Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ, εκδόσεις Ολκός 1993.

ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ: Αλέξανδρος Ίσαρης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΣΧΟΛΙΑ: Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ… ΕΠΙ ΣΚΟΠΩ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ!

Εκτός των Προφητών, Ναζιραίων και Ραχαβιτών που αναφέρει ο Ιερεμίας, υπήρχε και μία άλλη ομάδα ατόμων που ασχολούνταν με την διαπαιδαγώγηση του λαού του Ισραήλ. Είμεθα σοφοί, και ο νόμος του Κυρίου είναι μεθημών, γράφει πάλι ο Ιερεμίας.
Οι σοφοδιδάσκαλοι αυτοί, δίδασκαν εν οίκω παιδείας, αλλά και δημόσια στην αγορά, στις συναγωγές και σε άλλα ιδρύματα. Αποτελούσαν σχολές στις οποίες φοιτούσαν είτε τα παιδιά των εύπορων οικογενειών, είτε της μεσαίας τάξης. Ορισμένοι δίδασκαν με αμοιβή άλλοι όχι.
Σαν βάση της διδασκαλίας τους είχαν την διαφύλαξη του πατροπαράδοτου εθνοφυλετικού Νόμου, την πείρα της ζωής και την παρατηρητικότητα των φαινομένων της κοινωνίας και της ζωής, σημειώνει ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας.
Καθοδηγητικός άξονας της διδασκαλίας τους, ήταν ο φόβος του Θεού ως αρχή της σοφίας.
Μια σοφία όμως που δεν είχε την έννοια της θεωρητικής γνώσης των πραγμάτων και την κατάταξη αυτών σε ένα σύστημα και ορισμένες αρχές όπως πρέσβευαν οι αρχαίοι κλεινοί Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής περιόδου. Αλλά, την έννοια της πρακτικής θεώρησης της ζωής των ανθρώπων, η οποία στηρίζονταν κυρίως στην ατομική πείρα και την άμεση εμπειρία. Μια θεώρηση που δεσπόζει κυρίως σε αγροτικές πληθυσμιακές ομάδες παρά σε αστικές.
Την σκηπτροφόρο σοφία, όπως εύστοχα την αποκαλεί ο επιμελητής της έκδοσης, σελίδα 69, οι σοφοδιδάσκαλοι την ανήγαγαν στον εθνοκεντρικό Θεό του Ισραήλ. Διερευνούσαν ακόμα τα γενικότερα προβλήματα που άπτονται των προβληματισμών της καθημερινής ζωής. Όπως την προέλευση της ζωής, τον σκοπό του ανθρώπου, την ηθική του τελείωση, την πηγή του φυσικού κακού, το αίνιγμα του θανάτου, κ.λ.π.
Σκοπός της διδασκαλίας τους ήταν η όσο το δυνατόν σωστότερη διάπλαση των παίδων του Ισραήλ. Η σοφία τους είχε κατά κανόνα πρακτικό χαρακτήρα. Την διδασκαλία τους την αποτύπωναν είτε με αποφθεγματικό τρόπο, είτε μέσα από μικρές διηγήσεις, είτε με παραβολές, είτε με παροιμίες, αινίγματα…
Ορισμένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης που προέρχονται από τις σχολές αυτές είναι και τα εξής: Παροιμίες, Ψαλμοί, Σειράχ, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Σοφία Σολομώντος, και Ιώβ.
Ένα από τα επτά σοφιολογικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι και ο Εκκλησιαστής.
Ανήκει στα πέντε μεγαλώθ και διαβάζεται στην εορτή της Σκηνοπηγίας. Στα Εβραϊκά λέγεται Κωχελέθ, οι Ο΄ τον μετέφρασαν σαν Εκκλησιαστή. Που σημαίνει τον Εκκλησιάζονταν επί σκοπώ διδασκαλίας ή μάλλον τον εν τη Εκκλησία ως θρησκευτική συναθροίσει ομιλούντα ή τον ταύτην ιθύνοντα σημειώνει ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, στο Λεξικό της Αγίας Γραφής του μιλά για ιεροκήρυκα. Ο Ακύλας τον μεταφράζει ως συναθροιστή. Ο Σύμμαχος ως παροιμιαστή. Ο Ιερώνυμος ως Concionator. Ο δε Λούθηρος ως Prediger. Άλλοι μίλησαν για Εκκλησιάστρια, υπονοώντας την σοφία, όπως την έπραξε ο άγνωστος μεταφραστής του Graecus Venetus, τον ΙΔ΄ αιώνα, σημειώνει ο Ιωάννης Φούντας. Ο δε Ελληνοεβραίος ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, κάνει λόγο και για την Κοχελέθ Ραμπά. Μια Μιδρασική συλλογή επί του Εκκλησιαστή κατά τον ΣΤ΄ αιώνα.
Με τον Εκκλησιαστή ασχολήθηκαν αρκετοί σύγχρονοι και μη εκκλησιαστικού συγγραφείς, όπως οι: Δίδυμος Αλεξανδρείας, Γρηγόριος Νύσσης, Ιππόλυτος Ρώμης, και, από τους νεότερους ο διεθνούς φήμης Έλληνας παλαιοδιαθηκολόγος  Αθανάσιος Χαστούπης, ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, οι Ηρ. Παπαδημητρίου, και Νίκος Βασιλειάδης και αρκετοί άλλοι.
Συγγραφέας του ιδιόρρυθμου αλλά φιλοσοφικότατου αυτού βιβλίου που ανήκει στην γνωμική ή διδακτική εβραϊκή θεολογική ποίηση, θεωρείται κατά την παράδοση, ο βασιλιάς Σολομών. Αν και, τόσο ο συγγραφέας, όσο και η χρονολογία συγγραφής του ή συρραφής του, διίστανται ανάλογα με την ερμηνευτή ή σχολιαστή του. Δισεπίλυτο παραμένει και το πρόβλημα της μορφής του.
Δεν έχει ούτε τα τεχνικά στοιχεία του πεζού λόγου, αλλά ούτε και την δομή ενός αμιγούς ποιητικού κειμένου.
Είναι άραγε συνονθύλευμα από διάφορα ποιητικά κομμάτια φιλοσοφικού στοχασμού;
Μια όχι και τόσο εύστοχη απομίμηση μιας Ελληνικής φιλοσοφικής πραγματείας; με, θολή, μη συστηματοποιημένη διατύπωση και κάποια συγκεχυμένη εικονοποιία;
Είναι ένα αποσκελετωμένο εξομολογητικό κείμενο σε μορφή πρόζας, που η διάταξη του αποδεικτικού υλικού του δεν αποκαλύπτεται σταδιακά, αλλά προβάλλει μέσα από την σύνολη υφή του κειμένου και την ρυθμική του ποικιλομορφία;
Ή είναι ένα αγνωστικιστικό και απαισιόδοξο ρητορικό κείμενο, χωρίς την απαραίτητη ενδοσυνδετική ισορροπία σε μορφή αποφθεγματικών μονόστιχων ή δίστιχων με τα παράλληλα, αντιθετικά, ή συγκριτικά ζεύγη του; (σε μια εναλλασσόμενη τυπολογία ποιητικού και πεζού λόγου).
Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για ποιητικό λόγο σε άτακτα και εναλλασσόμενα μέτρα, σημειώνει ο επιμελητής και σχολιαστής της παρούσας έκδοσης Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης.
Η έντονη, εμφανής, απαισιοδοξία του συμπερασματικού του λόγου, κράτησε το βιβλίο κάπως παράμερα από την ζωή της Εκκλησίας και οι ιδέες του ασφαλώς δεν έμειναν αναντίλεκτες. Και, ευτυχώς, δεν είχε την ανάλογη επίδραση ούτε άσκησε την γοητεία στους ρομαντικούς νεαρούς αναγνώστες του, προπαγανδίζοντας παραπλήσιες ιδέες, που είχε το γνωστό βιβλίο ο «Βέρθερος» του Γερμανού ποιητή Γκαίτε.
Η διαπραγμάτευση του θέματος, περί Σοφίας, που είναι κατά την γνώμη μου ο δομικός άξονας του βιβλίου, είναι ένα πρόβλημα που απαντάται σε αρκετά βιβλία της Παλαιάς  Διαθήκης. Στο βιβλίο των Παροιμιών λόγου χάριν μέσα από τον αποφθεγματικό τρόπο διατύπωσης με την μορφή παροιμιών, παραβολών και αινιγμάτων, η σοφία αναδύεται σαν μια αυθύπαρκτη οντότητα που, μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν προσωποποιημένη και να σκιαγραφεί η δράση της. Ασφαλώς όχι σαν συνδημιουργός σαρκωμένος Λόγος, αλλά σαν ένα από τα πρώτα κατηγορήματα της Θείας Ενέργειας. Ή πάλι, στο βιβλίο των Ψαλμών όπου τα συνομολόγητα μυστικά του ποιητή, μέσα από τον θρηνώδη εξομολογητικό λόγο του αποκαλύπτουμε τον κλονισμό της αξιοπιστίας της σοφίας και την ελλειμματική της λειτουργικότητα.
Μέσα σε αυτήν την στοχαστική ατμόσφαιρα ο λόγος του Εκκλησιαστή, είναι ένας λόγος κοινωνικής εμπειρίας, καθημερινής πρακτικής, και όχι θεωρητικού σχεδιασμού ή διανοητικής ενατένισης.
Είναι ακανθώδης, ορμητικός, κάπως απόλυτος όταν επισείει τα λάβαρα της πεσιμιστικής του προοπτικής. Αλλά, και αδιαφιλονίκητα αποκαλυπτικός, όταν ψαλμωδεί-ακόμα και μέσα από τα δύο επταδικά ζεύγη του-τις μετεφηβικές «εκσεσημασμένες» αστοχίες, και μετεπαναστατικούς ψυχικούς τραυματισμούς των ανθρώπων, και τις διαβρωτικές τους αναζητήσεις, που απορρίπτουν τον φόβο Κυρίου και απομακρύνονται από το αρχικό επιτελικό του σχέδιο.
Ο Εκκλησιαστής, ιχνογραφεί μια θεώρηση ζωής με βιωματικό υπόβαθρο, και καλύπτει τις πιο διαφορετικές και οριακές καταστάσεις της. Από την γέννηση έως τον θάνατο, που είναι η ζωοποιός ενέργεια ολόκληρου του κειμένου.
Από την πλευρά αυτή, η συνομιλία δηλαδή με τον θάνατο, μπορεί να συγκριθεί με τους διαλόγους της Ομηρικής Νέκυιας, του Λουκιανού τους διαλόγους, και την Νεκρώσιμη Ακολουθία του Ιωάννη του Δαμασκηνού, ή την Αιγυπτιακή, η Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, αλλά και άλλα συγγενικά βιβλία της παγκόσμιας γραμματείας που σημάδεψαν τον Πολιτισμό, στην συνομιλία του ανθρώπου με τον θάνατο.
Είναι λοιπόν μια εκ του συστάδην επαφή, με τις ανθρώπινες ιστορικές εμπειρικές συγκυρίες. Μια στάση ζωής που σκοπό έχει το υπερθείναι τον νούν της αισθήσεως, και την ανύψωση του ανθρώπινου πνεύματος πάνω από τα εγκόσμια αγαθά, όπως σημειώνει ο πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος Νύσσης.
Δηλώνει τις ριζοσπαστικές του προτάσεις, μέσα από μια συνειδησιακή δόμηση του παρόντος. Με, προτρεπτική παρατολμία, υιοθετώντας το ψυχρό ενίοτε σκληρό αποστασιοποιημένο βλέμμα του παρατηρητή, καθώς ιχνογραφεί τον αφετηριακό προβληματισμό της εποχής του, αλλά και κρατώντας μια μάλλον διακριτική απόσταση από τις διάφορες και ποικίλλες ανθρωπιστικές αρχές που διέπουν την διδασκαλία των προγενεστέρων διδασκάλων. Έτσι όπως αποτυπώνεται η σκέψη τους στο βιβλίο Σοφία Σειράχ, και άλλα κείμενα.
Δεν ανθοφορεί επίσης το έργο αυτό, κάτω από τις επίσημες καθηλωτικές ιερατικές ιερεμιάδες των ηθικολόγων προφητών, τυπικό παράδειγμα της εποχής του.
Βρίσκεται στον αντίποδα της ουτοπικής υμνογραφικής απεικόνισης κατά κάποιον τρόπο της ζωής, όπως μας αποκαλύπτεται στο ηδυπαθέστατο Άσμα Ασμάτων.
Ο Εκκλησιαστής είναι μια «εμπράγματη» ερμηνεία ενός συγγραφέα, που έρχεται ασφαλώς σε παράλληλη συμφωνία με τις διακηρυγμένες προθέσεις των βιβλίων των Παροιμιών, της Σοφίας Σειράχ, της Σοφίας Σολομώντος κ.λ.π. Δεν στρέφει την οραματική ροή του στοχασμού τους, αλλά και δεν αυτοναρκωθετείται από την ίδια του την καταγράφουσα τις παρατηρησιακές καταστάσεις γλώσσα.
Μιας γλώσσας που παραπαίει ανάμεσα στην πεζογραφική πεζολογία και την επαναληπτική στατική ρητορεία όπως στους Ψαλμούς. Ή έλκεται από μια γραφικότητα στο κοινωνικό της αισθητήριο όπως στις Παροιμίες.
Ο Εκκλησιαστής δεν παρωθεί προς τον αχαλίνωτο πειρασμικό επαναστατισμό του Ιώβ. Ο Εκκλησιαστής είναι «στρατευμένα» δύσπιστος απέναντι στην ζωή, όσο και στον αγώνα της. Όπως ο απόστολος Θωμάς απέναντι στην Ανάσταση του Εμμανουήλ.
Μια συγγενής αγωνιώδη δυσπιστία που μετατρέπεται σε πικρό σκεπτικισμό, με μια ηδονοθηρική απαισιοδοξία που επαυξάνει την τραγικότητα του τόνου της φωνής του, συναντάμε και στον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Επίσης, σε ορισμένα ποιήματα της Δημοτικής μας παράδοσης αλλά και την υποψιαζόμαστε και στο ποιητικό έργο του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη.
Η ευκοσμία και ευταξία στο σύμπαν του Εκκλησιαστή, προέρχεται μόνο από τον Κύριο, η πραγματική σοφία εκπορεύεται μόνο από αυτόν, και αληθινά σοφός είναι αυτός που πορεύεται μόνο προς αυτόν, υποτάσσοντας το οικείο θέλημά του.
Εύστοχα ο συγγραφέας Walter Zimmerli σημειώνει ότι: κινείται έτσι με τον τρόπο του στα πλαίσια της πρώτης και με ένα ιδιάζοντα τρόπο, της δεύτερης και της τρίτης εντολής του Δεκαλόγου.
Ο λόγος του Εκκλησιαστή αγγίζει τα όρια μιας απερίσταλτης μονωδίας, αφού η αποκάλυψη της κρυμμένης λογικής τάξης των πραγμάτων του κόσμου θα αφήσει ανερμάτιστη κάθε επώδυνη έχμαση και των άλλων και των πράξεών μας. Καθώς κινείται μέσα στην έντονη παρουσία διλημματικών «τύψεων» στα συντρίμμια ενός κόσμου, και από εκεί σαν δρομέας με οδηγό την πίστη του στην απεριόριστη μοναξιά του, που δεν είναι προορισμένη να καταλήξει σε καμία ανθρώπινη απόκριση, σε κανένα υποδεκτικό ή απαντητικό περιβάλλον.
Ο λόγος του διακατέχεται από ένα γνώρισμα μοιροκρατικού και απρόσωπου θεσμού, γράφει ο Αθανάσιος Χαστούπης.
Μια σιγαλή μονωδία, με υφολογικές αποχρώσεις που εστιάζεται σε ένα γνωστό κοινωνικό χώρο, όπου οι προσωπικές του παρατηρήσεις αποτελούν σημαίνουσες συνιστώσες της ποιητικής δημιουργίας.
Καθώς ο συγγραφέας βιώνει και καταγράφει όχι τον χρόνο συντέλεσης της ιδιωτικής ή κοινωνικής πράξης, αλλά, παρατηρώντας τις βαθμιαίες συνέπειες και τις διάφορες εκδοχές του αδιεξόδου της πράξης αυτής. Και οι παρατηρησιακές αυτές διαδρομήσεις από ζεύγος σε ζεύγος, πράξη σε πράξη, στοχασμό σε στοχασμό, θα ευοδώσουν την επιβίωση και της δικής του ποιητικής γλώσσας. Μόνο όμως, όσο θα υπάρχει και θα ακούγεται ο Θεϊκός επιτακτικός αντίλογος στον λόγο των ανθρώπων και οι αντηχητικές αποκρίσεις των δυνητικά απεριόριστων διαταγών του.
Για, να κάνει, πιο ευδιάκριτη ίσως, την δική του συνοδό της αρχιτεκτονικής της αγωνίας του, του δικού του λόγου.
Η γλωσσική επαναμετάφραση του ποιητή Αλέξανδρου ΄Ισαρη, (ο ίδιος γράφει ότι δεν μετέφρασε το κείμενο απευθείας από τα Εβραϊκά, αλλά από την Ελληνική μετάφραση των Ο΄ συμβουλευόμενος και άλλες μεταφράσεις ξενόγλωσσες) δεν συγκρίνεται ασφαλώς με τις αποδόσεις των: Παπαρρηγόπουλου ή του Ροΐδη, στην καθημερινή γλώσσα. Δεν πρόκειται για την επιβολή της γλώσσας του πεζοδρομίου αλλά την άκρως επεξεργασμένη και συχνά ορθότερη απόδοση ενός  πολυσήμαντου κειμένου σημειώνει σε κείμενό της η Αναστασία Λαμπρία.
Η γλώσσα του μεταφραστή είναι εύληπτη, λιτή, κάπως σε ορισμένα σημεία πεποιημένη, με την ανάλογη εικονοπλαστική διάθεση, μια που η σπουδαιότητα του επαναμεταφραζόμενου θέματος καθόρισε και την ερμηνευτική θέση του μεταφραστή.
Ο οποίος αποφεύγει τους δύσκολους νοηματικούς υφάλους και δεν χρησιμοποιεί κανένα επίθετο, καμία λέξη που δεν μας αποκαλύπτει κάτι.
Το αυστηρό ύφος του κειμένου και των μηνυμάτων του υπέβαλε τις μεταφραστικές ράγες στον μεταφραστή, ο οποίος τις ακολούθησε με επιτυχία.
Έχοντας όμως κατά νου, ότι η οποιαδήποτε μεταφραστική προσπάθεια αρχαίου κειμένου προϋποθέτει την κατανόησή του, την νοηματική του ατμόσφαιρα, αλλά και τον χώρο στον οποίον απευθύνεται και το ανάλογο φρόνημά του, μας γεννάται το εξής ερώτημα:
Ο μεταφραστής δεν διευκρινίζει αν είχε στην διάθεσή του τις αντίστοιχες  Ελληνικές μεταφράσεις σύγχρονων Ελλήνων Παλαιοδιαθηκολόγων;
Και ακόμα δεν μας κάνει λόγο, ξεκάθαρα, για το ποιες ξενόγλωσσες μεταφράσεις συμβουλεύτηκε.
Μια, και στην χώρα μας, συνηθίζεται τα Ελληνικά Αρχαία κείμενα, να τα μεταφράζουν συνήθως από τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά κ.λ.π.
Ο συγγραφέας, κυρός Κώστας Ταχτσής είχε αναφερθεί σε αυτό το θέμα.
Αδιανόητη έκπληξη, αλλά και θλίψη προκαλεί επίσης η παράλειψη ή η μη αναφορά, από τον σπουδαίο φιλόλογο Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη  μιας έστω και μόνο υποτυπώδους αναφοράς σε άλλους Έλληνες ομολόγους του ερευνητές του θέματος. Και μάλιστα του Θεολογικού χώρου, μια και η έκδοση απευθύνεται σε Έλληνες αναγνώστες.
Εξαίρεση αποτελεί το βιβλίο των εκδόσεων «Ο Σωτήρ».
Η θεματική διαμερισματοποίηση του Επιμέτρου και των Σχολίων, για το κείμενο που χρησιμοποίησε ο επιμελητής και σχολιαστής είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Πραγματοποιεί μια φιλολογική διεισδυτική εξέταση των προβλημάτων ανάγνωσης του κειμένου, που είναι και απαραίτητη και επίκαιρη. Είναι ενήμερος των ερμηνευτικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων του Εκκλησιαστή, ακόμα και των πιο συγχρόνων του.
Όμως παραμένει το ερώτημα;
Γιατί αυτή η βιβλιογραφική ενημερότητα και γνωστική επάρκεια που αρχινά από εκεί που την άφησε ο Αθανάσιος Χαστούπης και ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο δύο από τους παγκοσμίως αναγνωρισμένους Παλαιοδιαθηκολόγους, με σημαντικότατη προσφορά στον επιστημονικό τους χώρο, δεν συμπληρώνεται και από τις απόψεις τους;
Γιατί αγνοούνται τελείως;  Δεν γίνεται η παραμικρή μνεία του ονόματός των;
Ενώ, σίγουρα η ξενόγλωσση βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί ο επιμελητής και σχολιαστής τους αναφέρει.
Ήταν ευκολότερη στον μεταφραστή, στον επιμελητή και σχολιαστή, μήπως η πρόσβαση μόνο στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, παρά στην Ελληνική;
Με όλο τον σεβασμό προς τον επιμελητή και τις αξιόλογες ερευνητικές του εργασίες, θα ήθελα να σημειώσω ότι η στάση του αυτή δηλώνει μια άστοχη, μη συνεπή προς την επιστημονική έρευνα και μάλλον «εσκεμμένη» επίδειξη ξενολατρίας.
Ή παραλλάσσοντας τον εύστοχο λόγο του Άγγλου ποιητή και στοχαστή Τόμας Στερν Έλιοτ, ο κακός ερευνητής αντιγράφει, ενώ ο καλός κλέπτει, χωρίς ασφαλώς να δηλώνει τις πηγές του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
Εφημερίδα «Εξόρμηση», Κυριακή 9 Οκτωβρίου 1994.
Πειραιάς 23 Αυγούστου 2013.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου