Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Αλέξανδρος Παναγούλης

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Παπαζήση χ χ. σελ. 158, δραχμές 120
Η ΖΩΗ ΜΑΣ
Η μνήμη πόνος
Θάνατος η λησμονιά
Ένας αγέρας η ζωή
Αγέρας που φέρνει στ’ αυτιά μας
φωνές φίλων που πέθαναν
Αγέρας που μας συντροφεύει
και κάθε στιγμή
μας θυμίζει τους όρκους
Τους όρκους και το Σκοπό
Μεσ’ στον αγέρα η θύμηση
αγέρας η ζωή
Κι’ η ζωή μας
μέσα στο Πόνο
κοντά στο Θάνατο  
    Χρόνια χελιδόνια που περάσατε, αυτή είναι η σύγχρονη Ελλάδα που μου τάξατε; Έτσι μου έρχεται πλέον στον νου, μετά από τόσες δεκαετίες, ένας στίχος που τραγουδούσε η Χαρούλα παλαιότερα. Παραλλαγμένος και τσακισμένος, ρακένδυτος και επαίτης, αλλά αληθινός. Για μια σημερινή πατρίδα χωρίς πολιτικά ψιμύθια, δίχως δημοκρατικά χαϊμαλιά ενδόξου παρελθόντος, χωρίς καμία πλέον ελπίδα οικονομικής ανάτασης και καλυτέρευσης ποιότητας βίου, χωρίς ιδεολογικές σκιές εντεύθεν κακείθεν να σκιάζουν τις νεανικές σημερινές συνειδήσεις, όπως κάποτε σκίαζαν τις δικές μας γενιές, των νέων εφήβων, στα μετά την μεταπολίτευση ανοιξιάτικα πολιτικά εφηβικά μας χρόνια. Η Ζωή περνά και χάνεται μαζί με τις χιλιάδες αναμνήσεις που καθένας προσωπικά και αμετάκλητα κουβαλά μέσα του, μαζί με τις εμπειρίες που φυλάσσει στα μικρά εικονοστάσια της συνείδησής του, σιμά με τα σωματικά ερωτικά πεταρίσματα της νιότης, τις πολύχρωμες πεταλούδες αγάπης σχέσεων που τον μύρωσαν, πριν τις ταριχεύσουν οι σκληρές συνήθειες του βίου που ακολούθησε. Εικόνες, οσμές, ακούσματα, αφές, αφουγκράσματα, όνειρα, ιδέες, οράματα, παιχνίδια, διαβάσματα, ηδονές, διαψεύσεις, εξάρσεις πόθων, προδοσίες, ιδρώτες δουλειάς, πάθη ζωής, παραστάσεις, ταξίδια, μνήμες, εφιάλτες, θάνατοι, αρρώστιες, αδιέξοδα…, ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι εμπειριών, που παγιδεύουν την ζωή του καθενός μας στα μετέπειτα της νιότης, κατηφορικά και κακοτράχαλα χρόνια της ζωής του. Ο Χρόνος αδιάφορος μας παρατηρεί, κρατώντας το ειλητάριο του, και μειδιά και καγχάζει με τις πρόσκαιρες ελπίδες μας, μα τα φρούδα οράματα αιωνιότητας που αγωνιζόμαστε να οικοδομήσουμε, γνωρίζοντας από ανέκαθεν, το άδοξο ή ιστορικά δοξασμένο τέλος της κάθε προσπάθειας, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ
Της Ελεύθερης Σκέψης η φωνή
σε χρησμολόγα χείλη ανεβαίνει
σ’ ολόκληρο τον κόσμο αντηχεί
της Λευτεριάς Ανάσταση σημαίνει
Της Δράσης πάντα προπομπός
τα σίδερα της φυλακής διαβαίνει
Θούριο την κάνει ο Λαός
και σκλάβους ανασταίνει   
    Μια αβάσταχτη μελαγχολία πλημμύρισε την ψυχή μου, καθώς διαβάζω ξανά «Τα Ποιήματα» του αντιστασιακού και αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη, αυτού του primus inter pares των ωραίων ελλήνων εκείνης της εποχής. Ελλήνων της γενιάς της χούντας και του πολυτεχνείου, που σημάδεψαν με τα ηρωικά πολιτικά κατορθώματά τους και τα αγωνιστικά τους ανδραγαθήματα, εμάς τις νεότερες γενιές της μετά την δικτατορία των συνταγματαρχών περιόδου. Θυμάμαι ακόμα το μεγάλο πλήθος και πάθος στην κηδεία του, το νεανικό μας προσκύνημα στο κιβούρι του, τα άλικα κόκκινα γαρύφαλλα που αφήσαμε στο φέρετρό του, τα επαναστατικά συνθήματα και τις πολιτικές μας γροθιές που υψώναμε καθώς ακολουθούσαμε μαζί με το τεράστιο ανθρώπινο οργισμένο ποτάμι την κηδεία του, φωνάζοντας, «Ο Παναγούλης Ζει».       Έφυγε τόσο νέος, γεννήθηκε στην Γλυφάδα στις 2 Ιουλίου του 1939, και σκοτώθηκε κάτω από μυστηριώδης συνθήκες, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την Πρωτομαγιά του 1976. «Μέρα μαγιού μου μίσεψες μέρα μαγιού σε χάνω». Κανείς μας δε πίστεψε ότι ήταν αυτοκινητιστικό δυστύχημα, πιστεύαμε ή θέλαμε να πιστεύουμε, ότι ήταν έμμεση σκοτεινή δολοφονία του τότε καθεστώτος, του συστήματος, για να μην αποκαλύψει τα ονόματα των βασανιστών και των συνεργατών της χούντας. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής για πολλούς μήνες, και χρόνια αργότερα, ασχολούνταν με τα αίτια του θανάτου του. Τυχαίο περιστατικό ή όχι, η ζωή αυτού του υπέροχου έλληνος ανδρός, πολιτικού και ποιητή μιας άλλης εποχής, χάθηκε τόσο σύντομα και απροσδόκητα. Θυμάμαι τις ομιλίες του στην Δίκη των χουντικών, που παρακολουθούσαμε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τότε, τις αγορεύσεις του εναντίον των βασανιστών του, και την επιθυμία του, να μην εκτελεστούν οι πρωταίτιοι του στρατιωτικού πραξικοπήματος και ηθικοί αυτουργοί των βασανιστηρίων του. Έτρεξα αμέσως, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, να αγοράσω και  να διαβάσω απνευστί, την αυτοβιογραφία του, «Ένας Άντρας», εκδόσεις Εξάντας 1979, σε μετάφραση της Τασούλας Καραϊσκάκη, που είχε δημοσιεύσει η ιταλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Οριάνα Φαλάτσι. Η δυναμική αυτή ιταλίδα πολιτική ακτιβίστρια, που είχε υποστηρίξει ότι ήταν πολιτική η δολοφονία του συμπατριώτη της ποιητή, σκηνοθέτη, διανοούμενου και πολιτικού αρθρογράφου Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Τα χρόνια εκείνα, κυκλοφόρησε και ένας τόμος με «Τα Ποιήματα» του Αλέξανδρου Παναγούλη, από τις εκδόσεις Παπαζήση, χωρίς χρονολογία έκδοσης. Ο τόμος περιελάμβανε μια εκτενή εισαγωγή, «εισαγωγή στην πρώτη συλλογή (Το πρώτο Μπογιάτι), σελίδες 8-16. «εισαγωγή στη συλλογή «Δεύτερο Μπογιάτι»», σελίδες 16-21, του ιταλού ποιητή και σκηνοθέτη, δολοφονημένου κομμουνιστή Πιέρ Πάολο Παζολίνι σε μετάφραση Μιχάλη Πασχάλη. Επίσης, τον μονοσέλιδο πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έλληνα συγγραφέα και αντιστασιακού Βασίλη Βασιλικού, που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1970 στο Λούντ, σ.23, τον πρόλογο στην δεύτερη έκδοση και πάλι του Βασίλη Βασιλικού, που γράφτηκε το Νοέμβρη του 1971 στο Παρίσι, σ. 24-26. Και  ακολουθούσαν τα100 περίπου ποιήματα με τους εξής τίτλους:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ
Με μαρμαρόσκονη ζητάς
να φτιάξεις μάρμαρα
όμοια μ’ εκείνα που θρυμμάτιζες
κάποτε παίζοντας
--
Έγινε δύσκολ’ η ζωή
ούτε ένα Χριστό να βρούμε
δεν είναι μπορετό
ποιόν θα σταυρώσουμε;
--
Γεννήθηκα χωρίς να ξέρω το γιατί
κλαίγοντας αντίκρυσα τον κόσμο
τώρα πεθαίνω ξέροντας γιατί
χωρίς να κλαίω
--
Στην αγκαλιά της ζωής
στην αγκαλιά μιας πόρνης
μιας πόρνης π’ αγαπήσαμε
θα ξεψυχίσουμε  
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ/ΑΓΩΝΙΕΣ/YAROS GREECE ‘67/ΑΘΑΝΑΣΙΑ/ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΝΕΚΡΟΙ/ΣΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ/ΕΦΙΑΛΤΗΣ/ΠΙΣΤΗ/ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ ΧΩΡΙΣ ΡΥΘΜΟ/ΧΟΥΝΤΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ/ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ/ΑΥΡΙΟ ΦΩΣ/ ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ(όραμα)/ΛΑΣΠΗ/ΦΩΣ-ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΦΩΣ/Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ/ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΟΝΑΣ/ΧΩΡΙΣ ΜΙΣΟΣ/ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ;/Ο ΧΡΟΝΟΣ/ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ/ΧΤΥΠΑΤΕ/ΠΑΡΑΠΟΝΟ/Η ΣΠΟΡΑ/Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΨΗΛΑ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΝΑ ΤΡΑΒΑ Κ’ ΕΜΠΡΟΣ, Γκάιτε/ ΙΕΡΗ ΠΡΟΣΤΑΓΗ/ΟΙ ΦΑΤΝΕΣ/Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ/ΘΕΛΩ. Σελίδες 29 έως 58. Ακολουθεί ο Πρόλογος σελίδα 61-65, του Βασίλη Βασιλικού για τα καινούργια ποιήματα του Παναγούλη. «Η ΜΠΟΓΙΑ». Όλα τα παρακάτω ποιήματα, έντιτλα ή άτιτλα, ακολουθούνται με υποσέλιδες σημειώσεις για τον τρόπο που γράφτηκαν, το μέρος ή την τοποθεσία, την κατάσταση του φυλακισμένου ποιητή μετά την καταδίκη του σε θάνατο από το στρατιωτικό καθεστώς, και τον χρόνο που γράφτηκαν.
Η ΜΠΟΓΙΑ/ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ/Η ΣΚΙΑ/ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ/ΑΠΟΡΙΕΣ/ΞΕΣΠΑΣΜΑ/ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ/Ο ΠΑΝΙΚΟΣ/ΚΑΜΠΑΝΕΣ/ΟΙ ΖΩΕΣ/ΣΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ 40/ΘΑΡΘΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ/Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΤΑ ΓΡΑΝΑΖΙΑ/ΠΩΣ;/ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ/ΙΘΑΚΗ/ΝΑ ΘΥΜΙΣΕΙΣ/, σ. 69-88.
Ακολουθούν τα ποιήματα που ανήκουν στην ενότητα «Μεσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», που υπάρχει και σαν μότο στο εξώφυλλο. Πριν τα ποιήματα, υπάρχει το εξής άτιτλο τετράστιχο
Εμπρός και πάλι
για ένα καινούργιο ξεκίνημα
από τον ίδιο Δρόμο
για τον ίδιο Σκοπό, σ. 91
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ/ΤΑΞΙΔΙ/ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ/ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ/Η ΖΩΗ ΜΑΣ/ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ/ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΓΕΩΡΓΙΟ Β. ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ/ΥΠΟΣΧΕΣΗ/ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ/ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ/ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ/ΒΡΩΜΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ/ΚΟΙΝΟ ΤΟ ΑΙΜΑ/ΜΝΗΜΗ-ΕΠΕΤΕΙΟΣ/ΟΡΚΟΙ/ ΜΟΡΦΗ ΠΟΝΟΥ/ΣΚΛΑΒΟΙ ΚΑΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ/Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ/4 ΤΡΙΣΤΙΧΑ/ΤΗ ΒΡΗΚΑΜΕ/ΧΤΙΖΩ/ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ/ΑΤΙΤΛΟ/ΚΟΛΑΣΗΣ ΕΙΚΟΝΕΣ/ΣΚΗΝΕΣ-ΜΝΗΜΕΣ/2 ΤΡΙΣΤΙΧΑ/ΚΟΙΝΟΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΜΑΣ/ΤΟ ΓΙΑΤΙ/Ο ΗΛΙΟΣ ΚΛΑΙΕΙ/ ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ/ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ/Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ/ΠΟΝΟΣ/Η ΠΡΟΟΔΟΣ/ΙΕΡΕΩΝ ΟΡΓΗ/ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ/ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΡΑΣΗ/ΟΛΑ ΠΕΘΑΝΑΝ/ΣΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ/ΓΙΑΤΙ;/ΣΤΙΓΜΕΣ ΟΡΓΗΣ/ΜΠΡΟΣΤΑ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ/ΔΕΣ ΤΟ ΛΑΟ/ ΦΩΣ ΠΟΥΘΕΝΑ/ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ/ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ/ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ/ΑΓΕΛΕΣ/ ΟΙ ΣΠΙΘΕΣ/ΠΕΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ/ΓΙΑ ΣΕΝΑ.
ΟΙ ΣΠΙΘΕΣ
Κάθε σπίθα
υπόσχεση φωτιάς
Κι’ είναι χιλιάδες σπίθες
Κάποια απ’ αυτές
θ’ ανάψει τη φωτιά 
     Αυτοί είναι οι κεφαλαιογράμματοι τίτλοι ποιημάτων, του αγωνιστή πολιτικού και ποιητή Αλέξανδρου Παναγούλη. Εις μνήμη του, δεν θέλησα να προμηθευτώ τις κατοπινές εκδόσεις των ποιημάτων του, φύλαξα την πρώτη αυτή έκδοση των νιάτων μου.
      Όταν πρωτοδιάβασα τις ποιητικές του καταθέσεις, αμέσως σκέφτηκα την ποίηση του Θεσσαλονικιού-επίσης αγωνιστή και αντιστασιακού της Κατοχής-ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, και συμπληρωματικά, ήρθε στο νου μου η ποίηση της Ρένας Χατζιδάκη, και άλλων νεότερων ποιητών της γενιάς του Πολυτεχνείου. Τα Ποιήματα όμως του Αλέξανδρου Παναγούλη, δεν γράφτηκαν με μελάνι, δεν αποτυπώθηκαν στις λευκές σελίδες ενός τετραδίου με μολύβι φάμπερ, δεν σχεδιάστηκαν μέσα στο ηλιόλουστο δωμάτιο ενός διαμερίσματος. Δεν χαράχθηκαν μέσα στις σκοτεινές και σε θανάτου σιωπή ατμόσφαιρα μιας βιβλιοθήκης. Τα Ποιήματα του Αλέξανδρου Παναγούλη, γράφτηκαν στην κυριολεξία, με το αίμα των φλεβών του, με το αίμα που έτρεχε από τις πληγές των βασανιστηρίων του, γράφτηκαν με οδοντογλυφίδες που τις βουτούσε μέσα στις ανοιχτές φλέβες του, πάνω στο σώμα του, πάνω στο στήθος του, πάνω στα εσώρουχά του, πάνω στα ρούχα του, για να μην τα ανακαλύψουν οι βασανιστές του. Πολλά είναι ξαναγραμμένα, μεταγενέστερα από μνήμης. Ορισμένα από αυτά, γράφτηκαν αφού είχε απελευθερωθεί. Όλες όμως οι ποιητικές του συνθέσεις, έγιναν την περίοδο της απομόνωσής του, μέσα στα υγρά και στενά κελιά της απομόνωσης που τον είχαν φυλακίσει. Πολλά είναι την περίοδο 1970-1971. Είναι δύσκολο να κάνεις μια φιλολογική ανάλυση στα ποιήματα αυτά, δεν εντάσσονται στην κατηγορία της αντιστασιακής ποίησης, με την στενή έννοια του όρου, ενώ είναι ποιήματα καθαρά αντιστασιακά, είναι ταυτόχρονα η ανάγλυφη εικονοποιία ενός αντιστασιακού ευαίσθητου πολιτικού ποιητή, που φυλακίστηκε, πέρασε στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε θάνατο, και το κυριότερο, βασανίστηκε φρικτά από τους χουντικούς βασανιστές του. Ο ποιητικός λόγος για τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ήταν ένας τρόπος να επιβιώσει μέσα στο κελί της απομόνωσής του, ήταν η βαθειά και σταθερή πίστη του στην προσωπική του ελευθερία και την ελευθερία της πατρίδας του, τα ποιήματα, ήταν η συνέχεια της αντιστασιακής εκπνοής των συνεχών του αγώνων εναντίον των τυραννοκτόνων και των καταπατητών των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών του λαού του. Οι τρείς αυτές συλλογές,-οι δύο εκδόθηκαν για πρώτη φορά, μεταφρασμένες στην Ιταλία-δεν αποτυπώνουν την προσωπικότητα ενός δημιουργού, την χαρακτηρολογική ταυτότητα ενός αντιστασιακού της εποχής εκείνης, δεν μας παρουσιάζουν την εικόνα ενός αριστερού διανοούμενου επαναστάτη, που, οφείλει να συνθέσει και στίχους για να καθοδηγήσει ιδεολογικά και τους άλλους συντρόφους του. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, δεν χρειάζεται ποιητικούς επαίνους, δεν αναζητά επιβραβεύσεις των ποιητικών του καταθέσεων, δεν περιμένει φιλολογικές αναλύσεις των ποιητικών του αποτυπωμάτων, περισπούδαστες εξερευνήσεις των ποιητικών αντιστασιακών του ιχνών. Τα ποιήματα αυτά είναι η ζωή του η ίδια την περίοδο εκείνη, δεν ιχνογραφούν τις ιδέες του, δεν ερμηνεύουν τις σκέψεις των άλλων συναγωνιστών του, είναι τόσο προσωπικά, τόσο ιδιαίτερα, όπως ήταν ο αγώνας των τότε ελλήνων αντιστασιακών εναντίων της χούντας. Όσων τουλάχιστον αντιστάθηκαν στο δικτατορικό καθεστώς, και δεν συνεργάστηκαν μαζί του, ή στάθηκαν ανεκτικοί έναντι των κυβερνητικών του επιλογών. Τα ποιήματα γεννήθηκαν και απόκτησαν την δική τους ταυτότητα, από την βασανιστική επιθυμία του δημιουργού να ζήσει, να υπερβεί τον θάνατο, που τον οδηγούσαν τα βασανιστήρια των δεσμωτών του και να συνεχίσει τον αγώνα του. Να αναστηθεί μαζί με την πατρίδα του, μαζί με τον λαό του. Είτε είναι μικρής φόρμας, τρίστιχα ή τετράστιχα, πεντάστιχα ή εξάστιχα, είτε είναι μεγαλύτερες συνθέσεις, όλα τους φέρουν τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα ζωής, ήθους και πολιτικών αγώνων. Ορισμένα από αυτά είναι αφιερωμένα σε πρόσωπα του αντιστασιακού αγώνα εκείνης της εποχής. Σύμβολα ελευθερίας και αντίστασης. Τα μικρά αυτά ποιήματα, είναι οι ματωμένες χαρακιές της ζωής και των διαρκών αγώνων του της σύντομης ζωής του. Είναι ποίηση πολιτική, επειδή η ζωή του Αλέξανδρου Παναγούλη είναι βαπτισμένη στην κάθε αυτό πολιτική, την πολιτική ως πράξη, ως στάση ζωής, κάθε κόκκινη σταγόνα που κυλά στις φλέβες του, δεν είναι παρά μικρές ποιητικές αντιστασιακές στιγμές, που γράφονται με το ζωοποιό του αίμα. Γεγονότα μιας σκοτεινής εποχής που ο ποιητής έζησε σε όλο της το πτωτικό μεγαλείο,  η ατμόσφαιρά τους φωτίζεται, όχι από τις ακτίνες του ήλιου, αλλά, από το ανέσπερο φως των αγώνων του, που αναβλύζει από τις αρτηρίες του και ρέει γαλήνια πάνω στα μικρά κομμάτια χαρτιού από πακέτα τσιγάρων, ή σε παλαιά ρούχα που είναι ενδεδυμένος. Μια λυρική καθαρότητα διακρίνει τους στίχους, δίνοντάς τους την απαραίτητη πλαστικότητα, νοηματική ευλυγισία, την ανάσα εκείνη, που τα αποκαθηλώνει από την ξερή και στεγνή προσανατολισμένη  ματιά μιας πολιτικής ποίησης. Η σύνταξη των ποιητικών αυτών συνθέσεων, συνθέσεων χωρίς στίξεις, είναι παρατακτική, πράγμα που μας φανερώνει και τους ουσιαστικούς στόχους του δημιουργού, που δεν είναι άλλοι, από τον αγώνα της ίδιας της ζωής συνεχώς να επιβιώσει σε δύσκολες στιγμές, να επικρατήσει του θανάτου, των ιστορικών αντιξοοτήτων που την αντιμάχονται. Οι λέξεις είναι απλές, καθημερινές, έχουν τον δικό τους ρυθμό, τον ατομικό τους η καθεμιά χρωματισμό, ορισμένες φορές είναι κοινόχρηστες, ποτέ όμως δεν κουράζουν τον αναγνώστη, ποτέ δεν δυσκολεύουν τον υποψιασμένο περί τα ποιητικά πράγματα, δεν έχουν ίχνος σκοτεινότητας, ούτε ενδύονται πολυτελείς φορεσιές, που ερανίζονται από όλο το φάσμα της ελληνικής γλωσσικής περιπέτειας της ελληνικής παράδοσης. Είναι μια δημοτική των καθημερινών ελλήνων, έτσι όπως συνηθίζεται αβίαστα να μιλούν οι άνθρωποι του λαού. Το ύφος είναι σχεδόν πανομοιότυπο στα περισσότερα ποιήματα, χωρίς όμως αυτό να φτωχαίνει την συνολική εικόνα των ποιητικών καταθέσεων. Η εικονοποιία του περιστρέφεται γύρω από τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα και διαδραματιζόμενα εκείνης της εποχής. Υπάρχουν στιγμές, που ο λόγος του ποιητή, παύει να είναι πολιτικός και γίνεται οντολογικότερος, προσπαθεί να βυθιστεί σε βαθειά νερά υπαρξιακής αγωνίας, αλλά σύντομα επανέρχεται στον αρχικό και τελικό του στόχο, που δεν είναι άλλος από την φρικτή αλήθεια των στιγμών που βιώνει ο δημιουργός, κατά την διάρκεια της φυλάκισής του, και ότι έχει κρατήσει η μνήμη του από την περίοδο εκείνη. Τα μικρά αυτά ποιήματα, είναι αιμάσουσες στιγμές μιας αγωνιστικής πορείας ενός ελεύθερου ανθρώπου, ενός ζωντανού πολιτικού οργανισμού, χωρίς προσωπεία αγωνιστή πολιτικού, που παλεύει πρωτίστως με το ίδιο του το σώμα και τις πληγές που του αφήνουν τα φριχτά βασανιστήρια, παλεύει να το κρατήσει στη ζωή, στηρίζεται στην ίδια του την σάρκα, που οι πόροι της αναβρύζουν ελπίδα λευτεριάς, αγώνες νίκης και απαλλαγής από την σκλαβιά. Ο ποιητικός αυτός λόγος, μορφοποιεί αγωνιστικές συνειδήσεις, συνεγείρει πατριωτικά αισθήματα, αναδεικνύει ηρωικά κατορθώματα, δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον, για να φυτρώσει η ιδέα της Ελευθερίας, για
 Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί
Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν
πάλης βοή
για νάβρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί
 Είναι το λίπασμα ελευθερίας που μας άφησε πίσω του ο Αλέξανδρος Παναγούλης, όταν συνειδητά και με πάθος, πρόσφερε την ίδια του τη ζωή, για να ζήσει ο λαός μας ελεύθερος και περήφανος στην ίδια του την πατρίδα. Τα ποιήματα, είναι το αντικαθρέφτισμα των αγωνιστικών του πράξεων, είναι η άλλη δίοδος διδαχής των πολιτικών και κοινωνικών του οραμάτων. Βασανισμένο σώμα και αιματοστάλαχτη ποιητική γραφή είναι ένα και το αυτό. Ολοκληρώνουν τον αγωνιστικό σχεδιασμό των προσωπικών του οραμάτων. Ο λόγος δεν είναι ρητορικός, δεν είναι στοχαστικός, δεν είναι λόγος περί αισθητικής αρμονίας μέσα στην σύνθεση, δεν είναι λόγος περί της σωματικής αγωνίας μάλλον, αλλά λόγος, περί της σωματικής εμπειρίας του ποιητή αγωνιστή. Είναι το όργανο συνέχισης της προσωπικής του αγωνιστικής ελευθερίας και αντίστασης με άλλον τρόπο. Γνωρίζει όμως, ότι διέξοδος και αιτία μέσα στον επερχόμενο χρόνο, είναι η γλώσσα.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Γλώσσα ανήμπορη το βάρος να σηκώσεις
τη σκέψη βάζοντας στο δρόμο της λαλιάς
γλώσσα ανίκανη ζωντάνεμα να δώσεις
στους πόθους μιας ολόκληρης γενιάς
Μόνο εσύ θα είσαι η αιτία
της σκέψης η φουρτούνα σα χαθεί,
χωρίς από δική σου αδυναμία
έστω λίγος αφρός να κρατηθεί
Και πάλι εσύ θα είσαι η αιτία
ο πόνος που περνάμε αν ξεχαστεί,
κρυμμένη αν θα μείνει η αδικία
στου χρόνου τις πτυχές όταν ταχθεί  
 Γιαυτό και οι συνθέσεις του είναι μικρές, συγκροτούν συμπυκνωμένους πυρήνες ποιητικής ελπιδοφόρας αντίστασης, έρχονται σαν συνέχεια του βίου του. Ο Παναγούλης χρησιμοποιεί ελάχιστα σύμβολα, και αυτά που χρησιμοποιεί, τα μεταπλάθει σε διδαχές αλήθειας, ωριμότητας και διαρκούς αγώνα. Μορφοποιεί καταστάσεις και μας τις δίνει, όχι με σκοπό να τον ανταμείψουμε, αλλά με σκοπό να τον ακολουθήσουμε, θεωρεί υποχρέωσή του να μας μιλήσει για τις δραματικές στιγμές του βίου του, όχι σε παρελθόντα χρόνο, σαν μια πικρή μελαγχολική ανάμνηση, αλλά στο ενεστώτα χρόνο που του συμβαίνουν τα γεγονότα, που διαδραματίζονται οι αντίξοες συνθήκες για εκατομμύρια έλληνες, εξόριστους, φυλακισμένους, κυνηγημένους. Σήμερα του συμβαίνουν αυτά. Κάτι σαν τα τροπάρια της μεγάλης εβδομάδος, που τελούνται κάθε φορά Σήμερα. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης σαρκάζει τους διώχτες του, φτύνει κατά πρόσωπο τους βασανιστές του, λοιδορεί τους φύλακές του, αγνοεί την βοήθεια που χρειάζεται το ίδιο του το κορμί, καθώς το βασανίζουν και το ταλαιπωρούν. Εκείνος στέκεται όρθιος, ευθυτενής, ρωμαλέος, δυνατός, οραματιστής, μεταμορφωτής ενός κόσμου που ελπίζει να ζήσει αυτός και οι σύντροφοί του. Ανεξίκακος, ελεήμων, φιλεύσπλαχνος, όπως μας φανέρωσε η στάση του στην Δίκη των βασανιστών. Δεν ζητά παράσημα, δεν θέλει δάφνες, ο Παναγούλης δεν θέλει να μετατραπεί σε ένα ακόμα επαναστατικό σουβενίρ που θα πουλούν οι μετέπειτα έμποροι δήθεν αντιστασιακοί επαναστάτες των ιδεολογικών χωματερών, δεν θα δούμε το πρόσωπό του να κυματίζει πάνω σε κόκκινες αγωνιστικές σημαίες, μιας χαμένης επανάστασης, δεν θα ανταλλάξει τον ατομικό του αγώνα και θυσία, για να κερδίσει μια θέση εξουσίας σε κυβερνητικά έδρανα, δεν θα προλάβει να πάρει σύνταξη αντιστασιακού, ούτε θα εκμεταλλευτεί τον σταυρό που σήκωσε στα δύσκολα εκείνα χρόνια για να φτιάξει την κατοπινή του πολιτική ή κοινωνική αγιογραφία. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης σαν ελεύθερος πολίτης, δεν περιμένει να μπει στο πάνθεο της ιστορίας, είναι ένας μποέμ της ιστορίας. Ο ποιητής Παναγούλης σαν σκεπτόμενο άτομο, που δεν θα τον συναντήσουμε σε ποιητικές ανθολογίες, το όνομά του δεν θα τυπωθεί στις επίσημες σελίδες της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, δεν θα απασχολήσει τους διανοούμενους γραφιάδες ερμηνευτές των αγωνιστικών συμβάντων επί χάρτου, υπήρξε ένας πραγματικός Ποιητής, γιατί το μελάνι που χρησιμοποίησε για να γράψει τους στίχους του, είναι το ίδιο του το αγωνιστικό αίμα. Είναι ένας αντιήρωας-ήρωας, που μας δίδαξε με την ατομική του στάση, τι σημαίνει αληθινός αγώνας, τι προσωπική θυσία για την ελευθερία, τι στάση οφείλει να κρατά ο καθένας μας απέναντι σε καθεστώτα που επιβουλεύονται και καταπατούν τις ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες όλων μας. Δεν είναι τυχαίο, ότι και μετά την παρέλευση τόσων ετών από την κατάρρευση της δικτατορίας, οι συνεργάτες της χούντας, οι θιασώτες του στρατιωτικού καθεστώτος, οι σκληροπυρηνικοί των ακραίων στρατιωτικών επιλογών, όταν μιλάν για αντίσταση εναντίον στο τότε καθεστώς που υποστήριζαν, σταθερά αναφέρουν σαν γνήσιο και αληθινό αντιστασιακό τον ποιητή Αλέξανδρο Παναγούλη.
    Και αυτό θα μείνει στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων γενεών από εκείνη την σκοτεινή και φαύλη περίοδο. Ο Αγώνας για προσωπική και πανανθρώπινη ελευθερία του Ποιητή Παναγούλη, να συνεχίσει το Σολωμικό Χρέος, και η ποιητική του συλλογή, που χαράχθηκε πάνω στις ψυχές των μελλοντικών αναγνωστών του με το κοχλάζον μυροφόρο αίμα του.
Μη κλαίς για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς
μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο μαραίνεται σου λέω
να το ποτίσεις.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Δευτέρα 2 Μαΐου 2016
Πειραιάς, 2 Μαΐου 2016
ΥΓ. ένα φιλικό τηλεφώνημα από τον ομότιμο καθηγητή πανεπιστημίου και πολυγραφότατο κύριο Μιχάλη Μερακλή, με λύπησε σαν Πειραιώτη, μια και μου ανακοίνωσε, τον θάνατο του Πειραιώτη ποιητή, δοκιμιογράφου, κριτικού, συγγραφέα Ευάγγελου Μόσχου. Ένα ακόμα παιδί της πειραϊκής γης, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι.                                 


                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου