ΗΛΙΑ
Φ. ΗΛΙΟΥ
ΤΟ
ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΔΟΚΙΜΙΟ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1980
Σελίδες 268, δραχμές 350 διαστάσεις 14,5Χ 21
Πέντε
χρόνια πριν τον θάνατο του Νέστορα της Αριστεράς (Κάστρο της Λήμνου
;/5/1904-Αθήνα 25/1/1985), εκδόθηκε από τις εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» της σημαντικής
φυσιογνωμίας των ελληνικών γραμμάτων και εκδότριας Νανάς Καλλιανέση, το πολιτικό
μελέτημα του παλαιού παλαίμαχου προέδρου της ΕΔΑ, δικηγόρου, πολιτευτή,
μεταφραστή και συγγραφέα Ηλία Φ. Ηλιού,
«ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ». Ενός σοφού και διορατικού πολιτικού ηγέτη,
που η γενιά μου-γενιά της μεταπολίτευσης (1980)-ακόμα θυμάται τις μετριοπαθείς
αγορεύσεις του στην μεταπολιτευτική Ελληνική Βουλή. Ενός ηγέτη της ανανεωτικής
αριστεράς, που παρά τις πολλαπλές εξορίες και φυλακίσεις του, τα βασανιστήρια
που υπέστει στα μετεμφυλιακά χρόνια, έως και την δικτατορία των συνταγματαρχών
του 1967, οι πολιτικές του αρετές ήσαν απείρως περισσότερες από τα πολιτικά του
λάθη που οι πολιτικοί του αντίπαλοι του πρόσαπταν καθ’ όλη την διάρκεια της
πολιτικής του σταδιοδρομίας. Οι πολιτικές του θέσεις όπως η ακουστική μου μνήμη
τις διατηρεί (στην ασπρόμαυρη τότε τηλεόραση και ραδιόφωνο) ήσαν πάντοτε
μετρημένες, σοβαρές, στηριγμένες σε ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα. Οι
ιδεολογικές κρίσεις, η πολιτική ρητορική και ο κομματικός λόγος που εξέφραζε
εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, δεν
παρέκλιναν σχεδόν ποτέ από την πολιτική ευπρέπεια, την βουλευτική ευγένεια, το
δημοκρατικό ήθος, το κοινά παραδεδεγμένο κοινοβουλευτικά ορθό. Οι αγορεύσεις
του σε καθήλωναν. Η ευφράδεια του πολιτικού του λόγου σε μάγευε, σε έκανε να
τον θαυμάζεις ακόμα και αν δεν ενστερνιζόσουν τις πολιτικές αριστερές θέσεις
του. Χωρίς να γνωρίζεις πολλά από την τέχνη και το παιχνίδι της πολιτικής,-λόγω
ηλικίας- καταλάβαινες αμέσως, όταν τον άκουγες, ότι είχες να κάνεις με έναν
Έλληνα με βαθύ πολιτικό ήθος, αίσθηση του λεπτού χιούμορ, μια πολιτική σκέψη
σύγχρονη, χωρίς ακρότητες και αγκυλώσεις, δίχως διχαστικές ιδεολογικές κόχες
σκληροπυρηνικού ένδοξου αγωνιστικού μεγαλείου, κραυγαλέες φωνές υπεράσπισης των
δικαίων της κομμουνιστικής και αριστερής παράταξης. Ο Ηλίας Φ. Ηλιού όπως και η
υπόλοιπη ιδεολογική ομάδα που τον ακολούθησε, ασπάσθηκε νωρίς τα επιτεύγματα
και τις πολιτικές αρχές του ευρωκομουνισμού της δυτικής ευρώπης. Διείδε
προφητικά τα φρικτά και εγκληματικά ιστορικά λάθη της σταλινικής ηγεσίας και
της τότε σοβιετικής ένωσης, όπως και τις εξίσου λανθασμένες επιλογές και
κρίσεις, θέσεις και αντιπολιτευτική τακτική της τότε ελληνικής ηγεσίας του
ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος. Γόνος αστικής ελληνικής οικογένειας, στάθηκε
από τα νεανικά του ακόμα χρόνια στο πλευρό του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού,
πάντα μαχόμενος. Είτε αυτοί οι αγώνες είχαν να κάνουν με την αλλαγή των
οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην αιματοβαμμένη από ξένους και ντόπιους
δυνάστες χώρα μας, είτε είχαν σχέση με την γλωσσική διχοστασία της εποχής του
μεσοπολέμου και τους γλωσσικούς αγώνες των νέων της εποχής του για την
επικράτηση της Δημοτικής. Το περιοδικό «Ο Νουμάς» που δημοσίευσε κείμενά του υπήρξε
μαχητικό όργανο των Νεαρών Ελλήνων διανοούμενων και συγγραφέων, που ασπάσθηκαν
αμέσως και με τόλμη το κίνημα του Δημοτικισμού, που στην εποχή του εξέφραζε ότι
πιο δημοκρατικό και ελεύθερο, ανανεωτικό και πρωτοποριακό, σοσιαλιστικό και
κοινωνικά ανατρεπτικό, στον χώρο της ελληνικής διανόησης.
Ποιος δεν θυμάται όταν ο Ηλίας Φ. Ηλιού εξήγγειλε
την αποχώρησή του από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, σύσσωμο να σηκώνεται όρθιο και
να τον χειροκροτεί. Ακόμα και ο ιστορικός ηγέτης της συντηρητικής παράταξης ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής, σηκώθηκε όρθιος
και συγκινημένος τον χειροκρότησε. Ποιος δεν θυμάται τις συναντήσεις του
ιστορικού ηγέτη της ΕΔΑ με τον άλλον, πολιτικό και κοινωνικό διαμορφωτή της
σύγχρονης μεταπολιτευτικής Ελλάδος τον Ανδρέα Παπανδρέου, και τα θετικά σχόλια
και κρίσεις του ευρωκομουνιστή ιστορικού ηγέτη. Αν η πολιτική μνήμη δεν με απατά-μετά τόσες
δεκαετίες-εμείς οι τότε πολιτικοποιημένοι και δραστήριοι νεολαίοι ακούσαμε από
τα πολιτικά χείλη του Ηλία Φ. Ηλιού, ή του άλλου ιστορικού ηγέτη Χαρίλαου Φλωράκη,
ότι, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, όλες οι εκτελέσεις που έγιναν από τα στρατιωτικά
στρατοδικεία εναντίον των κομμουνιστών και των αριστερών αγωνιστών έγιναν από
Κυβερνήσεις του Κέντρου. Αντίθετα, όταν ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος πέθανε
και δόθηκε η εντολή από τον τότε βασιλιά Παύλο στον Κωνσταντίνο Καραμανλή να
αναλάβει την πρωθυπουργία και την ηγεσία του Ελληνικού Συναγερμού, εκείνος
δέχτηκε υπό έναν όρο. Να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Όπως και έγινε. Εξορίες και
ξερονήσια μπορεί να υπήρχαν αλλά οι εκτελέσεις σταμάτησαν επί συντηρητικής
παράταξης. Την ιστορική αυτή αλήθεια βεβαίωνε και ο Χαρίλαος Φλωράκης που ήταν
καταδικασμένος σε θάνατο και γλύτωσε από τον πολιτικό αυτόν όρο που έβαλε ο
τότε ιστορικός ηγέτης της δεξιάς παράταξης στην χώρα μας.
Η
πολιτική κληρονομιά του Ηλία Φ. Ηλιού, η συμβολή του στην εξέλιξη της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην χώρα μας ήταν μεγάλη. Πρόβλεψε αν και δεν
εισακούστηκε την δικτατορία των πραξικοπηματιών του 1967. Προσπάθησε να
εμφυσήσει ένα νέο ανανεωτικό πνεύμα στις παλαιομοδίτικες ιδεολογικές και
πολιτικές θέσεις του τότε ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος. Τον πολέμησαν
περισσότερο οι παλαιοί του σύντροφοι παρά οι πολιτικοί του αντίπαλοι όπως ο
ίδιος συχνά έλεγε. Και μόνο το κεφάλαιο «ΤΟ ΦΙΛΟΠΟΛΙ» του μελετήματος του «ΤΟ
ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ» να διαβάσει προσεχτικά ο αναγνώστης, δες σελίδες 241-251
θα αναγνωρίσει έναν αριστερό αγωνιστή διανοούμενο που αισθανόταν άβολα,
εγκλωβισμένος, μέσα στα στενάχωρα ιδεολογικά και πρακτικά πολιτικά όρια της
τότε κομματικής και καθοδηγητικής ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας. Γράφει
σχετικά:
«Το
«ηγετικό» κόμμα αποστεώνεται. Η «χώρα-οδηγός» (περίεργα βέβαια πράγματα, αλλά
υποστηριζόμενα με φανατισμό) από ελευθερώτρια γίνεται δουλώτρια Λαών-μά και του
ίδιου του λαού της. Βέβαια, η ζωή πετάει τα δόγματα και τους αφορισμούς στο
καλάθι των αχρήστων της ιστορίας, δημιουργεί νέες συνθέσεις από καταστάσεις που
έχουν φτάσει στην αποσύνθεση. Στο μεταξύ όμως ποιος, καλόπιστα, μπορεί να
ξεδιαλύνει ποιο είναι το φιλόπολι, που βρίσκεται ο πατριωτισμός και που το
αντίθετό τους; Και ποιοι και πόσοι υφίστανται τις συνέπειες του ότι
χαρακτηρίστηκαν, από κείνους που κατέχουν την εξουσία, σαν προδότες, σαν εχθροί
της πατρίδας;
Σκέπτομαι μερικές φορές ότι, καθώς όλη η
ζωή μου είναι συνυφασμένη με το αριστερό κίνημα στη Χώρα μας και στον κόσμο, αν
μου δινόταν ο καιρός να ιστορήσω την πορεία του από τη σκοπιά μου, αντί
οποιασδήποτε άλλης «σοβαροφανούς» έκθεσης γεγονότων, θα μπορούσα καλύτερα να τα
έκαναν κατανοητά γράφοντας ένα ιστόρημα φαινομενικά χιουμοριστικό, πού όμως θα
ήταν ένας «κλαυσίγελως», και θα περιείχε όλο τον πόνο και το αίμα και το δάκρυ
που χύσαμε οι αριστεροί του τόπου μας, εξαιτίας μιάς αχαρακτήριστης ηγεσίας. Το
«χιουμοριστικό» αυτό ιστόρημα θα είχε τον τίτλο «Ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες» και θα ιστορούσε όλα όσα η
αχαρακτήριστη ηγεσία μας μας έκανε να υποστούμε, κίνημα στην Μέση Ανατολή και
στο στόλο, Λίβανος, Γκαζέρτα, Δεκέμβρης, Βάρκιζα, αποχή, δεύτερο αντάρτικο. Και
πληρώνουμε και, Κύριος οίδε, ως πότε θα τα πληρώνουμε γιατί, χωρίς να παύουν
πολλά από αυτά να είναι εγκλήματα, σύμφωνα με το λόγο του Ταλλεϋράνδου, είναι
χειρότερα από εγκλήματα, είναι σφάλματα.
Θα πρόσθετα ότι και σήμερα η «σοφή
ηγεσία», που εκφράζει κατ’ απονομήν το ΚΚΕ σε κάθε κριτική οποιασδήποτε άλλης
αριστερής οργανωμένης παράταξης, ή ατόμων, βάνει τις φωνές όχι ότι οι επικριτές
δεν λένε τα σωστά, δεν έχουν δίκιο, αλλά ότι είναι αντικομουνιστές ή
αντισοβιετικοί. Προσθέτουν, επίσης, σαν ψόγο ότι είναι «αντιηγετικοί». Αυτό το
τελευταίο είναι βέβαια για τα πανηγύρια. Γιατί, αφού απέσπασαν την κατ’
απονομήν ανάδειξή τους σε ηγέτες, εύκολο είναι από κει και πέρα να
κατακεραυνώνουν κάθε άλλη φωνή σαν «αντιηγετική»……….»
σελίδες 245-246.
Και παρακάτω, για την περιβόητη ρήση του, « θα σας
ταράξουμε στην νομιμότητα» που άλλοι την χρεώνουν ότι την είπε στο παλαιό δεξιό
πολιτικό και φιλόσοφο πρώην πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο
Τσάτσο, που επανήλθε στην σημερινή πολιτική επιφάνεια από κυβερνητικά χείλη,
γράφει ο Ηλίας Φ. Ηλιού σχετικά:
«….
Η πρώτη τάση παρά την μετριοπάθειά της (εννοεί την ΕΔΑ) ήταν ό,τι πιο
επαναστατικό υπήρξε στην ιστορία του αριστερού κινήματος, ύστερ’ από την ήττα
του στον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί επεδίωξε και επέτυχε τη συμφιλίωσή μας με τις
άλλες μάζες του λαού, πού μ’ αυτές μας χώριζαν αίμα. Έβγαλε τη μεγάλη μας
παράταξη από την απομόνωση πού μας οδηγούσε σε πολιτική εξαφάνιση. Το ότι η
πολιτική μας γκρέμιζε τα τείχη με τα οποία κρατούσεν η αντίδραση χωρισμένο το
Λαό φάνηκε στις περίλαμπρες νίκες μας των δημοτικών εκλογών του 1954 και των
βουλευτικών του 1956 (οπότε συνασπίσθηκαν όλοι μαζί μας) και του 1958. Το ότι η
μετριοπαθής, συνετή και υπεύθυνη γραμμή μας αποτελούσε κίνδυνο για την
αντίδραση το μαρτύρησε εύγλωττα ο τότε υπουργός Ασφαλείας Ευάγγελος Καλατζής
πού, απευθυνόμενος σε μένα, από το βήμα της Βουλής είπε: «Δεν σας θέλουμε εδώ
μέσα, να βγήτε στο βουνό» επιδιώκοντας να βρεί η δεξιά την ευκαιρία να μας
λιανίσει για άλλη μία φορά και να πισωδρομήσει κατά πενήντα ή εκατό χρόνια το
κίνημα των εργαζομένων μαζών. Φυσικά, εγώ απάντησα στον Καλατζή, «δεν θα σας κάνουνε το χατήρι, θα σας
ρέψουμε στη νομιμότητα, προασπίζοντας τη νομιμότητα». Αλλά γι’ αυτό
επιτιμήθηκα από τη νικημένη «σοφή ηγεσία» του εξωτερικού σε συνεργασία με τους
σκληρούς της ΕΔΑ…….». σελίδα 248 του βιβλίου.
Η πολιτική
κληρονομιά του Ηλία Φ. Ηλιού είναι πολύ μεγάλη, και αυτό φαίνεται από τα δύο
μελετήματα που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα για την ζωή και το έργο του. Ο
πολιτικός Ηλίας Φ. Ηλιού, ο αγωνιστής Ηλιού, άφησε μια μεγάλη πολιτική
παρακαταθήκη που δυστυχώς, δεν βρήκε συνεχιστές. Τουλάχιστον όσον αφορά την
πολιτική του ευπρέπεια και πολιτικό ήθος. Όταν ακούγονται φωνές μέσα στο
ελληνικό κοινοβούλιο «Φρουρά, Φρουρά» και, «θα σας βγάλουμε έξω, να φύγετε από
εδώ», καταλαβαίνει κανείς ότι η πολιτική δημοκρατική παρακαταθήκη αυτού του
σοφού ανδρός της ανανεωτικής αριστεράς δεν βρήκε ανταπόκριση παρά τα κείμενα
που δημοσιεύονται για αυτόν. Και όταν μάλιστα, διαλύονται κομματικοί
σχηματισμοί και υιοθετούνται ιδεολογικές και κομματικές ανακολουθίες για να
εισπηδήσουν, βουλευτές που εκλέχθηκαν με άλλη κομματική σημαία και εντολή από
το εκλογικό σώμα, στην κυβερνώσα παράταξη για παραμονή μερικών ακόμα μηνών στην
κυβερνητική εξουσία και βουλευτικό θώκο, τότε μάλλον ο σημερινός έλληνας
ψηφοφόρος, ο έλληνας φορολογούμενος πολίτης δικαιούται να αμφιβάλλει και την
σημερινή υποτιθέμενη δημοκρατία μας και το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα. Στα
λόγια και τις επετειακές εκδηλώσεις ήμαστε εμείς οι Έλληνες υπερβολικοί και
εύκολοι, στην καθημερινή όμως κοινωνική και πολιτική πρακτική μας, άστα να
πάνε.
Να γιατί θεωρώ, ότι οι παρακαταθήκες αυτών των
πολιτικών ελλήνων ανδρών, είτε προέρχονται από την συντηρητική παράταξη, είτε
από την κεντρώα, είτε από την σοσιαλιστική, είτε από εκείνη της ανανεωτικής
αριστεράς ή της κομμουνιστικής, δεν σημαίνουν τίποτα στους σημερινούς
τηλεμαραθώνιους Έλληνες, τους Έλληνες των κάθε λογής μκο και ακροατές και
συμμετέχοντες στα διάφορα τηλεριάλιτη. Περισσότερο έχουν εμπιστοσύνη οι
σημερινοί νέοι έλληνες και ελληνίδες στους τηλεπαρουσιαστές και διαφημιστές
παρά σε σοβαρά και αξιοπρεπή χείλη πολιτικών ή βουλευτών με ήθος, που όμως,
αποδέχονται όλη αυτήν την σημερινή πολιτική φαυλοκρατία.
Ξαναδιαβάζω το μελέτημα του Ηλία Φ. Ηλιού, «Το μήνυμα του Θουκυδίδη»
εκδόσεις Κέδρος 1980, και ξανά κατέβασα από το ράφι της βιβλιοθήκης τον
Θουκυδίδη, να τον διαβάσω για άλλη μια φορά, μπας και κατορθώσω να κατανοήσω
την πολιτική φυσιογνωμία και κοινωνική χαρακτηρολογία ημών των Ελλήνων. Μπας
και ανακαλύψω χαραμάδα στα σημερινά πολιτικά και κοινωνικά μας αδιέξοδα. Ξαναδιαβάζω τον Θουκυδίδη με το βλέμμα του
Ηλία Φ. Ηλιού, και προσπαθώ να αναγνωρίσω το πολιτικό και φιλοσοφικό βλέμμα
ενός πολιτικού ανδρός, που σε όλη του τον προσωπικό και πολιτικό βίο αγωνίστηκε
για Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Δημοκρατία, Κοινωνική ισότητα.
Ίσως,
ξαναδιαβάζοντας τις μελέτες του, κατορθώσουμε να διασώσουμε μέρος της πολιτικής
του σκέψης. Αυτού του διανοούμενου της αριστεράς που ήταν ο άριστος
κοινοβουλευτικός χιουμορίστας κριτής της.
Ηλίας
Ηλιού: «Το μήνυμα του Θουκυδίδη»
του Ερρίκου Χατζηανέστη,
Περιοδικό «Νέα Εστία» τεύχος 1294/1-6-1981, σ.751-
Ο
Θουκυδίδης δεν είναι μόνο ο ακριβολόγος ιστορικός, ο εχθρός κάθε περιττολογίας,
ο πολέμιος του «μυθώδους» στην ιστορική συγγραφή, ο αντικειμενικός παρατηρητής
των ανθρωπίνων πράξεων, που με ψυχρό μάτι και ορθολογική εγρήγορση ερευνά τα
αίτια των συγκρούσεων ανάμεσα στα κράτη και προσπαθεί να συλλάβει την αιτιώδη
σχέση και την λογική αλληλουχία των γεγονότων, αλλά και συγγραφέας με προσωπικό
και εναργέστατο ύφος, ο οποίος εχάρισε στην ελληνική πεζογραφία μερικές από τις
λαμπρότερες σελίδες. Ενώ στην αφήγηση των πολεμικών γεγονότων παραμένει
αμέτοχος θεατής των δρωμένων, όταν στοχάζεται πάνω στην αθλιότητα του πολέμου
και στην αποχαλίνωση των παθών, που αυτός προκαλεί, αίρεται σε γενικές κρίσεις
για τα ανθρώπινα πράγματα, πού καταπλήσσουν με την ακρίβεια των ψυχολογικών
παρατηρήσεων και προδίνουν ένα οξύτατο ανατόμο της ανθρώπινης φύσης. Στο 82ο
π.χ. κεφάλαιο του Γ΄ βιβλίου, όπου,
με αφορμή «την στάσιν» στην Κέρκυρα,
μιλάει για τις ψυχολογικές επιπτώσεις κάθε εμφύλιου σπαραγμού στους πολίτες,
διατυπώνει παρατηρήσεις καίριες για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε έκρυθμες
καταστάσεις, που ισχύουν για κάθε εποχή και για κάθε λαό.
«Και
επέπεσε» γράφει «πολλά
και χαλεπά κατά στάσιν… γιγνόμενα μεν αιεί και εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις
ανθρώπων ή». Λίγο παρακάτω, αφού τονίσει πώς ο πόλεμος είναι «βίαιος διδάσκαλος», που αφαιρεί από
τους ανθρώπους τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες («υφελών την ευπορίαν του καθ’ ημέραν»),
θα επισημάνη πολλά γνωρίσματα της διαγωγής των ανθρώπων κατά τον εμφύλιο
πόλεμο, όπου οι λέξεις χάνουν την πραγματική τους σημασία («την ειωθύιαν αξίωσιν των ονομάτων»), η αλόγιστη τόλμη θεωρείται
ανδρεία («τόλμα μέν γαρ αλόγιστος ανδρεία ενομίσθη»), η
σωφροσύνη, δειλία, ο έξαλλος φανατισμός («το
εμπλήκτως οξύ») ανδρικό χάρισμα, και η ένταξη σε μια παράταξη, δεσμός
ισχυρότερος από τον συγγενικό («το
ξυγγενές του εταιρικού αλλοτριώτερον
εγένετο»). Λίγο παραπάνω στο 81ο κεφάλαιο γίνεται λόγος για το
έξαλλο μίσος ανάμεσα στις αντίπαλες πολιτικές ομάδες (δημοκρατικοί εναντίον
ολιγαρχικών) και την έλλειψη μέτρου, που χαρακτηρίζει την πολιτική εκδίκηση,
όπου πατέρας σκοτώνει τον γιό του γιατί ανήκει στην αντίπαλη παράταξη, και
πολλοί βρίσκουν την ευκαιρία μέσα στην αναταραχή, να εξοντώσουν συμπολίτες τους
για εντελώς προσωπικούς λόγους. («πάσα τα
ιδέα κατέστη θανάτου, και οίον φιλεί εν τοιούτω γίγνεσθαι, ουδέν ότι ού ξυνέβη
και έτι περαιτέρω»).
Εκεί όμως
που είναι ανυπέρβλητος και συγκλονιστικός ο Θουκυδίδης είναι στο 7ο βιβλίο, στο σημείο που
περιγράφεται η θλιβερή υποχώρηση του ηττημένου Αθηναϊκού στρατού στη Σικελία,
και στο τελευταίο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου, όπου διεκτραγωδούνται οι τρομερές
συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούσαν και πέθαιναν οι Αθηναίοι αιχμάλωτοι στις «λιθοτομίες»-
στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της εποχής. Παρά το ψυχρό ύφος με το οποίο
εκτίθενται τα γεγονότα αυτά, νοιώθεις να διαπερνά τις φράσεις του κειμένου ο «τραγικός οίκτος και έλεος». Και ασφαλώς
είχε δίκηο ο Francis
Cornford όταν
προσπάθησε να αποδείξει στο κλασσικό πιά βιβλίο του “Thucydides
Mythistoricus”
την
επίδραση του τραγικού Αισχύλειου πνεύματος στη δομή της Θουκυδίδειας συγγραφής.
Εξ άλλου, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ο κοινοβουλευτικός άντρας, και
γνωστός ιστορικός της Αγγλίας Thomas
Macaulay συνόψιζε
την αποτίμηση της Θουκυδίδειας ιστοριογραφίας στα νεώτερα χρόνια, όχι μόνο από
ιστορική, αλλά και από καλλιτεχνική πλευρά, όταν έγραφε: «Η υποχώρηση από τις Συρακούσες-είναι ή δεν είναι το εξαιρετικότερο πράγμα
που διάβασες στη ζωή σου;… Σε βεβαιώνω πώς δεν υπάρχει πεζογραφική σύνθεση στον
κόσμο, πού να την τοποθετώ τόσο ψηλά, όσο το έβδομο βιβλίο του Θουκυδίδη….
Είναι ο μεγαλύτερος ιστορικός που έζησε ποτέ».
Ο κ. Ηλιού, στο κεφάλαιο «Παθολογία του
πολέμου» του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Το μήνυμα του Θουκυδίδη»,
έχει επισημάνει μερικά χωρία από τα δύο αυτά βιβλία της ιστορίας του Θουκυδίδη,
που αναφέραμε, καθώς και από άλλα, στα οποία φαίνεται καθαρά η προσπάθεια του
μεγάλου ιστορικού να δείξει την θηριώδη έκρηξη του ανθρώπινου ενστίκτου κατά
την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων, όπου τα τυφλωμένα πάθη επικράτησης και
εκδίκησης οδηγούν σε αποτρόπαια εγκλήματα και σε καταστρατήγηση κάθε ανθρώπινης
ηθικής αρχής. Πολύ ορθά παρατηρεί ο κ. Ηλιού ότι ο Θουκυδίδης, οξύς μελετητής
και ανατόμος της ανθρώπινης φύσης, πίστευε πώς ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στο
κακό, πώς το ένστικτο της καταστροφής και η τάση για αποθηρίωση δεν πρόκειται
ποτέ να εκλείψει γι’ αυτό και μπορεί να θεωρηθή σαν ένας μεγάλος απαισιόδοξος
σε ό,τι αφορά στην ανθρώπινη φύση. Επιγραμματικά σημειώνει την άποψη αυτή ο κ.
Ηλιού στη σελίδα 197 του βιβλίου του: «….
Ο Θουκυδίδης με νυστέρι ανατόμου διερευνά την επίδραση της βίας πάνω στον
άνθρωπο, ο οποίος, για να εκδικηθή, ή από φόβο, αποθηριώνεται. Η «ανθρώπεια
φύση» είναι επιρρεπής στο κακό.
Ο
Θουκυδίδης είναι ένας μεγάλος απαισιόδοξος».
Ο
Θουκυδίδης δεν είναι μόνο ο συγγραφέας της ιστορίας ενός πολέμου, που στάθηκε η
απαρχή της παρακμής της Αθηναϊκής δημοκρατίας, και ο αυθεντικός πεζογράφος με
προσωπικό ρωμαλέο ύφος, αλλά και ένας υπέροχος- ο πρώτος- πολιτικός
ιστοριογράφος. Ο πρώτος που πρόσεξε την πλευρά αυτή της Θουκυδίδειας συγγραφής,
ήταν ο γνωστός φιλόσοφος του 17ου αιώνα και δημιουργός του Leviathan, Thomas Hobbes,
ο οποίος στη εισαγωγή της μετάφρασης του έργου του μεγάλου ιστορικού, ετόνισε
πως ο Θουκυδίδης «λογίζεται ως ο
σπουδαιότερος πολιτικός ιστοριογράφος». (“Is accounted the most politick historiographer that ever writ”).
Και ένας από τους νεώτερους μεταφραστές του Θουκυδίδη στα Αγγλικά, ο Rex Warner,
σημειώνει στην εισαγωγή της ωραίας μετάφρασής του πως «το θέμα (εν. της Θουκυδίδειας συγγραφής) δεν είναι μόνο η στρατιωτική
και πνευματική σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και την Σπάρτη, αλλά η ίδια η
ανθρώπινη φύση, όπως αυτή εκφράζεται σε πολιτική δράση». Και είναι επομένως
φυσικό πολιτικοί άνδρες κάθε εποχής να έχουν ενδιαφερθή ζωηρά για το έργο του
μεγάλου ιστορικού και να έχουν αντλήσει πολύτιμα πολιτικά διδάγματα απ’ αυτό.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι δύο Νεοέλληνες πολιτικοί
κοινοβουλευτικοί άνδρες, με διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο κ. Ηλιού, σαγηνεύθηκαν από την οξύτατη
πολιτική κρίση του Θουκυδίδη, και αποφάσισαν να εκφράσουν τον θαυμασμό και την
οφειλή τους στον μεγάλο ιστορικό Διδάσκαλο, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ο
Βενιζέλος με τη γνωστή μετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, και ο κ. Ηλιού με
το δοκίμιό του, όπως το χαρακτηρίζει, με τίτλο: Το Μήνυμα του Θουκυδίδη. Ο πρώτος έλεγε ότι «ηδύνατό τις να εύρη εις την ιστορίαν και την φιλοσοφίαν του Θουκυδίδη,
αστέρα καθοδηγητικόν δια πάσαν πολιτικήν δραστηριότητα». Και ο δεύτερος
γράφει ότι «ο Θουκυδίδης την Ιστορία
του θέλει να την αναγάγει σε εφαρμοσμένη πολιτική επιστήμη» (σ. 36) και
ότι «τα πορίσματά του… αποτελούν αρχές
της πολιτικής επιστήμης» (σ. 53). Στην όλη πολιτική σταδιοδρομία του
Βενιζέλου είναι προφανής η επίδραση της πολιτικής σκέψης του Θουκυδίδη. Και για
τον κ. Ηλιού, θα μπορούσε κανείς να πη, πως η αντικειμενικότητα, η νηφάλια
πολιτική κρίση, απαλλαγμένη από κάθε ιδεολογικό πάθος, και η μετριοπάθεια, που
χαρακτηρίζουν τον πολιτικό του βίο-ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια-οφείλεται στη
συστηματική μελέτη της Θουκυδίδειας συγγραφής.
Από την
πρώτη στιγμή διαβάζοντας το βιβλίο του κ. Ηλιού, αισθάνεται κανείς πώς έχει να
κάνη όχι με το ιστορικό πού, προσπαθώντας να εξηγήσει το ιστορικό γίγνεσθαι
σταματάει σε ένα μεγάλο σταθμό της οικουμενικής ιστοριογραφίας-στον
Θουκυδίδη-αλλά με πολιτικό, ο οποίος διαθέτει ιστορική όσφρηση και ενδιαφέρεται
να επισημάνη τις επιβιώσεις της ιστορικής και πολιτικής σκέψης ενός μεγάλου
ιστοριογράφου στα σημαντικά γεγονότα, που σημάδεψαν την πορεία της ανθρωπότητας
μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, μέχρι σήμερα. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα για
τον Θουκυδίδη, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, χρονολογείται από τα γυμνασιακά του
χρόνια, αλλά συστηματοποιήθηκε σε χρόνια δύσκολα, όταν, συγκεκριμένα έμεινε
έγκλειστος στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ, από το 1967 ως το 1970. Τότε
άρχισε τη μεθοδική μελέτη, με πρόθεση τη συγγραφή ενός δοκιμίου, με το οποίο θα
προσπαθούσε «να ανιχνεύσει μέσα στο
πυκνό και σκολιό έργο του Θουκυδίδη, την ιδέα που το διέπει» (σ.52) και
να ανακαλύψει το ουσιαστικό μήνυμα που εκπέμπεται απ’ αυτό. Και αυτό το μήνυμα,
το οποίο αποτελεί και τον βασικό στόχο του βιβλίου του, συνίσταται στο «ότι η φύση των ανθρώπων είναι πάντοτε η
ίδια, δεν μεταβάλλεται-κι έτσι όταν γνωρίσουμε πώς αντιμετώπισαν οι άνθρωποι
και τα κράτη ένα σπουδαίο πρόβλημά τους, μπορούμε να εικάσουμε πώς θα
αντιμετωπίσουν παρόμοιες ή παραπλήσιες περιπτώσεις. Ότι δηλ. μπορούμε να
φωτίσουμε με τους προβολείς της ανθρώπινης διάνοιας το μέλλον και να βρούμε
τους νόμους της κίνησης της ιστορίας» (σ.261).
Το μήνυμα όμως αυτό, το οποίο διαφαίνεται στο Α΄ βιβλίο, 22 («όσοι δε βουλήσονται των τε γενομένων το σαφές σκοπείν και των
μελλόντων ποτέ αύθις κατά το ανθρώπινον τοιούτων και παραπλησίων έσεσθαι,
ωφέλιμα κρίνειν αυτά αρκούντως έξει»), μπορεί να θεωρηθή σαν συνισταμένη
πολλών επί μέρους μηνυμάτων, που εύκολα επισημαίνονται μέσα στο έργο του. Τον
κ. Ηλιού, τον εσαγήνευσε βέβαια ο συγγραφέας Θουκυδίδης με το πυκνό ύφος και το
οξύ κριτικό του πνεύμα, περισσότερο όμως τον εγοήτευσε ο ιστοριογράφος, που με
το σύστημα των δημηγοριών το οποίο εισήγαγε στη συγγραφή του ανιχνεύει την
πολιτική σκέψη των αντιμαχομένων παρατάξεων καθώς και τα αίτια της πολιτικής
ενέργειας που εμπλέκει τα κράτη σε πολέμους.
Το βιβλίο
δεν μπορεί να χαρακτηρισθή σαν ιστορική μελέτη, και πολύ λιγώτερο σαν συμβολή
στην ερμηνεία του Θουκυδίδη, αλλά σαν μια προσπάθεια ενός πεπειραμένου
πολιτικού και οξύτατου παρατηρητή των ιστορικών συμβεβηκότων, να αναζητήσει τον
βαθύτερο λόγο της Θουκυδίδειας συγγραφής, να τοποθετήσει το έργο μέσα στα
πλαίσια της Ελληνικής Αναγέννησης του Ε΄ αιώνα π. Χ., και να επισημάνει μέσα σ’
αυτό ορισμένες αιώνια ισχύουσες αλήθειες, σχετικά με την συμπεριφορά των
ανθρώπων σε εποχές αναταραχής, επαναστάσεων και ανταγωνισμών.
Ο κ. Ηλιού διείδε μέσα από τις γραμμές του κειμένου
του Θουκυδίδη τους κανόνες που διέπουν το αέναο ιστορικό γίγνεσθαι. Εκτός από
τα Προλεγόμενα, το βιβλίο διαιρείται
σε 25 κεφάλαια, ασύμμετρα σε έκταση,
μερικά από τα οποία έχουν απόλυτα άμεση σχέση με το θέμα «Θουκυδίδης», αρκετά,
έμμεση, και δύο είναι τελείως άσχετα προς την Θουκυδίδεια συγγραφή. Ιδιαίτερα
ξεχωρίζει το δεύτερο κεφάλαιο για την ακρίβεια των παρατηρήσεων, την διατύπωση
προσωπικών απόψεων και την διεισδυτικότητα με την οποία ανιχνεύεται η ουσία και
η αξία της ιστοριογραφίας του Θουκυδίδη. Κρίσεις σαν τις ακόλουθες δείχνουν
πόσο καίρια έχει συλλάβει ο κ. Ηλιού την βαθύτερη σκέψη του ιστορικού:
«Στην
αντίληψη του Θουκυδίδη δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην ανθρώπινη ελευθερία
και σε κάποιο νόμο που βαραίνει σ’ αυτήν» (σ. 38). «Για τον Θουκυδίδη ο
Πελοποννησιακός πόλεμος μοιάζει σαν μια απελπισμένη έκκληση για την ενοποίηση
των Ελλήνων, που επί τέλους θα ‘φερνε την ειρήνη. Διαπιστώνει όμως ότι τέτοια
ελπίδα δεν υπάρχει, ότι η ενότητα της Ελλάδας δεν είναι πραγματοποιήσιμη. Η
Αθηναϊκή δημοκρατία κατείχε τη δύναμη πού θα επέτρεπε την ίδρυση ενός σταθερού
συγκεντρωτικού κράτους. Αλλά την έχασε. Λύση δεν υπάρχει» (σ.42).
Εφ’ όσον
στόχος της μελέτης του είναι ένας μεγάλος ιστορικός, ο κ. Ηλιού έκρινε καλό στα
Προλεγόμενα του βιβλίου του να αναφερθή στην Ιστορία σαν Επιστήμη και να
προσπαθήσει να αναλύσει τα βασικά στοιχεία της. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα
κεφάλαια, αφθονούν οι ξένες κρίσεις μεγάλων ιστορικών και φιλοσοφικών,
παλαιότερων και νεώτερων, χωρίς αυτό να σημαίνη πώς δεν παρουσιάζουν γενικώτερο
ενδιαφέρον και οι προσωπικές του απόψεις πάνω στο θέμα. Έτσι π.χ. θα
παρατηρήσει πώς «δεν είναι ακριβές το
λεγόμενο, ότι τα γεγονότα μιλούν μόνα τους. Τότε μόνο μιλούν, όταν ο ιστορικός
τα παρουσιάζει. Και δεν είναι ποτέ η έρευνα του παρελθόντος τελειωτική. Μένει
πάντα στο γίγνεσθαι» (σ.10).
Καταφέρεται εναντίον των ολοκληρωτικών καθεστώτων, είτε φασιστικών είτε κομμουνιστικών, που
παραποιούν την ιστορική αλήθεια, ανάλογα με τα συμφέροντα της στιγμής και τις
επιδιώξεις των ηγητόρων τους, και ενώ δεν αποδέχεται τον ιστορικό ντετερμινισμό,
προσπαθεί να συμβιβάσει «την ανελέητη
αναγκαιότητα που οδηγεί την τύχη των ανθρώπων» προς την ανθρώπινη
βούληση. (σ. 25).
Με τα
πολύ ενδιαφέροντα Προλεγόμενα, και με τα δύο πρώτα κεφάλαια που ακολουθούν (Ο
Θουκυδίδης-Το μήνυμα του Θουκυδίδη), ο κ. Ηλιού ουσιαστικά έχει εξαντλήσει το
θέμα που τον απασχολεί, αφού σ’ αυτά αναζήτησε την κεντρική ιδέα του έργου. Τα
κεφάλαια που ακολουθούν, όσο κι αν φωτίζουν την Ιστορία του Θουκυδίδη από
διάφορες πλευρές, όσο κι αν χαράζουν τα γενικά πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να
κινείται (η διανοητική ατμόσφαιρα της εποχής, έκφραση της οποίας είναι κάθε
πνευματικό δημιούργημα), δεν αποτελούν διερεύνηση του θέματος, αλλά μια ένδειξη
μάλλον του τρόπου με τον οποίο ο κ. Ηλιού προσπέλασε και μελέτησε την ιστορική
συγγραφή του Θουκυδίδη. Αναφέρεται στις μεταφράσεις τις Ελληνικές του Θουκυδίδη
(Βενιζέλου, Βλάχου, Έλλης Λαμπρίδη) και στις κρίσεις των
μεταφραστών αυτών καθώς και του Καθηγητή Ιωάννη
Κακριδή και της Γαλλίδας Καθηγήτριας Jacqueline de Romilly,
για το έργο του μεγάλου ιστορικού. Και ο αναγνώστης βέβαια αντλεί πολύτιμες
γνώμες από ανθρώπους πού ασχολήθηκαν ειδικά με τον Θουκυδίδη, αντιλαμβάνεται
όμως συγχρόνως ότι αυτοί οι ερμηνευτές και άλλοι τους οποίους πολύ συχνά
αναφέρει σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια, αποτέλεσαν ένα γενναίο έναυσμα για τη
συγγραφή του ενδιαφέροντος δοκιμίου του.
Θέλοντας
να αναζητήση τα αίτια της απόλυτα ορθολογικά στάσης του Θουκυδίδη απέναντι στα
γεγονότα, να ανερευνήσει την πολιτική του σκέψη και να επισημάνη τις επιδράσεις
που δέχθηκε από τα φιλοσοφικά και γενικώτερα πνευματικά ρεύματα της εποχής του,
ο κ. Ηλιού επιχειρεί μια σύντομη αναδρομή στους σπουδαιότερους σταθμούς, που
σημάδεψαν την Ελληνική σκέψη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την
περαιτέρω ανύψωση της πολιτιστικής στάθμης του Ελληνισμού.
Οκτώ κεφάλαια αφιερώνει ο συγγραφέας στο θέμα αυτό: Ο αρχαιοελληνικός διαφωτισμός, Η πολιτική
επιστήμη στη αρχαία Ελλάδα, Οι σοφιστές, ο Σωκράτης, Ο αντίκτυπος από τη σοφιστική
επανάσταση, Η ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης στον Δ΄ αιώνα, Μια
οικονομικό-κοινωνική θεώρηση της Ελλάδας του Ε΄ αιώνα, ο Περικλής και ο
Επιτάφιος.
Τα κεφάλαια αυτά βέβαια έχουν έμμεση μόνο σχέση με
τον Θουκυδίδη, δίνουν όμως μια γενική εικόνα της εποχής μέσα στην οποία
κινήθηκε ο ιστορικός. Ο κ. Ηλιού ανάγει την εμφάνιση του Ελληνικού διαφωτισμού
στα χρόνια του Θαλή, δηλ. στον Ζ΄
αιώνα, και τείνει να τον ταυτίσει με τα πρώτα δειλά βήματα της Ελληνικής
φιλοσοφίας και κυρίως με την επιμονή της ανεύρεσης φυσικών αιτιών, που διέπουν
τα φαινόμενα. Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση προς την κοινώς παραδεδεγμένη
αντίληψη πώς ο αρχαίος Ελληνικός διαφωτισμός εμφανίζεται τον Ε΄ αιώνα, με τους
σοφιστές, οι οποίοι στρέφουν την προσοχή της Ελληνικής σκέψης από τον έξω
κόσμο, στον έσω κόσμο του ανθρώπου. Διαφωτισμός σημαίνει πάντοτε αναθεώρηση και
ανακατάταξη αξιών, και περαιτέρω ανάπτυξη. Η εποχή του Θαλή όμως και των
διαδόχων του (φυσικοί φιλόσοφοι), δεν είναι η περαιτέρω ανάπτυξη, αλλά η πρώτη
εκδήλωση του ανήσυχου Ελληνικού πνεύματος, που αναζητεί την πρώταρχη αιτία πίσω
από τα φαινόμενα. Το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να είναι πληρέστερο (δεν
αναφέρονται σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες του Ελληνισμού, πού άσκησαν και
ασκούν μέχρι σήμερα επίδραση στις επιστήμες και στη φιλοσοφία, όπως είναι ο Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο
Ζήνων ο Ελεάτης). Ο ενημερωμένος μάλιστα αναγνώστης θα διαφωνήση με τη
γνώμη, που εκφράζεται στη σελ. 78, πώς «ο
Θαλής ίδρυσε το πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου στη Μίλητο, γιατί αν
υπάρχει στα αρχαία χρόνια μια υποτυπώδης έννοια Πανεπιστημίου, μόνο τα «ομακόϊα» των Πυθαγορείων ανταποκρίνονται κάπως σ’ αυτήν, και πολύ αργότερα η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη. Όταν οι ιστορικοί της φιλοσοφίας γράφουν ότι ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης αποτελούν την «φυσική σχολή», εννοούν απλώς ότι και
οι τρείς είχαν κοινά διαφέροντα: τη μελέτη της φύσεως, στηριγμένη αφ’ ενός στην
ορθολογική παρατήρηση και αφ’ ετέρου στη διαίσθηση. Πολύ πιο ενδιαφέροντα είναι
τα επόμενα κεφάλαια, κυρίως είναι εκείνα που αναφέρονται στους σοφιστές και
στην πολιτική σκέψη των αρχαίων.
Ο κ. Ηλιού κινείται μέσα σ’ αυτά με μεγάλη άνεση,
γνώση και σοφία, και έχει εκφράσει ενδιαφέρουσες απόψεις και πρωτότυπες
κρίσεις, οι οποίες, με τη σαφήνεια και την αποδεικτική ρώμη που χαρακτηρίζει το
ύφος του, σε πείθουν. Όλα τα κεφάλαια συγκλίνουν σ’ ένα στόχο: στην επίδραση
που άσκησε η φιλοσοφία απ’ τη μεριά-και ιδιαίτερα ο φίλος του Περικλή Αναξαγόρας-στη διαπίστωση της πώς κάθε τι στον αισθητό κόσμο έχει
την πηγή της σε φυσικά αίτια, και η σοφιστική
τέχνη από την άλλη, στη διαμόρφωση του πνεύματος του Θουκυδίδη, ο οποίος πολλά φαινόμενα του Πελοποννησιακού πολέμου και
τη στάση των κρατών και ανθρώπων μεταξύ τους, προσπάθησε να εξηγήση
στηριζόμενος βασικά στον αποκλεισμό κάθε υπερφυσικού στοιχείου, καθώς και στην
εφαρμογή σοφιστικών θεωριών περί νόμου και δικαίου. Ορθά τονίζει ο κύριος Ηλιού
την τεράστια συμβολή των σοφιστών στην πολιτική σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων.
Ιδιαίτερα επιμένει στην θεωρία του σοφιστή Θρασύμαχου
για το δίκαιο του ισχυρότερου, θεωρία, την οποία κατ’ επανάληψη επισημαίνει στη
στάση των Αθηναίων απέναντι στους συμμάχους, στους αντιπάλους και στους
υποτελείς τους. Υπογραμμίζει ακόμη τη μεγάλη σημασία που είχε για τη διαμόρφωση
της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων, η συζήτηση των σοφιστών γύρω από την αντίθεση φύση-νόμος, και ανευρίσκει
περιπτώσεις μέσα στην ιστορία του Θουκυδίδη, όπου οι Αθηναίοι, επηρεασμένοι
προφανώς από τις θεωρίες των σοφιστών περί
φυσικού και θετού δικαίου, θα επικαλεσθούν, εφ’ όσον τους συμφέρει, την
παντοδυναμία του φυσικού δικαίου για να αντιμετωπίσουν τους συμμάχους και τους
εχθρούς τους. Ανάγει, ακόμη, αποδεχόμενος απόψεις ξένων ιστορικών και
φιλολόγων, το σύστημα των δημηγοριών,
που εισάγει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του, στους περίφημους «δισσούς λόγους» των σοφιστών.
Ο κ. Ηλιού, ανιχνεύοντας σε πολλά κεφάλαια, που
αναφέραμε πιο πάνω, την πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη, συμπεραίνει πώς τον
μεγάλο ιστορικό δεν τον ενδιαφέρει το δίκαιο ή το άδικο, το καλό ή το κακό,
αλλά η αλήθεια ή το ψεύδος. Βρίσκει πως η σκέψη του ιστορικού λειτουργεί όπως
εκείνη του Αναξαγόρα. Κατά τον κ.
Ηλιού, ο Θουκυδίδης διαπιστώνει, δεν αξιολογεί. Στην αντίθεση φύση-νόμος,
αναγνωρίζει και τα δύο σαν παράγοντες της ιστορίας. (σ. 110).
Ο κ. Ηλιού, παράλληλα προς τα πολλά χαρίσματα που
παρουσιάζει με την έκδοση του βιβλίου αυτού, φανερώνει και δύο βασικές αρετές,
τις οποίες δεν συναντάμε πολύ τακτικά σε νεοελληνικά δοκίμια: σεμνότητα και
εντιμότητα απέναντι στο θέμα που τον απασχολεί. Σεμνότητα, γιατί σε κανένα
σημείο δεν κάνει επίδειξη γνώσεως ούτε εκφράζει δογματικά τις προσωπικές του
απόψεις. Εντιμότητα, γιατί έχοντας συνείδηση πώς δεν μπορεί να έχει βαρύνουσα
γνώμη σε θέματα καθαρώς φιλολογικά ή και ιστορικά, αποφεύγει να αναλύσει ή να
αξιολογήσει, αναθέτοντας σε αυθεντίες να μιλήσουν αντί για κείνον, σε ορισμένα
θέματα. Έτσι π.χ. εκτός από πολλές αναφορές σε γνωστούς ξένους ιστορικούς που
ασχολήθηκαν με τον Θουκυδίδη, θα αφιερώσει δύο κεφάλαια για να μας κατατοπίσει
στον τρόπο με τον οποίο δύο γνωστοί φιλόλογοι η Jacqueline de Romilly
και ο Georges
Meautis, είδαν τον Θουκυδίδη.
Ιδιαίτερα, η εργασία της Jacqueline de
Romilly:
Histoire et
raison
chez
Thucydides (Paris 1956), στα τέσσερα κεφάλαια, στα
οποία υποδιαιρείται (Les procedes du recit- Les recits de batailles- Les discours antithetiques- L’ enquete sur le passé),
αποτελούν σημαντικό αριθμό στην έρευνα της τεχνικής της Θουκυδίδειας συγγραφής.
Ο κ. Ηλιού, κατόρθωσε, σε λίγες σχετικά σελίδες, να
μας δώσει μια σαφή περίληψη του βιβλίου και μια ολοκληρωμένη άποψη των θέσεων
της Γαλλίδας συγγραφέως. Πολύ ενδιαφέροντα είναι επίσης όσα γράφει σχετικά στο
κεφάλαιο: «Ο Μακιαβέλλι και ο
Θουκυδίδης», όπου βρίσκει σχέση ανάμεσα στις κρίσεις του Μακιαβέλλι για τη
διατήρηση του άρχοντα στην εξουσία και σ’ εκείνη που διαπιστώνει ο Κλέων στο
θέμα της αποστασίας της Μυτιλήνης, καθώς και στο κεφάλαιο «Σκέψεις του Νίτσε για τον Θουκυδίδη», όπου εκφράζει καίριες γνώμες
του φιλοσόφου για τον Έλληνα ιστορικό.
Γράφοντας
για τον Θουκυδίδη, αισθάνεσαι πώς ο κ. Ηλιού έχει αδιάκοπα στραμμένα το βλέμμα
και τη σκέψη του προς την σύγχρονη εποχή. Η Αθήνα και η Σπάρτη, οι δύο
συγκρουόμενες δυνάμεις, που προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ηγεμονία του
Ελληνικού κόσμου, είναι, για τον συγγραφέα, το καθαρό πρότυπο των δύο σύγχρονων
υπερδυνάμεων, οι οποίες αγωνίζονται να εξασφαλίσουν υπεροχή η μία απέναντι της
άλλης και θεωρούν πώς κάθε αδυναμία τους, κλίνει προς το συμφέρον του
αντιπάλου.
Ο κ. Ηλιού από τη μελέτη του Θουκυδίδη συνάγει,
ανάμεσα στα άλλα συμπεράσματα, πώς ένας νόμος κυβερνά την Ιστορία: η βούληση της κυριαρχίας. Ο κ. Ηλιού
αναφέρεται, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του, σε πρόσφατα γεγονότα της
Ελληνικής ιστορίας (1944-1950). Όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι οι σελίδες αυτές,
και όσο σεβαστές κι αν είναι οι κρίσεις του συγγραφέα, δεν νομίζουμε πώς έχουν
θέση σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Το μήνυμα του Θουκυδίδη». Οι σελίδες αυτές θα
μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό, λιγοσέλιδο δοκίμιο.
Μιλήσαμε
πιο πάνω για τις πολλές αρετές του βιβλίου, οι οποίες φαίνονται καθαρά σε κάθε σελίδα.
Εκείνο όμως που λείπει από το «Μήνυμα του Θουκυδίδη» είναι αυτό που λέμε συνθετική μέθοδος. Και είναι τόσο πιο
εμφανής η έλλειψη αυτή της μεθόδου, όσο εναργέστερη φαίνεται η καταπληκτική
νοητική οξύτητα του συγγραφέα και η ευστοχία στην κρίση του για πολλά σημεία
της Θουκυδίδειας συγγραφής. Σε μια νέα έκδοση του βιβλίου, χρειάζεται
ανακατάταξη των κεφαλαίων.
Σχετικά
με την Βιβλιογραφία, με την οποία κλείνει το βιβλίο, παρατηρούμε ότι ενώ αυτή
είναι αρκετά εμπλουτισμένη, σε θέματα νεώτερης ιστορίας, ως προς το θέμα
«Θουκυδίδης», είναι πολύ πενιχρή.
ΕΡΡΙΚΟΣ
ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ,
Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1294/1-6-1981, σ.751-
Μεταφέρω
μία από τις κριτικές που γνωρίζω για το βιβλίο την χρονιά που εκδόθηκε, και που
υπογράφεται από τον κύριο Ερρίκο Χατζηανέστη, σε κριτική του στο λογοτεχνικό
περιοδικό «Νέα Εστία». Οι κρίσεις του κ. Χατζηανέστη είναι ορθές, δίκαιες και
μέσα στα πλαίσια της ιστορικής εξέτασης του έργου του Θουκυδίδη. Το μελέτημα
του Ηλία Φ. Ηλιού, πράγματι, ενώ στηρίζεται σε πηγές και κρίσεις ιστορικών και
πολιτικών, σε σημεία του και στα δύο τελευταία κεφάλαιά του κάνει κοιλιά.
Παρεκκλίνει από τον στόχο του, που είναι το μήνυμα του αρχαίου ιστορικού για να
αναφερθεί σε ζητήματα που αφορούσαν το ελληνικό και το παγκόσμιο κομμουνιστικό
κίνημα και διεθνή πρακτική. Ο πολιτικός Ηλίας Φ. Ηλιού, βρίσκει την ευκαιρία να
εκθέσει τις απόψεις του για ζητήματα που δεν έχουν άμεση σχέση με την ανάλυση
τη πολιτικής σκέψης του Θουκυδίδη. Και η θέση του κριτικού ότι ο συγγραφέας δεν
διαθέτει-τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μελέτημά του-συνθετική σκέψη ευσταθεί.
Αυτή η αρνητική κρίση δεν μειώνει ούτε τους διαρκείς αγώνες του Ηλία Φ. Ηλιού
ούτε το σπινθηροβόλο μυαλό του ούτε το λεπτό χιούμορ της σκέψης του. Ορισμένα
κεφάλαια του βιβλίου «ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ» είναι εξαιρετικά και ακόμα και
σήμερα επίκαιρα. Μας προσφέρουν κλειδιά ερμηνείας της Θουκυδίδειας σκέψης.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τις περιβόητες δημηγορίες. Η επικουρική συμπαράθεση γνωμών
ξένων ερευνητών φωτίζει και την αναγνωστική μας προσπάθεια και τις θέσεις του
Ηλιού. Φυσικά, εκτός από την γαλλίδα δια βίου μελετήτρια του Θουκυδίδη, Ζακλίν
ντε Ρομιγύ, την αγαπημένη στο ελληνικό κοινό, έχουν εκδοθεί και αρκετά άλλα μελετήματα
για την Ιστορία του Θουκυδίδη, μετά την έκδοση του βιβλίου του έλληνα πολιτικού.
Όμως, όπως και η μετάφραση και τα σχόλια του Ελευθερίου Βενιζέλου που έχω διαβάσει
για τον Θουκυδίδη, έχουν την ιστορική τους σημασία, έτσι και το σπονδυλωτό αυτό
μελέτημα του παλαιού ηγέτη της ΕΔΑ είναι μια εργασία ακόμη θέλω να πιστεύω επίκαιρη
για την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και της αλλοίωσης του χαρακτήρα του πολίτη
σε καιρό πολέμου ή άλλων αντιανθρώπινων συνθηκών.
Η Ιστορία του Θουκυδίδη, εξακολουθεί να γονιμοποιεί την
σκέψη των ανθρώπων, πολιτικών και στοχαστών, φιλοσόφων και λογοτεχνών (εννοώ τον
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη) και να μας δείχνει, έναν άλλον δρόμο πέρα από αυτόν της
παραδοσιακής θρησκευτικής δογματικής ερμηνείας, ότι το ανθρώπινο ζώο είναι ζώον
πολιτικό όπως είπε ο Αριστοτέλης και στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ιστορικής
του πορείας και κοινωνικής διαδρομής, απεκδύεται τον πολιτικό του μανδύα και παραμένει
όπως το όρισε ο άγγλος επιστήμονας και φυσιοδίφης Κάρολος Δαρβίνος.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 10 Φεβρουαρίου 2019
ΥΓ.
Διαβάστε επίσης το βιβλίο του Ηλία Φ. Ηλιού που επιμελήθηκε και προλόγησε ο κυρός
καθηγητής Παναγιώτης Μουλάς: «ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ 1925-1937». ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΚΡΙΤΙΚΗ, ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΚΟΥΤΙΩΝ ΕΓΚΩΜΙΟ. Εκδόσεις
Θεμέλιο 2005.
Και, όσο για τους δύο αρχιερείς μας, που θεωρούν αρρώστια
την ομοφυλοφιλία. Τι κουτί, κουτοί, κουτοί. «Χάρτινο το φεγγαράκι ψεύτικη η ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι….».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου