Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Σκέψεις για την γραφή της Νατάσας Ζαχαροπούλου

 

Τρία βιβλία της ποιήτριας και πεζογράφου Νατάσας Ζαχαροπούλου

      «Ατμοσχολιάζοντας»

      Έχω μπροστά μου τρία βιβλία-δείγματα-γραφής αντιπροσωπευτικά του συγγραφικού λόγου της ποιήτριας, διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου κ. Νατάσας Ζαχαροπούλου. Η συγγραφέας γεννήθηκε στην Λειβαδιά Βοιωτίας, σπούδασε δημοσιογραφία και εργάζεται ως ασφαλίστρια όπως μας πληροφορούν τα στοιχεία που αναγράφονται στα «αυτιά» των βιβλίων της. Τα βιβλία είναι:

-«ΙΧΝΟΣ ΚΡΑΓΙΟΝ Η ΝΥΧΤΑ» (μυθιστόρημα) εκδόσεις «Ανατολικός», Αθήνα 1996.

-«ΠΕΤΩΝΤΑΣ Μ’ ΕΝΑ DRONE», (μικρά πεζά) εκδόσεις «Παρασκήνιο», Αθήνα 2019. Και

-«ΑΤΜΟΣ», (ποιήματα) εκδόσεις «Ανατολικός», Αθήνα 2008.

Συνεργασίες της κ. Νατάσας Ζαχαροπούλου συναντάμε από το 1979 σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα και ηλεκτρονικές λογοτεχνικές ιστοσελίδες. Όπως «Περίπλους», «Ύφος», «Βακχικόν», «Φρέαρ», «Εμβόλιμον», «Στέπα», «Διάστιχο», «Βαρελάκι» και σε αρκετές άλλες. Η ίδια διαθέτει ηλεκτρονική ιστοσελίδα που φέρει το όνομά της, και με την συγγραφική συμπαράσταση των συνεργατών της αναρτώνται κείμενα λογοτεχνικού, μεταφραστικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Το 1995 κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Να σ’ έχω», εκδόσεις «Λύχνος» την ίδια χρονιά και από τον ίδιο εκδοτικό οίκο εκδόθηκαν και τα διηγήματά της «Κι άς με ταξιδεύεις όπου». Άλλα της βιβλία: «Όπου ορίζει το φιλί» (διηγήματα), 1999, «Η ζωή είναι εδώ» (μυθιστόρημα), 2009, «Ρέικι η Ατραπός της Καρδιάς» 2009 εκδ. Ανατολικός και «Πρόσωπα στο Νερό» (μυθιστόρημα) εκδόσεις «Οσελότος», Αθήνα 2013.

     Οι ενδεικτικές αυτές πληροφορίες μας δηλώνουν την άρρηκτη και σταθερή σχέση που διατηρεί η ποιήτρια και πεζογράφος με τα ελληνικά γράμματα. Για την Πειραϊκή λογοτεχνική παράδοση να αναφέρουμε ότι για μακρό χρονικό διάστημα η κυρία Νατάσα Ζαχαροπούλου εργάστηκε στην πόλη μας, τον Πειραιά.

           Διαβάζοντας πρόσφατα και τα τρία βιβλία της, προβαίνουμε σε έναν ατομικό μας αναγνωστικό σχολιασμό, μιλώντας άλλες φορές περισσότερο για δύο τίτλους που μας άρεσαν περισσότερο, όπως είναι το Μυθιστόρημά της και τα Ποιήματά της, και άλλοτε, επισημαίνοντας και εκφράζοντας τις ενστάσεις μας για την υπερβολική χρήση ενός λεξιλογίου άκρως λουστραρισμένου σε σημείο «κατάχρησης» και υιοθέτηση μιας πεποιημένης γλωσσικής εκφραστικής, μάλλον ασυνήθιστης του τρίτου της σπονδυλωτού βιβλίου που περιλαμβάνει Πεζά της γραμμένα σε μια γλώσσα εξαιρετικά ποιητική μεν αλλά, κατά την κρίση μας, αμίλητη, μη συνηθισμένης χρήσης στον δημόσιο προφορικό μας λόγο και τις μεταξύ μας συνομιλίες, και ασφαλώς στην έντυπη αποτύπωσή του και καταγραφή του δε. Σαν σταθεροί και συνεπείς αναγνώστες της ελληνικής ποίησης και πεζογραφίας εδώ και δεκαετίες, ας μας επιτραπεί να γράψουμε «ελεύθερα» την γνώμη μας που ενδεχομένως, να μην είναι ακριβής ή να μην συμφωνεί με άλλες κρίσεις ανώνυμων αναγνωστών της ή επίσημων κριτικών αξιολογήσεων των βιβλίων και της γραφής της. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά όχι απαραίτητα στην χρονολογική τους. Το βιβλίο της «ΠΕΤΩΝΤΑΣ Μ’ ΕΝΑ DRONE», σελ. 168 κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2019 και την τυπογραφική επιμέλειά του είχε ο Σπύρος Μαρίνης. Ο δίγλωσσος τίτλος του βιβλίου είναι εύστοχος και φανερώνει στο πως ένας σύγχρονος των ημερών μας συγγραφέας μπορεί να δανειστεί πράγματα της πολιτικής και κοινωνικής καθημερινής επικαιρότητας στην οικοδόμηση του υλικού του. Αν προσέξουμε, οι  τίτλοι των βιβλίων της ελληνίδας συγγραφέως έχουν κάτι το ιδιαίτερο και μάλλον αόριστο στην σήμανσή τους. Τίτλοι έργων της και συγγραφική της ύλη, με ξεκάθαρο τρόπο φέρουν το φορτίο της προβληματικής και φιλοσοφίας των αντιλήψεων της περί του τι είναι η αλήθεια της Ζωής, των λειτουργιών της Φύσης και των σχέσεων και στάσεων ημών των ανθρώπων απέναντί τους και μεταξύ μας. Σε αυτήν την «Χώρα του Ποτέ» της γραφής της, δανειζόμενοι μέρος τίτλου μαρκίζας του πρώτου της πεζού από το ως άνω βιβλίου της, διαισθανόμαστε από την πρώτη στιγμή που θα πιάσουμε τα βιβλία της στα χέρια μας (ποιητικά, μυθιστορηματικά, διηγηματικά) το γυναικείο αρώματος της ευαισθησίας της, της θηλυκής ευαισθησίας της φωνής της, του ξεκάθαρου βλέμματος του φύλου της, στων αντιλήψεών της στο πώς είναι δομημένος ο Κόσμος, πώς λειτουργεί μέσα στην αυτοκίνησή του και αυτάρκειά του το σύμπαν, την αυτοτέλεια της λειτουργίας των νόμων της Φύσης και των αλληλεπιδράσεων της αρμονικής τους ισορροπίας, προαιώνιες μυστικές μέχρι των προηγούμενων αιώνων αρχές και αυτοδεσμεύσεις κάτι που οφείλει να σεβαστεί η ανθρώπινη ύπαρξη στην καθολικότητά της και στα βαδίσματά της μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο της Ιστορικής της πορείας. Ο Κόσμος ως κόσμημα θεάται και απολαμβάνεται ως παιχνίδι από την τυχαία και στιγμιαία, απροσδόκητη μέσα στο χρόνο ανθρώπινη θνητότητα. Καρδιακός ο λόγος της ερμηνείας της όπως δηλώνουν και τα ποιητικά και άλλα ξένα αποσπάσματα που σηματοδοτούν την χροιά και τους τόνους της φωνής της και φαροφωτίζουν τον λόγο της και τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παραμέτρους της. Θηλυκή η ματιά της θηλυκή και η γραφή της πυξίδας της, αποκλειστικά «έμφυλη» με μεγάλα ποιητικής υφής φορτία και εικόνες ονειροφαντασίας της. Καθημερινά στιγμιότυπα και καταστάσεις, ερωτικές εμπειρίες σε διάφορες σωματικές και συναισθηματικές αποχρώσεις με το άλλο φύλο, φιλικές διαπροσωπικές της σχέσεις αιτίες σχεδιασμού του στόρι της, εργασιακό δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, βαριεστημένων συναδέλφων της τυλιγμένων στην καθημερινότητα της ανίας τους και στην μικροκουτσομπολίστικη συμπεριφορά και καταλαλιά τους. Όχι αρμονικές επαφές της με τα δύο άλλα μέλη της οικογενείας της, την μητέρα της και την μεγαλύτερη κατά δύο χρόνια αδερφή της. Είναι η μικρότερη κόρη μεταξύ των δύο θυγατέρων της πυρηνικής αυτής ελληνικής κλασικής τετραμελούς οικογένειας. Γεύσεις γυναικείας χειραφετημένης αισθαντικότητας και σωματικής της διαχείρισης, ήρεμης και φουρτουνιασμένης συναισθηματικής διάθεσης, ψιθυριστές λεπτομέρειες μνημών και αναμνήσεών της, περασμένων στιγμών της παιδικής και εφηβικής της ευαισθησίας, περιπλανήσεων της φαντασίας της σε ένα ελεγχόμενο της ισορροπίας της φλας μπακ. Ένα ξεχείλισμα εσωτερικών της συναισθημάτων στην διάρκεια της ανεύρεσης της κρυμμένης ψυχικής της ηρεμίας και γαλήνης. Η εικόνα του Πατέρα και το βαθύ ίχνος της επιρροής του-ακόμα και μετά την φυσική του απουσία,- τον θάνατό του, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής στον πεζό και αμυδρά, εμμέσως στον ποιητικό της λόγο, ως διαρκές άφθαρτο από το χρόνο παρόν. (η αναγνωστική μνήμη των αναγνωστών φέρνει στην επιφάνειά της το θεατρικό έργο του Αύγουστου Στρίνμπεργκ). Η παρουσία του καθοριστική στην ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητάς της, κέντρο αναφοράς της συνείδησής της. Στοιχεία του χαρακτήρα του και των προστατευτικών χειρονομιών του τροφοδοτούν την δική της προσωπικότητα και σπερματικά αναζητούνται στους άντρες εραστές της, στις χειρονομίες τους απέναντί της, στις συμπεριφορές τους στην διάρκεια των περιστασιακών και όχι πάντα μακρόχρονων σχέσεών της. Εμμονές της ταυτότητας του χαρακτήρα της. Η πατρική του σκιά απλώνεται στην γραφή της (ακόμα και παρά ενδέχεται της δικής του θέλησης) στην φανέρωση των σκέψεών της, στις ψυχολογικές πτυχώσεις και εκδιπλώσεις του λόγου και των ενεργειών της, στην συλλογιστική των αποφάσεών της, στα ονειρικά της μοναχικά φτερουγίσματα. Στα σκαμπανεβάσματα του χαρακτήρα της και συγκρουσιακές της εσωτερικές μεταπτώσεις. Η εικόνα του Πατέρα είτε ως φυσική παρουσία είτε μέσα στην αχλή των απόηχων των αναμνήσεών και συλλογισμών της, διαπλάθει την γυναικεία της ιδιοσυγκρασία, θωρακίζει τις άμυνες της χαλαρώνει τις αντιστάσεις της και ορισμένες στιγμές και ερωτικές περιόδους της ζωής της, αφήνει να εκδηλωθεί η ηττοπάθειάς της. Χαρακτηριστικές οι σελίδες του μυθιστορήματός της «ίχνος κραγιόν η νύχτα», στην εκδρομή της σε τουριστικό νησί των Κυκλάδων με έναν από τους παντρεμένους εραστές της-ευκατάστατου επιχειρηματία πατέρα ενός μικρού παιδιού που αγαπά και φροντίζει, αλλά με τα παράξενα ερωτικά του γούστα. Η χειραφετημένη ερωτικά σαραντάρα και ενδοτική σεξουαλικά «Μαρολύνα» κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, μεταπλάθει την ακραία συμπεριφορά των ερωτικών σκηνών από τον άντρα εραστή της σε προβολή των σωματικών της πόθων και εσωτερίκευση των δικών της επιθυμιών. Ή πάλι, σε άλλες ιδιαίτερές της στιγμές, όπως εκείνη η θαλάσσια πεταχτή ερωτική εμπειρία, συναισθηματικά «στριμωγμένη», θέλοντας να ξεφύγει από την ατομική της βαρεμάρα και τις άσκοπες κινήσεις της φιλικής παρέας που βρίσκονται πάνω στο γιότ του παντρεμένου εραστή της,-ο οποίος είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με την γυναίκα του προσκεκλημένου στην ταξιδιωτική κρουαζιέρα φίλου του, βουτώντας στην θάλασσα γεύεται από άτομο του ιδίου φύλου την θωπεία, τα σωματικά αγγίγματα και παθιασμένα φιλιά του. Χειραφετημένη ερωτικά η εργαζόμενη ως δημόσιος υπάλληλος για μία εικοσαετία στο Υπουργείο Προεδρίας, η βασική ηρωϊδα του μυθιστορήματος στο διάστημα του χρόνου του διαζυγίου της (μέχρι να ολοκληρωθούν οι νομικές διαδικασίες και οι συναινετικές συμφωνίες του ζεύγους) με τον άντρα της Νικήτα, καθώς οι σχέσεις τους έχουν βαλτώσει τουλάχιστον από την δική της πλευρά, αναζητά περιπέτειες συνάπτοντας επαφές με άντρες που, όπως φαίνεται, κατά βάθος δεν την ικανοποιούν. Απλά γεμίζουν τα χρονικά κενά της βαλτωμένης καθημερινότητάς της. Είτε με την επικράτηση των θέλω της είτε με την υποχώρηση τους, την μη εκπλήρωση των  γυναικείων αναγκών της, η πατρική φιγούρα στέκεται ακοίμητος φρουρός. Το μητρικό της ανεκπλήρωτο ένστικτο να γίνει και η ίδια μητέρα,- μια και με τον άντρα της είχαν αποφασίσει να μην κάνουν από πεποίθηση και όχι άλλης αιτίας παιδιά, το αναπληρώνει με την τρυφερή και θερμή σχέση που καλλιεργεί με τα δύο μικρά παιδιά φιλικού της ζευγαριού, της εδώ και είκοσι χρόνια φίλης της Εύα και του συζύγου της Άλκη, ζεύγος το οποίο διαμένει στην Κηφισιά και ζει την στρωμένη ζωή τους όπως όλα τα ζευγάρια. Η Εύα, για πάνω σχεδόν από δύο δεκαετίες υπήρξε «η μόνη σταθερά της ζωής της. Ο ακρογωνιαίος λίθος της ισορροπίας της». Σε αυτήν καταφεύγει στις δύσκολες στιγμές της, σε αυτήν εξομολογείται τα μυστικά της. Στην Μαρολύνα καταφεύγει το φιλικό ζεύγος όταν θέλει να βγει να διασκεδάσει ή για άλλες της υποχρεώσεις να φυλάξει και να παίξει με τα μικρά παιδιά τους. Τα παιδικά τους μάτια την βλέπουν σαν δεύτερη μητέρα τους, την περιμένουν πώς και πώς να επισκεφτεί το σπίτι τους και να παίξει μαζί τους, να ακούσουν την φωνή τους να τους διαβάζει παραμύθια. Η στενή αυτή φιλική σχέση και συναισθηματικό δέσιμο που έχουν οι δύο γυναίκες διακόπτεται με την απόκρυψη εκ μέρους της Μαρολύνας, του θανάτου του πατέρα της, την επαναπροσέγγιση με τη μάνα της μετά την κηδεία του, και τελικά, την μη διάλυση του γάμου της με τον άντρα της Νικήτα. Από το σκηνικό του μυθιστορήματος δεν απουσιάζει ούτε η παρουσία της πρωτότοκης αδερφή της, η Λουκία, αν και οι δράσεις και ο ρόλος της είναι δευτερεύον, η οποία όμως λίγο μεγαλύτερη παντρεμένη αδερφή της από τα πρώτα τους βήματα ως μικρά κορίτσια ήταν σταθερότερη στις αποφάσεις της, τις κινήσεις των εξωτερικών εκδηλώσεών της, συνεπής απέναντι στις οικογενειακές της υποχρεώσεις, πράγμα που δεν ήταν εκείνη. Η αδερφή της ήξερε τι ήθελε και τι αναζητούσε στην ζωή της, κάτι που την έκανε παρατηρώντας την ταραχώδη συναισθηματικά ζωή της μικρότερης αδερφής να κρατά αποστάσεις, και μάλλον ψυχρές, τυπικές σχέσεις μεταξύ τους. Εκείνη υιοθετούσε αυτήν την απόσταση μεταξύ τους, δεν την επηρέαζε στις ονειροβασίες της και της άτσαλης και σκόρπιας ζωής της. Δίχως αυτό να σημαίνει ότι στον σχεδιασμό της μυθιστορηματικής γραφής η μία γυναικεία παρουσία ήταν συμπλήρωμα του χαρακτήρα της άλλης. Το μητρικό σύμβολο από την άλλη, η εικόνα της γεννήτρας μάνας, εικονογραφείται δυσανάλογα, κάπως ετεροβαρής σχετικά με την πατρική συχνή δηλωμένη παρουσία του και συχνή μνημόνευσή του στην διαπραγματεύσιμη ύλη του μυθιστορήματος. Φωτίζεται σε μιά σχέση «απόμακρης» αντιζηλίας μάνας και κόρης, όπως συμβαίνει συνήθως όπως μας λέει η επιστήμη της ψυχανάλυσης και η κλινική επιστήμη της ψυχολογίας. Τα κορίτσια προσκολλούνται στο πρότυπο της προστασίας του πατέρα και τα αγόρια στο πρότυπο της φροντίδας της μάνας. Οι σχέσεις μάνας κόρης καθορίζεται από τα όρια της πατρικής επικράτειας που καταλαμβάνει  στην συνείδηση της μικρότερης θυγατέρας και στο πως διαχειρίστηκε τον άρρηκτο αυτό δεσμό στην κατοπινή εξέλιξη της γυναικείας της ταυτότητας και χρόνων του βίου της, στην δική της οικογενειακή εστία.

     Το μυθιστόρημα αυτό της πεζογράφου Νατάσας Ζαχαροπούλου, δεν ξεφεύγει από το κλασικό μοτίβο της ελληνικής πεζογραφίας σύγχρονων ελληνίδων πεζογράφων, που η γυναικεία ερμηνευτική ματιά και λόγος οργανώνουν ένα σύγχρονο πλαίσιο του κόσμου των νεότερων μεταπολεμικών γενεών ελληνίδων και οικογενειακών σχέσεων. Μεταπολεμικές περίοδοι οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικών απελευθερώσεων, σπασίματος αρκετών παραδοσιακών ταμπού, που η ελληνίδα γυναίκα βγήκε από την οικογενειακή της εστία και εντάχθηκε στην εργασιακή παραγωγή αποκτώντας την αυτονομία και οικονομική της ανεξαρτησία. Κατακτώντας με τους αγώνες της το δικαίωμα ψήφου, του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο δημόσιο στίβο,  συμμετοχή της στα κοινά, την εκπαίδευση ισότιμα με το ανδρικό φύλο, και άλλους τομείς της δημόσιας διοίκησης και κλάδους συμμετοχής. Έτσι και η ηρωίδα της Νατάσας Ζαχαροπούλου, μπαίνοντας δίχως μέσον όπως μας λέει η ίδια με υπερηφάνεια στο Δημόσιο. Εργαζόμενη σε μια βαρετή θέση ως υπάλληλος στο Υπουργείο Προεδρίας, ελεύθερη ως γυναίκα δίχως πολλά ενδιαφέροντα, αγαπά τα ταξίδια και τις φιλικές συντροφικές και συναναστροφές, λίγο κοκέτα, σπουδάζει και μας περιγράφει τις σχέσεις των δύο φύλων, του άντρα και της γυναίκας (όχι μόνο των δικών της σχέσεων αλλά και της ζωών των φιλενάδων της ή των πρόσκαιρων εραστών της) στην σημερινή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα της αλλαγής των ερωτικών ηθών, συνηθειών και αντιλήψεων, με ότι αυτό συνεπάγεται στην διαμόρφωση εδώ και δεκαετίες του στιλ γραφής και του ξεχωριστού ύφους των ελληνίδων πεζογράφων εκτενών μυθιστορημάτων, ολιγοσέλιδων διηγηματογράφων και ποιητριών. Εξάλλου, πρώτον, η ίδια η Νατάσα Ζαχαροπούλου μας μιλά για την αγάπη της σε συγγραφείς όπως ο ρώσος μαθηματικός και φιλόσοφος Πήτερ Ουσπένσκι, ενός σλάβου δημιουργού που επηρέασε χιλιάδες συνειδήσεις παγκοσμίως στην εποχή του, καθώς τα σύνορα του λόγου, των ιδεών και των θέσεών του επεκτείνονται πέραν των ορίων της υλικής πραγματικότητας του Κόσμου μας, των λογικών εξηγήσεων φυσικών νομοτελειακών αρχών των φαινομένων του, του κοινωνικού ρεαλισμού της ζωής και των αντιλήψεων των ανθρώπων που έχουν για την λειτουργία και τον σκοπό του. Κάτω από τον ίδιο της εσωτερικότητας φακό αντιλαμβανόμαστε και την Φύση, τον πλούτο και την φθαρτότητα του υλικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπνέουμε, ζούμε, παράγουμε, κληρονομούμε τους απογόνους μας, γινόμαστε λίπασμα. Τα γραπτά του Ρώσου φιλοσόφου είναι εμβαπτισμένα σε μία ατμόσφαιρα εσωτερισμού, διαστάσεων ανεξέλεγκτων και αφανέρωτων στο κοινό μάτι και αντίληψη κατανόησής του. Κάπως θολής μάλλον πνευματικότητας για τους καθαρόαιμους διακόνους της επιστήμης και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και επιστημολογίας. Και αν δεν λαθεύω, και μη επιστημονικής εξήγησης των φαινομένων της φύσης και της ζωής. Θεωριών που, δεν στηρίζονται σε συγκεκριμένους όρους της λογικής, αξιακές θέσεις και συλλογιστικές θεωρήσεις της, βάσεις προερχόμενες από την επιστημονική επιχειρηματολογία και όχι την καρδιά. Αυτόν τον φυσικό του σώματός μας Μυ που τροφοδοτεί με αίμα τον εγκέφαλο. Ήταν πολύ της μόδας κάποτε στην Ελλάδα, και διαβάζονταν ο ρώσος συγγραφέας, όπως και τα βιβλία του Λόψα Ράμπα, βλέπε «τρίτο μάτι» και άλλων συγγραφέων αυτών των πνευματικών Σχολών που κυριάρχησαν λίγο πριν τον Μεσοπόλεμο στον ευρωπαϊκό χώρο, Πνευματισμός, Υπνωτισμός, θεωρίες της θεοσοφίας της μαντάμ Μπλαβάτσκι, οι περιπέτειες ενός γιόγκι, κλπ.  Κινήματα προερχόμενα από την ευρωπαϊκή δυτική διανόηση που ασχολήθηκαν με τις ανατολικές μυστικές και μυστηριακές φιλοσοφίες και θρησκείες, τα διάφορα στάδια της Γιόγκα και θρησκευτικές εσωτερισμού διδασκαλίες, παραδόσεις δρόμων του Βουδισμού, του Ινδουισμού, του Ταοισμού, των Ιαπωνικών και Κινέζικων Σχολών και παραδόσεων. Της αυτοψυχανάλυσης και αυτοκάθαρσης της ψυχής, αυτοτελείωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου δίχως την μεσολάβηση μιάς κεντρικής γενεσιουργού αρχής όπως πρεσβεύουν οι μονοθεϊστικές θρησκείες με τα δεκάδες παρακλάδια των δοξασιών τους, αλλά, μέσα από διάφορα στάδια γυμναστικών ασκήσεων, σώματος και ψυχής εξαγνισμού ασκήσεις, πέρα και έξω από τα κατεστημένα και εκμεταλλευτικά όρια των επίσημων θρησκευτικών εξουσιαστικών αρχών. Μικρά Κινήματα της παγκόσμιας αγάπης και συναδέλφωσης των ανθρώπων, ατομικές σέχτες που απαρνήθηκαν τον πλούτο και τις δεκάδες απολαύσεις που τους παράσχει ο δυτικός πολιτισμός και τρόπος ζωής. (Ποιος δεν θυμάται να γυρίζουν τους δρόμους της πρωτεύουσας οι με πορτοκαλί ράσο κουρεμένοι μοναχοί σχεδόν παιδιά που σιγοψιθύριζαν μια προσευχή, και ακούγονταν ο ήχος «ομμμμμ».) Ένα διαφορετικό μοντέλο ερμηνείας και στάσεων ζωής απέναντι στα πράγματα, τους ανθρώπους, τον Κόσμο, το φαινόμενο της Ζωής και της αποδοχής του Θανάτου, του Πόνου, της υπαρξιακής του ανθρώπου αγωνίας, της συνειδητοποίησης και αποδοχής της φθαρτότητάς μας και μηδαμινότητάς μας, έναντι της απεραντοσύνης της αιωνιότητας. Της συνύπαρξής μας με τα άλλα έμβια όντα της Φύσης και του σεβασμού μας προς το Φυσικό περιβάλλον και τις αναλλοίωτες ρυθμιστικές των κανόνων λειτουργίες του. Μια άλλη, προσωπικών μας επιλογών ανάλυση του σκοπού της ζωής, των ανεξερεύνητων μυστικών λειτουργιών της φύσης, του ενιαίου των κανόνων που διέπουν το σύμπαν για φυτά, ζώα, άνθρωπο, και της τελεολογικής ερμηνευτικής σκοπιμότητας της ανακυκλούμενης φανερώσεών του. Σε ένα διαρκές και αιώνια επαναλαμβανόμενο  γίγνεσθαι ως παρόν των ρυθμών της ύπαρξης όπως τον αντιλαμβάνεται η «ματιά» της καρδιάς και όχι του νου, του κόσμου των συναισθημάτων και όχι της άτεγκτης και σκληρής, κυνικής του ανθρώπου λογικής επιχειρηματολογίας όπως διαμορφώθηκε και καλλιεργήθηκε στον δυτικό κόσμο κατά τα χρόνια του ουμανισμού, της αναγέννησης, του διαφωτισμού και των πολιτικών και αξιακών επιταγών της Γαλλικής Επανάστασης. Το κίνημα του Ρομαντισμού και της Φυσιολατρίας του Ζαν Ζακ Ρουσσώ και άλλων ευρωπαίων στοχαστών και λογίων, ιδέες και θέσεις δεν στάθηκε ικανές να ανατρέψουν την ισχύ της Λογικής, των Επιστημονικών επιτευγμάτων της Τεχνολογίας εκφάνσεις καλυτέρευσης της ζωής μας . Ας φέρουμε στο νου μας τον αγώνα του ρώσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ενάντια των δυτικόφιλων οπαδών της πατρίδας του, και την υποστήριξη της σλαβικής ρώσικης παράδοσης της αχανούς χώρας του. Ο λόγος και η φιλοσοφία ζωής της ελληνίδας συγγραφέως Νατάσας Ζαχαροπούλου, αν δεν λαθεύω στις αναγνωστικές μου κρίσεις, μέσα σε αυτό το κλίμα, και αντίληψη ατμόσφαιρας εσωτερισμού περιστρέφεται, όσον αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων, τον έρωτα και τα θετικά ή αρνητικά παρελκόμενά του, των αντιλήψεων. Μόνο πού, θεωρώ, ότι αυτός ο τρόπος ζωής που επιδιώκεται, αυτό το ερμηνευτικό και της κατανόησης του Κόσμου μας βλέμμα, γίνεται κάτω και μέσα από τις αξίες και αρχές, πρίσματα γνωσιολογικής ερμηνείας και πνευματικής καλλιέργειας δίχτυα ενός ατόμου, στην δεδομένη περίπτωση συγγραφέα του δυτικού κόσμου και της πολιτισμικής του παράδοσης και κληρονομιάς. Νοερά δεν προικίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη θέλει δουλειά πολύ για να γυρίσει ο ήλιος και ο άνθρωπος να βρει την ευτυχία και δικαίωσή του στο ενθάδε του πρόσκαιρου βίου του. Θέλω να πω, εν συντομία, ότι ο δυτικός τρόπος σκέψης και η πνευματική και καλλιτεχνική μας καλλιέργεια, η γλώσσα και οι κανόνες της, η προσωπικότητά μας είναι δομημένα μέσα στην ανθρώπινη παγκόσμιο Ιστορία και Πολιτισμό εντελώς διαφορετικά, με άλλες αξιακές προσλαμβάνουσες και αντιλήψεις από τον άνθρωπο της Άπω Ανατολής και των δικών του σεβαστών ασφαλώς πολιτιστικών και πολιτισμικών παραδόσεων, από τον πολιτισμό της δύσης και της λευκής φυλής. Όπως φυσικά και άλλων Ηπείρων, εθνών και φυλών. Εμείς οι Ευρωπαίοι όσο και αν προσπαθούμε- αν δεν κάνω λάθος στις απόψεις μου και στα διαβάσματά μου- μόνο ως Ευρωπαίοι και πνευματικά παιδιά Δυτικών μπορούμε να ιχνομυθίσουμε και κατανοήσουμε, να εκλάβουμε ως πρότυπο ζωής και διδασκαλίας παραδείγματα από τις ανατολικές και άλλες φιλοσοφίες της Ασιατικής ηπείρου. Η παιδαγωγία μας έχει διαφορετικό προσανατολισμό και παραδείγματα εμπειρικής διδασκαλίας. Πάντα ως («αποικιοκράτες») μεταφραστές θα ενστερνιζόμαστε των Εκείνων πράγματα και τελετουργίες ζωής και θανάτου και όχι ως αυθεντικοί δημιουργοί των δικής τους φιλοσοφίας και τρόπων και συμπεριφορών ζωής. Κλασικό παράδειγμα στην ποίηση, ο αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ και τα Κάντο του με τα εμβόλιμα ποιητικά αποσπάσματα από άλλες ποιητικές της ανατολής παραδόσεις. Τα βουδιστικά αποσπάσματα του έργου της «Έρημης Χώρας». Τι αλήθεια θαυμάζουμε στα σημαδιακά αυτά έργα του δυτικού πνεύματος, τον ευφυή συγγραφικό σχεδιασμό ενός σύγχρονου δημιουργού της Δυτικής γραμματείας  και τις εκλεκτικές του συγγένειες και προσμείξεις μέσα στο έργο του, ή αυτή καθ’ εαυτή πνευματική παράδοση πολιτισμού των λαών της Άπω Ανατολής; Τα παραδείγματα είναι πολλά ακόμα, από τον γερμανό πεζογράφο Έρμαν Έσσε έως τον δικό μας Νίκο Καζαντζάκη οι γέφυρες γνωριμίας μας είναι ανοιχτές. Από ευρωπαιοτραφείς και ελληνοτραφείς συγγραφείς που διεύρυναν τα όρια της σκέψης και της γραφής τους, παρά μάλλον της προσωπικής τους ζωής, αν δεν λαθεύω. Έπειτα υπάρχει και το μυστικό ρεύμα της δικής μας θρησκευτικής παράδοσης, αυτό που ονομάζουμε νηπτικό και έχει αρκετά κοινά σημεία με τις δοξασίες και διδασκαλίες περί ύπαρξης της Ασιατικής ηπείρου. Υποστηρικτικά των απόψεών μου θα μνημονεύσω ένα άλλο ωκεάνιο έργο σταθμό της δυτικής γραμματείας, την «Οδύσσεια»  του ιρλανδού συγγραφέα Τζέημς Τζόϋς, και στο πόσο αρμονικά δένουν μέσα στο ογκώδες πεζογράφημά του οι στίχοι και τα τραγούδια της Ιρλανδικής ποιητικής παράδοσης που διαβάζουμε. Οι παρηγορητικοί και της πνευματικής ελπιδοφορίας δρόμοι του ανθρώπου είναι και πολλοί και διαφορετικοί από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αλλά ας μην ξεστρατίζουμε από το θέμα μας που είναι η ανάγνωση των τριών βιβλίων της Νατάσας Ζαχαροπούλου.

Η μυθιστοριογράφος αναφέρει και δύο άλλα καλλιτεχνικά σύγχρονα σήματα, ένα ελληνικό και ένα ξένο. Την εκ Θεσσαλονίκης πεζογραφική δουλειά της Ζυράννας Ζατέλη και το βιβλίο της «Περσινή αρραβωνιαστικιά» κυκλοφόρησε το 1984, ένα μυθιστόρημα που προσέχθηκε, διαβάστηκε και εξακολουθεί να προκαλεί το αναγνωστικό αντρικό και γυναικείο ενδιαφέρον ακόμα και μετά την παρέλευση τόσων ετών, εντάσσεται και η γραφή της Ζατέλη στις ελληνίδες συγγραφείς που καλλιέργησαν το γυναικείο μυθιστόρημα και θηλυκή χειραφετημένη οπτική. Και οι περιβόητες κινηματογραφικές ταινίες του πολωνού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κριστόφ Κισλόφσκι και οι ταινίες των «τριών χρωμάτων» του, η ηρωίδα μας, η Μαρολύνα, απόλαυσε σε μια στιγμή σχόλη της την «Κόκκινη ταινία» του. Το διάστημα του χωρισμού της με τον Νικήτα των επί δώδεκα χρόνια άντρα της. Το σκηνικό που χτίζει τους ήρωές και τις ηρωίδες της η Νατάσα Ζαχαροπούλου είναι σύγχρονο, των ημερών μας, φωτογραφίζει εν τάχει περιοχές του λεκανοπεδίου, όπως το Κολωνάκι η Κηφισιά, την λεωφόρο Συγγρού με τα μεγάλα ξενοδοχεία και στέκια. Ταβέρνες στην περιοχή της Πλάκας και ρεστοράν όπου συναντιέται με τους εραστές της ή τις φιλικές της παρέες κατά τις εξόδους τους. Δεν λείπουν και οι μάλλον επιφανειακές  φωτογραφικές περιπλανήσεις της σε ορισμένα επαρχιακά μέρη, και το εξωτερικό, όπως η Ζυρίχη της Ελβετίας όπου ταξίδεψε για μία εβδομάδα προσκεκλημένη από τον Ελβετό εραστή της, τον Ζυλ, σε μία βεβιασμένη υπόσχεσή του για γάμο, ζητώντας της να εγκαταλείψει την μόνιμη δουλειά και την οικογένειά της, τους φίλους της. Ενώ, στην εκεί σύντομη επίσκεψή της, εκείνος μετάνιωσε για την υπόσχεση που της είχε δώσει στην Ελλάδα, και παρά την τυπική και ευγενική συμπεριφορά του, την ανάγκασε με τον τρόπο του να επιστρέψει πίσω στην ηλιόλουστη χώρα της. Η ματιά της Ζαχαροπούλου δεν εστιάζεται σε αρχαιολογικά ή άλλα πολιτιστικά μνημεία και κομβικά σημεία της τοπικής ιστορίας των πόλεων και των περιοχών που μας αφηγείται, είναι η σύγχρονη τουριστική ματιά των ανθρώπων που, φεύγοντας για μικρό ή μεγάλο ταξιδιωτικό διάστημα από την οικία τους και μεταβαίνοντας σε άλλες περιοχές και τοποθεσίες, διαμένοντας σε ξενοδοχειακές μονάδες, θα επισκεφτούν μόνο χώρους εστίασης και διασκέδασης ή εμπορικών μαγαζιών αποκλειστικά για τουριστικές και μόνο αφορμές και αγορές. Οι αντρικές επίσημες παρουσίες (ως σύζυγοι και φίλοι, πρώην εραστές) στο μυθιστόρημα της συγγραφέως κρατούνται σε δεύτερο πλάνο, στην σχολιαστική παρατηρητικότητά τους από το γυναικείο βλέμμα, της κεντρικής ηρωίδας είτε των δορυφόρων γυναικείων προσώπων που σπονδυλώνουν την μυθιστορηματική αφήγηση και συμβάλουν στην εσωτερική του κίνηση στον χρόνο. Οι άντρες είτε είναι άβουλοι, είτε είναι απαθείς ή αδιάφοροι, είτε βολεμένοι μέσα στα συζυγικά τους δεσμά. Ή η μόνη τους ανησυχία είναι μετά από έναν μόνιμο ή πρόσκαιρο χωρισμό με την σύζυγό τους, μην παραμελώντας όμως και αδιαφορώντας για τα παιδιά που απέκτησαν μαζί της, στο πώς θα ξανακοιτάζουν, θα ξενοκοιμηθούν θα κερατώνουν την βαρετή γυναίκα τους με νεότερες θηλυκές υπάρξεις που θα τους ικανοποιούν όλα τα σωματικά και φαντασιακά ερωτικά τους απωθημένα. Συνήθως τα νέα ερωτικά ήθη στο κλεινόν άστυ επιτρέπουν και την ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων, δημιουργώντας ένα γαϊτανάκι σχέσεων όχι και τόσο άγνωστο μέσα στην παγκόσμια ερωτική των ηθών ιστορία. Η θηλυκή γραφή της Νατάσας Ζαχαροπούλου, μπορεί μεν να φωτογραφίζει τις εσωτερικές του χαρακτήρα της ηρωίδας της μεταπτώσεις και μονομέρειες αλλά αδικεί την αντρική εικόνα παρά τα θετικά της χαρακτηριστικά που της προσάπτει στις συζυγικές ή συντροφικές σχέσεις. Ενδέχεται το μέτρο σύγκρισης με την φιγούρα του πατέρα της να δίνει τους σκιερούς χρωματισμούς στις περιγραφές της. Όπως και νάχει, το μυθιστόρημα είναι ευχάριστο, καλογραμμένο και καλοδουλεμένο, διαβάζεται απνευστί, όχι μόνο από το γυναικείο αναγνωστικό πληθυσμό. Η γλώσσα ρέει, δεν μπουκώνει με πεποιημένες λέξεις όπως το «Πετώντας με ένα Drone». Ενώ υπάρχουν και σελίδες του βιβλίου της όπως οι εσωτερικές περιγραφές της κηδείας του πατέρα της και άλλων προσωπικών της στιγμών που αναφέρεται στην φιλική της σχέση με άλλα ζευγάρια που αφήνει να αναδειχθεί ο λυρισμός και η ποιητική της ευαισθησία, η τρυφεράδα και η ποιότητα του τραυματισμένου γυναικείου χαρακτήρα της. Το ύφος της είναι στρωτό και κρατά συνήθως τον ίδιο βηματισμό στο ξεδίπλωμα των ρυθμών του. Ένα μυθιστόρημα αν όχι σταθμός στην γυναικεία πεζογραφία σίγουρα πάντως άξιο προσοχής και ανάγνωσης στο χρόνο.

     Το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως που διάβασα ήταν το «Πετώντας μ’ ένα DRONE”, σε αυτό το βιβλίο οι αναγνωστικές μας απόψεις έχουν ορισμένες επιφυλάξεις καθαρά προσωπικής φύσεως ως αναγνώστες και όχι ως κριτές της ιστορικής πορείας της γυναικείας συγγραφικής παρουσίας στην πατρίδα μας. Το βιβλίο έχει σαν μότο ένα απόσπασμα από το έργο του γάλλου συγγραφέα Αντουάν ντε Σαίντ- Εξυπερύ και το έργο του «Ο μικρός πρίγκιπας». Ένα έργο πολυαγαπημένο, πολυδιαβασμένο από μικρούς και μεγάλους, που η πολύπλευρη σημαντική του, και οι νοηματικές και άλλες προεκτάσεις του έργου συζητήθηκαν, ερευνήθηκαν και συνεχίζουν να εξετάζονται ακόμα δίνοντας κάθε αναγνώστης ή κριτικός, την δική του ερμηνεία στο τι ακριβώς ο φανταστικός κόσμος του γάλλου πιλότου και συγγραφέα ήθελε να μας «διδάξει» προσφέροντάς μας αυτό το διαχρονικό κλασικό αριστούργημα. Ένα βιβλίο που έτυχε πολλαπλών εκδόσεων, διασκευών στον κινηματογράφο και σε θεατρικές σκηνές και μεταφράσεων σε δεκάδες γλώσσες. Στην χώρα μας μνημειακή έμεινε η μετάφραση του πεζογράφου Στρατή Τσίρκα. Το καρδιακό βλέμμα αγάπης, είναι αυτό που εξημερώνει τα άγρια ένστικτα του ανθρώπου και όχι η στρυφνότητα της πολύπλοκης και λαβυρινθώδους λογικής μας. Μόνο με την απλότητα της καρδιάς κατανοείται η αλήθεια και η ουσία των μυστηρίων της ζωής, της χρήσης και όχι κατάχρησης των πραγμάτων του κόσμου μας συμβουλεύει η αλεπού τον μικρό μας πρίγκιπα. Επαναφορά λοιπόν σε μία «αδαμιαία» του ανθρώπου κατάσταση και παραβολική διδαχή των θαυμάτων του Κόσμου μας μέσα σε ένα παραμυθένιο και ονειρικό περιβάλλον. Εδώ να επισημάνουμε, ότι όπως και στο μυθιστόρημά της αλλά και σε άλλα είδη της γραφής της η Ζαχαροπούλου αναφέρει αρκετές φορές την λέξη Παραμύθι. Δηλαδή την εξιστόρηση μιας σύγχρονης ιστορίας σαν αναγνωστική παραμυθία, και αυτό επιδιώκει ως συγγραφικό της στόχο η πεζογράφος μέσα από τις διάφορες φόρμες της γραφής της. Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 ενότητες, ενότητες τις οποίες εισαγάγουν στίχοι του Πέρση ποιητή Σαϊχ Μουσλίχ εν Ντίν Σααδή. Στίχοι που δημιουργούν την ατμόσφαιρα των μικρών συνήθως, ολιγοσέλιδων κείμενων του έργου. Η Β΄ Ενότητα αφιερώνεται στην Ν. Κ. ενώ κείμενα όπως «Η λίμνη» στην Μ.Μ. ή «Το δέντρο» της Γ. Π. της Ε.Θ. το «Η πιά ήσυχη απόφαση» κλπ. Προφανώς γυναικείες παρουσίες και ονόματα κοινών συγγραφικών αντιλήψεων με την πεζογράφο. Πέρα από την μνημόνευση των παραπάνω δύο συγγραφέων-του γάλλου πεζογράφου και του Πέρση ποιητή, άλλα τις κείμενα διανθίζονται με λέξεις και θέσεις, αποσπάσματα από τον τεχνοκριτικό Έρνεστ Φίσερ, βλέπε το «Γράφοντας για την Δ.», με στίχους από το ποίημα «Η Παραγκούλα» του έλληνα μοντερνιστή ποιητή και μεταφραστή Τάκη Κ. Παπατσώνη, δες το «Στο σπίτι» και άλλες εσωτερικές αποσπασματικές προσμείξεις, εκλεκτικές συγγένειες γραφής του κλίματος που μας δίνονται τα αριστουργηματικά αυτά καλογραμμένα μικρά πεζά και την φιλοσοφία ζωής της ελληνίδας συγγραφέως. 17 από αυτά τα ποιητικού κλίματος πεζογραφήματα, έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά με τα οποία συνεργάζεται η πεζογράφος. Η γλώσσα της Νατάσας Ζαχαροπούλου στο παρόν βιβλίο είναι εξαιρετική, λάμπουσες λέξεις, αστράφτουσες, λουστραρισμένες εκφράσεις, στιλβαρισμένο ύφος, πολυποίκιλτο σαν αρχαίος κορινθιακός κίονας. Αν ειδωθούν τα κείμενα αυτά ξεχωριστά αφήνουν μία φοβερά ευχάριστη έκπληξη και γλωσσική μαγεία για την τεχνική ευφυΐα και την χρήση ατσαλάκωτων ελληνικών λέξεων. Λέξεων που πολλές από αυτές όμως δεν μιλιούνται, δεν βρίσκονται στην καθημερινή μας χρήση συνομιλίας και συνεννόησης μας, πέρα από αυτές που προέρχονται από άλλα γλωσσικά πεδία και γλωσσικές παραδόσεις όπως πχ. η ρώσικη γλώσσα. Η Ζαχαροπούλου-κατά την γνώμη μας, χρησιμοποιεί την αστραφτερή αριστοκρατική γυναικεία ενδυμασία της και τον στολισμό της για να μας μιλήσει για ουσιαστικά κατά την γνώμη της καταστάσεις και πράγματα, με έναν τρόπο όπως μας έλεγε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όχι απλό, βατό. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν μιλάει έτσι ο καθημερινός άνθρωπος γύρω μας, ο διπλανός μας, ο γείτονάς μας στις αναμεταξύ τους σχέσεις στην εξιστόρηση των πόθων και των καημών του, των ονείρων του. Δεν περιδιαβαίνουμε τον Κόσμο και τον περιγράφουμε όντας κλεισμένοι σε ένα «Μουσείο» φανταστικό με λέξεις «πυγολαμπίδες» απαστράπτουσες λέξεις φορτωμένες σε ένα μικρό σε έκταση κείμενο και στα υπόλοιπα που συναποτελούν το βιβλίο, ή δεν κατανοώ σωστά αυτήν την παράθεση των αμίλητων λέξεων, το υπερβολικό φόρτωμα της λεξιλαγνείας της. Το ίδιο λάθος έπραξε και στην «Οδύσσειά» του ο εθνικός μας παραμυθάς, ποιητής Νίκος Καζαντζάκης. Θέλησε να μας μιλήσει και αφηγηθεί ο Κρητικός συγγραφέας την πολιτιστική ιστορία της Ανθρωπότητας υιοθετώντας την χρήση μιάς ιδιωματικής ελληνικής γλώσσας και εκφράσεών της, που όχι μόνο δεν μιλήθηκε πανελλαδικά αλλά ούτε και από τις επιμέρους γεωγραφικές τοποθεσίες της Ελλάδας από όπου στα προσωπικά του ταξίδια τις αντέγραψε, ή ζητούσε από φιλικά του πρόσωπα να αντιγράψουν και να τους τις στείλουν. Ο αναγνώστης όμως. Δεν είναι υποχρεωμένος να διαθέτει διαφόρων ειδών και κατηγορίας λεξικά, ερμηνευτικά, για να την αποκωδικοποίηση των λέξεων που παραθέτει στο κείμενό του ένας δημιουργός. Αν μάλιστα, θέλουμε να επαναφέρουμε τον λόγο του παραμυθιού στην επιφάνεια της γραφής μας. Οι νύχτιες ιστορίες της Χαλιμάς, ο παραβολικός λόγος των Ευαγγελίων, η «καθαρή» χρήση της Δημοτικής μας γλώσσας, θεωρώ, θα αρκούσε να γεμίσει την γλωσσική της φαρέτρα, στην οικοδόμηση των πεζών της κειμένων, στην παραμυθιακή της περί αγάπης αφήγηση και εσωτερική διδασκαλία, και όχι αυτή η ατσαλάκωτη λουστραρισμένη γλώσσα. Εκτός και αν απευθυνόμαστε σε πολύ ειδικό ακροατήριο, όπως πχ. είναι ο λόγος του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά, ή ο λόγος ορισμένων υπερρεαλιστών συγγραφέων. Θέλω να πω, ενώ ξεχωριστά κάθε κείμενο του ως άνω βιβλίου είναι ένα εξαιρετικό αριστούργημα όλα μαζί συγκεντρωμένα και δοσμένα, στο συνολικό της εικόνας τους αποτέλεσμα μπουκώνει. Ξεχειλίζουν οι αχρησιμοποίητες και πολλές άγνωστές μας λέξεις, αρκετές προερχόμενες από τις ανατολικές φιλοσοφίες. Ακόμα και η λέξη «ντίγια» που δηλώνεται η σημασία και ο συμβολισμός της πώς μπορεί να κατανοηθεί από έναν πολίτη του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού αναγνώστη, με διαφορετικές τελετουργικές πένθους προσλαμβάνουσες, δοξασίες και ταφικά έθιμα; Για να μείνω σε ένα μόνο ενδεικτικό παράδειγμα τονίζοντας ότι το σπονδυλωτό έργο όφειλε να συνοδεύεται με ερμηνευτικά σχόλια και άλλες διευκρινιστικές γλωσσικές σημειώσεις, σε καιρούς μάλιστα έντονης λεξιπενίας μας. Το συμπερασματικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τις δικές μας αναγνωστικές επάρκειες και εφόδια διαβασμάτων μας έχει ενδιαφέρον σε ξέχωρα μέρη του δημοσιευμένα, και όχι στην συνολική του εικόνα σύναξης. Εκτός και αν η πλήρωση της αγάπης σε όλες της τις παραμέτρους βασίζεται σε μια «αριστοκρατική» γλώσσα και μυημένους. Από παλαιά πίστευα, ότι ένα τσαλακωμένο γλωσσικά κείμενο, δημοσίευμα, τυγχάνει περισσότερο της προσοχής και του ενδιαφέροντός μας, εκτός αν κείμενο είναι μόνο ότι η γλώσσα στην ατσαλάκωτη ενδυμασία της δηλώνει, στην υπερβολική έκθεση του στολισμού της και όχι στην ουσία των εμπειριών που καθρεφτίζονται μέσα στο κείμενο και ανοίγουν συνομιλία με εμάς. Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ρέει, όχι μία ταριχευμένη μούμια όπως του Τουταγχαμών μέσα σε χρυσοποίκιλτα σάβανα- σπάργανα.  Όμως θα μας ανταμείψει η ελληνίδα συγγραφέας με την απλή και καθαρή γλώσσα της ποίησής της, την ξεκάθαρη στους συμβολισμούς της στην σαφήνεια της εικονογραφία της, όπως έχουμε στην συλλογή της «Ατμός».

      Η μικρή αυτή συλλογή 88 σελίδων, έφερε στη σκέψη μας την σπαραγματική  δωρική γραφή αρχαίων λυρικών ποιητών και στοχαστών με το λιτό ύφος και την ακόμα πιο λιτή έκφραση τους. Μικροί ποιητικοί πυρήνες που, στην αναγνωστική τους σχάση μας πλημμυρίζουν αγαλλίαση και ευχάριστη ποιητική διάθεση. Μικρές σταλαγματιές σοφίας και εμπειριών ζωής μιάς άλλης ποιμαντικής και λόγων περί αγάπης και τρυφερότητας πραγματικότητας. Προσεγγίσεις μιάς κρυμμένης αλήθειας του Κόσμου που μας ζητά να κοινωνήσουμε η ποιήτρια, δίχως την διαμεσολάβηση της λογικής παρά με την βοήθεια των κεραιών των συναισθημάτων μας, του υψηλού επιπέδου του στοχασμού μας, στον καθημερινό «γολγοθά» του βίου μας. Ποιητικοί σπινθήρες μιάς άλλης της ζωής δοξογραφίας, λυρικά στιγμιότυπα αποφλοιωμένα από κάθε περιττό στολίδι, σε μια εξαιρετική πυκνότητα νοημάτων τους. Δώρα ευσύνοπτα της φωνής ενός ποιητικού υποκειμένου που γνωρίζει την χρήση της απλότητας του λόγου, ακόμα και μέσα από την πολυφωνική επεξεργασία του. Όμορφες ποιητικές στιγμές μιάς ποιητικής θηλυκής γραφίδας που σέβεται το ποιητικό αποτέλεσμα, δίχως να προβάλλει κυριαρχικά της δική της ετερότητα. Ποιητικές νότες δίχως ρυθμικούς κλονισμούς και εντάσεις, βαθειάς έμπνευσης και συγκίνησης. Εντυπώσεις μαρτυριών μιάς άλλης πνευματικότητας. Ας δώσουμε πριν κλείσουμε την περιδιάβαση αυτού του σημειώματος σε τρία βιβλία της ποιήτριας και πεζογράφου Νατάσας Ζαχαροπούλου ένα μικρό δείγμα από τα ποιήματά της.

Κρότος χεριού

της μάνας

Ζωής κεραυνός

--

Σπαράζει απ’ το πρωί’

Τη δόλια μάνα του

την πήρε βόλι

--

Βανίλια παγωτό

στο χωνάκι της κυλά

η μέρα πρίν τη γευτώ

--

Σκάζουν τ’ άστρα

Πιάνει χαρά

ο θάνατος

--

Νύχτα

αμέρωτη

μάνα μου- Νύχτα

--

Νέφος λευκό

Φτερό του απείρου

Κειμήλιο πατρικό

--

Βαλίτσα στο μώλο

Ο έρωτας

περιμένει

--

Στιγμή

τη στιγμή

κύμα σπάει

--

Η βροχή στο σώμα σου

Σαν να ξέπλυνε

τον κόσμο σύμπα

--

Συνωστισμός στο πέρασμα

Ακριβή ζωή

Το εξιτήριο τζάμπα

--

Το λιοστάσι

φουρφουρίζοντας

τανύστηκε στον ήλιο

--

Ιερείς στο θρόνο

Ουρά οι αμαρτωλοί

στο δρόμο

--

Κύμα στη στέρνα

Μέλισσες και σπουργίτια

ξεδιψούν

--

Χαρταετοί ολοτρόγυρα

Ο σγουρός σιρόκος

στους κηπώνες

--

Λιμνάζω

κι ένας άνεμος γιασεμί

μ’ εξεγείρει

--

Κύμα που σπάει

το χάδι σου

στις φτέρνες της ζωής μου

--

Σαν κόμη

τα πεφταστέρια

γλιστράν στο πρόσωπό μου

--

Έτρεχα να προλάβω

Να προλάβω

Τώρα αργώ-

Να προλάβω!

--

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς  12 Απριλίου 2025

Του φίλου του Ιησού Λαζάρου

 

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Τζιάκομο Λεοπάρντι και το ποίημα ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

 

     GIACOMO  LEOPARDI –ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ

(Ρεκανάτι 29 Ιουνίου 1798- Τόρε Ντελ Γκρέκο 14 Ιουνίου 1837)

     Το ποίημα ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

     Πέντε μεταφράσεις

     ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Τώρα θ’ αναπαυτής για πάντα πιά,

καρδιά μου κουρασμένη.

Πάει κι’ η στερνή μου πλάνη

πού αθάνατον επίστευα τον εαυτό μου’

πάει πιά! Καλά το νιώθω,

για τις αγαπημένες μας τις πλάνες

δεν έχει μόνο η ελπίδα,

και η επιθυμία έχει σβύσει.

Σταμάτησε λοιπόν για πάντα πιά. Περίσσια,

καρδιά μου, καρδιοχτύπησες

και δεν αξίζει τίποτα

το καρδιοχτύπημά σου.

Ανάξια η γη για στεναγμούς.

Πίκρα η ζωή και βαρεμάρα

και τίποτ’ άλλο. Ο κόσμος βούρκος.

Ησύχασε λοιπόν για πάντα, κι’ απελπίσου

για μια στερνή φορά.

Στο γένος μας η μοίρα

δέν έδωσε παρά το θάνατο.

Τώρα τον εαυτό σου περιφρόνησε,

τη φύση, και την απαίσια δύναμη

που κυβερνάει κρυμμένη

την δυστυχία ολονών μας,

και την απέραντη ματαιότη του Παντός.

     Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ

Από το βιβλίο: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΛΛΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΟΠΩΝ. Μεταφράσεις. Εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 12, 1980, σ. 63.

     ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Κουρασμένη καρδιά, τώρα για πάντα

θ’ αναπαυτείς. Ως κ’ η στερνή μου απάτη

πού αιώνια τη θαρρούσα μ’ έχει αφήσει,

και κάθε γλυκειάς πλάνης

η ελπίδα πάει κι ο πόθος έχει σβήσει.

Στάσου πιά. Φτάνουν τα χτυποκάρδια

γιά πράγματα που αξία καμμιά δεν έχουν…

Γι’ αυτή τη γη δεν πρέπει να στενάζεις.

Είν’ η ζωή πίκρα και βάρος μόνο

και τίποτ’ ‘άλλο. Κ’ είν’ ο κόσμος λάσπη.

Ησύχασε. Και τέλος απελπίσου.

Η Μοίρα μόνο θάνατο μας δίνει.

Και τώρα καταφρόνεσε τη φύση,

τον εαυτό σου, τη δύναμη του ολέθρου

πού όλα, κρυμμένη και σκληρή τα ορίζει,

την άπειρη των πάντων ματαιότη…

     Μετάφραση ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ

Από τον τόμο ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ- ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΠΑ, ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. ΤΟΜΟΣ Ε΄ ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ. Επιμέλεια εκδόσεως: Διονύσης Ι. Τσουράκης. Εκδόσεις «Διόσκουροι», Αθήνα 1976., σ. 2037-2044. [Περιλαμβάνει ποιητές από: ΙΣΡΑΗΛ- ΙΤΑΛΙΑ- ΚΑΝΑΔΑ- ΚΟΥΒΑ- ΚΥΠΡΟ-ΜΕΞΙΚΟ- ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ- ΟΛΛΑΝΔΙΑ- ΟΥΓΓΑΡΙΑ-ΟΥΚΡΑΝΙΑ- ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ- ΠΕΡΟΥ- ΠΟΛΩΝΙΑ- ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ- ΡΟΥΜΑΝΙΑ.]. Υπάρχει και στην «Ανθολογία» του Κλέων Παράσχου. Βλέπε προηγούμενο σημείωμά μας.

     ΕΙΣ  ΕΑΥΤΟΝ

Τώρα για πάντα θα ξεκουραστείς καϋμένη μου καρδιά. Η έσχατη

πλάνη είναι νεκρή που πίστεψες από μικρός. Νεκρή. Νοιώθεις τον

πόθο για γλυκές ελπίδες και φενάκες ξεδιψασμένο για καλά. Για

πάντα ξεκουράσου. Πάρα πολύ ταράχθηκες. Τίποτα πιά δεν

ισοδυναμεί με κείνους τους σπασμούς σου μήτε και τούτη η γης είν’

άξια των αναστεναγμών σου. Πικρή και πληχτική είν’ η ζωή και

τίποτ’ άλλο. Βούρκος ο κόσμος. Ξεκουράσου. Η Μοίρα δεν χάρισε

στο γένος μας άλλο δώρο από τον θάνατο. Μυκτήρισε τον εαυτόν

σου, την φύση, την βάρβαρην αυτήν ορμή-πάντα κρυφά κυριαρχεί

για να μας εξοντώσει- και του κόσμου την άπειρη ματαιότητα…

     Μετάφραση  ΝΙΚΟΣ  ΣΠΑΝΙΑΣ

Από το βιβλίο ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ 1941-1971.Εκδόσεις Νέα Υόρκη, 1972, σ. 5.

     ΕΙΣ  ΕΑΥΤΟΝ

Τώρα θα ξαποστάσεις πιά για πάντα,

κουρασμένη καρδιά μου. Η στερνή πλάνη

έχει χαθεί, που αιώνια τη θαρρούσα.

Χαθήκαμε. Και καλά το νιώθω: εντός μου

απ’ τις αγαπημένες πλάνες, όχι

μόνον η ελπίδα, αλλά κι ο πόθος έχει

πεθάνει πιά. Για πάντα ξεκουράσου.

Χτύπησες αρκετά και δεν αξίζει,

τίς ταραχές σου, τίποτα. Μηδ’ είναι

άξια των στεναγμών σου η γη. Πικρή ‘ναι

η ζωή και πληχτική  και τίποτα άλλο,

και πηλός, είναι ο κόσμος: αναπαύσου.

Για τελευταία φορά απελπίσου. Η μοίρα

στο γένος μας το θάνατο έχει δώσει

μονάχα. Καταφρόνα τον εαυτό σου

πιά, τη φύση, τη ρώμη την κτηνώδη

πού, για κακό κρυμμένη, βασιλεύει

στην άπειρη ματαιότητα των κόσμων.

     Μετάφραση ΑΡΗΣ  ΔΙΚΤΑΙΟΣ

Από τον τόμο ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, Σ’ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ  ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδ. Εκδοτικός οίκος Γ. ΦΕΞΗ, Αθήναι 1960, σ.575-579

          ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Τώρα για πάντα θε ν’ αναπαυτείς

καρδιά μου αποσταμένη. Χάθηκε η έσχατη αυταπάτη,

πού έλεγα πώς είμαι αιώνιος. Χάθηκε. Σωστά το νοιώθω:

σε μας, από τις αυταπάτες που αγαπούμε,

όχι η ελπίδα, μα η επιθυμία είναι πού εσβύστη.

Αναπαύσου για πάντα. Για πολύν καιρό

Χτυπούσες. Τίποτα δεν αξίζανε

οι παλμοί σου, μήτε κι είναι άξια η γης

για στεναγμούς. Πίκρα και ανία

η ζήση, τίποτ’ άλλο’ και βόρβορος είναι ο κόσμος.

Ησύχασε τώρα πιά. Για στερνή φορά

απελπίσου. Στο γένος το δικό μας η Μοίρα

δεν εχάρισε παρά το θάνατο. Τώρα πιά περιφρόνησε:

τον εαυτό σου, τη Φύση, την άχαρη

τη Δύναμη πού, αφανέρωτη, την κοινήν ορίζει συμφορά’

 

και την απέραντη ματαιότητα των πάντων.

      Μετάφραση  ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ  ΔΑΛΜΑΤΗ

Από το περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1461/15-5-1988, τόμος 123ος, σ.659. Αφιέρωμα στον Τζιάκομο Λεοπάρντι (150 χρόνια από το θάνατό του). Στις σελίδες του περιοδικού 638-648 δημοσιεύεται και η μελέτη της ποιήτριας για τον νεαρό ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι.

Σημειώσεις:

     Στις 20 Ιουλίου 2022 αναρτήσαμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα ένα σημείωμα με τίτλο: «Ποιήματα Ξένων Δημιουργών για την Σαπφώ», ανάμεσα στους ευρωπαίους ποιητές συναντήσαμε και τον σπουδαίο, ιδιοφυή ιταλό ποιητή και θεωρούμενο από σημαντική μερίδα μελετητών του φιλόσοφο Τζιάκομο Λεοπάρντι (Ρεκανάτι της επαρχίας Μάρκε 29 Ιουνίου 1798-Τόρε Ντελ Γκρέκο 14 Ιουνίου 1837). Μεταφέραμε στην σειρά των Σαπφικών αφιερωμάτων μας το ποίημα «Το τελευταίο τραγούδι της Σαπφώς» σε μετάφραση του ποιητή και μεταφραστή, δοκιμιογράφου, ανθολόγου Άρη Δικταίου. Ενός ποιητή και μεταφραστή των παλαιότερων γενεών δημιουργό που, θεωρούμε, ότι μάλλον έχει κάπως παραβλεφθεί το έργο και η μεγάλη μεταφραστική προσφορά του. Όπως επίσης στο γεγονός ότι στον Άρη Δικταίο ως υπεύθυνο των παλαιών εκδόσεων του Γεωργίου Φέξη και όχι μόνο, οφείλουμε την γνωριμία μας με δεκάδες έργα της κλασικής παγκόσμιας γραμματείας και τίτλους βιβλίων ελλήνων συγγραφέων. Η συμβολή του Άρη Δικταίου στον μεταφραστικό χώρο (δεν μιλάμε για την πρωτογενή ποιητική του παραγωγή ούτε και για τις εισαγωγές και αναστυλώσεις του, βλέπε περίπτωση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη) είναι σημαντική όχι μόνο στην εποχή της. Οι μεταφράσεις του Δικταίου διακρίνονται για τον σεβασμό και την ακριβολόγα έκφρασή του όσον αφορά το πνεύμα και το ύφος, το στυλ του ποιητή ή πεζογράφου που αποδίδει στην ελληνική γλώσσα. Ο Δικταίος δεν ισοπεδώνει, ομογενοποιεί τον λόγο και το ύφος του ξένου συγγραφέα που μεταφέρει στα ελληνικά, δεν προβάλει το δικό του ύφος γραφής σε βάρος του ξένου ποιητή, δεν παραγεμίζει τις μεταφράσεις του με φωσφορίζουσες ελληνικές λέξεις εντυπωσιασμού, διατηρεί την ατμόσφαιρα και το άρωμα του αλλόγλωσσου κειμένου σε μία μεταφραστική εκφραστική ισορροπία αποδεχτή και στον λόγιο και στον ανώνυμο έλληνα βιβλιόφιλο αναγνώστη.  Σε αντίθεση μάλλον, με αυτό που συμβαίνει σε σύγχρονους μεταφραστές και μεταφράστριες που τυγχάνουν να είναι καλοί πεζογράφοι ή ποιητές, οι οποίοι με την επίσημο «τήβεννο» αναγνώρισης του μεταφραστή, «καπελώνουν» το κείμενο που μεταφράζουν, θα γράφαμε αν στέκει, «ελληνοποιούν» το ξένο έργο περισσότερο από όσο το ίδιο το κείμενο αντέχει χάνοντας με τον τρόπο αυτόν τα ουσιώδη πρωτογενή συστατικά και τους χυμούς της δικής του γλώσσας και τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του. Κάτι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ακόμα και αν δεν έχει την επάρκεια κατοχής της ξένης γλώσσας που διαθέτει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια. Αλλά, ας μην ξεστρατίσουμε πολύ από το θέμα μας. Στις 20 Μαρτίου 2025-πριν μερικές εβδομάδες- αναρτήσαμε (με την ευκαιρία της Ημέρας του Εορτασμού της Ποίησης-21 Μαρτίου), την «Εισαγωγή σε μια μετάφραση ενός ποιήματος» το ποίημα «Το Άπειρο» και την μετάφρασή του, του ομότιμου καθηγητή και ποιητή, μεταφραστή Νάσου Βαγενά, και παράλληλα, ορισμένες άλλες μεταφράσεις του συγκεκριμένου ποιήματος έτερων μεταφραστών που γνωρίζαμε και είχαμε αποδελτιώσει. Συμπληρώσαμε την ανάρτηση με αποσπάσματα κρίσεων και πληροφοριών για τον ιταλό ποιητή, από το 236 κεφάλαιο του πολύτομου έργου «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του πατρινού πολιτικού και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου τόμος 10ος, μέρος 4ο, «Από τον Πούσκιν ως τον Σούμπερτ», εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα 1984. Δίνοντας και ένα σύντομο ονοματολόγιο ελλήνων και ελληνίδων μεταφραστών που καταπιάστηκαν να μας φέρουν σε επαφή με το έργο του Λεοπάρντι.

    Με αναγνωστική συνέπεια διαβάζω ό,τι έχει δημοσιευθεί και πέφτει στα χέρια μου για τον Ιταλό φιλελεύθερων για την εποχή του ιδεών, πεσιμιστή ποιητή με τα τραγικά κτυπήματα της Μοίρας στον ατομικό του βίο φιλάσθενο Τζιάκομο Λεοπάρντι. Στο παρόν σημείωμα αναρτώ πέντε ολοκληρωμένες μεταφράσεις του ποιήματος «ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» που μας αποκαλύπτουν στο πώς δεξιώθηκαν την ποίησή του μεταφραστικά στην ελληνική γλώσσα έλληνες και ελληνίδες ποιητές και ποιήτριες, και στίχους του ποιήματος μεταφρασμένους από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που τεκμηριώνουν τις απόψεις που του αφιερώνει στην πολύτομη Ιστορία του.

«A se stesso- Στον εαυτό του»

«…. Τίποτε δεν αξίζει

τα χτυποκάρδια σου, δεν είναι άξια των στεναγμών σου

η γη. Πίκρα και ανία είναι

η ζωή, τίποτε άλλο, λάσπη είναι ο κόσμος,

ησύχασε τώρα πιά. Απελπίσου

για ύστατη φορά. Στο ανθρώπινο γένος η μοίρα

δεν πρόσφερε παρά το θάνατο. Περιφρόνησε πιά

τον εαυτό σου, την φύση, την κακιά

εξουσία πού, κρυμμένη, τάζει σ’ όλους δυστυχία,

και την άπειρη ματαιότητα των πάντων».

     Ο Ιταλός ποιητής που θεωρείται από τους μελετητές και βιογράφους του δεύτερος μετά τον εθνικό ποιητή της Ιταλίας Δάντη, αγαπημένος ποιητής του φιλόσοφου ποιητή γερμανού Φρειδερίκου Νίτσε και πολλών άλλων διάσημων παγκόσμιας φήμης πνευματικών δημιουργών, γεννήθηκε από αριστοκρατική πολυμελή οικογένεια στο χωριό Ρεκανάτι. Ο πατέρας του ήταν ο κόμης Μονάλντο ένας φιλομαθής άρχοντας, άτομο με μεγάλη έφεση στην λογοτεχνία και τα γράμματα και έντονα συλλεκτικά ενδιαφέροντα. Η οικογενειακή Βιβλιοθήκη του επαρχιακού αρχοντικού των Λεοπάρντι, ήταν για τα μορφωτικά δεδομένα της εποχής «τεράστια». Ο φιλελεύθερων ιδεών πατέρας του-αν και αριστοκράτης- φρόντιζε να προμηθεύεται βιβλία και χειρόγραφα από Μοναστηριακές Βιβλιοθήκες, Μονές που έκλειναν ή κατέστρεφαν οι Γάλλοι στρατιώτες οπαδοί της Επανάστασης  και ενάντιοι της Καθολικής Εκκλησίας, και από Παλαιοβιβλιοπωλεία. Μέσα στον πλούσιο αυτόν πνευματικό κόσμο, των κάθε είδους βιβλίων και παλαιών χειρογράφων γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε τα παιδικά, νεανικά και εφηβικά του χρόνια ο ραχιτικός ποιητής και μεταφραστής Τζιάκομο Λεοπάρντι. Η άρνηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της επαρχίας που βρίσκονταν το οικογενειακό τους αρχοντικό, των συγχωριανών του και του υπηρετικού προσωπικού της οικίας του να αποδεχτούν την φιλάσθενη φύση του και την σωματική του δυσπλασία, έκαναν τον ντροπαλό και δειλό ποιητή μία φυσική παρουσία έγκλειστη μέσα στο ανήλιαγο, υγρό και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο τις χαρές και τις διασκεδάσεις του, σκοτεινούς χώρους της μεγάλης Βιβλιοθήκης του κόμη πατέρα του. Τις δύο πρώτες δεκαετίες του βίου του ο ποιητής Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο μελαγχολικός και θλιμμένος νεαρός τα πέρασε κλεισμένος μέσα στην οικογενειακή τους εστία. Ότι έβλεπε και γνώριζε από τον έξω κόσμο ήταν ότι έβλεπε από τα παράθυρα της Βιβλιοθήκης και τους ελάχιστους περιπάτους που έκανε μαζί με τα δύο από τα αδέρφια του. Καθώς σε κάθε αποτόλμημά του μα βγει παραέξω και να ζήσει τις καθημερινές χαρές που ζουν τα παιδιά, συναντούσε τα αρνητικά σχόλια και τον χλευασμό των κατοίκων του χωριού της Ιταλικής αυτής επαρχίας. Το παράθυρο της Βιβλιοθήκης ήταν το μοναχικό παρατηρητήριό του από όπου έβλεπε το φώς της ημέρας και τον ουράνιο νυχτερινό θόλο τις ξάστερες νύχτες, τον κεντημένο με τα χιλιάδες αστέρια που τρεμόσβηναν και ξυπνούσαν την παιδική και εφηβική του φαντασία. Ο πλούσιος κόσμος της γνώσης που του παρείχαν τα βιβλία και τα διαβάσματα τους ήταν ταυτόχρονα η φυλακή και το φτερούγισμα των ημερήσιων και νυχτερινών ονειροπολήσεων του. Τα αρώματα και τα χρώματα του φυσικού τοπίου οι ήχοι και τα κελαϊδίσματα των πουλιών ακούγονταν στον κλεισμένο μέσα στους τέσσερεις τοίχους σαν βάλσαμό στην τραυματισμένη ψυχή του και στο κυρτό σώμα του. Μεγάλωνε αποκομμένος από τον έξω κόσμο μόνο στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του θα αποτολμήσει να απεγκλωβιστεί από το πατρικό και οικογενειακό περιβάλλον, να εγκαταλείψει το χωριό του και να ταξιδέψει σε διάφορες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας αναζητώντας εργασία και οικονομική ανεξαρτησία μέσω των συγγραφικών του εργασιών και μεταφράσεων αρχαίων συγγραφέων, μη ξεκόβοντας τελείως από την οικογενειακή επίβλεψη και φροντίδα και τους περιορισμούς της. Το αποπνιχτικό και υγρό, σκοτεινό περιβάλλον της Βιβλιοθήκης που ήταν περιορισμένος και αυτοπεριορισμένος στα πρώτα τρυφερά χρόνια της ενηλικίωσής του και της κατοπινής ωριμότητάς του σαν έφηβος ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, είχε ως αποτέλεσμα να καταστρέψει ακόμα περισσότερο την επισφαλή σωματική και ψυχική του υγεία και να προσδώσει στον χαρακτήρα του μια τάση ηττοπάθειας, βαθειάς μελαγχολίας και απαισιοδοξίας για την ίδια την ζωή και τις πρόσκαιρες απολαύσεις της, να χαρεί τις ερωτικές στιγμές με το άλλο φύλο τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες (και παντρεμένες) που παθιασμένα ερωτεύτηκε. Τον έκαναν σαν άτομο και χαρακτήρα, σαν ποιητή και πεζογράφο στοχαστή- φιλόσοφο πεσιμιστή, απαισιόδοξο όπως μας αποκαλύπτει η εικόνα των αυτοβιογραφικών του στιγμών ενταγμένες μέσα στις ποιητικές του συνθέσεις, τα εξαίσια γεμάτα νοσταλγία και τρυφερότητα, ευαισθησία και πόνο ποιήματά του. Η ποιήτρια και μεταφράστρια Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου στην γνωστή μελέτη της για τον Τζιάκομο Λεοπάρντι που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο και τις εκδόσεις «Μαυρίδης» το 1977, μεταξύ άλλων γράφει στην σελίδα 21:

«Ο Λεοπάρντι είναι πεσιμιστής. Υποφέρει σε όλη του τη ζωή από υπερβολικό συναισθηματισμό. Ένα συναισθηματισμό θα λέγαμε εφηβικό, που θα τον κρατήσει όχι μόνο ανέπαφο αλλά και πάντα έντονο, ως την τελευταία μέρα της ζωής του. Οι κλιμακώσεις αυτού του συναισθηματισμού διαμορφώνουν την ψυχοσύνθεσή του ποιητή και υφαίνουν τον καμβά της λεοπαρντικής φιλοσοφίας. Σε κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα ευαίσθητο υπάρχει το στάδιο της απελπισίας, του πόνου, υπάρχει ακόμη η παύση του ρυθμού της ύπαρξης, μα κάποτε αυτή η πληγή επουλώνεται και η ζωή συνεχίζει αναδυόμενη μέσα από τον πόνο ακολουθώντας τους κανόνες και τα όρια προς το ειδικό σκοπό της δημιουργίας. Ο Λεοπάρντι δεν μπόρεσε να αποτινάξει τον πόνο, δεν ένιωσε ποτέ την ψυχή του ν’ αναδύεται και έτσι να λυτρώνεται. Δεν επουλώθηκε ποτέ η πληγή του η οποία αιμορραγεί σε κάθε λεπτό της σύντομης ζωής του. Δεν μπόρεσε ακόμη να βγει από την ψυχονευρωτική εφηβεία του. Παρέμεινε κλεισμένος μέσα στον κύκλο του πόνου και της δυστυχίας, με τα χαρακτηριστικά του απομονωμένου ανθρώπου.

     Στο έργο του Λο Ζιβαλντόνε (το σημειωματάριο), σπουδαίο ντοκουμέντο του λεοπαρντικού στοιχείου, βρίσκεται και η πιο μικρή πτυχή της σκέψης του, πάνω στη ζωή, το θάνατο, στο ματεριαλισμό που τον διακρίνει και στην πολεμική του εναντίον των ιδεαλιστών και των νέο-καθολικών. Μέσα στο Ζιβαλντόνε εξηγεί και αναλύει τρείς τρόπους γα την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής. Πρώτα εκείνον της παιδικής ηλικίας και των πρωτόγονων, που είναι φανταστικός, ποιητικός και κατά συνέπεια ευτυχισμένος, αλλά συγχρόνως και εφήμερος, ο δεύτερος της εφηβείας και των πολιτισμένων ανθρώπων που δέχονται τη μετριότητα της δυστυχίας και την καθημερινότητα, κι’ αυτός ευτυχισμένος για τα κατώτερα κι’ ανίδεα όντα και ο τρίτος είναι το αποκορύφωμα της απαισιοδοξίας, γιατί το ανθρώπινο όν, ύστερα από την εφηβεία, τη μόνη αλήθεια που αντικρίζει είναι το κενό της ζωής. Για τον Λεοπάρντι ο τρίτος τρόπος είναι ο μοναδικός για τον ευαίσθητο και πνευματικό άνθρωπο, τρόπος ρομαντικός που αντιτίθεται και περιφρονεί την αστική τάξη που είναι ευτυχισμένη και ευχαριστημένη.

          Η λεοπαρντική φιλοσοφία είναι η ίδια έκφραση της ανικανότητας του ποιητή να ζήσει μέσα στα όρια της πραγματικότητας.».

          Τα παραπάνω λεγόμενα της ιταλομαθούς ποιήτριας και μεταφράστριας Φαίδρας Ζαμπαθά Παγουλάτου, μας δίνουν μία ουσιαστική εικόνα της τραγικής προσωπικότητας του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι, πού, τόσο ο σημαντικός γερμανός φιλόσοφος και ποιητής Φρειδερίκος Νίτσε όσο και ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ και αρκετοί άλλοι, βάζουν στίχους του ή αποσπάσματα των σκέψεών του ως προμετωπίδα στα δικά τους έργα. Είναι πολλές οι μελέτες και αρκετές οι βιογραφίες που γράφτηκαν μετά τον θάνατό του για την προσωπικότητα του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι και το έργο του μέχρι σήμερα σε διάφορες γλώσσες. Κυκλοφόρησαν και αρκετές ανεκδοτολογικές  σημειώσεις, σχόλια και εργασίες, ημερολογιακές καταγραφές ατόμων που τον έζησαν από κοντά και έγραψαν κατόπιν για την γνωριμία τους μαζί του. Όπως παραδείγματος χάρη έχουμε την περίπτωση του κατά πολύ νεότερού του όμορφου θαυμαστή και φίλο του Αντώνιου Ρανιέρι. Γνωριμία του ποιητή σε επίσκεψή του στην Φλωρεντία, με τον νεαρό εξόριστο ναπολιτάνο με τις φιλελεύθερες ιδέες και απόψεις που, του συμπαραστάθηκε και τον φρόντισε το τελευταίο διάστημα της ζωής μαζί με την αδερφή του, φιλοξενώντας τον ποιητή στο σπίτι τους στη Νάπολη, καθώς το δρεπάνι του σκοτεινού θανάτου θέριζε τους κατοίκους της πόλης, η επιδημία της χολέρας που εξαπλώνονταν στις ιταλικές πόλεις. Ο Ρανιέρι είχε επιμεληθεί και την κυκλοφορία έργων του, ενώ, πριν φύγει από την ζωή σε μεγάλη ηλικία κυκλοφόρησε τις αναμνήσεις του με τα περιστατικά της γνωριμίας τους και των πνευματικών του συνομιλιών και συναντήσεών με τον ποιητή. Αρκετά δημοσιεύματα και κείμενα βιογράφων του τυλίγουν την μονήρη ζωή και τον δυστυχισμένο και βασανισμένο χαρακτήρα του σε ένα πέπλο θρύλου, μιάς προσωπικότητας ξέχωρης από τις άλλες της εποχής του. Αν και για να είμαστε ακριβέστεροι πέρα από την αξία που αναγνωρίζουμε στο ποιητικό του έργο, πέρα από τους ατομικούς του στοχασμούς και σκέψεις που εκφράζει και τροφοδοτεί τον ποιητικό και τον πεζό του λόγο, ο Λεοπάρντι, δεν οικοδόμησε μία συστηματική φιλοσοφική θεωρία, μία μεθοδολογική ανάλυση και σύνθεση φιλοσοφικών προτάσεων, επεξεργασία φιλοσοφικών καθαρά ιδεών, αν δεν λαθεύω, πού, ξεφεύγουν, από την προσωπική περιπτωσιολογία του βίου του. Είμαστε βέβαιοι μόνο των θέσεών του, ότι ήταν αντίθετος σαν ποιητής στον ρομαντισμό που υιοθετούσε και υποστήριζε η πολυθρύλητη πεζογράφος Μαντάμ ντε Στάελ. (Madame de Stael 1766-1817). Κάτι που κάνει τους μελετητές του να τον εντάσσουν είτε από την πλευρά των κλασικιστών είτε από την πλευρά των ρομαντικών.

     Μπορεί τα Βιβλία να του διεύρυναν τους πνευματικούς του ορίζοντες, να τον εφοδίασαν με γνώσεις και ιδέες, να του καλλιέργησαν το φιλελεύθερο πνεύμα, περίοδος της εξέγερσης των Καρμπονάρων, όμως, ο υγρός και σκοτεινός χώρος της τεράστιας Βιβλιοθήκης, τα παγωμένα δωμάτια που διάβαζε ο νεαρός Λεοπάρντι τυλιγμένος με μάλλινο επανωφόρι δίχως θέρμανση- κατέστρεψαν, επιβάρυναν το ζήτημα της υγείας του και μείωσαν τους βαθμούς της όρασής του. Οι γονείς του τον προόριζαν για τον χώρο της νομικής επιστήμης επαγγελματικά ή του κλήρου της καθολικής εκκλησίας του οποίους υπηρέτησαν αρκετοί αριστοκράτες πρόγονοί του. Αντίθετα από τον πατέρα του που ήταν σπάταλος στα οικονομικά μην κάνοντας σωστή διαχείρισή τους, η μητέρα του ήταν αυτή, ως οικονόμα, όπως γράφουν οι βιογράφοι του σφιχτοχέρα, που κρατούσε και φρόντιζε τα του επαρχιακού αρχοντικού τους, των μελών της οικογένειας και του υπηρετικού τους προσωπικού, κάτι που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την οικονομική αυτονομία και ανεξαρτησία του νεαρού Λεοπάρντι.  Από ένδοξο λίμπρο ντόρο ο ποιητής συνήθιζε να λέει για τους συντοπίτες του χωριανούς του που τον κορόιδευαν: «Γεννήθηκα σε οικογένεια ευγενών σε μια πόλη αγενή». Στις προσωπικές του «Αναμνήσεις» (“Ricordanze”) που καταγράφει μέσα στα ποιήματά του, μας δίνει με ανάγλυφο και παραστατικό τρόπο την εικόνα των παιδικών του χρόνων, γεμάτος πίκρα, νοσταλγία, παράπονο, αναπόληση, θλίψη. Ο φράχτης του αυλόγυρου και τα στενά παράθυρα όπου έβλεπε τον έξω Κόσμο ήταν η δική του «φυλακή».  Έγκλειστος και περιορισμένος, φιλάσθενος και ψυχικά υπερευαίσθητος, ντροπαλός και δειλός, άτολμος βρήκε παρηγοριά στο διάβασμα και την ποίηση. Η χολή των συγχωριανών του έγινε ποίηση, η άρνηση να τον δεχτούν στα επίσημα πνευματικά σαλόνια της εποχής έγινε ποίηση, η ερωτικές του απορρίψεις από τις ελάχιστες γυναίκες που αγάπησε έγιναν τραγούδια, ειρωνικός σχολιασμός της φιλαρέσκειας των γυναικών που, προτιμούσαν την συντροφιά του ευειδή νεαρού, ξανθού φίλου του Αντώνιου Ρανιέρι από την δική του σωματική φιλάσθενη παρουσία του καμπούρη ποιητή και λόγιου. Και ας μην διέθετε ο φίλος του την πνευματική σπιρτάδα και την πνευματική καλλιέργεια, την ιδιοφυία εκείνου. Εδώ, δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε αυτό που μας είπε αιώνες πριν ο μέγιστος των ελλήνων φιλοσόφων θείος Πλάτων, ότι το ανθρώπινο πνεύμα έχει ανάγκη απόδειξης και φανέρωσής του στους άλλους, αντίθετα από την ομορφιά η οποία δηλώνει την αυταπόδεικτη αλήθεια της. Είναι το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ αισθητικής και ηθικής- γνωσιολογίας.  Ίσως συνειδητοποιώντας το προσωπικό του αδιέξοδο ο ιταλός μονήρης ποιητής είχε προτείνει να εκδοθούν έργα του Πλάτωνα σε δική του μετάφραση-κάτι που δεν επιτεύχθηκε-και αναζητούσε την συντροφιά ωραίων γυναικών και την φιλία και αγάπη ωραίων αντρών. Κοντά τους κάλυπτε την δική του σωματική καχεξία και ατολμία. Δειλός και άτολμος αλλά και άτυχος υπήρξε και στις ερωτικές του προθέσεις, οι ελάχιστες γυναίκες που πόθησε από την εφηβική του ηλικία έως τις ελάχιστες άλλες που τις είδε σαν το ιδανικό του ερωτικό ίνδαλμα και αγάπησε παθιασμένα, είτε πέθαναν νωρίς είτε απέρριψαν την φιλική ή ερωτική συντροφιά του. Η Μοίρα στάθηκε σκληρή και άδικη απέναντί του, τον καταδίκασε σε έναν μονήρη βίο, σε μια ανθρώπινη φιγούρα που, ενώ το αίμα του έσφυζε από ζωή η ίδια η ζωή και οι χαρές της τον αρνιόταν, οι άνθρωποι που πλησίαζε και συναναστρέφονταν δεν του έδιναν την παρηγοριά και την ψυχική γαλήνη που αναζητούσε. Το κενό της πραγματικής ζωής το κάλυπτε η συντροφιά των βιβλίων και η ενασχόληση με την ποίηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Οι γυναικείοι έρωτές του δεν ήταν παρά οπτασίες του νου του, ονειρικά ινδάλματα της φαντασίας του. Εικόνες μια άλλης της ζωής του πραγματικότητας που την αλήθεια τους την συναντούσε μόνο στην σύνθεση των στίχων και των τραγουδιών του που άφηναν την γήινη κυνική παρουσία τους και την αδιαφορία τους προς το πρόσωπό του, στην αθανασία της τέχνης της ποιήσεως και τους μηχανισμούς της μνήμης. Παρ’ όλες όμως τις άτυχες και τραγικές στιγμές του σύντομου βίου του, ο ευαίσθητος και τρυφερός  Λεοπάρντι, δεν θα αποκτούσε ποτέ την αιμοβόρο συνείδηση και τον δολοφονικό χαρακτήρα ενός νεαρού «Ριχάρδου του Γ΄», ήρωα του άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, με την ίδια πάνω κάτω σωματική τυπολογία. Έγινε ίσως ο ίδιος ο πικραμένος και θλιμμένος, πεσιμιστής ποιητής, ήρωας του μυθιστορήματος της αληθινής ιστορίας της ζωής του. Και θυμόμαστε το μυθιστόρημα του Γκαίτε Βέρθερος με τους άδοξους έρωτες των νεαρών, την πεσιμιστική ποίηση του δικού μας ποιητή Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου-γιου του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και ορισμένων άλλων ελλήνων και ευρωπαίων ποιητών που η ατομική τους Μοίρα γράφτηκε με μελανά χρώματα.

    Τα ποιήματά του είναι υφασμένα με το στημόνι του αργαλειού της μνήμης και των αναμνήσεών του. Η μνήμη παίζει σχεδόν τον αποκλειστικό ρόλο στην σύνθεση και το ταμπλό της θεματογραφίας των ποιημάτων του. Ο ποιητής θυμάται, εξιστορεί με νοσταλγία, φέρνει στην επιφάνεια και την παραμικρή λεπτομέρεια των συμβάντων της πρότερης ζωής του, των παιδικών του χρόνων. Η φύση, μπορεί να μην τον προίκισε με σωματική ρώμη και ευεξία που θα του άνοιγαν τα φτερά της ερωτικής φαντασίας και κοινωνικής του ζωής και συναναστροφών, όμως ο ίδιος καλλιέργησε τον χαρακτήρα του και τον ψυχικό του κόσμο, την προσωπικότητά του, με τις γνώσεις και τα διαβάσματά του, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να πει «Θυμήσου Σώμα» που μας είπε ο Αλεξανδρινός όμως, το ποιητικό τσαγανό και η ευφυΐα που διέθετε φανερώθηκε από τα 13 του χρόνια, τα έτη 1810-1811 όταν άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, τις πρώτες του στοχαστικές πρόζες, την πρωτόλεια τραγωδία του «Ο Πομπήιος στην Αίγυπτο». Μέχρι τα δεκαοχτώ του μελετά αρχαίους κλασικούς έλληνες συγγραφείς και ρωμαίους, μεταφράζει και διασκευάζει την «Βατραχομυομαχία» του Ομήρου και την πρώτη ραψωδία της «Οδύσσειας». Ο δρόμος της ποιητικής συγγραφής που άνοιξε θα τον βαδίσει μέχρι το τέλος του πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια. Το 1817 δημοσιεύει τον «Ύμνο στο Νεύτωνα» και δύο ελληνικές ωδές, καθώς και το ποίημα «Η πρώτη αγάπη» με αφορμή τον έρωτά του με την ξαδέρφη του Γερτρούδη Κάσσι. Την επομένη χρονιά γράφει την μελέτη του «συζήτηση ενός ιταλού γύρω από την ρομαντική ποίηση», και τα σημαδτηιακά του ποιήματα «Στην Ιταλία» και «Πάνω απ’ το μνημείο του Δάντη» στα οποία εκφράζει τις φιλελεύθερες δημοκρατικές του ιδέες και τον πατριωτισμό του. 1819 αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία του, γράφει τα ποιήματα «Το Άπειρο» και «Στη Σελήνη». 1820 συνθέτει μεταξύ άλλων το ποίημα «Το Όνειρο» και «Στον Άγγελο Μάη». Ακολουθούν, 1821 χρονιά της Ελληνικής Επανάστασης, τα ποιήματα «Άσχημο μινόρε», «Η μοναχική ζωή», «Στους γάμους της αδερφής Παολίνας» και άλλα. 1822 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ρώμη που, η εκεί ζωή δεν τον ενθουσιάζει, γράφει τα ποιήματα «Το τελευταίο τραγούδι της Σαπφώς», τον «Ύμνο στους Πατριάρχες». Το 1823 τον συναντάμε στην γενέτειρά του στο Ρεκανάτι να συνθέτει το ποίημα «Στη γυναίκα σου» και το πεζό «Συζήτηση πάνω στα ήθη των Ιταλών». Μεταφράζει δύο αποσπάσματα από την ποίηση του αρχαίου Σιμωνίδη. 1824 αρχίζει την συγγραφή των «Ηθικών Έργων» του. 1826 αρχίζει η δημοσίευση της μελέτης του για τις «Ρίμες» του Πετράρχη. Το Παπικό καθεστώς του αρνείται άδεια εργασίας εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. 1827 επεξεργάζεται το έργο του «Ιταλική Χρηστομάθεια». Ταξιδεύει στην Φλωρεντία και στην Πίζα. 1828 απορρίπτει προτάσεις να αναλάβει την καθηγεσία σε πανεπιστήμιο της Βόννης και της Μπολόνιας εξαιτίας προβλημάτων υγείας του. Γράφει το ποίημά «Στη Σύλβια» και το «Ρισορτζιμέντο». 1829 επιστρέφει στην Φλωρεντία και ολοκληρώνει το ποίημά του «Βραδινό Τραγούδι». 1831 χρονιά της επανάστασης των Καρμπονάρων. Η γενέτειρά του τον στέλνει ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της στην Εθνοσυνέλευση της Μπολόνια. Εκδίδονται τα «Τραγούδια» του. 1833 εγκαθιστάτε με τον θαυμαστή και φίλο του Αντώνιο Ρανιέρι στη Νάπολι όπου τυγχάνει της φροντίδας του και της αδελφή του. Αφήνει πίσω του τον τελευταίο μεγάλο έρωτα της ζωής του την Φανή Ταρτζιόνι- Τορτζέττι. Αρχίζει να γράφει το σατιρικό έργο του «Παραλειπόμενα». 1834-1835 κυκλοφορεί ο δεύτερο τόμος των «Ηθικών Έργων» του. Γράφει τον κύκλο των πέντε ποιημάτων της «Ασπασίας». Φεύγει από την ζωή στις 14 Ιουνίου του 1837. Την ίδια περίοδο φεύγει από την ζωή ο αγαπημένος του γερμανός ποιητής φον Πλάτεν προσβεβλημένος από την επιδημία της χολέρας.

      Το δεκαεξάστιχο αυτό πυκνογραμμένο ποίημα του Τζιάκομο Λεοπάρντι, «Εις Εαυτόν» είναι από τα πλέον μεταφρασμένα στην χώρα μας, συναγωνίζεται το ποίημά του «Το Άπειρον» και ορισμένα άλλα. Ο τίτλος του ανακαλεί στην μνήμη μας τίτλο βιβλίου του στωικού αυτοκράτορα φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου, ή ακόμα κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων εξομολογητικής, παρηγορητικής διάθεσης αναφοράς (όπως είναι ο «Εκκλησιαστής» ή Δαυιδικοί ψαλμοί) αν και στο βραχίστιχο ποίημα του νεαρού Τζιάκομο Λεοπάρντι υπερτερεί το κλίμα της πεσιμιστικής διάθεσης, της προσωπικής απόγνωσης, ενός κλίματος ατομικού άγχους και σκοτεινής απαισιοδοξίας. Ο ποιητής συνηθίζει να απευθύνεται στον εαυτό του και ιδιαίτερα, στον πληγωμένο των αισθημάτων και συναισθημάτων του κόσμο. Για άλλη μία φορά νιώθει απογοητευμένος, προδομένος από το πρόσωπο που θέλησε να εκφράσει την ερωτική του επιθυμία, να εκδηλώσει τα ερωτικά του συναισθήματα, το φλογερό του πάθος. Το γυναικείο αυτό πρόσωπο είναι ο τελευταίος της ζωής του έρωτας, η Φανή Τορτζέττι Ταρτζιόνι, η κατά μερικά χρόνια μεγαλύτερή του ζωηρή και φιλάρεσκη παντρεμένη γυναίκα, η οποία από την φιλική και ερωτική συντροφιά του ραχιτικού ευαίσθητου ρομαντικού και ντροπαλού ποιητή προτιμά την συντροφιά του φίλου του, νεότερου σε ηλικία ξανθού γόη, ενθουσιώδη Αντώνιου Ρανιέρι, φανατικού θαυμαστή και υποστηρικτή στα οικονομικά του αδιέξοδα (του άφραγκου) Τζιάκομο Λεοπάρντι. Είναι η τελευταία συγγραφική περίοδος της ζωής του, το ποίημα αυτό μαζί με άλλα τέσσερα του, γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1834 και 1835 και συγκαταλέγονται στον «κύκλο της Ασπασίας». Είναι: «Η κυρίαρχη σκέψη», «Έρως και θάνατος», «Κονσάλβο», «Εις Εαυτόν» και «Ασπασία».

     Ο Ιταλός ποιητής Τζιάκομο Λεοπάρντι είναι γνωστός στη χώρα μας από τους προηγούμενους αιώνες, οι επτανήσιοι ποιητές Λορέντζος Μαβίλης και Μαρίνος Σιγούρος είναι από τους πρώτους που φρόντισαν να μας τον γνωρίσουν, έκτοτε η μεταφραστική πορεία του έργου του είναι σταθερή και σε χρονικές επετείους έντονη.

           Από δημοσιευμένο στο διαδίκτυο γενικό σχεδιάγραμμα της πρόσληψης της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην χώρα μας, που υπογράφει η καθηγήτρια Ζώζη Ζωγραφίδου αποδελτιώνουμε τις βιβλιογραφικές πληροφορίες που μας δίνει στις Σημειώσεις της για την περίπτωση του Τζιάκομο Λεοπάρντι.

«[53] Βλ. τις μελέτες: «Τradurre poesia e della fortuna di Leopardi in Grecia» στον τόμο των πρακτικών της διεθνούς συνάντησης ‘Giacomo Leopardi nel mondo, Macerata, 2/10/1991′, Centro Nazionale Studi Leopardiani, Recanati, 1995;

Φ. Γκικόπουλος, «Bibliografia Leopardiana in Lingua Greca», Studi Leopardiani: Quaderni di filologia e critica leopardiana τχ.8, 1996, σσ.11-3; Τζιάκομο Λεοπάρντι, Αναμνήσεις, φιλολογική επιμέλεια και μετάφραση Φ. Γκικόπουλος, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2001, σσ.30;

Z. Zωγραφίδου, «O Tζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο. Απόπειρα βιβλιογράφησης» στο http:// www. diapolitismos.gr/epilogi/ keimeno.php? id= 4&id_leimeno=505 & id_atomo=379> ;

Ζ. Ζografidou, «O Tζιάκομο Λεοπάρντι στον ελληνικό χώρο. Απόπειρα βιβλιογράφησης» στο Z.Zografidou, Voci italiane, ό.π., σσ. 131-142.

[54] Κωστής Παλαμάς, «Ο Λεοπάρδης», εφημ. Εμπρός,17 Ιουν.1916; Κωστής Παλαμάς, «Eνας λεοπαρδινός ποιητής [Δ. Παπαρρηγόπουλος]». Ημερολόγιον Ποικίλη Στοά, Ι.Αρσένη, 1914, σσ.307-317. Η μελέτη ξανατυπώθηκε στο βιβλίο: Κωστής Παλαμάς, Πεζοί Δρόμοι Γ’. Κάποιων νεκρών η ζωή: Προλεγόμενα – Παπαρρηγόπουλος – Βλάχος – Βερναρδάκης – Μοreas – Παπαδιαμάντης – Καρκαβίτσας – Μαβίλης – Δεληγιώργης – Θεοτόκης – Φουτρίδης – Richepin – Shakespeare – [Swinburne] -Mistral – Πορφύρας, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε., 1934, σσ.198.

[55] Θεόδωρος Μακρής, «Ιάκωβος Λεοπάρντη (1798-1837). Ο Μεγάλος Ιταλός ποιητής του Πεσσιμισμού», Νέα Εστία τόμ.74, τχ.864 (1963) 862-872.

[56] Γιώργος Σαραντάρης, «Σημειώσεις στα ποιήματα του Λεοπάρντι», Παρνασσός, τχ.10, 1968, σσ.116-20. [Περιλαμβάνει «σημειώσεις» γραμμένες ιταλικά από το περιοδικό Olimpo (1937) και ανέκδοτη «Σημείωσις» για την ιταλική ποίηση μετά τον Leopardi].

 [57] Φωφώ Μιλτιάδου Μαλαίνου, Στοχασμοί: επιλογή στοχασμών, Αθήναι, 1974.

[58] Φαίδρα Ζαμπαθά- Παγουλάτου, Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837), Αθήνα, 1977.

[59] Βλ. Ελευθερία Οικονομίδου, «Vigny-Leopardi: η στάση τους μπροστά στην ανθρώπινη μοίρα», Εκηβόλος, τχ.12, 1983, σσ.993-1007.

[60] Στη Νέα Εστία τόμ.123, τχ.1461, 1988 παράλληλα με τη δημοσίευση αξιόλογων μεταφράσεων δημοσιεύονται οι μελέτες: Ε. Ν. Μόσχος, «Το αφιέρωμα» [πρόλογος για το αφιέρωμα στον Giacomo Leopardi», σ.632; Γιωργής Κότσιρας, «Giacomo Leopardi-Ο ιδιοφυής ποιητής», σσ.633-7; Μαργαρίτα Δαλμάτη, «Τζιάκομο Λεοπάρντι», σσ.638-648; Mario Luzi, «Ποίηση και φιλοσοφία στον Λεοπάρντι» [ομιλία του ποιητή Mario Luzi στο Recanati, τον Ιούν.1987 για τα 150 χρόνια από τον θάνατο του Giacomo Leopardi], μτφ. Εσπέρια Καπόγλου-Σουρβίνου, σσ.649-655.

[61]  Christos Bintoudis, Leopardi in Grecia, introduzione di Novella Bellucci, Roma, Bulzoni, 2012, σσ.384.».

          Σε επόμενη ανάρτησή μας για τον αγαπημένο μας ιταλό ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι θα δημοσιεύσουμε και άλλα του ποιήματα καθώς και κείμενα για το έργο του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Δημήτρης Χριστοδούλου ο ποιητής και στιχουργός

 

         ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

   (Αθήνα 4/4/1924- Αθήνα 5/3/1991)

      Ποιητής, στιχουργός, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, μάχιμος αγωνιστής με τα λάβαρα της αριστεράς, πολιτικά ενεργός πολίτης.

        «Η μνήμη είναι το πιο διακοσμημένο μαυσωλείο»

            Δημήτρης Χριστοδούλου

     Διαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές του Δημήτρη Χριστοδούλου, έχεις την αίσθηση ότι ο πολυσχιδής ποιητής και εξαίρετος στιχουργός, πολυγραφότατος συγγραφέας, συνθέτει ένα διαρκές ανοιχτό ποίημα, ένα ποίημα ποταμό, με συγγενικές θεματικές ενότητες και όμορα κερματισμένα μέλη, οργανωμένο σε ιστορικούς και πολιτικούς κύκλους ανάλογα με τις χρονικές περιόδους της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας που καθρεπτίζει και μας εξιστορεί. Είτε γράφει μακροσκελή ποιήματα είτε συνθέτει λαϊκούς στίχους και λαϊκά τραγούδια που βρίσκονται στα χείλη του ελληνικού λαού, η παρουσία και συμμετοχή του στα δρώμενα και τα συμβάντα της Ιστορίας υπήρξε πάντα ενεργή, και από την πλευρά υπεράσπισης των πολυποίκιλων βασάνων και κακουχιών του ελληνικού λαού και των κατατρεγμένων ελλήνων. Η ποιητική αφήγηση του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου είναι-κατά την γνώμη μας, και ενδέχεται να κάνουμε λάθος- ευθύγραμμη και όχι πάντα οργανικά λειτουργική. Το ιστόγραμμά της δεν έχει μόνο μεγάλες παύσεις αλλά και αρκετές εσωτερικές επαναλήψεις. Υπάρχει ένας κεντρικός πυρήνας ιστορικής αναφοράς και από εκεί και έπειτα ο πυρήνας διασπάται, θρυμματίζεται και διαθλάται άλλες φορές εύρυθμα και μελωδικά και άλλες φορές χάνοντας τον βηματισμό του, περιδιαβαίνει μέσα σε μία ομιχλώδη και μάλλον άρρυθμη πεζολογία, κάτι που δεν συναντάμε στην στιχουργική του λαϊκή παραγωγή την περισσότερο δομημένη στην μελωδία και λυρισμό των τραγουδιών του που είναι όπως φαίνεται ακριβέστερα δουλεμένα. Ο ποιητικός του λόγος δεν διακρίνεται για τις μεγάλες και έντονες εσωτερικές της δομής του λυρικές εντάσεις, αλλά και ούτε, μάλλον, προσομοιάζει με τα πολύστιχα συνθετικά ποιητικά έπη που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα ή στην εθνική γλώσσα άλλων εθνών. Όπως είναι παραδείγματος χάρη το ποιητικό έργο του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, οι επικές εθνικές συνθέσεις του ποιητή Κωστή Παλαμά, οι επικές συνθέσεις του αγωνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου, το έργο του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούντα που εικονογραφεί την αγωνιστική ιστορία των λαών της Νοτιοαμερικανικής ηπείρου. Οι λανθασμένες ενδέχεται αυτές ερμηνευτικές κρίσεις μου, μιάς γενικής και σύντομης επισκόπησης του ποιητικού του και μόνο έργου, ενός από τους σημαντικότερους έλληνες δημιουργούς της Γενιάς του, Α΄ Μεταπολεμική Γενιά και από τους πιο προβεβλημένους και αξιόλογους έλληνες ποιητές- στιχουργούς στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου, στηρίχτηκε στις δύο πρώτες του συγκεντρωτικές συλλογές που είχα από παλαιότερα διαβάσει, σε δύο ακόμα τίτλους ποιητικών του συλλογών και στον τελευταίο τόμο Ανθολόγηση των Απάντων του από τον ποιητή και ανθολόγο Ηλία Γκρη και το Αφιέρωμα του περιοδικού «Μετρονόμος». Υπόψη μου έχω και ορισμένες κριτικές που γράφτηκαν για βιβλία του.

    Οι λέξεις

    παγώνουν κ’ αιωρούνται σταλαχτίτες θαμποί

    στον πεθαμένο αέρα

      Δ.Χ.

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου υπήρξε ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους έλληνες δημιουργούς στα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Η προδικτατορική του φήμη ως ποιητή και ιδιαίτερα και κύρια ως ευαίσθητου και πολυτάλαντου, εμπνευσμένου στιχουργού, εξακολούθησε να παραμένει ενεργή και μετά την επταετία. Τραγουδούσαμε τα τραγούδια του και σιγοψιθυρίζαμε τους στίχους του πέρα από το νεαρό της ηλικίας μας, στις φιλικές συντροφιές μας και παρέες που ψυχαγωγούμαστε και διασκεδάζαμε σε λαϊκές ταβέρνες και μαγαζιά, κουτούκια του Πειραιά. Γνωρίζαμε τα πεζά του και τα θεατρικά του καθώς και τα ποιητικά του, αλλά, σε αυτήν την τόσο έντονα πολιτικοποιημένη (και για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού κομματικοποιημένη εποχή αμέσως μετά την δικτατορία), το ποιητικό ενδιαφέρον μας μονοπωλούσε το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Κώστα Βάρναλη, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Μιχάλη Κατσαρού. Θεωρούσαμε ότι ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου που μεσουράνησε στο καλλιτεχνικό στερέωμα των δεκαετιών 1950 και 1960, χάρη στην εξαίσια στιχουργική λυρική του ευαισθησία, καταπληκτική δεινότητα και μαεστρία, ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων μας θρυλικών στιχουργών πρωτίστως. Η μεγάλη στιχουργική κληρονομιά που κουβαλούσε και μετέφερε με την παρουσία του και μας κληροδότησε ο ποιητής και στιχουργός Δημήτρης Χριστοδούλου, μας έκανε να τον συγκαταλέγουμε στο πάνθεο των ελλήνων ποιητών στιχουργών όπως είναι ο Νίκος Γκάτσος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος,-η χρονικά μεταγενέστερη Λίνα Νικολακοπούλου, ο Άλκης Αλκαίος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Μάρκος Βαμβακάρης και άλλοι σπουδαίοι έλληνες και ελληνίδες στιχουργοί που συνόδευαν τις συντροφιές μας, τις φιλικές μας παρέες, τις πολιτικές συγκεντρώσεις μας, και μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, λαϊκών στρωμάτων, στα κοινωνικά, πολιτικά, ατομικά τους βάσανα και οικογενειακούς στεναγμούς εντός της Ελλάδας και των Ελλήνων μεταναστών του Εξωτερικού στα τέσσερα σημεία του ορίζονταν, όπου ταξίδευαν οι έλληνες ως μετανάστες για καλύτερη τύχη των παιδιών και των άλλων μελών των οικογενειών των.

          Σε κρατώ πιο χαμηλά

          στο μεσοδόκι τ’ ουρανού.

          Αυτός που δεν υποπτεύθηκε

          μακάριος.

              Δ.Χ.

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, αυτός ο δεύτερος ψηλός της ελληνικής ποίησης (ο άλλος είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης) ευτύχησε να ακούσει τους στίχους του, τα  τραγούδια του, όπως: «Βράχο-βράχο τον καημό μου», «Παράπονο», «Καημός», «Θλιμμένη ματιά», «Γωνιά-γωνιά», «Χάθηκες», «Χωρισμός», «Τι να φταίει», «Ο Μέτοικος», «Η Μεσόγειος» και δεκάδες άλλα, όχι μόνο να τραγουδιούνται από μεγάλα ονόματα τραγουδιστών και τραγουδιστριών του ελληνικού πενταγράμμου, να μελοποιούνται από μουσικοσυνθέτες πανελλαδικής και παγκόσμιας εμβέλειας, να επενδύουν μουσικά ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και να αγαπηθούν θερμά από ανώνυμα πλήθη του ελληνικού λαού, να σιγοψιθυρίζονται σε στιγμές βασάνων της ζωής τους. Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Ζωρζ Μουστακί, ο Λίνος Κόκοτος, ο Μάνος Λοίζος, ο Γιάννης Γκούμας, ο Βασίλης Δημητρίου και πολλοί άλλοι στάθηκαν με σεβασμό και μελοποίησαν στίχους του. Με τις μουσικές ενορχηστρώσεις και εκτελέσεις τους πρόσφεραν στον στιχουργό-ποιητή την φήμη και την αναγνώριση, τον έκαναν «κτήμα» του ελληνικού λαού. Τραγούδια του ερμήνευσαν μεγάλες αντρικές και γυναικείες φωνές της ελληνικής δισκογραφίας, φωνές μυθικές, διαχρονικές της τελευταίας πεντηκονταετίας του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού στην πατρίδα μας. Όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βίκυ Μοσχολιού, η Ντόρα Γιαννακοπούλου και η Μαίρη Λίντα. Ο Πάνος Τζανετής και ο Κώστας Χατζής, ο Πάνος Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη, η Δούκισσα, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Μανταλένα και ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Αντώνης Καλογιάννης και η Πετρή Σαλπέα, η Χάρις Αλεξίου, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Μανώλης Μητσιάς, η Έλενα Κυρανά, η Πόπη Αστεριάδου και τόσοι άλλοι σπουδαίοι ερμηνευτές.

          Όντας μόνος σου

          αρνήσου τη μοναξιά σου

          ν’ σ’ αρνηθεί και κείνη

          μέχρι

          το θάνατο.

             Δ.Χ.

Αλλά ιδιαίτερα ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης είναι εκείνος που με τους πολιτικούς του αγώνες και τις ευφυείς μουσικές συνθέσεις του, τα μεγαλειώδη μουσικά του έργα, στάθηκε ο κύριος πυλώνας της αμεσότερης επαφής και γνωριμίας μας με την έντεχνη ποίηση και λαϊκή στιχουργία. Οι μνήμες ζωής των παλαιών αριστερών αγωνιστών, της ηττημένης παράταξης του εμφύλιου σπαραγμού ακουμπούσαν, εύρισκαν «παρηγοριά» στους στίχους και τα τραγούδια του Δημήτρη Χριστοδούλου αυτού του παλαιού εαμίτη λογοτέχνη, του πάντα μαχητή και αγωνιστή. Και ίσως, αυτή του η καλλιτεχνική πλευρά, δηλαδή η δυναμικότητα της στιχουργικής του, να επισκίασε την άλλη, την ποιητική του. Αν και ο ίδιος, θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή, συγγραφέα. Θυμάμαι τι αίσθηση μας έκανε όχι μόνο το πρώτο του πεζογράφημα «Το Γούπατο» που εκδόθηκε το 1976 από τις εκδόσεις «Κέδρος»- αυτή η εκ των έσω αυτοβιογραφική ανασκόπηση των πολιτικών γεγονότων της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών,  αλλά και όταν διαβάσαμε το μυθιστόρημά του «Ελ Ντάμπα» που κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1980, στο οποίο ο αριστερών φρονημάτων αγωνιστής Δημήτρης Χριστοδούλου μας έδινε μια πανοραμική εικόνα του στρατοπέδου  συγκέντρωσης στην Αίγυπτο, όπου βρίσκονταν εξόριστοι και έγκλειστοι, φυλακισμένοι έλληνες αριστεροί αγωνιστές της Αντίστασης οι οποίοι είχαν προβεί σε πατριωτικές πράξεις αντίστασης εναντίων των ξένων εισβολέων και κατακτητών, στρατόπεδο στο οποίο υπήρξε ως όμηρος-κρατούμενος και ο ίδιος ο αγωνιστής ποιητής. Πλείστα από τα έργα του-πεζά ή ποιητικά είναι αυτοβιογραφικά, περιέχουν στιγμές και καταστάσεις, γεγονότα αγωνιστικών δράσεών του. Κατατρεγμοί, διώξεις, φυλακίσεις, εγκλεισμοί, κυνηγητό, εξορίες, φακελώματα, βασανισμοί είναι μερικά από αυτά που τράβηξαν και πέρασαν οι έλληνες αγωνιστές που εντάχθηκαν στο αριστερό κίνημα των χρόνων τους, της ηττημένης παράταξης μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Μα ίσως, το τραγικότερο ήταν η προσωπική απογοήτευση και η διάψευση των οραμάτων τους, το κυνηγητό από τους ίδιους τους παλαιούς τους ομοιδεάτες συντρόφους τους. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τάσος Λειβαδίτης και άλλοι έγραψαν, ή μας μίλησαν για τις σκοτεινές αυτές περιόδους και της άσχημης τροπής και εξέλιξης που πήραν τα πράγματα με υπαιτιότητα των ηγετικών τους ομάδων, ιδεολογικών αρχηγών τους, των καθοδηγητών τους. Η ποιητική συλλογή «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» του Γιάννη Ρίτσου δεν μας συγκινεί μόνο, ανεξάρτητα αν ασπαζόμαστε ή όχι την ιδεολογία που υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής του αλλά, μας αποκαλύπτει με την εξαιρετική ποιητική γραφή του την πτώση των πολιτικών οραμάτων τους.

          μέσα στον πανικό μας υπάρχουμε.

              Δ.Χ.

 Έτσι η εικόνα που είχαμε και διατηρούσαμε μέσα μας για τον αγωνιστή Δημήτρη Χριστοδούλου, ήταν ενός τίμιου και ακέραιου ατόμου, με «ηθικές» αξιακές αρχές και αγωνιστικό φρόνημα πολίτη. Ενός φτασμένου και τιμημένου δημιουργού πρόσχαρου, κοινωνικού, που πλησίαζε τον κόσμο γύρω του, κουβέντιαζε μαζί του ευχάριστα, συγχρωτίζονταν με τους ανθρώπους. Όσες φορές έτυχε να τον συναντήσω στις πολιτιστικές συναντήσεις του κινήματος της Αλλαγής που διοργανώνονταν και συμμετείχα, μου έκανε εντύπωση πρώτον η πελώρια κορμοστασιά του, το φλογερό αγωνιστικό του πάθος και δεύτερον η οικεία και χωρίς τουπέ παρουσία του ανάμεσά μας. Ποτέ όμως, ας μου συγχωρεθεί, ο προσωπικός αυτός τόνος, δεν του είπα ότι μέσα μου είχε στερεωθεί η εικόνα και η φήμη του ως μεγάλου και αγαπημένου στιχουργού. Θεωρούσα όπως φαίνεται λανθασμένα την ποίησή του κάτι σαν ευγενές «πάρεργο» του στιχουργικού του ταλέντου και της ευαισθησίας του, αν και η θητεία του στην ποίηση αρχινά από τις αρχές του 1950 και κρατά μέχρι σχεδόν τα τέλη του 1980. Βρίσκαμε περισσότερο ενδιαφέρουσα την όψιμη πεζογραφική παραγωγή του. Με το θεατρικό του έργο δεν είχαμε ασχοληθεί. Και αυτόν τον έλληνα, τον νεαρό φιλομαθή από φτωχή Αθηναϊκή οικογένεια Δημήτρη Χριστοδούλου, τον μεγαλωμένο μέσα στις στερήσεις και την φτώχεια, τον μαθητή νυχτερινού γυμνασίου αλλά με μεγάλη έφεση για γράμματα, σπουδές, ο έφηβος ο οποίος βασανίστηκε στα χρόνια της ακμής του από τους Γερμανούς κατακτητές, που φυλακίστηκε στα υπόγεια της οδού Μέρλιν όπου βρίσκονταν το αρχηγείο της Γκεστάπο, ως νεαρός εαμίτης πατριώτης αγωνιστής, ήρθε εκ νέου στην μνήμη μας με το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Μετρονόμος» που την επιμέλειά του έχει ο εκδότης του Θανάσης Συλιβός, και η Ανθολόγηση των ποιημάτων του από τον ποιητή και ανθολόγο Ηλία Γκρη, δύο εκδόσεις επαναγνωριμίας μας μαζί του που κυκλοφόρησαν το 2024.

          Κι όπως ο άνεμος

          να περάσω ωραίος

          πάνω απ’ τη θάλασσα.

      --

          Έχασα τη δύναμη να ηττηθώ

          με τη νίκη μου.

 

          Τώρα

          Χαϊδεύω

          με την καρδιά μου

          τον πόνο σας

          γυρίζω στους δρόμους

          τραγουδώντας το μόχθο σας

          μια λίμνη το στήθος μου

          ξέχειλη απ’ το δάκρυ σας.

              Δ.Χ. 

        Με την σύγχρονη αυτή Ανθολόγηση του ποιητικού έργου του Δημήτρη Χριστοδούλου, από γνωστά και άγνωστά μας δημοσιευμένα ποιήματά του, έχουμε πλέον μία επαρκή, ικανοποιητική εικόνα της ποιητικής του δημιουργίας, που όπως διαπιστώνουμε, μόνο το ποιητικό του έργο αποτελείται από 4 τόμους οι οποίο εκδόθηκαν πριν και μετά την απώλειά του. Η έκδοση αυτή (η Ανθολόγηση του Ηλία Γκρη) μας βοηθά να αναγνωρίσουμε-αν δεν το είχαμε κάνει ήδη, τον ποιητικό του χαρακτήρα, τις πλευρές του ποιητικού του προσώπου, τις ιστορικές και πολιτικές εσωτερικές πτυχώσεις της ποίησής του, τα σκαμπανεβάσματα του ύφους του, την περιπέτεια του λόγου του ανά δεκαετία. Ο αναγνωστικός μας χρόνος και οι μνήμες ξαναγύρισαν πίσω, στην εφηβεία μας που χαιρόμασταν και εξακολουθούμε ακόμα να απολαμβάνουμε τα τραγούδια του τα οποία είναι πάνω από την επικαιρότητα της αφορμής της σύνθεσής τους. Γιατί τα βάσανα του ανθρώπου δεν έχουν τελειωμό ούτε και η κοινωνική αδικία. Πιάσαμε ξανά στα χέρια μας τις ποιητικές του συλλογές που είχαμε προμηθευτεί τα προηγούμενα χρόνια, διαβάσαμε την ποίησή του μαζί και την ανθολογημένη από τον Γκρη, ο οποίος σαν ποιητής ο ίδιος, θέλησε να μας φέρει σε επαφή μαζί της μέσω του δικού του ανθολογικού βλέμματος και επιλογών. Επέλεξε κατά την κρίση του τις ποιητικές συνθέσεις εκείνες, τις ποιητικές μονάδες που θεωρεί ότι δικαιώνουν την ενασχόλησή του με την ποίηση και την αναγνώρισή του ως σημαντικού ποιητή της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς.

Η ΠΑΤΜΟΣ

Ερίζουν τα πόδια μου πυκνά

σαν δέντρα κάτω απ’ τ’ άγριο πελέκι

μες στη χοάνη της απύθμενης καρδιάς

ο Ιωάννης μελανός μ’ ένα τουφέκι.

 

Μα είναι Έλληνας, ερώτησα, ή Χριστιανός;

Είναι της νύχτας τιμωρός ή του ονείρου;

Είναι ο θάνατος που θα το πει έτσι κι αλλιώς

πώς δεν υπάρχει ανοχή

σ’ όσους υπάρξουν μπρός  στις πόρτες του απείρου.

 

Ακόμα τρίζουνε τα πόδια μου κι εγώ

πήρα τον λόγο μες στη νύχτα Ιωάννη

κρατάω την πένα σαν κουπί στο μακελειό

και πέφτω ζώντας. Στη χοάνη.

     Από Η. Γκρή, σ.363  

Η Ανθολόγηση αυτή είναι ένας φόρος τιμής στον ποιητικό του καθαρά λόγο και όχι στον στιχουργικό, των τραγουδιών του που τον επισκίασε, καλύφθηκε κατά κάποιον τρόπο η ποιητική του φωνή, και αναδείχθηκε αυτή των τραγουδιών του. Δίχως όπως φαίνεται να υποβαθμίζει η μία την άλλη δημιουργική του πλευρά, έστω και αν η δεύτερη επικράτησε σε ζήτηση της πρώτης. Όπως και νάχει οι διακυμάνσεις και οι μεταπτώσεις της ποιητικής γραφής του Χριστοδούλου φαίνονται στην ανθολόγηση του Ηλία Γκρη, παρατηρούμε τα χρονικά θεματικά και υφολογικά στάδια της, τους βηματισμούς που ακολουθεί ο ποιητής από ποιητική δεκαετία σε ποιητική δεκαετία. Ο πατριωτικός τόνος της φωνής του, η φιλοπατρία και η γνήσια αγάπη του για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, η αντιπολεμική του πάντα διάθεση, η ερωτική του πλευρά και προβληματισμοί του, οι πολιτικές και κοινωνικές αποχρώσεις του λόγου του, ο όχι και τόσο ξεκάθαρος πάντα λυρισμός του. Οι επαναληπτικοί τονισμοί της γλώσσας του, ορισμένες στιγμές και η «κούραση» της ποιητικής του ανάσας που επανέρχεται συχνά στα ίδια μοτίβα που τον απασχόλησαν από τα πρώτα του βήματα. Δεν απουσιάζει η ταξιδιωτική πλευρά της γραφής του, οι περιγραφές χώρων και τοποθεσιών που επισκέφτηκε ή έζησε κατά την διάρκεια της αυτοεξορίας του την περίοδο της επταετίας. Αναγνωρίζουμε τις δραματικές πινελιές του, τους βαθμούς απογοήτευσης και απαισιοδοξίας του, οι συγκινήσεις του εμφανείς όπως και οι συνειδησιακές του μεταπτώσεις, οι αγωνίες και απορρίψεις του, ο αγωνιστικός, ανθρωπιστικός του παλμός, οι εντάσεις του απέναντι στις καταστάσεις που βιώνει, οι αξιακοί του κώδικες ζωής, η αγάπη προς την σύντροφό του, οι στιγμές άγχους του. Των διαφόρων προσμείξεων ποιητικών ρευμάτων που εγκολπώνει ο λόγος του, όπως πχ. ένα ήρεμο και σιγαλόφωνο ρυάκι υπερρεαλιστικής έκφρασης που αισθανόμαστε σε ποιητικές του μονάδες. Όλα αυτά με δύο λόγια που σπονδυλώνουν και αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ποίησής του, τις ρίζες της, τις πηγές αναφοράς της, ακόμα και τους τριγμούς της «αρρυθμία» της, μας γίνονται γνωστά με τις δύο εκδόσεις βιβλίων του από τον «Μετρονόμο» και το αφιέρωμα του περιοδικού, το οποίο πέρα από τον ποιητικό του λόγο μεταφέρει κρίσεις και σχόλια, απόψεις συνθετών και ερμηνευτών για την στιχουργική του τεχνική, την πρόσληψη των λαϊκών τραγουδιών του από το ευρύ κοινό. Να σημειώσουμε επίσης, την εξαιρετική ανάλυση του ομότιμου καθηγητή και δοκιμιογράφου Θεοδόση Πυλαρινού στο κείμενό του, «Το ποιητικό έργο του Δημήτρη Χριστοδούλου», σελ. 10-16 το οποίο έρχεται επικουρικά-στις μέρες μας, να συμβάλλει στην εδραίωση της παρουσίας του Δημήτρη Χριστοδούλου ως ποιητή και στιχουργού παρόντα στο σήμερα, να στηρίξει εποικοδομητικά την ανθολόγηση των ποιημάτων του από τον Ηλία Γκρη. Το κείμενο ανάλυση που διαβάζουμε στο περιοδικό σελ. 10-16 είναι μεταφορά του Επίμετρου που συνοδεύει την Ανθολογία των ποιημάτων του σελ. 365-374.  Ανθολογία και Περιοδικό έρχονται να μας υπενθυμίσουν την παρουσία του να μας μιλήσουν για την προσφορά του, την συμβολή του στα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό και στην μουσική αγωγή μας. Όπως και οι συντελεστές αναγνωρίζουν, η επαναγνωριμία με το έργο του και των σταθμών της δημιουργίας του, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως την αμέριστη συμπαράσταση της εικαστικού συντρόφου του κ. Μαρίας Κανδρεβιώτου η οποία μας εξομολογείται στο αφιερωματικό τεύχος του «Μετρονόμου» για τον σύντροφο της ζωής της Δημήτρη Χριστοδούλου. Τα ποιήματα του Δημήτρη Χριστοδούλου στον μεγαλύτερο όγκο τους είναι άτιτλα και συνταγμένα το ένα μετά το άλλο, σαν μία ανοιχτή συγχώνευση του ενός μέσα στο άλλο. Όπως είχαμε προαναφέρει- κατά την γνώμη μας- είναι ένα διαρκές ποίημα ποταμός. Ορισμένες ποιητικές μονάδες φέρουν λατινική αρίθμηση ενώ υπάρχουν και εκείνες που φέρουν ως τίτλο γεωγραφικές περιοχές της χώρας μας από ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. «Ύδρα», «Μυστράς» «Κύπρος» κ. ά. ονόματα δρόμων ή πλατειών της Αθήνας. «Οδός Ασκληπιού», «Πλατεία Κάνιγγος» ή είναι αφιερωμένες.

          Μιλάω για τους αιώνες της μεγάλης αλλαγής

          για τα περάσματα μιλώ.

 

          Μιλάω για τους παιάνες των οδών

          για τις ημέρες της βαθειάς παραδοχής

          για μια απέραντη εισβολή αγάπης λέω.

 

          Στην πόρτα των αιμάτων θα σταθώ.

 

          Την τελεσίδικη πορεία λέω.

 

          Μιλάω για την ανάταση των ποιητών

          για τους μεγάλους αρχηγούς των δρόμων λέω.

 

          Μιλάω για την επέλαση των τραγουδιών

          μιλάω για γη

          αυτή την έξοχη κραυγή

 

          για την μεγάλη μνήμη λέω. 

          ΟΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

1., ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΕΣ, 1954

2., ΠΕΛΤΑΣΤΕΣ, 1956

3., ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΣΤΑΔΗΝ, 1957

4., ΕΣΤΙΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ, 1959./ β΄ έκδοση Γ. Φέξης 1961. [Καλλιγράφηση Λεωνίδας Χρηστάκης]

5., ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΝΑΚΛΗΤΙΚΟ, 1960

6., ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΑ, 1961

7., ΠΑΡΟΔΟΣ, 1962

8., ΕΠΙ ΕΥΡΕΩΣ ΜΕΤΩΠΟΥ, 1964

9., ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1954-1964, εκδ. Ζαρβάνος 1964, σ.318 (1)

(1) Σημείωση:

Ο πρώτος συγκεντρωτικός τόμος περιλαμβάνει 8 Ποιητικές Συλλογές. –«ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΕΣ (1954)». –«ΠΕΛΤΑΣΤΕΣ (1956)».- «ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΣΤΑΔΗΝ (1957). [(ΘΑΝΑΤΟ ΘΑΝΑΤΟΝ (1957). / ΣΤΙΓΜΑ (1958).)]» – «ΕΣΤΙΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ (1959, β΄ έκδ. 1961)».- «ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΝΑΚΛΗΤΙΚΟ (1960)».- «ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΑ (1961) [ (ΥΔΡΑ ΑΝΑΜΕΝΟΥΣΑ (1962)]». –«ΠΑΡΟΔΟΣ (1962) [ ΑΝΟΙΞΗ, ΟΝΕΙΡΟ ΤΡΑΧΥ (1963)]».- «ΕΠΙ ΕΥΡΕΩΣ ΜΕΤΩΠΟΥ (1964)».

     Ο πρώτος τόμος ποιημάτων του Δημήτρη Χριστοδούλου όπως τον προμηθευτήκαμε από παλαιοπωλείο είναι αφιερωμένος από τον ποιητή στον Γιώργο Κούνδουρο, Απρίλης 1964. Η συλλογή «Νυχτοφύλακες» είναι αφιερωμένη από τον Δ. Χ. «ΣΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΕΣΟΝΤΑ ΜΝΗΜΗ».Η συλλογή «ΕΣΤΙΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ» είναι αφιερωμένη «ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ ΠΟΝΩ ΧΩΡΗΣΑΝΤΑΣ ΜΝΗΜΗ». Τέλος η συλλογή «ΕΠΙ ΕΥΡΕΩΣ ΜΕΤΩΠΟΥ» είναι αφιερωμένη στη σύζυγό του «ΣΤΗΝ ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΔΡΕΒΙΩΤΟΥ». [Το ποίημα «ΜΕΤΩΠΟ» είναι αφιερωμένο «Της Μίνας Χριστοδούλου». Οι «ΚΑΒΟΚΟΛΟΝΕΣ» «στον Ν. Κωνσταντινέα». Το ΙΙ (β΄) «Εκ του συστάδην» «στη Γλαύκη». Το «ΘΑΝΑΤΩ ΘΑΝΑΤΟΝ» στη «Μάνα».].

Μεταφέρουμε από τον κολοφώνα:

« Τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΧΙΛΙΑ ΕΝΙΑΚΟΣΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΕΞΗΝΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ» που είναι η συγκεντρωμένη εργασία του ποιητή μιας δεκαετίας τυπώθηκαν στο πρότυπον εκδοτικόν τυπογραφείον του Δημήτρη Ζαρβάνου Θεμιστοκλέους 80 για λογαριασμό του ποιητή σε 1050 αριθμημένα. Περιλαμβάνονται 8 συλλογές και 4 μεμονωμένα ποιήματα. Η συλλογή «Επί Ευρέως Μετώπου». Τυπώνεται και κυκλοφορεί μαζί με τον τόμο αυτό για πρώτη φορά. Οι αλλαγές που έγιναν στα ποιήματα είναι ελάχιστες. Το βιβλίο τυπώθηκε με την επιμέλεια του ποιητή και την βοήθεια του Α. Δασκαλόπουλου, το εξώφυλλο φιλοτέχνησε η Μαρία Κανδρεβιώτου.»

10., ΔΕΛΦΟΙ. Σύνθεση σε έξι μέρη, εκδ. Ζαρβάνος 1965, σ.48

11., ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΛΥΡΙΚΑ, Αθήνα 1966

12., ΠΡΟΜΑΧΟΙ, εκδ. Ζαρβάνος 1966, σ.64

13., ΑΙΧΜΕΣ, Αθήνα 1967, σ.80. –[Συνολική έκδοση εκδ. Πλειάς 5, 1976, σ.350]

14., ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ, εκδ. Κέδρος 1972, σ.112

15., Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ, εικονογράφηση Μαρία Κανδρεβιώτου, εκδ. Ερμείας 1974, σ. 48

16., ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ*, [ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Παρίσι 1967. Ζωγραφική και γραφή Μαρίας Κανδρεβιώτου], εκδ. Ι. Χατζηνικολή 1974, σ.64

Σημείωση:

*Η συλλογή που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1974 από τις εκδόσεις της Ιωάννας Χατζηνικολή (Πλουτάρχου 10 Αθήνα) περιλαμβάνει 9 ποιητικές μονάδες του με γαλλικό ή ελληνικό τίτλο, κόστιζε 150 δραχμές και είναι χειρόγραφη (το βιβλίο έχει το νούμερο 689 που έχουμε μπροστά μας).  Όπως μας λένε οι εκδόσεις «Τα Ποιήματα «ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» με αρχικό τίτλο «ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ» γράφτηκαν στο Παρίσι το 1967 τον καιρό της αυτοεξορίας του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και χειρογραφήθηκαν από την Μαρία Κανδρεβιώτου τον ίδιο καιρό..» και κυκλοφόρησαν στην Αθήνα. Τα εννέα ποιήματα είναι: 1. VERS PARIS 2. ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΛΩΖΑΝΗ 3. GARD DU NORD 4. ΠΩΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ 5. ΕΛΛΗΝΑΣ 6. AUTORDUTE DU SUD 7. ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ 8. ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ 9. ΕΥΡΩΠΗ. Τα τέσσερα ποιήματα είναι αφιερωμένα σε γυναικεία και αντρικά πρόσωπα. Είναι φιλοτεχνημένα από την Μαρία Κανδρεβιώτου και η μέσα σελίδα γράφει ΠΑΡΙΣΙ 1967. Στην σελίδα 61 δημοσιεύεται ο «ΑΠΟΛΟΓΟΣ» υπογεγραμμένος με τα αρχικά Δ.Χ.- Μ.Κ. Διαβάζουμε:

«Οι ποιητές που θέλουν να υπηρετήσουν την υπόθεση της ποίησης πέρα για πέρα δεν πρέπει να υποχωρούν, μήτε σε συναισθήματα, μήτε σε επικαιρικά γεγονότα που παρέρχονται παίρνοντας, στον καιάδα τους και την εφήμερη παρουσία τους και τους στίχους που τα τραγούδησαν.  Όμως υπάρχουν γεγονότα στη ζωή τους και στη ζωή του έθνους που ανήκουν όπως οι δικτατορίες, οι εξορίες ή αυτοεξορίες, που παίρνουν διαστάσεις «ύβρεως» και τότε απαρτίζονται από τη σχεδία της τέχνης τους και κραυγάζουν! Σίγουρα αυτό λίγες φορές υπηρετεί την τέχνη τους, όμως αρκετές φορές υπηρετεί την μαρτυρία.

Έτσι πιστεύοντας ότι, αυτοί μου οι στίχοι πού γράφτηκαν κάτω απ’ το μαστίγιο της απελπισίας στο Παρίσι που αυτοεξορίστηκα, εγώ και η γυναίκα μου, είναι προσφορά πρώτα στη μαρτυρία κι’ έπειτα, ίσως, στην τέχνη της ποίησης, αποφάσισα μετά από εφτάμισυ χρόνια,, να τα εκδόσω. Τα ζωγράφισε και τα χειρογράφησε, ένα-ένα καθώς τα έγραφα, η Μαρία, κρατόντας, καθώς κι’ εγώ, μέσα απ’ αυτήν την μαρτυρία, ψηλά την καρδιά της. Τα τυπώνουμε τώρα κρατόντας, όλα τα στοιχεία που επέβαλε η στιγμή, όπως τα λατινικά στοιχεία σε τοπωνύμια του Παρισιού σε εκφράσεις, σε επικλήσεις, σε ειρωνείες, ακόμα και σε υπερβολές. Κρατάμε πάνω στο κείμενο τα λάθη γραφής, το τρέμουλο του χεριού, ακόμα και τις ανορθογραφίες όπως πέρασαν στις μεμβράνες με το πενάκι.

Πολλά ποιήματα απ’ αυτά όπως το VERS PARIS, διαβάστηκαν σε συγκεντρώσεις Ελλήνων χτυπημένων απ’ τη δικτατορία, μεταδόθηκαν από τους ξένους σταθμούς και κυκλοφόρησαν πολυγραφημένα με τον τρόμο της παρανομίας στη χώρα. Μας βοήθησαν να κρατηθούμε στα πόδια μας την ώρα της θεομηνίας.

    Τώρα μ’ αυτή την έκδοση της ευγενικής μας φίλης Ιωάννας Χατζηνικολή και την θερμή συμπαράσταση του Αντρέα Βαχλιώτη τ’ αφήνουμε στα χέρια του αντιδικτατορικού λαού μαρτυρία της πίκρας της εξορίας και του αγώνα μας.».    

17., ΜΝΗΜΟΝΙΟ, 1976

18., ΑΙΧΜΕΣ 1965-1975, εκδ. Πλειάς 1976, σ. 350 (2)

(2) Σημείωση:

     Ο δεύτερος συγκεντρωτικό τόμος «ΑΙΧΜΕΣ 1965-1975» συστεγάζει επτά + μία ποιητικές συλλογές. –«ΔΕΛΦΟΙ Σύνθεση σε έξη μέρη» (1965).- «ΠΡΟΜΑΧΟΙ» (1966).- «ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΛΥΡΙΚΑ» (1966).- «ΑΙΧΜΕΣ» (1967).- «ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» (1974).-«ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ» (1972).- «Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ» (1974).- «ΜΝΗΜΟΝΙΟ 1968-1975» (1976).

Διαβάζουμε στις σελίδες 347-348 δια χειρός Δημήτρη Χριστοδούλου στην «Σημείωση γι’ αυτή την έκδοση»

«1. Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν και τυπώθηκαν στη χρονική περίοδο 1965-1975 και καλύπτουν μιά περίοδο πολλαπλών αναζητήσεων και στόχων. Ήταν φυσικό να χαρακτηριστούν σαν ΑΙΧΜΕΣ. Έτσι, ο τίτλος αυτός, παρμένος από μιά συλλογή που περιέχεται σε τούτο τον τόμο, παύει να χαρακτηρίζει ιδιαίτερα αυτή τη γραφή, και γίνεται ο γενικός τίτλος όλων των ποιημάτων της περιόδου.

2. Το ποιητικό βιβλίο «ΔΕΛΦΟΙ, ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΕΞΙ ΜΕΡΗ» γράφτηκε και τυπώθηκε μέσα στο 1965, στις εκδόσεις «Ζάρβανος» για λογαριασμό του συγγραφέα.

3. Οι «ΠΡΟΜΑΧΟΙ», γράφτηκαν μέσα στο 1965. (Τα πεζά κείμενα προέρχονται από επίσημα αρχεία ή προφορικές μαρτυρίες) και τυπώθηκαν τον ίδιο χρόνο στις εκδόσεις «Ζάρβανος» για λογαριασμό του συγγραφέα.

4. «ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΛΥΡΙΚΑ» γράφτηκαν και τυπώθηκαν το 1966 από τα τυπογραφεία «Ι. Μακρή», για λογαριασμό του συγγραφέα.

5. Οι «ΑΙΧΜΕΣ» γράφτηκαν το 1966 και τυπώθηκαν το Γενάρη του 1967 από τα τυπογραφεία «Ι. Μακρή», για λογαριασμό του συγγραφέα.

6. Τα ποιήματα «ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» γραμμένα από τον Μάη του 1967 μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο Παρίσι, χειρογραφημένα σε χαρτί «κάλα» και ζωγραφισμένα, σελίδα- σελίδα, από τη Μαρία Κανδρεβιώτου, τυπώθηκαν στην Αθήνα για τις εκδόσεις «Χατζηνικολή» το 1974.

7. Το ευρύτερο σε έκταση ποιητικό βιβλίο «ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ» περιλαμβάνει σχεδόν όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν στο Παρίσι από το 1967 μέχρι τον Ιούνιο του 1972 και τυπώθηκε στην Ελλάδα για λογαριασμό των εκδόσεων «Κέδρος» το Νοέμβρη του 1972.

8. Η συλλογή «Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ» γράφτηκε το 1972 (εκτός από το ποίημα «Το Δάσος» που γράφτηκε το 1970 στο Παρίσι) και τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Ερμείας» το 1974.

9. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο «Μνημόνιο» γράφτηκαν από το 1968 ως το 1975 και δημοσιεύονται για πρώτη φορά σ’ αυτό τον τόμο.

10. Όλες οι ποιητικές συλλογές δημοσιεύονται χωρίς καμιά τροποποίηση ή αλλαγή, χωρίς προσθήκες, ή την καλούμενη «επεξεργασία» εκτός από τη στοιχειοθετική προσαρμογή κατά τις ανάγκες αυτής της έκδοσης.».

19., ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, εκδ. Κέδρος 1977, σ.29/ β΄ 1982

20., ΝΕΤΡΟΝΙΑ, εκδ. Κέδρος 1978, σ.39

21., ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΑΥ ΝΤΕΥ, εκδ. Κέδρος 1981, σ.62

22., ΝΤΙΣΚΟΤΕΚ,  εκδ. Κέδρος 1982, σ. 29

23., Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ, εκδ. Κέδρος 1983, σ.45

24., ΠΛΑΓΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ, εκδ. Κέδρος 1984, σ.64

25., ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΡΗΣΤΟΥ, εκδ. Κέδρος 1985, σ.47

26., ΟΥΛΑΦ ΠΑΛΜΕ, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1987, σ.27

27., Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΙ Ο ΕΒΕΝΟΣ, ΠΟΙΗΣΗ εκδ. Γνώση 1988, σ. 54

    [Η συλλογή αφιερώνεται «Στην μνήμη του Αφρικανού ποιητή Μπενζαμίν Μολόιζε»].

28., ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1977-1988. Αθήνα 1992*

(3) Σημείωση:

     * Ο τρίτος συγκεντρωτικό τόμος των ποιημάτων του περιλαμβάνει εννέα ποιητικές του συλλογές της τρίτης δεκαετίας της ποιητικής παραγωγής του. Η έκδοση αυτή είναι μεταθανάτια, όπως μας πληροφορεί ο ομότιμος καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός πραγματοποιήθηκε με την φροντίδα της συζύγου του ποιητή εικαστικού Μαρίας Κανδρεβιώτου. Το Επίμετρο του ομότιμου καθηγητή και δοκιμιογράφου Θ. Πυλαρινού με τίτλο «Το ποιητικό έργο του Δημήτρη Χριστοδούλου», είναι μία εμπεριστατωμένη και ανά δεκαετίες αναλυτική επισκόπηση της σύνολης ποιητικής του κληρονομιάς. Το διαβάζουμε και στις σελίδες 10-16 του Αφιερωματικού τεύχους 84/ Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2021 «Δημήτρης Χριστοδούλου 100 χρόνια από τη γέννησή του» του περιοδικού «Μετρονόμος» του εκδότη και διευθυντή του περιοδικού Θανάση Συλιβού. Το κείμενο- ως Επίμετρο-, του Θ. Π. προέρχεται από την έκδοση Απρίλιος του 2024 του «Μετρονόμου», «Δημήτρης Χριστοδούλου, ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» Ανθολόγηση-Επιμέλεια: Ηλίας Γκρης. Επίμετρο: Θεοδόσης Πυλαρινός., σελ. 365-374.

      Στην σελίδα 369 της «Ανθολογίας» των ποιημάτων του μας λέει ο Πυλαρινός: «Το 2014 συμπληρώθηκε συγκεντρωμένο ολόκληρο το ποιητικό έργο του Χριστοδούλου με την κυκλοφορία από τον «Μετρονόμο», τις εκδόσεις του ομότιτλου περιοδικού που εκδίδει ο Θανάσης Συλιβός, ενός τέταρτου τόμου με τίτλο Ανέκδοτα ποιήματα, στον οποίο και συγκεντρώθηκαν αφενός ανέκδοτα και αφετέρου αθησαύριστα ποιήματά του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και δυσεύρετα πλέον, και εν πολλοίς λησμονημένα, περιοδικά.».

29., MARCIA FUNEBRE, εκδ. Γνώση 1992, σ.50.

30., ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Δ΄ τόμος, εκδ. Μετρονόμος 2014, σ.96.

 Τέλος, έχουμε τον πρόσφατο Ε΄ τόμο-ανθολογία.

31., ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ –ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ. ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ, εκδ. Μετρονόμος και Ηλίας Γκρης 4, 2024, σ.380, τιμή 21,20 ευρώ.

    Ο πολυσέλιδος τόμος Ανθολόγηση του ποιητικού του έργου από τον ποιητή και ανθολόγο Ηλία Γκρη περιλαμβάνει ΠΡΟΛΟΓΟ σελ. 9-10, το κύριο σώμα των ανθολογούμενων ποιημάτων σελ. 15-363, και το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του Θεοδόση Πυλαρινού σελ. 365-374. Ο Ανθολόγος και ορθά χωρίζει το υλικό ανά δεκαετίες. Η δεκαετία 1954-1964 περιλαμβάνει την συλλογή «Νυχτοφύλακες» έως «Επί Ευρέος Μετώπου». Την δεκαετία 1965-1975 με τις συλλογές «Δελφοί» έως «Ο ποιητής και ο Έβενος» και, την χρονική περίοδο 1988-1991, σελ, 345 έως 363, που δημοσιεύονται 19 ποιητικές μονάδες. Μας διευκρινίζει ο ανθολόγος Ηλίας Γκρης:

«Στην τελευταία περίοδο αυτού του τόμου περιλαμβάνονται ποιήματα «ανέκδοτα» μέχρι το θάνατο του ποιητή, που με αυτόν τον τίτλο εξέδωσε υστερότερα η σύζυγός του Μαρία Κανδρεβιώτου. Όλα είναι γραμμένα μετά το 1988 [έτος έκδοσης του Τρίτου τόμου]  εκτός από τη «φωνή της πέτρας», με χρονολογία γραφής το 1982, «Ύδρα», 1986, και ορισμένα άλλα, που δεν τα επέλεξα σ’ αυτήν την ανθολόγηση», σελ. 343.

          Ειμ’ εδώ πιο βαθύς μες στο φόβο μου

          μοναχός και ακούω τη μέλισσα.

          Κάθε μέρα ανεβαίνω τη μνήμη

          και θυμάμαι τη θάλασσα.

             Δ.Χ. 

Διευκρινιστικά:

          Έχει κ’ η μέρα το βαθύ δικό της παραμύθι.

                   Δ.Χ.

     Το μικρό αυτό σημείωμα γράφεται με αφορμή το αφιέρωμα και την ανθολόγηση, του ποιητή, στιχουργού, μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου, θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Δημήτρη Χριστοδούλου, (Αθήνα 4 Απριλίου 1924- Αθήνα 5 Μαρτίου 1991). Τα Ποιήματα που επιλέγω προέρχονται από τους δύο συγκεντρωτικούς τόμους και δύο του συλλογές που είχα προμηθευτεί και από την Ανθολόγηση του ποιητή και ανθολόγου Ηλία Γκρη. Ο Δημήτρης Χριστοδούλου υπήρξε μία πάντα ανήσυχη, μαχητική προσωπικότητα, μία πολιτικοποιημένη περσόνα της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης, αγωνιστής έλληνας.

     Στην δική μας καταγραφή σταθήκαμε αποκλειστικά στις ποιητικές του συλλογές, δεν κάναμε μνεία στις εκδόσεις των θεατρικών του έργων, των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του που δεν είναι και λίγα και χρήζει και αυτή του η παραγωγή ιδιαίτερης εξέτασης και της αναγνωστικής μας προσοχής.

          Τα Περιεχόμενα του Αφιερωματικού τεύχους του περιοδικού «ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ» τεύχος 84/10,11,12 2024, σε επιμέλεια Θανάση Συλιβού είναι τα εξής:

-Θανάσης Συλιβός, editorial Δημήτρης Χριστοδούλου 100 χρόνια από τη γέννησή του.

-Νίκος Λαγκαδινός, Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991) «Φύλαγε πάντα σκοπός σε παραμεθόριο φυλάκιο»*

*είναι χαρακτηρισμός του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού για τον ποιητή και στιχουργό

-Αφήγηση στον Θανάση Συλιβό. Η Μαρία Κανδρεβιώτου μιλάει για τον σύντροφο της ζωής της Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Δημήτρης Γκιώνης, «Ευτυχώς υπάρχει η ποίηση». Μνημονεύοντας τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Θεοδόσης Πυλαρινός, Το ποιητικό έργο του Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Ο Ηλίας Γκρης για τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Σ’ αυτόν τον κόσμο ο ποιητής αυτός είναι αναγκαίος.

-Γιάννης Γκούμας, Μεταφράζοντας και μελοποιώντας τον Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Κώστας Φασουλάς, «Εκείνος που μας χάθηκε…». Ο στιχουργός Χριστοδούλου.

-Θανάσης Γιώγλος, Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί Δημήτρη Χριστοδούλου.

Γιώργος Π. Τσάμπρας, «Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυο…» Λοϊζος- Χριστοδούλου.

-Ανατρέξτε στα γραπτά του Δημήτρη θα είστε πλουσιότεροι… Ο Μίμης Πλέσσας για τον Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Αφήγηση στον Αλέξη Βάκη, Ο Αντώνης Καλογιάννης για τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Ο φάρος που έσβυσε νωρίς…

-Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης για τον Δημήτρη Χριστοδούλου.

-Ο Πέτρος Βαγιόπουλος για τον Δημήτρη Χριστοδούλου. Έμειναν λοιπόν τα τραγούδια…

-Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης, Δέκα αφανή και εμφανή ίχνη στη στιχουργική «νύχτα» του Δημήτρη Χριστοδούλου σε έξι στάσεις. «Κι αν έζησα στη μοναξιά ποτέ δεν ήμουν μόνος…»

-Δημήτρης Μπαγιέρης, Ο Δημήτρης Χριστοδούλου πύρινη και λυρική ρομφαία

-«100 χρόνια Δημήτρης Χριστοδούλου. Ο ποιητής με τα μεγάλα τραγούδια. [Γνώμες διαφόρων για τον Δ.Χ.]

-Εργογραφία Δημήτρη Χριστοδούλου. [Ποίηση 31 τίτλοι. Θέατρο 13 τίτλοι. Μυθιστορήματα 15 τίτλοι. Διηγήματα 5 τίτλοι].

-Δισκογραφία Δημήτρη Χριστοδούλου. Καταγραφή- Επιμέλεια Πέτρος Παράσχης.

      Στην σελίδα 61 ολοκληρώνεται το πλούσιο αφιέρωμα στον Δημήτρη Χριστοδούλου το οποίο διανθίζεται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό.

    Η ύλη του  περιοδικού συνεχίζεται με το κείμενο του Γιάννη Γαλανίδη, Η ιστορική Δόμνα της Θεσσαλονίκης. Και, με μία θαυμάσια μελέτη του Δημήτρη Μπαλτά για Τα πολιτικά ποιήματα του Νίκου Καββαδία.

          Και όπως πήρε το δρόμο

          ο ποιητής

          για τον μεγάλο γυρισμό,

          ανοίξαν οι πυγολαμπίδες

          σαν κουκιά,

          να φωτιστεί το αύριο,

          η κατσαρόλα να γεμίσει

          όνειρο

          και η κουτσή καρδιά

          να βγει στο ξάγναντο

          να πάρει ένα αυγό

          απ’ αφρικάνικη σπηλιά.

             Δ.Χ.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025. Του Μεγάλου Κανώνος.

 «Ο πρότερον επί θρόνου/ γυμνός νυν επί κοπρίας καθηλκωμένος/ ο πολύς εν τέκνοις και περίβλεπτος,/άπαις και φερέοικος αιφνίδιον’/ παλάτιον γάρ την κοπρίαν, και μαργαρίτας/ τα έλκη ελογίζετο.». σελ.130. Από το βιβλίο Αδαμιαίος Θρήνος. Ο Μέγας Κανών Ανδρέου Κρήτης. Εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια κυρού Συμεών Κούτσα. Δ΄ έκδοση, εκδ. Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, 2009.