Κική
Δημουλά: ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ
Εκδόσεις «στιγμή» 1988,
σελίδες 120,
εξώφυλλο:
Σωτήρης Σόρογκας
Πέρασαν
τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε η ποιητή συλλογή της ποιήτριας Κικής
Δημουλά «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ΄», από τις πάντα φροντισμένες και καλαίσθητες εκδόσεις-τυπογραφείο
«στιγμή». Σε αυτό το θρυλικό υπόγειο πολιτισμού για όσους έτυχε να το
επισκεφτούν και έβλεπαν με χαρά και έκπληξη τα γεμάτα μελάνι δάκτυλα του
τυπογράφου κυρίου Αιμίλιου Καλιακάτσου να είναι βουτηγμένα μέσα στα μικρά
τετραγωνάκια της «κάσας» και να αγγίζουν τα μικρά γράμματα, να τα αναδύουν στην
επιφάνεια της αναγνωστικής μας όρασης, συντάσσοντας τις μικρές λέξεις την μία
μετά την άλλη μέχρι να σχηματίσουν την ποίηση και την ομορφιά της ελληνικής
γλώσσας καθώς εκτίθεται αθώα και γυμνή χωρίς ψιμύθια στην όρασή μας. Με όλη
την πανάρχαια και αρχοντική ομορφιά της, με τους τόνους της και τις
περισπωμένες της, με τις δασείες της και τις ψιλές της. Σε τυπογραφική
επιμέλεια από τον Αιμίλιο Καλιακάτσο και βιβλιοδεσία από τον Ευθύμιο Αρχοντουλάκη, εκδόθηκε το Νοέμβριο του 1988 το «Χαίρε ποτέ». Μια συλλογή, μετά
από την τελευταία της ποιητική κατάθεση «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ» που εκδόθηκε το
1981 από το παλαιό τυπογραφείο και εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου. Ενός
καλαίσθητου τυπογράφου πάντα φιλόξενου, με ένα μικρό ποτηράκι κρασί στο χέρι
και λίγο μεζέ στο τραπέζι, που σου ζητούσε να συμμετάσχεις μόλις σε συναντούσε
στο μικρό τσιμπούσι του. Όπως ξέρουν να κάνουν οι γνήσιοι μποέμ έλληνες, οι
ρεμπέτες της αυθεντικής ζωής που με μερικές ελιές, ένα κομμάτι φέτα με ρίγανη
και λάδι, ή δυό παστές σαρδέλες και ένα μικρό κατοσταράκι κρασί, στήνουν το
ελληνικό γλέντι και αυγαταίνουν την συντροφιά, την παρέα των αγνώστων που
γίνονται ένα. Της ομήγυρης του πνεύματος που θύουν «Τοις αγνώστοις Θεοίς». Καθώς
ρίχνουν την μικρή σπονδή τους στο χώμα λέγοντας «αίμα να μας γίνει» για να
τιμήσουν τους κεκοιμημένους δικούς τους. Του Φίλιππου Βλάχου και του
τυπογραφείου του στην οδό Μαυρομιχάλη στην Αθήνα που μας έκανε να
ξαναδιαβάσουμε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Δημήτρη Χατζή και μια σειρά άλλων
ελλήνων συγγραφέων και ποιητών.
Και καθώς
διαβάζω ξανά, την ποιητική και σπαρακτική ποιητική κατάθεση, μιας από τις
σημαντικότερες ελληνίδες ποιήτριες της εποχής μας, έρχονται στον νου μου οι
χρωματικοί τόνοι των ήχων της φωνής του φιλόλογου και ποιητή κυρού Σταύρου
Βαβούρη μέσα στο μικρό και μονήρες δωμάτιό του να μου την διαβάζει και να μου
την υμνεί. Να στέκεται σε στίχους και να τους αναλύει, να τους εμπλουτίζει με
παλαιότερες προσωπικές του αναμνήσεις, να τους συμπληρώνει με γνωστά
αποσπάσματα άλλων του αναγνωσμάτων, να τους επαναπροσδιορίζει με «νέα» νοήματα,
με «καινούργιες» εικόνες, που γέμιζαν το δωμάτιο με ήχους πρωτόγνωρους,
ακούσματα από το βάθος της μνήμης του χρόνου. Ένα παραλήρημα λόγου που ήταν μια
άλλη μορφής ποίησης, που δεν μπορούσες να ξεδιαλύνεις μέσα σου αν αυτός ο
παραληρηματικός λόγος ενός σημαντικού ποιητή, ήταν καθώς τον άκουγες, μέσα στον
δικό του προσωπικό οίστρο η φωνή ενός γέρου σαμάνου μέσα σε ένα μοντέρνο των
καιρών μας σπήλαιο της αποκάλυψης. Αν ήταν αυτή η ανάγνωση ενός άλλου ποιητικού
βιβλίου, η ερμηνεία του δικού του στοχασμού ή το παραλήρημα ενός άλλου ποιητή
που έβρισκε τον τόνο της δικής του ποιητικής φωνής μέσω της συλλογής της Κικής
Δημουλά. Καθισμένος στο κρεβάτι του με το φως να σκιάζει τις σελίδες του
βιβλίου στεκόταν σε λέξεις που σε παραξένευαν, που δεν θα στεκόσουν εσύ χωρίς
την βοήθεια λεξικού, ή θα παράβλεπες ως μη αποδεκτές των ποιητικών σου
διαβασμάτων.
Ο ποιητής, δηλαδή ο Σταύρος Βαβούρης, με εκείνη την χαρακτηριστική του φωνή τις αναδείκνυε, μιλούσε για την μουσικότητά τους, έδινε σε αυτές άλλη σημασία, τις εμπλούτιζε με δικές του ποιητικές λέξεις, που ξυπνούσαν μέσα του οι λέξεις της Δημουλά, και πάλι, ξεδιπλώνοντας μνήμες προσωπικές του, διέκοπτε την ανάγνωση κοιτώντας με να τον παρατηρώ με έκπληξη, απορία και δέος. Ρωτούσε την γνώμη μου, πως μου φαίνονταν η ανάλυσή της συλλογής, μου έλεγε ιστορίες από παλαιότερες συναντήσεις με την ποιήτρια. Με επίπληττε όταν τολμούσα να ψελλίσω κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε μέσα στο χαώδες ορισμένες φορές μυαλό του. Όμως η ποίηση της Κικής Δημουλά, ήταν εκείνη που ενεργοποιούσε και τις δικές του-ας μου επιτραπεί και τις δικές μου-ποιητικές δυνάμεις αντοχής. Θαύμαζα τον λόγο της σύγχρονης μας ποιήτριας που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό-και όχι αδίκως-που απέκτησε κάπως ξαφνικά φήμη, και ταυτόχρονα, παρατηρούσα έναν άλλο ποιητή, με τι συγκίνηση και αυστηρότητα απήγγειλε τον γυναικείο αυτόν σύγχρονο ποιητικό λόγο, αυτός, ο φίλος μεγάλης ηλικίας, ο σημαντικός φιλόλογος και ποιητής που το ποιητικό του έργο, ίσως και να μην έχει ακόμα την δημόσια προβολή που του αξίζει και την αναμενόμενη αναγνωστική. Δύο ποιητές, δυό ελληνικές φωνές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και νεοελληνικής γραμματείας της ίδιας γενιάς που αναζήτησαν το ανέφικτο, μέσα στο όνειρο του κόσμου της ποίησης. Εξερεύνησαν το όραμα του κόσμου μέσω της εξομολογητικής ανθρώπινης φωνής, μέσω των μυστικών θαυμάτων που κρύβει μέσα της η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της.
Ο ποιητής, δηλαδή ο Σταύρος Βαβούρης, με εκείνη την χαρακτηριστική του φωνή τις αναδείκνυε, μιλούσε για την μουσικότητά τους, έδινε σε αυτές άλλη σημασία, τις εμπλούτιζε με δικές του ποιητικές λέξεις, που ξυπνούσαν μέσα του οι λέξεις της Δημουλά, και πάλι, ξεδιπλώνοντας μνήμες προσωπικές του, διέκοπτε την ανάγνωση κοιτώντας με να τον παρατηρώ με έκπληξη, απορία και δέος. Ρωτούσε την γνώμη μου, πως μου φαίνονταν η ανάλυσή της συλλογής, μου έλεγε ιστορίες από παλαιότερες συναντήσεις με την ποιήτρια. Με επίπληττε όταν τολμούσα να ψελλίσω κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε μέσα στο χαώδες ορισμένες φορές μυαλό του. Όμως η ποίηση της Κικής Δημουλά, ήταν εκείνη που ενεργοποιούσε και τις δικές του-ας μου επιτραπεί και τις δικές μου-ποιητικές δυνάμεις αντοχής. Θαύμαζα τον λόγο της σύγχρονης μας ποιήτριας που αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό-και όχι αδίκως-που απέκτησε κάπως ξαφνικά φήμη, και ταυτόχρονα, παρατηρούσα έναν άλλο ποιητή, με τι συγκίνηση και αυστηρότητα απήγγειλε τον γυναικείο αυτόν σύγχρονο ποιητικό λόγο, αυτός, ο φίλος μεγάλης ηλικίας, ο σημαντικός φιλόλογος και ποιητής που το ποιητικό του έργο, ίσως και να μην έχει ακόμα την δημόσια προβολή που του αξίζει και την αναμενόμενη αναγνωστική. Δύο ποιητές, δυό ελληνικές φωνές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και νεοελληνικής γραμματείας της ίδιας γενιάς που αναζήτησαν το ανέφικτο, μέσα στο όνειρο του κόσμου της ποίησης. Εξερεύνησαν το όραμα του κόσμου μέσω της εξομολογητικής ανθρώπινης φωνής, μέσω των μυστικών θαυμάτων που κρύβει μέσα της η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της.
Δύο ποιητές που τους χωρίζει ποιητικά ότι ίσως τους
ενώνει. Η ανθρώπινη παρουσία και το άλγος της ζωής. Ο σπαραγμός της ανθρώπινης
φύσης και η απαρηγόρητη παρηγοριά της θνητότητας. Της ζωής που σταυρώνεται και
ανασταίνεται κάθε στιγμή μέσα στη ροή του χρόνου χωρίς σταματημό, δίχως
ανάπαυλα, δίχως ανάπαυση ελέους, μακριά από δοξασμένους ελπιδοφόρους ιστορικούς
φανούς ανακούφισης. Το σωματικό πρόβλημα του ποιητή Σταύρου Βαβούρη
«εξαϋλωνόταν» καθώς ενωνόταν με τον πολύχρωμο και πένθιμο ποιητικό λόγο της
Κικής Δημουλά. Καθώς η συγκίνηση που εκπέμπουν οι ποιητικές της λέξεις-κάθε μία
σχεδόν λέξη ξεχωριστά-και το σύνολο του ποιητικού της σώματος, δημιουργούσαν
μια άλλη ατμόσφαιρα. Ήταν μια μυσταγωγία να ακούς τον ποιητή Σταύρο Βαβούρη να
απαγγέλλει τα ποιήματα, να χάνεται μέσα σε αυτά, να ξεχνιέται και να μακρηγορεί
σε δικές του παλαιότερες αναμνήσεις και συμβάντα, περιστατικά που σε καθήλωναν.
Και εσύ να κάθεσαι αποσβολωμένος προσπαθώντας να κατανοήσεις το ακατανόητο του
ποιητικού λόγου και της ανθρώπινης ζωής ενός ποιητή, που, καθηλωμένος σχεδόν
πάνω στα οράματά του και τους εφιάλτες του, αναζητούσε σανίδα σωτηρίας στην
ίδια του την απαγγελία, στον ιαματικό λόγο της ποίησης μιας άλλης φωνής που
θαύμαζε.
Τα ποιήματα της συλλογής «Χαίρε ποτέ», αναδύουν μια
αίσθηση κατανυκτική, σαν και αυτήν που αισθανόμαστε όταν ακούμε από τα χείλη
των ιερέων μέσα στις εκκλησίες να διαβάζουν μυστικές ευχές, να ψέλνουν με
χαρμολυπική διάθεση τα κοντάκια και τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας. Αυτών
των συνταρακτικών ψαλμών που η ελληνική ορθόδοξη παράδοση μας δίδαξε διαχρονικά
να «γέρνουμε και να γερνούμε» μαζί τους κάθε φορά μοναδικά και ανεπανάληπτα
όταν τα ακούμε. Με ανθρώπινη ταπεινότητα.
Πώς να
περιγράψεις την απώλεια του συντρόφου σου που στάθηκες δίπλα του μια ζωή
ολάκερη, και μάλιστα, όταν ο σύντροφος αυτός της ζωής σου είναι ποιητής, όπως
υπήρξε ο Άθως Δημουλάς. Στον οποίον όχι μόνο αφιερώνει την συλλογή της η
ποιήτρια «Μνήμη Άθου Δημουλά» αλλά, αναγνωρίζουμε την παρουσία του να είναι
πάντα παρούσα μέσα στην συλλογή της «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ΄». Να κυκλοφορεί ανάμεσα στις
λέξεις αβίαστα, να κρύβεται πίσω από στίχους και να χαμογελά, να θλίβεται μαζί
με την θλίψη της ποιήτριας συντρόφου του και να «μετράει» ίσως, τον χρόνο της
επανένωσής τους, σε μια άλλη ποιητική διάσταση. Ο Άθως Δημουλάς, ο ποιητής και
σύντροφος, ευτύχησε να συναντήσει την ολοκλήρωση της σωματικής του απουσίας
μέσα σε ποιητικές λέξεις που έγραψε η μητέρα των παιδιών του. Ευτύχησε μετά τον
βιολογικό του θάνατο να παραμείνει ζωντανός μέσα σε μια ποίηση που θάλλει θλίψη
και πόνο από τον χαμό του. Η απουσία του είναι αυτή που προσδιορίζει για εμάς
την παρουσία του. Υπάρχει και αναπνέει μέσα σ’ ένα ποιητικό σύννεφο αναφορών
και προσωπικών του στιγμών. Ζει μέσα στην διακριτική του οικογενειακή απουσία.
Μέσα από τα μάτια και τις αισθήσεις της μνήμης μιας ποιήτριας, που δεν φοβάται
να εκθέσει τα εν οίκω σε εμάς τους αναγνώστες του ποιητικού της λόγου. Ενός
λόγου ύπαρξης που παραπέμπει σε γυναικείες εκκλησιαστικές ποιητικές φωνές
ανεπανάληπτης μαγείας και ευφροσύνης.
Λέξεις
παράξενες, που ακούγονται για πρώτη φορά στα αυτιά μας. Λέξεις με τον δικό τους
σημασιολογικό χαρακτηρισμό. Ουσιαστικά της ελληνικής γλώσσας που δεν τα
συναντούμε εύκολα στην γλωσσική μας παράδοση, που φύονται από ένα πεδίο
συγκίνησης πρωτόγνωρο που σε εκπλήσσει, αναρωτιέσαι από πού προέρχονται αυτές
οι λέξεις, που αποσκοπούν, πώς εγκαταστάθηκαν μέσα στην γλωσσική συνήθεια της
ποίησης της ποιήτριας. Πως βρέθηκαν μέσα στο συντακτικό σώμα της ποίησής της.
Από ποιο φρέαρ οδύνης αντλήθηκαν. Επίθετα, λιγοστά, άγριας ομορφιάς που
επιτείνουν τη σημασία του ουσιαστικού, που δίπλα τους ξενίζει, παραξενεύει,
ίσως χαριεντίζεται όμως δεν ψεύδεται, δεν λοξοδρομεί από τα ρεύματα συγκίνησης
που κυλούν μέσα στην ποιητική συλλογή. Υπόγεια ρεύματα θλίψης, ικετήριες
παραμυθίες που αναδύονται στην ποιητική της επιφάνεια αβίαστα και κοσμούν τον
χώρο. Ένας λόγος που γίνεται ποίηση από μόνος του που έχει την δική του
αυθυπαρκτότητα.
Είναι ένας ποιητικός λόγος οντολογικός,
αυτοαναφορικός, που δεν αναλώνεται μέσα σε σχεδιασμούς αισθητικής κομψότητας.
Πλέει μέσα σε ένα ποτάμι γλωσσικής αθωότητας και συγκίνησης, γιατί είναι στο
βάθος της πυκνότητάς του συντροφικά πένθιμος. Οι βαθμοί της συγκίνησης της
φωνής της Κικής Δημουλά, προμηνύουν το στίχο της που μας λέει: «Θεέ
μου τι δεν μας περιμένει ακόμα». Ελπίζει. Ελπίζει που; Σε ένα ελπιδοφόρο
σύμπαν; Όχι. Ελπίζει που; Σε έναν αναφή Θεό και Κύριο που επικαλείται; Όχι.
Στους ανθρώπους που συνάντησε; Όχι. Η ποιήτρια Κική Δημουλά ελπίζει στις
εμπειρίες ζωής που έζησε κοντά στον σύντροφό της,-έστω και αν αυτό ακούγεται
παράξενο, που προσδοκά να τις ξαναζήσει-τον ποιητή Άθω Δημουλά που υπήρξε
μέντοράς του βίου της και του ποιητικού της ταλέντου. Που της το ανέδειξε
φιλεύσπλαχνα, όπως γνωρίζουν οι αληθινοί ποιητές. Η ποίησή της γίνεται το όχημα
των αναμνήσεών της που τροφοδοτούν την ποιητική της γλώσσα. Η γήινη απουσία του
πιστού συντρόφου της μετατρέπεται σε λέξεις, σε στίχους, σε εικόνες, σε
μουσική, σε ύφος της νέας μοναχικής ζωής της. Διαμορφώνει την νέα στάση της
ζωής της. Ο κόσμος είναι πλέον άδειος, περισσότερο αποτρόπαιος και άξενος τώρα
που εκείνος δεν είναι δίπλα της, να την φροντίζει, τώρα που δεν θα απλώσει τα
χέρια του να την αγκαλιάσει και να την προστατέψει από τους καινούργιους της
ζωής κινδύνους. Τώρα που το λακουβάκι του μαξιλαριού δεν θα εκπέμψει πια την
θερμότητα του προσώπου του. Τώρα που η φωνή του δεν θα ακουστεί να την
συμβουλεύει προς τα πού να στρέψει το ποιητικό της βλέμμα. Το «Χαίρε Ποτέ»
είναι μια δημόσια συνομιλία με τον ίδιο της τον θάνατο, που εξαιτίας της
απώλειας του αγαπημένου της συντρόφου και συζύγου, του πατέρα των παιδιών της,
συνεχίζει την ζωή της αλλιώς. Του δασκάλου που την καθοδήγησε στα πρώτα της
ποιητικά βήματα. Μαζί μετάλαβαν του ποιητικού άρτου και οίνου. Μαζί
εκκλησιάστηκαν στον μεγάλο ναό της Ποίησης. Μαζί ξενύχτησαν σχίζοντας σελίδες
της ποιητικής τους γραφής, μέχρι να βρουν το δρόμο τον μυστηριακό, μέχρι η
ποιητική κατάθεση να ολοκληρωθεί σε ονείρου μέθεξη, σε καθαρτήρια εξιλέωση, σε
επιβεβαίωση της ίδιας τους της σχέσης. Η ποίηση της Κικής Δημουλά ανοίγει μια
διπλή συζήτηση. Από την μία οι αναμνήσεις της και από την άλλη η σκιαγράφηση
της εικόνας Εκείνου, του Άθω, που είναι η συνείδηση του ποιητικού της λόγου.
Το «Χαίρε Ποτέ» δεν είναι σπαράγματα ζωής, είναι η ίδια της η ζωή που μετουσιώθηκε σε λέξεις, σε στίχους, σε παύσεις του λόγου, σε ανακατάταξη των νοημάτων, σε μουσικές στιγμές, σε χρώματα που είναι θαμπά από της αγάπης την απώλεια, από τον θάνατο που μπορεί και ανασταίνεται μέσα σε χαραμάδες θλίψης. Είναι η δημόσια συνομιλία μιας γυναίκας που ξέρει να αγαπά και μετά τον θάνατο του συντρόφου της, που ατενίζει την θεϊκότητα της ζωής που έζησε αλλά δεν χόρτασε, δεν λησμόνησε. Και μέσω της γλώσσας, μέσω των παράξενων ουσιαστικών που εφευρίσκει και χρησιμοποιεί, αγωνίζεται να την ξαναζήσει σε μια άλλη διάσταση με την βοήθεια του Θεού, που μένει πάντα αινιγματικά σιωπηλός στον κάθε ένα ξεχωριστά και λαλίστατος μέσα στην Φύση. Ουσιαστικών που αρνούνται να εξαντληθούν στην νοηματικής τους σαφήνεια, στην καθαρότητα της αναγνωστικής τους κατανόησης. Λέξεις που καθρεφτίζονται μόνο μέσα στην ταυτότητά τους. Μέσα στην πληρότητα της αγνωσίας τους που σχηματίζουν το όνειρο της ζωής της. Ένα δια βίου πένθος αναγνωρίζουμε στον ποιητικό της λόγο. Οι λευκές σελίδες του βιβλίου της είναι το μνήμα των λέξεών της που μας υπενθυμίζουν την ζωή της δίπλα σε εκείνον που εξακολουθεί να ζει μέσω μιας ποίησης που δεν προέρχεται από τα δικά του χείλη και χέρια, αλλά από το άλλο μισό του πλευρού του, που άφησε πίσω του, να θρηνεί την απώλεια του, να αναζητά το άλλο μισό του μέσα στο ουράνιο σύμπαν των λέξεων. Ίσως, θα τολμούσαμε να γράφαμε, ότι ο ποιητής Άθως Δημουλάς, θα μείνει στην ιστορία των γραμμάτων μέσω της ποιητικής γραφής της συζύγου του ποιήτριας Κικής Δημουλά, παρά μέσω της δικής του ποιητικής κληρονομιάς. Ίσως.
Το «Χαίρε Ποτέ» δεν είναι σπαράγματα ζωής, είναι η ίδια της η ζωή που μετουσιώθηκε σε λέξεις, σε στίχους, σε παύσεις του λόγου, σε ανακατάταξη των νοημάτων, σε μουσικές στιγμές, σε χρώματα που είναι θαμπά από της αγάπης την απώλεια, από τον θάνατο που μπορεί και ανασταίνεται μέσα σε χαραμάδες θλίψης. Είναι η δημόσια συνομιλία μιας γυναίκας που ξέρει να αγαπά και μετά τον θάνατο του συντρόφου της, που ατενίζει την θεϊκότητα της ζωής που έζησε αλλά δεν χόρτασε, δεν λησμόνησε. Και μέσω της γλώσσας, μέσω των παράξενων ουσιαστικών που εφευρίσκει και χρησιμοποιεί, αγωνίζεται να την ξαναζήσει σε μια άλλη διάσταση με την βοήθεια του Θεού, που μένει πάντα αινιγματικά σιωπηλός στον κάθε ένα ξεχωριστά και λαλίστατος μέσα στην Φύση. Ουσιαστικών που αρνούνται να εξαντληθούν στην νοηματικής τους σαφήνεια, στην καθαρότητα της αναγνωστικής τους κατανόησης. Λέξεις που καθρεφτίζονται μόνο μέσα στην ταυτότητά τους. Μέσα στην πληρότητα της αγνωσίας τους που σχηματίζουν το όνειρο της ζωής της. Ένα δια βίου πένθος αναγνωρίζουμε στον ποιητικό της λόγο. Οι λευκές σελίδες του βιβλίου της είναι το μνήμα των λέξεών της που μας υπενθυμίζουν την ζωή της δίπλα σε εκείνον που εξακολουθεί να ζει μέσω μιας ποίησης που δεν προέρχεται από τα δικά του χείλη και χέρια, αλλά από το άλλο μισό του πλευρού του, που άφησε πίσω του, να θρηνεί την απώλεια του, να αναζητά το άλλο μισό του μέσα στο ουράνιο σύμπαν των λέξεων. Ίσως, θα τολμούσαμε να γράφαμε, ότι ο ποιητής Άθως Δημουλάς, θα μείνει στην ιστορία των γραμμάτων μέσω της ποιητικής γραφής της συζύγου του ποιήτριας Κικής Δημουλά, παρά μέσω της δικής του ποιητικής κληρονομιάς. Ίσως.
Ο ποιητικός λόγος της Δημουλά αστράφτει πάνω στον
καθρέφτη της γυναικείας αγάπης. Μιας αγάπης προς την γλώσσα που δημιουργεί για
να εκφράσει την δική της φιλαρέσκεια, ακόμα και την φιλαρέσκεια του πένθους
της. Οι λέξεις της διασπώνται σε μικρούς πυρήνες χαρμολύπης, σε μελίχροες
αισθήσεις, σε ασύλληπτες συλλήψεις μιας ομορφιάς που δεν είναι εύκολο να
προσδιορίσεις αν δεν αφεθείς στο πένθος
της ζωής, δηλαδή, στην πλέρια εμπιστοσύνη της. Η ποίηση της Κικής Δημουλά
κουβαλά μέσα της την απελπισία του πιστού μπρος στα εικονίσματα καθώς σκυφτός
και γονατιστός δέεται ζητώντας εξιλέωση από το εικονιζόμενο θεϊκό πρόσωπο της
πίστης του. Σηκώνει το βάρος της αγωνίας μιας ατομικής εξομολόγησης που μόνο
ένα θείο υπερπέραν τόσο αόρατο και αχανές, όσο είναι η ψηλαφητή του ορατότητα
μπορεί να σηκώσει. Ο ερωτικός κρυφός της σπαραγμός γίνεται ποιητική δέηση,
ικεσία σε έναν Θεό που αναγνωρίζει το πρόσωπό του μόνο μέσα στις λέξεις που τον
εικονογραφούν, τον ανιχνεύουν. Είναι η Ποίηση που μένει από όλο αυτό το
περιπετειώδες του θανάτου ταξίδι. Ο Άθως και η ζωή μαζί του γίνεται Ποίηση. Η
τρυφερή της ικεσία προς τον Θεό γίνεται Ποίηση. Ο ίδιος της ο
λόγος μετατρέπεται σε Ποίηση. Γιαυτό ανέφερα παραπάνω ότι η ποιητική της φωνή
είναι οντολογική. Γιατί κουβαλά μέσα της, πολιτιστικά φορτία προαιώνιας
εκκλησιαστικής εξομολογητικής παράδοσης του ανθρώπου προς τον δημιουργό του που ανταποδίδει τις ευεργεσίες του μέσω των λέξεων, της γλώσσας και των
αποφατικών μυστηρίων της. Υπάρχουν ποιητικές μονάδες που βασίζονται πάνω στην νεκρώσιμη ακολουθία του Ιωάννη Δαμασκηνού.
Σίγουρα
σε αυτήν την συλλογή, δεν θα συναντήσουμε λέξεις μέσα στην οργανωμένη τους
συντακτική αυστηρότητα που έχουμε μάθει, δεν θα περπατήσουμε σε γνωστά μας
ερμηνευτικά μονοπάτια. Δεν γίνεται, θα σκοντάψουμε πάνω σε υφολογικούς και
εννοιολογικούς σκοπέλους που η ίδια η ποιήτρια στήνει μπροστά μας. Η τεχνική
της είναι δαιδαλώδης, οι λέξεις δεν υποτάσσονται στις δικές μας ερμηνευτικές,
πολλές φορές ξεγλιστρούν ακόμα και από την διάταξη με την οποία τις παραθέτει η
ποιήτρια. Όμως, δεν χάνουν την μυστηριακή τους καθαρότητα, δεν απεμπολούν κατά
τι το φορτίο συνείδησης που φέρουν μέσα τους. Λέξεις χρησμολογικές, που ακούγονται
από το βάθος ενός χρόνου που σημάδεψε την ζωή της ανεξίτηλα. Λέξεις βαπτισμένες
μέσα στην κολυμπήθρα του πένθους του έρωτα, γιαυτό παραμένουν ανοξείδωτες μέσα
στην όρασή μας. Ευρηματικές είναι επίσης οι γλωσσικές της τεχνικές, όπως
ευρηματικός παραμένει και ο ανθρώπινος πόνος της απώλειας. Λέξεις συμπεριφορές
ήθους ζωής και ήθος θανάτου. Εκφράσεις που ανιχνεύουν κάθε ενδεχόμενη υποψία
αναίρεσής της αλήθειας τους. Που αποσπούνται από το ανομολόγητο του ιδιωτικού
για να μας αποκαλύψουν το άρρητο της ελπιδοφορίας μας μέσω της εξομολόγησής
της.
Η προαίρεση του πλησιάσματος του χαμού είναι αυτή
που μετράει στην ποιητική της γραφή. Και η ποιητική προαίρεση της ποιήτριας
Κικής Δημουλά δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Είναι η σύλληψη του αιώνιου και του
άφατου, που μορφοποιήθηκε σε τραγική ανθρώπινη μοίρα μέσα στην ποιητική της
γλώσσα και ποιητική αίσθηση. Γιατί, η ανθρώπινη, συντροφική, συζυγική, ερωτική,
φιλική απώλεια, δεν είναι η σιωπή μιας αινιγματικής και τρομερής Θεότητας που
κρύβεται μέσα στον ανθρώπινο πόνο, αλλά το ίδιο το Σώμα του ανθρώπου, είναι
αυτό, που δεν ξέρει πώς να χειριστεί την απώλεια του άλλου μισού του.
Και αυτήν την διαχείριση της Σωματικής απώλειας
έρχεται να καλύψει ο Ποιητικός Λόγος. Που έγινε Σάρκα εξομολογητικής γραφής
μέσα στην Ιστορία, καθώς επαναλαμβάνει διαρκώς την απώλειά του.
Μεταφέρω
στην ιστοσελίδα μου ορισμένες από τις κριτικές που γράφτηκαν για την ποιητική
συλλογή «Χαίρε Ποτέ» της ποιήτριας Κικής Δημουλά, αρχινώντας από την κριτική
του φιλόλογου και ποιητή Σταύρου Βαβούρη, όπως δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό
περιοδικό «Η ΛΕΞΗ» τεύχος 83/3,4,1989, σελίδες 315-316.
Κριτικές
για το έργο
•
Σταύρος Βαβούρης, περιοδικό «η λέξη» τχ. 83/3,4, 1989, σελίδες 315-316
Κική Δημουλά: Χαίρε Ποτέ. Στιγμή, 1988
Το
«Χαίρε Ποτέ» της Δημουλά, βιβλίο ορόσημο και σταθμός, σε μια πρώτη ανάγνωση, σ’
αφήνει άναυδο. Ο σπαραγμός του, ασίγαστος κι απαρηγόρητος, σε συμπαρασύρει,
τόσο ώστε να είναι αδύνατον ν’ αποστασιοποιηθείς κριτικά και να διαπιστώσεις
ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα θρήνο μοιρολόι που σε παραπέμπει στην απόγνωση
των πιο δραστικών μοιρολογιών:
Σήκω
διαμάντι και ρουμπί κι ανθέ του μαλαμάτου που ‘χω δυό λόγια να σου πώ του
παραπονεμάτου.
Όχι ότι τέτοιες ψευδαισθήσεις-δηλαδή πώς ο νεκρός
της «κοιμάται» κι είναι δυνατόν να σηκωθεί να του παραπονεθεί- έχει η Δημουλά.
Τουναντίον. Έχει αναγάγει το αμετάκλητο του θανάτου σε μια τόσο υψηλή ποιητική μετουσίωση, πού όμοιά
της μάταια θ’ αναζητούσες στην ποίηση του αιώνα μας. Κατακρεουργημένη, ασπαίρει
κυριολεκτικά:
«Με ρωτάει ο καιρός
από πού θέλω να περάσει
πώς ακριβώς τονίζομαι
στο γέρνω ή στο γερνώ…» ή
«… ν’ μη
γερνάω μόνη… όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς».
Έχεις την αίσθηση ότι η κοινή των θνητών μοίρα, ο
αδήριτος αδυσώπητος θάνατος, ωε μοναδικό στόχο του δεν είχε παρά τη Δημουλά.
Ώστε η εξακόντισή της στην «ύβριν» των αρχαίων, παρά το δέος και τον τρόμο που συνεπάγεται,
να σου φαίνεται φυσικό επακόλουθο, μιάς απόγνωσης, μιάς μοναδικής ανθρώπινης
οδύνης, όπου η Φύση, τα Πράγματα, και πρό πάντων ο Ουρανός δεν απέβλεπαν παρά
μονάχα στον αφανισμό του νεκρού αγαπημένου. Μιάς οδύνης που δεν παρηγορεί, δεν
την καταπραΰνει, δεν την επουλώνει τίποτα και κανείς.
Αντιθέτως. Ο παντελεήμων, ο παντοδύναμος Θεός έχει «εγκρίνει»
παραπλανητικά ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς» όπως:
«στον
κεκοιμημένον δούλον Σου».
Ο νεκρός δηλαδή έχει κοιμηθεί «δούλος» και τον
απελευθερώνει ο θάνατος (πάντα κατά τις χριστιανικές δοξασίες περί θανάτου). Ο
ευφημισμός νεκρός-κεκοιμημένος, εξαγριώνει αντί ν’ απαλύνει τις αλγοδύνες της
Δημουλά.
«Θέ μου αν απελευθερώνει ο θάνατος
όπως μας το υπόσχεται, η γλυκύτατη παρήγορη
αβεβαιότης, εσύ
γιατί τον θές ντέ και καλά δουλέμπορο».
Η απάντηση θα ήταν: γιατί στο χωρίς όριο θείο έλεος,
ενυπάρχει η παραμυθία, η παρηγοριά των επιζώντων. Η Δημουλά μοιάζει να μην
πείθεται σ’ αυτό το απέραντο έλεος:
«Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
Πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό».
Αλλά, το «Χαίρε ποτέ» είναι μόνο ένα
ποίημα-μοιρολόι; Μια δεύτερη ανάγνωση σε υποχρεώνει σε μια τρίτη, τέταρτη, κι
από την άποψη αυτή πράγματι υπερβαίνει τις δυνατότητες μιάς κριτικής, έστω
πολυσέλιδης. Δεν εξαντλείται, εκτός αν σ’ ένα βιβλίο απομόνωνες τους αδιέξοδους
παραδρόμους της ποιητικής της Δημουλά, των σχέσεών της με τη φύση, με τους
συνανθρώπους της, τη μεταφυσική της, το Θεό. Π. χ. οι στίχοι:
«Πώς ήθελα να ξέρω να γεννάω
μικρά ποιήματα,»
αν παραλληλιστεί με
«το χαμένο ποδαρόδρομο
πού φάγανε στη μούρη τα μεγάλα
ξυπόλητα δονκιχωτικά»,
γεννούν πολλές απορίες. Σημειώνω μόνο ότι ανέκαθεν
(και στο «Χαίρε ποτέ») «μπόρεσε» «μικρά ποιήματα», θαυμαστής πυκνότητας. Στα
«μακρά» της, η «ένταση»-όπως στα διαβόητα συνθετικά (που η Δημουλά δεν έγραψε
βέβαια)-πέφτει γιατί «δεν αποταμιεύεται», αν κι απομονωμένα τους τετράστιχα ή
δίστιχα είναι ολοκληρωμένα ποιήματα, έστω κι αν τ’ αποσπάσεις από το σώμα του
ποιήματος που ανήκουν. Π. χ.:
…. Μετά τη δωρεά του σώματός σου στο Θυμάμαι…
….Ποτέ δεν πέφτει η μόδα του ευάλωτου…
…. Το σκληρό έμαθα πώς χαράζει
αλλά όχι πως χαράζεται….
Δύσκολα-όσον αφορά τις σχέσεις της Δημουλά με τη φύση-θα ‘λεγα ότι ο
στόχος της κι αιτία του «ξαναπικραίνεται» βλέποντας πώς «τα κυπαρίσσια.. πατάνε
επί πτωμάτων για ν’ ανέλθουν,» είναι τα κυπαρίσσια. Θα ‘ταν αφέλεια. Επίσης το
«λίγο του κόσμου», των «άλλων», μου φέρνει στο νου ο στίχος «κραυγαλέα
επιδόρπια παραγγέλνει η συντροφικότης».
Η θάλασσα
είναι το σύμβολο, η αλληγορία της χαμένης ευτυχίας, του έρωτα, με το νεκρό
αγαπημένο σε κάποιο ακρογιάλι:
«Ναύπλιο, Εύβοια, Σκόπελος;
Θα πεις
και που δεν ήταν τότε θάλασσα».
Αλλά στη «Μεγάλη Πέμπτη» διαβάζω:
«Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα».
Ο Θεός έγραψε «λάθος» τη λέξη συμπόνοια, αλλά η
επίκλησή του, είναι διάσπαρτη:
«Θεέ μου, τι δε μας περιμένει ακόμα»
… «Κύριε… μήπως… ήσουν ακόμη άνθρωπος»
«Κύριε, γνωρίζω σκαμμένους δρόμους ξανασκάβω…»
Έγραψε
λάθος ο Θεός τη λέξη συμπόνοια, αλλά το «αναπόδεικτό» του, και τον συκοφαντεί
και υποστηρίζει τη «βασιλεία» του, την υπαιτιότητά του και το «ανεξήγητό» του.
Το θέμα
είναι πελώριο. Όπως και η λεξιπλασία και η γλωσσοπλασία της Δημουλά, πού
κάκιστα και άστοχα της προσάπτουν, ενώ νεολογισμοί βάρβαροι και κακόηχοι,
σωστοί γλωσσοδέτες, βραβευμένων ποιητών έχουν εξυμνηθεί και προβληθεί ως
δείγματα της γλωσσολατρείας τους. Της Δημουλά, είναι μουσικότατοι. Παραθέτω
μερικούς στην τύχη:
Ευανάπνευστα (θα συναντηθούμε), φιλευδιάλυτους
(σκοπούς), ανεύθυμη (η συντροφιά των αποστάσεων).. Απροσδοκίες. Φτηνοχωρισμοί.
Τα ελληνικά βέβαια δεν έχουν ανάγκη εμπλουτισμού.
Αλλά στη Δημουλά, εκτός του ότι δεν καταστρατηγούν τους κανόνες της συνθέσεως
των λέξεων, είναι αναπόσπαστοι από τον «τρόπο» που έχει «να σαρώνεται». Βέβαια
μετά την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών και της καθαρεύουσας, ένας τόμος
Απάντων της Δημουλά, θα χρειαστεί οπωσδήποτε ένα γλωσσάριο. Αλλά μήπως δε
χρειάζεται γλωσσάριο εδώ και πενήντα τουλάχιστον χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ο
Καβάφης, και σχεδόν όλοι οι υπερρεαλιστές;
Δε νομίζω
τελειώνοντας ότι «τίμησα» όπως του άξιζε το «Χαίρε ποτέ». Αν το ψηλάφισα, είμαι
ικανοποιημένος. Αν υπάρχει πνευματική ζωή στον τόπο, έστω και αργά, οι σοφοί
μας θεωρητικοί πρέπει ν’ ασχοληθούν πάλι και πάλι μαζί του, να το αναλύσουν, να
το διδάξουν, επίμονα και συστηματικά. Να επανέλθουν ξανά και ξανά στην
περίπτωσή του. Θα ‘τανε τουλάχιστον ανέντιμο να ισχύσει και γι’ αυτό το γνωστό
λαϊκό ρητό: «Κάθε θαύμα δυό ημέρες, το
μεγάλο τέσσερες». Το «Χαίρε ποτέ» είναι ένα θαύμα, που πρέπει με κάθε τρόπο ν’
απασχολήσει, επί χρόνια, τουλάχιστον τους «σχετικούς» μ’ ό,τι θεωρείται ακόμα
Ποίηση και Ποιητές (με κεφαλαίο). Εγώ τουλάχιστον, αν και δεν είμαι κριτικός,
ως ποιητής υποκλίνομαι και παραμερίζω.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ, περιοδικό «η λέξη» τχ.
83/3,4,1989, σ.315-316.
--
•
Κώστας Σταματίου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 14/1/1989
«Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα»
Κική Δημουλά
Η
ΧΡΟΝΙΑ πού πέρασε δεν ήταν από τις καλύτερες για την Ελληνική Ποίηση. Ως το
Δεκέμβρη τουλάχιστον, θα μπορούσε κανείς να πεί πως ήταν από αδιάφορη έως
απογοητευτική. Οι παλιότερες γενιές μάλλον εσίγασαν εντελώς. (Η ζωτικότητα του
Νικηφόρου Βρεττάκου που εκδηλώθηκε εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είναι η
εξαίρεση). Από τις νεότερες, περιλαμβανομένης και της κάποτε σφύζοντας εκδοτικά
«Γενιά του ‘70», τίποτε το ουσιαστικό καινούργιο΄ μερικοί μόνο εμφανίστηκαν με
μια λιγοσέλιδη πλακέτα, απλώς κάνοντας μια «πράξη παρουσίας». Θα ήταν κουραστικό
ν’ απαριθμήσει κανείς τους απόντες
από το 1988. Τέλος, προσωπικά τουλάχιστον, δεν ανακάλυψα καμιά αξιοπρόσεχτη
ολοκαίνουργια φωνή. Ευτυχώς, κατά τα τέλη του έτους, μερικές αλλαγές ήρθαν να
ταράξουν το τέλμα. Προπάντων, το «Χαίρε
Ποτέ» της μεγάλης ποιήτριας Κικής
Δημουλά, πρώτο της βιβλίο μετά «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), μετά δηλαδή
από εφτά και πλέον έτη σιωπής…………………………….
ΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΣ
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: «Χαίρε ποτέ», εκδόσεις Στιγμή Αθήνα
1988. Σελίδες 118.
Η Κική
Δημουλά είναι σχεδόν σπανιογράφος. Επτά συλλογές συνήθως ολιγοσέλιδες-μέσα σε
36 χρόνια. «Ποιήματα» (1952), «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1985), «Επί τα ίχνη»
(1963), «Το λίγο του κόσμου» (’71 β΄ έκδοση 1983) και «Το τελευταίο σώμα μου»
(1981). Έπειτα σιωπή. Ήταν τέτοια η απορρόφησή της από τη μακρά μοιραία
ασθένεια του σημαντικού ποιητή-συντρόφου της Άθου Δημουλά κι η συντριβή της από
την έλευση του αναμενόμενου θανάτου, ώστε πολλοί σκέφτηκαν πως ίσως δεν θα
ξαναφαινόταν ποτέ το γραφτό της. Να όμως, που, τουλάχιστον στους «ταγμένους»
της, η άσκηση της ποίησης είναι ανάγκη και παρηγοριά μαζί, βάσανος και νίκη
πάνω στο χρόνο και στη φθορά και στην οδύνη, και να που έχουμε σ’ αυτή την
αναστάσιμη συλλογή, «Χαίρε ποτέ»,
μια νέα άνοιξη της μεγάλης ποιήτριας, κάτι σαν παραλλαγές στο «θανάτω θάνατον πατήσας», μια σειρά από
κραυγές και ψιθύρους υψηλής ποιότητας και ζηλευτής ωριμότητας.
«Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός
εάν
εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού
με χαιρετούν σκούρα μαντήλια
ακυμαντότητας
χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες
καθώς κατευθύνονται προς
την ευωδία της ενορίας τους.
Ψιλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες
μπηγμένες κατακόρυφα
στο τρεμουλιάρικο κορμί της
αντανάκλασης
από αναμμένα ακόμα φώτα
σπιτιών και καϊκιών
μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα
σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.
Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών
παρακάμπτω
διασχίζω το Μέγα Σάββατο
και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς
για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου
κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκομένων.
Θα σε υποστηρίξω»
(Μικροπωλητές Μύρων)
Αφιερωμένη στη «Μνήμη Άθου
Δημουλά», η συλλογή περιλαμβάνει 50 περίπου ποιήματα. Σε πολλά, είναι
έντονη η παρουσία-απουσία του χαμένου συνοδοιπόρου μιας ζωής.
«….. Φυσάει άδειο δωμάτιο
Πιάνομαι
γερά από τον τρόπο μου
που
έχω να σαρώνομαι
Νέα
σου δεν έχω.
Η
φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις
σαν ερχόμενος
χαμογελάς
σαν όχι…
…..
Με ρωτάει ο καιρός
από
πού θέλω να περάσει
πού
ακριβώς τονίζομαι
στο
γέρνω ή στο γερνώ.
Αστειότητες.
Κανένα
τέλος δεν γνωρίζει ορθογραφία.
Νέα
σου δεν έχω.
Η
φωτογραφία σου στάσιμη.
Όπως
βρέχει χωρίς να βρέχει.
Όπως
σκιά μου επιστρέφει σώμα.
Κι
όπως θα συναντηθούμε μια μέρα
εκεί
πάνω….
…..
Από τα όνειρα που ανάθρεψα
το
ποιο πονετικό μου, να μη γερνάω μόνη.
Θα
συναντιέστε υποθέτω τακτικά
εσύ
κι ο θάνατός του.
Δίνε
του χαιρετίσματα, πες του τα να ΄ρθει
κι
αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε
εκεί,
στην τελετή απονομής απωλειών.
Όσο
δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι
ναι μου φτάνει το αδύνατον.
Κι
άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο
δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Διότι
νέα σου δεν έχω.
Και
αλίμονο αν δε δώσει
σημεία
ζωής το παράλογο»
(Απροσδοκίες)
Είναι μια
ποίηση που δεν γράφεται, δεν «κατασκευάζεται». Αναβλύζει μέσα από τον
κοχλάζοντα ψυχισμό της Δημουλά, γεννιέται με πόνους τοκετού, αλλά, σαν μαγικά,
αποκρυσταλλώνεται σε μια παρθενική στιλπνότητα. Τελικά, το μόνο που «ακούγεται»
είναι μουσική, εξαίσια, καθάρια μουσική:
«Σαλιγκάρια μετά τη βροχή
όπως οι λύπες μας μετά τη λύπη.
Για να σκεπάσω αυτόν το θόρυβο
καλώ τη μικρή ορχήστρα:
Μια συντροφιά από κοριτσάκια
σκορπισμένα
σε ανέμελα αναχώματα φιλόμουσου αγρού.
Ιδιοκτησία πορσελάνης. Επίχρυσα
καπέλα, όργανα μουσικά, χρυσά ηνία
-κορδέλες στων μαλλιών τον καλπασμό
προς τον επίχρυσο αέρα. Αγριολούλουδα
κρατούν το αναλόγιο, γυρίζουν τις σελίδες
αν και ξέρει απ’ έξω τις νότες
η τραγουδίστρια φυσικότης.
Ένα κοριτσάκι παίζει βιολί
άλλο φλογέρα φυσαρμόνικα και άλλα
σκυμμένα πλησιάζουν το αυτί τους
στο στόμα της καλλίφωνης σκηνής…».
(Γενική
κληρονόμος πορσελάνης)
Έτσι, ενώ
ως ένα σημείο, με φανταστικές συνομιλίες, μονολόγους προς εαυτήν, «απολογίες»
κι εξομολογήσει μια, συχνά βαριά, σκιά προτέρου βίου πλανάται, βαθμιαία, μέσω
της λυτρωτικής ποίησης, μικρά παράθυρα ανοίγουν και πάλι στον κόσμο, τη ζωή, το
μέλλον. Τον βουβό σπαραγμό διαδέχεται η ώριμη αποδοχή, η κατάκτηση μιάς
βιώσιμης (απ’ ό,τι φαίνεται τουλάχιστον) γαλήνης:
«Είμαι στο
χείλος της θέας
Δρέπω την εύφορη γοργότητα τριγύρω…
…. Τίποτα δεν αδημονεί.
Με ξυπνητήρια σηκώνεται αέρας
να ρίξει κάποια φύλλα απ’ τη συνήθεια.
Μόνο μια ηλίθια σαύρα τρέχει να περάσει το δρόμο.
Βιάζεται να σωθεί.
Πίσω από το θάμνο την περιμένει
με ανοιχτή στομάρα να τη χάψει η προσαρμογή της.
Μοχθηρό ερπετό η προσαρμογή.
Στην προστασία της κατέφυγαν
και τα όνειρα
και τα κατάντησε φυτά-δεν είναι-
να τα βλέπεις.
Άντε, σε συγχωρώ στιγμή που ήμουν».
(Καρυοθραύστης ή Ωριμότης)
«Καρτερία γράφουν στα μπουκαλάκια οι ετικέτες.
Δεν είναι
καρτερία. Είναι μια συμφιλίωση
εχθρική
ανάμεσα ζωής και θανάτου….»
(Εχθρική
συμφιλίωση)
«…. Και ξεδίνω λιγάκι.
Ακομπανιάρω τους λουόμενους στο αδελφωμένο ασματίδιο
της επίπλευσης».
(Τα
πάτρια όρια)
Θα ‘θελα να μπορούσα να μεταφέρω 20,30, όλα τα
ποιήματα της συλλογής σ’ αυτό το σημείωμα. Δε γίνεται. Μερικούς στίχους μονάχα:
«Ανοίγω
τα παράθυρα της φωτογραφίας
ν’ αεριστεί .
Έμεινε καιρό
κλεισμένη
όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα…
… Ενώ ήμουν μαζί σου εξαρχής
κοινοκτήμων της παλίρροιας και
των περιβολιών…
… Πώς ενημερώθηκε η φωτογραφία.
Χρόνος αληθινός σε χρόνο χάρτινο πώς μπήκε…»
Καμιά φορά, σπάνια, μια έξοδος, μια απόπειρα εξόδου
μάλλον, π.χ. στους Δελφούς, μάταια κι αυτή:
«Ήρθα εδώ
να μορφωθώ
ερείπια.
Αλλά η δυνατή βροχή
με κράτησε μέσα, κλεισμένη,
ημιμάθεια…
….. Ατμών αναδιπλώσεις στις
Κορφές
και στις πλαγιές της Κίρφης.
Ομίχλη ερμηνεύεται. Για μένα
είναι κόχλασμα υπόγειο από
ιαματικές
ψυχές. Για κάθε αθερά-
πευτο…
… Μη θυμώνεις δεν σου κάνω
διαφήμιση.
Αλλά ξαναπικραίνομαι που
βλέπω
πως και τα κυπαρίσσια ακόμα
πατάνε επι πτωμάτων για ν’
ανέλθουν
λυγερόκορμα».
Κώστας Σταματίου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 14/1/1989
--
•
Νίκος Γ. Δαββέτας, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 22/1/1989
«ΧΑΙΡΕ
ΠΟΤΕ»
Ο Νίκος Δήμου από το
σταθμό 9,84 την απεκάλεσε μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ (!). Ο
καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής Θεσσαλονίκης Δημήτρης Μαρωνίτης επέλεξε το
βιβλίο της ως το καλύτερο της χρονιάς που πέρασε. Ακολούθησε σύσσωμη η κριτική
με θετικά σχόλια για το τελευταίο της βιβλίο. Ο λόγος για την ποιήτρια Κική
Δημουλά που μετά από απουσία επτά χρόνων, επανεμφανίστηκε με τη συλλογή της
«ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ» (εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ).
Έχω την
εντύπωση πως μια πρώτη προσέγγιση του βιβλίου μπορεί να ξεκινά με μια γνωστή
φράση του Φλομπέρ: «Θα γράψεις για το
κρασί, τον έρωτα και τις γυναίκες με την προϋπόθεση πως δεν θα γίνεις ούτε
μέθυσος, ούτε εραστής, ούτε σύζυγος. Όταν παίρνεις μέρος στη ζωή, δεν τη
βλέπεις καθαρά, υποφέρεις ή χαίρεσαι πολύ». Επειδή, λοιπόν, η συλλογή
αναφέρεται στον πρόωρα χαμένο άντρα της (και ποιητή Άθω Δημουλά) η Κική Δημουλά είχε κατ’ αρχήν ν’ αντιμετωπίσει ένα
πρόβλημα αποστασιοποίησης. Δηλαδή, ν’ αποστασιοποιηθεί από τα προσωπικά της
πένθη ώστε να δει «καθαρότερα»
Γι’ αυτό,
διαλέγει για να συνομιλήσει με τον απόντα σύντροφο την ψυχρή επιφάνεια των
αντικειμένων που κάποτε ζέστανε η αφή του. Τώρα τ’ αντικείμενα έχουν
ξαναγυρίσει στη χρηστική τους απλότητα, όχι, όμως, όλα. Κάποια επανέρχονται
βασανιστικά στη μνήμη μαζί με τόπους αγαπημένους και χρονολογίες, θυμίζοντας
την κοινή συμβίωση που διέκοψε το Αναπότρεπτο. Κατ’ αυτό τον τρόπο
εξουδετερώνεται η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και ο κίνδυνος τα ποιήματα να
μεταβληθούν σε «συναισθηματικές εξατμίσεις» όπως θα έλεγε και ο Γιώργος Σεφέρης. Η μνήμη είναι περίπου
σαν την άγκυρα, αν δεν καρφωθεί με την πρώτη στο βυθό τα ρεύματα την παίρνουν
μακριά. Η μνήμη της ποιήτριας δεν
αποκλείει το θάνατο, αλλά τον περικλείει μέσα στα καθημερινά και τα οικεία, από
κάτι το μακρινό γίνεται η άλλη πλευρά της ζωής.
Η Κ.
Δημουλά παρουσιάζει μια ποίηση αυστηρά δομημένη, αποφεύγοντας ορθά το θρηνητικό
λυρισμό. Δημιουργεί σιγά σιγά μια πλήρη υποκατάσταση όλων των δραματικών
καταστάσεων και βιωμάτων που τροφοδότησαν το συναίσθημα. Επιστρατεύονται για το
ρόλο του υποκατάστατου αντικείμενα, φωτογραφίες, μουσικές, τοπία μέσα απ’ ένα
φίλτρο ειρωνείας και αυτοσαρκασμού. Τα δάκρυα δεν φαίνονται, κυλούν εσωτερικά
και το ψυχικό αποτύπωμα στα ποιήματα παραμένει στεγνό. Αλλιώς ένας υπερβολικός
σπαραγμός, μέσα στη γενικότερη ένδεια της εποχής, θα έπειθε ίσως λιγότερο.
Η Κ.
Δημουλά μας πείθει γιατί το προσωπικό της πένθος παρέμεινε ο πυρήνας και όχι η
περιφέρεια του ποιήματος. Η περιφέρεια τυπικά «ουδέτερη» μπορεί και μιλά στον
οποιοδήποτε τρίτο που αγνοεί πρόσωπα και καταστάσεις.
Αυτή τη
θαυμαστή ισορροπία, του να γράφεις για τα δικά σου πάθη σα να ήταν ενός ξένου
τα πάθη και το αντίστροφο, μόνο μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να πετύχουν, με τη
δύναμή τους να διασώζουν αυτό που θα διαρκέσει περισσότερο από εμάς.
Ν. Γ. Δ. εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 22/1/1989
--
•
Τάσος Ρούσσος, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 12/3/1989
Δραστικό αποτέλεσμα
Η Ποίηση
πλουτίζει την γλώσσα. Πρώτα την εξαρθρώνει και μετά την αναδιαρθρώνει.
Υπονομεύει τις δομές της για ν’ αποδώσουν τις απογειώσεις της φαντασίας. Μια
τέτοια διαδικασία επιτελείται στο τελευταίο βιβλίο της Κικής Δημουλά «Χαίρε ποτέ». Το βίωμα του προσωπικού
πένθους για την απώλεια του συντρόφου της ποιητή Άθου Δημουλά γίνεται η σκαπάνη
για να εξορυχθεί το άπεφθο μέταλλο της ποίησης. Η γλώσσα πειραματίζεται, πάντα
μ’ απροσδόκητη επιτυχία, πάνω στον εαυτό της, ανακαλύπτει συνεχώς καινούργιους
καθρέφτες, που τα είδωλά τους είναι κάθε φορά λαμπρότερα.
Η
ποιήτρια, μια από τις πρώτες πλέον φωνές του τόπου μας, δουλεύει με το πιο
δύσκολο, το πιο άχαρο υλικό: με τις γραμματικές,
τις αμυθοποιημένες πια σημασίες των
λέξεων. Ανοίγει αυτά, τα νεκρωμένα όστρακα και μας αποκαλύπτει το κρυμμένο
βαθιά τους απαστράπτον μαργαριτάρι. Πρόκειται, τολμώ να πω, για ένα είδος υπερρεαλισμού της γραμματικής και του
συντακτικού. Οι τόσο θανάσιμα επικίνδυνες για τη ποίηση αφηρημένες έννοιες
μεταμορφώνονται σε παλλόμενα από ζωή ευαίσθητα όντα και μας ταξιδεύουν με
πτήσεις μαγείας:
Ξέφυγα
μια μέρα και η τύψη
πήγε
να πιει αμέριμνο νερό
τρεχούμενο
υπάρχω υπάρχω
ξεχνώντας
με ανοιχτή.
Ή Φυσάει
άδειο δωμάτιο, ή
Καλώ
τη στάχτη
με
το συνθηματικό της όνομα: Όλα.
Ή χαίρε
συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες
κατά γράμμα τους νεκρούς.
Τα παραδείγματα είναι επιλεγμένα στην τύχη από το
μέγα πλήθος που υπάρχουν στο βιβλίο.
Η συχνή
χρήση του ουσιαστικού στη θέση επιθέτου, ρήματα μ’ αιφνιδιαστικό αντικείμενο,
μεταφορές που ξαφνιάζουν κι αστραπιαία σε συνεπαίρνουν σε απόγειες τροχιές,
ιδού τα ποιητικά εργαλεία της Κικής Δημουλά. Το αποτέλεσμα είναι δραστικό.
Επικοινωνείς άμεσα με το προσωπικό της άλγος, που σου υποβάλλεται υπόγεια. Ο
τρόπος, ιδιότυπος και απόλυτα δικός της, αναπαλαιώνει τη φθαρμένη θεματική του
πένθους. Η μέθεξη του αναγνώστη πραγματοποιείται μέσα από λεπτομέρειες
«ασήμαντες», όπου η ποιητική μνήμη της ποιήτριας αρέσκεται να μονάζει και να
συλλογίζεται. Το αίσθημα δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία. Μεταμφιέζεται σε
«δήθεν» παρατηρήσεις καθημερινότητας, εκπορθεί τη συγκίνησή μας δια μέσου της
δαιδαλώδους ποιητικής μυθολογίας της, που αναμφισβήτητα ανανεώνει το λυρισμό
μας.
Μοναδική
ίσως επιφύλαξή μας είναι ότι το βιβλίο ρέπει, ενδεχομένως αυτάρεσκα, προς την
κατάχρηση των τρόπων του. Μερικές φορές η ποιητική πρόθεση καθιζάνει. Αυτό
όμως-ελάχιστα εξάλλου-δε μειώνει την τελευταία προσφορά της Κικής Δημουλά, που
ορισμένα σημεία της ανήκουν στις κορυφογραμμές της σύγχρονης ποίησής μας.
Του Τάσου Ρούσου, εφ. Το Βήμα 12/3/1989
--
• Παντελής Μπουκάλας, εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ
24/6/1989
«ΥΠΕΡ ΑΣΩΤΕΙΑΣ»
Μόνο η
ασωτεία σώζει-κι ας επιμένει περί του αντιθέτου η ετυμολογική κληρονομιά της
λέξης. Μόνο η ασωτεία. Η σπατάλη. Δίχως η λογιστική μικρόνοια να μειώνει το
αίσθημα, ν’ αδειάζει το νόημα και να στειρώνει τις λέξεις. Η ασωτεία Και το
ξέρει καλά αυτό η Κική Δημουλά. Και δεν το κρύβει. Ο πληθυσμός της ποίησής της
μεγάλος….
Δεν
κλέβει τον αναγνώστη. Του παραδίδεται. Δεν του κρατάει γι’ αργότερα, για ποτέ,
τη νοστιμιά που η ίδια ανακαλύπτει θραύοντας το κουκούτσι των λέξεων.
«Δεν
αποταμιεύεται η ένταση». Καθαρά το λέει. Και το πράττει.
Ατόφιο προσφέρει το θησαυρό του πόνου της. Και πάλι, όχι για να κορέσει τον
αναγνώστη, όχι για να τον πείσει πως πονά σκηνοθετώντας και διά λέξεων,
πολλαπλασιάζοντας την πίκρα της, όπως η εφηβεία συνηθίζει.
«Υπέρ
ασωτείας». Γιατί «μια
μέρα να την φυλάξεις την ένταση χαλάει». Μια μέρα να την τρίψεις
περισσότερο τη λέξη και πάει, μένουν στα χέρια άσαρκα σύμφωνα και φωνήεντα
άφωνα. Μια μέρα παραπάνω να γυρέψεις σχήμα του πόνου ιδανικό, «ποιητικό», και
πάει ο πόνος, έγινε ανάμνηση, είδωλο΄ όχι, έγινε τεχνική πόνου, φόρμουλα. Έγινε
πολιτική. Κάτι τέτοιο δημαγωγά, όμως, δεν χωράνε στην ποίηση της Κικής Δημουλά.
Τα «τομάρια τα εαυτούλικα μυρμήγκια»
μένουν έξω κι από το περιθώριο της σελίδας της. Πώς το λέει ο Μάριος Μαρκίδης στη μελέτη του «Είναι
και ποτέ» (εκδόσεις Έρασμος 1989); «Θλίψη
που δεν έχει μάθει να ειρωνεύεται τον εαυτό της». Ούτε να τον πλαστογραφεί
με του πληθωρισμού τα καμώματα, όπου στο τέλος η πρησμένη πίκρα μένει δίχως
βαρύ πυρήνα.
Με το
θάνατο τον πολεμάς το θάνατο. Με το θάνατο του μυρμηγκιού που τρώει τα μέσα
σου. Με το θάνατο του παμφάγου «εγώ» μες στο «έξω». Με το θάνατο του
θησαυρίζειν στο δόσιμο. Ερωτοτροπώντας με την απόσβεσή σου. Και η Κική Δημουλα
δίνει. Σχεδόν εκθέτει το μικροαστικό μας σφίξιμο με τη δική της απεριόριστη
έκθεση.
Σκαρφίζεται λέξεις και σχήματα, τρόπους και μουσικές, με μια χαρά
παιδιού. Αλλά δεν σκαρφίζεται πένθος. Αυτό υπάρχει. Δίκαιο και ανυπόκριτο. Και
προπαντός αδοξολόγητο. Δίχως να ποζάρει. Γυμνώνεται για να «ασφαλτοστρωθεί το ανώφελο»
Η Δημουλά μας το ξαναθυμίζει: η νεκρώσιμη ακολουθία
κουβαλάει μέσα της μια ζωοφόρο μουσική.
Παντελής Μπουκάλας. (Το κείμενο αναδημοσιεύεται από
το περιοδικό «Λέξη» τεύχος 84, Μάης ’89).
--
• Κώστας
Τσαούσης, εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 10/1/1990
Κουβέντες με το όνειρο και την ελπίδα
«Χαίρε ποτέ» ποιήματα της Κικής Δημουλά. Σε δεύτερη
έκδοση. Από τις εκδόσεις «Στιγμή». Σελ. 120.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ σε ό,τι «υπάρχει» έξω από αυτό που ζούμε είναι ο τίτλος της
συλλογής, της αφιερωμένης στον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1985), και η ποίηση που
περιλαμβάνεται στις σελίδες της είναι ένα κουβέντιασμα με αυτό το «ποτέ», που
γίνεται μορφή ή κίνηση, επιδίωξη η πρόθεση και το όνειρο η αναδρομή και
υπόσχεση για τη μελλοντική συνάντηση.
Η
ποιήτρια τραγουδάει και φιλοσοφεί, και σ’ αυτή την «τραγουδημένη φιλοσοφία»
έχει μετατρέψει τη συγκίνησή της, κι ένα σπαραγμό που δεν ξεμυτίζει παρά στις
στιγμές που η προσπάθεια για ένωση με το «ποτέ» ραγίζει την ύπαρξη.
Το πρώτο
ποίημα της συλλογής αυτής της Κικής Δημουλά, «Απροσδοκίες», είναι ένα
αριστούργημα συνδυασμού λέξεων και σκέψεων, και ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως
έχει να διαβάσει στις επόμενες σελίδες σπάνια δείγματα ποιητικής τέχνης:
γρήγορα βεβαιώνεται πως περπατάει στη λεωφόρο της ποίησης με ανθρώπινα,
χειροπιαστά, μέτρα:
(…)
Ναι
υα συναντηθούμε (…) σε κάποια
ίσως
εκδρομή του απείρου στο επ’ άπειρον΄
στην
τελετή απονομής απωλειών (…)
Μόνο
που ετούτη η συντροφιά των αποστάσεων
θα
είναι κάπως άκεφη, ανεύθυμη
κι
ας ευθυμεί εκ του μηδενός η ανυπαρξία.
Ίσως
γιατί θα λείπει η ψυχή της παρέας. Η σάρκα. (…)
Και τα 49
ποιήματα της συλλογής, είναι εμπνευσμένα από τη ζωή και τη μη-ζωή, κηρύσσοντας
ότι η μία δεν ζει χωρίς την άλλη-πιο καθαρά, πάλι στο πρώτο ποίημα, που
μνημονεύσαμε, διατυπώνονται:
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς (…)
Διότι
νέα σου δεν έχω.
Και
αλίμονο αν δεν δώσει
σημεία
ζωής το παράλογο.
Στην
ποίηση της Δημουλά διακρίνεις την έγνοια της να γίνει καταληπτή από τον
διαβαστή της, ακόμα και στα υπερρεαλιστικά «ξεστρατίσματα»,
καθώς παρασύρεται από τον οίστρο του τραγουδιού και του διαλογισμού:
(…) Με την ευκαιρία
ανασηκώνομαι
στις μύτες των καιρών
εδώ,
στις επιχωματώσεις των κυμάτων
να
ανελκύσω όλα εκείνα τα ταξίδια
τα
επιβατηγά
που
φόρτωσα με θέλω και με κάρβουνο.
(…)
Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνει
έναν κόσμο
για
να κάνει το γύρο της βάρκας.
(«Γιαλό-γιαλό»)
Απευθύνεται στο Θεό και στο άνθρωπο, εννοείς αξεχώριστες άλλωστε,
δεμένες με τον φόβο ή την άγνοια του θανάτου, ο πρώτος παντοδύναμος και ο άλλος
αδύναμος μα με τον έλεγχο έτοιμο να εκτοξευτεί στα λάθη της Δημιουργίας:
(….) Με ποιο μέσον ερχόμαστε στον κόσμο
δεν φαίνεται να σε πολυσκοτίζει
το
αναθέτεις σε πλανόδιες αιτίες.(…)
Σκάβω μήπως δεν είσαι τόσο άθεος.
Μη
στάθηκες κι εσύ πρόωρος αισιόδοξος σαν όλους: έπλασες τον κόσμο πριν χρειαστεί
να κλάψεις. (…)
(«Αθώο
το αναπόδεκτο»)
Με όλη
την ποιητική της παραγωγή η Κική Δημουλά (κυρίως με τις τέσσερις, μαζί με αυτή,
συλλογές της, από το 1963, «Επί τα ίχνη», «Το λίγο του κόσμου», «Το τελευταίο
σώμα μου»-οι προηγούμενες στα 1952-58. «Ποιήματα», «Έρεβος», «Ερήμην»)
τοποθετείται σε υψηλό σημείο του μεταπολεμικού νεοελληνικού Παρνασσού, με κύριο
χαρακτηριστικό της τον φιλοσοφικό λυρισμό.
(Η Κική
Δημουλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Ποιήματά της πρωτοδημοσιεύτηκαν στη «Νέα
Εστία» το 1948, Η συλλογή της «Χαίρε ποτέ» τιμήθηκε το ’88 με το Α΄ Κρατικό
Βραβείο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και
βουλγάρικα. Πρόσφατα, μικρή επιλογή του έργου της με τον τίτλο “Poemas” κυκλοφόρησε στο Μπουένος Άϊρες
της Αργεντινής σε μετάφραση της Νίνας Αγγελίδη-Spinedi).
Κώστας Τσαούσης, εφημερίδα ΈΘΝΟΣ 10/1/1990
Μετέφερα
ορισμένες από τις κριτικές που υποδέχτηκαν την συλλογή αυτή της ποιήτριας Κικής
Δημουλά, σαν ενδεικτικό πλησίασμα του ποιητικού της λόγου. Το «Χαίρε ποτέ» που
ο ίδιος του ο τίτλος μας δηλώνει τις καταβολές του, είναι ένα βιβλίο ορόσημο
στην ποιητική διαδρομή της Κικής Δημουλά. Η ποίησή της μεταγενέστερα στράφηκε
σε άλλα μονοπάτια, χωρίς η Δημουλά να πάψει να παλεύει με την γλώσσα και να
προσπαθεί να την αφυδατώσει για να αναδείξει από μέσα της το κουκούτσι της ποιητικής
της ενέργειας. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο ποιητής Σταύρος Βαβούρης, ο ποιητικός
λόγος της Κικής Δημουλά χρειάζεται ερμηνευτικό υπομνηματισμό για να αναγνωστεί,
χρειάζεται λεξικό για να μπορεί ο αναγνώστης να κατανοήσει την κρυπτικότητά
του. Πολλές από τις λέξεις που υιοθετεί η Δημουλά είναι κάπως εξεζητημένες, και
αυτό είναι φυσικό μια και, η ποίησή της είναι σε πολλά της σημεία
γλωσσοκεντρική, χωρίς να χάνει όμως την μουσικότητά της μέσα στην πεζογραφική
της διάσταση. Όπως και νάχει, ανεξάρτητα αν πολλές λέξεις ξενίζουν ή δεν τις
κατανοούμε εύκολα, οι λέξεις της Κικής Δημουλά λάμπουν, φωτίζονται εκ των έσω,
φωσφορίζουν μέσα σε ένα ποιητικό σκοτάδι που βασιλεύει στις μέρες μας.
Παιχνιδίζουν από ποίηση.
Ενδιαφέρον
επίσης παρουσιάζει και η κριτική της ποιήτριας και κριτικού Έλενας Χουζούρη,
για την συλλογή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Αυγή της 29/1/1989, με τον
τίτλο «Ποίηση των άλλων όψεων». Ο Κώστας Σταματίου, ασχολήθηκε στην εφημερίδα
ξανά με το βιβλίο στις 21/1/1989. Λόγω μεγάλης έκτασης του κειμένου, δεν
ανέφερα άλλες κριτικές που γνωρίζω για το βιβλίο. Διατήρησα την ορθογραφία της
εποχής των δημοσιευμάτων. Δεν συμπλήρωσα με στίχους το κείμενο για να μην πάρει
σε μάκρος η όλη προσπάθεια, εξάλλου, οι ποιητικές παραπομπές των ίδιων των κριτικών,
φωτίζουν την ποίηση της συλλογής «Χαίρε ποτέ». Και μια μικρή τυπογραφική αβλεψία.
Στην εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ, αναφέρεται σαν εκδοτικός οίκος το «Στίγμα» εκ παραδρομής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Δεύτερη γραφή σήμερα, Τρίτη 19/2/2019
Πειραιάς 19 Φεβρουαρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου