Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ο Θεηγόρος ποιητής Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη Νύχτα», εκδόσεις, Κέδρος-Ᾱθήνα 1991.

«Μακριά από τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψτε σε εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας, σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε».
Αυτήν την σημαντική συμβουλή δίνει ο Γερμανός συγγραφέας και ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε στο γνωστό βιβλίο του «Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή»-(έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά από τον Μάριο Πλωρίτη),και φαίνεται ότι Γιάννης Ρίτσος την υιοθέτησε μέχρι το τέλος της μακράς και ένδοξης πορείας του.
Τα μεγάλα, τα σπουδαία και πανανθρώπινα θέματα στο ζωθάλμιο έργο του Ρίτσου αναβρύζουν από την καθημερινή απτή πραγματικότητα. Από τα χιλιάδες μικρά ή μεγάλα γεγονότα, ασήμαντα ή μη, που οχυρώνουν και δυναστεύουν πολλές φορές την ίδια την ζωή. Απορρέουν από τα γύρω αντικείμενα που συσσωρεύονται αβάσταχτα το ένα κοντά στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο, ενόψει ενός έσχατου τραγικού λόγου. Ο ευτλήμων δημιουργός γνωρίζει ότι η τραγικότητα υπάρχει όχι μόνο στην ίδια την ζωή, αλλά πηγάζει και από την κατάλυση των όρων εκείνων που τη στηρίζουν. Κάτω από την όχι πάντα ευτιθάσευτη αλλά διαυγή καταγραφή της ενθουσιαστικής καθημερινότητας, της ακαταμάχητης ζωικής ανάγκης, ο Γιάννης Ρίτσος επιδιώκει να αντικαταστήσει τον εφήμερο και αμφίβολο χαρακτήρα των μικρών αντικειμένων,-των βραχύβιων χειρονομιών, των ταπεινών επιλογών, των σεμνών στάσεων,-και να τα εγκαθιδρύσει στην πραγματική τους ιερή διάσταση που έχουν για τον απλό καθημερινό άνθρωπο της εποχής του. Να τα ανασύρει από την φθορά που έχουν υποστεί από την εμπορευματική αντί της χρηστικής οικονομίας τους.
Ο ποιητής σε όλη σχεδόν την συγγραφική του δημιουργία, «θεαματοποιεί» αυτή την επώδυνη ποιητική διαδικασία που ιχνογραφεί, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν, θα μας κάνει κοινωνούς του επίπονου αγώνα και της αιμάσσουσας αγωνίας του.
Και στην «τελευταία» του αυτή ποιητική συλλογή μέσα από τον συνήορο λόγο του, αντικρίζουμε την ενδοκειμενική συνομιλία του, με πρόσωπα-σύμβολα  των προηγούμενων έργων του, με γεγονότα παρελθόντων ετών, με πράξεις-ορόσημα στην προσωπική και ποιητική του πορεία. Έχουμε μια ευλαβικά σχολαστική μακρόχρονη και μακρόσυρτη εικονογράφηση σπουδαίων γεγονότων ή ευτελών αντικειμένων, παρακολουθώντας ταυτόχρονα την προσπάθεια του δημιουργού να επιτύχει την κατάλληλη αρμονική συνήχηση μεταξύ του καταγράφοντος λόγου με εκείνη του λόγου των αντικειμένων γύρω του.
Ο Ρίτσος δημιουργεί το «θαύμα με τα πιο κοινά πράγματα».
Μέσα από αυτήν την ποιητική θεουργία των απλών πραγμάτων και γεγονότων, ο πραγματικά μεγάλος Γιάννης Ρίτσος αγωνίζεται για την «τιμή της πέτρας που αντιστέκεται στην τιμή του χρυσού» όπως εύστοχα σημειώνει ο καθηγητής και συγγραφέας Δημήτρης Μαρωνίτης.
«Αυτά τα οικεία, τα απλά αντικείμενα έγιναν φίλοι του, τον εμπιστεύτηκαν. Κάθεται σιωπηλά στη συντροφιά τους» σελίδα 204.
«Τσατσάρες, ζώνες, ξυραφάκια, αχ! Μικροπωλητή μου, που να ξερες μ’ αυτή σου τη φτωχή πραμάτεια πόσα μπαλκόνια μου ανοίχτηκαν καταντικρύ στη θάλασσα» σελίδα 151.
Και έρχεται στον νου μου ο λόγος ενός άλλου ποιητή, του Κρίτωνα Αθανασούλη, ο «προλετάριος της τέχνης» σελίδα 114, που μάλλον φρονεί ότι ο λαϊκός άνθρωπος είναι αυτός «που συγκαθορίζει την μοίρα της ποίησης» μετασχηματίζοντας τις υψηλές και δυσνόητες πολλές φορές ποιητικές συνθέσεις, ή τον νεφελώδη μυστικισμό της, ή ακόμα τον ανέρειστο ιδεαλισμό της, σε απτές συνήθειες, λαϊκό τραγούδι, παραμυθιακό λόγο, παρηγορικό σιγομουρμούρισμα, αλγοκτόνο ερμηνεία, δημοτικό μοιρολόι, που σφραγίζουν την πρόσκαιρη και σύντομη ζωή του. Ο Ρίτσος δεν προσπαθεί να εκφιλοσοφήσει την ποιητική του φόρμα, πράγμα που θα είχε σαν επακόλουθο την απονοηματοδότησή της. Αποφεύγει τους πολύτροπους ποιητικούς επιχειρηματικούς συλλογισμούς που ακυρώνουν την μαγεία του λόγου, μειώνουν την ποιητική ευαισθησία, υποσκάπτουν το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο βάρδος της Ρωμιοσύνης γνωρίζει εμπειρικά ότι,(μια και ολάκερη η ζωή του υπήρξε ένας διαρκής αγώνας για την καλυτέρευση του ανθρώπου και ιδιαίτερα του πιο κατατρεγμένου) ένα κοινωνικό γεγονός, μια πολιτική επιλογή, ένα ατομικό περιστατικό ή ακόμα ιδιαίτερο προσωπικό γεγονός, αποκτά μέσω της ποιητικής γραφής την θέση που του αρμόζει στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ένα πραγματικό γεγονός «γίνεται» αληθινό, «μόνο» όταν μετατραπεί σε ποιητικό στοιχείο, «μόνο» όταν ο δημιουργός μεταπλάσσει το χαρακτήρα του σε ποιητικό μύθο, σε ποιητική αίσθηση.
Του επαναφέρει δηλαδή, την επαναμάγευσή του. (χρησιμοποιώντας την γνωστή ρήση του Μαξ Βέμπερ για την απομάγευση του Κόσμου).
Η τελευταία αυτή ποιητική σύνθεση αποτελείται από τέσσερεις ενότητες:
Α). Τα αρνητικά της σιωπής 1987.
Β). Το γυμνό δένδρο 1987.
Γ). Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα 1988 (που δάνεισε
και τον τίτλο της στην σύνολη συλλογή).
Δ). Τα δευτερόλεπτα 1988-1989.
Και συμπληρώνεται από ένα σύντομο, αλλά, εύληπτο υστερόγραφο της Χρύσας Προκοπάκη.
Το έργο, είναι μια βασανιστική μνημονική δημιουργία που «οφείλει» την έμπνευσή του στο πλησίασμα του θανάτου. Είναι μια σπαρακτική, αξιοπρεπής προσευχή ενός πράγματι μεγάλου δημιουργού που, ο θυσιαστικός του βίος και η διαρκής αγωνιστική του προσωπική πορεία, δεν ήταν παρά ένα αντίδωρο αγάπης και κοινωνικής προσφοράς προς τους συναγωνιστές συνανθρώπους του. Ένα αντιευεργέτημα
προς την μυστική ομορφιά της Φύσης που τόσο απλόχερα αλλά και τυραννικά του αποκαλύφθηκε.
«Ο ερωτευμένος προπάντων με το κάλλος των καθάριων στοχασμών και με το κάλλος των νεανικών σωμάτων» όπως γράφει δες σελίδα 115, μέσα στην κοινωνική έρημο της εποχής του, συσταυρώθηκε εκούσια με τον αδικημένο, κατατρεγμένο, πονεμένο, απογοητευμένο, πικραμένο, αλλά αγωνιζόμενο μέχρις εσχάτων συνάνθρωπό του.
(ένας άλλος ποιητής ο Οδυσσέας Ελύτης το γράφει επίσης ποιητικά: «ένα το χελιδόνι κι άνοιξη ακριβή, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ. Θέλει νεκροί χιλιάδες να είναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους)
Όταν, άλλοι, ταπεινόσχημοι σπουδάρχες από την λακκούβα της πολυθρόνας τους, (αλλά και σύγχρονοί μας κριτικοί από τις στήλες των εφημερίδων που τα «πάντα σφάζουν τα πάντα πουλούν»), φώναζαν με μένος «σταύρωσον τον έν ερήμω τούτους μανναδοτήσαντα».
Όμως, για τον Γιάννη Ρίτσο, ισχύει ο λόγος του υμνωδού: «Μακάριοι οι καθαροί την καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται».
Δηλαδή την καθαρότητα και φωτεινότητα των πραγμάτων. Ο σταθερά αγωνιζόμενος ποιητής, πρόσφερε πάντα μαζί με την τέχνη του και το «ζωντανό σώμα του» όπως θα έλεγε και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Με έλλυπο λόγο και ελεγχόμενη οδύνη, ο ποιητής θεάται-για τελευταία φορά τα πράγματα γύρω του-έναν άλλο κόσμο που ενασμενίζεται στη ζωγραφιά του.
«Να με θυμόσαστε-είπε-. Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια. Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα… θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω…» γράφει, σελίδα 94.
Με την θερμότητα της καθαρής ευδιάθετης ψυχής του, διασώζει ζώπυρα της ποιητικής του ευαισθησίας αλλά, και της διαψεύσιμης ιδεολογίας του.
«Μείναμε χωρίς όνειρο, χωρίς ψωμί» σελίδα 210,
«Αυτοί που έφυγαν ήταν δικοί μας. Μας έλειψαν. Αυτοί που γύρισαν μας είναι ολότελα άγνωστοι…» σελίδα 175,
«Κανένας δεν ήρθε άδικα περιμέναμε χρόνια και χρόνια» σελίδα 21,
«Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν. Λίγο, λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις…» σελίδα 197.
Ο ποιητής αποφεύγει τον επικίνδυνο γλυκερό συναισθηματισμό, τις λύδιες χειρονομίες και τον έντονα ευδιάκριτο ιδεολογικό αλλά και «κομματικοιδεατισμό» του που τόσο συχνά και κατά εξακολούθηση συναντάμε και στις άλλες πολύτομες ποιητικές του καταθέσεις. Αν, και γίνεται αμέσως «φανερή η προτίμηση του για τη στρατιά που ακολουθούσε την κόκκινη γραμμή» σελίδα 169. Τα οράματά του και αυτά της γενιάς του διαψεύσθηκαν. Μόνο του σωσίβιο, ίσως ο γλυκασμός του ποιητικού λόγου. «Γι’ αυτό εμπιστεύτηκα και πάλι το ποίημα» σελίδα 183. Αν και σε άλλους στίχους του, θα αρνηθεί ακόμα και την ίδια την λειτουργία της ποίησης.
Το ποιητικό αυτό έργο των τεσσάρων ενοτήτων, δεν είναι μια πολυφωνική πένθιμη σύνθεση, μια αποχαιρετιστήρια φούγκα, αλλά, μια αυστηρή ελεγειακή μονωδία με απροσχημάτιστο εξομολογητικό χαρακτήρα. Είναι ένας αργός ρυθμικός παρηγορητικός λόγος με απαλούς κραδασμούς, μουντούς χρωματισμούς, συμπαθητικές μελωδίες, έντονους τόνους βαθιάς θλίψης και απογοήτευσης, που κυριαρχεί ένα σιγαλόφωνο ελεγειακό ύφος. Ο Ρίτσος, συγκρατεί το ρυθμικό παλμό της ποίησής του κάτω από τον έλεγχο της υπομονής, της εγκαρτέρησης, της υποταγμένης καταπράυνσης, της αυστηρότητας του εκφραζομένου συναισθήματος, του ρίγους της τελευταίας ενατένισης της ομορφιάς.
«Γιορτάζουν τα μεσημεριάτικα περιβόλια με τις πολύχρωμες πετσέτες του μπάνιου απλωμένες στους ανθισμένους θάμνους, κάτω απ’ τα τζιτζίκια, υπονοώντας ωραία, γυμνά νεανικά κορμιά ηλιοκαμένα με σπιθίζοντες κόκκους αλατιού. Όμως εσύ αισθάνεσαι ότι δεν είσαι καλεσμένος σ’ αυτή την πάνδημη γιορτή. Και περιμένεις ολομόναχος το βράδυ», σελίδα 18. ή πάλι, «Ο Μάης πρασίνισε τον τόπο. Πίσω απ’ τα δέντρα τ’ άσπρα σπιτάκια κουβεντιάζουν μεταξύ τους κάτι άσπρο και ήσυχο-αφίξεις πλοίων, αφίξεις παραθεριστών, πουλιών, ερώτων. «Κι εγώ,-είπε-φεύγω, εγώ φεύγω. Και το ποίημα έχει το στόμα του κλεισμένο μ’ έναν κέρινο σταυρό», σελίδα 187.
(Τι να σημειώσει κανείς μετά από τέτοιους στίχους;)
Γι’ αυτό δεν αποκαλύπτει τον μνημονικό του στοχασμό πριν το συναίσθημα νοτίσει τις λέξεις, πριν τις πουντιάσει θα γράφαμε, αλλά, και ούτε πάλι πριν ο λόγος γίνει κατάλληλος, ώριμος για να εκφράσει το στωικό του συναίσθημα.
Η ποιητική αυτή σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, έχει την αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια των πιο ένδοξων λεκτικών ψηφίδων ενός επιτύμβιου, του πιο καθαρού διατονισμού μιας πένθιμης μελωδίας. Είναι το κύκνειο άσμα ενός δημιουργού, που, σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος έχει σαν μόνο του όπλο, μόνη του άμυνα την επιθυμία: «Να ζωγραφίζεις πέτρες, ήσυχος, ξεχασμένος, ακολουθώντας τις βουβές υπαγορεύσεις τους», σελίδα 133.
Υιοθετώντας ο Ρίτσος μια ελάσσονα τονική αρμονία εκφράζει συσωρευτικά, απλά καθημερινά συμβάντα- αισθηματοποιώντας τα μέσα στο ποιητικό σώμα- οικεία, χωρίς αυτό να μειώνει την στιλπνότητα και την ομορφιά τους. Με, ελεγχόμενη επίσης απαισιοδοξία, εξωτερικεύει την απογοήτευσή του, για τους ιδεολογικούς «φωνακλάδες ανέμους» σελίδα 118, στους οποίους ξόδεψε την ζωή του. Φανερώνει την απόγνωσή του  για την τροπή που πήραν τα πολιτικά πράγματα του Κόσμου, και, με έναν μη συνεχή τρεμάμενο σφυγμό της μνήμης καταφεύγει σε μια ηρωική και ίσως λυτρωτική για τον ίδιο ενδοσκόπηση.
Ο σύνολος χαρακτήρας της ποίησης του ποιητή από την Μονεμβάσια, είναι τις περισσότερες φορές ηρωικός αν και, η έκφραση του απορρέοντος συναισθήματός της είναι τραγικός. Παρότι οι διαστάσεις του είναι «μικρές», απλές, σφύζουν από μια αβάσταχτη βασανιστική καθημερινότητα, έχουν τον λυπητερό, παθητικό αλλά και εμφατικό ύφος μιας θρησκευτικής καντάτας του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ που, ο πονεμένος τονισμός της φτάνει την απελπισία στα όριά της.
Ένα ελαφρό αεράκι θυσιαστικού μυστηρίου και ελευθερίας σαν μια επάλληλη συσσώρευση (μη) ετερόκλητων γεύσεων υγραίνει την ποίηση του Ρίτσου.
Μεγαλώνοντας και ζώντας σε μια έντονα φορτισμένη ιδεολογικά εποχή, με έντονες και φοβερές κομματικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις-που, λάτρεψε το πολιτικά προφανές, ο ποιητής μας ξεδιπλώνει την προσωπική του αγωνία, το «καθημερινό ψωμί της ψυχής πλάι στο σιταρένιο ψωμί του σώματος», όπως θάλεγε και ένας άλλος δημιουργός ο Θεσσαλονικιός Γιώργος Θέμελης. Σημειώνει επίσης εύστοχα ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής: «Γι’ αυτό έζησε ανάμεσα στη μοναξιά-ηθελημένη και αθέλητη-και στην αγωνία του για τον κόσμο».
Η λιτή, απτή και όχι περίτεχνη γλώσσα του κυριολεκτεί προσπαθώντας να αναδημιουργήσει τον κόσμο.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, γιατί, η φερεγγυότητα των μηνυμάτων της δεν στηρίζεται μόνον στην αρτιότητα της τεχνικής της, ανεξάρτητα από πια φόρμα επιλέγει, ή στο βαθμό ακρίβειας του ύφους της, αλλά και στην αβίαστη πειστικότητα των οραμάτων του ίδιου του φορέα της. Ο Ρίτσος σε «κωφάλαλους καιρούς» σελίδα 51, αν και υποστήριξε μέχρι το τέλος της ζωής του μια κλειστή κοινωνία, συστήματα που εφάρμοσαν την δικτατορία όχι του προλεταριάτου όπως φανφαρονικά κόμπαζαν, αλλά επί του προλεταριάτου με φονικό τρόπο, μια κοινωνία και ένα σύστημα πολιτικό που κατασκεύαζε ασυστόλως καινούργιους μύθους και θεωρίες για να νομιμοποιήσει τη χρήση ψέματος και βίας και να καλύψει την ανελευθερία της, δεν έπαψε να αγωνίζεται με σθένος και προσωπικό κόστος για τον μόνο αληθινό πολιτισμό. Αυτόν της πλήρης ευαισθησίας στον πόνο και τον αγώνα του κάθε συνανθρώπου μας. Στον ιδεολόγο αγωνιστή ποιητή έλαχε ο σκληρός νόμος της Ιστορίας, να αντικρίσει-πριν ταξιδέψει για το αιώνιο ταξίδι-την κατάρρευση ολόκληρου του ιδεολογικού του κόσμου που με πάθος υποστήριξε σε όλη του τη ζωή. Ο Ρίτσος στρατεύτηκε όχι στην αριστερά μόνο, αλλά στην πιο σκληρή του και δογματική του έκφραση, αυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος, ακόμα και όταν το ίδιο του το κόμμα τον διέγραψε ο ποιητής του στάθηκε πιστός, έμεινε μέχρι το τέλος με το κομματικό του όπλο παρά πόδας.
Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας ευαίσθητος και καλλιεργημένος βαθιά δημιουργός με πανανθρώπινα οράματα και έντονη και ειλικρινή αγωνιστική-ουμανιστική διάθεση, και, μια ουσιαστική και βαθειά αθωότητα, δεν υποψιάστηκε, ή δεν θέλησε να αποδεχθεί, ότι οι Εφιάλτες ήσαν κρυμμένοι μέσα στον ίδιο τον κομματικό και ιδεολογικό Δούρειο ίππο. Με σπαρακτική διαύγεια καταγράφει την διάψευση των οραμάτων του, το γκρέμισμα των κοινωνικών και πολιτικών του συμβόλων, των ποιητικών εκείνων συμβόλων που σε άλλους καιρούς είχε ο ίδιος ορθώσει μέσα στο ποιητικό του σύμπαν, με μια αρχοντική ευγένεια, μια διακριτική χειρονομία, έτσι όπως ταιριάζει σε έναν γνήσιο Έλληνα με μακραίωνη ανθρωπιστική παιδεία και παράδοση, που με ήρεμο και στωικό τρόπο βλέπει τα οράματά του, τα όνειρά του, τις ελπίδες του, απόψεις του, τις επιλογές του, να παρέρχονται ως όναρ, ως σκιά καπνού, ως θάνατος αναβρύζον από το φρέαρ της μνήμης.
Αυτή η σταδιακή αποφλοίωση που επιχειρεί μέσα στο οραματικό ποιητικό του πεδίο ο Γιάννης Ρίτσος, και η φανερή του υποψία του επερχόμενου ατομικού του θανάτου, ανακαλεί στη μνήμη μας τον καθηγητή Ιζακ Μποργκ από το γνωστό έργο του Σουηδού σκηνοθέτη, αυτού του θεολόγου της έβδομης τέχνης, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν «Άγριες φράουλες». Ο βασανισμένος και διαψευσμένος ποιητής επιστρέφει πάλι στον πρωταρχικό «πυρήνα» της ζωής του, τις παιδικές του αναμνήσεις και στο ιερό πρόσωπο της μητέρας του.
«Ω, παιδικά λησμονημένα χρόνια, ανύποπτα χρόνια, υπνωτισμένα απ’ τη λιακάδα ανάμεσα σε δύο άγνωστα θαύματα…» σελίδα 17, «Σβήνουν οι λέξεις με τα χρόνια. Η λέξη «μάνα» μένει με το κρυμμένο της χαμόγελο και με το μαύρο της μαντίλι» σελίδα 207.
Επαναλαμβάνω συνειδητά και πάλι ότι, ο ποιητής με διακριτική σεμνότητα, με ηρωικές αλλά ταυτοχρόνως ρεαλιστικές χειρονομίες αγωνίας, «ξεπουλάει» θα γράφαμε την ιδεολογική του περιουσία, αυτή την αναζήτηση της πανανθρώπινης ελευθερίας, που αγωνίστηκε σε όλο του το βίο να μαζέψει και να μας μοιράσει, όπως οι πρωταγωνιστές του γνωστού έργου του σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ο «Θίασος».
«Με πόση αγάπη κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει. Αλήθεια τι πήρες; Τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις. Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση. Όλη σου την σιωπή την είπε η ποίηση…» σελίδα 23.
Και συμπληρώνει με τρυφερότητα η Χρύσα Προκοπάκη: «Τα οράματα που έδιναν νόημα στη ζωή κι απάλυναν τον πόνο της προσωπικής μοίρας, κάποτε μάλιστα, σε μεγάλες ώρες, τον καταργούσαν, καθώς η λάμψη τους καταυγάζει το μέλλον, αυτά τα οράματα έχουν σβήσει… Με την ανάμνηση των νικημένων φόβων εύχεται να νικηθεί κι ο τωρινός, ο σιωπηλός κι αόρατος αντίπαλος» σελίδα 239.
Ο Άδης ο αναχόρταγος όπως θα έλεγε και στρατηγός Μακρυγιάννης.
«Μα τούτος ο φόβος στέκεται σιωπηλός. Δεν ανασαίνει καν. Αντίπαλος αόρατος, δεν σε χτυπάει στον αυχένα με ρόπαλο, δεν βλαστημάει, δε βγάζει πιστόλι. Αόρατος. Μοναχά παραμένει. Πρέπει, λοιπόν, να ετοιμάσουν το τελευταίο του ένδυμα, με αξιοπρέπεια κι ηρεμία,-μαύρα παπούτσια, μαύρες κάλτσες, μαύρο κουστούμι κι ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο σε ανάμνηση κείνων των ημερών, κείνων των νικημένων φόβων.» σελίδα 101.
Ή πάλι όπως έγραψε ο σπουδαίος ελισαβετιανός δημιουργός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, και έβαλε στα χείλη του Περικλή: «Η σκέψη του θανάτου είναι καθρέπτης, που σε κάνει να βλέπεις μια πνοή τον βίο γεμάτον πλάνη».
Με τις ευμετάδοτες και φιλάνθρωπες ποιητικές αυτές υποθήκες ο θεηγόρος Ποιητής, μεταστοιχείωσε τον ποιητικό «Ναό» του σε «Εκκλησία» του Δήμου.
Έπλασε έναν κοσμικό φωτοειδή λειτουργικό λόγο, με τον οποίο εξαγίασε και ανανοηματοδότησε την φύση και τα πράγματα γύρω του.
Ο λόγος του για τους πνευματικούς του και όχι μόνο επιγόνους είναι το ουράνιο όχημα, μιας καθαρής καρδιάς, το οποίο ερχόμενο από την μυστική ελευθερία του ουρανού, «διαπορθμεύει ημίν την εκείθεν αγαθοειδή και θείαν ευμένειαν».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, 
περιοδικό «Πολιτιστική Πράξη», τεύχος 14/ Σεπτέμβρης του 1993, σελίδες 43-46.

Πειραιάς 19 Αυγούστου 2013.

Πρώτη μέρα της εργασιακής μου αδείας, διαβάζω και γράφω για έναν μεγάλο ποιητή που είχα την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά. Είναι κρίμα που ο ποιητής αυτός δεν έλαβε το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ίσως όπως γράφανε τότε οι εφημερίδες, έπρεπε να το πάρει από κοινού με τον άλλον σημαντικό ποιητή τον Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Γιάννης Ρίτσος έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, και αν αφαιρέσεις τις ποιητικές επιλογές εκείνες που αφορούν καθαρά την κομματική του ιδεολογία, και τα ποιήματα που έγραψε για να εκθειάσει την Νομενκλατούρα της ανελεύθερης αυτής πολιτικής ιδεολογίας, οι άλλες του καταθέσεις, οι μικρής φόρμας προτάσεις του, οι εσωτερικές του ποιητικές αναζητήσεις, και οι εν γένει υπαρξιακές του αγωνίες, είναι αυτά που θα μείνουν στο μέλλον. Και φυσικά, η αγάπη και το πάθος του για αυτήν την έρημη χώρα, γιαυτό το άνυνδρο τοπίο. Αυτό το ξερό από ζωή χώμα, αλλά γόνιμο σε πνεύμα.
Άλλες τρεις φορές έχω γράψει για τον ποιητή, και έχω δώσει μια διάλεξη για έργο του.
Το ποιητικό του έργο, οι πέτρες του, και η προσωπική του ανάμνηση θα με συντροφεύουν όσο ζω. Του το οφείλω.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου