Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ- Η ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ


ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΜΠΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ
(Από την ιστορία της φιλολογικής γενεάς μας)
Αθήναι 1936
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, α-ιη
     1900-1935. Τα χρόνιας μιάς γενεάς, της δικής μας. Της γενεάς με τους πολυάριθμους γραμματοπολεμιστάς. Έτσι, ίσως, θα μας αναφέρη η ιστορία. Γνωρίσαμε τη ζωή με την ανατολή του 20ου αιώνος, δέκα ετών παιδιά τότε, μέσα στις αντάρες των πιο αλλόκοτων φιλολογικών πολέμων…
     Στα Ευαγγελιακά, με τις ομοβροντίες από τους πυροβολισμούς και με τα αίματα πού εχυνόνταν για τη γλώσσα-για τη φιλολογία- επήραμε, σαν μέσα σε παιδικό όνειρο, το βάφτισμα στο πρώτο φιλολογικό πυρ, κι’ όχι με πολύ μεταφορική έννοια. Στις πρώτες εκείνες εντυπώσεις μας προσετέθησαν γρήγορα κι’ άλλες, όχι πολύ διαφορετικές κι’ όχι λιγότερο έντονες- κ’ οι περισσότερες μετουσιώθηκαν κατόπιν εις φιλολογικά έργα! Ορεστιακά- μετά τα Ευαγγελιακά- άνοιγμα του Βασιλικού (Εθνικού) θεάτρου. Δραματική Σχολή του πού συνεκέντρωσε και το διανοούμενον νεανιόκοσμο, «Νουμάς» με τους φιλολογικούς προδρομισμούς του, «Ιλιάδα» του Πάλλη, γλωσσικές συζητήσεις Κρουμβάχερ, Μιστριώτη-Χατζηδάκη, Καλλιρόη Παρρέν με την «Εφημερίδα των Κυριών» και το φιλολογικοφεμινιστικό ζήτημα. Γλωσσοεπαναστατικά άρθρα του Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολη». «Γραμματική της Ρωμαίϊκης Γλώσσας» του Φιλήντα, με δυνατή πνοή Ψυχαρισμού πού μας ετρόμαζε τότε. «Νέα Σκηνή» του Κ. Χρηστομάνου-και πόσα άλλα τέτοια έργα και λόγια και φιλολογικές αιρέσεις δεν ξύπνησαν τότε τους αφανέρωτους ακόμα πνευματικούς και ψυχικούς πόθους της νεολαίας μας, επηρεασμένης πιό πολύ από το δικό της περιβάλλον παρά από τις ξένες επιδράσεις, όπως η προηγούμενη γενεά (1)
     Αρχίζουν να χωρίζονται σιγά-σιγά οι ουραγοί της παλιάς φιλολογικής Σχολής Άγγελου Βλάχου και Εμμανουήλ Ροϊδη από τους προδρομικούς-και μερικούς πτωχοπροδρομικούς- οπαδούς της νέας, με το ανατέλλον άστρο του Παλαμά. Οι τελευταίοι αυτοί «Νέοι» τότε-«Νέοι» ακόμη και σήμερα (2)-όλο και πληθύνονται με νεοσυλλέκτους και εθελοντάς εμάς όλους.
     Η φιλολογική θητεία, φυσικά, δεν είναι σαν τη στρατιωτική. Απ’ την πρώτη δεν εξαιρούνται ούτε οι γυναίκες, ούτε οι ανάπηροι, ούτε οι βοηθητικοί, ούτε κανένας. Όλοι μπορούν να υπηρετούν. Δηλαδή να γράφουν. Και όλοι έχουν τα δικαιώματά τους στους σχετικούς καταλόγους, με τα αυτόγραφα φύλλα ποιότητος του καθενός.
     Άλλο δυνατό ξύπνημα στη ζωή μας δίνει η Επανάσταση του 1909. Με λόγους και διαγγέλματα περί αναγεννήσεως, μανιφέστα και με ποιήματα πατριωτικά-με ολίγη τέλος πάντων, φιλολογία.
     Ύστερα έρχονται οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913. Επιστρατεύεται όλος ο κόσμος. Επιστρατεύεται και η φιλολογία (3).
     Ο Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) δίδει άλλο, γενικότερο, εντονότερο, ψυχικό και κοινωνικό ξύπνημα και σ’ εκείνους πού δεν είχαν απλώς φιλολογική προδιάθεση μόνον. Δεν μένει και η Ελληνική φιλολογία χωρίς αξιόλογα αντιπροσωπευτικά της εποχής έργα-πολεμικά και μεταπολεμικά-και κατά την μεταφυσική έννοια της λέξεως (4). Στο μεταξύ μας έρχονται και νέες ιδέες από την αναστατωμένη Ρωσία, οι οποίες τροφοδοτούν και τη λογοτεχνία-Ελληνική και παγκόσμιο- και την ποίησή μας.
     Λοιπόν τα 34 χρόνια-τα χρόνια μιάς Γενεάς, ίσα ίσα κατά τη μεταφυσική διαίρεση της ανθρώπινης ζωής-πού πέρασαν από την ανατολή του αιώνος μας ως σήμερα, δεν είναι τα οποιαδήποτε 34 χρόνια. Είναι γεμάτα από γεγονότα κοσμοϊστορικά. Ώστε αξίζει τον κόπο μια συγκεντρωτική εργασία για τις πνευματικές εκδηλώσεις της πλούσιας σε ονόματα φιλολογικής γενεάς, της οποίας υπήρξα ένας στρατιώτης με μακρά δημοσιογραφική και φιλολογική θητεία-από το 1907, πού μικρός πρωτόγραψα, ως σήμερα. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια παρακολούθησα και γνώρισα πρόσωπα και πράγματα και έργα και παρασκήνια και αξίες. Και μπορώ να σημειώσω κάτι γι’ αυτές.
………………………..
Πολλοί και πολλές από τον ψευδωνυμόπλαστον εκείνο φιλολογικό κόσμο εχάθησαν μετά τα…. Πρώτα-και τελευταία τους- πρωτόλεια. Δεν ξαναφάνηκαν στον λογοτεχνικό ορίζοντα. ………
     Εκείνη την εποχή είχαμε και μια άλλη επικοινωνία με τα νεοφύτρωτα ποιητικά βλαστάρια, στο ιστορικό και φιλολογικό καφενείο «Νέον Κέντρον» (5).
……………………….
Ιδρύσαμε κι ένα ολιγόζωο φιλολογικό σωματείο, όπου έδρασαν και ποιήτριες. «Το Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών».
Στα 1917 διηύθυνα το περιοδικό «Φιλολογική Κυψέλη….. Της ομώνυμης εκδοτικής εταιρίας που είχε ιδρύσει ο Δημήτρης Μαϊδής, με συνεργάτας τον Α. Μάρκελλο, Ερ. Ραϊση και άλλους………….
        …….Μπορώ, λοιπόν, ύστερ’ από τέτοια επαγγελματική ανάμειξη στις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής μας, να έχω στη μνήμη μου και στην κατοχή μου αξιόλογο φιλολογικό ρεπορτάζ για να γράψω μιά πραγματική ιστορία-πού θα την ήθελα σαν Ανθολογία σε σειρά από ανεξάρτητους τόμους. Για τους ποιητάς-τις ποιήτριες πρώτα. Για τους διηγηματογράφους μετά. Για τους κριτικούς ύστερα και πάρα πέρα βλέπουμε…………………….
Πολλοί πιστεύουν-το έγραψε πρόσφατα στον «Ν. Κόσμο» ο Θεμ. Αθανασιάδης με την έκδοση της «Ανθολογίας» του Ηρακλή Αποστολίδη- ότι οι Ανθολογίες, αντί να ωφελούν, βλάπτουν. Ίσως, όταν η Ανθολογία είναι απλώς «δειγματολόγιον» ποιημάτων, οπότε θα είναι βέβαια μάλλον διαφημιστικόν δειγματολόγιον. Αλλ’ όταν καταρτίζεται με συγκεντρωτικό σκοπό για κάτι συνολικότερο, τότε ίσως είναι χρήσιμο να βοηθήση την ανεξάρτητη κριτική.
     Τον πρώτο τόμο αυτής της εργασίας μου-άς πω καλύτερα «προσπάθειας» -ήθελα να τον αφιερώσω στις ποιήτριες, όχι μόνον από αβρότητα, αλλά υποχρέωσιν προς εισαγωγικήν ενημερότητα. Γιατί, όπως είναι γνωστόν για τις Αμαζόνες του Πηγάσου, πού και στις Ανθολογίες λίγες ως τώρα θέσεις τους είχαν δοθή, δεν έχει γραφή τίποτε ιδιαίτερο, σχεδόν τίποτε. Εκτός από μία σειρά άρθρα για παλαιότερες και νεώτερες ποιήτριες του συναδέλφου και ποιητή Φώτου Γιοφύλλη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» (1932) και δύο άλλα άρθρα για το ίδιο θέμα-από πληροφορίες του ποιητού και λογίου Τέλλου Άγρα- της ποιήτριας Μυρτιώτισσας στον «Εθνικόν Κήρυκα» της Νέας Υόρκης.
     Μια προσπάθεια για κάτι συνολικώτερο τώρα, θα ήταν ό,τι χρειάζεται για την πληρότητα της ιστορικής συμβολής, στο ενδιαφέρον ονοματολόγιον.
     Τώρα και κάτι άλλο, για την … τάξι. Δίνοντας την πρώτη θέση με τον πρώτο τόμο στις ποιήτριες εσκέφθηκα να τις κατατάξω κατά τον καλύτερο τρόπο. Ανάμικτα. Άλλος καλλίτερος δεν υπάρχει. Να τις έβαζα με χρονολογική σειρά πότε γεννήθηκε η κάθε μία-πράγμα ανεξακρίβωτο-και αν πρωτοφάνηκε στην ποίηση μικρή ή μεγάλη; Μα τότε θα δημιουργούσα ηλικιακό ζήτημα για γυναίκες και καμμιά Αριάδνη δεν θα βρισκόταν για το ξέμπλεγμα απ’ το Λαβύρινθο. Αλφαβητικά; Πάλι δύσκολο. Πολλές από τις ποιήτριές μας έχουν δύο ονόματα. Το πατρικό τους και του συζύγου τους. Και άλλες δύο-τρία ψευδώνυμα η κάθε μία ακόμη. Με ποιά σειρά θα πήγαιναν, λοιπόν; Να έκανα την ονοματοκατάταξι σύμφωνα με την αξία της κάθε μιας; Αλλά ποιος μου δίνει –και μένα και του καθενός-το δικαίωμα μιάς τέτοιας ωμής κριτικής με κατά προτίμηση απονομής βραβείου αξίας! Δεν είπαμε, άλλωστε πως γράφοντας για συγχρόνους πρέπει να είμεθα αμερόληπτοι; Οι πολύ γνωστές……. Και 4-5 άλλες γνωστότατες δεν έχουν να χάσουν πολύ από τη γειτονιά με τις άλλες. Κι’ αυτές πάλι έχουν η κάθε μία τον πνευματικό τους κύκλο, τον ιδιαίτερο, και την σχετική τους αξία- τη δική τους.
     Λοιπόν τα ονόματα στην τύχη-σαν σε κληρωτίδα λαχείου-όπως τα έχουμε  πρόχειρα και κατά την τεχνική ευκολία του τυπογράφου στη σελιδοποίηση του βιβλίου. ……………………….
……………………………………..
Δ. Λαμπίκης, Αθήναι- Δεκέμβριος 1935.    
(1).Ο Ηλ. Βουτιερίδης, σ’ ένα βιβλίο του με τον τίτλο: «Η ξένη επίδραση στη Νεοελληνική λογοτεχνία», παρουσιάζει μ’ επιχειρήματα και παραδείγματα την επίδραση των ξένων φιλολογιών στην πνευματική παραγωγή των παλαιότερων λογίων, των Σούτσου και Ραγκαβή. Μπορούμε να ειπούμε ότι ισχύει αυτός ο κανόνας του για τη φιλολογική γενεά τη δική μας; Όχι το ίδιο.
(2).Γιά τους αιωνίους «Νέους» λογίους έγραψα ένα κριτικό άρθρο στο περιοδικό «Ανόρθωσις», το 1932, γιατί υφίσταται ακόμα ζήτημα «νέων» στη λογοτεχνία.
(3).Οι περισσότεροι από τους τότε νέους δημοσιογράφους και λογίους, εγράψαμε κάτι σχετικό, από εντυπώσεις και αναμνήσεις. Πολλοί και πολλές σε ποιήματα, πού μερικά απ’ αυτά είναι θαμμένα τώρα στην «Πολεμική Ανθολογία» (1912-1913) του Αχιλλέα Καραβία. Ο εκδότης Γ. Φέξης έβγαλε σειρά τόμους στην «Πολεμική Βιβλιοθήκη» του. Ως πιό αντιπροσωπευτικά της εποχής εκείνης θυμάμαι, εκτός από άλλα, τις «Πολεμικές Σελίδες» του Σπύρου Μελά και τον «Ελληνοβουλγαρικόν Πόλεμον» (1913) του Νίκου Καρβούνη.
     Στην εκδοτική περίοδο της εποχής εκείνης έδωσε αξιόλογη ώθηση και με έργα πολεμικής φιλολογίας το τότε ιδρυθέν Βιβλιοπωλείον Γ. Βασιλείου, όπου εμαζευόμεθα παλαιοί και νέοι λόγιοι (όρα Δημήτρη Λαμπίκη «Εβδομάς του Βιβλίου» 1933).
(4).Έχομε πρώτο το δυνατόχρωμο έργο του Στρατή Μυριβήλη: «Η Ζωή εν Τάφω», το «Νο 31328» του Ηλία Βενέζη (Μυτιληνιών και των δυό), «Την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα κτ΄.
     Η σύγχρονη- η μεταπολεμική- διανόησις εκπροσωπείται από την εργασία πολλών φιλολογούντων ή λογογραφούντων εκ των νέων, της γενεάς μας, αξιολογότερη από πολλών παλιότερων. Και από βιβλία τους φαίνεται –πεζά καλλίτερα, έμμετρα όχι-και από συνεργασία τους σε περιοδικά. Ιδίως στη συντηρητική «Νέα Εστία» του Πέτρου Χάρη (ιδρυθείσα από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο) και κάπως ιντερνασιοναλικώτερα με τα «Νεοελληνικά Γράμματα» του Κώστα Ελευθερουδάκη. Κριτική γι’ αυτά εργασία αποτελεί η «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Άριστου Καμπάνη. Αντικειμενικότερο καθρέφτισμα για την όλη φιλολογική κίνηση με την ακτουαλιτέ της του τελευταίου καιρού αποτελεί η  εβδομαδιαία «Φιλολογική Σελίς» της εφημερίδος «Καθημερινή» του Γεωργίου Βλάχου, καταρτιζόμενη τη επιμελεία του λογίου αρχισυντάκτου του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Όλ’ αυτά στοιχεία χρήσιμα για τον ιστοριογράφο του μέλλοντος.
(5).Έχω γράψει για το φιλολογικό εκείνο καφενείο και στη «Φιλολογική Κυψέλη» (1917) και περισσότερα, στην εφημερίδα «Πολιτεία» με τον τίτλο «Παληές Φιλολογικές ημέρες» σε μακρά σειρά φύλλων-από το Νοέμβρη του 1927 ως τον Απρίλη του 1928.      
Μυρτιώτισσα, 19-22
ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…,
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΟΥ
Ω: ΝΑΙ! ΤΟ ΞΑΙΡΩ…
Μαρία Φαλαγγά, 23
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Αιμιλία Κούρτελη-Δάφνη, 24-27
ΕΚΜΑΓΕΙΟ
ΣΤΟΥΣ ΑΦΡΟΥΣ
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΦΩΣ
ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ
Λιλή Πατρικίου- Ιακωβίδη, 28-30
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Νίκη Κολλάρου, 31-32
ΠΟΘΟΙ
Ρίτα Μπούμη, 33-
PRELUDIO
ΤΟ ΦΙΛΙ
Ειρήνη Ζαβιτσιάνου- Δεντρινού, 34-35
ΜΑΓΙΣΣΑ (Γραμμένο για το Ζωγράφο Μ. Ζ.)
ΘΑΜΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Μαρία Ζάμπα, 36
ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΗ
Χρυσάνθη Ζιτσαία, 37-38
ΝΑΥΑΓΟΙ
Ελένη Σβορώνου, 39
ΚΑΜΠΑΝΑ
Μελισσάνθη, 40-41
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Ελένη Λάμαρη, 42
ΛΟΓΙΣΜΟΙ
Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη, 43-44
ΥΠΟΤΑΓΗ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αρτεμισία Λανδράκη, 45
ΕΚΣΤΑΣΙΣ
Έφη Λαγοπούλου- Αποστολίδη, 46
ΠΛΑΝΕΥΤΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ζωή Αναστασιάδη- Λάσκαρη, 47
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
Μαρίκα Κ. Φιλιππίδη, 48
ΜΑΡΜΑΡΥΓΕΣ
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αθηνά Ν. Ταρσούλη, 49-50
ΠΟΘΟΙ
ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Δώρα Μοάτσου- Βάρναλη, 51-52
ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ
ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ
Μαρία Κόμη- Σφακιανάκη, 53
ΚΙ’ ΑΝ ΜΑΔΗΣΕ
Διαλεχτή Ι. Ζευγώλη, 54-55
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΜΙΑΣ ΕΛΗΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ
Ανθή Σταθοπούλου- Βαφοπούλου, 56
«ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»
ΣΤΡΟΦΕΣ
Λίλα Καρακάλου- Καρανίκα, 57-60
ΝΙΩΘΩ ΣΑΝ…
ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ
Χρυσώ Πολυχρονίδη, 60
ΕΛΑ ΚΑΛΕ ΜΟΥ
MOMENT TRISTE
Ιουστίνα, 61-62
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ
ΘΑΛΑΣΣΑ
Καλλιόπη Λιακάκου, 63
ΣΤΗΝ ΟΡΦΑΝΗ
Σίτσα Καραϊσκάκη- Χάϊνε, 64
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ
Μαρία Πολυδούρη, 65-68
ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
ΣΕΜΝΟΤΗΣ
ΕΛΑ ΓΛΥΚΕ
ΧΑΜΕΝΑ
ΘΑΡΘΗΣ ΑΡΓΑ
Γαλάτεια Καζαντζάκη, 69-70
ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Μαρία Πίπιζα- Καρακάση, 71-72
ΑΙΩΝΙΑ ΣΥ
ΕΒΙΑΣΤΗΚΕ…
Η ΜΟΙΡΑ
Ρίκα Σεγκοπούλου, 73-74
ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΒΑΡΥ
ΑΨΕΓΑΔΙΑΣΤΟ ΠΡΩΙ
Ιωάννα Μπουκουβάλα, 75-76
ΜΑΚΡΥΝΗ ΧΑΡΑ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΣΧΗΜΗΣ
Σοφία Λαζοπούλου- Μωρέση, 77
ΚΛΑΨΕ
Λιλίκα Βολίδη, 78
ΣΟΝΕΤΤΟ
Αγγελική Παναγιωτάτου, 79-80
ΤΣ’ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ
ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ
Κλεαρέτη Δίπλα- Μαλάμου, 81-82
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ
ΤΡΙΠΤΥΧΟ
Ο ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΣ
Μαρία Περ. Ράλλη, 83-84
ΘΑ ΚΑΤΕΒΕΙ Η ΝΥΧΤΙΑ
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
Αρσινόη Ταμπακοπούλου, 85
Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Κική Αλεξανδράκη- Δεκουλάκου, 86-87
Η ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
Ιωάννα Αδριανοπούλου- (Ζαναντρίς), 88-89
Σ’ ΕΝΑ ΘΛΙΜΜΕΝΟΝ
Μαρία Κ. Μακρή, 90
«Ησουν δικός μου!
Κάθε χαρά σου
Την κυβερνούσα….»
Νίκη Λ. Πέρδικα, 91-92
ΣΤΟΡΓΗ
ΑΘΗΝΑ!
Νίνα Ναούμ, 93
ΜΑΚΡΥΑ!
Μυριάννα, 94
ΘΥΣΙΑ
Έλδα Λαμπίση, 95-96
ΠΟΘΟΣ…
Αντιγόνη Γαλανάκη- Βουρλέκη, 97-98
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ
ΠΟΘΟΣ
Αικατερίνη Β. Κατσιφού, 99
ΤΟ ΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΓΓΟΝΟΥ
Αγγελική Βαρβιτσιώτη- Κόντη, 100
ΓΛΥΠΤΗΣ
Σοφία Κ. Οικονομίδη, 101
«Ελληνοπούλα μου χρυσή,
μικρό μου αγγελούδι,
καρπέ γλυκέ του γένους μας
κ’ Ελληνικό λουλούδι….»
Λουκία Μ. Πομαρέ- Καρακατσάνη, 102
«Στις περασμένες μου χαρές
η  σκέψις μου γιατί τρελλά
πολλές φορές γυρίζει;…»
Λετώ Καϊρη- Διαμάντογλου, 103
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Ριρή Μιγάδη, 104
ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΓΝΩΡΙΜΑ
Έλλη Αζαριάδη, 105
ΣΠΑΡΑΓΜΟΙ
Ιωάννα Δ. Λιβαθυνού, 106-107
Ο ΔΥΣΤΥΧΗΣ
«ΠΙΚΡΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ»
Φιλή Βατίδου, 108
ΣΒΥΣΤΟΙ ΠΟΘΟΙ
Καλή Μ. Καλύβη, 109
Η ΟΡΦΑΝΗ
Κατίνα Κ. Παϊζη, 110-11
ΕΝΑ ΚΥΜΑ ΡΟΔΟΠΕΤΑΛΑ
ΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΟΥΛΑ ΓΙΑ ΤΖΑΜΙ
Νανά Χαρβαλιά, 112
ΣΤΟ ΔΕΙΛΙ
Ζαννέτ Λοβέρδου- Κοντολέοντος, 113
THE DANSANT
Μαρία Μπόταση, 114
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Άννα Μπεκιάρη, 115-116
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΟΡΦΑΝΗ
Όλγα Βατίδου, 117
ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΟΥ
Ελένη Κομνηνού- Πλατανιά, 118
«Παίζει, γελά, κι’ όμως πονεί!...»
Εύρη Βαρύκα- Κατσιλίβα, 119
ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ ΜΟΥ
Μαρία Δ. Νικολαϊδη, 120
ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ
ΝΥΚΤΩΔΙΑ
Ελένη Μπαχά- Καρδαμίτση, 121
ΤΑΞΕΙΔΙ
Μαίρη Αβαταγγέλου, 122
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Θάλεια Κεσίσογλου, 123
Ο ΞΕΝΟΣ
Ιωάννα Κολλυτού, 124
ΠΙΚΡΟ ΔΑΚΡΥ
Όλγα Σολωμού, 125
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ευφημία Γ. Σωσίδη, 126
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠ’ ΤΑ ΞΕΝΑ
Μαρίκα Ματσιώνη, 127
ΤΡΙΦΥΛΛΙΑ
Αθηνά Ρουσάκη- Γερμανού, 128
ΗΡΘΕΣ…
Εύφη Φερεντίνου- Μπαστιά, 129-130
ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ
LE LETHE
Αντωνία Κουντούρη, 131-132
ΟΡΦΑΝΙΑ
Μαρία Κρυστάλλη, 133
«….Κι’ έτσι νεραϊδογέννητη
Σύρα μου ξακουσμένη…»
Σοφία Βανδώρου- Φενερλή, 133
«Νύχτα γλυκειά μαγευτική
και νύχτα ξελογιάστρα…»
Μύρρα Αλόη, 134
ΑΠΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πιπίτσα Κουμανταρέα, 135
Η ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ
Νεφέλη Πορφυρίου, 136-137
ΑΥΓΗ Κ’ Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ
Νίκη Νικολαϊδη, 137
ΠΡΩΪ
Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, 138
ΧΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
Άντεια Παντούλη, 138
«Οι χρόνοι φεύγουν σκοτεινοί
μαζύ και η ζωή μας
Και πάν, κυλούν μέσα στη γη
μ’ όλη την ύπαρξί μας.»
Μαρία Πέτα, 139
ΑΛΗΘΗΙΕΣ
Καλλιόπη Σ. Κορδοπάτη, 140
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Ρένα Ε. Λεοντίδου, 141-142
Η ΑΝΟΙΞΗ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
Η ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΣΟΥ ΘΩΡΙΑ
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ, 143
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ κ. Δ. ΛΑΜΠΙΚΗ, 144
--
Σημειώσεις
Κατά την ανάγνωση της πρώτης ποιητικής Ανθολογίας γυναικείας ποίησης, «Ελληνίδες Ποιήτριες», Αθήνα 1936, συνταχθείσα από τον δημοσιογράφο, χρονογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Λαμπίκη, αντιμετωπίζουμε διάφορα «τεχνικής φύσεως» προβλήματα.
Στο προηγούμενο σημείωμα για τον Δημήτρη Λαμπίκη, διευκρίνισα στο πως έπεσε στα χέρια μου η φωτοτυπία του βιβλίου αυτού, που δεν το έχω συναντήσει έκτοτε, ούτε σε παλαιοπωλείο ούτε σε άλλη βιβλιοθήκη-τουλάχιστον-στους χώρους που είχα την δυνατότητα τα παλαιότερα χρόνια να κοιτάξω. Αντίθετα από την εξαιρετική εργασία της ποιήτριας και λαογράφου Αθηνάς Ταρσούλη, «Ελληνίδες Ποιήτριες» Αθήνα Μάρτιος 1951, που, παρά την κάπως «τσουχτερή» τιμή του, συναντούσε κανείς- σποραδικά-ορισμένα αντίτυπα σε υπαίθρια καροτσάκια ή παλαιοπωλεία.
α) Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί το σχέδιο μίας μέλισσας. Δεν αναγράφεται δυστυχώς ο τεχνουργός του σχεδίου. Τουλάχιστον στις φωτοτυπίες που μου έβγαλαν.
Β) Στην μέσα δεύτερη σελίδα επαναλαμβάνεται ο τίτλος και το όνομα του συγγραφέα σε κεφαλαιογράμματα, και σε παρένθεση ο υπότιτλος.
Γ) Στο δεύτερο φύλλο (που αναγράφεται ο συγγραφέας, ο τίτλος, ο τόπος και η χρονιά έκδοσης) υπάρχει τετράγωνη σφραγίδα που αναφέρονται τα εξής: ΔΩΡΕΑ Γ. ΣΙΔΕΡΗ./ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΣΙΔΕΡΗ. Και η σφραγίδα με αριθμό 2744/1948 προφανώς της Βιβλιοθήκης της Βουλής, κατά την απόκτησή του. Διαβάζουμε επίσης, ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα, «Στον διακριμένο πολιτικόν και εκλεκτόν μου φίλον κ. Γ. Σίδερη» Με άκραν εκτίμησιν Δ. Λαμπίκης. (ελπίζω να διαβάζω σωστά τα αχνά γράμματα). Το όνομα, Γεώργιος και η πολιτική ιδιότητα του ανδρός που αφιερώνεται το βιβλίο από τον ανθολόγο, μας απομακρύνει από το να υποψιαστούμε μήπως ο συγγραφέας αναφέρονταν στον δεύτερο ιστορικό του ελληνικού Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. (πρώτος υπήρξε ο Νικόλαος Λάσκαρης).
Δ) Η Ανθολογία, δεν συνοδεύεται από βιβλιογραφία. Ελάχιστες σχετικά με την γυναικεία ποιητική αυτή σύναξη, είναι και οι πληροφοριακές πηγές. Δηλαδή οι ποιητικές συλλογές των ποιητριών, τα βιβλία, οι σχετικές γενικές Ανθολογίες της εποχής (με εξαίρεση την Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη, μνημονεύονται εν τάχει λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα ή δημοσιεύματα εφημερίδων. Δεν είναι μάλλον ξεκάθαρο, από πού αντλεί ο ανθολόγος τις ποιητικές αυτές μονάδες που μας παρουσιάζει, αν είναι από τις ίδιες τις συλλογές από περιοδικά ή από σελίδες εφημερίδων, πλην ελάχιστον μνημονεύσεων. Η ποιητική του ύλη ή τα ποιητικά αποσπάσματα που μας παραθέτει, δεν έχουν την ανάλογη επιμέλεια και φροντίδα. Υπάρχει μάλλον μιά ασάφεια στον τρόπο διαχείρισης του ποιητικού υλικού και στην αμέθοδη διαχείρησή του. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι στην εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο, η πρώτη ποιητική ανθολογία Ελληνίδων Ποιητριών, δεν ήταν πρωτότυπη, χρήσιμη και δεν θα βρήκε το αναμενόμενο ενδιαφέρον. Εξάλλου, στον Πρόλογό του ο Δημήτρης Λαμπίκης κάνει λόγο για ένα ευρύτερου θεματικού ενδιαφέροντος εκδοτικό όραμα (πολύτομο έργο) που είχε κατά νου. Εξεταζόμενη η Ανθολογία του Δημήτρη Λαμπίκη, μέσα από το πρίσμα ενός άλλου έργου, την γενική και φιλολογικά κατηρτισμένη και επιμελημένη ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, πρώτη έκδοση (και μεταγενέστερες επανεκδόσεις της) της εργασίας του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 1708-1959, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας 1933, θα έχουμε πάμπολλες ενστάσεις και φιλολογικές γκρίνιες. Εδώ θα μπορούσε ο αναγνώστης να προβάλλει την εύλογη ένσταση, ότι το βιβλίο του Λαμπίκη δεν τιτλοφορείται ως Ανθολογία αλλά ως Ελληνίδες ποιήτριες. Αν και πάλι στον πρόλογό του μας μιλά για ανθολογία. Φυσικά εκ των υστέρων, καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι κοινωνικές συνθήκες άλλαζαν ραγδαία και να προσθέσουμε και τα τεχνικά μέσα της έκδοσης και κυκλοφορίας ενός βιβλίου, έχουμε επιμελημένες και αρτιότερες εκδοτικές εργασίες, όπως, ας επαναλάβω, 15 χρόνια μετέπειτα, η ποιήτρια και λαογράφος Αθηνά Ταρσούλη μας πρόσφερε-σε όχι μεγάλο τιράζ αντιτύπων-το σημαντικό μελέτημά της-ανθολόγιο-με τίτλο «Ελληνίδες Ποιήτριες» Αθήνα Μάρτιος 1951. Πέρα όμως από την διαφορετική δομή, διαμερισματοποίηση και διαχείριση της εργασίας, τον εμπλουτισμό της έκδοσης με μικρές φωτογραφίες των ποιητριών, τα ελάχιστα τυπογραφικά παροράματα, τις κρίσεις που εκφέρει για τις ποιήτριες, την μέθοδο της και τις προσωπικές της θέσεις, η μελέτη της Αθηνάς Ταρσούλη, αποτελεί μια πληρέστερη, ολοκληρωμένη με περισσότερα επιστημονικά και φιλολογικά εχέγγυα μελέτη-ανθολόγιο. Από την άλλη, η πρώτη κατάθεση και εργασία του Ήλειου δημοσιογράφου και φιλόλογου, είναι αυτή που μάλλον ξύπνησε το ενδιαφέρον για μια διαφορετική ξέχωρη αντιμετώπιση και κοίταγμα του κόσμου των ελληνίδων ποιητριών. Θεωρώ ότι η Ανθολογία του Λαμπίκη, άνοιξε την αυλαία της εξέτασης και του προβληματισμού για μελλοντικές εργασίες πάνω στον γυναικείο ελληνικό ποιητικό λόγο, την αυτόνομη καταγραφή και εξέτασή του στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής γραμματείας. Πρίν τις παραπάνω δύο εκδόσεις πάνω στον ποιητικό λόγο των ελληνίδων ποιητριών, γνωρίζουμε παλαιότερες εκδόσεις ελληνικών ανθολογιών, όπως παραδείγματος χάριν η «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» ήτοι Συλλογή εκλεκτών και νεώτερων ελληνικών ασμάτων» υπό Μιχαήλ Ι. Σαλίβερου, έκδοσις νεωτάτη, εν αθήναις εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ 1906, που στην ποιητική τους ανθολογημένη ποιητική ύλη συμπεριελάμβαναν και γυναικείες φωνές. Βλέπε τις ποιήτριες Μαρίκα Πίπιζα, Μαρίκα Φιλιππίδου, Μαριέττα Μπέτσου κλπ. Και αντίστοιχα, αν κοιτάξει ο αναγνώστης το περιοδικό «Ποικίλη Στοά» της χαραυγής του προηγούμενου αιώνα, 1900, θα ανακαλύψει μια επαρκή και κατά κάποιον τρόπο πλήρη (;) ποιητική εκπροσώπηση της γυναικείας ποίησης στο πρόσωπο της ποιήτριας Μαρίκας Πίπιζας. Ειρήσθω εν παρόδω η ποιήτρια Μαρίκα Πίπιζα, είναι η πρώτη ερωτική γυναικεία φωνή, πριν από αυτήν της Μυρτιώτισσας, ηθοποιού και μεταφράστριας Θεώνης Δρακοπούλου. Η Μαρίκα Πίπιζα είναι μια αμιγώς καθαρή ερωτική φωνή, απαλλαγμένη από τη απέραντη αισθηματολογία και χαμηλής θερμοκρασίας ποιητική διαπραγμάτευση γυναικείων συναισθημάτων άλλων σύγχρονών της ελληνίδων ποιητριών. Η Πίπιζα είναι περισσότερο χειραφετημένη τεχνικά, ακόμα και σε θέματα γλώσσας, διαχείρισης της ποιητικής ύλης. Είναι μια φωνή που δεν αναδείχθηκε όσο της άξιζε. Διαθέτει την γυναικεία κοινωνική χειραφέτηση μιάς άλλης παλαιότερής της συγγραφικά ελληνίδας, αυτής της αδερφής του Θεόφιλου Καϊρη της Ευανθίας. Όπως πάλι, την πρωτοκαθεδρία από μια άλλη Καλαματιανή γυναικεία φωνή, αυτήν της ποιήτριας Τίλλας Μπαλή, πήρε η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Που σε αντίθεση με την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου, που την σπίλωσε ο Καρυωτακικός ποιητικός λόγος και ο περίγυρός του, η Πολυδούρη, ωφελήθηκε που προσδέθηκε στο Καρυωτακικό άρμα. Μία ακόμα πολιτικά χειραφετημένη και κοινωνικά απελεύθερη υπήρξε και η Γαλάτεια Καζαντζάκη, πρώτη γυναίκα του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία διατήρησε στην συγγραφική της σταδιοδρομία το επίθετο του πρώτου της άντρα. Ο ποιητικός περίγυρος της Μυρτιώτισσας, είναι ευρύτερος από όσο νομίζουμε. Να υπενθυμίσουμε και τις δημοσιευμένες πρωτόλειες εργασίες του Σπύρου δε Βιάζη: «Διαπρεπείς Ελληνίδες κατά τον ΙΘ΄ αιώνα…» στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρηση» των ετών 1908 και μεταγενέστερα. Την πιο ειδική εργασία του πειραιώτη Ιάκωβου Δραγάτση: «Το Φανάρι και αι Φαναριώτισσαι» Αθήνα 1930, και άλλες αυτόνομες εκδόσεις για φημισμένες στην εποχή τους Ελληνίδες. Αλλά ας μην ξεφεύγουμε από την πρώτη αυτή γυναικεία ανθολογία.
Ε) Το βιβλίο έχει αρκετά τυπογραφικά ή ορθογραφικά λαθάκια και άλλες αβλεψίες. Αυτό μάλλον πρέπει να οφείλεται στην εκδοτική-τυπογραφική δυνατότητα που διέθετε ο συγγραφέας, αν μάλιστα, σκεφτούμε, ότι η ανθολογία αυτή εκδόθηκε όπως φαίνεται, ιδίοις αναλώμασι. Και πάλι καλά, που τα τυπογραφικά λάθη είναι μάλλον σήμερα ελεγχόμενα. Το θέμα όμως κατά την γνώμη μου δεν βρίσκεται στην πληθώρα τυπογραφικών και άλλων λαθών. Σίγουρα σε μια επανέκδοσή της, η επιμέλεια και η φροντίδα, το πλησίασμά της και το γλωσσικό χτένισμά της θα ήταν διαφορετικό, σύμφωνα με τα φιλολογικά, καλλιτεχνικά και εκδοτικά δεδομένα της εποχής μας. Το ενδιαφέρον κατά την κρίση μου εστιάζεται στις πληροφορίες που μας καταγράφει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λαμπίκης στον πρόλογό του, που ένα μεγάλο μέρος του αντιγράφω εδώ,. Οι πληροφορίες που μας δίνει για λογοτεχνικά και άλλα δημοσιεύματα, για προηγούμενες θεματικές ανθολογίες, για στέκια λογοτεχνικά για ιδρυθέντα λογοτεχνικά σωματεία, για εκδόσεις βιβλίων με συγκεκριμένη θεματολογία και περιεχόμενο (πολεμικής περιόδου), και μια σειρά άλλων μικρολεπτομερειών που μας φωτίζουν από την σκοπιά του, ενός λογίου που έζησε και έδρασε μέσα σε αυτά τα ταραγμένα ιστορικά γεγονότα ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε να τα καταγράψει και να τα αποτυπώσει με την αρθρογραφία του, τα δημοσιεύματά του τις εκδόσεις βιβλίων του. Ο Λαμπίκης μας δίνει και τον ιστορικό-πολιτικό, ιδιαίτερα τον πολεμικό περίγυρο της δικής του γενιάς. Έχει συναίσθηση την κρισιμότητα των στιγμών, γνωρίζει μέσα σε τι περιβάλλον ζει, αντιλαμβάνεται τις ίδιες αντιξοότητες με τους άλλους συναδέλφους του, βλέπει την προηγούμενη από αυτόν ποιητική γενιά να απέρχεται, και να ετοιμάζεται να πάρει την θέση της η επόμενη, η δική του στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος. Ο Δημήτρης Λαμπίκης πέρα από ένας εργαζόμενος δημοσιογράφος, ίσως και μεταφραστής και εκδότης ή συντάκτης περιοδικών για βιοποριστικούς λόγους, είναι και ένας ανήσυχος λόγιος όπως μας φανερώνουν οι μικρές στιγμές κρίσεως που αναφέρει σποραδικά και άτακτα μέσα στα κείμενά του. Κατανοεί ποιητικές αξίες αλλά, δεν παύει να χρειάζεται και τις άλλες για να διευρύνει το εύρος των αναγνωστών ή έστω συνδρομητών των εντύπων στα οποία εργάζεται και δημοσιεύει. Ο ανταγωνισμός είναι πολλαπλός ιδιαίτερα σε τόσο αντίξοες ιστορικές συνθήκες, σε περιόδους διαρκών πολεμικών συρράξεων και κοινωνικών αδιεξόδων. Για να μην μιλήσουμε και τα των συγγραφέων συντροφικά μαχαιρώματα, παρεούλες συγγραφικές «κλίκες» και αποδοχής των νεοτέρων από τους παλαιότερες γενιές συγγραφέων. Και, ανοίγοντας μικρή παρένθεση, να γράφω τα εξής. Η μνήμη μου συγκρατεί τα σοφά και χρηστικά λόγια δύο διαφορετικών ατόμων από τον πειραϊκό χώρο της πρόσφατης πνευματικής ιστορίας. Είχα ρωτήσει αξιόλογο και σημαντικό συγγραφέα σχετικά με τις άλλες δημοσιογραφικές εργασίες και επιμέλειες βιβλίων του μυθιστοριογράφου και δημοσιογράφου Χρήστου Λεβάντα. Ενός καταξιωμένου πανελλαδικά πειραιώτη δημιουργού και ακάματου δημοσιογράφου και διηγηματογράφου. Είχα φέρει ενστάσεις για μερικές ερευνητικές του εργασίες. Και το πρόσωπο που ρώτησα, ο έμπειρος και ταλαντούχος αυτός επαγγελματίας συγγραφέας της πόλης μας, μου απάντησε σοφά και δίκαια. «Μην ξεχνάς Γιώργο, ότι ο Λεβάντας ήταν ένας εργαζόμενος, έτρεχε από το πρωί έως το βράδυ να βγάλει το ψωμί της οικογένειάς του. Δεν σιτίζονταν από καμία δημόσια σταθερή θέση. Έτρεχε όλη μέρα και έγραφε ακατάπαυστα για να κερδίσει τα προς το ζην. Γιαυτό θα πρέπει να είσαι περισσότερο επιεικής με τις εργασίες του» Και είχε δίκιο ο παλαιός αυτός πειραιώτης. Και το δεύτερο παράδειγμα είναι από νεότερό μου βιβλιοπώλη, όταν κάποτε τον ρώτησα, «Μα γιατί φέρνεις στο βιβλιοπωλείο σου και πουλάς στους πάγκους του το βιβλίο αυτό-που εκείνη την περίοδο είχε γίνει μπεστ σελλερ». Ένα βιβλίο σκανδαλοθηρικό και κακογραμμένο. Και μου απάντησε και πάλι σοφά ο νέος βιβλιοπώλης: «Μην είσαι αιθεροβάμων Γιώργο, ο κόσμος σήμερα ζητά αυτό το βιβλίο να αγοράσει για να διαβάσει τα ντεσού του τάδε πολιτικού και τα της κρεβατοκάμαράς του». «Πουλώντας αυτό το βιβλίο, μου αφήνει ένα μικρό κέρδος έτσι ώστε, να μπορέσω να φέρω στο μαγαζί, αξιολογότερα βιβλία που διαβάζεις εσύ και οι ελάχιστοι ακόμα έλληνες αναγνώστες». Και συνέχισε σοφά και εμπορικά πρακτικά σκεπτόμενος: «Πόσοι διαβάζουν τα βιβλία που διαβάζεις εσύ;, πέντε; δέκα; Πως μπορεί να συντηρηθεί μια εμπορική επιχείρηση με δέκα πελάτες;» Σοφές και πρακτικές κουβέντες της πρόσφατης ιστορίας της δικής μου γενιάς. Θέλω να πω με τα παραπάνω, ότι είναι άλλο πράγμα να κάθεσαι στο γραφείο σου και να κάνεις τον ιστοριοδίφη ή τον μελετητή. Άλλο πράγμα να είσαι πανεπιστημιακός να εργάζεσαι όχι και τόσες πολλές ώρες και να στέλνεις τους φοιτητές σου να κάνουν έρευνα και να συλλέγουν στοιχεία που κατόπιν αξιοποιείς. Άλλο πράγμα βρέξει χιονίσει να έχεις τον μισθό σου, και διαφορετικό είναι να εργάζεσαι νυχθημερόν σε διάφορες ιδιωτικές εργασίες και ταυτόχρονα έχοντας την λόγια φλόγα αναμμένη μέσα σου, το μεράκι της καλλιτεχνικής δημιουργίας, να τρέχεις να κάνεις έρευνες, να συγκεντρώνεις στοιχεία, να αναζητάς σε σκονισμένα αρχεία πληροφορίες, να εκδίδεις ιδίοις αναλώμασι εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, ανθολογίες, που, τις περισσότερες φορές, δεν θα δεις ούτε μια αράδα δημοσιευμένη για αυτήν σου την προσπάθεια στον τύπο. Θέλω να πω ότι, μέσα σε αυτό το όχι μόνο αντίξοο ιστορικό και κοινωνικό κλίμα οφείλουμε να εντάξουμε την πρώτη αυτή Ανθολογία γυναικείας ποίησης στην πατρίδα μας αλλά κα σε συννεφιασμένες πνευματικές και καλλιτεχνικές συνθήκες. Το βιβλίο βρίθει λαθών έ και!, αλλού βρίσκεται η αξία του. Ασφαλώς δεν έχει τις προδιαγραφές να επαναλάβω της Αθηνάς Ταρσούλη, αν ξεφυλλίσουμε όμως παράλληλα και γενικές ανθολογίες ελλήνων ποιητών και δημιουργών θα διαπιστώσουμε παρόμοια προβλήματα. Το ζήτημα είναι τι στοιχεία και τι υλικό σωρεύει ο ανθολόγος και με πιο τρόπο αξιολογούμε κατόπιν το υλικό αυτό. Άλλωστε, από την πρώτη αυτή γυναικεία Ανθολογία του Λαμπίκη, έως ενδεικτικά να μνημονεύσω, αυτήν “Contemporary Greek Women Poetry” 1998 της αμερικανίδας καθηγήτριας και ελληνίστριας Karen Van Dyck, το μελέτημα του Δημήτρη Λιάτσου: «Οι Ελληνίδες στα γράμματά μας» Αθήνα 1966, την δίτομη εργασία του Στάθη Μάρα, ιδιαίτερα ο δεύτερος τόμος: Η ΓΥΝΑΙΚΑ- «Ελληνίδες Ποιήτριες», εκδόσεις Καστανιώτη 1990, και μια σειρά άλλων νεότερων μελετών που αφορούν την ποιητική εξέλιξη και την συγγραφική πορεία των Ελληνίδων δημιουργών, πόσα άραγε ονόματα ποιητριών γνωρίζει ο μέσος έλληνας, διαβάζει τα βιβλία τις συλλογές τους ή γνωρίζει απέξω στίχους τους; Να εξαιρέσουμε και πάλι την φωνή της ποιήτριας Κικής Δημουλά. Την ίδια τύχη είχαν και οι ελληνικές ανθολογίες. Επέζησε των πνευματικών και καλλιτεχνικών ταραχών μόνο (;) μάλλον, η τρίτομη πλέον Ανθολογία του Ρένου Η. Αποστολίδη. Οι γυναικείες και οι κοινωνικές σπουδές και έρευνες πάνω στην θηλυκή χειραφέτηση, εννοώ το ευρύ ζήτημα των Ελληνίδων γυναικών, δεν συμβαδίζει πάντα, φανερά, παραπλήσια, με τον ποιητικό βηματισμό των Ελληνίδων Ποιητριών. Τουλάχιστον ευτυχώς, δεν είμαστε σε περιόδους αστείρευτης αισθηματολογίας και κλαψοστιχουργικής έκφρασης, όπως συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας στο ελληνικό τραγούδι. Ο θηλυκός ποιητικός λόγος στην χώρα μας είναι περισσότερο απελευθερωμένος, αυτόνομος και δομημένος πάνω σε σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, κανόνες και αρχές. Άλλες εποχές.        
Στ) Οι ποιήτριες συνήθως παρουσιάζονται με μία ποιητική τους μονάδα, ορισμένες με δύο, ελάχιστες με αποσπάσματα ποιημάτων τους και δύο με ποιήματά τους γραμμένα στη γαλλική γλώσσα, αμετάφραστα. Που μας δείχνουν ότι οι ποιήτριες ήσαν δίγλωσσες εκφραστικά. Υπάρχουν και ποιήτριες, που τα ποιήματά τους δεν συμπεριλαμβάνονται ολόκληρα. Ορισμένα ποιήματα δεν φέρουν τίτλο. Αυτά τα θέτω μέσα σε εισαγωγικά και αναφέρω την αρχή των στίχων τους.
Ζ) Των ποιημάτων προηγείται μικρό έως ελάχιστα πληροφοριακό «δελτάριο» για τις ίδιες και το έργο τους. Συνήθως όμως, τα στοιχεία που παρατίθενται, δεν είναι ολοκληρωμένα, είναι λειψά. Τόσο όσον αφορά τον τόπο γέννησης της ποιήτριας, την ημερομηνία γέννησής της (τι αξεπέραστο και αυτό πρόβλημα ακόμα και σήμερα), των ποιητικών συλλογών που έχουν εκδόσει, τον χρόνο και τους τίτλους έκδοσής, τα έντυπα που πρωτοπαρουσιάστηκαν ή την πρώτη του συλλογή. Όπως μας φανερώνουν τα εισαγωγικά αυτά σημειώματα, φαίνεται ότι ακόμα και στην εποχή του ανθολόγου, ήταν δύσκολη η συγκέντρωση ενός τέτοιου πληροφοριακού διάσπαρτου υλικού, και μάλιστα, από όλη την ελληνική επικράτεια. Ιδιαίτερα από την ελληνική αγροτική επαρχία της βορείου Ελλάδος, τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, του ιονίου πελάγους, την μεγαλόνησο. Υπάρχουν ποιήτριες που δεν συνοδεύονται από τα μικρά αυτά εισαγωγικά καθαρά πληροφοριακού υλικού σημειώματα. Σε μία μάλιστα. Όπως μας λέει το πανόραμα της τελευταίας σελίδας λησμονήθηκε να δημοσιευτεί το ποίημά της. Η φωτοτυπία είναι επίσης διάσπαρτη, με μικρές συμπληρώσεις με μολύβι, μάλλον από τον συγγραφέα.
Η) Ο ανθολόγος και δημοσιογράφος, ερανίζεται τα ποιήματα είτε από συλλογές της ποιήτριας, είτε άλλες φορές από προηγούμενες ανθολογίες (Αποστολίδη) που έχουν δημοσιεετεί ποιήματα των ανθολογούμενων γυναικείων φωνών. Ο Δημήτρης Λαμπίκης δεν αναφέρει ή δεν ξεκαθαρίζει επαρκώς τις πηγές των αναφορών του και φυσικά, δεν συμπληρώνει την αντιγραφή των ποιημάτων που επιλέγει με βιβλιογραφικά στοιχεία δημοσιευμένα στην εποχή του σε λογοτεχνικά περιοδικά ή εφημερίδες. Δεν έχει η πρώτη αυτή ανθολόγηση την απαραίτητη και χρήσιμη για τους μελλοντικούς ερευνητές φιλολογική επιμέλεια. Τεκμηρίωση. Ώστε αν είχε προσεχθεί η εργασία αυτή περισσότερο να αποκτούσε μια άλλη βαρύτητα.
Θ) Συνήθως οι ελληνίδες ποιήτριες παρουσιάζονται με το όνομα και το πατρογονικό τους επίθετο. Συναντάμε και περιπτώσεις όπου η ποιήτρια αναγράφεται με το ψευδώνυμο που παρουσιάζεται ή δημοσιεύει το έργο της. Το πλέον κατοχυρωμένο και πρωτεύον ψευδώνυμο που μας είναι γνωστή. Ελάχιστες έστω ελληνίδες δημιουργοί, έχουν μείνει στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων μόνο με το ψευδώνυμό τους. Η εργασία του ερευνητή Κυριάκου Ντελόπουλου πάνω στα Ελληνικά Ψευδώνυμα είναι αξεπέραστη. Όπως και η εργασία του Γιάννη Παπακώστα για τα Φιλολογικά Καφενεία. Και ασφαλώς, οι κατά καιρούς εργασίες αποδελτίωσης και καταγραφής των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών και εντύπων.
Ι) Πολλές ποιήτριες διατηρούν και τα δύο τους επώνυμα στο εξώφυλλο των βιβλίων τους. Το πατρικό τους και αυτό του συζύγου τους. Ορισμένες από τις γυναικείες ποιητικές φωνές, μας είναι γνωστές μεταγενέστερα, και με τρίτο επίθετο. Έχουν δηλαδή διπλοπαντρευτεί
Κ) Χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που μας παράσχει ο Δημήτρης Λαμπίκης, στο πότε εξέδωσε η ποιήτρια την πρώτη της ποιητική συλλογή, (έστω μόνο με τον τίτλο, ή φορές, αναφέρει και την χρονιά της έκδοσής της). Δημοσιεύονται ακόμα, ορισμένοι τίτλοι εντύπων και περιοδικών που δημοσίευσε η ελληνίδα ποιήτρια.
Λ) Η έλλειψη χρονολογικών και άλλων πληροφοριακών ή φιλολογικών στοιχείων κάνει μάλλον τον ανθολόγο, να παραθέτει τις γυναικείες ποιητικές φωνές χωρίς χρονολογική σειρά ή παράθεση αλφαβητική, ή άλλων ειδολογικών κατατάξεων ή χρονολογικών περιόδων. Δηλαδή, οι ποιητικές φωνές του 19ου αιώνα, του 20ου κλπ. Στον πρόλογό του ο Λαμπίκης παρότι φαίνεται πως τον απασχόλησε το πρόβλημα, δεν θέλησε να το διαχειριστεί ή να το λύση με μεθοδικότερο τρόπο. Είναι ριγμένο κάπως άτακτα το υλικό του, όπως διαπιστώνει και η κριτική που παραθέτω του Κ. Παράσχου.
Μ) Από τα ίδια τα γραφόμενα του ανθολόγου, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για αισθητικά ή άλλα ποιητικά κριτήρια των επιλογών αυτών, πέρα ίσως, από την ίδια την ποιητική ματιά του ανθολόγου, όταν μάλιστα, υπάρχουν περιπτώσεις ποιητριών, που όπως γράφει για αυτές: «είναι σύζυγος του φίλου και συμφοιτητή μου…». βλέπε περίπτωση Μαρίας Π. Ράλλη, χωρίς αυτή του η ποιητική επιλογή να μειώνει την ποιότητα και την αξία της ίδιας της ποιήτριας. Το καταγράφω σαν ένδειξη των μη ποιητικών κριτηρίων του πολύπειρου δημοσιογράφου.
Ν) Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι χρήσιμες είναι οι πληροφορίες για δημοσιογράφους- συγγραφείς της εποχής του και προγενέστερα, τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών, πολιτιστικά «σωματεία», καλλιτεχνικές κινήσεις που υπήρχαν τότε στην ελληνική επαρχία. Καθώς και οι με αστερίσκους σημειώσεις του στο τέλος της σελίδας.
Ξ) Οι κρίσεις του για το έργο των ελληνίδων ποιητριών είναι μάλλον χαμηλών προδιαγραφών και τόνων. Συνοπτικά περιγραφικές, καθόλου αναλυτικές, και μάλλον χωρίς να τον αδικώ, γενικόλογες, χωρίς να λείπουν και οι ελάχιστες ουσιαστικές επισημάνσεις.
      Ο Δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Λαμπίκης, διαχειρίστηκε ένα αρκετά πλούσιο υλικό-πάνω από 80 γυναικείες φωνές, με τις ποιητικές τους συλλογές, και δημοσιογραφικά φανερώματα με δημοσιογραφική ευσυνειδησία, όπως φαίνεται με αγάπη, καλές προθέσεις, αλλά μάλλον χωρίς να επιμεληθεί το υλικό αυτό όσο του άξιζε, την πρώτη αυτή στην ελληνική ποιητική γραμματεία κατάθεση, ακόμα και σε τυπογραφικά ζητήματα που παρουσιάστηκαν και παραλείψεις. Μια για πρώτη φορά γυναικεία Ποιητική Ανθολογία, που συγκεντρωτικά και αυτόνομα, ποιητικά δεδομένα, έθεσε τις βάσεις έρευνας και εξέτασης της γυναικείας ποιητικής αυτόνομης διαδρομής στην πατρίδα μα;. Της συμβολής της, στην ανίχνευση της ετερότητας της θηλυκής γραφής όπως θα έγραφε δεκαετίες αργότερα μια άλλη ποιήτρια και δοκιμιογράφος η Άντεια Φραντζή, των πηγών και αναφορών της, των συμβόλων της, των θεμάτων της, του κόσμου της εικονοποιίας της, των γλωσσικών της διατυπώσεων, των δάνειων αναφορών συνήθως, από άντρες δημιουργούς, των ξένων γυναικείων φωνών που για τις περισσότερο μορφωμένες ήσαν γνωστές, τέλος, στην προσπάθεια αυτονόμησή τους, από την αντρική ποιητική «μέγγενη» και αξιολογικό κανόνα. Ανεξάρτητες γυναικείες ποιητικές φωνές, ποιητικές φωνές πολιτικοποιημένες και αγωνίστριες, αντιστασιακές σε δύσκολους καιρούς, φιλοσοφικών-υπαρξιακών προδιαγραφών ή εικαστικών προσμείξεων και ξένων ρευμάτων και επιρροών. Ελληνίδες Ποιήτριες όπως είναι η Μυρτιώτισσα η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Ρίτα Μπούμη Παππά, η Φαίδρα Ζαμπαθά- Παγουλάτου, η Όλγα Βότση, η Αμαλία Κούρτελη- Δάφη, η Μελισσάνθη, η Ολυμπία Καράγιωργα, η Ζέφη Δαράκη, η Κατίνα Παϊζη, η Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ, η Ρούλα Αλαβέρα, η Ζωή Καρέλλη, η Χαρά Χρηστάρα, η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, η Ειρήνη Αλιφέρη, η Νανά Ησαϊα,η  Μαρία Σερβάκη, η Τζένη Μαστοράκη, η Μαρία Λαϊνά, η Μαρία Κούρση από τις νεότερες, η Κικής Δημουλά, η Χρυσάνθη Ζιτσαία, η Ευαγγελία Παπαχρήστου Πάνου, η Λιλή Ιακωβίδη, η Θάλεια Κεσίσογλου, η Γιολάντα Πέγκλη, η Ελένη Βακαλό, η Κατερίνα Γώγου και πολλών άλλων αυτόφωτων στο μεγαλύτερο μέρος τους θηλυκών φωνών. Χωρίς να παραβλέπουμε και την ποιοτική ποιητική σιρμαγιά και παρουσία των Κυπρίων Ποιητριών που αποτελούν ένα σημαντικό ξεχωριστό κεφάλαιο στην πολιτιστική διαδρομή και ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Ελληνίδες ποιήτριες που επαναπροσδιόρισαν τις φωνές τους, εμπλούτισαν την ποιητική τους θεματογραφία, εξέλιξαν την τεχνική της γραφής τους, οι οποίες δεν φοβήθηκαν να αναμετρηθούν με ισάξιές τους ξένες γυναικείες ποιητικές φωνές, τόλμησαν να ανοιχτούν σε αχαρτογράφητα για τα ελληνικά πράγματα ποιητικά νερά της εποχής τους, χάραξαν νέους δρόμους ή ορισμένες από αυτές, άνοιξαν νέα ποιητικά ίχνη.
     Η Γυναικεία Ποιητική παρουσία στην Ελλάδα πλέον, ιστορικά και καλλιτεχνικά, έχει αποκτήσει την δική της φωνή και ποιητική δυναμική, και μπορεί με άνεση να μην συστεγάζεται με αυτήν των αντρικών ποιητικών φωνών. Έχει βρει τον βηματισμό της, έχει προσδιορίσει τον προσανατολισμό της και αγωνίζεται να «επιβάλλει» τις αξίες και τους κανόνες της. Μια έμφυλη ποιητική γενιά έχει φανερωθεί η οποία σχηματίζει αργά και σταθερά το πρόσωπό της και τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά. Είναι μια ποίηση που, και ηλικιακά, ανιχνεύει νέους τρόπους προσέγγισης των αναγνωστών και αναγνωστριών του ποιητικού λόγου, που ίσως, προτιμά να βρέχεται και να κρυώνει από τα νέα δύσκολα και αντίξοα πολιτικά ρεύματα της εποχής μας και συνθήκες, παρά να βρίσκεται κάτω από την ασφάλεια ενός καταξιωμένου στεγάστρου μιάς επίσημης και ίσως «ακαδημαϊκής» των παλαιότερων γενεών φωνής. Η Σεφερική περίοδος της ποίησης έχει αρχίσει να υποχωρεί προ πολλού-και να απασχολεί μάλλον τα πανεπιστημιακά γραφεία και έδρανα, αν και δεν έχουμε επαρκής εργασίας για την επίδρασή της στις γυναικείες ελληνικές φωνές. Η επίδραση της λυρικής φωνής του δεύτερου νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, ακόμα αντέχει σε σημεία περισσότερο εσωτερικού λυρισμού των γυναικείων φωνών και, κυριότερα, όσον αφορά σε δοκιμιακές έρευνες του έργου του. Η περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου δεν έχει επίσης ερευνηθεί όσο της αξίζει. Συνηθέστερα ορισμένες ποιήτριες όπως πχ. η τραγουδίστρια Γιοβάννα κάνει λόγο για τον δάσκαλο Γιάννη Ρίτσο και στο τι αποκόμισε από την πνευματική σχέση της μαζί του, όπως και άλλες σποραδικά γυναικείες φωνές. Δεν μας μιλούν όμως συγκεκριμένα και ποιά χαρακτηριστικά του ποιητικού τους λόγου, συναντάμε στο δικό τους το έργο. Το ίδιο θα σημειώναμε και για τους υπερρεαλιστές ποιητές. Η περίπτωση πάλι, του Αλεξανδρινού, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, ενώ όλοι μιλούν για τις προσλήψεις της τεχνικής του και του ύφους του μέσα στο έργο τους, δεν έχουμε το φανέρωμα ενός θηλυκού Καβάφη. Εννοώ, στην επικράτηση μιάς γυναικείας καθαρά ομοφυλόφιλης ποίησης και φωνής που δεν θα καλύπτει το περιεχόμενό της και τον σημασιολογικό συμβολισμό της κάτω από τα σαπφείρινα βλέμματα των αντρών ερωτικών συντρόφων του Ποιητή. Η ανάκληση γίνεται μόνο στις προηγούμενες χιλιετίες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και στην φωνή και το πρόσωπο της Σαπφούς. Οι της Σαπφούς σάπφειροι λάμπουν αλλά μετά τι; Σαπφώ και Κασσιανή και Μαρία Μαγδαληνή; Αντίθετα με τον χώρο της δύσης που όχι μόνο έχουν μπουσουλίσει αυτόνομα οι ξένες ποιήτριες αλλά, ακολουθούν ποιητικά ίχνη που χάραξαν οι ίδιες τον προηγούμενο αιώνα.
     Όπως και νάχει με ορισμένες σύγχρονες και πάλι εξαιρέσεις, η γυναικεία ερωτική ποίηση στην σύγχρονη ελλάδα είναι μάλλον ελάχιστη και αργοβάδιστη , αντίθετα από τον πλούτο του γυναικείου δοκιμιακού λόγου σε θέματα και ζητήματα που αφορούν τις ίδιες, ή άντρες ομοτέχνους τους. Ο γυναικείος δοκιμιακός λόγος είναι πολύπλευρος και ισχυρός, στέκεται ισάξια δίπλα στον αντρικό. Δεν μιλώ για τον στοχαστικό, μιλώ για τον καθαρά δοκιμιακό και ερευνητικό. Αν και οι περισσότερες γυναικείες φωνές προέρχονται από τον πανεπιστημιακό χώρο-χωρίς να σημαίνει κάτι αρνητικό σε αυτό. Την ίδια έντονη παρουσία έχουμε και στον θεατρικό χώρο και ιδιαίτερα στην θεατρική κριτική. Μπορεί να μην έχουν όλες την εργασιομανία της Άλκης Θρύλου, αλλά, οι θεατρικές κριτικές και αναλύσεις των νέων γυναικών κριτικών τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την μεταπολίτευση στην χώρα μας είναι αξιόλογες και επαινετικές.
--     
ΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ,
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ,
ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΜΠΙΚΗ: «Ελληνίδες ποιήτριες», περιοδικό Νέα Εστία έτος Ι-1936, τόμος 20ος, τεύχος 235/ Αθήναι 1 Οκτωβρίου 1935, σελίδες 1385-1386.
     Θα παρανοούσαμε τον σκοπό και την διάθεση με την οποίαν εσύνθεσε τον πρώτο τόμο της ανθολογίας του ο κ. Λαμπίκης και με την οποίαν θα συνθέση, φαντάζομαι, και τους επομένους, αν εκρίναμε τις «Ελληνίδες Ποιήτριες» «αυστηρά». Είναι μιά ανθολογία της σύγχρονης γυναικείας ελληνικής ποιήσεως που έγινε όχι με την πρόθεση αξιολογικού ξεχωρίσματος και βαθμολογίας, αλλ’ απλώς και μόνον για να δειχθή η συνολική, καλή ή μέτρια, ποιητική παραγωγή του ωραίου φύλλου, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πράγμα πού δεν είχε ακόμα γίνει. Έτσι, στο βιβλιαράκι αυτό βλέπει κανείς ονόματα γνωστών ποιητριών: της Μυρτιώτισσας, της Πολυδούρη, της κ. Μαλάμου, της κ. Ιακωβίδη, της κ. Ράλλη, της Αιμ. Δάφνη, πλάϊ σε ονόματα πολύ λίγο γνωστά ή και εντελώς άγνωστα. Ο κ. Λαμπίκης πιστεύει ότι το… ανακάτωμα αυτό δεν ζημιώνει ούτε τις γνωστές ποιήτριες, αλλ’ ούτε και τις άλλες. «Κι’ αυτές πάλι, γράφει στον πρόλογό του, έχουν η κάθε μιά τον πνευματικό τους κύκλο, τον ιδιαίτερο, και τη σχετική τους αξία-τη δική τους.». Και πιστεύει ακόμη ότι το ανακάτωμα ως μέθοδος για την σύνθεση μιάς ανθολογίας είναι η καλύτερη, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον γιατί η χρονολογική κατάταξις επί του προκειμένου θα ήταν… τρομερά επικίνδυνη και αδύνατη, άλλωστε. Ο κ. Λαμπίκης δεν ήθελε να δημιουργήση «ηλικιακό», καθώς λέγει, γυναικείο ζήτημα με το βιβλιαράκι του’ ήθελε απλώς να μας δείξη ποιά περίπου είναι η σύγχρονη γυναικεία ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα.
       Είναι βέβαια-θα το αναγνωρίσουν, ελπίζω, οι αναγνώστριές μου- κάπως δύσκολο για έναν άνδρα να κρίνη με την απαιτούμενη ειλικρίνεια και αμεροληψία την ποίηση των γυναικών. Από τις γυναίκες- δίκαια ή άδικα, αδιάφορο- εσυνηθίσαμε, όταν πρόκειται για ποίηση και τέχνη, να μην έχουμε πολύ μεγάλες αξιώσεις. Έχουμε όμως πάντα, από μιά περίεργη αντινομία, την αξίωση, την μεγαλύτερη απ’ όλες, όταν την κοιτάξης καλά, να φανερώνουν οι γυναίκες στο έργο τους κάτι διάφορο απ’ αυτά που φανερώνουμε εμείς στα δικά μας, κάτι που είναι όμως και ό,τι πιό πολύτιμο μπορούν να εκφράσουν και ο,τι πιό αναγκαίο: την γυναικεία ψυχή, την γυναικεία ευαισθησία. Η γυναίκα ελάχιστα πράγματα τα αισθάνεται όπως ο άντρας. Αυτόν, λοιπόν, τον ιδιαίτερο τρόπο του αισθάνεσθαι, τόσο ενδιαφέροντα, τόσο πιό βαθύν, κάποτε, από τον ανδρικό, με όλες τις αποχρώσεις του, με ό,τι πιό λεπτό και αδιόρατο έχει, ζητούμε και έχουμε την αξίωση να βρίσκουμε στα γυναικεία καλλιτεχνήματα, και πρό πάντων στην ποίηση. Όταν δεν υπάρχη, χάνει σχεδόν ολότελα τον λόγο της ύπαρξής της η γυναικεία ποίηση.
     Δε νομίζω ότι η ιδιαίτερη γυναικεία αυτή ευαισθησία, σε ό,τι πιό βαθύ και ουσιαστικό έχει, συναντιέται άφθονη στη σύγχρονη γυναικεία ελληνική ποίηση. Μερικά από τα αίτια του φαινομένου τα έθιξα αλλού’ η Ελληνίδα δεν είναι ακόμα ψυχικά και πνευματικά αρκετά ελευθερωμένη ώστε να μπορέση και να εκφράση με την ανάλογη ελευθερία και τον ανάλογο πλούτο τον εσωτερικό κόσμο της. Στόν κόσμο τούτον, σκουντουφλώντας και πασπατεύοντας, τώρα μάλις αρχίζει να κάμνη τις πρώτες ανιχνεύσεις, τις πρώτες ανακαλύψεις, αβέβαιες και αργές. Και είναι προς τιμήν της ότι μολονότι βρίσκεται στην αρχή ενός τόσο δύσκολου έργου, κατόρθωσε, ωστόσο, να φέρη στο φως αισθήματα και συναισθήματα, πού τα όμοιά τους συναντούμε μονάχα στις πολύ εξελιγμένες φιλολογίες. Φυσικά, δεν πρόκειται πάντα για πηγαίες και ανόθευτες εκφράσεις εσωτερικού κόσμου. Η μόδα και η επιτήδευση είχαν τα θύματά τους και ανάμεσα στις γυναίκες, όπως είχαν κ’ έχουν κι ανάμεσα σε τόσους άντρες. Μερικά ποιήματα όμως της Πολυδούρη, της Μυρτιώτισσας, της Ρίτας Μπούμη, της κ. Λιλής Ιακωβίδη, της Ράλλη, της Μελισσάνθης, μας πείθουν ότι η Ελληνίδα αρχίζει πραγματικά να βρίσκη τον ιδιαίτερο κόσμο της, και να τον εκφράζη με τρόπο προσωπικό. Ο ψυχικός αυτός κόσμος της σημερινής Ελληνίδας ολοένα πλαταίνει, ολοένα φωτίζεται’ και ασφαλώς, όσο περνά ο καιρός, θα παρουσιάζονται ποιήτριες που θα τον εκφράζουν όλο και πιό ζωντανά και πιό μεστά και πιό καλλιτεχνικά.
--
     Στην κληρωτίδα λοιπόν των σελίδων που θα έλεγε και ο δημοσιογράφος και ανθολόγος Δημήτρης Λαμπίκης, γιατί, μετά από τον αριθμό αυτόν καιγόμαστε.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 1 του Μάη 2020    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου