Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΜΝΗΣΙΜΟΡΟΙ

ΜΝΗΣΙΜΟΡΟΙ

     «Πως βιωτέον», ρωτούσε ο αρχαίος παππούς μας Σωκράτης τους συντοπίτες του Αθηναίους, και οι πιο πεπαιδευμένοι-όπως ο θείος Αριστοκλής-θα του απαντούσαν, με «μνήμη θανάτου». Που οικοδόμησε έναν ολόκληρο πολιτισμό μέσω της Τέχνης. Ποίηση, Φιλοσοφία, Θέατρο, Αρχιτεκτονική, Θρησκεία, Ελεγείες Μυστικών, Χαλδαϊκοί Λόγοι, Ερμητικά Κείμενα, Ορφικοί Ύμνοι, Εκκλησιαστικά Κοντάκια, Φαγιούμ, όλα μιλούν γιαυτό το «αμήχανον κάλλος ορώης εν εμοί…», που μεταμορφώνει ο Χρόνος σε Αμλετικό καύκαλο. «Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου…», ψέλνουν οι πιστοί χριστιανοί στον Αναστημένο Θεό τους, τον Χριστό, συνεχίζοντας ασυναίσθητα-ίσως-την αρχαία παμπάλαια οντολογική παράδοση των Ελλήνων, περί Προσώπου. Ο Κόσμος καταβροχθίζεται από την σκληρότητα του ανελέητου χρόνου αενάως. Η παράλογη ώθηση για ζωή του ανθρώπου δημιουργεί το σκληρό μεγαλείο της τέχνης. Αυτό το εξωτερικό προσωπείο της μνήμης του χρόνου, που γεννά το Καλό και το Ωραίο, που δημιουργεί ενστικτωδώς και ακούραστα, τα επαναλαμβανόμενα απόκρυφα νοήματα του Έρωτα. Το Κακό σαν προγονικός μύθος είναι παρών εσαεί, δεν υποχωρεί, δεν συμβιβάζεται, δεν πτοείται, συνεχώς μεταμορφώνεται, μεταλλάσσεται, μέχρι να βρει την κατάλληλη και υπέρτατη στιγμή, να οδηγήσει θριαμβευτικά την Μορφή που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει στο γενεσιουργό αιτιατό σημείο επιστροφής, στο αινιγματικό Χάος. Άραγε, μπόρεσε ο νικητής του θανάτου εκκλησιαστικός ιδεότυπος των ανθρώπινων ελπίδων και ενοχών, να ακινητοποιήσει το σταυρωμένο σώμα μας στον χρόνο; Να μυρώσει το ανθρώπινο σώμα διατηρώντας το κάλλος του αιώνιο; Ή μήπως οι Βάκχες της μνήμης θα εξακολουθούν να τρέφονται με την Διονυσιακή Σάρκα μας;
Έρμαιες ορμές του Χρόνου είμαστε, κολλώντας ένσημα-σπονδές ζωής, και όποιος προλάβει.
    Ας αφουγκραστούμε μυστικά, την ερασιθάνατη φωνή των ποιητών, και ας γευτούμε τον πεισιθάνατο ποιητικό τους λόγο, σε ένα μνημόσυνο ζωής και μνήμης των δικών μας ο καθένας κεκοιμημένων.
Στον Αντώνη
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
Σάββατο των Ψυχών. Εξουθένωση και ειρήνη.
Ελάτε όλοι οι δικοί μου, κρατήστε για κόλλυβα
τα πάθη σας
σπάστε το ρόδι
τριγυρίστε με μέ δάκρυ κατανόηση σιωπή.
Ψάχτε τα σημάδια μου
και σήμερα πλήρωσα το φόρο μου:
Τόσο αίμα
τόσο σπέρμα
τόση αγωνία
τόσοι δρόμοι
τόσα κορμιά
τόσα φιλιά
εξαγνίσθηκα
συγχωρέθηκα
άλλο δεν έχω να δώσω
μου τα πήραν όλα
είμαι έτοιμος να μεταλάβω.
                   Ανδρέας Αγγελάκης
Στην Βάσω
ΤΟ ΑΙΜΑ
Σπαράζετε, αγριόπαπιες και μαύρες φαλαρίδες,
σας ξάνοιξε ο κυνηγητής και χάρος έχει γίνει,
πεθαίνετε, να και οι στερνές του ήλιου μ’ εσάς αχτίδες,
παίρνει κι από το αίμα σας της δύσης το ρουμπίνι.
--
Κ’ εσείς, και ποιού κυνηγητή σας χτύπησαν καρτέρι,
πόθοι κι αγάπες, όνειρα κ’  ελπίδες και φροντίδες;
Κόκκινοι κι απ’ το αίμα σας το πλαγιασμένο αστέρι.
Πεθαίνετε, αγριόπαπιες και μαύρες φαλαρίδες.
                   Κωστής Παλαμάς
Στον Μπάμπη
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο
πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε
και χάνονταν εκεί που είχαμε κατέβει την τελευταία φορά.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από θάνατο,
παίζαν στην τάπια και δεν ξέραν από τύψη,
κι εγώ τους αγαπούσα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.
                   Ντίνος Χριστιανόπουλος
Στον Στέλιο
ΟΙ ΤΑΦΟΙ
Στον ίσκιο των κυπαρισσιών και μες τους τάφους
δροσισμένους με κλάμα, ειν’ ίσως του θανάτου
ο ύπνος πλιο γλυκός; Αν πλια για μένα ο ήλιος
στη γη δε θ’ ανασταίνη την ωραία τούτη την ωραία τούτη
από μύρια χορτάρια γενεά και ζώα,
κι όταν εμπρός μου με τα μάγια τους πλανήτρες
δε θα πλέκουν χορούς οι ώρες που θε νάρθουν,
κι από σε, γλυκέ φίλε, δε θ’ ακούσω το στίχο
και τη λυπητερή αρμονία που τον κυβερνά,
μήτε πλιά στην καρδιά θα μου μιλή το πνεύμα
των παρθένων Μουσών και της Αγάπης, μόνη
παρηγοριάς πνοή στην άστατη ζωή μου,
το ξαλάφρωμα θάναι του χαμού μια πέτρα,
τα κόκκαλά μου να χωρίζη από τα μύρια,
που στεριάς και πελάγου παντού σπέρνει ο Χάρος.
Πικρή ‘ναι αλήθεια, ω Πινδεμόντη! Και η Ελπίδα,
στερνή θεά, φεύγει τους τάφους, και τυλίγει
τα πάντα η Λησμονιά στη σκοτεινή της νύχτα,
και μια δύναμη δουλεύτρα τα κουράζει
μ’ άκοπο κίνημα, κι ανθρώπους και μνημεία
και τες υστερινές θωριές κι απομεινάρια
τ’ ουρανού και της γης, όλα ο Καιρός τ’ αλλάζει.
                   Ugo Foscolo
Στον Ιάκωβο
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΙΔΟΝΟΣ
Βαρυάν οδύνην έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ’ οι Αχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
--
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί-που το άφισε
και χάθηκεν ο Νόμος ήταν έτσι-
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πως το σώμα να νοιασθεί.
--
Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη
Σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τα αίματα
κλείει τές φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
--
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης-
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα είκοσιέξη-
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξαλουστόν αγώνα το βραβείον.
--
Έτσι σαν τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυό αδελφούς
τον ΄Υπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
--
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δύο αδελφοί
΄Υπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
--
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή
κ’ έπειτα έμπειροι απ’ την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
                   Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Στην Περσεφόνη
ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
Θα πεθάνω ένα σούρουπο θολό. Θάναι βράδυ
ριγηλό που θα υψώσω τη Σφίγγα μου πάνω
-σκέδιο της ψυχής μου καταπληχτικό στο σκοτάδι
ακαθόριστο, πλάνο!
--
Όπως πάντα, ένας άνεμος θα πνέει, ένα αγέρι,
κι αδιάφορη η νύχτα θα περάσει σοφράνο,
δεν θα σβήσει ο ήλιος, δε θα πέσει ένα αστέρι
που εγώ θα πεθάνω.
--
Τα καράβια θα πλέουνε. Το πουλί δε θα ξέρει
πως για πάντα ο κόσμος έχει σβήσει για μένα,
άλλη άνοιξη θάρθει, άλλος Μάης θα φέρει
πάλι ρόδα βαμμένα…
                   Γιάννης Σκαρίμπας
Στον Σταύρο
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΑΔΩΝΙΔΟΣ
Αιάζω τον Άδωνιν, απώλετο καλός Άδωνις
ώλετο καλός Άδωνις, επαιάζουσιν Έρωτες,
μηκέτι πορφυρέοις ενί φάρεσι Κύπρι κάθευδε
έγρεο, δειλαία, κυανόστολα και πλατάγησον
στήθεα και λέγε πάσιν, απώλετο καλός Άδωνις.
Αιάζω τον Άδωνιν επαιάζουσιν Έρωτες.
                   Βίων ο Σμυρναίος
Στον Κίμωνα
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
Ξαφνικά διαπιστώνεις πως απόμεινες μόνος
Απαριθμείς τους φίλους σου πόσοι πέθαναν
Πόσοι αποτραβηγμένοι στα σπίτια τους άλλοι
Χαμένοι στην καθημερινή τύρβη πιασμένοι
Στη μέγγενη σηκώνουν τα χέρια νιώθεις πιά
Την ανάγκη να ξαναπροσφύγεις στην ποίηση
Που απαρνήθηκες πριν τόσα χρόνια να σε δονήσει
Πάλι το γνώριμο σπαρτάρισμα των λέξεων μέσα
Στο αίμα σου πριν ξεχυθούν για το παιχνίδι
Των συναρμολογήσεων τώρα που βρίσκεσαι
Πάνω κι έξω απ’ τα πάθη τώρα που οι πόλεις
Γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο απάνθρωπες
Άγρια θηρία κυκλοφορούν στους δρόμους ο αέρας
Σάπιος τρέχεις κυνηγημένος για το σπίτι
Εκεί κλείνεις πόρτες κλείνεις παράθυρα κλείνεις
Τ’ αυτιά σου και το στόμα σου φοράς την προβιά
Και στρώνεσαι όλη τη νύχτα στο παιχνίδι της μνήμης.
                   Κλείτος Κύρου
Στον Βασίλη
ΨΥΧΟΦΙΛΗΜΑ
Χρυσοάρμενα ονείρατ’ αργοπλένε
Στα πέλαγα του πόθου οι φαντασίες
Και κατά κει αρμενίζουν, όπου επήες,
Όπου τα μάτια σου, άστρα, γελοκλάινε,
--
Όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
Κρίνε της ομορφιάς, κ’ οι μελωδίες
Των τραγουδιών μου σμίγουν τες μαγείες
Που μες τ’ αγνά σου χείλη σιγοπνένε.-
--
Χάρου, καρδιά μου θλιβερή, και αγάλλου!
Πέρασε η μαύρη νύχτα κ’ η άγρια μπόρα
Άνθι και συ μικρό μεσ’ ς του μεγάλου
--
Κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα.
Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήση
Τώρα ξέρει.-Ω πανάχραντο μεθύσι!
                   Λορέντζος Μαβίλης
Στον Γιάννη
ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ
Κουρασμένο παλληκάρι
τώρα που δε μ’ αγαπάς
πάρε το χρυσό φεγγάρι
στον παράδεισο να πας.
--
Ήσουν λυπημένο κύμα
δεν είχες ακρογιάλι να σταθείς.
Στης αγάπης μου το μνήμα
Καρτερώ να ‘ρθεις να κοιμηθείς.
--
Κουρασμένο παλληκάρι
γίνε φως του Αυγερινού
κι άσ’ τη νύχτα να σε πάρει
στο περβόλι τ’ ουρανού.
                   Νίκος Γκάτσος
Στον Κώστα
ΤΑΞΙΔΙ
Τώρα που η γης για σε πικρή, πολύπαθη ψυχή μου,
άνοιξε τα φτερούγια σου και πέταξε ψηλά.
Και μην κοιτάξης γύρω σου για σε δεν είν’ η λάσπη,
τ’ άπιαστα μόνο είναι για σε, τα ωραία, τα σιωπηλά.
--
Κι’ ας ήταν στο μοναχικό ταξίδι χαρά νάβρης.
Μα κι αν ακόμα σε φωτιά μιαν άγνωστη καή
Ψυχή μου, τα’ άσπρο φτερό, ας μη σ’ αγγίξη η
δείλια,
ωραίοι κάλλιο σπαραγμοί απ’ άσκημη ζωή.
                   Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου
Στον Ανδρέα
Εμείς εκεί
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία.
Κι ανάποδα
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά τα δάχτυλά μας. Και καπνίζουμε.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε,
Μη. Βρέχει. Δωσ’ μου τσιγάρο.
                   Κατερίνα Γώγου
Στον Θεωνά
ΙΙΙ
Η βροχή και το κοιμητήριο του Milosz.
Ωδικά πτηνά κρέμονται με τα κλουβιά
τους σε χαμηλά κυπαρίσσια
τα κρεβάτια των φίλων κάτω απ’ τη γη
κοιτάζω γύρω μου
και περιμένω να νυχτώσει.
Το κοιμητήρι-πάροδος προς το Θεό.
Όλοι οι νεκροί ‘ναι μεθυσμένοι.
Αποκόμματα από λογαριασμούς ζωής
Κρέμονται στους σταυρούς.
Περιμένω να νυχτώσει.
Ένα παράξενο άρωμα κυριεύει το χώρο
το άρωμα της περασμένης ζωής.
Ημερομηνίες αχρείαστες
λέξεις αποφόρια
ιστορικά γεγονότα παράλυτα για πάντα
υποψία μιας προαιώνιας σύναξης
σε κάποια ανύπαρκτη χώρα
των συννέφων.
Στο κέντρο του κοιμητηρίου
κυλάει το ρυάκι του θρήνου.
Σ’ αυτό το ρυάκι θα γονατίσω και θα ξεδιψάσω
Καθώς νυχτώνει.
                   Ματθαίος Μουντές
     Η Ζωή εν Τάφω, και σε όποιον ή όποιαν έκαστος κατά διάνοιαν έχει… στον λειμώνα της ψυχής του.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Σήμερα, Πάσχα Κυρίου Πάσχα
Πειραιάς, Παρασκευή 6 Μαΐου 2016
       
        
  

                                     

           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου