Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

«Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων»,
εκδόσεις Καστανιώτης, 1990, σελίδες 77.

«Έτι τοίνιν ουδέν από ποιητικής λόγω χρησιμότερον υπάρχει του δοθέντα μέτροις τα φραζόμενα και συμπλακέντα μάλλον μνημονεύεσθαι και κρατείσθαι».
Αυτός είναι ο σκοπός της Τέχνης θα μας έλεγε και σήμερα ο αρχαίος ιστορικός και βιογράφος Πλούταρχος, μνημονεύεσθαι και κρατείσθαι.
Πόσο σημαντική είναι η παρατήρηση αυτή !
Υπάρχει άλλος τρόπος να ξορκίσουμε τον Θάνατο;
Άλλη μέθοδος να ρασεύσουμε την αντίπερα όχθη χωρίς να παγιδευτούν οι ψυχές μας στα πυκνόφυλλα κλαδιά της λήθης;
Όχι θα απαντούσαμε μάλλον αβίαστα.
Η Τέχνη είναι η μόνη «καθαρή μεταφυσική».
Η μόνη άνωσης του βίου.
Το αγλαόκαρπο δέντρο από το οποίο «θηλάζουν», καρπίζονται οι ζωντανοί.
Το ευσκιόφυλλον ξύλο υφ ου σκέπονται οι κεκοιμημένοι.
Είναι το διάσωσμα του Κόσμου.
Οι σκέψεις αυτές έρχονται στον νου, καθώς διαβάζουμε το ενδιαφέρον βιβλίο του δικηγόρου και συγγραφέα «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» Βασίλη Γκουρογιάννη.
Το βιβλίο αποτελείται από δεκαέξι ξευρισμένα μικρά διηγήματα. Συνοδευόμενα από ένα καταλυτικό κείμενο με τίτλο «Σκέψεις-Οδηγός», ένα είδος Commonitorium προς τους αναγνώστες, που αναιρεί την αυθεντική μυθοπλασία των δανεισμένων διηγήσεων, σχηματίζοντας μια νέα- στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει τον αρχιτεκτονικό του σχεδιασμό, τον τρόπο με τον οποίον ενσωματώνει τις λαϊκές διηγήσεις στο σύνολο έργο του, και τι, θέλησε να αποφύγει, αναπλάθοντας καινούργιες. Οι μισές από τις διηγήσεις όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει σελίδα 77 ανήκουν στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο γλωσσολόγος Αντώνης Δ. Μπουσμπούκης, «Αυθεντικές ιστορίες παραφυσικών φαινομένων από την Πίνδο».
Θα πρόσθετα, ότι στην έκδοση αυτή που εγώ γνωρίζω και έχω διαβάσει, Αθήνα 1983, με την παραψυχολογική ερμηνεία μετά το τέλος της κάθε αφήγησης, από τον εσωτεριστή Γιάννη Τσάτσαρη, υπάρχουν οι ολιγόλογες αυτές αφηγήσεις που αναφέρει ο συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης.
Ο Γκουρογιάννης όμως στην νέα αυτή «αναδημοσίευση», τις τροποποιεί γλωσσικά, παραλείπει σκόπιμα ίσως ορισμένες γραμμές του τέλους της ιστορίας, και τους μεταλλάσσει τον τίτλο. Όπως παραδείγματος χάριν «ο χορός των πνευμάτων» σελίδα 48 του Λαογραφικού βιβλίου, μετατρέπεται σε «Χθόνια Μουσική» σελίδα 37 στο βιβλίο του. Επίσης, η ιστορία της «δαιμονισμένης» μάλλον από αβλεψία αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο, ενώ ανήκει στον Γιώργο Νάκη 45 ετών γεωργοκτηνοτρόφο, όπως και αυτή που προηγείται.
Οι μικρές διηγήσεις, καθώς και εκείνες που κατασκεύασε ο ίδιος ο Γιαννιτσιώτης συγγραφέας, είναι σύντομες, λακωνικές, με ύφος λυρικό, περιγραφές της λαϊκής ψυχής-των παλαιών ανθρώπων όπως θα έγραφε ο Κυρ Φώτης Κόντογλου.
Μιας τρυφερής και φοβισμένης ψυχής που βρίθει από αερικά, θρύλους, νεραΐδες, ξωτικά, αγίους, στοιχειά, οπτασίες, ονειροφαντασίες, θρησκευτικές μεταφυσικές δοξασίες, όπως και γενικά ο χώρος της υπαίθρου μέσα στον οποίον κινείται, ζει, γεννάει, διασκεδάζει, πανηγυρίζει, και πεθαίνει ο λαϊκός άνθρωπος. Κάτι που μόνο ως ανάμνηση πλέον συμβαίνει στον άνθρωπο της πόλης και των μεγάλων αστικών κέντρων, ή παραμένει σε νάρκη στους ανθρώπους που έφυγαν από τα χωριά τους και εγκαταστάθηκαν στην πόλη.
Η πρωτοτυπία του συγγραφέα έγκειται στο ότι δεν αρκείται μόνο να καταγράφει τις αντιλογικές-έξω-λογικές αυτές διηγήσεις. Αλλά, τις εμπλουτίζει και με έναν σχολιασμό-που δεν άπτεται του χώρου της επίσημης επιστήμης της Λαογραφίας, ούτε άλλης συγγενούς επιστήμης-έντονα ποιητικό που κατορθώνει να οδηγήσει το φαινόμενο της δημιουργημένης γλώσσας, σε συνάντηση με την συμβολική παράσταση των υπερ-λογων λαϊκών δοξασιών. Οικοδομείται με τον τρόπο αυτόν μια γραφή που αποφεύγει τα λεκτικά παιχνίδια, τις αλχημείες του πνεύματος και αφήνεται με νοσταλγία σε έναν αναδρομικό καρδιακό λόγο. Αφού, οι διάφοροι θρύλοι του παρελθόντος, αποτελούν την κατεξοχήν καρδιακή ερμηνεία του Κόσμου. Οι κρυφές μας επιθυμίες που μη πραγματοποιούμενες γίνονται φαντάσματα και σκιές που μας τρομάζουν. Οι θρύλοι αυτοί και οι δοξασίες είναι η πρώτη αφή της ψυχής με τον γύρω χώρο. Όπου  η Φύσις αποτελεί την αγκαλιά του καθόλου, είναι τα πάντα όσα μπορούν να κατανοηθούν αλλά, και η υπέρβασή τους.
Μια υπερβατική κληρονομιά της μνήμης των ατόμων της υπαίθρου, που με μανία προσπαθούν να ξεχάσουν και να ξεγράψουν οι «εν βορβόρω κείμενοι» κάτοικοι του άστεος.
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης εύστοχα αντανακλά στις λαϊκές διηγήσεις τους δικούς του όλο συγκίνηση φιλοσοφικούς στοχασμούς. Κατορθώνει να συνενώσει όχι μόνο το παρελθόν με τον παρόν, αλλά και τη ζωή με την τέχνη. Από τις ιδιαίτερες στιγμές τους που αφηγούνται οι λαϊκοί άνθρωποι μέσω της επανεγγραφής και συμπληρωματικών σχολιασμών τους από τον συγγραφέα, δημιουργείται μια ενιαία υποκειμενική μνήμη. Με σταθερές προσβάσεις, ως τις μνήμες εκείνες των ατόμων, που έχουν την δυνατότητα να συμβιώνουν με τις διάφορες οπτασίες και τα στοιχειά, που αντικρίζουν ή φαντάζονται ότι αντικρίζουν, σαν να συνομιλούσαν με πρόσωπα του πιο οικείου περιβάλλοντός των.
Έτσι η ανάστροφη κίνηση του χρόνου μέσα στη διήγηση προσφέρει την αφετηριακή προτεραιότητα, όχι τόσο στη διάψευση ή τη ν επαλήθευση των γεγονότων, όσο στην συμπαρουσίασή τους με τους ατομικούς οραματισμούς και πειραματισμούς του συγγραφέα. Και, αυτό, γίνεται φανερό από τις έμμεσες υποδείξεις που κάνει στο τελευταίο κεφάλαιο στον εαυτό του, για το τι θα πρέπει να αποφύγει γράφοντας τα διηγήματα αυτά. Ποιες ισορροπίες του είναι απαραίτητες ώστε να μην καταφύγει σε μια «θανατολαγνεία», αλλά και να «αποναρκοθετήσει» την παρα-φυσική ένταση της ατμόσφαιρας των κειμένων. Όπως επίσης και στον αναγνώστη, για να του επισημάνει την ενοποιό ερμηνευτική δύναμη όλων αυτών των φαινομένων από τον συγγραφέα.
Μια ερμηνευτική προσέγγιση που μας βοηθά να «σπουδάζουμε τις πληγές μας» σελίδα 46. Αλλά, και προχωρώντας ακόμα παρά πέρα σημειώνει.
«Κατά τα λοιπά ο θάνατος είναι σημαντικό κεφάλαιο αισθητικής» σελίδα 26.
Τονίζοντας έτσι την παρεκβατική στον ανεικόνιστο δρόμο του θανάτου προσπάθεια της Τέχνης.
Μια και η Τέχνη, είναι η το σκότος λύσσασα και τους ζοφώδεις δαίμονας της λήθης ολοτελώς εκμειώσασα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Η Φωνή του Πειραιώς», αριθμός 13721/ 11/11/1991.

Πειραιάς 20 Αυγούστου 2013.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου