύση του Ανθρώπου».
Με
το έργο του φιλόσοφου και ιστορικού Όσβαλντ Σπέγκλερ την γενιά μου, την έφερε
σε επαφή το παλαιό φιλοσοφικό περιοδικό «Εποπτεία».
Μιλώ από την σκοπιά του αναγνώστη της ελληνικής λογοτεχνίας και όχι του ατόμου
που ασχολείται με την φιλοσοφία. Οι αρμόδιοι των φιλοσοφικών και ιστορικών
σπουδών στην πατρίδα μας γνωρίζουν σίγουρα περισσότερα και ακριβέστερα να μας
μιλήσουν για αυτό. Αγαπώντας την Ιστορία οι νέοι της γενιάς μου ακούγαμε το
όνομά του, μας «εξιτάριζε» την φαντασία ο προφητικός και αινιγματικός του λόγος
αλλά, δεν είχαμε βιβλία του μεταφρασμένα στα ελληνικά μπροστά μας, όπως πχ. του
εξαίρετου άγγλου ιστορικού και φιλοσόφου Άρνολντ Τόινμπι (14/4/1889-22/10/1975)
και το βιβλίο του «Σπουδή της Ιστορίας», κυκλοφορούσε από το 1970 σε διάφορες
εκδόσεις. Το δίτομο έργο «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» του άγγλου φιλοσόφου
και ειρηνιστή Μπέρναρντ Ράσελ, το «Φιλοσοφικό Λεξικό» του Λαλάντ, και φυσικά,
το πολύτομο και πολύτιμο έργο του δικού μας πολιτικού και κοινωνιολόγου,
φιλόσοφου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου,
«Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Ένα έργο θησαυρός γνώσεων, ένα «σπουδαστήριο»
πολιτισμού, μία ελληνική εγκυκλοπαίδεια της ευρωπαϊκής και ελληνικής σκέψης,
του κόσμου του πνεύματος και των ιδεών, των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων και
ρευμάτων του ανθρώπου, που, αν και έχουν περάσει τόσες δεκαετίες από τότε που
κυκλοφόρησε, αποτελεί ένα κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη. Μία ανεξάντλητη δεξαμενή
πολιτιστικών πληροφοριών και συμβάντων για μικρούς και μεγάλους βοήθημα. Είναι
από τα κλασικά συγγράμματα που πάντα ένας σταθερός και επαρκής αναγνώστης των
επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού δεν κουράζεται να επανέρχεται. Και αυτή
η κρίση δεν είναι προσωπική μου υπερβολή, είναι ανεξάρτητη από τις όποιες
μικρές πολιτικές ατασθαλίες του πολιτικού ανδρός στην εποχή του και στις
ιδεολογικές πολώσεις της. Εξάλλου, τα μεταπολιτευτικά χρόνια, η Ιστορία έδειξε
ότι ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έχαιρε του σεβασμού και της εκτίμησης πολιτικών
φίλων αλλά και ιδεολογικών του αντιπάλων για την πολιτική του εντιμότητα,
ακεραιότητα και κοινοβουλευτική, δημοκρατική σωφροσύνη.
Αρχές της
νέας του ανθρώπου χιλιετίας, για την ακρίβεια το 2003-2004 οι καλαίσθητες
εκδόσεις «Τυπωθήτω»-Δαρδανός, αποτόλμησαν έναν εκδοτικό άθλο, για ένα τόσο
ειδικό βιβλίο του περασμένου αιώνα. Σε εξαιρετική και προσεγμένη μετάφραση και
σημειώσεις του Λευτέρη Αναγνώστου, κυκλοφόρησε σε δύο πολυσέλιδους τόμους το
έργο του Όσβαλντ Σπέγκλερ «Η Παρακμή της Δύσης». Oswald Spengler,
“Der Untergang des Abendlandes”. «Η Παρακμή της Δύσης. Περίγραμμα μιάς μορφολογίας της
παγκόσμιας ιστορίας» τόμος πρώτος Μορφή και πραγματικότητα. Τόμος δεύτερος
Κοσμοϊστορικές προοπτικές. Ένα ογκώδες μελέτημα που χρειάζεται υπομονή και
αναγνωστική υποδομή για να κατανοηθεί, αποκωδικοποιηθεί. Αξίζει όμως η
προσπάθεια.
Για αυτούς
που αγαπούσαν το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και είχαν διαβάσει μεταξύ άλλων τα
βιβλία του συντρόφου και μαθητή του, του ποιητή και πεζογράφου Παντελή
Πρεβελάκη και τις μελέτες του, είχαν μια αμυδρή ιδέα ποιος ήταν ο γερμανός
ιστορικός και φιλόσοφος που ασχολήθηκε με τον αρχαίο έλληνα σκοτεινό φιλόσοφο
Ηράκλειτο, ο Όσβαλντ Σπέγκλερ. Αργότερα, η άλλη σημαντική ελληνική φωνή του
χώρου της φιλοσοφίας, ο παραγνωρισμένος και παρεξηγημένος Ευάγγελος Λεμπέσης στο περιοδικό του Παναγιώτη Δρακόπουλου
«Εποπτεία» το 1983 μας μίλησε για τον γερμανό φιλόσοφο και ιστορικό.
Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι σε προηγούμενο σημείωμά για τα βιβλία του
Ευάγγελου Λεμπέση έχω αναφερθεί στην εκτίμηση μεταξύ άλλων που έτρεφε στα
γραπτά του Λεμπέση ο άθεος και ακραιφνής μαρξιστής Βασίλης Ραφαηλίδης, τον
οποίον μνημόνευε στα άρθρα του στην εφημερίδα «Έθνος». Αυτοί σε γενικές γραμμές
ήταν για εμάς τους άγευστους περί της φιλοσοφίας προταγμάτων και διδαχών,
δρόμοι της γνωριμίας μας με τον γερμανό φιλόσοφο και ιστορικό. Ένα έργο που δεν
άγγιξε μόνο την σκέψη του στοχαστή και διανοούμενου Νίκου Καζαντζάκη αλλά και
άλλων σημαντικών φυσιογνωμιών και διαμόρφωσε, το ερμηνευτικό της συνείδησης
κοσμοείδωλο λογίων της εποχής του, στην διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρωπαϊκή
ήπειρο. Τα τελευταία χρόνια, μετά την οικονομική κρίση, δύο εκδοτικοί ελληνικοί
οίκοι από όσο γνωρίζω, τόλμησαν με την σειρά τους και εξέδωσαν τρία βιβλία του
Όσβαλντ Σπέγκλερ. Οι εκδόσεις «Έξοδος» 2 τίτλους και οι εκδόσεις «Μάγμα» 1
τίτλο. «Τα δύο πρόσωπα της Ρωσίας» (2022) και «Η Έγχρωμη Παγκόσμια Επανάσταση»
(2023). Και «Ο άνθρωπος και η τεχνική. Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ζωής»
(2019).
«Ο Καζαντζάκης έζησε σε εποχή μεγάλων
κοινωνικών αναταραχών και ισχυρών τάσεων για ανακατάταξη των παραδοσιακών
δομών. Η πρόκληση της ρώσικης επανάστασης, έναυσμα ιδεολογικό-έστω και
παροδικά- για το πλείστο των διανοουμένων και ανθρώπων της τέχνης εκείνη την
περίοδο, διαγράφεται μέσα στα περισσότερα έργα του Καζαντζάκη με τη μορφή του
αντιπάλου των προσωπικών του θέσεων και ανθρωπολογικών προτεραιοτήτων. Οι
απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα κέρδισαν τον Καζαντζάκη ήταν βασικά εκείνες
που δόθηκαν από τους νέο-ιδεαλιστές διανοούμενους των αρχών του αιώνα μας’
αδιάψευστη μαρτυρία για τούτο είναι η επιμονή του στις εσωτερικές
προτεραιότητες, που δίνουν άλλωστε τον κυρίαρχο τόνο στο καθαρά ηθικό σύστημα αξιών
που υιοθετεί.»
Κλεοπάτρα Λεονταρίτου, σελ.
47-48.
Το κείμενο που παραθέτω το ερανίζομαι από
τον τόμο Γεώργιος Εμμανουήλ Στεφανάκης, «Αναφορά στον Καζαντζάκη», εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ. 101-112. Το βιβλίο ο Γ. Ε. Στεφανάκης το αφιερώνει
«Στην Έλλη Αλεξίου, και Στον Κίμωνα Φράιερ». Ο τίτλος του κειμένου αλλάζει από
το ένα βιβλίο στην μεταφορά του σε ένα άλλο. Και συγκεκριμένα. Ο τόμος των
εκδόσεων Καστανιώτη χωρίζεται σε 3 μέρη: Μέρος Ι. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Εδώ περιλαμβάνεται και «Η παρακμή της Δύσης (Ο Προφήτης Όσβαλντ Σπέγκλερ).
Μέρος ΙΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, και Μέρος ΙΙΙ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ. Ακολουθούν οι Σημειώσεις, η Βιβλιογραφία, το Χρονολόγιο και το
Ευρετήριο Ονομάτων. Στην επανέκδοση του βιβλίου ως ειδική έκδοση για την
εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, έκδοση ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ, Αθήνα 2017, αναφέρεται το εξής: «Η
παρούσα έκδοση αποτελεί πιστή φωτογραφική αναπαραγωγή του μεγαλύτερου μέρους
της νέας συμπληρωμένης έκδοσης του βιβλίου: «Αναφορά στον Καζαντζάκη» εκδόσεις
Καστανιώτη 2007. Την νέα έκδοση ο συγγραφέας την αφιερώνει «Στο γιό μου Αλέξη-
Εμμανουήλ. Περιλαμβάνει Πρόλογο στη νέα έκδοση «Μετά πενήντα έτη». Ακολουθούν
τα 3 κεντρικά μέρη της μελέτης, ενώ προσθέτονται άλλα δύο μέρη. Μέρος IV ΚΩΔΙΚΟΣ: MAGNA DEA και Μέρος V. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ.
(Η ΓΑΛΑΤΕΙΑ/ Η ΡΑΧΗΛ/ Η ΙΤΚΑ/ Η ΕΛΕΝΗ). Ακολουθούν οι Σημειώσεις και οι σελίδες
της Βιβλιογραφίας. Από το ΙΙ Μέρος
αφαιρούνται ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. Τέλος, από το ΙΙΙ Μέρος φεύγουν
Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΣ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ και το ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ.
Ακόμα, το κείμενο ΕΝΑ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (αναφορά στον Όσβαλντ Σπέγκλερ)
συμπεριλαμβάνεται παραλλαγμένο και στον τόμο: Έλλη Αλεξίου- Γ. Στεφανάκης:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. Γεννήθηκε για τη δόξα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1983, σελ.
219-224. Όχι όμως το Καζαντζακικό σπάραγμα [Γ΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ]. Επίσης, το
κείμενο σε μία πρώτη σπαργανική μορφή εμφανίζεται στο βιβλίο Έλλη
Αλεξίου-Γιώργος Ε. Στεφανάκης, ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ είκοσι χρόνια από το
θάνατό του, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977. Βλέπε κεφάλαιο: «Η πολιτική ιδεολογία
του Νίκου Καζαντζάκη και ένα άγνωστο κείμενό του, σελ. 16-23, και «Ένα ανέκδοτο
κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη που εκφράζει την πολιτική του ιδεολογία» σελ.
24-26. Πρώτες παρουσιάσεις στην πολιτική εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 12 και 13/4/1976.
Τέλος, το κείμενο και το ανολοκλήρωτο θεατρικό εμφανίζεται κάτω από τον τίτλο
«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΠΥΡΗΝΙΚΟ» (Ένα κείμενο του Ν. Καζαντζάκη), σελ. 67-77, στον
τόμο Γιώργος Στεφανάκης, «ΕΠΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ» δεκαπέντε κείμενα, εκδόσεις
Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1987.
Η ΠΑΡΑΚΜΗ
ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
(Ο
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΟΣΒΑΛΝΤ ΣΠΕΓΚΛΕΡ)
«Τούτη είναι η εποχή
μας, καλή ή κακή, ωραία
ή άσχημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη
διαλέξαμε»
Ν. Καζαντζάκης
«Μια κρίσιμη
βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας
άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή ισορρόπησης. Ζούμε
τη φοβερή έφοδο, ο άνεμος του ολέθρου φυσάει». (1)
Τη χρονιά που έγραφε ο Καζαντζάκης την Ασκητική και λίγα χρόνια αργότερα το
χειρόγραφο που ακολουθεί, «ζούσε το στάδιο της παρακμής του οργανικού
πολιτισμού», του σύγχρονου Όσβαλντ Σπέγκλερ. Πέρα από το μηδενισμό και την
αριστοκρατική σκληρότητα του Νίτσε και τον ακτιβισμό του ιδεαλιστή Μπερξόν, η
ιδέα της θνησιμότητας των πολιτισμών, ένα από τα πιό σημαντικά πνευματικά
βιώματα του μεσοπολέμου, σημάδεψε τη σκέψη του Νίκου Καζαντζάκη.
Το Η
παρακμή της Δύσης, του Όσβαλντ Σπέγκλερ, στην έκδοση του 1923, γράφει ο Π.
Πρεβελάκης, ήταν από τα βιβλία που συναποκόμιζε γυρίζοντας στην πατρίδα. Κοντά
στον Δάντη, τον Όμηρο, τη Βίβλο, είχε και τον Σπέγκλερ.
«Οι κυματισμοί της ιστορίας ξεκινώντας από το άμορφο,
σχηματίζουν», κατά τον Σπέγκλερ, «ένα ‘λογικόν οργανισμόν’ που αφού ανθήσει,
δέσει τους ανθούς του και μαδήσει, ξαναγυρίζει πάλι στο άμορφο, για να δώσει τη
θέση του σε νέο κύμα, σε καινούργια κουλτούρα, που έρχεται κ’ αυτή ν’ αναπτυχθεί
σύμφωνα με μιά μοιραία οργανική αναγκαιότητα. Μιά κουλτούρα γεννιέται τη στιγμή
που μιά μεγάλη ψυχή ξυπνά, αποσπάται από την πρωταρχική ψυχική κατάσταση της
αιώνιας παιδικής ανθρωπότητας- μορφή βγαλμένη από το άμορφο, περιορισμός και
θνησιμότητα βγαλμένα από το άπειρο και τη διάρκεια. Μιά κουλτούρα πεθαίνει,
όταν η ψυχή έχει πραγματοποιήσει όλες τις δυνατότητές της πλάθοντας λαούς,
γλώσσες, θρησκευτικά συστήματα, τέχνες, κράτη, επιστήμες» (2).
Ο Καζαντζάκης, γύρω στα 1923, στη
Γερμανία, περιτριγυρισμένος από πείνα, φτώχεια και στερήσεις, συνειδητοποιούσε
την κρίση, τον αργό θάνατο του δυτικού πολιτισμού. Ο Σπέγκλερ, ο εξτρεμιστής προφήτης,
ο πρωτεργάτης της καταστροφής του λογικού και συγγραφέας της μεγαλύτερης
πνευματικής περιπέτειας των τελευταίων καιρών, κατακτά τη σκέψη του.
Γράφοντας για την Παρακμή της Δύσης, ο Ορτέγκα ύ Γκασέτ υποστηρίζει με πολλή
διακριτικότητα πως η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου δεν ελαττώνει καθόλου τη
μεγάλη του αξία.
«Με το πέρασμα του χρόνου γίνηκε φανερό πώς το σύγγραμμα του
Σπέγκλερ δεν είχε ανάγκη να στηριχθεί στην τυχαία του σχέση με μιά παροδική
κατάσταση στη Γερμανία. Ο Σπέγκλερ είναι ένας αστείρευτος χύτης ιδεών’ όποιος
βυθιστεί στις πυκνές σελίδες του βιβλίου αυτού, θα νιώσει συχνά να τον ταράζει
η δραματικότητα, πού σαν ηλεκτρικό ρεύμα μαγνητίζει τις ιδέες».
Ο Σπέγκλερ, βαδίζοντας στα ίχνη του
Γκαίτε-αλλά και του Πολύβιου, αν πάμε πιό πίσω- διακρίνει στους πολιτισμούς ένα
κυκλικό πεπρωμένο ζωτικοκρατικής φύσης. Θεωρεί τους πολιτισμούς «ζωντανές
υπάρξεις ανώτερης μορφής», πού φυτρώνουν σαν τα λουλούδια του κάμπου, μ’ εκείνη
τη μεγαλόπρεπη απουσία αιτίας και σκοπού. Σαν τα φυτά και σαν τα ζώα ανήκουν
στη ζωντανή φύση του Νιούτον. Το θέαμα ενός αιώνιου σχηματισμού και
μετασχηματισμού της ιστορίας, μιάς αξιοθαύμαστης εμφάνισης και εξαφάνισης
οργανικών μορφών, αυτή η ζωντανή φύση του Γκαίτε, εμπνέει στον Σπέγκλερ τη θεωρία της παγκόσμιας ιστορίας, «του
σύμπαντος σαν ιστορίας».
Τον Σπέγκλερ βασανίζει σοβαρά η παρακμή
του δυτικού πολιτισμού. Απ’ αυτή τη δραματική πραγματικότητα ξεκινάει για να
μελετήσει την ιδέα της παρακμής και ό,τι αντιπροσωπεύει στην Ιστορία. Κανένας
πολιτισμός δεν ξεφεύγει, για τον Σπέγκλερ, από το πεπρωμένο του, τον
εκπολιτισμό. Αυτή είναι η μοίρα, τούτο είναι το συμπλήρωμα και το τέλος ενός
πολιτισμού. «Είναι το αναπόφευκτο, το τέρμα», όπως γράφει ο Σπέγκλερ, «αυτό που
ακολουθεί το δημιουργικό οργασμό, όπως ο θάνατος τη ζωή, το αναπότρεπτο τέλος».
Στη ζωή των οργανωμένων κοινωνιών
«εκπολιτισμός» θα πει ιμπεριαλισμός, αποκαθήλωση της πολιτικής ζωής, δογματική
τύφλωση, κοινωνικό λίμνασμα, πνεύμα ταξικό. Σ΄ αυτή τη φάση η αποσύνθεση έχει
αρχίσει, αλλά η διάρκειά της είναι απροσδιόριστη. Μπορεί να κρατήσει «αιώνες
και χιλιετηρίδες», παρατηρεί ο φιλόσοφος Σορόκιν.
Τα συμπτώματα της παρακμής, που περιγράφει
ο Σπέγκλερ, αξίζει να σημειωθούν, μιά και διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του
σύγχρονου ευρωπαίου πολίτη. Εύστοχα παραλληλίζει ο γερμανός φιλόσοφος, σαν
σύμπτωμα παρακμής, τη ρητορική στην αρχαιότητα και τη δημοσιογραφία στη Δύση.
Και οι δυό τους εξυπηρετούν την αφηρημένη έννοια που συμβολίζει τη δύναμη στη
φάση του εκπολιτισμού, το χρήμα. Αυτή αντικαθιστά τον αγώνα των ιδεών με τον
οικονομικό αγώνα. Τον κόσμο του Δόν Κιχώτη με τον κόσμο του Σάντσο Πάντσα. Στη
ζωή του κράτους κάνει την εμφάνισή του ο καισαρισμός και ο ιμπεριαλισμός, «που
συμβολίζουν το ψυχορράγημα», προτελευταία φάση του τέλους. Αυτή τη φάση περνά ο
δυτικός πολιτισμός κάτω από τα βλέμματά μας.
Ο Καζαντζάκης στην Ασκητική αλλά και στο θεατρικό του σχεδιάγραμμα που ακολουθεί,
θεωρεί πώς είναι αναγκαίο να καταστραφεί ο σάπιος, παλιός πολιτισμός για να
‘ρθει ο καινούργιος. Ίσως το 1925 να πίστευε πως το καινούργιο, η ελευθερία,
ερχόταν από τη Ρωσία. Τριάντα χρόνια αργότερα προφητεύει την καταστροφή του Γ’
Παγκοσμίου Πολέμου «όπου ελάχιστοι άνθρωποι επιζούν, σ’ ένα εφιαλτικό τοπίο,
χωρίς μνήμη, και ξαναρχίζουν την πρωτόγονη ζωή».
Η Κλεοπάτρα Λεονταρίτου (3) σημειώνει:
«Επίγονος επίσης της νιτσεϊκής
βολονταριστικής κοσμοθεωρίας, ψευτοϊστορικός και ψευτοφιλόσοφος, ο Σπέγκλερ
είχε παρατηρήσει ότι οι μαχόμενοι εναντίον της «παρακμής» και φορείς
προγραμμάτων του «νέου ανθρώπου» και νέου πολιτισμού, ήταν πνεύματα
αποδυναμωμένα, με μόνο όπλο την ‘ηρωική βούληση για το νέο’».
Στο κεφάλαιο «Η ηθική του ανατέλλοντος
πολιτισμού» του πολύκροτου βιβλίου του Η
παρακμή της Δύσης, ο Σπέγκλερ γράφει ότι η εποχή του
«είναι η
αρχή ενός πολιτισμού πού ξανακαλουπώνει όλες τις μορφές της κουλτούρας που
προηγήθηκε, τις κατανοεί διαφορετικά και τις εφαρμόζει με άλλον τρόπο. Δεν
γεννά πιά τίποτα, μόνο επανερμηνεύει».
Αυτό που επισήμανε ο Σπέγκλερ είναι πολύ
σωστό και ισχύει προπαντός για τους ιδεαλιστές, μοραλιστές και αισθητικούς
ανανεωτές της πολιτισμικής δομής της εποχής εκείνης. Εξαίρεση έκαναν στη γενική
αυτή τάση οι μαρξιστές διανοούμενοι και οι αληθινοί επαναστάτες, πού είδαν την
πραγμάτωση της «ανανέωσης» μέσα στο πλαίσιο της αντικειμενικής Πράξης
(κοινωνία). Και ο Καζαντζάκης, βέβαια, για μιά στιγμή αναζήτησε την αληθινή
σύλληψη της μετα- υποκειμενικής πράξης. Ωστόσο κατά την Κ. Λεονταρίτου,
«ο στοχασμός του Καζαντζάκη απέρρεε από
την προβληματική μιάς εποχής «Κρίσης» που η νιτσεοσπεγκλεριανή μονομανία της με
τις ηθικές τύχες του πολιτισμού του δυτικού κόσμου, της προσδώσανε έναν τόνο
«χιλιασμού» ή αποκαλυπτικού μεσσιανισμού’».
Δεν πρέπει
να ξεχνάμε πώς ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος εκείνη την περίοδο άφηνε μια Ευρώπη
βαριά τραυματισμένη και μιά Ρωσία να φλέγεται από την επανάσταση κι ακόμα πώς η
οικονομική κρίση μάστιζε και τυραννούσε ολόκληρη την οικογένεια των ευρωπαϊκών
κρατών. Το κλίμα της εποχής διασώζεται επίσης στα ημερολόγια του Φράνς Κάφκα.
(4)
Στο ανέκδοτο θεατρικό σχεδιάγραμμα
(βρέθηκε από το συλλέκτη Μ. Χαριτάτο στο Αρχείο Καστανάκη και χρονολογείται, με
κάποιες επιφυλάξεις, γύρω στα 1955), έχουμε αναβίωση της ιστορικής συγκριτικής
μορφολογίας του Σπέγκλερ μέσα από διάφορο πρίσμα. Ο θάνατος δεν απειλεί μόνο το
δυτικό πολιτισμό και την αστική τάξη, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Μέσα στο
μισοτελειωμένο θεατρικό μονόλογο ακούγεται η κραυγή της Ασκητικής: «Δεν υπάρχει
παρά ένας λυτρωμός: να πλάσεις καινούργιο Θεό».
Η καταγραφή των σκέψεων γίνεται με
αιματηρό και συγκεκριμένο τρόπο. Ο βιομηχανικός πολιτισμός, η τεχνολογική
υπερανάπτυξη, θα ‘χει για κατάληξη την αιματοχυσία, την πυρηνική καταστροφή,
την αναρχία, το χάος.
Μέσα από το χάος αναμένει ο συγγραφέας την
ανάσταση, μέσα από την αληθινή αναρχία-όπως έγραφε ο Νοβάλλις- ανακαλύπτει τη
«γωνιακή πέτρα της θρησκείας». Στο θεατρικό του έργο Σόδομα και Γόμορρα έχουμε κάτι ανάλογο, την εικόνα της βιβλικής
καταστροφής.
Οι κολασμένοι κάτοικοι των πόλεων περνούν
στιγμές μαρτυρικές. Ο εφιάλτης του αφανισμού τους κυκλώνει από παντού.
‘Εφαγαν, παράφαγαν από το Δέντρο της
Ζωής, θα πεθάνουν!
Έφαγαν παράφαγαν από το Δέντρο της Γνώσης, θα πεθάνουν.
Έσπασαν τα είδωλα, κι είδαν: ξύλα και
πέτρες.
Έσπασαν τις ιδέες, κι είδαν: γεμάτες
αέρα…
Έγραψαν πάνω από τις καστρόπορτες της
πολιτείας
«‘Εδώ δεν υπάρχει Θεός».
Η πολιτεία θα αφανιστεί, ο άνθρωπος θα
μείνει απορφανισμένος, αλλά θα σωθεί από τον Λώτ που κρατούσε με τις προσευχές
του μέχρι την ώρα του ολέθρου τα Σόδομα και τα Γόμορρα απάνω από την άβυσσο. Στο
ανέκδοτο κείμενο επιζούν μετά από έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο άνθρωποι
με σαλεμένο το νου και δίχως μνήμη.
Τα πάντα έχουν σαρωθεί. Όλα μοιάζουν μ’
ένα εφιαλτικό και παράλογο όνειρο.
Ερείπια που καπνίζουν, χαλάσματα τυλιγμένα
μέσα σ’ άγρια βλάστηση, άνθρωποι που γελούν και ουρλιάζουν, γυναίκες που δεν
θυμούνται ούτε νοιάζονται για τίποτε. Η γυναίκα του κειμένου δε θυμίζει την
όμορφη νοικοκυρά, την τίμια καλαντρούσα του καπετάν Μιχάλη, που ‘χει σαν στόχο
στη ζωή τους να κάνει αρσενικά παιδιά- είναι όλη ένστιχτο κι ένα μονάχα
επιθυμεί, να χορτάσει το δυνατό άνδρα.
Πόσο θυμίζει το ανέκδοτο κείμενο του
Καζαντζάκη τις σκέψεις του Σπέγκλερ πώς
«μια κουλτούρα πεθαίνει, όταν η ψυχή έχει πραγματοποιήσει
όλες τις δυνατότητές της πλάθοντας λαούς, γλώσσες, θρησκευτικά συστήματα,
τέχνες, κράτη, επιστήμες. Έτσι οι κυματισμοί της ιστορίας ξεκινώντας από το
άμορφο σχηματίζουν ένα λογικό οργανισμό, που αφού ανθήσει, δέσει τους ανθούς
του και μαδήσει, ξαναγυρίζει πάλι στο άμορφο για να παραχωρήσει τη θέση του σε
νέα κουλτούρα» (βλ. Σπέγκλερ, σελ. 38-48, γερμανική έκδοση).
[ Γ΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ]
ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ
ΕΦΤΥΣ μετά τον ΙΙΙ παγκόσμιο πόλεμο. Στα ερείπια μιάς μεγάλης πολιτείας:
Παρίσι, Λόντρα, Ν. Υόρκη…
Παντού
ερείπια, τεράστια ζωτικά χόρτα έχουν βλαστήσει στα χαλάσματα, τα κατοικίδια ζώα
(σκυλιά, βόδια, πρόβατα κ.λπ.), έχουν αγριέψει, παράτησαν τον άνθρωπο.
Όσοι άνθρωποι επιζούν, έχουν, οι
περισσότεροι, έχουν τρελαθεί, τρέχουν ουρλιάζοντας, γελούν κι οι σκύλοι τρέχουν
πίσω από τους τρελούς, τρών τους πεθαμένους.
Μερικοί δεν τρελάθηκαν μα έπαθαν αμνησία.
Δε θυμούνται τίποτα από τον πολιτισμό, ξαναρχίζουν την πρωτόγονη ζωή: κυνήγι,
σκάβουν τη γης, ξαναφεβρίσκουν φωτιά, αξίνες κ.λπ.
Ξαναπαρουσιάζονται Μάγοι (πρώτοι
επιστήμονες) που πουλούν αέρα, βροχή, κάνουν ξόρκια, θεραπέβουν αρώστιες με
βοτάνια, διδάσκουν τις πρώτες τέχνες κ.λπ.
Φοβούνται τις αστραπές, τις βροντές, τις
φλόγες. Θαμπά θυμούνται την καταστροφή, τρέχουν, κρύβονται. Κάθε νύχτα, πρίν
την αβγή τρέμουν πώς δεν θα ξαναβγεί ο ήλιος.
Το έργο ν’ αποτελείται από λίγα κύρια
πρόσωπα:
1., Η Μάνα,
η μόνη που θυμάται τα πάντα (ατομικές μπόμπες κ.λπ.) κι όμως ακόμα διατηρεί τα
λογικά της κι έχει ακόμα εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο γένος. Αφτή συγκρατάει τους
Γυιούς της να μην τρελαθούν.
2., Ο Πρώτος
Γυιός της, πού είταν μηχανικός, έχει πάθει και αμνησία, μα κάπου-κάπου σέρνει
κραβγή τρόμου.
3., Ο
Δέφτερος Γυιός, πρώην αρτίστας, έχει πάθει κι αφτός αμνησία, όμως τη νύχτα
βλέπει στα όνειρά του τη φοβερή καταστροφή, τρέμει την ώρα που πάει να
κοιμηθεί.
4., Η
Γυναίκα δε θυμάται μήτε νοιάζεται. Είναι όλη ένστιχτο, ένα μονάχα θέλει: να
γεννήσει παιδιά, πολλά, διαλέγοντας τον πιό δυνατό άντρα.
5., Μάγος: θυμάται
τον πόλεμο μα προσπαθεί να μετουσιώσει τη φρίκη. Θυμάται ακόμα μερικά μυστικά
από τον βουλιαγμένο πολιτισμό: πώς σπέρνουν, πώς πλένονται κ.λπ. Ξόρκια,
τραγούδια. Ίσως, πώς γράφουν.
ΧΟΡΟΣ- ΤΡΕΛΟΙ 1) πρώην επίσκοπος 2) πρώην
καθηγητής 3) πρώην στρατηγός 4) πρώην πολιτικός 5) πρώην ποιητής…
Κάτι θυμούνται, μερικά TIC, από το παλιό τους επάγγελμα…
Φράσεις ξεκάρφωτες, χειρονομίες κ.λπ.
1., Ο α΄ Γυιός όλο και σκάβει στα
χαλάσματα, σα νάχασε κάτι, δε θυμάται τι, μάχεται να το βρει: Βρίσκει κομμάτια
μηχανές, αφτοκίνητα, ραδιόφωνα, φακούς κ.λπ. Μάχεται να θυμηθεί τί νάναι…
Αγωνία. Κωμικές παρεξηγήσεις.
Από ανάγκη (να σκοτώσει ζώα να φάει, να
κόψει δέντρα να ζεσταθεί, να διώξει τους τρελούς που τριγυρίζουν το καταφύγιό
τους,,,) έχει εφέβρη την αξίνα, τη σφεντόνα. (Ανακαλύπτει το Νέο Όπλο: τη
σφεντόνα!)
2., Ο β΄ Γυιός πλάθει με πηλό μιά τεράστια
στεατόπυγη γυναίκα (όπως τα προϊστορικά είδωλα), την προσκυνούν σα θεά.
Περιμένουν το Μάγο νάρθει να κάμει ξόρκια, να τη ζωντανέψει να γίνει αληθινή
γυναίκα. Κ’ οι δυό Γυοί είναι possedes από την ανάγκη της Γυναίκας. Θέλουν
να γεννήσουν παιδιά. Φούντωσαν τα δυό πρωτόγονα ένστιχτα: Φαϊ, Sexe.
Ο β΄ Γυιός θυμάται θαμπά πώς είταν
παντρεμένος, θυμάται τη γυναίκα του, το άγαλμα που πλάθει είναι ένα κρυφό ξόρκι
για να τη φέρει.
Κάπου κάπου ανεβαίνουν κ’ οι δύο σε μιάν
πέτρα κι ουρλιάζουν, κράζοντας για μιά γυναίκα. Βγαίνουν κυνήγι συχνά για να τη
βρούν.
-Την ώρα που ανοίγει η σκηνή- βράδι,
ακούγονται οι τρελοί που ουρλιάζουν, η Μάνα ανάβει φωτιές γύρα, να ζεσταθούν,
να μη ζυγώσουν θεριά.
Ο α΄ Γυιός εξακολουθεί να σκάβει.
Ο β΄ Γυιός τελειώνει μιά τεράστια
στεατόπυγη Γυναίκα που ορθώνεται στο βάθος της σκηνής, σα γοργόνα.
Μιλούν, Μάνα Γυιοί, Βροντάει, αστράφτει,
κρύο.
Οι Γυιοί άξαφνοι παρατούν τη δουλειά,
ανεβαίνουν σε μιάν πέτρα, ουρλιάζουν για γυναίκα. Άξαφνα σα ν’ ακούστηκε
γυναίκια κραβγή ν’ αποκρίνεται.
Τρελοί από χαρά, αρπάζουν το Lasso, φέβγουν.
Η Μάνα που λαχταρίζει αγγόνια, τους δίνει
την εφκή της.
-Η Μάνα μόν’ συμπάει τη φωτιά, ψήνει φαϊ,
θυμάται το φοβερό Πόλεμο. Χαίρεται που οι γυιοί της έπαθαν αμνησία. Στρώνει
φύλλα, ετοιμάζει γαμήλια κλίνη:
Χαίρεται που βρήκαν μιά γυναίκα απόψε, θα
της κάνουν εγγόνια. Σφυρίζει. Εφτύς γύρα από τη φωτιά προβαίνουν ένας- ένας οι
τρελοί. Η Μάνα τους ήξερε όταν είταν, πρίν από τον πόλεμο, στα καλά τους:
επίσκοπος, καθηγητής, κ.λπ. Και τους φέρνεται με σέβας, τους προσμένει σα νάναι
ακόμα στ’ αξιώματά τους.
Διάλογος τραγικός, κωμικός Μάνας- Χορού
Τρελών.
Η
Μάνα να νοιώθει κι αφτή Excitation Sexuelle μαζί με τους τρελούς, που την
κοιτάζουν με λαιμαργία.
-‘Ερχεται ο Μάγος. Μάχεται να γιάνει τους
τρελούς, ξυπνώντας τη μνήμη τους. Γελοιογραφία ψυχανάλυσης. Ο Μάγος βάνει
μάσκα. Κάνει ξόρκι στο άγαλμα α ζωντανέψει, να γίνει αληθινή γυναίκα. Και τότε
-έρχονται οι γυιοί κουβαλώντας κάτι
ξωτικό, τυλιγμένο σε γούνες. Το ξετυλίγουν με λαχτάρα, τρόμο: μιά γυναίκα που
βγάνει αμέσως το καθρεφτάκι (το μόνο που ‘χε περισώσει από τον Παγκόσμιο
Πόλεμο), καθρεφτίζεται αμέριμνα, όλο θηλυκότητα. Οι Γυιοί ουρλιάζουν από χαρά,
χορέβουν γύρω της.
Ο β΄ γυιός κοιτάζοντάς την νιώθει να ξυπνά
η μνήμη του, η γυναίκα του!
-Οι δυό αδερφοί πιάνονται για τη γυναίκα.
Στην αρχή ειρηνικά:
Ο ένας δείχνει τη δύναμή του ρίχνοντας με
την αξίνα ένα δέντρο.
Ο β΄ τρυπώντας καλάμι, φτιάχνοντας
φιαμπόλι, παίζει Σκηνή κωμική για να επιδείξει καθένας τις ικανότητές του.
Η Γυναίκα προτιμάει τον α΄ Γυιό γιατί
είναι πιό δυνατός. Μά μένει απαθής, καθρεφτίζεται την ώρα που οι δύο άντρες
παλέβουν.
-Τα δυό αδέρφια σκοτώνονται κ’ η Γυναίκα
ανεβαίνει στην πέτρα, ουρλιάζει φωνάζοντας έναν άντρα.
Ο ΧΟΡΟΣ, οι τρελοί, να παίζουν σπουδαίο
ρόλο.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς,
10-15
Ιουνίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου