Κυριακή 8 Μαΐου 2016

ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

Ερρίκος Μπελιές (1950-2016)
    Πάντοτε όταν άκουγα το όνομα του ποιητή και μεταφραστή Ερρίκου Μπελιέ με έπιανε μια αβάσταχτη μελαγχολία, ιδιαίτερα μετά το 1989. Όσες φορές τύχαινε να συναντηθούμε, συζητούσαμε για τον αγαπημένο κοινό μας φίλο από την Χαλκίδα, που έφυγε τόσο νωρίς από κοντά μας. Θυμάμαι ο Ερρίκος όταν τον γνώρισα, μέσω του κοινού μας αυτού φίλου, μου είπε: «Γιωργάκη, τι να σου αφιερώσω εγώ στις ποιητικές μου συλλογές, οι αφιερώσεις προς εσένα του αγαπημένου μας Στέλιου, λένε τα πάντα». Και πράγματι, όταν ο άλλος σου γράφει «Στον Γιώργο που λατρεύω το σώμα του και την ψυχή του» κατ’ εξακολούθηση, τι να ζητήσεις να σου αφιερώσει ο ποιητής, εν έτη 1983. Την περίοδο εκείνη, που το σώμα μου κόχλαζε και το αίμα μου έβραζε ηδονικά, δεν είχα δώσει και μεγάλη σημασία στον ποιητή και φιλόλογο Ερρίκο Μπελιέ, για να πω και την μαύρη μου αλήθεια, τα ποιήματά του κάπως μου ξένιζαν, κάτι δεν μου πήγαινε καλά με τον ποιητικό του ακανθώδη λόγο, έναν ποιητικό λόγο του παραλόγου, που θύμιζε τις σπασμένες εκφράσεις του θεατρικού λόγου του Σάμιουελ Μπέκετ, αντίθετα, όταν μιλούσαμε ή τον άκουγα συνήθως να μας μιλά για τους αγαπημένους του θεατρικούς συγγραφείς, μαγευόμουνα. Είχαμε παρακολουθήσει ορισμένες θεατρικές παραστάσεις μαζί-όλη η τότε κουλτουριάρικη τρελοπαρέα-που υπήρξε μια καλλιεργημένη κοινωνικά και μορφωμένη ουσιαστικά φιλική συντροφιά, που ο μικρότερος ηλικιακά ήμουν εγώ, και ακούγαμε τον Ερρίκο Μπελιέ να μας αναλύει τις Σαιξπηρικές τραγωδίες, ή να μας μιλά για το έργο του Τέννεση Ουίλλιαμς, ήταν μαγευτικός με αυτήν την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του και την ευαισθησία του, που αποτυπώνεται και στον ποιητικό του λόγο. Αργότερα, άρχισα να διαβάζω τις μεταφράσεις του, που πραγματικά ήταν ένας εργασιακός θεατρικός άθλος. Ο Ερρίκος Μπελιές, μετά την μεταφραστική μας γνωριμία με το σύνολο έργο του ελισαβετιανού δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, από τον ποιητή και συγγραφέα Βασίλη Ρώτα και της συντρόφου του Βούλας Δαμιανάκου, επεχείρησε μια δική του μεταφραστική προσπάθεια, η οποία στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία. Οι θεατρικές μεταφράσεις του Μπελιέ είναι πολύ σύγχρονες, δεν έχουν την κάπως «παλαιάς εποχής» φιλολογική βαρύτητα που έχουν αυτές των Ρώτα-Δαμιανάκου, ή του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, ή των αξιοσημείωτων άλλα ίσως-κατά την γνώμη μου,-πιο γλωσσικά σχεδιασμένων του ποιητή και συγγραφέα Τάσου Ρούσσου, ή του Νίκου Χατζόπουλου, (δεν αναφέρομαι στα γνωστά μας Σαιξπηρικά «Σονέτα» ή «Ποιήματα», που έχουν αποδοθεί από έλληνες ποιητές θαυμάσια όπως είναι οι μεταφράσεις του Στυλιανού Αλεξίου, ή του δοκιμιογράφου και ποιητή Διονύση Καψάλη, ή την πιο ρηματική της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη, που στις μέρες μας, απομακρύνθηκαν από τις παλαιές εντονότερα έμμετρες μεταφραστικές προσπάθειες των παλαιότερων γενεών που μας είναι γνωστές, αλλά και ενός συγχρόνου μας του Θεόδουλου Μ. Πανταζή, για να μείνω ενδεικτικά σε ορισμένα ονόματα, που κυκλοφορούν αυτοτελώς οι εργασίες τους), ο λόγος του Μπελιέ, χωρίς να σημαίνει κάτι το αρνητικό η επισήμανση αυτή, είναι περισσότερο σκηνικά κινηματογραφικός, φωτογραφίζει τα Σαιξπηρικά θεατρικά περιστατικά και τις εικόνες, με το φακό ενός κινηματογραφιστή που σχεδιάζει να γυρίσει ταινία το Σαιξπηρικό έργο. Είναι ένας λόγος που ρέει αβίαστα, που εναλλάσσονται οι εικόνες με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, χωρίς μεγάλες νοηματικές εντάσεις, δίχως να σκοτεινιάζει την θεατρική σαιξπηρική ατμόσφαιρα το προσωπικό του γλωσσικό ύφος, είναι λόγος εύπεπτος, λαγαρός χωρίς να πλατειάζει καθώς ξετυλίγει τις μικρές ιστορίες που συμπλέκονται αρμονικά μέσα στο έργο του Σαίξπηρ, κάπως στρογγυλεμένος όσον αφορά τις μεταφυσικές πτυχώσεις του συγγραφέα, υφολογικά στρωτός, με λέξεις σύγχρονές μας, καθημερινές, χωρίς καμπανιστές ομοιοκαταληξίες, που υιοθετούνται και γίνονται κατανοητές από το πλατύ κοινό, το μη μυημένο στα Σαιξπηρικά μεγάλα κοινωνικά, ιστορικά και οντολογικά θέματα, το σύγχρονο κοινό της εποχής μας που έχει συνηθίσει να κινείται πάνω στις ράγες των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μεταφορών των μεγάλων κλασικών και διαχρονικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας και θεατρικής δραματουργίας. Θέλω να πω ότι, διαφορετικά μετέφερε στην μεγάλη οθόνη παλιότερα ο αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός Όρσον Ουέλλς τις Σαιξπηρικές τραγωδίες, και διαφορετικά τις απολαύσαμε και τις χαρήκαμε από τους διάφορους σκηνοθέτες της γνωστής σειράς της αγγλικής τηλεόρασης του ΒΒC, με τον Τζον Γκίλγκουντ, τον Ντέρεκ Τζάκομπι και άλλους σπουδαίους ηθοποιούς του αγγλικού βασιλικού θεάτρου στην γνωστή μας σειρά William Shakespeare Collection. Μια σειρά, που την μεταφραστική επιμέλεια και φροντίδα, είχε ο Ερρίκος Μπελιές. Και συμπληρωματικά να προσθέσουμε, και την πολύ μοντέρνα κινηματογραφική μεταφορά του «Richard III» από τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λόνκρέϊν, με τους Ίαν Μακ Κέλεν, Μάγκι Σμιθ, Κριστιν Σκοτ Τόμας, Άνετ Μπενινγκ, και άλλους σπουδαίους ερμηνευτές. Αυτά τα αναφέρω για να σημειώσω ότι ο ποιητής Ερρίκος Μπελιές ως μεταφραστής, δεν ήταν άγευστος των σημερινών σύγχρονών του φιλοδοξιών, τόσο των ξένων όσο και των ελλήνων καλλιτεχνών των θεατρικών ανεβασμάτων και κινηματογραφικών μεταφορών των κλασικών θεατρικών και δραματουργικών έργων, και την μεγάλη απήχηση που είχε στο μεγάλο κοινό. Που ίσως, και να μην ενδιαφέρεται για τα μεγάλα ζητήματα που θέτει και διαπραγματεύεται τόσο ο Ελισαβετιανός δραματουργός, όσο και οι άλλοι σύγχρονοί μας θεατρικοί συγγραφείς που μετέφερε στα καθ’ ημάς, όπως ήταν ο Edward Albee, Arthur Miller, Harold Pinter, Tennessee Williams, Luigi Pirandello, Oscar Wilde και πολλοί άλλοι ευρωπαίοι δραματουργοί πρωτεργάτες του σύγχρονου ευρωπαϊκού δράματος. Και ίσως, να μην είναι τυχαία η μετάφραση του έργου της αμερικανίδας Marianne Mc Donald, «Ο Ευριπίδης στον Κινηματογράφο» από τον εκδοτικό οίκο του βιβλιοπωλείου της Εστίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο Μπελιέ, ήξερε σε ποιες μεταφραστικές ράγες όφειλε να βασιστεί και να περπατήσει, ώστε να κάνει τις μεταφράσεις του και μέσω αυτών τα θεατρικά κείμενα προσιτά στο μεγάλο κοινό. Γιαυτό η γλώσσα που χρησιμοποιεί στις δικές του μεταφράσεις, είναι αποβαπτισμένη θα γράφαμε, από την μεταφραστική γλώσσα των παλαιότερων. Οι ρυθμοί της είναι πιο γρήγοροι, οι εννοιολογικοί κόμβοι ξεπερνιούνται με αρκετή ευκολία, χωρίς λεκτικές τύψεις, οι γλωσσικοί χρόνοι των προτάσεων αποδίδουν το σύγχρονο νόημα των θεατρικών κειμένων αβίαστα, καθιστώντας τα επίκαιρα, απολαυστικά, επεξεργάσιμα και διευκολύνσημα για τους ηθοποιούς που θα υποδυθούν τους ρόλους και θα θελήσουν να τα ανεβάσουν. Οι ρυθμοί και οι χρόνοι της εποχής μας έχουν αλλάξει, το ίδιο και οι γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας των ανθρώπων, σε αυτό το μοντέρνο πνεύμα των ημερών μας ζώντας και εργαζόμενος ως επαγγελματίας μεταφραστής ο Ερρίκος Μπελιές, το πνεύμα και τους ρυθμούς τους τηλεοπτικούς και κινηματογραφικούς, μεταφέρει και στους μεταφραστικούς του άθλους, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα με την οποία είναι εξοικειωμένος και θιασώτης της, χωρίς να χάνει την αμεσότητα και την ποιητικότητά της. Και ακόμα ας θυμίσουμε στους παλαιότερους, ότι μέσα στον ιερό χώρο του Ηρωδείου, σε παράσταση του Αριστοφάνη, γνωστός σκηνοθέτης έβαλε τον Αριστοφανικό σύγχρονο ήρωα, να γκαζώνει πάνω στην σκηνή με το μηχανάκι του, και να κάνει βόλτες.
    Τους κανόνες και τα όρια που έθεσε ο Ερρίκος Μπελιές στον μεταφραστικό του άθλο, είχε υιοθετήσει και στον ποιητικό του λόγο. Η ποιητική του γλώσσα γενικά, διακρίνεται για την μεγάλη της σαρκαστική ευστροφία στην απεικόνιση των σύγχρονων δομών ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι άνθρωποι σπατάλησαν τα ψυχικά τους εφόδια και προγονικές παρακαταθήκες, στο όνομα ενός εύκολου πλουτισμού και μιας κοκορόμυαλης επιδειξιομανίας. Ο ποιητικός λόγος του Ερρίκου Μπελιέ περιστρέφεται σχεδόν σε όλες τους τις συλλογές, γύρω από αυτό το θέμα. Κεντρικός άξονάς του είναι η διακωμώδηση του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής, η κοινωνική του χυδαιότητα, οι κούφιες αξίες του, οι δίχως νόημα πολιτικές του επιταγές, οι εκχυδαϊσμένες ηθικές του αρχές και κοινωνικές του εκδηλώσεις, και οι καιροσκοπικές πολιτικές του συνδηλώσεις, ο ανερμάτιστος βίος των σύγχρονων αστών, που ένας διαβρωτικός σαρκασμός τους περιλούζει με λέξεις κοφτές αλλά τόσο τσουχτερές, σχεδόν αριστοφανικής προελεύσεως Αν και ορθότερα θα γράφαμε, θυμίζει τον κοινωνικό σαρκασμό του Γεωργίου Σουρή. Εικόνες σύγχρονες που συγκρούονται μεταξύ τους όπως οι ζωές των ανθρώπων, μεγάλα κοντράστ γεγονότα, που φωτίζονται με ένα πνεύμα λεπτής ειρωνείας και σπινθηροβόλου σαρκασμού. Λέξεις που υποσκάπτουν τις καθιερωμένες βεβαιότητες των σύγχρονων ανθρώπων και τους αφήνουν γυμνούς πάνω στο θεατρικό σανίδι της ζωής που οι ίδιοι με τις επιλογές τους επέλεξαν να ζήσουν. Διαβάζουμε καταλυτικές φράσεις και πολλές απροσδόκητες κρίσεις ζωής, για μια κλειστοφοβική και μικροαστική κοινωνία χυδαιόμορφη και απάνθρωπη, που υιοθετεί έναν κοινωνικό λόγο λαϊκίστικο και κούφιο για να οικοδομήσει το σαθρό της περιβάλλον, άτομα που κινούνται μέσα σε παγίδες  δοκάνων καταθλιπτικών καταστάσεων, που βιώνουν την ζωή τους χωρίς σκοπό και έρμα. Ο Ερρίκος Μπελιές, δεν αρέσκεται σε ψευδεπίγραφα διλήμματα του στυλ, «ποιος σας είναι ποιο αρεστός, ο αστός ή το καθεστώς» που θα έλεγε και ένας ποιητής, ηθοποιός και σκηνοθέτης της γενιάς του 1970, της δικής του γενιάς. Ο Μπελιέ σαρκάζει με φανερή αλλά κόσμια αδιακρισία, δεν ρίχνει το γάντι του σαβουάρ βίβρ αναμένοντας την έκβαση της ηθικής των σκοπών του μονομαχίας, απλά σηκώνει το πέπλο της υποκρισίας των αστών, και τους αφήνει να παραδέρνονται από τους ανέμους της ίδιας τους της υποκρισίας. Οι μέχρι τελικής πτώσεως εξοντωτικές του εκφράσεις αναδεικνύουν το σαρακοφαγωμένο οικοδόμημα των σύγχρονων κοινωνιών. Πολλές φορές ο λόγος του είναι αφοριστικός, ελλειπτικός, χωρίς συγγενείς αναφορές από την ποιητική περιπέτεια άλλων ομοτέχνων του της γενιάς του, άλλες φορές διακρίνουμε εκλεκτικές συγγένειες με τον λόγο θεατρικών συγγραφέων, ιδιαίτερα εκείνων του παραλόγου. Ταλαιπωρείται μέσα στον σαρκαστικό κανιβαλισμό του. Αυτοκανιβαλίζεται για να χρησιμοποιήσω μια δική του έκφραση. Όμως δεν χάνει τον στόχο του, δεν λοξοδρομεί μέσα σ’ ασύνδετες εικόνες, θρυμματισμένες φράσεις, σκόρπια νοήματα, αλλά δρα καταλυτικά σαν άγγελος χαμένου ήθους μέσα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις που αντιβάζει-και πάλι δική του η λέξη-χρώματα και φωτισμούς στις φοβισμένες μορφές των ανθρώπων. Χρησιμοποιώντας πρόσωπα και δανειζόμενος καταστάσεις από την αρχαία τραγωδία, κοινωνεί τον διαβρωτικό σκοτεινό σαρκασμό του σε όλους εμάς, με τα διακεκριμένα σώματα,-για να μνημονεύσουμε την συλλογή του, και τα κατ’ εξακολούθηση του βίου μας μαθήματα παθητικής άμυνας, γιαυτό κάθε θαύμα τρεις ημέρες/το μεγάλο σ’ έφαγε, θα γράψει στην συλλογή του φαινόμενον ως να έπλεε και μένον ακίνητον. Ποιήματα μικρής φόρμας, μικρές ρήσεις ποιητικού καθαρμού, συμπυκνωμένοι πυρήνες εξαγνισμού, καθαρτήριοι του θέματος που εικονογραφεί, γελώντας για το ίδιο του το αποτέλεσμα. Ο Ερρίκος Μπελιές, με παρρησία λόγου και ποιητική ακρίβεια μας «απελευθερώνει» από τα δεσμά των διαφόρων κοινωνικών μας συμβάσεων και προκαταλήψεις, από τις κατ’ εξακολούθηση ατομικές ή συλλογικές μας κοινωνικές πτώσεις και πελαγοδρομήματα, μας ζητά να αποδεχτούμε ειρηνικά τον ζωτικό χώρο της ζωής που μας αναλογεί, σιμά με τους νεκρούς μας, όπως κάνει στην ποιητική του συλλογή Τα εισόδια του φόβου, και με τον εξορκιστικό σαρκασμό του, και την χρήση αρκετές φορές μονόστιχων ποιητικών μονάδων, σαν αρχαία υπολείμματα κτερισμάτων, μας εισάγει στον κόσμο του παράλογου μέσα στον οποίο είμαστε όλοι καταδικασμένοι να ζήσουμε και να συνυπάρξουμε, καθώς, όταν θ’ αποτοιχίσουμε τις αγιογραφίες της ζωής μας, οι γάζες της, όπως λέει και ο ίδιος, θα είν’ ιάματα σε τραύματα πολλά.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα Κυριακή, 8 Μαΐου 2016
Πειραιάς, 8 Μαΐου 2016                                  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου