Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Νίκος Ι. Χαντζάρας δύο χρονογραφήματα της Κατοχής

 

ΕΝΩ  ΧΤΥΠΟΥΝ  ΟΙ  ΚΑΜΠΑΝΕΣ

          Με το κλείσιμο της μεγάλης εορτής της Παναγίας ήρθε και η αναγγελία της παγκόσμιας ανακωχής. Τα ξίφη εμπήκανε υποχρεωτικά στις θήκες τους. Η ζωή θα συνεχιστή, με τις πίκρες της και τα βάσανά της, δεν θα μπορεί όμως ο καθένας να σου πάρη το κεφάλι, χωρίς καμιά διαδικασία, χωρίς τη μεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος ν’ ανασάνη το θέμα και να ξομολογηθή.

          Την ώρα που κοιτούσαμε χθες τη νύχτα τα βεγγαλικά και τις ρουκέτες του εορτασμού της γενικής ανακωχής και του τερματισμού του πολέμου, άξαφνα βρέθηκα πολιορκημένος από πέντ’ έξη συμπολίτες, πού μου έκαναν συλλογικό διάβημα έντονο. Πρέπει να γράφετε, - μου είχανε, με διατάξανε-ένα άρθρο να μας επιστραφούνε τα σπίτια μας, που πουλήσαμε την εποχή της κατοχής. «Ευτυχώς, εσύ, δεν είχες σπίτι-μου είπανε, - κι’ έτσι ξέφυγες… την πλήρη καταστροφή, που επάθαμε εμείς».

          Οι καλοί συμπολίτες μ’ εθεώρησαν ευτυχή θνητό, γιατί δεν είχα σπίτι να πουλήσω, ούτε χωράφι, ούτε οικόπεδο κι έζησα μόνο με το ξυλόψωμο και το κουκουτσάλευρο.

          Σ’ αυτούς εδόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να παραστήσουν τον πλούσιο με τα πληθωρικά λεφτά, την εποχή, που οι άλλοι δεν είχανε ούτε ένα χιλιάρικο, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ν’ αγοράσουνε ένα τσιγάρο από τη μαύρη αγορά.

          Μου ξαναήρθανε στο μυαλό όλες οι εικόνες αυτές της εποχής της κατοχής, με τον εορτασμό του τερματισμού του πολέμου. Μου ξαναήρθανε στο μυαλό οι πλούσιοι αυτοί της μιάς και της μοναχής ημέρας, επειδή πούλησαν τη βέρα τους, της μιάς βδομάδας, επειδή πουλήσανε το σαλόνι τους, του ενός μηνός, επειδή πουλήσανε το σπίτι τους και μπόρεσαν ν’ αγοράσουνε μια φορεσιά από ύφασμα της εποχής εκείνης, ύφασμα κατασκευασμένο από χαρτί, που μπορέσανε ν’ αγοράσουνε ένα ζευγάρι παπούτσια χρώματος κανελί με γαρνιτούρα από πολλές μικρές τρύπες, σαν κέντημα στο ποντίνι ή και τριγύρω στο παπούτσι.

          Δε μου ξεφεύγουν από τη μνήμη τα υφάσματα αυτά, δε λησμονάω το ύφος, την πόζα, πόζα Λούντερτοφ των αρσενικών και των θηλυκών της εποχής εκείνης, με τα κανελλιά πατούμενα, που χτυπούσανε τα τακούνια τους στο πεζοδρόμιο.

          Είχαμε τότε τους βάρβαρους ξένους καταχτητές, είχαμε και τους εγχώριους τυράννους, τους σαλταδόρους, τους μαυραγορίτες κι’ αυτούς, που πουλούσανε τα σπίτια τους και τα οικόπεδά τους για να παραστήσουνε τον πλούσιο, να φορέσουν απάνω τους πράματα, που βρισκόνταν, σ’ εποχές ειρηνικές, μόνο στα πεθαμενατζίδικα.

          Μαζί με τάλλα, πώς μπορούν να λησμονηθούν κι’ οι τσάντες της κατοχής; Όσοι νομίζανε τον εαυτό τους λίγο «ραφινέ» και «κιουλτιβέ», επρομηθεύοντο πέτσινη τσάντα. Ο λαός κρατούσε τσουβαλάκια στο χέρι του. Όλοι βάζανε μέσα εκεί το τρόφιμά τους, τα μπιζέλια τους που επαίρνανε από τον μπακάλη ή από το συνεταιρισμό τους ή το καλαμπόκι τους.

          Για τους «σμαρτ» όμως και τους «ελίτ» μπορούσε κανένας να υποθέση, πώς είχανε μέσα εκεί εξασφαλίσει «κυανούς αδάμαντας». Όσοι σαλταδόροι αρπάξανε τέτοιες τσάντες, κλάψανε για την τέχνη τους. Τρόφιμα και ξεροκόμματα κρύβανε μέσα τους για ναν τα πουλήσουνε στο Κολωνάκι, στην αριστοκρατική συνοικία.

          Έγινε, επί τέλους, η επίσημη αναγγελία του τερματισμού του πολέμου. Όσοι δεν εχάσανε τη ζωή τους, στη διαδρομή των πέντε ετών του φοβερού πολέμου, επήρανε πολλά μαθήματα από αυτόν. Πολλοί είχανε γεννηθή κουτοί και γινήκανε έξυπνοι εξυπνήσανε βίαια, γιατί τους «έκαψε» ο μοναδικός τους φίλος, άλλοι γυρίσανε από την ομηρία, που τη χρωστάνε στη θεά των ονείρων τους, στην αθάνατη Εύα, που τους παράδωσε στους Γερμανούς, κι’ άλλοι γίνανε «ξεφτέρια» γιατί στην κατοχή εισέπρατταν τρίτοι για λογαριασμό τους χρήματα, χωρίς εκείνοι να είχανε καμμιά πληροφορία.

Την ώρα που γράφω αυτό το καθημερινό μου χρονογράφημα, χτυπάνε οι καμπάνες των εκκλησιών. Καλούνε τις αρχές και τον κόσμο σε δοξολογία για τον τερματισμό του παγκόσμιου πολέμου.

          Το πνεύμα του χριστιανισμού μας επιβάλλει όλα να τα λησμονήσουμε και να συγχωρέσουμε όλους εκείνους, που μας επίκραναν ή μας εκρεμάσανε και κόπηκε το σκοινί και σωθήκαμε. Να ρίξουμε στο ποτάμι της λήθης κι’ όσα κακά εκάνανε οι μαυραγορίτες κι’ οι μπακάληδες κι’ οι φουρναραίοι και να θυμόμαστε μόνο την εργασία. Αυτή θα μας σώση, αυτή μονάχα σώζει. Ας στηριχθούμε όλοι στα μπράτσα μας. Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία.

   Εφημ. Η Φωνή του Πειραιώς 17 Αυγούστου 1945

          ΛΑΪΚΟΙ  ΡΑΨΩΔΟΙ

          Είχαμε στα παλαιότερα χρόνια τους λαϊκούς τραγουδιστάδες, αυτούς, πού γυρίζανε στους δρόμους και τραγουδούσανε και παίζανε το σουραύλι τους κι’ είχαν οδηγούς κάνα μορτάκι ή καμμιά γριά. Τα μορτάκια κ’ οι γριές μαζεύανε τις πενταροδεκάρες με το τασάκι τους από τους διαβάτες ή από τις νοικοκυράδες, που βγαίνανε στα παράθυρα, στις πόρτες, στα μπαλκόνια, ν’ ακούσουνε καλύτερα το πλανόδιο τραγουδιστή, με τα λυπητερά τραγούδια του και να ρίξουνε τον οβολό τους.

          Ο τραγουδιστής, στραβός ή ανάπηρος, σακατεμένος από τυχαίο δυστύχημα εφρόντιζε να κατασκευάζη ποιήματα, που να παρουσιάζουν τον εαυτό του ήρωα, πρωταγωνιστή σε πολλά πολεμικά επεισόδια, τραυματία, που χτυπήθηκε βαρειά από το βόλι του εχθρού.

          Οι παλιοί αυτοί αοιδοί όλο περιαυτολογούσανε, ετραγουδούσανε τα πάθια τους, τους καϋμούς τους. Και φυσικά βαριέται, κανένας ν’ ακούη διαρκώς να ψάλλουν προσωπικές περιπέτειες κι’ ατομικά ντέρτια.

          Οι νέοι πλανόδιοι τραγουδιστάδες διαπνέονται από αισθήματα όχι αποκλειστικά υποκειμενικά.

          Περιγράφουνε, ζωγραφίζουνε μπλόκα των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών, τουφεκισμούς, εμπρησμούς χωριών, αγριότητες, που έγιναν κατά της ζωής νηπίων, γερόντων, γριών, ασπρομάλληδων, παπάδων.

          Χτες το πρωί κάτω από τον φτωχόν ίσκιο μιάς πασκαλιάς, είχε στρωθή κάποιο γεροντάκι και μοιρολογούσε κι’ έπαιζε και το σουραύλι του.

          Τριγύρω του είχαν σταματήσει δυό τρείς μαυρομαντηλούσες. Εδάκρυζαν κι’ έπνιγαν τους αναστεναγμούς τους.

          Μάννα μου, που μ’ ανάστησες

          σαν κλήμα στην αυλή σου…

          Μιλούσε για ένα παιδί, που τόχασε έξαφνα η μάννα του. Το πιάσανε στο μπλόκο της Κοκκινιάς και το κλείσανε σε στρατόπεδο της Γερμανίας.

          Καμαρωτή κοπέλα μου,

          με μάτια μυγδαλάτα,

          παραμονεύει ο θάνατος,

          σ’ αυτήν εδώ τη στράτα.

 

          Χαμογελώντας πήγαινες,

          στ’ αρραβωνιάσματά σου.

          ο Γερμανός, κακός σκορπιός,

          βρέθηκε, στη χαρά σου.

 

          Κι’ αντίς γι’ ανθούς πορτοκαλιάς,

          με βόλια στο κεφάλι,

          σ’ αγκάλιασε η μαννούλα σου

          άχ! μην το πάθη κι’ άλλη!

Ο τραγουδιστής εύχεται το γεγονός αυτό να μην επαναληφθή, να μείνη μοναδικό και απομόναχο. Μα ήτανε καθημερινές αυτές οι ωμότητες του Χίτλερ και του Μουσολίνι.

          Βόλους επαίζαν στην αυλή

          τα δυό τ’ αρσενικά μου.

          Σκυλιά, κατασπαράξατε

          τους άγγελους μπροστά μου.

Θυμάμαι την εποχή των καθημερινών βομβαρδισμών του Πειραιά, οι Αρχές και οι μεγιστάνες είχανε τα μεταφορικά τους μέσα δίπλα στα γραφεία τους κι’ έτοιμοι για την Αθήνα.

          Με τον πρώτον ήχο του συναγερμού ετσακιζόντουσαν ν’ ανεβούνε στην Αθήνα και τ’ αφήσανε όλα σύξυλα.

          Αφήνανε και το λαό να δεχτή τις μπόμπες στο κεφάλι του, μέσα σε σαθρά καταφύγια, γιατί δεν είχε ο Πειραιάς καταφύγια της προκοπής.

          Αυτό το θέαμα της γενικής τρελλής ανόδου των Αρχών στην Αθήνα και των μεγιστάνων του πλούτου και της άγριας μαυραγοράς μου έκανε σφοδρή εντύπωση.

          Σφοδρή εντύπωση μου κάνανε χτες το πρωϊ και τα μοιρολόγια με τον πένθιμον αυλό συνοδεμένα του στραβού τραγουδιστή της οδού Πραξιτέλους του Πειραιώς.

          Κοινή φράση είχανε οι περισσότεροι στίχοι του. Τους εδυνάμωνε αρκετά το κλαψιάρικο αύλημα και ακόμα τους εδυνάμωνε το μιλιέ. Το περιβάλλον των μαυροφορεμένων γυναικών, που είχανε σταματήσει, κ’ είχανε τριγυρίσει τον τραγουδιστή του λαού, ραψωδό, τον αοιδό των αρχαίων. Ετρέχαν τα δάκρυα των γυναικών από τα μάτια τους και στενάζανε.

          Αυτή η τραγωδία των δύο παιδιών, που παίζανε βόλους στην αυλή τους και τα σκοτώσανε μπροστά στα μάτια της μάννας τους, πού να έγινε άραγε; Στον Πειραιά όχι, ούτε στην Αθήνα. Θάγινε σε κάνα χωριό. Για να μη σχολιαστή πολύ η θηριωδία των Γερμανών. Τα καϋμένα τα μικρά! Οι κακούργοι! Τους εκόψανε το παιχνίδι τους και τα ξεμπερδέψανε με τα περίστροφά τους. Και θα βάλανε φωτιά στο χωριό τους και θα τα κάνανε όλα στάχτη.

          Η μάννα τους θα δοκίμασε πολύ πιο βαθειά από τους άλλους τί είναι τα Γερμανικά θηρία.

   Εφημ. Η Φωνή του Πειραιώς 28/7/1945

Επετειακά

          Εορτάστηκε και φέτος-κάπως αθόρυβα- στις 12 Οκτωβρίου- η εκκένωση της πρωτεύουσας από τις Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής το 1944. Θεωρείται η μέρα που τερματίστηκε η Ξένη Κατοχή στην πατρίδα μας. Η Ημέρα του πανηγυρικού εορτασμού της Απελευθέρωσης. Οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής όπως και στην υπόλοιπη υποδουλωμένη Ευρώπη που είχαν εισβάλει οι δυνάμεις του Άξονος, υποχωρώντας νικημένες από τις Συμμαχικές Δημοκρατικές απελευθερωτικές δυνάμεις και πολεμικές επιχειρήσεις της συνεργασίας Αμερικής, Αγγλίας, τότε Σοβιετικής Ένωσης και άλλων χωρών, κατέστρεφαν στην υποχώρησή τους κάθε τι από τα κράτη που είχαν κατακτήσει. Έκλεβαν τον εθνικό πλούτο κάθε χώρας, έκαιγαν χωριά, βομβάρδιζαν τοποθεσίες και λιμάνια,  ντουφέκιζαν αγωνιστές πατριώτες, σκότωναν γυναικόπαιδα, ακόμα και τους Έλληνες ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Την μειοψηφία εκείνη των Ελλήνων που συνεργάστηκαν μαζί τους κατά τα χρόνια της Κατοχής προδίδοντας την πατρίδα τους και τους συμπατριώτες του στους εχθρούς.

Τον Οκτώβριο του 2018 αναρτήσαμε στα Λογοτεχνικά Πάρεργα τέσσερα χρονογραφήματα του πειραιώτη δημοσιογράφου και ποιητή Νίκου Ι. Χαντζάρα που είχαν θέμα τους προσωπικές του αναμνήσεις από την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής. Ο πάντα ενήμερος και επίκαιρος, διαβασμένος Ν. Ι. Χαντζάρας ακραιφνής Πειραιολάτρης και διαπρύσιος κήρυκας της παράδοσης της Πειραϊκής ιστορίας και ταυτότητας υπερηφάνειας του Δήμου, διαπραγματεύεται σε αρκετά από τα «ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΑ» του κοινωνικά φλέγοντα ζητήματα, χαρακτηριστικές καταστάσεις οικονομικής εξαθλίωσης συνδημοτών του, πειραιώτικες αρνητικές συμπεριφορές της πειραϊκής αστικής και μεγαλοαστικής τάξης του Πειραιά που εγκατέλειψαν την Πόλη και κατέφυγαν στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές, συμπεριφορές αντρών και γυναικών που τον πλήγωσαν, στιγμιότυπα δύσκολου βίου του απλού λαού, ατομικές του αναμνήσεις από την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής που αποτυπώθηκαν βαθειά μέσα στην συνείδησή του ανεξίτηλα. Θυμάται και στηλιτεύει-όχι με ακραίο φανατισμένο λόγο τους Μαυραγορίτες, τους φωτογραφίζει δίχως να τους κατονομάζει, τους εμπόρους που υπερκοστολογούσαν, πωλούσαν τα προϊόντα τους στην μαύρη αγορά. Τους μπακάληδες και άλλες πωλητές τροφίμων, τους λαδέμπορους και τους λιανέμπορους που εκμεταλλεύονταν την πείνα και την εξαθλίωση των φτωχών ανθρώπων του λιμανιού, τις οικογένειες και τα άτομα που τους αγόραζαν το πατρογονικό τους σπίτι, τα οικόπεδα, την όποια γονική περιουσία κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαϊ, μία οκά όσπρια, ένα ντενεκέ λάδι, ένα σακί αλεύρι. Πόσες και πόσες περιουσίες που αποκτήθηκαν με μόχθο δεν άλλαξαν χέρια σε μία μέρα από την επείγουσα ανάγκη των ανθρώπων να επιβιώσουν, να μην πεθάνουν από την πείνα. Δεν χάθηκαν περιουσίες και οικογενειακά κειμήλια τα σκοτεινά εκείνα χρόνια της Κατοχής και του Πολέμου, της Σκλαβιάς. Πόσοι γηγενείς Πειραιώτες δεν καταστράφηκαν δεν πτώχευσαν, πόσα αρχοντικά και οικήματα δεν πέρασαν στα χέρια καινούργιων αεριτζήδων ιδιοκτητών. Ατόμων που έγιναν πλούσιοι από τον ξένο μόχθο εξαιτίας των όποιων συνεργασιών τους με τις δυνάμεις Κατοχής. Θυμάται τα Κατοχικά, τα πληθωρικά λεφτά που με μία τσάντα κατοχικά χαρτονομίσματα αγόραζες μία φρατζόλα ψωμί ή λίγο κρέας, μία μπομπότα, ένα χαρουπόψωμο. Και τι δεν θυμάται και γράφει ο Νίκος Ι. Χαντζάρας στα ρεπορτάζ του με τον ευαίσθητο χαρακτήρα και την σπινθηροβόλα σκέψη και καθαρή πένα του, την γραφή του το ήρεμο ύφος του. Υπενθυμίζει με τον τρόπο του και το χαμηλόφωνο ύφος του τον καίριο λόγο του, πώς αρκετοί συνδημότες του απόκτησαν την περιουσία τους, τα πλούτη τους, πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την φτώχεια, την ανέχεια των συμπολιτών τους Πειραιωτών εκείνη την τραγική για την ελληνική ιστορία περίοδο. Αδίκησαν για να αυγατίσουν τον δικό τους μπεζαχτά. Είναι η δική του ανθρωπιστική απάντηση σε αυτές τις κοινωνικές παθογένειες της ελληνικής φυλής μας που εμφανίζονται σε στιγμές κρίσιμες σε ορισμένα άτομα, καταφερτζήδες, δουλόφρονες, οσφυοκάμπτες της κάθε εξουσίας. Τα άτομα της αρπαχτής και της παραμονευούσης ευκαιρίας να κερδίσουν, να αναδειχτούν με όποιο τίμημα πέρα από κάθε ηθικό φραγμό και συνειδησιακό ενδοιασμό, αυτούς που όπως λέει ο απλός θυμόσοφος Λαός πατούν επί πτωμάτων για ίδιον όφελος.

Ο Ν. Ι. Χαντζάρας γνωρίζει ότι όσα γράφει σχεδόν καθημερινά στις εφημερίδες σαν επαγγελματίας βιοπαλαιστής δημοσιογράφος που συνεργάζεται στα Πειραιώτικά του, τα διαβάζουν οι συνδημότες του, πολλοί τα έζησαν, τα κατέγραψαν και οι ίδιοι στις μνήμες τους ή σε ημερολογιακές τους ανέκδοτες σημειώσεις. Αληθεύουν τα γραφόμενα του Χαντζάρα έστω και αν πικραίνει και ενοχλεί η αλήθεια τους, εξάλλου, δεν έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από αυτά που μας λέει στα χρονογραφήματά του. Τα ανθρώπινα και των πειραιώτικων οικογενειών παραδείγματα είναι μπροστά του. Οι Μαυραγορίτες και οι συνεργαζόμενοι με τον εχθρό επεβίωσαν μετά την Απελευθέρωση και κατέλαβαν κυβερνητικά και άλλα πόστα της δημόσιας κρατικής διοίκησης. Οι κατεστραμμένες οικογένειες και τα άτομα όφειλαν να ξεκινήσουν από την αρχή, ποτέ δεν πήραν τις περιουσίες τους πίσω, μεταπολεμική ελληνική πολιτική και δικαιοσύνη φρόντισαν για αυτό από κοινού. Εκείνο μόνο που σαν ρητορική απορία θα μπορούσαμε να εκφράσουμε είναι ότι ο Υδραίος την καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, ο φτωχός γιός ενός αραμπατζή που τα έτσουζε και είχε στεγάσει την φαμελιά του-δύο τσούπρες και ένα αρσενικό στον ερημότοπο της Φρεατίδας, στις βραχώδεις ακτογραμμές της Πειραϊκής, στο «χωριό μου» όπως πάντα μας λέει,-ενώ έζησε τα τραύματα του εμφύλιου σπαραγμού, την ελληνική διχόνοια και τα άγρια πάθη του εθνικού ιδεολογικού διχασμού δεν αναφέρεται-από τα δημοσιεύματα που έχω διαβάσει καθόλου σε αυτά. Και ιστορικά γνωρίζουμε ότι οι Εαμικές και άλλες Αντιστασιακές Οργανώσεις στον Πειραιά, την Παλαιά και Νέα Κοκκινιά, το Κερατσίνι, το Πέραμα είχαν έντονη παρουσία και δράση. Παρ’ ότι δημοκράτης ίσως οφείλεται στο γεγονός-της μη αναφοράς του σε επεισόδια και στιγμιότυπα του εμφύλιου σπαραγμού, καταστάσεις ανθρώπων κυνηγημένων- ό,τι του συνέβησαν μαζεμένα, σε μικρό χρονικό διάστημα αρκετά οικογενειακά προβλήματα, θάνατοι μελών της οικογένειάς του και ασφαλώς έχει αρχίσει η περίοδος της αρρώστιας του που τον οδήγησε τελικά στον θάνατο το 1949.

Εδώ επιπρόσθετα να συμπληρώσουμε ότι πολλοί Πειραιώτες ποιητές και συγγραφείς, δημοσιογράφοι του ευρύτερου Πειραϊκού χώρου που εντάχθηκαν στις τάξεις του αριστερού κινήματος, Πειραιώτες, Νικαιώτες- Κοκκινιώτες, Περαματιώτες, Δραπετσωνίτες, σαν τον ποιητή και κριτικό Στέλιο Γεράνη, τον ποιητή Παναγιώτη Τσουτάκο, τον θεατράνθρωπο και ποιητή Αλέκο Χρυσοστομίδη, τους ποιητές Κώστα Γαρίδη και Κώστα Θεοφάνους, τον Δημήτρης Λιάτσο, τον Σίμο Μιχαηλίδη, τον μικρασιάτη Νίκανδρο Κεπέση, τον επίσης μικρασιάτη συγγραφέα και ηθοποιό Γιώργο Μετσόλη, τον Δημήτρη Σέρβο και άλλους αγωνιστές πειραιώτες της Εθνικής Αντίστασης άφησαν Ημερολογιακές τους Αναμνήσεις, έγραψαν βιβλία σκιαγράφησαν τις προσωπικές τους συμμετοχές και πολιτικά ανδραγαθήματά τους τα τραυματικά Εκείνα χρόνια. Έγιναν οι τροβαδούροι ενός κομματιού της Πειραϊκής Ιστορίας. Οι συν-μέτοχοι του Πειραϊκού θαύματος όταν αυτό το εγκαταλειμμένο και ερημωμένο από ανθρώπους ψαροχώρι για αρκετούς αιώνες με τον Τάφο του αρχαίου οχυρωτή του Θεμιστοκλή να ατενίζει τα φουρτουνιασμένα νερά του Σαρωνικού έγινε όχι μόνο το απαραίτητο επίνειο της πρωτεύουσας αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και διαμετακομιστικά Λιμάνια της Μεσογείου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 14 Οκτωβρίου 2025           

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου